
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
24 Ιανουαρίου 2025
[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
N. Ν. S. από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Αγ. Πλιάκα (κα), για Διονυσία Ζησιμοπούλου Κυριάκου (κα), Δικηγόρος για Αιτήτρια
N. Νικολάου (κος), για Ρ. Προδρόμου (κα.), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.
Η αιτήτρια είναι παρούσα.
(Παρούσα η διερμηνέας κα Ζωή Αγαπίου για πιστή μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά και αντίστροφα)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 14/05/2024, η οποία της γνωστοποιήθηκε στις 13/06/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για χορήγηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής ΛΔΚ), εισήλθε παράνομα μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Κυβέρνηση περιοχών και στις 17/11/2023 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 08/05/2024 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 14/05/2024 o αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Την ίδια μέρα, ήτοι 14/05/2024, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση/Εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Στις 13/06/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως και υπεγράφη από την ίδια αυθημερόν. Ακολούθως, στις 26/06/2024, καταχωρήθηκε η ως άνω προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Δια της αίτησης ακυρώσεως της η Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της, προβάλλει πλείονες λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι καταγράφονται με γενικό και αόριστο τρόπο. Κατά την γραπτή της αγόρευση η συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει, τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: (1) την κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, αναρμοδιότητα και παράβαση διαδικασίας, και (2) την πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και τη μη δέουσα έρευνα. Ως προς τον πρώτο λόγο ακύρωσης, υποστηρίζει ότι ο λειτουργός που συνέταξε την Έκθεση-Εισήγηση δεν προκύπτει εάν είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, ως ρητά καθορίζεται στην εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022, ώστε ο κος Αγρότης, ο οποίος έλαβε την επίδικη απόφαση και ενεργεί για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, να έδρασε εντός των ορίων της εξουσιοδότησης του. Είναι η θέση της συνηγόρου ότι η απόφαση λήφθηκε από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και κατ’ επέκταση αναρμόδιο πρόσωπο. Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, υποστηρίζει ότι οι καθ’ ων η αίτηση αγνόησαν ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας δεν εμπίπτει στις ασφαλείς χώρες σύμφωνα με τη Κ.Δ.Π και ότι ο λειτουργός έκρινε καταχρηστικώς ως αναξιόπιστη την Αιτήτρια λόγω πρόχειρης έρευνας. Τέλος, προβάλλεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω επιφυλάσσονται όπως προσκομίσουν σχετική βεβαίωση αναφορικά με το καθεστώς εργοδότησης του αρμόδιου λειτουργού ως μαρτυρία για την απόδειξη καθεστώτος ορισμένου χρόνου. Τέλος, είναι η θέση των Καθ΄ ων η Αίτηση ότι ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής επαναπροώθησης στερείται εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων η ευπαίδευτη δικηγόρος της Αιτήτριας απέσυρε το νομικό ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Κατά την υποβολή της αίτησής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της είναι οι απειλές που δέχθηκε από τον θείο της. Ως προβάλλει, μεγάλωσε και διέμενε με τον παππού και τη γιαγιά της, με τον θείο της να ενοχλείται που διέμενε μαζί τους και απολάμβανε τη στήριξη και τη φροντίδα τους. Μετά το θάνατο του παππού της αποκαλύφθηκε ότι την είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη του ως κληρονόμο. Ο θείος της, ο οποίος είναι αστυνομικός, θύμωσε και απείλησε να την σκοτώσει, για αυτό έφυγε από τη χώρα για να προστατεύσει τη ζωή της (ερυθρό 1 του Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, δήλωσε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της τη πόλη Κινσάσα (ερυθρό 28-1χ του Δ.Φ.) Δήλωσε ότι είναι καθολική ως προς το θρήσκευμα και απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ερυθρά 33-5χ και 30-1χ του Δ.Φ.). Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε ότι μεγάλωσε με τον παππού και τη γιαγιά της, καθώς οι γονείς της χώρισαν και έφυγαν. Ο παππούς της απεβίωσε στις 09/07/2023, δεν έχει αδέρφια, ωστόσο έχει επικοινωνία με τη γιαγιά και τη θεία της που εξακολουθούν να διαμένουν στη ΛΔΚ (ερυθρά 30-4χ,5χ, 29-1-7χ του Δ.Φ.).
Ως προς τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι την απειλούσε με θάνατο ο θείος της. Ως ισχυρίστηκε, ο παππούς της ήταν παντρεμένος τρεις φορές και ο θείος της είναι ο πρωτότοκος υιός του. Όταν απεβίωσε ο παππούς της, ο θείος της ανακάλυψε έγγραφο της οικίας του παππού όπου αναγραφόταν το όνομα της Αιτήτριας. Δήλωσε ότι ο θείος της είναι στρατιωτικός και την απείλησε πως θα την σκοτώσει και έστειλε άτομα να την απαγάγουν και να την σκοτώσουν (ερυθρό 27-3χ του Δ.Φ.). Σε ερωτήσεις αναφορικά με τον θείο της, η Αιτήτρια ανέφερε το όνομα του και την ιδιότητα του ως στρατιωτικός, προβάλλοντας ότι δεν γνωρίζει περισσότερα καθώς δεν έμενε μαζί του (ερυθρό 26-2χ έως 5χ του Δ.Φ.).
Κληθείσα να παρέχει περισσότερες πληροφορίες για τις απειλές που δέχθηκε, η Αιτήτρια ανέφερε ότι μετά το θάνατο του παππού της, διέμενε με την γιαγιά της στην οικία τους, άγνωστα άτομα με μάσκες κτυπούσαν την πόρτα τους, οι οποίοι περικύκλωσαν την οικία. Οι γείτονες άρχισαν να φωνάζουν ότι είναι κλέφτες και έφυγαν. Η γιαγιά της ενημέρωσε τη θεία της για το συμβάν, και η θεία ανέφερε ότι αν συνεχίσουν θα προβεί σε αναφορά στην αστυνομία. Την επόμενη φορά που εμφανίστηκαν τα εν λόγω άτομα, η γιαγιά ενημέρωσε τη θεία της, η οποία κάλεσε την αστυνομία. Η αστυνομία συνέλαβε ένα από τα άτομα, ο οποίος υποστήριξε ότι έλαβε χρήματα από το θείο της για να την απαγάγει και να την σκοτώσει. Η αστυνομία ενημέρωσε τη θεία της ότι θα στείλει άτομα για να προσέχουν την οικία. Τα εν λόγω άτομα επισκέφθηκαν εκ νέου την οικία της γιαγιάς της, με την θεία να καλεί την αστυνομία, χωρίς ωστόσο ανταπόκριση. Όταν η θεία της επισκέφθηκε τον αστυνομικό σταθμό για να ζητήσει εξηγήσεις αναφορικά με την έλλειψη προστασίας ως είχαν αναλάβει, της λέχθηκε ότι πήραν λεφτά από το θείο της και αν χρειάζεται να παρέμβουν θα πρέπει να δώσει και η ίδια χρήματα. Ακολούθως, η Αιτήτρια διέμενε με την θεία της, η οποία την βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρά 26-6χ και 25-1χ Δ.Φ.).
Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ήρθαν συνολικά 5 φορές στην οικία τους (ερυθρό 25-2χ του Δ.Φ.). Ερωτηθείσα εάν έχει οποιοδήποτε αποδεικτικό έγγραφο ότι είναι η ιδιοκτήτρια της οικίας απάντησε αρνητικά και στη συνέχεια ανέφερε ότι δεν υπάρχει διαθήκη (ερυθρά 25-11χ, 24-4χ του Δ.Φ.). Δήλωσε ότι μόνο ο θείος της την αναζήτησε και ερωτηθείσα πως γνωρίζει ότι ακόμη την αναζητά δήλωσε ότι επισκεπτόταν την γιαγιά της στην οικία τους (ερυθρό 24-5χ,6χ του Δ.Φ.).
Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε την εισήγησή του επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών: (1) υπήκοος της ΛΔΚ, η οποία γεννήθηκε και διέμενε στην πρωτεύουσα Kinshasa, και (2) η Αιτήτρια δέχθηκε απειλές κατά της ζωής της από τον θείο της λόγω κτηματικών διαφορών.
Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, που δεν αμφισβητείται, αυτός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο οποίος έτυχε απόρριψης, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι οι ισχυρισμοί της κρίθηκαν αβάσιμοι και ασαφείς καθότι δεν υπήρχε η απαιτούμενη επάρκεια λεπτομερειών, συνέπεια και λογική συνοχή. Πιο συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και λεπτομερείς πληροφορίες για τον θείο της, δηλώνοντας ότι είναι στρατιωτικός, αλλά δεν γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες επειδή δεν ζούσαν μαζί. Αντίφαση παρατηρήθηκε σε σχέση με τα λεγάμενα της και την αίτηση της για διεθνή προστασία, καθώς στην αίτηση ανάφερε ότι ο θείος της είναι αστυνομικός ενώ κατά την διάρκεια της συνέντευξης ανάφερε ότι εργαζόταν ως στρατιωτικός. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι αναμενόταν όπως η Αιτήτρια δώσει περισσότερες πληροφορίες για τον παππού της με τον οποίο διέμενε και μεγάλωσε όλη της τη ζωή και ότι δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τον θάνατο του.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στην συνέντευξη της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.
Εν συνεχεία, στη βάση του μόνου αποδεδειγμένου πραγματικού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τον ισχυρισμό σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία της και τη χώρα καταγωγής της, και λαμβανομένων υπόψιν των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής, αξιολογήθηκε ότι δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στη πόλη Κινσάσα. Επιπλέον των ανωτέρω, ο λειτουργός συνυπολόγισε και τα προσωπικά χαρακτηριστικά της Αιτήτριας ώστε να καταλήξει στο πιο πάνω συμπέρασμα.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση και βασιζόμενος στην προηγηθείσα αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για ένα από του πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο.
Σημειώνεται ότι από τους πιο πάνω προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας κρίνεται ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, αυτή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, με βάση τον αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την ταυτότητα και την καταγωγή της. Επί τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά το στάδιο αξιολόγησης κινδύνου και με βάση την οποία διαπιστώθηκε ότι στη πόλη Κινσάσα δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά της απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα παρακάτω:
Κρίνω ως ορθή από τους Καθ' ων η αίτηση την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού ο οποίος και αφορά την ταυτότητα, τα στοιχεία του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και την περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας. Περαιτέρω και προχωρώντας στην εξέταση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού περί του ότι η Αιτήτρια δέχθηκε απειλές κατά της ζωής της από τον θείο της λόγω κτηματικών διαφορών, κρίνω πως ορθά οι Καθ΄ ων απέρριψαν τον ισχυρισμό λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες σε ερωτήματα που της τέθηκαν ως προς τον θείο της αλλά και περιγράψει ικανοποιητικά τη σχέση που είχε μαζί του. Αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε, αναφέρθηκε σε επισκέψεις στην οικία της από άγνωστα πρόσωπα, περιστατικά για τα οποία απευθύνθηκε στην αρχές της χώρας καταγωγής της, χωρίς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες. Η περιγραφή της αναφορικά με τις επισκέψεις των άγνωστων ατόμων ήταν επιφανειακές, χωρίς να προσδιορίσει το είδος των απειλών και εάν πραγματοποιήθηκε οτιδήποτε εναντίον της. Η Αιτήτρια υπήρξε γενικόλογη, ασαφής και μη πειστική και ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί της περί απειλών λόγω κτηματικών διαφορών δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Παρά τις ερωτήσεις που της τέθηκαν η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει επαρκώς τα περιστατικά απειλών τα οποία βίωσε. Η αφήγησή της δεν φτάνει τον απαιτούμενο αλλά και ενδεδειγμένο βαθμό σαφήνειας και επάρκειας λεπτομερειών, που εύλογα αναμένει κάνεις από άτομο που εξιστορεί βιωματικές εμπειρίες. Ελλείπουν, για παράδειγμα, πληροφορίες, όπως ο ακριβής χρόνος των περιστατικών με απειλές εναντίον της, οι περιστάσεις αυτών, και η αντίδραση της Αιτήτριας. Η Αιτήτρια κατά την υποβολή της αίτησης της αναφέρθηκε σε διαθήκη του παππού της, όπου την κατέστησε κληρονόμο του, ενώ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της δήλωσε ότι δεν υπήρχε διαθήκη και ο θείος της ανακάλυψε ένα έγγραφο στο οποίο αναγραφόταν το όνομα της Αιτήτριας ως ιδιοκτήτριας της οικίας. Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας, κρίνω ότι βάση του προσωπικού χαρακτήρα όσων ανέφερε οι εν λόγω ισχυρισμοί αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο των όσων ισχυρίζεται η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της και δε χρήζει περαιτέρω έρευνας προς διασταύρωσή τους. Εν πάση περιπτώσει σημειώνω ότι οι κτηματικές διαφορές είναι ιδιωτικής φύσεως διαφορά η οποία δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε ενδελεχώς όλα τα κρίσιμα στοιχεία, και πως στη βάση της εμπεριστατωμένης έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού της, κατέληξε ορθά στη δική του κρίση.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στην περίπτωση της Αιτήτριας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτήν το καθεστώς του πρόσφυγα.
Περαιτέρω, από το σύνολο των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας και των προσωπικών της περιστάσεων, δεν προκύπτει περίπτωση υπαγωγής της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19(2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, αφού ο κίνδυνος που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης (σύμφωνα και με το άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), ή πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας για την Αιτήτρια(σύμφωνα και με το άρθρο 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).
Περαιτέρω, θα εξετάσω ενδεχόμενη υπαγωγή της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (αντίστοιχο άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), παραθέτοντας επικαιροποιημένες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής.
Σύμφωνα με το RULAC η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό εμπλέκεται σε διάφορες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον διαφόρων μη κρατικών ένοπλων ομάδων. Οι ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC) συμμετέχουν σε διάφορες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις, τουλάχιστον εναντίον των Συμμαχικών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Allied Democratic Forces - ADF), της Mai-Mai Yakutumba, των Δημοκρατικών Δυνάμεων για την Απελευθέρωση της Ρουάντα (Democratic Forces for the Liberation of Rwanda - FDLR), της M23 και του Συνεταιρισμού για την Ανάπτυξη του Κονγκό (Cooperative for Development of the Congo - CODECO). Η Αποστολή Σταθεροποίησης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (UN Organization Stabilization Mission in the Democratic Republic of the Congo - MONUSCO) υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC) και είναι μέρος των συγκρούσεων. Η Ρουάντα έχει παρενέβη στη ΛΔΚ για την υποστήριξη της M23. Επιπλέον, η Κένυα έχει αναπτύξει ειρηνευτικά στρατεύματα στη ΛΔΚ προκειμένου να πολεμήσουν στη Goma.[1]
Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας κατά το έτος 2023 στη ΛΔΚ αναφέρεται ότι δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu. Οι κυβερνήσεις της ΛΔΚ και της Ρουάντα αντάλλαξαν πολεμική ρητορική, κατηγορώντας η μία την άλλη για υποστήριξη ένοπλων ομάδων. Οι αρχές του Κονγκό χρησιμοποίησαν τοπικές ομάδες πολιτοφυλακής, οι οποίες συγκρούστηκαν με τους υποστηριζόμενους από τη Ρουάντα αντάρτες του Κινήματος 23ης Μαρτίου (Μ23) στις αρχές Οκτωβρίου, μετά από μήνες σχετικής ηρεμίας στις γραμμές του μετώπου.[2]
Σύμφωνα με άλλη πηγή πληροφόρησης δεν ανευρέθηκε ότι δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[3]
Αναφορικά με τον κίνδυνο που δύναται να προκύψει για την Αιτήτρια εξαιτίας της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην πόλη Κινσάσα, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της και όπου αναμένεται να επιστρέψει, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων της ACLED, κατά το διάστημα 17/01/2024 - 17/01/2025, στην συγκεκριμένη επαρχία, καταγράφηκαν συνολικά 95 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 223 ανθρώπινες απώλειες. Πρόκειται συγκεκριμένα για 4 μάχες (με 5 ανθρώπινες απώλειες), 8 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 16 ανθρώπινες απώλειες), 19 εξεγέρσεις (με 202 ανθρώπινες απώλειες) και 64 διαμαρτυρίες (χωρίς ανθρώπινες απώλειες).[4]
Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σε περίπου 14.565.700 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 2020[5], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (223 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.
Η κατάσταση γενικευμένης βίας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαρκή, γενικά και παρατεταμένα επίπεδα βίας σε μια χώρα ή σε μια περιοχή. Δεν αρκεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης η διαπίστωση σποραδικών και μεμονωμένων περιστατικών τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων βίαιων επεισοδίων ούτε αυξημένης εγκληματικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και των μέτρων για τη δημόσια ασφάλεια κάθε οργανωμένου κράτους.
Τα παραπάνω υποδηλώνουν, στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Κινσάσα, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και μέρος όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής, δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως κατά αμάχων, υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Αναλύοντας δε, τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, σημειώνεται ότι πρόκειται για νεαρό άτομο, μορφωμένη, με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στην χώρα καταγωγής, υγιής και χωρίς να εντοπίζεται κάποια ευαλωτότητα στο πρόσωπό της (από τα στοιχεία που έδωσε κατά τη συνέντευξη της).
Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα για την κατάσταση ασφαλείας στην Kινσάσα της ΛΔΚ, καθώς και τo ατομικό προφίλ της Αιτήτριας, με βάση και τον ορισμό της «αδιάκριτης βίας» (ως η σχετική νομολογία του ΔΕΕ σύμφωνα με την απόφαση C-465/07 - Elgafaji, σκέψη 37), διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην Κινσάσα, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας ως άμαχος πολίτης, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του Νόμου, εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία και εν προκειμένω η Αιτήτρια με τα όσα δήλωσε στη συνέντευξη της αλλά και όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και καταγράφονται στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Εν προκειμένω, ορθά κρίθηκε ότι δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε εκ μέρους της Αιτήτριας που να στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό της για βάσιμο φόβο ότι αυτή θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.
Ως εκ τούτου ορθά δεν της χορηγήθηκε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ως προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2).
Σε σχέση δε με τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας περί του ότι η προσβαλλόμενη αντίκεται στην αρχή της μη επαναπροώθησης, το Δικαστήριο αξιολόγησε τόσο τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας όσο και τους ισχυρισμούς που η Αιτήτρια προέβαλε ενώπιον της διοικητικής αλλά και της παρούσας διαδικασίας και διαπίστωσε ότι εν θα αντιμετωπίσει απολύτως κανένα κίνδυνο με την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής έτσι ώστε να παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης. Ως τούτου ο συγκεκριμένος ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με €1500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), Democratic Republic of Congo, last updated 14.2.2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord, (ημερομηνία πρόσβασης 22/01/2025)
[2] Amnesty International, The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ (ημερομηνία πρόσβασης 22/01/2025)
[3] Council on Foreign Relations, Global Conflict Tracker, 'Conflict in the Democratic Republic of Congo', last updated 20/06/2024, διαθέσιμο σε https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία πρόσβασης στις 22/01/2025).
[4] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 17.01.2024 – 17.01.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo , ADMIN UNIT: Kinshasa ) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 22/01/2025]
[5] City Population, Congo (Dem. Rep.), Kinshasa, διαθέσιμο σε, https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/01/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο