C. J. N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2707/24, 30/1/2025
print
Τίτλος:
C. J. N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2707/24, 30/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2707/24

 

30 Ιανουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C. J. N.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή

Κα Σ. Πιτσιλλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή, την οποία καταχώρησε προσωπικά, ο αιτητής αιτείται επανεξέταση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.25/04/24 (επισυνάπτεται στην προσφυγή).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 03/02/23 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 14/02/23 (ερ.1-3, 31).

Στις 08/03/24 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.25-31). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 29/03/24 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.49-57).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, στη μητρική του γλώσσα, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στις 25/04/24 και παραλήφθηκε από τον αιτητή στις 25/06/24 (ερ.58-63, 3).

Σημειώνεται ότι - μετά τη μελέτη του περιεχομένου του φακέλου κατά τις διευκρινήσεις - οι καθ’ ων η αίτηση απέσυραν την προδικαστική ένσταση που είχαν εγείρει περί του εκπρόθεσμου της παρούσας, καθώς τα ως άνω δεδομένα έγιναν αποδεκτά και συνεπώς η προσφυγή είχε καταχωρηθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας των 30 ημερών.

Επί της επίδικης αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι, προκειμένου να «κυνηγήσει την μόρφωση» του, πούλησε την περιουσία που κατείχε ως πρωτότοκος υιός ώστε να καλύψει τα έξοδά του ταξιδιού του στα κατεχόμενα και για τα δίδακτρα σε πανεπιστήμιο, όμως «ζωή [του] δεν ήταν εύκολη εκεί», καθώς αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα λόγω της «οικονομικής κρίσης», το εισόδημα του δεν ήταν σταθερό και έτσι δεν μπορούσε να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης και τα δίδακτρα του και πέρασε στις ελεύθερες περιοχές για να αναζητήσει εργασία και ένα καλύτερο μέλλον και να συνεχίσει τις σπουδές του.

Κατά  τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της πολιτείας Kogi, τη Lokoja, έπειτα και για κάποιο χρονικό διάστημα ζούσε στην πολιτεία Enugu και το 2019 μετοίκησε στην πολιτεία Lagos, στην οποία διέμενε μέχρι και τη στιγμή που εγκατέλειψε τη χώρα.  Η μητέρα και ο αδελφός του ζουν στην πολιτεία Lagos ενώ ο πατέρας και οι δυο αδελφές του στην πολιτεία Enugu.  Ως ανέφερε ο αιτητής ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την περίοδο 2019-2020 εργαζόταν ως καθαριστής σε ξενοδοχείο. 

Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι έφυγε για να σπουδάσει διαχείριση και συστήματα πληροφοριών στα κατεχόμενα, ώστε με το εν λόγω πτυχίο να του παρασχεθεί η ευκαιρία να εργαστεί και να έχει ένα καλύτερο μέλλον. Ερωτώμενος αν τυχόν επιθυμούσε να προσθέσει κάτι προτού ολοκληρωθεί η συνέντευξη, απάντησε ότι ήθελε να δουλέψει αλλά και να συνεχίσει την εκπαίδευσή του.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Λόγοι οικονομικού και ακαδημαϊκού περιεχομένου

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν αμφότερους τους ως άνω ισχυρισμούς του αιτητή.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι του προφίλ, τόπου διαμονής και οικονομικών και ακαδημαϊκών λόγων που έφυγε από τη χώρα καταγωγής, παραθέτοντας και αξιολογώντας σχετικώς πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Lagos (τόπος διαμονής), κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Σημειώνεται ότι μετά την καταχώρηση της προσφυγής από τον ίδιο προσωπικά, ο αιτητής διόρισε δικηγόρο, ο οποίος εμφανίστηκε εκ μέρους του στη 1η δικάσιμο στις 19/09/24, όπου έλαβε αντίγραφο της ένστασης και - δεδομένου ότι, μέσα από μια εκ πρώτης όψεως ανάγνωση των στοιχείων της υπόθεσης, κρίθηκε ότι δεν ανακύπτουν πολύπλοκα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, δόθηκαν οδηγίες για σύντομη καταχώρηση των εκατέρωθεν αγορεύσεων και η παρούσα ορίστηκε για διευκρινήσεις στις 07/10/24. Πριν από την εν λόγω δικάσιμο ο αιτητής επικοινώνησε με το Δικαστήριο μέσω email και ενημέρωσε για την πρόθεση του για καταχώρηση αίτησης τροποποίησης και ζήτησε σχετική άδεια. Με δεδομένο ότι είχε εγερθεί προδικαστική ένσταση περί του εκπρόθεσμου αλλά και του ότι τέτοια άδεια για καταχώρηση ενδιάμεσης αιτήσεως δεν νοείται στην οικεία δικονομία, το Δικαστήριο ενημέρωσε τα μέρη ότι οι οδηγίες του Δικαστηρίου παραμένουν και ότι θα επιληφθεί κατά την επερχόμενη δικάσιμο πρώτα του προδικαστικού σημείου.

Κατά τις διευκρινήσεις η προδικαστική ένσταση περί του εκπροθέσμου αποσύρθηκε, ως και ανωτέρω αναφέρω, και έτσι τα μέρη, δεδομένου ότι είχαν παρέλθει οι προθεσμίες για καταχώρηση των εκατέρωθεν αγορεύσεων, κλήθηκαν να τοποθετηθούν προφορικά, με δεδομένο πάντοτε ότι το Δικαστήριο δύναται «να διατάξει ένα ή/και τα δύο μέρη να αγορεύσουν μόνο προφορικώς, αναλόγως της πολυπλοκότητας των εγειρόμενων στην προσφυγή νομικών και πραγματικών ζητημάτων» [βλ. κ.6 (β) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)], ως διαπιστώθηκε εν προκειμένω, μετά από ανάγνωση των ισχυρισμών του αιτητή. Όπερ και εγένετο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, αγορεύοντας προφορικά, ανέφερε ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, δεδομένου και του ότι όλοι οι ισχυρισμοί του έγιναν αποδεκτοί, δεν έγιναν ερωτήσεις επί λόγου άλλου, πέραν του οικονομικού, ως ο αιτητής είχε αναφέρει, και δεν υπήρχε διερμηνέας κατά τη συνέντευξη, με αποτέλεσμα την ελλιπή επικοινωνία του αιτητή με τον λειτουργό, για τον οποίο δεν υπάρχουν στοιχεία για την επάρκεια της γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Παρέπεμψε σχετικώς σε απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ.1061/22, ημ.11/09/23, όπου, για τους ίδιους - μεταξύ άλλων - λόγους (σχετικά με διερμηνεία), το Δικαστήριο είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

Οι καθ' ων η αίτηση, αγορεύοντας ομοίως προφορικά, αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, δόθηκε δεόντως ευκαιρία ακρόασης στον αιτητή κατά τη συνέντευξη και λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, η επίδικη απόφαση τους είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, εδράζεται επί ορθών ευρημάτων σε σχέση με την αξιοπιστία των ισχυρισμών του και – σε κάθε περίπτωση - δεν συντρέχει λόγος παροχής διεθνούς προστασίας. Σημείωσαν δε ότι ο αιτητής - ως προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου - ομιλεί την αγγλική και δεν προκύπτει πρόβλημα επικοινωνίας κατά τη συνέντευξη.

Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε ευκαιρία στον αιτητή να αναπτύξει πλήρως τους ισχυρισμούς του, ότι δεν ρωτήθηκε επί άλλων σημείων και τα όσα αναφέρει σε σχέση με την ποιότητα επικοινωνίας κατά τη συνέντευξη αλλά και τις αμφιβολίες που εκφράζει για την γνώση της αγγλικής γλώσσα από τον λειτουργό που διενήργησε τη συνέντευξη, από την ανάγνωση του επίδικου πρακτικού συνέντευξης δεν μπορώ να εντοπίσω πλημμέλεια ή σφάλμα στη διαδικασία αφού ο αιτητής, μετά που ανέφερε στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησης τους αμιγώς οικονομικής και ακαδημαϊκής φύσεως ισχυρισμούς του, ρωτήθηκε αν επιθυμεί να προσθέσει κάτι και απάντησε αρνητικά (βλ. ερ.26 - Χ1, - Χ3). Ο αιτητής δε έθεσε την υπογραφή του κατόπιν ανάγνωσης (readback) του πρακτικού της συνέντευξης, βεβαιώνοντας ότι άπαντα τα όσα ανέφερε καταγράφηκαν με ακρίβεια και ορθά και ότι αντιλαμβανόταν πλήρως την γλώσσα της συνέντευξης (ερ.25). Περαιτέρω, πριν αρχίσει η συνέντευξη (ερ.30), εξηγήθηκε στον αιτητή η διαδικασία και του εξηγήθηκε ότι αν δεν αντιλαμβάνεται τα διαλαμβανόμενα θα πρέπει να το αναφέρει αμέσως. Άλλωστε, ως προκύπτει από το ερ.3, ο αιτητής είχε δηλώσει ως μητρική του γλώσσα τα αγγλικά και ως «άλλη» τα Igbo.

Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Σχετικά με τα όσα αναφέρει περί μη παροχής διερμηνέα κατά τη συνέντευξη σημειώνω ότι στο αρ.17 (9) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα».

Από μια απλή ανάγνωση των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά τους στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την ύπαρξη δέουσας επικοινωνίας του αιτητή με τον διεξάγοντα την συνέντευξη λειτουργό. Εδώ, με δεδομένο ότι ο αιτητής είχε δηλώσει την αγγλική ως μητρική του γλώσσα (ερ.3), αλλά και του ότι, ως ανωτέρω αναφέρω, σε κανένα σημείο της συνέντευξης δεν εξέφρασε την παραμικρή αμφιβολία για την ικανότητα του λειτουργού να επικοινωνεί μαζί του στην γλώσσα αυτή και ούτε εξέφρασε αδυναμία αντίληψης από τον ίδιο των διαμειφθέντων κατά τη συνέντευξη, ουδεμία αμφιβολία γεννάται για την ποιότητα επικοινωνίας κατά τη συνέντευξη. Το γεγονός δε ότι ο διενεργών τη συνέντευξη είναι και το πρόσωπο το οποίο εκτελούσε χρέη διερμηνέα ουδόλως διαφοροποιεί τα ως άνω και ούτε θεωρώ ότι αυτό αποτελεί παράβαση της οικείας νομοθεσίας ως ανωτέρω καταγράφεται.

Δεδομένων των ως άνω οι ισχυρισμοί περί μη δέουσας γνώσεως της αγγλικής γλώσσας του λειτουργού που διενέργησε την επίδικη συνέντευξη, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, δεδομένου του ότι το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως αίολοι και ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Δεν μπορώ λοιπόν να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στο πρακτικό της συνέντευξης εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι ο αιτητής στερήθηκε βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται, μεταξύ άλλων, από τα αρ.13Α και 18 του Νόμου.

Άλλωστε, ο αιτητής θα μπορούσε να προσφέρει μαρτυρία προς στήριξη ή ενίσχυση των ισχυρισμών του και της αξιοπιστίας του αφηγήματος του στα πλαίσια της παρούσας, δεδομένης και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν και της εξουσίας να ασκήσει πρωτογενή κρίση επί των επίδικων ζητημάτων. Εντούτοις ουδέν έπραξε. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, οιοσδήποτε ισχυρισμός, ο οποίος δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένη απώλεια κάποιου ουσιαστικού δικαιώματος εκ της ισχυριζόμενης πλημμέλειας, την οποία ο αιτητής επικαλείται δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Επί της ουσίας τώρα των ενώπιον μου ισχυρισμών του αιτητή, δεδομένης της αμιγώς οικονομικής και ακαδημαϊκής φύσεως των ισχυρισμών του, ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν στην επίδικη έκθεση (ερ.49-57), ουδεμία περαιτέρω εξέταση ή αιτιολόγηση μπορεί να γίνει εν προκειμένω. Συμφωνώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση με τα επί τούτου ευρήματα και τελική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ως αυτή καταγράφεται στην επίδικη έκθεση. Δεν έχω τίποτε να προσθέσω σχετικώς.

Ενόψει των ως άνω απομένει μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (πολιτεία Lagos).

Σύμφωνα με στοιχεία από τη βάση δεδομένων της ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) για το διάστημα από 30/12/23 έως 27/12/24, στην πολιτεία Lagos καταγράφηκαν 196 περιστατικά ασφαλείας, με αποτέλεσμα 93 θανάτους. Αναλυτικότερα, καταγράφονται 30 εξεγέρσεις/ταραχές (riots), με 19 θανάτους, 80 διαμαρτυρίες (protests) με καμία ανθρώπινη απώλεια, 21 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (violence against civilians), με 6 θανάτους και 65 μάχες (battles), με 68 θανάτους.[1]  Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Lagos ανέρχεται περί τα 17 εκατομμύρια.[2]

Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν [3] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»  

Έπεται λοιπόν ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά ούτε και ότι υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως ορίζεται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση, είναι δε πλήρως αιτιολογημένη.

Σημειώνεται καταληκτικά ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022, 166/2023 και 191/2024, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. Πλατφόρμα Explorer , με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 30/12/2023 – 27/12/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Riots/ Protests/  Violence against civilians/ Battles  και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Nigeria - Lagos) (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 03/01/2025).

[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο