L. Y. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2797/24, 9/1/2025
print
Τίτλος:
L. Y. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2797/24, 9/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2797/24

 

9 Ιανουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

L. Y. O.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Χρ. Π. Χριστοδουλίδης, Δικηγόρος για αιτήτρια

Κος Ι. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.06/10/23, η οποία της κοινοποιήθηκε, ως ισχυρίζεται, στις 19/07/24 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και απόφασης του Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση εξεδόθη από αναρμόδιο λειτουργό, χωρίς δέουσα έρευνα (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας η αιτήτρια κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, όπου βρισκόταν από τον Οκτώβριο 2021 με «άδεια εργασίας» ως οικιακή βοηθός και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 03/11/22, επί της οποίας αναφέρει ως λόγο για τον οποίο αιτείται διεθνή προστασία την οικονομική της κατάσταση και την αδυναμία της να εξεύρει εργασία στα κατεχόμενα, πράγμα που την οδήγησε να έρθει – ως αναφέρει – στις ελεύθερες περιοχές για ένα καλύτερο μέλλον (ερ.1-3, 45). Ως προκύπτει από τα ερ.12-21, με την αιτήτρια έγινε συνέντευξη για αξιολόγηση ευαλωτότητας στις 16/02/23, όπου επανέλαβε κατ’ ουσία τους ως άνω ισχυρισμούς της περί της οικονομικής της κατάστασης.

Ως προκύπτει από τα ερ.30-31 η Υπηρεσία Ασύλου κάλεσε της αιτήτρια στον τηλεφωνικό αριθμό τον οποίο είχε η ίδια παρέχει στα πλαίσια της αιτήσεως ασύλου της (βλ. ερ.3) στις 22/08/23 και 29/08/23 χωρίς επιτυχία, αφού η κλήση προωθούνταν στο φωνοκιβώτιο της αιτήτριας. Ακολούθως, στις 14/09/23 στάλθηκε στην αιτήτρια επιστολή (ερ.32-36) όπου καλείτο σε συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου σχετικά με το αίτημα της στις 15/11/22. Η επιστολή ταχυδρομήθηκε σε διεύθυνση που ήταν καταχωρημένη στο ηλεκτρονικό αρχείο της Υπηρεσίας (βλ. ερ.33, 57-60), η οποία επιστράφηκε ως αζήτητη.

Κατόπιν των ως άνω ανεπιτυχών προσπαθειών των καθ’ ων η αίτηση να επικοινωνήσουν με την αιτήτρια, προκειμένου αυτή να παραστεί σε συνέντευξη για εξέταση της επίδικης αίτησης διεθνούς προστασίας, υποβλήθηκε σχετική έκθεση - εισήγηση (ερ.44-46) και αποφασίστηκε η διακοπή της διαδικασίας εξέτασης και το κλείσιμο του φακέλου, στη βάση του αρ.16Β (1) (i) του Περί Προσφύγων Νόμου. Για την ως άνω απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία αποτελεί την επίδικη απόφαση εν προκειμένω, στην αιτήτρια στάλθηκε ενημερωτική συστημένη επιστολή ταχυδρομικώς στις 26/10/23, η οποία επιστράφηκε ως αζήτητη (ερ.48-51).

Επί της αιτήσεως η αιτήτρια αναφέρει διάφορους λόγους προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων εντούτοις δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση που επακολούθησε.

Στα πλαίσια λοιπόν της γραπτής της αγορεύσης προώθησε ισχυρισμούς κυρίως επί της προδικαστικής ενστάσεως περί του εκπρόθεσμου της παρούσας, αναφέροντας ότι η επιστολή ενημέρωσης για την επίδικη απόφαση στάλθηκε σε λανθασμένη διεύθυνση, αφού η αιτήτρια, ως αναφέρει η ίδια αλλά και σε επισυνημμένη στην προσφυγή ένορκη δήλωση ατόμου το οποίο συγκατοικεί μαζί της, διαμένει στην οδό που καταγράφεται στο ερ.47 αλλά στον αρ.5 και όχι 7, ως στο ερυθρό αυτό αναφέρεται. Σημειώνεται ότι τα όσα αναφέρονται σχετικά στη σελ.3 της αγόρευσης της αιτήτριας – ως και ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ορθώς παρατηρεί στην αγόρευση του – αφορούν άλλη επιστολή και όχι την επίδικη, αφού ο αριθμός αναφοράς διαφέρει από αυτόν που αφορά την επίδικη επιστολή (βλ. ερ.48 – σημείο όπου αναγράφεται ο αρ. αντικειμένου). Επίσης αναφέρει η αιτήτρια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, καθότι δεν ενημερώθηκε δεόντως για τη συνέντευξη.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως αβάσιμους και σημειώνουν ότι κανείς από τους ισχυρισμούς της αιτήτριας δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και ούτε αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο δεν μπορούν να εξεταστούν.

Επί της προδικαστικής ενστάσεως αναφέρουν – παραπέμποντας σε σχετική νομολογία – ότι εν προκειμένω, δεδομένου ότι υπάρχει απόδειξη ταχυδρόμησης και έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την ταχυδρόμηση της επιστολής μέχρι την καταχώρηση της παρούσης αλλά και της υποχρέωσης της αιτήτριας να ενημερώσει για πιθανή αλλαγή διεύθυνσης της, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παρούσα προσφυγή είναι απαράδεκτη ως εκπροθέσμως καταχωρηθείσα.

Προέχει φυσικά η ενασχόληση με την προδικαστική ένσταση περί του εκπροθέσμου της προσφυγής. Επί τούτου παρατηρώ τα εξής.

Στη Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 415, ημ.10/09/07, η Ολομέλεια, με αναφορά στη σχετική νομολογία, ανέφερε τα εξής:

«Είναι σαφές πως τίποτε από τα πιο πάνω δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλά είναι και χωρίς δυσκολία που προκύπτει πως η σχετική πρόνοια του άρθρου 2 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1, «επίδοση με ταχυδρομείο», δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση να είναι ασφαλισμένες οι επιστολές στις οποίες αναφέρεται. (Bλ. συναφώς Κatsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 Α.Α.Δ. 566). Ενώ, παράλληλα, καμιά άλλη νομοθετική πρόνοια δεν προτάθηκε ως επιβάλλουσα τέτοια υποχρέωση. Και η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως δεν υπάρχει τέτοια, παρέμεινε αναπάντητη. Από την άλλη, ενώ πράγματι το τεκμήριο λήψης, ενόψει της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας και της νομολογίας (βλ. Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, Πιττάκα ν. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ 1895) προϋποθέτει ταχυδρόμηση στην ορθή διεύθυνση και μη επιστροφή, όπως ήδη σημειώσαμε, εδώ κάθε άλλο παρά διατυπώθηκε αμφισβήτηση επί αυτών, ενόψει της οποίας, ως προς εγειρόμενο επίδικο θέμα πλέον, οι εφεσίβλητοι θα είχαν βάρος να αποσείσουν με εν τέλει κριτή το Δικαστήριο, αναλόγως με τους χειρισμούς, το υλικό του φακέλου και την όποια μαρτυρία θα επέτρεπε να προσαχθεί. (Βλ. Θεοφάνης Χατζηγιάννη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α., Προσφυγή AΕ. 846/2001, ημερομηνίας 30.5.03 και συναφώς Βusy Bodys Wine Bar & Rest. Ltd v. Eφόρου Φ.Π.Α. (1999) 2 Α.Α.Δ. 516). Ούτε και επιχειρήθηκε ανατροπή του τεκμηρίου με την προσαγωγή μαρτυρίας ως προς τη μη λήψη της επιστολής (βλ. Katsiantonis v. Frantzeskou (ανωτέρω). Ορθώς, λοιπόν, ο συνάδελφός μας χαρακτήρισε τον ισχυρισμό ως ατεκμηρίωτο.»

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.2052/06, Vakhtang Odikadze ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημ.08/08/08,  με αναφορά στη σχετική νομολογία αναφέρθηκαν τα εξής:

«Οι καθ' ων η αίτηση επικαλέστηκαν την απόφαση του Νικολάου, Δ., στην Omar Dahel Akasheh Hawamdeh ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 894/2004, ημερ. 8.9.2005.  Εκεί κρίθηκε πως η αποστολή της επιστολής στη διεύθυνση που ο ενδιαφερόμενος είχε δώσει, ήταν αρκετή.  Και πως  «η τελείωση της διοικητικής απόφασης δεν βρίσκεται στο θέλημα του αλλοδαπού που επιλέγει να μην καταστήσει γνωστό στις Αρχές τον τόπο όπου πράγματι βρίσκεται».  Χρήσιμη συναφώς αναφορά, ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα μπορεί να γίνει στην απόφαση της Ολομέλειας στην Θεανώ Θεμιστοκλέους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 51/05, ημερομηνίας 10.9.07.  Επίσης στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 253, όπου εξηγείται πως η γνώση τεκμαίρεται και «εκ της παρόδου μακρού χρόνου από της εκδόσεως της πράξεως, ιδία δε αν υφίσταται προφανές ενδιαφέρον διά την τύχην της υποθέσεως».

Εν προκειμένω, ο αιτητής άσκησε διοικητική προσφυγή, προφανώς ανέμενε το αποτέλεσμά της και δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία πως ειδοποίηση πως έχει συστημένη επιστολή προφανώς, έστω ενδεχομένως, συσχετιζόταν προς τη διοικητική προσφυγή που άσκησε.  Την ειδοποίηση που στάληκε στη διεύθυνση που εκείνος έδωσε και που,  μάλιστα, κατά την προσφυγή εξακολουθούσε να είναι η ίδια, τεκμαίρεται πως την παρέλαβε και θεωρώ πως, κάτω από τις περιστάσεις, θα έπρεπε έκτοτε να του καταλογιστεί γνώση.  Ανεξάρτητα από το τι ο ίδιος, στη συνέχεια, επέλεξε να κάμει ή να παραλείψει, όπως μου φαίνεται, θα ήταν άσχετο αν αποδεδειγμένα κατέστρεφε το φάκελο χωρίς να τον ανοίξει.  Εναπόκειτο σε εκείνο να μεριμνήσει και η παράλειψη ή η αδιαφορία του,  μάλιστα, επί μεγάλο χρονικό διάστημα δεν δημιουργεί μονομερώς υπόθεση μη γνώσης, ώστε να καταστρατηγείται το Σύνταγμα ως προς την προθεσμία.»

Στην απόφαση του Ανωτάτου στην υπόθεση αρ.99/2004, Μιλτιάδης Ψαλιδόπουλος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (στο εξής Ψαλιδόπουλος), ημ.04/04/07, με αναφορά στην ελληνική βιβλιογραφία, καταγράφονται τα εξής:

«Παραθέτω  σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα του Θεμιστοκλή Τσάτσου «Η αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», έκδοση 3η, σελ. 80-81:

«Κρίνεται δ΄εν αμφιβολία το ζήτημα της γνώσεως και του χρόνου, καθ΄ον επραγματοποιήθη υπέρ του αιτουμένου την ακύρωσιν, διότι βαρύνεται δια της υποχρεώσεως της δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως των πράξεων αυτής η διοίκησις, η οποία ως εκ τούτου φέρει το βάρος της σχετικής αποδείξεως.  Εκτός εάν το πιθανολογούμενον ενδιαφέρον του προσφεύγοντος και η τυχόν ιδιότης αυτού καθιστώσιν όλως απίθανον την από μέρους αυτού παράλειψιν των ενεργειών εκείνων, δι΄ων θα ηδύνατο ούτος ευκόλως να λάβη αμέσως πλήρη γνώσιν της πράξεως.  Εφ΄όσον η πράξις είναι προσιτή ευκόλως εις τον ενδιαφερόμενον, η μη εντός ευλόγου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψιν πλήρους γνώσεως αυτής, αποτελεί παράλειψιν και πταίσμα, ούτινος αι συνέπειαι δέον να εξομοιωθώσι προς την μη εμπρόθεσμον άσκησιν της αιτήσεως ακυρώσεως, της οποίας η προθεσμία δεν είναι δυνατόν, εν τοιαύτη περιπτώσει, ν΄αδρανήση επ΄άπειρον, εκτός εάν προκύπτη ότι, παρά την πάροδον μακρού χρόνου από της εκτελέσεως, η πλήρης γνώσις ήτο αδύνατος ή συγγνωστή η σχετική έλλειψις ενδιαφέροντος του διοικουμένου, όσον αφορά εις την έκδοσιν ή το περιεχόμενον της πράξεως.»»

Με βάση δε τη νομολογία, η οποία επιβεβαιώνεται και από την απόφαση του Ανωτάτου στην υπ. αρ.131/10, Γιώργος Ν. Φάντης ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ), ημ.12/11/12, «[τ]ο βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη φέρει το μέρος που επικαλείται το εκπρόθεσμο (βλέπε μεταξύ άλλων Kritiotis  v. Municipality of Paphos and others  (1986) 3 C.L.R. 322).».

Επανέρχομαι στα ενώπιον μου στοιχεία.

Ως και ανωτέρω αναφέρω η επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την επίδικη απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ταχυδρομήθηκε στην καταχωρημένη στο ηλεκτρονικό αρχείο των καθ’ ων η αίτηση διεύθυνση (βλ. ερ.33, 57-60) και επιστράφηκε ως αζήτητη. Η αιτήτρια, δι’ ενόρκου δηλώσεως φερόμενου ως συγκάτοικου της, που επισυνάπτει στην προσφυγή, αναφέρει ότι αυτή διέμενε στην οδό που στάλθηκε η επιστολή ενημέρωσης της για την επίδικη εδώ απόφαση, αλλά σε άλλο αριθμό (αρ.5 αντί 7). Δεν εντοπίζω στο διοικητικό φάκελο να έχει δηλωθεί η καταγεγραμμένη στο ηλεκτρονικό αρχείο των καθ’ ων η αίτηση διεύθυνση από την αιτήτρια ή να έχει επιβεβαιωθεί απ’ αυτήν ως ορθή και δεν εντοπίζω προσπάθεια των καθ’ ων η αίτηση να ενημερώσουν με άλλο τρόπο, τηλεφωνικό ή άλλως πως, την αιτήτρια.

Ενόψει των ανωτέρω διατηρώ εν προκειμένω αμφιβολίες αν η διεύθυνση στην οποία στάλθηκε η επιστολή ημ.17/10/23 ήταν ορθή, δεδομένου του ότι δεν μπορώ να εντοπίσω στοιχείο στον φάκελο που να καταδεικνύει ότι αυτή η διεύθυνση δόθηκε ρητώς από την αιτήτρια και καταγράφηκε ορθώς, λαμβανομένων υπόψη αφενός του ότι υπάρχει ενώπιον μου ισχυρισμός (βλ. ένορκη δήλωση που επισυνάπτεται στην προσφυγή και ερ.116) ότι η αιτήτρια διέμενε σε άλλο αριθμό της ιδίας οδού και αφετέρου ότι ο χρόνος που διέρρευσε από την έκδοση της απόφασης μέχρι που έλαβε γνώση στις 19/07/24, ως ισχυρίζεται η αιτήτρια, δεν είναι υπέρμετρος.

Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι εν προκειμένω διακυβεύεται το εμπρόθεσμο και συνεπώς παραδεκτό της προσφυγής, ακόμα και αν δεν ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως, το οποίο είναι στην αγγλική γλώσσα και δεν έχει μεταφραστεί, καθοριστικό θεωρώ ότι πουθενά στον φάκελο δεν εντοπίζεται ρητή δήλωση της αιτήτριας για τη διεύθυνση διαμονής της ή επιβεβαίωση της ορθότητας της καταγεγραμμένης στο αρχείο των καθ’ ων η αίτηση διεύθυνσης απ’ αυτήν, πράγμα που αρκεί από μόνο του για να δημιουργηθούν αμφιβολίες για την ορθότητα της, οι οποίες δεν μπορεί παρά να είναι προς όφελος της αιτήτριας.  

Δεδομένων των ως άνω, εφόσον τίθεται εύλογα εν αμφιβόλω η ορθότητα της διεύθυνσης στην οποία στάλθηκε η επιστολή ημ.17/10/23 (ερ.50-51), αυτό αρκεί θεωρώ για να δεχθώ ότι δεν έχει ενεργοποιηθεί εν προκειμένω το τεκμήριο ταχυδρόμησης (με ότι συνεπάγεται αναφορικά με τον τεκμαιρόμενο χρόνο γνώσης), το οποίο, ως στην πιο πάνω νομολογία επιβεβαιώνεται, προϋποθέτει αποστολή στην ορθή διεύθυνση. Δεν θεωρώ περαιτέρω ότι το διάστημα που διέρρευσε μέχρι που έλαβε εν τέλει γνώση αυτή για την προσβαλλόμενη απόφαση και την προσέβαλε δια της παρούσης προσφυγής, ως η αιτήτρια διατείνεται δια του δικηγόρου της (βλ. ερ.118), είναι τέτοιο που «αποτελεί παράλειψιν και πταίσμα, ούτινος αι συνέπειαι δέον να εξομοιωθώσι προς την μη εμπρόθεσμον άσκησιν της αιτήσεως ακυρώσεως, της οποίας η προθεσμία δεν είναι δυνατόν, εν τοιαύτη περιπτώσει, ν΄αδρανήση επ΄άπειρον» (βλ. Ψαλιδόπουλος, ανωτέρω).

Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Δεδομένου ότι λοιπόν η προσφυγή έχει κριθεί ως παραδεκτώς ασκηθείσα, προχωρώ με την εξέταση του βασίμου αυτής.

Σημειώνω, προτού προχωρήσω, ότι η προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση των καθ’ ων η αίτηση δεν περιλαμβάνεται στις απαριθμούμενες στο αρ.11 (4) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018). Στο  αρ.11 (4) (γ) (iv) γίνεται αναφορά σε απόφαση δια της οποίας υπάρχει άρνηση από την Αρχή να αρχίσει εκ νέου εξέταση αίτηση που διακόπηκε με βάση το αρ.16Β και όχι, ως η παρούσα, της απόφασης να διακοπεί η εξέταση της αίτησης και αυτή να απορριφθεί ως σιωπηρώς αποσυρθείσα. Η προσβαλλόμενη λοιπόν απόφαση δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας να «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» [βλ. αρ.11 (3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)].

Συνεπώς η εξέταση της παρούσης περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας και μόνο.

Αναφορικά με το νομικό πλαίσιο σημειώνω τα εξής.

Το αρ.8(2)(α) του Νόμου προνοεί ότι «Ο αιτητής, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του, υποχρεούται να ενημερώσει το συντομότερο δυνατό το Κλιμάκιο.». Το άρ.16Β(2) (α) και (β) του νόμου προνοεί ότι η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρεί ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτηση του όταν διαπιστώνει ότι «δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη η οποία προβλέπεται στα άρθρα 13Α και 18» καθώς και όταν διαπιστώνει ότι «διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή βρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την Υπηρεσία Ασύλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, όπως την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του.».

Είναι ξεκάθαρο από την συνδυασμένη ανάγνωση των πιο πάνω άρθρων του νόμου ότι ο κάθε αιτητής έχει υποχρέωση να ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σε περίπτωση αλλαγής του χώρου διαμονής του και των στοιχείων επικοινωνίας του αλλά και να ανταποκριθεί σε σχετική κλήση για συνέντευξη και, αντίστοιχα, η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να συνάγει, σε περίπτωση αλλαγής αυτών χωρίς ενημέρωση της από τον αιτητή ή μη ανταπόκρισης του σε κλήση για προσωπική συνέντευξη, ότι ο αιτητής έχει αποσύρει αίτησή του σιωπηρώς και να διακόψει την εξέταση αυτής κλείνοντας τον σχετικό φάκελο. Οιαδήποτε άλλη προσέγγιση δεν βρίσκει έρεισμα στις ως άνω ρητές περί τούτου πρόνοιες της οικείας νομοθεσίας. Αυτό και έπραξαν στην παρούσα οι καθ’ ων η αίτηση.

Εν προκειμένω, ως προκύπτει από τα ερ.30-31, οι καθ’ ων η αίτηση κάλεσαν την αιτήτρια, προκειμένου να προσέλθει σε συνέντευξη, στον τηλεφωνικό αριθμό τον οποίο είχε η ίδια παρέχει στα πλαίσια της αιτήσεως ασύλου (βλ. ερ.3) στις 22/08/23 και 29/08/23 χωρίς επιτυχία, αφού η κλήση τους προωθούνταν στο φωνοκιβώτιο της αιτήτριας. Η ορθότητα δε αυτού του αριθμού τηλεφώνου, ως είχε δοθεί από την αιτήτρια, δεν αμφισβητήθηκε στα πλαίσια της παρούσης.

Τα ανωτέρω, υπό το φως των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας, αρκούν.

Τούτο γιατί ανεξαρτήτως του αν έγινε προσπάθεια ενημέρωσης της αιτήτριας για την τότε επερχόμενη συνέντευξη και ταχυδρομικώς (στην ίδια διεύθυνση, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται), δεδομένου ότι δεν ανταποκρίθηκε σε συνεχόμενες τηλεφωνικές κλήσεις, αυτό αρκεί για την ενεργοποίηση των προνοιών της οικείας νομοθεσίας και την απόρριψη της αίτησης ως σιωπηρώς αποσυρθείσας.

Όπως λοιπόν προκύπτει από την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, αυτοί έλαβαν υπόψη, ως εδύναντο να πράξουν, την μη ανταπόκριση της αιτήτριας σε κλήσεις για συνέντευξη και απέρριψαν για τον λόγο αυτό την επίδικη αίτηση ως σιωπηρώς αποσυρθείσα. Τα όσα περιλαμβάνονται στην δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα και σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο ως ανωτέρω παρατίθεται και είναι εκ τούτου πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση.

Σημειώνω τέλος ότι, παρά το αδόκιμο της παράθεσης νομικού σημείου που αφορά το κατά πόσον ελήφθη αρμοδίως η επίδικη απόφαση, στα πλαίσια του Αιτητικού Β της προσφυγής, και παρότι ουδέν αναπτύσσεται σχετικώς, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα είναι βεβαίως ζήτημα δημοσίας τάξεως και ως τέτοιο μπορεί να εξεταστεί σε κάθε στάδιο και αυτεπάγγελτα, σημειώνω ότι στο ερ.43 περιέχεται εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση λειτουργό να λάβει την επίδικη απόφαση (ερ.46) [βλ. και αρ.2(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) και αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962)]. Ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να θέτει εν αμφιβόλω το ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αρμοδίως.

Καταληκτικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην παρούσα η αιτήτρια είχε κάθε δικαίωμα, ως προνοείται εκ του αρ.16Ε του περί Προσφύγων Νόμου, να αιτηθεί εντός 9 μηνών από τη λήψη της δια της παρούσης προσβαλλόμενης απόφασης (η οποία ενδεχομένως να μην έχει εκπνεύσει κατά τον χρόνο έκδοσης της παρούσης απόφασης) το επανάνοιγμα του φακέλου και συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης από το σημείο που αυτή διακόπηκε χωρίς να απωλέσει κανένα επί τούτου δικαίωμα αλλά, εντούτοις, επέλεξε να καταχωρήσει την παρούσα προσφυγή. Σημειώνω ότι εδώ δεν προσβάλλεται η άρνηση των καθ’ ων η αίτηση να επανανοίξουν τον φάκελο, ως ισχυρίστηκε ο συνήγορος της αιτήτριας, και συνεπώς αυτή η πτυχή εκφεύγει των επίδικων εδώ ζητημάτων. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι η όποια άρνηση επανανοίγματος του φακέλου της αιτήτριας θα μπορούσε ίσως να προσβληθεί ως παράλειψη (οφειλόμενης ενέργειας).

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο