
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 2116/24
10 Ιανουαρίου, 2024
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.C.M.
Αιτητού
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
.........
Ε. Μυριάνθους (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Β. Θωμά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Ρ. Ευαγγέλου (κ.), για πιστή διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18.4.2024 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθότι καθώς κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία και περί στις 13.10.2023, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 16.04.2024, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό. Ακολούθως, ο λειτουργός υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή και επιστροφή στη χώρα καταγωγής του. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 18.4.2024. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 07.6.2024, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Με τη γραπτή του αγόρευση ο Αιτητής προωθεί την κατ' ισχυρισμό έκδοση της επίδικης απόφασης υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα, χωρίς αιτιολογία και χωρίς προηγούμενη δέουσα έρευνα. Τέλος, στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης προωθεί για πρώτη φορά ότι αναρμοδίως εκδόθηκε η επίδικη απόφαση από αναρμόδιο πρόσωπο.
3. Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, υπεραμύνονται της ορθότητας της επίδικης πράξης και επισημαίνουν ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ήταν προϊόν δέουσας έρευνας. Υπενθυμίζουν επιπλέον το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών βάσει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή χαρακτηρίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας. Παραπέμπουν στους ισχυρισμούς τους Αιτητή κατά τη διοικητική διαδικασία και στην αξιολόγησή τους, επισημαίνοντας ότι αυτοί είναι γενικοί συνεχώς και ασαφής και άρα αναξιόπιστοι. Επισημαίνουν συγκεκριμένα ότι οι κατ’ ισχυρισμό απειλές που δέχτηκε προέρχονται από ιδιώτες φορείς δίωξης και ήταν μόνο τηλεφωνικές, χωρίς ο ίδιος να δίνει επαρκείς λεπτομέρειες των περιστάσεων της δίωξής του ούτε και να εξηγεί γιατί δεν μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή των αρχών της χώρας καταγωγής. Τέλος, υποστηρίζουν ότι οι περιστάσεις του Αιτητή, το προφίλ σε συνάρτηση με τον τόπο διαμονής του, δεν δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
To νομικό πλαίσιο
4. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας ταύτης».
5. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
6. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
7. Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών
16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
(2) Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-
(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ [...]».
(στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος). (β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης...».
8. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
9. Το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31.5.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) ορίζει ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας τη Νιγηρία.
Κατάληξη
10. Εκ προοιμίου, επισημαίνω ότι η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι προσφυγής που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως, τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247»].
11. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655].
12. Εν πρώτοις επισημαίνω ότι, το ζήτημα που εγείρεται αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου να εγκρίνει την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, παρά το γεγονός ότι δεν δικογραφείται δεόντως στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, εντούτοις ως θέμα δημοσίας τάξεως, δύναται να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο.
13. Εν προκειμένω, θα προχωρήσω στην εξέταση αυτού του εγειρόμενου λόγου προσφυγής, καθώς έχω ενώπιον μου όλα τα ουσιώδη στοιχεία. Εξετάζονται προς τούτα τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαπιστώνεται ότι ο φορέας του οργάνου που εξέδωσε την επίδικη απόφαση κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος (βλ. ερ. 45 και 59 του διοικητικού φακέλου – πράξη εξουσιοδότησης και έκδοσης της επίδικης απόφασης). Κατά τα λοιπά παραπέμπω και υιοθετώ το σκεπτικό μου στην πρόσφατη απόφασή μου στην Υπόθεση Αρ.: 186/23, Β.Η. ω. Δημοκρατίας, ημερ. 27.6.2024, παρ. 10 έως 21.
14. Ως προς τους υπόλοιπους προωθούμενους λόγους προσφυγής περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και περί πλάνης είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της de novo και ex nunc. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100]
15. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).
16. Εν προκειμένω, ο Αιτητής στο έντυπο της αίτησής του για άσυλο ανέφερε ότι λάμβανε απειλές από την οικογένεια της συζύγου του, λόγω του γεγονότος ότι όταν εισήχθη στο νοσοκομείο η έγκυος σύζυγός του, έπρεπε να υποβληθεί σε έκτρωση διαφορετικά η ίδια δεν θα επιζούσε. Ο Αιτητής και ο αδελφός της είχαν δώσει γραπτώς τη συγκατάθεση τους για αυτό το σκοπό, με αποτέλεσμα η σύζυγος να αποβιώσει και ο ίδιος να θεωρηθεί υπαίτιος για να τον θάνατό της. Αναφέρει πως συγγενείς της οικογένειας της συζύγου του, τον χτύπησαν όσο βρισκόταν στο νοσοκομείο και μετά από κάποιες μέρες άρχισαν να τον απειλούν. Στη συνέχεια, ενημερώθηκε από τους γείτονάς του πως άτομα εισήλθαν στην οικία του σπάζοντας την πόρτα, ενώ ο ίδιος απουσίαζε και ότι οπλοφορούσαν. Ο Αιτητής μετακόμισε στη πολιτεία Edo, όπου κατόρθωσαν να τον εντοπίσουν και έτσι αποφάσισε να έρθει στη Δημοκρατία. Αναφέρει ότι και πάλι κατόρθωσαν να τον εντοπίσουν και κατόρθωσε να διαφύγει πηδώντας από το παράθυρο.
17. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Νιγηρίας με τόπο καταγωγής την περιοχή Onitsha στη πολιτεία Anambra, γεννηθείς το 1982 όπου διέμεινε μέχρι το 1999. Μετακόμισε στην πόλη Lagos όπου διέμεινε μέχρι το και το 2021. Μετά τον θάνατο της συζύγου του, λόγω των απειλών που δέχτηκε από τους συγγενείς της, του μετέβηκε στη πόλη Benin της πολιτείας Εdo για 3 μήνες. Ως προς το θρήσκευμά του, δήλωσε ότι είναι Χριστιανός ενώ ως προς την εθνοτική του καταγωγή ότι είναι μέλος της εθνοτικής ομάδας των Igbo. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι είναι χήρος κι άτεκνος, ο πατέρας του και η αδελφή του έχουν αποβιώσει και η μητέρα του δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Τα δύο αδέλφια της μητέρας του, μαζί με τις οικογένειες τους, διαμένουν στην πόλη Onitsha. Δεν διατηρεί επικοινωνία με κανέναν από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Δήλωσε ωστόσο ότι διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με τους δύο θείους του. Η αδελφή της μητέρας του διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ισχυρίστηκε ότι είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το έτος 1998, με πτυχίο διοίκησης επιχειρήσεων. Ως προς την επαγγελματική του πείρα, ισχυρίστηκε ότι απασχολήθηκε στην υποδοχή ξενοδοχείου στην πόλη Lagos μέχρι και την αναχώρηση του από τη Νιγηρία.
18. Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, στο πλαίσιο της ελεύθερης αφήγησής του, δήλωσε ότι η ζωή του εκεί βρισκόταν σε κίνδυνο από την οικογένεια της αποβιώσασας συζύγου του. Ειδικότερα, συγγενείς της συζύγου του τον χτύπησαν όσο βρισκόταν στο νοσοκομείο και μετά από κάποιες μέρες άρχισαν να τον απειλούν. Έτσι, θεωρώντας πως διατρέχει κίνδυνο η ζωή του, μετέβη στην πόλη Benin όπου είχε προβεί σε διαδικασίες για να εγκαταλείψει τη Νιγηρία.
19. Διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα υποβλήθηκαν στον Αιτητή αναφορικά με το περιστατικό επίθεσης από αγνώστους στην οικία του, τις απειλές των οποίων υπήρξε αποδέκτης και κατά πόσο ο ίδιος προέβη σε καταγγελία στις αστυνομικές αρχές της χώρας του. Στο πλαίσιο αυτό, ο Αιτητής εξήγησε ότι ουδέποτε του είχε συνέβη το οτιδήποτε και πως οι απειλές ήταν πάντα τηλεφωνικές. Ερωτήματα υποβλήθηκαν στον Αιτητή και αναφορικά με την επίθεση στην οικία όπου διέμενε στα κατεχόμενα καθώς και αναφορικά με ποιο τρόπο κατάφεραν να τον εντοπίσουν στη Δημοκρατία οι κατ’ ισχυρισμό φορείς δίωξής του.
20. Αναφορικά με το εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή της Νιγηρίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε θα είναι ασφαλής, παρά μόνο στη Δημοκρατία (βλ. ερ. 32 του διοικητικού φακέλου). Επίσης, ο Αιτητής ερωτήθηκε αναφορικά με το γεγονός ότι από την περίοδο που άρχισαν οι απειλές μέχρι την αναχώρηση του από τη χώρα, τίποτα δεν του συνέβη σε σχέση με τις απειλές από τους κατ’ ισχυρισμό φορείς δίωξής του.
21. Αξιολογώντας τις πιο πάνω δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση σχημάτισαν δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς.: Ο πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής και διαμονής του Αιτητή και ο δεύτερος, που αποτελεί και τον πυρήνα του αιτήματός του, ισχυριζόμενος φόβος απειλής της ζωής του από την οικογένεια της γυναίκας του λόγω του ότι τον θεωρούν υπεύθυνο για τον θάνατό της.
22. Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή ως προς τον τόπο καταγωγής του έγινε αποδεκτός, καθώς οι πληροφορίες που έδωσε ο Αιτητής ήταν συνεκτικές και δεδομένου ότι ο Αιτητής παρέδωσε στην υπηρεσία ασύλου το διαβατήριό του, το οποίο επιβεβαίωνε την εθνικότητα και τον τόπο γέννησής του, ενώ οι δηλώσεις του σχετικά με την περιοχή καταγωγής και πρότερης διαμονής, καθώς και το σχολείο του επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
23. Αντίθετα, ο δεύτερος ισχυρισμός του απορρίφθηκε. Ειδικότερα, σχετικώς με τις δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκε πως δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος του. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής ερωτηθείς αν του συνέβη κάτι ως αποτέλεσμα των απειλών όσο βρισκόταν στην χώρα και πιο συγκεκριμένα τρία χρόνια από τον θάνατο της συζύγου του, ανέφερε πως δεν του συνέβη το οτιδήποτε και πως οι απειλές ήταν όλες τηλεφωνικές. Επιπροσθέτως, ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες ερωτηθείς να εξηγήσει το γεγονός ότι δεν κατάγγειλε ποτέ τις ισχυριζόμενες τηλεφωνικές απειλές στις αστυνομικές αρχές, δηλώνοντας με γενικολογία πως φοβόταν. Ζητήθηκε από τον Αιτητή να δώσει λεπτομέρειες σχετικά με το αν γνωρίζει πως η οικογένεια της συζύγου του τον αναζητεί ακόμη, εντούτοις δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες. Επίσης, ο Αιτητής δήλωσε γενικώς κι αορίστως ότι δέχτηκε επίθεση από συγγενείς της συζύγου του, τόσο στο νοσοκομείο, όσο και στην οικία όπου διέμενε στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές της Δημοκρατίας. Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για το πως τον εντόπισαν και πως ο ίδιος ξέφυγε, παρέμεινε ασαφής.
24. Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση κινδύνου βάσει του αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι ότι πρόκειται για Νιγηριανό υπήκοο με περιοχή καταγωγής την Πολιτεία Anambra της Νιγηρίας, οι Καθ' ων η αίτηση αξιολογώντας την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα του και στη βάση επικαιροποιημένων πηγών έκριναν ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
25. Προχωρώντας τέλος, στην νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
26. Ο Αιτητής ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας επιχειρεί να καλύψει τα κενά που εντόπισαν οι Καθ’ ων η αίτηση ούτε και προβάλλει οποιουσδήποτε νέους ισχυρισμούς συναφείς με το αίτημα του για διεθνή προστασία.
27. Στο πλαίσιο της de novo και ex nunc αξιολόγησης των ισχυρισμών του Αιτητή, από το παρόν Δικαστήριο συντάσσομαι με το εύρημα των Καθ' ων η αίτηση ως προς τη διάκριση των ουσιωδών ισχυρισμών και περί αξιοπιστίας του Αιτητή ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό καθώς υπήρξε συνεκτικός ως προς τις δηλώσεις του ενώ εν μέρει αυτά επιβεβαιώνονται από το διαβατήριο που προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, όπως προκύπτουν από την έκθεση των Κσθ’ ων η αίτηση.
28. Όσον αφορά στο δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, που αποτελεί και τον πυρήνα του αιτήματός του, ισχυριζόμενος φόβος απειλής της ζωής του από την οικογένεια της γυναίκας του λόγω του ότι τον θεωρούν υπεύθυνο για τον θάνατο της, σημειώνονται τα κάτωθι. Αρχικά, αναφορικά με την επίθεση που έλαβε χώρα το έτος 2022, ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης παρατηρείται ότι στις σχετικές αναφορές του ο Αιτητής υπήρξε αόριστος και γενικόλογος χωρίς να μπορεί να παραθέσει λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων επιθέσεων και απειλών που δέχτηκε στη χώρα του και των επιθέσεων που δέχτηκε στις μη ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας όπου διέμενε, με την έλλειψη βιωματικής περιγραφής να είναι εμφανής (βλ. ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου)[1]. Ο Αιτητής επιπροσθέτως αναφέρει πως ουδέποτε του συνέβη κάτι και πως οι απειλές ήταν πάντα μέσω τηλεφώνου, αλλά κατ’ υπόθεση του Αιτητή, εάν επιστρέψει δεν υπάρχει πιθανότητα να μην τον βρουν (ερ. 35 του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, αναφορικά με την προαναφερθείσα επίθεση στη Δημοκρατία, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να την προσδιορίσει χρονικώς (ερ. 35, του διοικητικού φακέλου), ούτε να απαντήσει στην ερώτηση πώς κατέστη δυνατό να τον εντοπίσουν οι φερόμενοι διώκτες του που διέμενε, λέγοντας αόριστα και ανακόλουθα πως εντόπισαν τον αριθμό του τηλεφώνου του (ερ. 35, του διοικητικού φακέλου), ούτε και πως τα πρόσωπα, τα οποία εισήλθαν στο μέρος όπου διέμενε συνδέονται με τους κατ’ ισχυρισμό φορείς δίωξής του. Χαρακτηριστικά σε ερώτηση που του υποβλήθηκε πώς γνωρίζει ότι οι δράστες της επίθεσης στη Δημοκρατία συνδέονται με μέλη της οικογένεια της συζύγου του, ανέφερε «δεν γνωρίζω, δεν τους είδα» (βλ. ερ. 34, σημείο 4Χ του διοικητικού φακέλου). Με βάση τα ανωτέρω ευρήματα δεν θεμελιώνεται η αξιοπιστία του Αιτητή ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του.
29. Εκ της ιδιωτικής φύσεως του συναφούς ισχυρισμού και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε οτιδήποτε άλλο σχετικό, δεν ενδείκνυται η επιβεβαίωση των δηλώσεών του μέσω άλλων πηγών.
30. Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του, επισημαίνονται τα κάτωθι: Καταρχάς, σημειώνεται συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ΚΔΠ 191/2024 δυνάμει του οποίου η χώρα του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα καταγωγής, γεγονός που υποδεικνύεται από τους Καθ’ ων η αίτηση και χωρίς εν προκειμένω ο τελευταίος να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.
31. Εξετάζονται στη συνέχεια και αξιολογούνται εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής του. Σύμφωνα με την έρευνα που διενεργήθηκε από το παρόν Δικαστήριο, ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία βάσει του Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province) .[2]
32. Η Boko Haram δρα στις πολιτείες Borno, Yobe, και Adamawa. Το 2019, παρατηρήθηκε αναζωπύρωση και κλιμάκωση της κρίσης της Boko Haram σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Νιγηρία και από το 2019 επεκτάθηκε στη βορειοδυτική Νιγηρία με επιθέσεις που έλαβαν χώρα στην Kaduna, Katsina, Sokoto και Zamfara.[3] Ο στρατιωτικός εξοπλισμός και ο οπλισμός της Boko Haram περιλαμβάνει AK47, αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, χειροβομβίδες, όλμους, βόμβες βενζίνης και οχήματα Hilux. Επιπλέον, έχει αναφερθεί ότι χρησιμοποιεί χειροβομβίδες με ρουκέτες και ενδέχεται να έχει τη δυνατότητα κατασκευής όπλων.[4] Συνεπώς δεν λαμβάνει στον τόπο τελευταίας συνήθους διανομής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Lagos στη χώρα καταγωγής του οποιαδήποτε εσωτερική ή διεθνής ένοπλη σύρραξη. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση θεώρησαν ως τόπο συνήθους διαμονής της πολιτεία Anambra. Παρά ταύτα, σύμφωνα με τη δήλωση του ίδιου του Αιτητή, καίτοι ο ίδιος κατάγεται από την εν λόγω πολιτεία από το 1999 μετοίκησε στο Lagos όπου παρέμεινε μέχρι την βραχυχρόνια παραμονή του στην πόλη Benin της πολιτείας Edo. (βλ. ερ. 38 σημείο 8Χ του διοικητικού φακέλου). Συνεπώς, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του δέον να θεωρηθεί η πολιτεία Lagos.
33. Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας, η βάση δεδομένων ACLED κατά την χρονική περίοδο 6.1.2024 έως 3.1.2025 έχει καταγράψει στην πολιτεία Lagos, η οποία υπήρξε ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, 195 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 93 απώλειες. 79 εξ αυτών καταγράφηκαν ως διαμαρτυρίες, 65 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες, 30 ως ταραχές και 21 ως βία κατά αμάχων.[5] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Lagos, σύμφωνα με πρόβλεψη του 2022, ανέρχεται σε 13.491.800 κατοίκους.[6]
34. Επικουρικώς επισημαίνεται ως προς το δεύτερο απορριφθέντα ισχυρισμό του Αιτητή ότι αυτός ουδέποτε φαίνεται να αναζήτησε προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του (βλ. ερ. 35 του διοικητικού φακέλου), ούτε και προσφέρει ικανοποιητικές εξηγήσεις γιατί δεν το έπραξε αφ’ ης στιγμής οι κατ’ ισχυρισμό φορείς δίωξής του είναι ιδιώτες. Υπενθυμίζεται σχετικώς, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.[7]
35. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, καταλήγω βάσει όλων των ανωτέρω και από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά.
36. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
37. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)]. Παρατηρείται ότι ο Αιτητής, δεν έθεσε υπόψη των Καθ' ων η αίτηση ή του Δικαστηρίου τα πραγματικά περιστατικά εκείνα που θα επέτρεπαν να αντληθούν τέτοια συμπεράσματα.
38. Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, δηλαδή την πολιτεία Lagos, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].
39. Επισημαίνεται ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
40. Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
41. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
42. Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
43. Επί τη βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Lagos, δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί αυτός θα βρεθεί αντιμέτωπος με συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας μόνο εκ της παρουσίας του στο έδαφος των συγκεκριμένων περιοχών εντός της έννοιας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου[8]. Αλλά και όλως επικουρικώς των ανωτέρω, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντα επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι αυτός είναι, σε κάθε περίπτωση, νέος, ενήλικας άνδρας, ικανός προς εργασία, ο οποίος έχει διαβιώσει για μακρό διάστημα στην εν λόγω περιοχή, κατέχοντας συνεπώς επαρκής γνώση επ' αυτής και με στενό υποστηρικτικό περιβάλλον στη χώρα καταγωγής του. Το ζήτημα υγείας που αντιμετωπίζει, (high blood pressure) με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, δεν εκθέτει τον Αιτητή σε κάποιο περαιτέρω κίνδυνο.
44. Παράλληλα, ο Αιτητής δεν προβάλλει και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει οτιδήποτε που να συναρτάται με την επικείμενη επιστροφή του σε συνάρτηση με την αρχή της μη επαναπορώθηση, το οποίο δεν εξετάστηκε ήδη ανωτέρω.
45. Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η εξέταση των λοιπών λόγων προσφυγής που προώθησε ο Αιτητής καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis, Second edition, σ. 122, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf, - δείκτες αξιοπιστίας.
[2] https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord, ημ. τελευταίας πρόσβασης 9.1.2025
[3] Country of Origin Information, Nigeria, security Situation (Ιούνιος 2021), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf σελ. 32, ημ. τελευταίας πρόσβασης 9.1.2025
[4] Rulac 'Non-International Armed Conflicts in Nigeria', available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria#collapse4accord (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης στις 9.1.2025 )
[5] ACLED explorer, filters applied: Nigeria, Lagos State, period: 06/01/2024 - 03/01/2025, available at: https://acleddata.com/explorer/
[6] https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 9.1.2025 )
[7] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), σ. 36
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 9.1.2025 )
[8] Αξιολογώντας τα ως άνω δεδομένα συμφωνώ με το συμπέρασμα του Οδηγού Χώρας (Country Guidance) της Νιγηρίας, εκδοθέντος από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ο οποίος δεν αποτελεί δεσμευτικό κείμενο, οφείλει ωστόσο να λαμβάνεται υπόψιν από τα κράτη-μέλη EASO, 'Country Guidance: Nigeria' (2021), σελ.129, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο