L.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 31/24, 17/1/2025
print
Τίτλος:
L.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 31/24, 17/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. ΔΚ 31/24

17 Ιανουαρίου, 2025

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

L.K.

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η Αίτηση

 

Νατάσα Χαραλαμπίδου (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου και συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Ιωάννης Καλλίγερος  (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: ο Αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, αιτείται:

Α. Την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ως παράνομο το διάταγμα κράτησης του Αιτητή ημερομηνίας 19/11/2024 το οποίο επιδόθηκε στον Αιτητή στις 22/11/2024 με βάση το άρθρο 9 ΣΤ (2) (Δ) του Περί Προσφύγων Νόμου (στο εξής: «o περί Προσφύγων Νόμος»), και με την οποία να διατάζει την άμεση απελευθέρωση του.

Β. Διαζευκτικά της παραγράφου «Α» απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ή/και να τροποποιείται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 19/11/2024 που εκδόθηκε από τον Καθ΄ ου η αίτηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000)εναντίον του Αιτητή και με την οποία να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης του Αιτητή μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.

Γ. Οποιαδήποτε άλλη ή/ και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

Δ. Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.».

Γεγονότα:

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτίθενται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα σχετικά Παραρτήματα και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν κατά την ακρόαση της παρούσας, προκύπτουν τα ακόλουθα:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος του Νεπάλ και αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 16/02/2024 με σκοπό να εργαστεί ως εργάτης στο τομέα της γεωργίας με σχετική άδεια εισόδου. Στις 27/02/2024 ο Αιτητής ενεγράφη ως αλλοδαπός και ταυτόχρονα υπέβαλε και αίτηση για διευθέτηση της άδειας παραμονής και εργασίας του ως εργάτης γεωργίας στον εργοδότη του. Στις 15/04/2024 η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε καθότι στις 02/04/2024 καταγγέλθηκε από τον εργοδότη του ότι είχε εγκαταλείψει το χώρο διαμονής και εργασίας του με αποτέλεσμα τα στοιχεία του Αιτητή να τοποθετηθούν στον κατάλογο stop list ως αναζητούμενο πρόσωπο. Κατόπιν ο Αιτητής ήτοι στις 09/07/2024 ζήτησε όπως εργαστεί στο «Κουνελοτροφείο ο Δίας Λτδ» αίτημα το οποίο εγκρίθηκε στις 07/08/2024 με την προϋπόθεση ότι θα προσκομιζόταν έγγραφο αποδέσμευσης εντός 30 ημερών από την προηγούμενη εργασία του. Στις 22/10/2024 ο Αιτητής μετέβη στα γραφεία της ΥΑΜ Λεμεσού και με επιστολή του υπέβαλε εργατικό παράπονο εναντίον του προηγούμενου εργοδότη του, παράπονο το οποίο έγινε αποδεκτό χωρίς οποιοδήποτε έλεγχο στο καθεστώς παραμονής του Αιτητή λόγω βλάβης των μηχανογραφημένων συστημάτων. Στις 23/10/2024 διαπιστώθηκε η παράνομη παραμονή του Αιτητή, έτσι την 01/11/2024 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Στις 07/11/2024 ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα ασύλου και στις 19/11/2024 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης εναντίον του δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ (2) (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής  προσβάλλει την νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 19/11/2024 δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ)του περί Προσφύγων Νόμου.

Νομικοί Ισχυρισμοί: 

Ο Αιτητής  δια μέσω της συνηγόρου του παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης. Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης με πλούσια αναφορά στην σχετική νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων  προώθησε ισχυρισμούς σχετικά με τον Αιτητή όπως και ειδικότερα ισχυρισμούς περί  έλλειψης επαρκούς έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα όπως επίσης και έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης η οποία οδήγησε στην λήψη απόφασης από τους Καθ’ ων η Αίτηση υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ ή νομικής πλάνης και ότι ελλείπει περαιτέρω η αιτιολόγηση αυτής και/ ή αιτιολόγηση είναι λανθασμένη και δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση όπως επίσης και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν διεξήγαγαν καμία έρευνα αναφορικά με την βάση του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία. Περαιτέρω υποβάλλουν ότι εκ του διατάγματος ελλείπει εξατομικευμένη αξιολόγηση, ότι τούτο παραβιάζει τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας αφού μπορούσε να εξασφαλιστεί ή μη διαφυγή του Αιτητή με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση προωθεί ότι το υπό εξέταση διάταγμα εκδόθηκε ορθά και σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις και πρόνοιες του Περί Προσφύγων Νόμου. Ο Αιτητής  κρατείτο ορθά και υπό τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 9ΣΤ (2) (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση προβαίνοντας σε εκτενή αναφορά επί των γεγονότων αναφέρει ότι ορθά εκδόθηκαν τα σχετικά διατάγματα κράτησης, ενώ εισηγούνται ότι πληρούνται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις του εδαφίου (δ) (2) άρθρου 9 ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, καθότι ο Αιτητής  κρατείτο στα πλαίσια διαδικασίας απέλασης, είχε ήδη πρόσβαση στη διαδικασία χορήγησης ασύλου από το 2024 όταν και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό να εργαστεί, ενώ επιπλέον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι αυτός υπέβαλε αίτηση προκειμένου να καθυστερήσει ή και να παρεμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής. Τέλος και παραθέτοντας σχετική νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων είναι η θέση τους ότι στην περίπτωση του Αιτητή δεν είναι εφικτό όπως εφαρμοστούν λιγότερα περιοριστικά, εναλλακτικά, μέτρα έναντι της κράτησης καθότι οποιοδήποτε άλλο μέτρο πέραν της κράτησης υπό τις περιστάσεις θα ήτο αναποτελεσματικό ή και ανεπαρκές καθώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο Αιτητής  να μη συμμορφωθεί με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα με σκοπό να αποφύγει την απομάκρυνση του στην χώρα καταγωγής του.

To νομικό πλαίσιο

 

Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18/6/2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού  Δικαστηρίου προσφυγές, εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος), προβλέπει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«Δικαιοδοσία Δικαστηρίου

11.-(1) Κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου.

(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής, η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.

(3) [.]»

 

Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα, με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[.]

(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·

[.]

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι, το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

[.]

(3) Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2), εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτητή, δε δικαιολογούν τη συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα, παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους, βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς, κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε γλώσσα που ο τελευταίος, είτε κατανοεί, είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών, σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»

Η πιο πάνω διάταξη ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Οδηγίας 2013/33/ΕΕ). Εν προκειμένω, δεν εγείρεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας της μεταφοράς της εν λόγω Οδηγίας και ως αποτέλεσμα αυτής της ενσωμάτωσης, εφαρμοστέες είναι καταρχήν οι εθνικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου. (βλ. απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αναθεωρητική Έφεση Mustafa Hagilo v. Δημοκρατία. Αρ. Υπόθεσης 156/2012 ημερ. 27/02/2018), ECLI:CY:AD:2018:C91.

Από το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει η βασική αρχή, ότι ένας Αιτητής ασύλου δεν μπορεί να κρατείται μόνο εξ αυτής του της ιδιότητας.

Εντούτοις, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση Αιτητή διεθνούς προστασίας είναι επιτρεπτή. [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMSC-924/19 PPU και 925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].

Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών, δύναται ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει γραπτό διάταγμα σε σχέση με Αιτητή, ο οποίος είναι ήδη υπό κράτηση, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, με το οποίο να τον θέτει υπό κράτηση, εφόσον τεκμηριώσει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι ο Αιτητής επιδιώκει με την αίτησή του για διεθνή προστασία, να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απόφαση επιστροφής του.

Περαιτέρω, συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι, η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο, καθώς θα πρέπει προηγουμένως να εξεταστεί το ενδεχόμενο επίτευξης του σκοπού της εφαρμογής της απόφασης της απέλασης ή/και της αποφυγής του κινδύνου διαφυγής, με λιγότερο περιοριστικά της προσωπικής ελευθερίας του Αιτητή εναλλακτικά μέτρα, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης της περίπτωσής του. Με άλλα λόγια, η κράτηση του αιτούντος διεθνούς προστασίας, θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

Οι βασικές αυτές αρχές, ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία, διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι, ένα πρόσωπο δε θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

 

Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, εν προκειμένω την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης του Αιτητή, σε περίπτωση που η αίτησή του για διεθνή προστασία απορριφθεί. Προς τούτο, θα πρέπει να εξεταστούν και να αποκλειστούν ως μη πρόσφορα του εν λόγω σκοπού άλλα εναλλακτικά μέτρα. Εξυπακούεται δε, ότι τα αρνητικά αποτελέσματα του μέτρου, δεν πρέπει να είναι υπερβολικά σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Η εφαρμογή των εν λόγω αρχών, αποκλείει την αυθαιρεσία από την πλευρά του κράτους. [Βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Κ. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en JustitieC-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 37 και ΔΔΔΠ Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2020]

'Έτερη σημαντική παράμετρο της έκδοσης του διατάγματος κράτησης, συνιστά η απαίτηση, όπως η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και το διάταγμα κράτησης να παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτό βασίζεται. Η τήρηση της υποχρέωσης, συναρτάται με τη δυνατότητα αφενός, του ενδιαφερομένου να έχει πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων με την υπόθεσή του και αφετέρου, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και MahdiC-146/14 PPUEUC:2014:1320, σκέψεις 41 και 45).

 

Κατάληξη

Θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις κανονιστικές διατάξεις που παρέθεσα ανωτέρω.

Προχωρώ στη συνέχεια στην εξέτασης των λόγων ακύρωσης, αφού προηγουμένως παραθέσω αυτούσιο το επίδικο διάταγμα:

 

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ η/ο KXXXX. υπήκοος Νεπάλ είναι Αιτητής  διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι

 

Ο ΚΧΧΧΧ κρατείται

(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή.

(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσής προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι Ο ΚΧΧΧΧ εγκατέλειψε τον χώρο διαμονής και εργασίας του και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στο Alert List και στον κατάλογο stop- list της Αστυνομίας και διέμενε στην Δημοκρατία παράνομα πέραν των 7 μηνών και υπέβαλε την αίτηση ασύλου μετά την σύλληψη του ενώ κρατείτο με σκοπό τον επαναπατρισμό του, έπειτα που ζήτησε τον επαναπατρισμό του με χρηματικό κίνητρό το οποίο έλαβε έγκρισης ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία έγινε με σκοπό να προβάλλει προσκόμματα και/ ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης, θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο ΚXXXX να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των προνοιών της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στην συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 180Δ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως νόμου υπάρχει κίνδυνος διαφυγής υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1.     ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη απόφαση επιστροφής (διάταγμα απέλασης) η οποία εκδόθηκε εναντίον του στις 01/11/2024.

2.     KAI ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση διαμονής. Η ΥΑΜ αναφέρει ότι δεν έχει σταθερό τόπο διαμονής

3.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε προηγούμενη εξαφάνιση. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι ο αλλοδαπός είχε εγκαταλείψει τον τόπο διαμονής και εργασίας του και τα στοιχεία του είχαν τοποθετηθεί στο Alert list και στον κατάλογο Stop List της Αστυνομίας.

4.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν είναι κάτοχος ταξιδιωτικού εγγράφου. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι δεν εντοπίστηκε το διαβατήριο του.

5.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεση της για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.

6.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερ. 01/11/2024.

7.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3) (γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, με το παρόν διατάσσω όπως ο ΚΧΧΧΧΧ παραμείνει υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.

Με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

Από την ανάγνωση του λεκτικού του ως άνω διατάγματος διαπιστώνω ότι επί τούτου αναφέρονται δεόντως οι λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής τέθηκε υπό κράτηση και, περαιτέρω, παρατίθενται οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής θεωρήθηκε ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι  να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερήσει απλώς η να εμποδίζει την εκτέλεση  απόφασης επιστροφής [9ΣΤ (2) (δ)] αλλά και των λόγων που οδήγησαν στην κράτηση του Αιτητή έναντι εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Συνάμα παρατηρώ ότι η αιτιολόγηση επίσης συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου ως προς τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη τους οι Καθ’ ων η αίτηση πριν προχωρήσουν στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος (βλ. σημείωμα της κα Στέφανης Χρίστου προς την  Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, ημερ. 18/11/2024, ερυθρό 129 Δ.Φ.), όπου έλαβαν υπόψη το μεταναστευτικό ιστορικό του Αιτητή, τα όσα επικαλέστηκε στην αίτηση ασύλου του, η οποία υπεβλήθη στις 07/11/2024 όπως επίσης και τους λόγους οδήγησαν στην κράτηση του Αιτητή έναντι εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

Στην υπόθεση του Δ.Ε.Ε.  στην C-18/16, Κ κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie 14ης Σεπτεμβρίου 2017 λέχθηκε ότι «η κράτηση αιτούντος διατάσσεται εγγράφως από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές. Στη διαταγή κράτησης αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται.». Συνεπώς, από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτουν με σαφήνεια το νομικό υπόβαθρο, αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Θεωρώ λοιπόν ότι το λεκτικό που παρατίθεται στο ως άνω διάταγμα και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ικανοποιεί τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 9 ΣΤ (8) και άρθρου 9 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ. (Βλ. απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95)[1].

Αποτελεί βεβαίως νομολογιακή αρχή και ισχύει περαιτέρω δυνάμει του άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999), ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης, δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. (βλέπε αποφάσεις Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1175). Εντούτοις, αναμένεται στις περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από τον διοικητικό φάκελο, να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο.

Δεν είναι καταρχήν έργο του Δικαστηρίου, η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης, αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων, αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο, όταν έπαιρνε την απόφαση. Εάν δεν είναι σαφές ως προς τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου, η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα, όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή, καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Η αιτιολόγηση συνεπώς, συναρτάται με το είδος και τη φύση της διοικητικής πράξης. (Βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, 168-9, Υπόθεση Αρ. 1517/1999 Nemitsas Ltd v. Δημοκρατίας, (2001) 4 ΑΑΔ 428 και η μνημονευόμενη εκεί νομολογία και η πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά απόφασης διοικητικού δικαστηρίου αρ. 189/2019, Κ.Α. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 10/12/2020).

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, όπως αυτά περιεγράφηκαν ανωτέρω, μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης απόφασης απορρίπτεται, εφόσον από τα πιο πάνω στοιχεία προκύπτει πως, το αρμόδιο όργανο έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση μετά από δέουσα έρευνα, είναι πλήρως αιτιολογημένη από τα στοιχεία που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και σύμφωνη με την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

Το κατά πόσο δε η προσβαλλόμενη πράξη είναι επί της ουσίας αυτής ορθή, κατόπιν στάθμισης της αναλογικότητας, αναγκαιότητας και ελέγχου της συμβατότητας της με το Ενωσιακό Δίκαιο και την σχετική νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), θα κριθεί πιο κάτω και υπό τις παραμέτρους που εξηγούνται, κατά την εξέταση αυτής επί της ουσίας. Στα πλαίσια δε της στάθμισης αυτής, θα κριθεί και το αν είναι υπό τις περιστάσεις ή όχι το καταλληλότερο μέτρο, αντί της επιβολής εναλλακτικών μέτρων, στην περίπτωση βεβαίως που υπάρχουν στοιχεία στον διοικητικό φάκελο, που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. 

Σχετικά με την έκταση και τη φύση του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο, αναφορικά με υποθέσεις ως η παρούσα, είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση στην υπ’ αρ. ΔΚ34/20, GS. και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημ.05/10/20, εκ της οποίας κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα:

«Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, ημ.05/06/2014 (στο εξής η υπόθεση Mahdi) επί προδικαστικού ερωτήματος, η οποία αφορούσε κράτηση δυνάμει της οδηγίας 2008/115/ΕΚ κατά την διαδικασία επιστροφής παρανόμως διαμένοντων, λέχθηκε στη σκέψη 62, ότι «δικαστική αρχή αποφαινόμενη επί αιτήματος παρατάσεως κρατήσεως πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε κρίσιμου πραγματικού και νομικού στοιχείου για να προσδιορίσει αν δικαιολογείται παράταση της κρατήσεως, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 58 έως 61 της παρούσας αποφάσεως, πράγμα το οποίο απαιτεί εξέταση σε βάθος των πραγματικών στοιχείων της κάθε υποθέσεως.». Στην σκέψη 64 της Mahdi (ανωτέρω), αναφέρεται ότι «η δικαστική αρχή είναι αρμόδια να στηριχθεί σε πραγματικά περιστατικά και σε αποδεικτικά στοιχεία που εκθέτει ή προσκομίζει η διοικητική αρχή με πρωτοβουλία της οποίας ζητήθηκε η δικαστική παρέμβαση, καθώς και σε πραγματικά περιστατικά, αποδεικτικά στοιχεία και παρατηρήσεις που ενδεχομένως προβάλλονται ενώπιόν της κατά τη διαδικασία αυτή.». Δεν μου διαφεύγει ότι η απόφαση Mahdi, αφορά σε εξέταση αιτήματος παρατάσεως της κρατήσεως που προβλεπόταν από το εθνικό δίκαιο της Βουλγαρίας, όμως δεν βλέπω λόγο να μην τυγχάνει γενικής εφαρμογής επί κάθε παρόμοιας υπόθεσης, κατά την οποία κρίνεται η νομιμότητα διοικητικής κράτησης αιτητών, ιδίως από τη στιγμή που το σκεπτικό της υιοθετείται πλήρως και από την απόφαση που αναφέρω αμέσως πιο κάτω και η οποία ερμηνεύει τα επίδικα άρθρα της οδηγίας 2013/33/ΕΕ.

Στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-924/19PPU και C-925/19PPU FMS, FNZ [C-924/19PPUSASA junior [C-925/19PPU], ημ.14/05/2020 (στο εξής η υπόθεση FMS), αναφέρει στην σκέψη 289, ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, υλοποιεί «στον συγκεκριμένο τομέα το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 140 της παρούσας απόφασης, το εν λόγω άρθρο 47 αρκεί αφεαυτού και δεν χρήζει διευκρινίσεων από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό. Σημειώνεται ότι ο «Χάρτης» που αναφέρει το ανωτέρω απόσπασμα, είναι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ο Χάρτης). Περαιτέρω, στην σκέψη 293 της υπόθεσης FMS, αναφέρεται ότι «το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει, είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης, είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή, μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.».

 

Η ανωτέρω δεσμευτική νομολογία του ΔΕΕ, ειδικώς επί διαταγμάτων κράτησης Αιτητών διεθνούς προστασίας, ως εκφράζεται από την απόφαση FMS (ανωτέρω), με αναφορά στην απόφαση Mahdi (ανωτέρω), σκέψη 62, και ιδωμένη υπό το φως της ερμηνείας του άρθρου 9 (3) της οδηγίας 2013/33/ΕΕ - του οποίου μεταφορά στο εθνικό δίκαιο αποτελεί το επίδικο άρθρο 9ΣΤ του Νόμου - και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστά σαφές, ότι στην παρούσα διαδικασία το Δικαστήριο κέκτηται όχι μόνο της εξουσίας να ασκήσει ουσιαστικό έλεγχο της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά και όταν τούτο κριθεί απαραίτητο στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιον του, «[.] να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση, την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση [.]» (βλ. σκέψη 293, της απόφασης FMS, ανωτέρω) και περαιτέρω, να επιβάλει εναλλακτικά της κράτησης μέτρα όταν και όπου, «[.] ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.».

Η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκαν και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 17/2021 Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Έφεση 21/9/2021.

Επί υποθέσεων ως η παρούσα λοιπόν, θεωρώ ότι η εξέταση του ενδεχόμενου επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, εμπεριέχει και το αυτονόητο, ήτοι την επικύρωση της πράξης όταν, κατά τον έλεγχο της υπόθεσης επί της ουσίας αυτής και τη στάθμιση στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, υπό το πρίσμα και της περί τούτου νομολογίας του ΕΔΑΔ και ΔΕΕ, προκύπτει ότι πράγματι η κράτηση είναι το μόνο ενδεδειγμένο μέτρο υπό τις περιστάσεις.

Σχετικά με τούτο, είναι τα όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, με τίτλο «ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΑΣΥΛΟ», όπου στην παρ.19 λέγεται ότι:

«Στα πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων, μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»

 

Περαιτέρω καθοδήγηση, μπορεί να ληφθεί και από την αιτιολογική σκέψη 15 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου αναφέρεται ότι, «[.] η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης [.]», οι οποίες δεν μπορεί να είναι άλλες από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρ.8 (3) περιπτώσεις, όπου επιτρέπεται η κράτηση Αιτητή, υπό τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο αρ.9 της ίδιας Οδηγίας.

Επίσης βοηθητικό για την ερμηνευτική προσέγγιση του λεκτικού, του αρ.9ΣΤ(2)(δ), είναι και το πιο κάτω απόσπασμα, από την απόφαση του ΔΕΕ C-534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, ημ.30/5/2013, η οποία εξέτασε την αλληλεπίδραση μεταξύ της οδηγίας 2005/118/ΕΚ, που αφορά επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των οδηγιών (επαναδιατύπωση), των οποίων είναι οι 2013/33/ΕΕ και 2013/32/ΕΕ.

«58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).»

(Υπογράμμιση από τον γράφοντα)

 

Έχω εξετάσει προσεκτικά την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων. Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι ορθώς εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επιτρέπει την κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας όταν κρίνεται ότι η αίτηση ασύλου υποβάλλεται με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση ή παρεμπόδιση διαδικασίας επιστροφής. Τούτο προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου καθότι ο Αιτητής  κίνησε τις διαδικασίες για να αιτηθεί άσυλο μόνο μετά την σύλληψή του και ενόσω κρατείτο στα πλαίσια διαδικασίας επιστροφής δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Πέραν από αυτό παρατηρώ ότι εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό την εργασία ήτοι στις 16/02/2024 ενώ δεν υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας, παρά το γεγονός ότι είχε κάθε ευκαιρία να προβεί στην ενέργεια αυτή. Ως εκ τούτου αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι ο Αιτητής  δεν κατέφυγε χωρίς καθυστέρηση στη διαδικασία χορήγησης διεθνούς προστασίας παρά μόνο μετά την σύλληψή του και ενόσω κρατείτο στα πλαίσια έκδοσης εναντίον του διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ενώ δεν έχει προσκομιστεί και/η παρουσιαστεί οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι αυτός δεν είχε την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και/ή ότι εμποδίστηκε από το να έχει πρόσβαση σε μια τέτοια διαδικασία. Αυτό, κατά την άποψή μου, συνιστά αντικειμενικό κριτήριο προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η κατάληξη της Διοίκησης ότι συντρέχει βάσιμος λόγος να θεωρείται ότι η υπό του Αιτητή υποβολή του αιτήματος χορήγησης  ασύλου έγινε ακριβώς με σκοπό να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής του στη χώρα του. (βλ.   SABRI ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 948/2018, 2/8/2018 και τα όσα ανέφερε ο έντιμος Δικαστής κ. Φ. Κωμοδρόμου στην        A A S ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 755/2018, 29/6/2018 σκεπτικό το οποίο υιοθετώ καθότι θεωρώ ότι τα όσα λέχθηκαν ανωτέρω τυγχάνουν εφαρμογής και στην υπό εξέταση περίπτωση).

Όπως έχει υπομνησθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ταχύτητα με την οποία υποβάλλεται η αίτηση ασύλου αποτελεί ένδειξη της γνησιότητας του αιτήματός του (Βλ. Υπόθεση Αρ. 2319/2006, MD Jakir Hossain vAAΠ, , ημερ. 16/7/2008). Αυτό αν και στοιχείο μη καθοριστικό λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο που να αιτιολογεί την υπαγωγή ενός αιτητή στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ). Εν προκειμένω, ο Αιτητής  φαίνεται ότι δεν προώθησε με εύλογη επιμέλεια την αίτησή του για άσυλο ενώ προχώρησε σε υποβολή της όταν πλέον αυτός συνελήφθη για παράνομη παραμονή.

Υπενθυμίζω, εξάλλου, ότι εναντίον του Αιτητή είχαν προηγουμένως εκδοθεί διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του Κεφαλαίου 105, εφόσον αυτός είχε κριθεί ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των παραγράφων (δ), (κ) και (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του εν λόγω Νόμου, καθότι παρέμεινε στην Δημοκρατία παράνομα από τις 27/03/2024 όταν εγκατέλειψε τον χώρο διαμονής και εργασίας του. Σημειώνεται ότι ο τότε εργοδότης κατήγγειλε τον Αιτητή στις 02/04/2024 και τα στοιχεία του Αιτητή εισήχθησαν στον κατάλογο Stop- List από τις 02/04/2024 ως αναζητούμενο πρόσωπο. Στο δε διάταγμα κράτησής του, ημερομηνίας 01/11/2024, το οποίο εν συνεχεία ακυρώθηκε, λόγω της υπό του αιτητή υποβολής αίτησης ασύλου, και αντικαταστάθηκε από το επίδικο διάταγμα, ρητά αναφέρεται από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο Αιτητής  παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ωσότου απελαθεί, «καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του, άρθρο 18ΠΣΤ(1) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσής Νόμου) δεδομένου ότι δεν έχει σταθερό τόπο διαμονής και έχει προηγούμενη εγκατάλειψή εργοδότη, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την ημεδαπή νομολογία, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη «εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή». (βλ. A A S ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 755/2018, 29/6/2018) Αυτό λέχθηκε και στην MAGDALIN MENSAH ν. Δημοκρατίας,  όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι «στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει». Συνεπώς τα γεγονότα και η συμπεριφορά του Αιτητή πριν και κατά την υποβολή αιτήσεως ασύλου μπορούν να στηρίξουν εύλογα συμπέρασμα κατά πόσο «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής (9ΣΤ(2)(δ). Σχετική επί του θέματος είναι και η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-534/11 Mehmet Arslan v Police ημερ. 30/05/2013 όπου λέχθηκαν τα εξής; (Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

57. Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.

 58 Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

 

Από το πλέγμα των προαναφερθέντων γεγονότων, προκύπτει από την συμπεριφορά του Αιτητή, ότι η αίτησή του για άσυλο δεν είναι γνήσια καθώς από τα αντικειμενικά δεδομένα που παρέθεσα ανωτέρω και τα οποία βρίσκονται εντός των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν, ο μοναδικός λόγος που ο Αιτητής υπέβαλε την αίτηση ασύλου είναι προς αποφυγή ή/και παρεμπόδιση της επικείμενης απέλασής του. Συνεπώς, δικαιολογείται καταρχήν η εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), καθώς πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για την εφαρμογή του. Ως προς την επιχειρηματολογία από την πλευρά του Αιτητή δια μέσου της γραπτής του αγόρευσης αναφορικά με την βασιμότητα του αιτήματος του για διεθνή προστασία επισημαίνεται ότι στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, δεν είναι απαραίτητο να εξαχθεί εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα αναφορικά με την βασιμότητα του αιτήματος ασύλου που υπέβαλε  ο Αιτητής, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβάλλει. Τούτο διότι, το λεκτικό της σχετικής διάταξης του Νόμου, δε συναρτά τα εκεί αναφερόμενα «αντικειμενικά κριτήρια» απαραιτήτως με την, έστω εκ πρώτης όψεως, κρίση επί της διαφαινόμενης γνησιότητας ή και βασιμότητας του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Δε θα μπορούσε άλλωστε, αφού αυτό θα κριθεί στην σχετική με τούτο διοικητική και/ή δικαστική διαδικασία εξέτασης της αίτησής του.

Το αν δε, κατά τον χρόνο της εξέτασής της , η αίτηση διεθνούς προστασίας κριθεί, είτε από την αρχή, είτε από το Δικαστήριο βάσιμη, δεν αναιρεί αναδρομικά την ύπαρξη κατά τον χρόνο εξέτασης του διατάγματος κράτησης, της ύπαρξης «βάσιμων λόγων» που απαιτεί η οικεία νομοθεσία ως ανωτέρω αναλύεται. Είναι για αυτόν τον λόγο, θεωρώ, που το σχετικό άρθρο θέτει την αμεσότητα της υποβολής αίτησης, ως στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη για την -στο μέτρο του δυνατού-, αντικειμενικά τεκμηριωμένη πιθανολόγηση, επί της αλλότριας σκοπιμότητας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Είναι ακριβώς αυτή την εύλογη υπό τις εκάστοτε περιστάσεις πιθανολόγηση, που εκφράζει η φράση «βάσιμοι λόγοι να θεωρείται» στο επίδικο άρθρο.

Τα ως άνω συμπεράσματα, υιοθετήθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου MONDEKE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΑΝ.ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ.43/2021, 20/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:A15 όπου αναφέρθηκε μεταξύ άλλων:

«Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και εύλογα και θεμιτά. Ο χρονικός συσχετισμός ενεργειών του Eφεσείοντα, ανάλογα με αιτήματά του που αποτύγχαναν, ειδικότερα την προσφυγή σε αίτημα ασύλου μόνο μετά τα ως άνω γεγονότα, μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, ορθά κρίθηκε από το διοικητικό όργανο πως υφίστανται λόγοι, ότι υπέβαλε την αίτηση του με σκοπό την καθυστέρηση ή την παρεμπόδιση της απέλασης του από τη Δημοκρατία. (Βλ. C-534/11, Arslan v. Policie CR, 30.5.2013 και C-186/21 PPU, J.A. v. Republika Slovenija, 3.6.2021). Δεν συμφωνούμε με την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι, το Δικαστήριο υπεισήλθε στο θέμα ουσίας του αιτήματος ασύλου, ούτε ότι ενήργησε με επιδερμική αντίληψη των πραγμάτων. Η δε αναφορά της πλευράς του εφεσείοντα, στη σημασία του ότι προέρχεται από μια χώρα που δεν έχει χαρακτηριστεί ασφαλής, με βάση τη σχετική ΚΔΠ225/2021, το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένεια Διάταγμα του 2021, δεν μπορεί να αναχθεί βεβαίως, ως η εισήγηση, σε δημιουργία τεκμηρίου γνησιότητας του αιτήματος ασύλου.

Συνάγεται αβίαστα από τη συμπεριφορά του Αιτητή, ότι αυτός δεν υπέβαλε την αίτηση για απόκτηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας άμεσα, ούτε είχε πρόθεση να υποβάλει αυτήν, εάν δεν συλλαμβάνετο για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης διαμονής στη Δημοκρατία. Χωρίς να προδικάζεται η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ακόμη και εάν όντως η ζωή του κινδύνευε σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, τότε προκύπτει ευλόγως το ερώτημα, γιατί δεν προέβη στα απαραίτητα διαβήματα, για να αιτηθεί παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας από τη στιγμή εισόδου του στη Δημοκρατία ή ακόμη και σε μεταγενέστερο στάδιο. Η ολιγωρία του αυτή, θέτει υπό λογική αμφισβήτηση τη μη γνησιότητα του αιτήματός του. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής προέβη στο εν λόγω διάβημα, μόνο μετά τη σύλληψη και κράτησή του, λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία και αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του.

Σε κάθε περίπτωση δεν μπορώ να παραγνωρίσω ότι ουδείς ισχυρισμός προωθείται από τον Αιτητή σε σχέση με την όποια διαφαινόμενη γνησιότητα ή και βασιμότητα επί της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε που να αιτιολογεί την όποια καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος ασύλου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά ούτε έχει προσκομίσει οποιανδήποτε μαρτυρία από την οποία να προκύπτει δικαιολογημένη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, μέσω αναφοράς σε χρονικά κυρίως γεγονότα ούτως ώστε να μπορέσει να αξιολογηθεί το επακριβές χρονικό σημείο έναρξης του επικαλούμενου λόγου δίωξης σε συνάρτηση με το χρονικό σημείο υποβολής εν τέλει της αίτησης ασύλου. Δεν μπορώ συνεπώς να αποδεχθώ ως δικαιολογημένη την καθυστέρηση που εδώ παρατηρείται.

Από την ανάγνωση του λεκτικού, του ως άνω διατάγματος, αλλά και από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι αναφέρονται δεόντως οι νομικοί λόγοι, για τους οποίους ο Αιτητής  τέθηκε υπό κράτηση και περιέχονται σε αυτό τόσο οι νομοθετικές διατάξεις, όσο και τα συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης για τους οποίους θεωρήθηκε ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [9ΣΤ(2)(δ)],. Καταλήγω λοιπόν ότι οι προϋποθέσεις που θέτει το επίδικο άρθρο πληρούνται, αφού στην παρούσα, η προηγούμενη της υποβολής αιτήσεως συμπεριφορά του Αιτητή, ως ανωτέρω περιγράφεται, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για την σκοπιμότητας αυτής.

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου προχωρώ με την εξέταση κατά πόσο δια του επίδικου διατάγματος ικανοποιείται η προϋπόθεση αναγκαιότητας και κατά πόσο τούτο είναι εύλογο και αναλογικό προς τον σκοπό δια τον οποίο επιβλήθηκε το μέτρο και κατ’ επέκταση η συμβατότητα του με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ.

Σε σχέση τώρα με τη δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), καθορίζει τα κριτήρια εφαρμογής του. Από το λεκτικό του προαναφερόμενου άρθρου, προκύπτει με ποιο τρόπο αυτό εφαρμόζεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από το αρμόδιο όργανο, μετά από ατομική αξιολόγηση και αφού κριθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά της κράτησης μέτρα (βλ. ΔΔΠ 462/19, Μ.Κ. v. Κυπριακή Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31/12/2019).

Σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ (2) (δ), του Ν. 6 (Ι)/2000, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να διατάξει την κράτηση αιτητή ασύλου, εάν τεκμηριώσει συγκεκριμένα και αντικειμενικά, κριτήρια τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι  αιτητής επιδιώκει την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης απομάκρυνσής του με απέλαση. 

Προκύπτει, τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, ότι το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επιπρόσθετα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ανάλογο του σκοπού που επιδιώκεται και βεβαίως το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο (ΔΕΕ, C-18/16 KvStagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/5/17, σκέψεις 5, 6, 72, 76).

Η αρχή της αναλογικότητας, απαιτεί όπως υπάρχει απόλυτη ισορροπία μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης στη συγκεκριμένη περίπτωση και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, δηλαδή υπό τις περιστάσεις, την προετοιμασία και/ή απομάκρυνση του Αιτητή. Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, θεωρείται καίρια εγγύηση έναντι της αυθαιρεσίας των κρατών και υπαγορεύεται η υποχρεωτική εφαρμογή της. Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει τα εναλλακτικά μέτρα, για να διασφαλίσει με άλλο αποτελεσματικό τρόπο τη μη διαφυγή του Αιτητή, ενώ εκκρεμεί η αίτηση ασύλου σε περίπτωση που αυτό καθίσταται δυνατόν (S.KvRussia, αρ. υπόθεσης 2722/15, ημερομηνίας 14/12/17, σκέψεις 111).

Η άποψη αυτή βρίσκει απήχηση και στην 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου μνημονεύεται η κατοχύρωση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και καταγράφεται ρητώς ότι:

«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή, ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.

 

Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του δικαιώματος στην ελευθερία, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη, καθώς και τη σοβαρότητα της παρέμβασης που συνιστά το μέτρο της κράτησης, οι περιορισμοί στην άσκηση αυτού του δικαιώματος πρέπει να περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο (βλ. αναλογικά, σχετικά με το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 52).

Σε σχέση με την αναλογικότητα της παρέμβασης, η αρχή της αναλογικότητας, όπως έχει διατυπωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, απαιτεί οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν το απαραίτητο και κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, ενώ τα αρνητικά αποτελέσματα του μέτρου δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. αποφάσεις Afton Chemical, C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 45· Nelson κ.λ.π., C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 71· Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 50).

Επιπλέον, το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33 επιβάλλει σημαντικούς περιορισμούς στην εξουσία των κρατών μελών να εφαρμόζουν κράτηση, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 15 και 20 της ίδιας Οδηγίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 8, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να κρατούν ένα άτομο αποκλειστικά επειδή έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι η κράτηση επιτρέπεται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητη και μετά από ατομική αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, εφόσον δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα. Ειδικότερα, η παράγραφος 4 απαιτεί τα κράτη μέλη να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες που προβλέπουν εναλλακτικές λύσεις, όπως τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών, κατάθεση χρηματικής εγγύησης ή υποχρέωση διαμονής σε συγκεκριμένο τόπο.Παρομοίως, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της ίδιας Οδηγίας προβλέπει ότι η κράτηση των αιτούντων πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 8.

Οι διατάξεις της Οδηγίας και του περί Προσφύγων Νόμου, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του σκοπού της Οδηγίας, καθώς και σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 15, τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας. Από το άρθρο 9ΣΤ (2) (δ), διαφαίνεται πως πρέπει να προκύπτει η αναγκαιότητα της εφαρμογής του άρθρου αυτού, από την ατομική συμπεριφορά του αιτητή ασύλου. (βλ. ΔΕΕ C- 534/11 Mehmet Arslan v Police ημερ. 30/05/2013). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αποφάσεων κράτησης μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση (Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο - Κατευθυντήρια Οδηγία 4, παράγραφος 19).

Εδώ ο Αιτητής ως προκύπτει από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου καθόλη τη διάρκεια διαμονής του στην Δημοκρατία προέβη σε αρκετά διαβήματα προκειμένου να εξασφαλίζει την εκάστοτε νομιμότητα της διαμονής του. Η μεν αρχική είσοδος και διαμονή του στην Δημοκρατία ήτοι στις 16/2/2024 έγινε με άδεια εισόδου με σκοπό να εργαστεί ως εργάτης. Επίσης παρατηρώ ότι στις 09/07/2024  δηλαδή σχεδόν πέντε (5)  μήνες μετά που είχε εγκαταλείψει τον εργοδότη του βρήκε άλλον εργοδότη,  ο οποίος εργοδότης με επιστολή του (βλ. Παρ. 4 Ένσταση) επιθυμούσε όπως τον εργοδοτήσει  στην εταιρεία «Κουνελοτροφείον ο Δίας Λτδ». Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι το αίτημα του εγκρίθηκε στις 07/08/2024 νοουμένου ότι θα προσκομιζόταν έγγραφο αποδέσμευσης εντός 30 ημερών. Ακόμη, παρατηρώ ότι ο ίδιος ο Αιτητής με δική του πρωτοβουλία μετέβη στα γραφεία της ΥΑΜ Λεμεσού και με επιστολή του ημερ. 22/10/2024 υπέβαλε εργατικό παράπονο εναντίον του προηγούμενου του εργοδότη το οποίο έγινε αποδεκτό. (βλ. Παρ.5 Ένσταση). Άρα προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου ότι ο Αιτητής προσπαθούσε να νομιμοποιήσει την παραμονή του προκειμένου – ως φαίνεται να ήταν ενδεχομένως εξ’ υπαρχής σκοπός του – να συνεχίσει να διαμένει και να εργάζεται στη Δημοκρατία. Συνάμα, η δε σύλληψη του έλαβε χώρα σε χρόνο που ο ίδιος – αυτοβούλως – μετέβη στα γραφεία των Καθ’ ων η Αίτηση. Επιπλέον παρατηρώ ότι ο Αιτητής και ως αναγράφει στην αίτηση του για διεθνή προστασία διατηρεί οικογενειακούς δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία καθότι είναι νυμφευμένος με ομοεθνή του η οποία επίσης διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία, παράγοντας που εκμηδενίζει τον οποιοδήποτε κίνδυνο διαφυγής και εξαφάνισής του σε περίπτωση επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

Εκ των ως άνω είναι η κατάληξη μου ότι στην παρούσα, η συμπεριφορά του Αιτητή ως από τα στοιχεία του Διοικητικού φακέλου προκύπτει, δεν είναι τέτοια που να μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι εκφράζει την απροθυμία του να συμμορφωθεί με τους κανόνες διαμονής του ή εκ της οποίας θα μπορούσε να συναχθεί πρόθεση του Αιτητή να διαφύγει των Αρχών ή να κρυφτεί από αυτές με δεδομένο ότι και αυτή η σύλληψη του έλαβε χώρα σε χρόνο που ο Αιτητής αυτόβουλα παρουσιάστηκε ενώπιον των Αρχών προκειμένου να λάβει γνώση των εξελίξεων σχετικά με την νομιμότητα της διαμονής του. Άρα δεν θεωρώ ότι πως η προηγούμενη της υποβολής αιτήματος για διεθνή προστασία συμπεριφορά του είναι τέτοια που να καταδεικνύει ότι στην παρούσα  η αποτροπή του κινδύνου διαφυγής του Αιτητή και συνεπώς η απρόσκοπτη της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής σε περίπτωση που η εκκρεμούσα αίτηση διεθνούς προστασίας απορριφθεί δεν δύναται να εξασφαλιστεί με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Οι Καθ΄ ων η Αίτηση όφειλαν να αποδείξουν ότι το μέτρο της κράτησης τηρεί πλήρως την αρχή της αναλογικότητας στην απουσία εναλλακτικών, λιγότερο περιοριστικών της κράτησης μέτρων, προκειμένου να δικαιολογείται η κράτηση ως έσχατο μέτρο. Αυτά τα εναλλακτικά μέτρα δεν φαίνεται να απασχόλησαν τους Καθ' ων η Αίτηση ή/και να εξετάστηκαν από αυτούς σε οποιοδήποτε βαθμό. Δεν φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε έρευνα ως προς την δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων και η αιτιολόγηση για τη μη επιβολή τους δεν συνάδει με τα πραγματικά γεγονότα και τα στοιχεία του Διοικητικού φακέλου.

Συνεπώς είναι η κατάληξη μου ότι δεν προκύπτει στην παρούσα απροθυμία του Αιτητή για μη συμμόρφωσή του με τους κανόνες που αφορούν τη νομιμότητα της διαμονής του η οποία θα δικαιολογούσε ως απολύτως αναγκαία και αναλογική προς τον ως άνω νόμιμο σκοπό την κράτηση του. Ο Αιτητής  από τα ενώπιον μου στοιχεία διαφαίνεται ότι  προσπαθούσε διαχρονικά να διασφαλίσει τη νόμιμη διαμονή του στη Δημοκρατία.

Ούτε προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν διατηρούσε δηλωμένη διεύθυνση καθότι υπέβαλε αίτηση εργοδότησης  δια μέσου του νέου εργοδότη του στις 09/07/2024, αίτηση η οποία εξετάστηκε και εγκρίθηκε στις 07/08/2024, επιπλέον υπέβαλε και παράπονο κατά του προηγούμενο εργοδότη όταν μετέβη στα γραφεία της ΥΑΜ Λεμεσού στις 22/10/2024. Από τα εν λόγω έγγραφα προκύπτουν τα σχετικά στοιχεία επικοινωνίας του Αιτητή. Σε κάθε περίπτωση η απουσία δηλωμένης διεύθυνσης διαμονής δεν θα έπρεπε να οδηγεί εκ προοιμίου και χωρίς άλλο στο ότι δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν ενναλακτικά της κράτησης μέτρα. (βλ.    Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 17/2021, 21/9/2021). 

Ακόμη συμφωνώ και υιοθετώ τα όσα αναφέρει η συνάδελφος δικαστής κα Μιχαηλίδου στη υπόθεση ΔΚ78/21 Κ.Κ v Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα;

«Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών ).  Στην περίπτωση που αποφασίζει το αρμόδιο όργανο να εκδώσει διάταγμα κράτησης για αιτητή ασύλου, οφείλει να εξετάσει εξατομικευμένα την κάθε περίπτωση.  Η διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης  είναι και ο μόνος τρόπος να οδηγηθεί το αρμόδιο όργανο σε ορθή απόφαση (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά , Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2( Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. ) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα».

Η μορφή της έρευνας, όπως είναι γνωστό, εκτείνεται σε όλα τα αναγκαία στοιχεία, το ιστορικό της υπόθεσης και τη σχετική ενώπιον της διοίκησης αλληλογραφία ώστε να θεωρείται επαρκής η απόφαση,  (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339).  Βάσει των στοιχείων που έχω στη διάθεσή μου, θεωρώ ότι δεν έχουν συλλεχθεί ή διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη δεδομένα που αφορούν την περίπτωση του Αιτητή, ώστε να οδηγηθούν οι Καθ' ων σε ασφαλές συμπέρασμα. Δεν διαπιστώνω να έχει πραγματοποιηθεί εξατομικευμένη εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως απαιτείται για την τεκμηρίωση, ειδικά για τον Αιτητή, αντί να βασιστούν σε γενικό πλαίσιο. Οι Καθ' ων φαίνεται να παρέλειψαν να συνεκτιμήσουν κρίσιμα στοιχεία που συνθέτουν εξατομικευμένα  της περίπτωσής του.

Η κράτηση αποτελεί περιοριστικό μέτρο που πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όταν δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις. Προϋποθέτει μια τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με το γιατί τα εναλλακτικά μέτρα δεν θα ήταν κατάλληλα. Όπως έχει αποφασίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), οι αρχές οφείλουν να εξετάζουν εναλλακτικές λύσεις στις περιπτώσεις αυτές, διασφαλίζοντας τη μη διαφυγή του Αιτητή με άλλους αποτελεσματικούς τρόπους κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αίτησης ασύλου (βλ. S.K. v. Russia, αίτηση αρ. 52722/15, 14.2.2017, σκέψη 111). Η κράτηση επιλέγεται μόνο όταν είναι αντικειμενικά απαραίτητη για να αποτραπεί η οριστική αποφυγή επιστροφής του ενδιαφερομένου. Συμφωνώ με τη δικηγόρο του Αιτητή ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων δεν φαίνεται να εξέτασαν την εφαρμογή λιγότερο περιοριστικών εναλλακτικών λύσεων. Αντιθέτως, κατέληξαν στην επιλογή της κράτησης ως τη μοναδική διαθέσιμη επιλογή, επιλέγοντας τη φανερά δυσμενέστερη για τον Αιτητή.

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το Αιτητικό (Β) και δια τούτου το προσβαλλόμενο διάταγμα ακυρώνεται.

Διατάζεται λοιπόν η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων με τον τρόπο που ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης θα αποφασίσει.

Επιδικάζονται έξοδα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

                                                                                                Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] όπου το Δικαστήριο θεώρησε ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της (βλ. Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).» (βλκαι Svetoslav Stoyanov v. ΔημοκρατίαςΥποθΑρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014 και Anghel Viorel, ανωτέρω).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο