S. M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3067/23, 17/1/2025
print
Τίτλος:
S. M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3067/23, 17/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3067/23

                                                                                                                                   

17 Ιανουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S. M.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Μ. Παπαδόπουλος, δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Θ. Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.22/08/23, η οποία επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος καθ’ ότι, ως αναφέρει, «δικαιούται να αναγνωρισθεί ως πολιτικός πρόσφυγας και/ή τουλάχιστον να του παραχωρηθεί η συμπληρωματική προστασία». Δια του Αιτητικού Β ζητείται ενδιάμεση κατ’ ουσία θεραπεία, ήτοι διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να απαγορεύεται η κράτηση και/ή απέλαση του αιτητή από τη Δημοκρατία μέχρι την τελική εκδίκαση της προσφυγής.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από τον Διοικητικό Φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Σομαλία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 17/04/22 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 26/04/22 (ερ.1-4, 52-54, 49).  

Την 11/10/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.35-49). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.77-88) και στις 27/01/23 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 22/08/23, μαζί με την αιτιολογία αυτής, σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.90).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω έλλειψης ασφάλειας, διακρίσεων και ρατσισμού, επειδή η οργάνωση Al Shabaab τον «πλήγωσε σωματικά και συναισθηματικά» και επειδή η περιουσία του κλάπηκε.

Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στη Haregeisa, η μητέρα του και η αδελφή του ζουν στην Αιθιοπία και ο πατέρας του σκοτώθηκε από την Al Shabaab. Ως προς τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του ανέφερε ότι δέχθηκε σωματική επίθεση από μέλη οικογένειας της κοπέλας με την οποία διατηρούσε σχέση, καθώς η οικογένεια της δεν αποδεχόταν την σχέση τους λόγω του ότι άνηκε σε μειονοτική φυλή. Ειδικότερα, δήλωσε πως η κοπέλα του προέρχεται από την πλειοψηφική φυλή Isaaq ενώ εκείνος ανήκει στην επαγγελματική κάστα/φατρία Gabooye. Περαιτέρω δήλωσε πως γνώρισε την ανωτέρω κοπέλα σε ένα πάρτι στο ξενοδοχείο Ambassador, όπου εργαζόταν ως σερβιτόρος και ξεκίνησαν να βγαίνουν το 2018. Ερωτώμενος σχετικά με τις συναντήσεις τους δήλωσε πως αυτές συνήθως λάμβαναν χώρα σε ένα κήπο δύο φορές την εβδομάδα. Η σχέση τους, ως δήλωσε, σταμάτησε στα τέλη του 2019, όταν αυτός δέχθηκε επίθεση από την οικογένεια της. Δεν γνωρίζει πως η οικογένεια της κοπέλας έμαθε για την σχέση τους αλλά εικάζει ότι το έμαθαν επειδή του επιτέθηκαν. Ως προς την επίθεση, δήλωσε πως ενώ επέστρεφε πίσω στο σπίτι του από την εργασία του ο αδελφός της κοπέλας του και κάποιοι άλλοι συγγενείς της του επιτέθηκαν στην περιοχή Xidiga, τον χτύπησαν και τον μαχαίρωσαν κοντά στο στήθος, με αποτέλεσμα ο αιτητής να χάσεις τις αισθήσεις του και τότε ένας φύλακας από την περιοχή μαζί με άλλα άτομα τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε επέμβαση. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε πως πληροφορήθηκε σχετικά την ταυτότητα των δραστών της επίθεσης από πολλούς γείτονες της περιοχής και πως διέμεινε στο νοσοκομείο για 14 ημέρες. Μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο διέμεινε σε διάφορα σπίτια των ατόμων της φυλής του στη Hargeisa, όπου κρύβονταν μέχρι την έξοδο του από την χώρα το 2022. Ερωτηθείς για ποιο λόγο κρυβόταν δήλωσε πως δεν ένιωθε ασφαλής μετά την επίθεση. Ερωτηθείς για ποιο λόγο η οικογένεια της κοπέλας θα τον σκοτώσει σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε επειδή ανήκει σε κατώτερη/μειονοτική φυλή.  Πριν την επίθεση το 2019 δεν είχε δεχθεί κάποια άλλη ενόχληση από την οικογένεια της κοπέλας και ούτε μετά απ’ αυτήν, μέχρι που έφυγε από τη χώρα. Διασαφήνισε ότι δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία για να καταγγείλει την επίθεση επειδή η αστυνομία δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι, καθώς έχει μάθει πως μέρος της αστυνομίας είναι από την φυλή της κοπέλας.

Ερωτώμενος τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε πως θα κινδυνεύσει η ζωή του από την οικογένεια της κοπέλας. Σε σχέση με το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης του δήλωσε πως δεν νομίζει ότι μπορεί να μείνει κάπου αλλού στην χώρα καταγωγής του επειδή η χώρα δεν είναι ασφαλής.

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με τον θάνατο του πατέρα του ο αιτητής δήλωσε πως δολοφονήθηκε από μέλη της Al shabaab στην πόλη Jamane, πληροφορία που έμαθε από τους συγγενείς του. Δεν γνωρίζει πότε σκοτώθηκε, που ακριβώς και ούτε τις συνθήκες υπό τις οποίες πέθανε ο πατέρας του. Ερωτώμενος σχετικά ανέφερε πως μέλη της Al shabaab απαίτησαν δωροδοκία από όλους τους ντόπιους της Jamane, ο πατέρας του αρνήθηκε να τους δώσει χρήματα και τον πυροβόλησαν. Επεξήγησε πως μετά που σκότωσαν τον πατέρα του οι ανωτέρω άρπαξαν την φάρμα και τα υπάρχοντα του πατέρα του. Δήλωσε, ακόμη, πως δεν είχε στοχοποιηθεί η οικογένεια του ή ο πατέρας του από την Al shabaab, ούτε ο ίδιος είχε ποτε ενοχληθεί από την Al shabaab και δεν αντιμετωπίζει κάποιον κίνδυνο απ’ αυτήν.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προφίλ του αιτητή

2.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε σωματική επίθεση από την οικογένεια της κοπέλας του το 2019, καθώς η οικογένεια της δεν αποδεχόταν τη σχέση της με τον αιτητής, λόγω του ότι αυτός ήταν μέλος μεινοτικής φυλής

3.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε από μέλη της Al Shabaab, οι οποίοι άρπαξαν την περιουσία του μετά τον θάνατο του

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ως άνω ισχυρισμό, απέρριψαν δε τους λοιπούς ισχυρισμούς του αιτητή.

Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας και γενικότητας των δηλώσεων του επί του ισχυρισμού αυτού. Αξιολογήθηκε σχετικά ότι ο αιτητής, ως κρίθηκε, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με συγκεκριμένες και επαρκείς πληροφορίες την σχέση του με την κατ’ ισχυρισμό σύντροφο του και ούτε να δώσει μια εύλογα αναμενόμενη περιγραφή της ιδίας, πέρα από το να αναφέρει κάποιες γενικές πληροφορίες περί του ότι την γνώρισε σε ένα πάρτι στο ξενοδοχείο όπου εργαζόταν και πως αυτή ανήκει στην φυλή Isaaq, χωρίς να είναι σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά, μεταξύ άλλων, με την γνωριμία τους, τις συναντήσεις τους, που γίνονταν αυτές και το περιεχόμενο των συζητήσεων τους. Ως επισημάνθηκε σχετικά, ο αιτητής δεν μπορούσε να προσδιορίσει τον κήπο όπου συναντιόνταν, αναφέροντας απλά ότι βρίσκονταν σε «ένα κήπο» και – ερωτώμενος για το πως περνούσαν τον χρόνο τους – ανέφερε ότι συζητούσαν για το μέλλον τους. Επιπλέον αόριστες κρίθηκαν οι δηλώσεις του σχετικά με την επίθεση που κατ’ ισχυρισμό δέχθηκε από μέλη της οικογένειας της κοπέλας του, αφού δεν μπορούσε να προσδιορίσει τους δράστες της επίθεσης, που έγινε αυτή, πότε ακριβώς, τι ειπώθηκε κατά τη διάρκεια της επίθεσης και δεν μπορούσε να περιγράψει τους γείτονες, από τους οποίους, ως ο ίδιος ισχυρίστηκε, έμαθε για την ταυτότητα των δραστών της επίθεσης που δέχθηκε. Επιπρόσθετα, κρίθηκε πως ο αιτητής δεν μπορούσε να επεξηγήσει με πειστικό και συγκεκριμένο τρόπο για ποιο λόγο δεν κατήγγειλε την επίθεση που δέχθηκε στην αστυνομία.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού, έγινε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τις φυλές στη Σομαλιλάνδη και τους διαφυλετικούς, μικτούς γάμους, εκ των οποίων επιβεβαιώθηκε ότι τοπική κοινωνία βασίζεται στο σύστημα των φυλών και πως η φυλή Isaaq είναι αυτή με την μεγαλύτερη επιρροή στην χώρα. Επίσης, σύμφωνα με τις πληροφορίες, είναι σπάνιοι οι διαφυλετικοί γάμοι μεταξύ  πλειοψηφικών/μειονοτικών ομάδων και συχνά συνοδεύονται από προβλήματα, ιδιαίτερα για τις συζύγους . Ωστόσο, οι γενικής φύσεως πληροφορίες και το γεγονός ότι αυτές συνάδουν – ως φαινόμενο που υφίσταται στη χώρα καταγωγής - δεν κρίθηκε επαρκές ούτως ώστε να υπερκερασθεί η απουσία εσωτερικής συνοχής των δηλώσεων του αιτητή και γι’ αυτό ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε, ομοίως, ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες, εύλογα αναμενόμενες και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες δολοφονήθηκε ο πατέρας του καθώς και ούτε να αναφέρει πληροφορίες σχετικά με τον ακριβή τόπο και χρόνο κατά τον οποίο δολοφονήθηκε ο ανωτέρω. Εξίσου αόριστες κρίθηκαν οι δηλώσεις του αναφορικά με το ότι η Al Shabaab κατάσχεσε τα υπάρχοντα του πατέρα του αιτητή μετά τη δολοφονία του. Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού κρίθηκε ότι, από τη στιγμή που ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά την δολοφονία του πατέρα του, δεν είναι δυνατή η αναζήτηση πληροφοριών για χρονικά απροσδιόριστες επιθέσεις της Al-shabaab στη Jamame. Παρά τούτο αναζητήθηκαν και βρέθηκαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τη δράση της οργάνωσης Al Shabaab στην εν λόγω περιοχή καθώς και συγκρούσεις με την κυβέρνηση της Jubbaland και ηγέτες φυλών. Ενόψει όμως της μη θεμελιωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό κρίση ισχυρισμού, δεδομένων των κενών και ελλείψεων που εντοπίστηκαν, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Hargeisa) και της κατάστασης που αντιμετωπίζουν μέλη της κάστας (φυλής) του αιτητή (Gabooye), στα πλαίσια της οποίας κρίθηκε ότι, δεδομένου του χαμηλού αριθμού περιστατικών ασφαλείας που καταγράφονται εκεί αλλά και του ότι η φυλή του αιτητή δεν είναι αντικείμενο διακριτικής συμπεριφοράς ή δίωξης, λαμβανομένων υπόψη ότι δεν υπέστη κάτι ο ίδιος προσωπικά γι’ αυτό τον λόγο και των θετικών εξελίξεων που καταγράφηκαν πρόσφατα όσον αφορά την εκπαίδευση και οργάνωση της φυλής αυτής, δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Επί της προσφυγής ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς, αρκετοί εκ των οποίων αναπτύσσονται στην αγόρευση που ακολούθησε.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση που ακολούθησε.

Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν «υπάρχει ένδειξη περί της ιδιότητας του προσώπου που έχει ετοιμάσει» την επίδικη έκθεση/εισήγηση αλλά και του ατόμου που αποφάσισε την απόρριψη της επίδικης αίτησης διεθνούς προστασίας και δεν καταγράφεται το ονοματεπώνυμο του συγγράφοντος την έκθεση/εισήγηση και διενεργούντος την επίδικη συνέντευξη. Περαιτέρω και ανεξαρτήτως των ως άνω, σε κάθε περίπτωση, ως αναφέρει, ελλείπει πρακτικό απόφασης και δεν προκύπτει η ιδιότητα του λειτουργού που συνέγραψε την επιστολή ημ.22/08/23, η οποία, ως εξηγεί, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά εκτελεστής διοικητικής πράξης. Για όλους τους πιο πάνω λόγους και για καθένα ξεχωριστά, ο αιτητής αναφέρει ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αναρμοδίως και είναι δια τούτο ακυρωτέα ως τέτοια. Αναφέρει δε ότι τη συνέντευξη έλαβε άτομο αγνώστου ταυτότητας, που συνέγραψε και την επίδικη έκθεση, χωρίς να είναι δεόντως αρμόδιος να πράξει τούτο. Επίσης αναφέρει ότι η υπερβολική καθυστέρηση στην έκδοση της επίδικης απόφασης την καθιστά τρωτή ως πάσχουσα ακυρότητας εκ τούτου και μόνον.

Πέραν των ως άνω ο αιτητής εισηγείται ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του και τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας αυτών είναι λανθασμένα, προϊόν πλάνης και ελλείψεως αντικειμενικής κρίσης. Σημειώνεται ότι στην αγόρευση του αιτητή γίνεται πλήθος αναφορών στα λεγόμενα του αιτητή στη συνέντευξη και αντιπαραβολή τους με τα όσα σχετικά καταγράφονται στην επίδικη έκθεση και γίνεται ανάλυση σε συνάρτηση μ’ αυτά, στα οποία θα γίνει κατ’ ιδίαν αναφορά πιο κάτω, όπου κρίνεται σκόπιμο για τους σκοπούς της παρούσης, στα πλαίσια πλήρους και εξ υπαρχής εξέτασης των ενώπιον μου στοιχείων. Γίνεται επίσης αναφορά στη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής αλλά και ειδικώς τις διακρίσεις και τους κινδύνους στους οποίους υπόκεινται άτομα ανήκοντα σε μειονοτικές φυλές (κάστες), εκ των οποίων, ως ισχυρίζεται ο συνήγορος του αιτητή, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι – σε κάθε περίπτωση – αυτός κινδυνεύει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα. Τέλος, αναφέρει ότι ο τρόπος που διεξήχθη η συνέντευξη, κατά την οποία – ως ισχυρίζεται – δεν τηρήθηκε η ορθή και δέουσα διαδικασία, ως αυτή ορίζεται στην οικεία νομοθεσία, τον αποστέρησε από το να αναφέρει όλους τους ισχυρισμούς που στηρίζουν το αίτημα του και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

Οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δικογραφηθεί και αναπτυχθεί δεόντως και συνεπώς είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης και προς τούτο παραθέτουν σχετική νομολογία. Περαιτέρω αντιτάσσουν ότι η επίδικη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, έχει εκδοθεί από αρμόδιο προς τούτο όργανο, είναι προϊόν δέουσας έρευνας και ορθή επί της ουσίας, απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς και αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί των ισχυρισμών του αιτητή είναι ορθά, εύλογα υπό τις περιστάσεις και πλήρως αιτιολογημένα.

Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τα εγειρόμενα ζητήματα που άπτονται της αρμοδιότητας του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση οργάνου, του διενεργούντος τη συνέντευξη και συντάσσοντος την επίδικη έκθεση, της υπογράφουσας την επιστολή ημ.22/08/23 και τους συναφείς με τούτα ισχυρισμούς.

Σημειώνω ότι επί των ισχυρισμών που άπτονται του κατά πόσο η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί αρμοδίως οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν (σελ.23-27 της αγόρευσης) σχετικώς ότι ο λειτουργός της EUAA που διεξήγαγε τη συνέντευξη και ετοίμασε την επίδικη έκθεση ήταν πλήρως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτα, στη βάση τόσο της οικείας νομοθεσίας (αρ.13Α του Περί Προσφύγων Νόμου) όσο και της ισχύουσας κατά τον ουσιώδη προς την παρούσα χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας και της EUAA (τότε EASO) για το Σχέδιο Υπηρεσιακής και Τεχνικής Στήριξης και της Κ.Δ.Π 297/2019. Αναφορικά περαιτέρω με την υπογραφή της επιστολής ημ.22/08/23 (ερ.90), παραθέτοντας – μεταξύ άλλων – απόσπασμα από απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, διατείνονται ότι ουδεμία αποφασιστική αρμοδιότητα ασκείται δια της επιστολής αυτής και, σε κάθε περίπτωση, στα πλαίσια του τεκμηρίου νομιμότητας και κανονικότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η φράση «για προϊστάμενο» δηλοί την αρμοδίως και κατ’ εξουσιοδότηση υπογραφή της εν λόγω επιστολής από την υπογράφουσα αυτή λειτουργό.

Επιστρέφοντας στην αγόρευση του αιτητή σημειώνω ότι στις σελ.25 (τελευταία πρόταση) και 26, αναφέρεται ότι «[π]αρ’ όλο που η εξουσιοδότηση του Υπουργού δίδει το δικαίωμα στον [υπογράφοντα το ερ.88] να αποφασίζει επί εκθέσεων-εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου, ωστόσο δεν έχει αποδειχθεί ότι το πρόσωπο που ετοίμασε την εισήγηση-έκθεση […] βρίσκεται σε τέτοια θέση και/ή ιδιότητα […]». Δια του ως άνω λεκτικού, παρά την ενδεχομένως αδόκιμη διατύπωση του, τίθεται το ζήτημα του κατά πόσο η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης εμπίπτει στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στο ερ.75, ήτοι αφορά «αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου».

Σημειώνεται βεβαίως ότι – σε κάθε περίπτωση – θέματα αρμοδιότητας εξετάζονται σε κάθε στάδιο (ακόμα και κατ’ έφεση) και αυτεπαγγέλτως, ως ζητήματα δημοσίας τάξεως και συνεπώς, δεδομένου ότι η προσοχή του Δικαστηρίου έχει στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, ολίγον ενδιαφέρει το δόκιμο ή μη της διατύπωσης της συγκεκριμένης πτυχής της αρμοδιότητας που αφορά την επίδικη απόφαση.

Λεχθέντων των ως άνω παρατηρώ εν προκειμένω τα εξής.

Κατ’ αρχήν και προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να εξεταστεί αν τούτη λήφθηκε αρμοδίως. Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στο ερ.88, όπου, ως καταγράφεται, ο λειτουργός αποφασίζει την απόρριψη της επίδικης αίτησης «[κ]ατόπιν εξέτασης της Έκθεσης-Εισήγησης […]». Ο λειτουργός αυτός, ο οποίος υπογράφει το ερ.88, ενεργεί στα πλαίσια εξουσιοδότησης (ερ.75), και δεν εντοπίζω κάποια παθογένεια εν σχέσει με την εγκυρότητα της, εφόσον φέρει ημερομηνία, υπογράφεται από τον (τότε) Υπουργό Εσωτερικών και καθορίζει ρητά τα όρια της εξουσιοδότησης που δίδεται στους αναφερόμενους εκεί λειτουργούς, εκ των οποίων φυσικά και ο λαμβάνων την επίδικη εν προκειμένω απόφαση. Η εξουσιοδότηση όμως αυτή ρητά καθορίζει ότι η παρεχόμενη στον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση λειτουργό εξουσία λήψης απόφασης, ως και ανωτέρω εξηγείται, αφορά μόνο την λήψη αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Η εν λόγω αναφορά στο ερ.75, ως και πιο κάτω θα εξηγήσω, συνιστά απαρέγκλιτο όρο της ισχύος και εμβέλειας της εν λόγω εξουσιοδότησης.

Συνεπώς – δεδομένων των όσων πιο πάνω εξηγώ – η αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση λειτουργού, ήτοι το κατά πόσον αυτός, λαμβάνοντας την απόφαση (ερ.88), ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του (ερ.75), συναρτάται και εξαρτάται από το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που συνέταξε και υπέβαλε την επίδικη έκθεση, εν προκειμένω του λειτουργού CW079 (ερ.77). Αυτή είναι η ρητώς εδώ εκπεφρασμένη βούληση του εξουσιοδοτούντος Υπουργού.

Ενόψει των ως άνω, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου και της αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση, δεν εντοπίζω σημείο όπου το ως άνω ζήτημα να απαντάται ή στοιχείο εκ του οποίου να μπορεί να συναχθεί το κατά πόσο ο λειτουργός με κωδικό CW079, ο οποίος υπογράφει στο ερ.77 και υποβάλλει την επίδικη έκθεση/εισήγηση, είναι λειτουργός «ορισμένου χρόνου».

Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι, από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα της αρμοδιότητας, το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των καθ’ ων η αίτηση να αποδείξουν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως.

Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένου του ότι το συγκεκριμένο επίδικο ζήτημα σχετικά με την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την απόφαση οργάνου σε συνάρτηση με την αναφορά στην σχετική εξουσιοδότηση (ερ.75) περί αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου» έχει ήδη απασχολήσει προσφάτως πολλάκις το Δικαστήριο, με έχει προβληματίσει το κατά πόσο θα μπορούσε να αντληθεί δικαστική γνώση επί τούτου από την πλειάδα άλλων υποθέσεων στις οποίες κατέστη επίδικο τα πανόμοιο ζήτημα. Σχετικώς, στη Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352, ημ.31/05/93, αναφέρθηκε ότι «[η] γνώση που κτάται από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση υποθέσεων παρόμοιων ή και διαφορετικών από την υπό εκδίκαση υπόθεση δεν εξομοιώνεται με δικαστική γνώση. Δικαστική γνώση μπορεί να ληφθεί μόνο για γεγονότα τα οποία είναι πασίγνωστα σε βαθμό που να αποτελούν κοινή γνώση.». Συνεπώς γεγονός που περιήλθε εις γνώση του Δικαστηρίου στα πλαίσια άλλης εκδικασθείσας ενώπιον του υπόθεσης, παρόμοιας, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής γνώσης. Ο λόγος δε της προαναφερθείσας αυθεντίας έχει επιβεβαιωθεί και στην πιο πρόσφατη Δήμος Λευκωσίας ν. Άντη Λεοντιάδη και Άλλης (2006) 1 ΑΑΔ 66.

Περαιτέρω έχω προβληματιστεί κατά πόσο θα ήταν αρμόζον – εξ ιδίας πρωτοβουλίας – να προβώ σε επανάνοιγμα της υπόθεσης, ώστε να τεθεί το ζήτημα, προκειμένου να έχω τη θέση των καθ’ ων η αίτηση επί τούτου.

Επί του ζητήματος της εξουσίας του Δικαστηρίου να προβαίνει σε επανάνοιγμα υπόθεσης όταν η απόφαση έχει επιφυλαχθεί διευκρινίστηκαν στη Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 3 ΑΑΔ 165, ημ.14/05/93, απόφαση Πλήρους Ολομέλειας, τα εξής, που, ως περαιτέρω αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση, ισχύουν και στην πρωτόδικη δίκη:

«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί στις υποθέσεις της Ολομέλειας, Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 416/88 και 445/88, ημερομηνίας 14/2/92, Δημοκρατία ν. Νίκου Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, Νιόβη Παπαϊωάννου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.ΑΔ. 659 και Δημοκρατίας ν. Γρηγόρη Θαλασσινού (1991) 3 Α.ΑΔ. 423, ότι το πλαίσιο και τα κριτήρια άσκησης της δικαιοδοσίας για το επανάνοιγμα έφεσης προσδιορίζεται από την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Νίκου Σαμψών (ανωτέρω), ότι "το επανάνοιγμα της έφεσης μπορεί να διαταχθεί από το Εφετείο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης".»

Επιστρέφοντας στα γεγονότα της υπόθεσης παρατηρώ ότι στην παρούσα η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου ηγέρθη δεόντως και ήταν σε γνώση των καθ’ ων η αίτηση ήδη από την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης του αιτητή. Παρά δε όμως τις αναφορές των καθ’ ων η αίτηση στην αγόρευση τους επί των λοιπών ζητημάτων που εγείρονται δια της αγορεύσεως του αιτητή για την αρμοδιότητα των εμπλεκόμενων στην επίδικη αίτηση και επ’ αυτής απόφαση, ουδέν αναφέρουν επί της συγκεκριμένης πτυχής που αφορά την αρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου, ήτοι σε συνάρτηση με την ρητή πρόνοια που περιέχεται στο ερ.75 περί αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Παρά λοιπόν το ότι όφειλαν να βεβαιωθούν ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα στοιχεία που απαιτούνταν υπό τις περιστάσεις, ουδέν έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση προκειμένου να τοποθετηθούν σχετικώς ή να ελέγξουν αν στον φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσης υπάρχουν αυτά ή να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου σχετική μαρτυρία που θα τους επέτρεπε να αποσείσουν το σχετικό βάρος απόδειξης ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αρμοδίως.

Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου βεβαίως η πολύ προσφάτως εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση (κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π.) αρ.26/20, Δημοκρατία ν. Singh, ημ.10/09/24, όπου επιβεβαιώθηκε ότι «οι εξουσίες του [Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας] σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός». Όμως δεν θεωρώ ότι η εξουσία που κέκτηται το Δικαστήριο στα πλαίσια του εξεταστικού συστήματος να διευθύνει τη δίκη και την προσαγωγή μαρτυρίας φτάνει μέχρι την υποχρέωση – και μάλιστα κατόπιν επιφύλαξης της απόφασης - να επεμβαίνει προς διόρθωση κενών και παραλείψεων εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση επί ζητημάτων τα οποία ηγέρθηκαν δεόντως και εγκαίρως δια της αγόρευσης του αιτητού. Άλλωστε το ζήτημα που απασχόλησε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην ως άνω έφεση ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε το Δικαστήριο να αγνοήσει – χωρίς να δώσει αιτιολογία προς τούτο – έγγραφο του οποίου την κατάθεση αποδέχθηκε κατά τις διευκρινήσεις.

Εν προκειμένω λοιπόν, στη βάση και των όσων πιο πάνω αναφέρω για την υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση, ιδίως εφόσον το ζήτημα ηγέρθη δια της αγορεύσεως του αιτητή, να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία εκ των οποίων αποδεικνύεται η αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, είναι κατάληξη μου ότι η έλλειψη στοιχείων σχετικών με τούτο, ήτοι κατά πόσο ο συγγράφοντας την έκθεση επί της οποίας εξεδόθη η επίδικη απόφαση είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, ως ρητώς προνοείται στο ερ.75, όπου περιέχεται η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση λειτουργό (ερ.88), δεν μπορεί παρά να σφραγίσει την τύχη της παρούσης προσφυγής.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Επιδικάζονται έξοδα ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο