N.F.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2088/2023, 21/1/2025
print
Τίτλος:
N.F.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2088/2023, 21/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 Υπόθεση Αρ. 2088/2023

 

21 Ιανουαρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:  

 

N.F.C.

   Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

               Καθ' ων η αίτηση 

....................

 

Η αιτήτρια εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Γιώργος Βασιλόπουλος για Δρ Χρίστο Χριστοδουλίδη, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Κατερίνα Μιχαηλίδου για Δέσποινα Κυπριανίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρούσα η μεταφράστρια κυρία Όλγα Γεωργιάδη για πιστή μετάφραση από αγγλικά σε ελληνικά και αντίστροφα]

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 02/06/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Νιγηρίας και στις 22/03/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές. Την ίδια μέρα, η αιτήτρια παρέλαβε τη παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αίτησης Διεθνούς Προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).

 

Στις 30/05/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου σε γλώσσα που η ίδια δήλωσε ότι ομιλεί και κατανοεί. Στις 02/06/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, συγκεκριμένη λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Στις 27/06/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή προς την αιτήτρια στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της για απόρριψη του αιτήματός της και την Έκθεση-Εισήγηση, η οποία και παραλήφθηκε αυθημερόν από την αιτήτρια. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η αιτήτρια μέσω της Γραπτής Αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της πρόβαλε τους πιο κάτω νομικούς ισχυρισμούς: (1) Δεν διεξήχθη επαρκής και/ή δέουσα έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό ως κατονομάζεται στον περί Προσφύγων Νόμο, (2) Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια και/ή με κατάχρηση εξουσίας και κατ’ αντίθεση με το νόμο και (3) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, δήλωσε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων πως υιοθετεί τα όσα περιλαμβάνονται στη Γραπτή του Αγόρευση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης και ανέφερε πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο και υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, εισηγείται πως η αιτήτρια δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να της αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω αρχικά τον ισχυρισμό που προωθεί η αιτήτρια περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω της κακής συμπεριφοράς προς το πρόσωπό της από τον πατέρα και την μητριά της. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια κατέγραψε ότι η μητέρα της απεβίωσε κατά την γέννησή της και από τότε ο πατέρας της την μισεί, η μητριά της της συμπεριφέρεται με άσχημο τρόπο και επιπλέον, ισχυρίζεται πως της ανέφερε ότι θα την σκοτώσει. Με την βοήθεια ενός άνδρα της κοινότητάς της, η αιτήτρια διέφυγε από την χώρα της (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Idumuesah της πολιτείας Delta της Νιγηρίας (ερυθρό 14 Χ2 του διοικητικού φακέλου). Η εθνοτική της καταγωγή είναι Ika, είναι Χριστιανή στο θρήσκευμα και ομιλεί Ika και Αγγλικά (ερυθρά 17 3x και 15, του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια μεγάλωσε και ζούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωή της στην πόλη Idumuesah της πολιτείας Delta, που συνιστά και τον τελευταίο τόπο διαμονής της, προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 14 x2, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς την οικογένειά της, η αιτήτρια ανέφερε ότι η μητέρα της απεβίωσε κατά την γέννηση της και ο πατέρας της είναι  παντρεμένος με άλλη γυναίκα. Η αιτήτρια δεν έχει αδέρφια από την μητέρα της, έχει δύο ετεροθαλείς αδερφούς και  βρίσκονται μαζί με τους γονείς τους στην πόλη Idumuesah της πολιτείας Deltaς. Οι παππούδες της αιτήτριας απεβίωσαν και έχει έξι θείες με τις οικογένειες τους οι οποίοι διαμένουν στην πόλη Idumuesah της πολιτείας Delta (ερυθρό 15 1x, του διοικητικού φακέλου). Ως προς το μορφωτικό της υπόβαθρο, η αιτήτρια ανέφερε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής της και θα συνέχιζε τις σπουδές της στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές ωστόσο λόγω οικονομικών δυσκολιών τις διέκοψε (ερυθρό 15 1x, του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν εργάστηκε στην χώρα της αλλά κάποιες φορές βοηθούσε τον πατέρα της στην φάρμα (ερυθρό 14 2x, του διοικητικού φακέλου).  

 

Η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και ταξίδεψε αεροπορικώς από το αεροδρόμιο της  Abuja της Νιγηρίας χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία κατά την έξοδό της από την χώρα και μετέβη στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, από όπου και εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές (ερυθρό 14 4x, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησής της, η αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της για να σπουδάσει και να εργαστεί. Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ανέφερε ως έτερο λόγο ότι επιθυμούσε να είναι ασφαλής. Εξήγησε ότι η μητέρα της απεβίωσε όταν την έφερε στην ζωή και η μητριά της την κακομεταχειριζόταν και απείλησε ότι θα την σκοτώσει. Τέλος, ανέφερε ότι ένας καλός άνθρωπος της κοινότητάς της την βοήθησε να ταξιδέψει και να εγκαταλείψει την χώρα της (ερυθρό 14 5x, του διοικητικού φακέλου). 

 

Σχετικά με τις απειλές που δεχόταν από την μητριά της, η αιτήτρια ανέφερε πως ίσως την κτυπούσε επειδή αυτή δεν ήταν η βιολογική της μητέρα, επαναλαμβάνοντας ότι δεν της συμπεριφερόταν καλά. Ανέφερε ακόμα, ότι οι απειλές ξεκίνησαν όταν η αιτήτρια έφτασε στην ηλικία των 21 ετών και δήλωσε πως ξεκίνησε να την απειλεί εκείνη την χρονική στιγμή, αφού όπως υπέθεσε ίσως δεν θα της ήταν χρήσιμη και ότι μεγαλώνοντας θα γινόταν πιο δυνατή (ερυθρό 13 6x, του διοικητικού φακέλου). Κληθείσα να απαντήσει γιατί δεν εγκαταστάθηκε σε κάποια άλλη περιοχή της πολιτείας Delta  και επέλεξε να εγκαταλείψει την Νιγηρία, ανέφερε ότι θα αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες καθότι είναι δύσκολο να εξεύρει εργασία ως επίσης ότι οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί (ερυθρό 13 8x, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς το ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα της, η αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται γιατί δεν θα είναι ασφαλής. Η αιτήτρια ανέφερε πως ουδέποτε συνελήφθη ή παρενοχλήθηκε στη χώρα καταγωγής της και ότι οι αρχές της χώρας της θα της επιτρέψουν να επιστρέψει (ερυθρό 13, του διοικητικού φακέλου).  Κληθείσα να εξηγήσει η αιτήτρια την διαφοροποίηση των όσων κατέγραψε στην αίτησή της, την κακομεταχείριση που δεχόταν και από τον πατέρα της, σε αντίθεση με τα λεγόμενα της κατά την συνέντευξη όπου αναφέρθηκε σε κακοποίηση μόνο από την μητριά της, η αιτήτρια ανέφερε ότι ούτε ο πατέρας της της φερόταν καλά, αφού και αυτός την κτυπούσε και την έστελνε να εργαστεί στην φάρμα (ερυθρό 12 11x, του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της, ότι δηλαδή η αιτήτρια είναι υπήκοος Νιγηρίας, γεννημένη στο Idumuesah της πολιτείας Delta, μιλά Ika και αγγλικά, είναι χριστιανή, ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά όχι το δίπλωμά της και διέμενε στη πόλη Idumuesah της πολιτείας Delta πριν αναχωρήσει από τη χώρα της, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός, καθότι η αιτήτρια κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστη. Έναν δεύτερο, αναφορικά με το ότι η αιτήτρια αναχώρησε από την Νιγηρία για να σπουδάσει και να εργαστεί, ο οποίος επίσης έγινε αποδεκτός και έναν τρίτο αναφορικά με το ότι αναχώρησε από την Νιγηρία γιατί κινδυνεύει η ζωή της από την μητριά της.

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός, καθότι ο  αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η αιτήτρια πρόβαλε μη ευλογοφανείς ισχυρισμούς και υπέπεσε σε αντιφάσεις τις οποίες δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός με παραπομπές στις δηλώσεις της αιτήτριας επεσήμανε στην Έκθεση-Εισήγησή του, τις ανεπάρκειες του αφηγήματός της. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ανέφερε η αιτήτρια στην συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης και ως εκ τούτου λόγω μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας της, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους δύο αποδεκτούς ισχυρισμούς και τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας και κατόπιν παράθεσης και αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Delta, στην οποία εμπίπτει η πόλη Idumuesah που συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της αιτήτριας και στην οποία αναμένεται η αιτήτρια να επιστρέψει, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Τέλος, κατά τη νομική ανάλυση των ισχυρισμών της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της δεν θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.  Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στην πόλη  Idumuesah της πολιτείας Delta της Νιγηρίας, στην οποία αναμένεται να επιστρέψει η αιτήτρια, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε η αρμόδια εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και  απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η αιτήτρια δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Όπως διαφαίνεται, η αιτήτρια δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε είναι ιδιωτικής φύσεως διαφορά με την μητριά της. Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν την αιτήτρια στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Στο πλαίσιο του κατ’ουσίαν ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης δεν θα ασχοληθώ με τους δύο πρώτους αποδεκτούς ισχυρισμούς.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, διαφαίνεται πως η αιτήτρια προέβη σε γενικές, αόριστες και αντιφατικές δηλώσεις οι οποίες δεν μπορούν να τεκμηριώσουν ούτε τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της.  Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν γινόταν αποδεκτός ως αξιόπιστος ο εν λόγω ισχυρισμός, πρόκειται για μία προσωπική διαφορά και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη πως η χώρα καταγωγής της αιτήτριας θεωρείται ασφαλής χώρα ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 191/24, η αιτήτρια θα μπορούσε να απευθυνθεί στις αρχές ης χώρας της για να προστατευθεί.

 

Αναφορικά με τον αόριστο κίνδυνο που ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι διατρέχει από την μητριά της  στη χώρα καταγωγής της, όπως έχω αναφέρει στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:  «Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ' ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου ………...  Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή.»

 

Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς δεν προέκυψε καμία ένδειξη πραγματικής, υφιστάμενης και έμπρακτης απειλής της αιτήτριας από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, στη χώρα καταγωγής του.

 

Πρόσθετα, από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από τη δεόντως εξουσιοδοτημένη λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τελευταίος τόπος διαμονής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της εμπίπτει στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.  Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της αιτήτριας, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  

 

Σύμφωνα με τη σύνοψη της κατάστασης ασφαλείας του ACCORD που βασίζεται σε στοιχεία του ACLED, η οποία αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2024 και δημοσιεύτηκε στις 8 Μαΐου 2024, στην πολιτεία Delta αναφέρθηκαν 47 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων τα 21 οδήγησαν σε 59 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι ακόλουθες τοποθεσίες συγκαταλέγονται μεταξύ των πληγέντων: Agadama, Agbor, Asaba, Effurun, Egbudu-Akah, Evwreni, Forcados, Ishiagu, Jesse, Kiagbodo, Koko, Kwale, Mosogar, Ogharefe, Ogwashi-Uku, Ohoro, Ohwase, Okere, Okoloba, Okpanam, Okuama, Onicha-Olona, Osubi, Otu-Jeremi, Ozoro, Ughelli, Uwheru, Warri.[1] 

 

Σύμφωνα με τη σύνοψη της κατάστασης ασφαλείας του ACCORD που βασίζεται σε στοιχεία του ACLED, η οποία αφορά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 και δημοσιεύτηκε στις 7 Αυγούστου 2024, στην πολιτεία Delta αναφέρθηκαν 42 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων τα 18 οδήγησαν σε 25 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι ακόλουθες τοποθεσίες συγκαταλέγονται μεταξύ των πληγέντων: Abavo, Agbor, Akugbene, Asaba, Ashaka, Effurun, Egbo, Evwreni, Ibusa, Inene, Kwale, Obiaruku Quarters, Ogbe-Udu, Ogbinbiri, Oghara, Ogwashi-Uku, Ohoro, Okoloba, Okuama, Okwagbe, Olota, Orogun, Oteri, Oviri-Ogor, Ozoro, Ughelli, Warri.[2]

 

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από την 13/01/2024 έως τις 10/01/2025 στην πολιτεία Delta, καταγράφηκαν 137 περιστατικά ασφαλείας και 141 θάνατοι, εκ των οποίων 3 διαμαρτυρίες (2 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 11 εξεγέρσεις (7 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 73 μάχες (104 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 48 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (28 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 2 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας χωρίς ανθρώπινες απώλειες.[3] Συγκεκριμένα στην πόλη Idumuesah της πολιτείας Delta της Νιγηρίας που συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της αιτήτριας, την ίδια περίοδο αναφοράς δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά. Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Delta της Νιγηρίας ανέρχεται σε 5.636,100 σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2022.[4]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα, υγιής, πλήρως ικανή προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και έχει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά προϊόν πλάνης και κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει η αιτήτρια (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται επαρκώς από την αιτήτρια και είναι γενικόλογος. Από τους ισχυρισμούς του ευπαίδευτου συνηγόρου της, δεν προωθείται συγκεκριμένα οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε υπόψη της. Ενόψει των ανωτέρω, δεν διακρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με σκοπό κατάδηλα διαφορετικό από εκείνο που ο νομοθέτης θέλησε και ο συνήγορος της αιτήτριας δεν υπέδειξε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε παρατυπία.

 

Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στη λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει, διότι η πλάνη του αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και κατά συνέπεια με αυτό τον τρόπο συντρέχει πλάνη περί το Νόμο (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011) σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511).

 

Η αιτήτρια δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένα γεγονότα τα οποία οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα, ούτε ισχυρίζεται οτιδήποτε που να στοιχειοθετεί πλάνη περί τον Νόμο. Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και/ή κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας.  Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).  Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας και των εξουσιών του αρμόδιου οργάνου.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας. 

 


     Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation, 'Nigeria, first quarter 2024: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED)', 8 May 2024, σελ. 4-5, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2109664/2024q1Nigeria_en.pdf

[3] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM,

The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/                                    (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests),                             Ημερ: 13/01/2024 - 10/01/2024,REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Delta, LOCATION: Idumuesah)

[4] City Population https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ (Nigeria - Delta)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο