Q.S. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση Αρ. ΔΚ 32/2024, 13/1/2025
print
Τίτλος:
Q.S. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση Αρ. ΔΚ 32/2024, 13/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ. ΔΚ 32/2024

13 Ιανουαρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Q.S.,

από Συρία

                                 Αιτητής

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω:

1.    Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας

2.    Διευθύντρια Τμήματος Μετανάστευσης

                                                                      Καθ' ων η αίτηση

 

 

Δικηγόρος για Αιτητή: για Κώστας Λοΐζου & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Θ. Παπανικολάου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής επιζητά από το παρόν Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:

 

1.    Απόφαση ή/και Διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου διά της οποίας να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και αποστερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 20.11.2024, δια της οποίας διατάσσεται η κράτηση του Αιτητή στη βάση των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(Ε) και με την οποία να διατάζεται η άμεση απελευθέρωση του ή/και

 

2.    Απόφαση ή/και Διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου διά της οποίας να ακυρώνεται και/ή τροποποιείται η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 20.11.2024 και να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ή/και

 

3.    Οποιανδήποτε άλλη Απόφαση ή/και Διαταγή το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει κατάλληλη ή/και εύλογη υπό τις περιστάσεις

 

4.    Έξοδα της παρούσας πλέον Φ.Π.Α., πλέον έξοδα επίδοσης.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Επιβεβλημένη κρίνεται, καταρχάς, μία αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, ως αυτό προκύπτει από το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του Τμήματος Μετανάστευσης, ο οποίος αποτελείται από δύο τόμους -volume I και volume II- οι οποίοι κατατέθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 2 και 3 – Τ2 και Τ3- (στο εξής αναφερόμενοι ως «ο δ.φ. Τ2» και «ο δ.φ. Τ3» ).

 

·                     Ο Αιτητής ο οποίος είναι υπήκοος της Συρίας, εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησή της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές, από άγνωστη τοποθεσία και σε άγνωστο χρόνο, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 23.09.2005 η οποία απορρίφθηκε στις 29.06.2009. Ωστόσο ο Αιτητής συνέχισε να διαμένει παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα τη σύλληψη του για τον λόγο αυτό στις 26.12.2009. Αυθημερόν εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ.105 (στο εξής «Κεφ.105») , ωστόσο ο Αιτητής, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση απέδρασε στις 11.01.2010 και κατόπιν ποινικής υπόθεσης που καταχωρίστηκε εναντίον του, του επιβλήθηκε στις 25.10.2010 ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών.

 

·                     Στις 05.01.2011 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ.105 και στις 21.01.2011 απελάθηκε από τη Δημοκρατία, με τα στοιχεία του να καταχωρούνται στο stop list στις 16.01.2011.

 

·                     Ακολούθως, ο Αιτητής υπέβαλε στις 23.12.2013 αίτηση διεθνούς προστασίας στο πλαίσιο της οποίας του παραχωρήθηκε, στις 19.06.2015 το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

·                     Στις 09.11.2015 κατηγορήθηκε δυνάμει ποινικής υπόθεσης για τα αδικήματα του εμπρησμού και της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας και καταδικάστηκε σε τρία (3) χρόνια φυλάκισης, ωστόσο στις 10.11.2016 του απονεμήθηκε προεδρική χάρη.

 

·                     Ακολούθως, στις 11.11.2016 εκδόθηκαν εναντίον του Αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ.105, ωστόσο λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα του ο Αιτητής δεν μπορούσε να απελαθεί και συνεπώς παρέμεινε υπό κράτηση στο ΧΩ.Κ.Α.Μ.

 

·                     Ως προκύπτει από την παράγραφο 5 της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, μέρος του οποίου επισυνάπτεται ως Παράτημα 5 επί της Ενστάσεως, ο Αιτητής από τις 11.01.2019 μέχρι και τις 20.02.2020 καταδικάστηκε από τα αρμόδια Δικαστήρια σε ποινές φυλάκισης ως ακολούθως:

 

(α) στις 11.01.2019 καταδικάστηκε για την διάπραξη του αδικήματος της κλοπής και της παράνομης κατοχής περιουσίας και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών·

 

(β) στις 27.09.2019 καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε τρία (3) χρόνια φυλάκισης για την διάπραξη πράξεων που σκοπεύουν στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, της απειλής, της κακόβουλης βλάβης και της μεταφοράς επιθετικού όπλου·

(γ) στις 04.11.2019 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για την διάπραξη των αδικημάτων της κατοχής διαρρηκτικού οργάνου και της μεταφοράς μαχαιριού εκτός της οικίας ή της αυλής και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών·

 

(δ) στις 20.02.2020 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για την διάπραξη των αδικημάτων συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και της απαγόρευσης παιχνιδιών καζίνο παρεχόμενων με απευθείας σύνδεση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών.

 

·                     Ακολούθως στις 23.07.2021 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για την διάπραξη των αδικημάτων της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ με σκοπό την προμήθειά του σε άλλα πρόσωπα και της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια και του επιβλήθηκε η ποινή φυλάκισης είκοσι δύο (22) μηνών.

 

·                     Στη συνέχεια, στις 01.11.2022 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105 και του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, τα οποία ακυρώθηκαν στις 23.11.2022 λόγω έκδοσης νέων διαταγμάτων. Συγκεκριμένα, κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι 23.11.2022, εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των άρθρων 14 του Κεφ. 105 και 29 του περί Προσφύγων Νόμου, αντίστοιχα, λόγω καταδίκης του Αιτητή σε προηγούμενη ποινή φυλάκισης για τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Α’ καθώς και κατοχής με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα και κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια. Ο Αιτητής αποφυλακίστηκε στις 11.01.2022.

 

·                     Στη συνέχεια τα ως άνω διατάγματα ακυρώθηκαν στις 16.02.2023 κατόπιν απόφασης για επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

·                     Από τον Φεβρουάριο του 2023 ο Αιτητής φαίνεται να κατηγορήθηκε και/ή συνελήφθην και/ή ενεπλάκην σε διάφορα άλλα ποινικά αδικήματα, ειδικότερη αναφορά σε αυτά γίνεται σε μετέπειτα σημείο της παρούσας απόφασης. Σημειώνεται ότι το τελευταίο καταγεγραμμένο περιστατικό, αφορά την σύλληψη του Αιτητή στις 14.11.2024 για τα αδικήματα της παράνομης κατοχής μεθαμφεταμίνης, περιστατικό το οποίο φαίνεται να βρίσκεται υπό διερεύνηση από το Επαρχιακό Κλιμάκιο ΥΚΑΝ Λεμεσού.

 

·                     Στις 06.03.2023 η Υπηρεσία Ασύλου προχώρησε σε απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας του Αιτητή, εναντίον της οποίας ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή αρ. 1248/23 η οποία εκκρεμεί μέχρι σήμερα.

 

·                     Στις 20.11.2024 εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε), τη νομιμότητα και ορθότητα του οποίου αμφισβητεί ο Αιτητής, δια της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη παρανόμως, κατά παράβαση του Άρθρου 8 της Oδηγίας 2013/33/ΕΕ και του Άρθρου 9ΣΤ(2) του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000), χωρίς την δέουσα έρευνα και ως αποτέλεσμα πλάνης. Επί του λόγου αυτού ακυρώσεως ο Αιτητής προωθεί εμφαντικά τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται σε δεδομένα που ήδη γνώριζαν οι αρχές όταν επέβαλαν τα εναλλακτικά μέτρα, όπως παλιές ποινικές καταδίκες, και όχι σε νέα περιστατικά ή εξελίξεις που να δικαιολογούν την αλλαγή της προσέγγισης τους. Είναι κατά δεύτερον η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη παρανόμως, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, ισχυριζόμενος ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων και ότι η κράτηση είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας τάξης.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης υποστηρίζοντας ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο και  είναι απότοκο των δεδομένων και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του Αιτητή. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται καταρχάς ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αναφορικά με την παραβίαση του άρθρου 9ΣΤ (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθώς επίσης και του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ  δεν έχει δεόντως δικογραφηθεί.  Επί της ουσίας, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση με επιμέλεια εξετάζει και αντικρούει τους ισχυρισμούς του Αιτητή προβάλλοντας  πλήθος επιχειρημάτων τα οποία καταδεικνύουν κατά τη θέση της ότι η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εθνικού και κοινοτικού δικαίου. Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά από ατομική αξιολόγηση, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια και ότι αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη, βασιζόμενη σε στοιχεία που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο, όπως ποινικές καταδίκες, συλλήψεις και πληροφορίες από αρμόδιες αρχές. Οι τυχόν ελλείψεις στην αιτιολογία δύνανται να συμπληρωθούν από τον διοικητικό φάκελο, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου, γεγονός που ενισχύει τη νομική βάση της απόφασης. Η αρχή της αναλογικότητας τηρήθηκε πλήρως, καθώς η κράτηση επιβλήθηκε ως έσχατο μέτρο επισημαίνοντας ότι τα εναλλακτικά μέτρα που επιβλήθηκαν στο παρελθόν, απέτυχαν να αποτρέψουν την παραβατική συμπεριφορά του Αιτητή. Επισημαίνει ότι η ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας του Αιτητή καθώς και νέα περιστατικά, όπως συλλήψεις για σοβαρά αδικήματα, δικαιολογούν την ανάγκη κράτησής του για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης και της ασφάλεια καταλήγοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και είναι απολύτως νόμιμη.

 

Ο Αιτητής, μέσω της απαντητικής του αγόρευσης, αντικρούει τους ισχυρισμούς της γραπτής αγόρευσης των Καθ’ ων η Αίτηση, υιοθετώντας πλήρως τα όσα ανέφερε στην αρχική του γραπτή αγόρευση. Υποστηρίζει ότι η απόφαση κράτησής του παραβιάζει τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και του Περί Προσφύγων Νόμου λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και εσφαλμένης εκτίμησης των περιστατικών. Επιπλέον, επισημαίνει ότι η νομολογία δεν επιτρέπει την αυτοματοποιημένη επιβολή περιοριστικών μέτρων βάσει προηγούμενων ποινικών καταδικών, χωρίς να τεκμηριώνεται πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή. Ο Αιτητής απορρίπτει τον ισχυρισμό των Καθ’ ων η αίτηση ότι μεσολάβησαν γεγονότα ή περιστάσεις που δικαιολογούν τη μετατροπή των εναλλακτικών μέτρων κράτησης σε πλήρη κράτηση, καθώς δεν παρουσιάστηκαν αποδείξεις ή συγκεκριμένα στοιχεία. Τονίζει ότι η ανάκληση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και η σύλληψή του για παράνομη κατοχή μεθαμφεταμίνης δεν αποτελούν βάσιμες αιτίες για τη στέρηση της ελευθερίας του, δεδομένου ότι η νομιμότητα της ανάκλησης εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου και δεν έχει καταχωριστεί σχετική ποινική υπόθεση. Επιπλέον, επισημαίνει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν δικαιολόγησαν επαρκώς την αναγκαιότητα της κράτησής του ούτε εξέτασαν την εφαρμογή λιγότερο περιοριστικών μέτρων, παραβιάζοντας τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Ο Αιτητής θεωρεί ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν βεβιασμένα και αυθαίρετα, στηριζόμενοι σε γενικές και αόριστες αναφορές, χωρίς να τεκμηριώσουν επαρκώς τους ισχυρισμούς τους. Τέλος, καταλήγει ότι η κράτησή του είναι παράνομη και δυσανάλογη. Σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι εφαρμόζεται το άρθρο 9Στ(2)(ε), αιτείται την αντικατάσταση της κράτησης με λιγότερο περιοριστικά μέτρα.

 

Κατά το στάδιο ακρόασης της υπόθεσης, έκαστη πλευρά υιοθέτησε τις καταχωρισθείσες αγορεύσεις της.

 

Επισημαίνεται ότι κατά το στάδιο της δικαστικής αυτής διαδικασίας, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ενημέρωσε – πολύ ορθώς- τόσο το Δικαστήριο όσο και το συνήγορο του Αιτητή για την ύπαρξη απόρρητων εγγράφων και κοινοποίησε την πρόθεση της να προβεί σε αποκάλυψη του ουσιώδους περιεχομένου των εγγράφων αυτών προς αποφυγή σπατάλης πολύτιμου δικαστικού χρόνου με καταχώριση αιτήσεων αποκάλυψης. Με τη σύμφωνη γνώμη και του συνηγόρου του Αιτητή, δόθηκε άδεια για αποκάλυψη του ουσιώδους περιεχομένου των απόρρητων εγγράφων μέσω κατάθεσης σχετικού εγγράφου στο Πρωτοκολλητείο. Ακολούθως, κατά τη δικάσιμο της 20ης Δεκεμβρίου 2024, τα απόρρητα αυτά έγγραφα κατατέθηκαν στο Δικαστήριο μέσα σε κλειστό φάκελο, ο οποίος σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 («Τ1»). Πρόσθετα, στις 27.12.2024 κατατέθηκε στο Πρωτοκολλητείο έγγραφο με τίτλο «Προσχέδιο Καταλόγου Αποκάλυψης Ουσιαστικού Περιεχομένου Απόρρητων Εγγράφων της ΥΑ&Μ (...)» στο εξής αναφερόμενο ως «το έγγραφο ουσιαστικού περιεχομένου».  Επισημαίνεται ότι ο συνήγορος του Αιτητή, παρά το γεγονός ότι επιφύλαχθηκε όπως καταχωρίσει αίτηση για αποκάλυψη απόρρητων εγγράφων εάν και εφόσον τούτο κρινόταν σκόπιμο μετά την κοινοποίηση του ουσιαστικού περιεχομένου των εγγράφων αυτών, δεν προχώρησε σε ένα τέτοιο διάβημα ούτε προωθήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος υπεράσπισής του.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Επισημαίνω καταρχάς ότι ο Αιτητής συνιστά αιτητή διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτή περιλαμβάνεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 αυτού. Τούτο καθώς ο Αιτητής έχει ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης για ανάκληση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας το οποίο κατείχε, η εκδίκαση της οποίας ακόμη εκκρεμεί. Η έννοια του όρου «αιτητή» περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο του οποίου το αίτημα διεθνούς προστασίας δεν έχει κριθεί τελεσίδικα και η προσφυγή κατά της ανάκλησης την οποία άσκησε ο Αιτητής, κατατάσσει τον ίδιο σε αυτή την έννοια.

 

Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεων.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του Αιτητή, τίθεται η θέση του ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε κατόπιν λανθασμένης εκτίμησης των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης του και πλάνης λόγω ελλιπούς και μη εξατομικευμένης έρευνας των Καθ’ ων η αίτηση κατά παραβίαση θεμελιωδών αρχών δικαίου. Τονίζει ότι η απόφαση στερείται της απαιτούμενης τεκμηρίωσης, ενώ αγνοεί τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η οποία επιβάλλει στενή και αυστηρή ερμηνεία των εξαιρέσεων από τον κανόνα της απαγόρευσης της κράτησης. Υπογραμμίζει ότι η απόφαση για την κράτησή του είναι δυσανάλογη και αντίθετη στις αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, καθώς το μέτρο τούτο πρέπει να αποτελεί την έσχατη λύση και να επιβάλλεται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίο. Είναι η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση  στηρίχθηκε σε παλαιότερες ποινικές καταδίκες και γενικές εκτιμήσεις, χωρίς να αποδεικνύεται εξατομικευμένος κίνδυνος που να δικαιολογεί την κράτηση. Υποστηρίζει ότι η προσωπική του συμπεριφορά δεν αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, όπως απαιτεί η νομολογία του ΔΕΕ. Επιπλέον, καταγγέλλει ότι η μετατροπή των εναλλακτικών μέτρων σε κράτηση έγινε αυθαίρετα και χωρίς τη διατύπωση νέων δεδομένων ή εξελίξεων που να δικαιολογούν αυτή την αλλαγή, επισημαίνοντας τη συμμόρφωση που ο ίδιος επέδειξε με τα εναλλακτικά μέτρα που του είχαν επιβληθεί υποστηρίζοντας ότι δεν παραβίασε κανέναν από τους όρους που του είχαν τεθεί και ότι, από τη στιγμή της επιβολής των εναλλακτικών μέτρων μέχρι τη σύλληψή του, δεν προέκυψε καμία νέα πληροφορία ή περιστατικό που να θέτει υπό αμφισβήτηση τη συμμόρφωσή του ή να αποδεικνύει την ύπαρξη κινδύνου. Η απόφαση κράτησης, κατά την άποψή του, βασίστηκε σε δεδομένα γνωστά κατά την επιβολή των εναλλακτικών μέτρων, γεγονός που καθιστά την απόφαση αυθαίρετη και καταχρηστική.

 

Έχοντας εξετάσει τον ισχυρισμό αυτό του Αιτητή σε συνάρτηση και με τη σχετική επιχειρηματολογία των Καθ’ ων η αίτηση επισημαίνω καταρχάς ότι η θέση της κας Παπανικολάου περί ελλιπούς δικογράφησης του συγκεκριμένου αυτού λόγου ακυρώσεως, ερείδεται στην επιχειρηματολογία ότι δε δικογραφούνται τα άρθρα 8 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ και 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές δεν δικογραφούνται ρητά και συγκεκριμένα -παρά μόνο δικογραφείται γενικά η παραβίαση των διατάξεων της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και η παραβίαση του άρθρου 9Στ(5) του τελευταίου. Ωστόσο ο Αιτητής αμφισβητεί ευθέως την απόφαση για την έκδοση του διατάγματος κράτησης, το οποίο βασίζεται ακριβώς στις διατάξεις αυτές, ενώ το περιεχόμενο της προσφυγής του Αιτητή καταδεικνύει ότι η ουσία του ζητήματος αφορά ακριβώς την ερμηνεία και εφαρμογή αυτών των άρθρων. Το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να ελέγξει κατά πόσον πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις της κράτησης, η δε εφαρμογή των άρθρων αυτών είναι απαραίτητη για την εκτίμηση της νομιμότητας της απόφασης, καθώς αποτελούν το νομικό υπόβαθρο στο οποίο ερείδεται το διάταγμα κράτησης. Συνεπώς, το Δικαστήριο μπορεί και πρέπει να εξετάσει την παραβίασή τους ως αναγκαία προϋπόθεση για τον έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης. Επισημαίνεται άλλωστε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή άπτονται της δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης, ισχυρισμοί οι οποίοι έχουν δεόντως δικογραφηθεί.

 

Προχωρώ κατά τούτο στην εξέταση του ισχυρισμού αυτού του Αιτητή, η οποία επιβάλλει καταρχήν την εξέταση των προϋποθέσεων έκδοσης του επίδικου διατάγματος το οποίο εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση στην βάση του εδαφίου (ε) του άρθρου 9ΣΤ(2). Κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος, προς κατανόηση των λόγων έκδοσης του:

 

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

 

Επειδή ο Q.S. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Q.S. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.   ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας.

 

2.   ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καταδικάστηκε για τα αδικήματα της διάπραξης κακουργήματος και εμπρησμό και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) χρόνων, κατοχή ναρκωτικών και εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης είκοσι δύο (22) μηνών και άλλα διάφορα ποινικά αδικήματα.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΌ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εξωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου καθώς και το Άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο Q.S. παραμείνει υπό κράτηση.

 

ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεση του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

        ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 20η ημέρα του Νοεμβρίου, 2024.».

 

Έχοντας παραθέσει το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος και προτού, αξιολογηθούν οι περιστάσεις και οι λόγοι έκδοσης του, φρονώ σημαντικό να ανατρέξω τόσο στις νομοθετημένες διατάξεις όσο και στη νομολογιακή προσέγγιση του ζητήματος προκειμένου να οριοθετηθούν τα πλαίσια εντός των οποίων όφειλαν να δράσουν οι Καθ’ ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, τούτο εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 9ΣΤ(2), το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«9ΣΤ.- (…)

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(…)

(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·»

 

Σχετικά είναι και τα εδαφία (1), (3), (4) και (5) του ίδιου άρθρου τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«9ΣΤ.- (1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

 

(…)

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

 

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

 

 (β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.

 

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή».

 

Βασική λοιπόν προϋπόθεση για έκδοση του επίδικου διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (ε) είναι αυτό να απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή (διαζευκτικά) της δημόσιας τάξης.

 

Η διάταξη του 9Στ ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (στο εξής αναφερόμενη ως «η Οδηγία 2013/33/ΕΕ») και συνεπώς κατά την ερμηνεία της διάταξης αυτής, λαμβάνεται καταρχάς υπόψη η νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ο λόγος «προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης» στο ενωσιακό και στο εθνικό δίκαιο

 

Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 8 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ απαριθμεί εξαντλητικά τους διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένου του λόγου που αφορά την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την προσφυγή στην κράτηση των προσώπων που ζητούν διεθνή προστασία. Ως ερμηνεύτηκε στην απόφαση J.Ν. του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), C-601/15 PPU[1](στο εξής αναφερόμενη ως «η J.N.»), κάθε ένας από τους λόγους αυτούς ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένη ανάγκη και έχει αυτοτελή χαρακτήρα (βλ. σκέψη 59 της J.N.). Από τη σκέψη 63 της J.Ν. προκύπτει ότι ο λόγος κράτησης που αφορά την προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, όπως απαριθμείται στο στοιχείο (ε) της εν λόγω διάταξης, βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 16ης Απριλίου 2003 σχετικά με τα μέτρα κράτησης των αιτούντων άσυλο καθώς και στις κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τα εφαρμοστέα κριτήρια και πρότυπα που αφορούν την κράτηση των αιτούντων άσυλο που εξέδωσε η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (HCR) στις 26 Φεβρουαρίου 1999. Ιδίως από τα σημεία 4.1 και 4.2 των κατευθυντήριων αυτών οδηγιών, στο ισχύον κείμενό τους που εκδόθηκε το 2012, προκύπτει ότι, αφενός, η κράτηση είναι εξαιρετικό μέτρο που μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο προς εξυπηρέτηση νόμιμου σκοπού και ότι μπορεί σε συγκεκριμένη περίπτωση να καθίσταται αναγκαία βάσει τριών σκοπών οι οποίοι είναι γενικά σύμφωνοι προς το διεθνές δίκαιο, ήτοι δημόσια τάξη, δημόσια υγεία και εθνική ασφάλεια. Αφετέρου, η κράτηση μπορεί να επιλεγεί μόνο όταν κριθεί αναγκαία, εύλογη βάσει όλων των περιστάσεων και ανάλογη προς έναν θεμιτό σκοπό.

 

Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33 (βλ. σκέψη 64 της J.N.).

 

Το ΔEE έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας[2].

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η έννοια της «δημόσιας τάξης» συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση, ότι πρέπει να υπάρχει, εκτός από τη διατάραξη της κοινωνικής τάξης που συνεπάγεται κάθε παράβαση του νόμου, «πραγματική, παρούσα και επαρκώς σοβαρή απειλή που θίγει ένα από τα θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας» και αντιπροσωπεύεται από την ατομική συμπεριφορά ενός προσώπου (βλ. σκέψη 65 της J.N. και εκεί παραπομπές).

 

Ως ειδικότερα λέχθηκε στη σκέψη 67 της J.N. (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79)».

Σχετικές είναι και οι σκέψεις 69 και 70 της J.N., σύμφωνα με τις οποίες:

 

«69. Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.

 

70.  Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, τηρώντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του αιτούντος στην ελευθερία και, αφετέρου, των απαιτήσεων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως».

 

Πρόσθετη καθοδήγηση αναφορικά με την αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων του εκάστοτε αιτούντος δίδεται στην απόφαση του ΔΕΕ στην C‑554/13, Z. Zh. και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 11.6.2015, η οποία εξετάζει την έννοια της «δημόσιας τάξης» στο πλαίσιο της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Οι ακόλουθες σκέψεις από την απόφαση αυτή είναι σχετικές (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«50.  Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξηΌταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ' εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

 

51. Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. [.]

52. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

 

53. Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.».

 

Ωστόσο η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως, ως έχει επισημανθεί από το ΔΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση – εδώ την κράτηση- μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως (βλ. σχετικώς, σκέψη 67 της απόφασης του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημερομηνίας 29.4.2004).  

 

Οι βασικές αυτές αρχές ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

 

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑8/22, ECLI:EU:C:2023:542, ημ. 06.07.2023, πραγματευόμενο εκεί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του λόγου ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του αρ.14 (4) (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ [αντίστοιχο αρ.6Α (1) (δ) του Νόμου], ανέφερε τα εξής, τα οποία βρίσκουν θεωρώ, ενόψει και της ως άνω νομολογίας επί διαταγμάτων κράτησης αιτητών διεθνούς προστασίας, κατ' αναλογία εφαρμογή και στην προκείμενη υπόθεση (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«45. Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η ύπαρξη κινδύνου για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικνυόμενη από το γεγονός και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα.

 

[…]

 

63 Όσον αφορά τις περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ύπαρξης κινδύνου για την κοινωνία, μολονότι η διαπίστωση πραγματικού, ενεστώτος και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας προϋποθέτει, κατά κανόνα, τάση του συγκεκριμένου ατόμου να συνεχίσει μελλοντικά να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που να συνιστά τέτοιο κίνδυνο, είναι επίσης ενδεχόμενο η συμπεριφορά και μόνον κατά το παρελθόν να πληροί τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, K. και HF. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 56]. Το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται ειδικά στην ύπαρξη τέτοιας καταδίκης και η καταδίκη αυτή μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, να συμβάλει στην απόδειξη της ύπαρξης πραγματικού και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους.

 

64. Ωστόσο, όσον αφορά ειδικότερα τον ενεστώτα χαρακτήρα ενός τέτοιου κινδύνου, τόσο από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν μπορεί να συναχθεί αυτομάτως από το ποινικό ιστορικό του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας ότι είναι δυνατόν να του επιβληθεί το μέτρο του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, CSC‑304/14, EU:C:2016:674, σκέψη 41). Ως εκ τούτου, όσο περισσότερο απέχει χρονικά η λήψη απόφασης βάσει της διάταξης αυτής από την αμετάκλητη καταδίκη για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, τόσο περισσότερο οφείλει η αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις εξελίξεις που ακολούθησαν την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται πραγματικός και αρκούντως σοβαρός κίνδυνος κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα.»

 

Υπό το φως της ως άνω νομολογίας, ας επανέλθουμε στα γεγονότα που περιβάλουν την υπό εξέταση υπόθεση.

 

Το τι προκύπτει από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, είναι ότι κατόπιν ατομικής αξιολόγησής του Αιτητή, κρίθηκε ότι είναι αναγκαίο να παραμείνει υπο κράτηση, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

  1. ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας.

 

2.      ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καταδικάστηκε για τα αδικήματα της διάπραξης κακουργήματος και εμπρησμό και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) χρόνων, κατοχή ναρκωτικών και εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης είκοσι δύο (22) μηνών και άλλα διάφορα ποινικά αδικήματα.

 

Από το προρρηθέν απόσπασμα, προκύπτει καταρχήν ότι στην περίπτωση του Αιτητή, κρίθηκε ότι η προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας αλλά και η καταδίκη του για τα αδικήματα της διάπραξης κακουργήματος και εμπρησμό για τα οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) χρόνων καθώς και της κατοχής ναρκωτικών και εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια για τα οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης είκοσι δύο (22) μηνών και άλλα διάφορα ποινικά αδικήματα, επιβάλλουν όπως ο Αιτητής παραμείνει υπο κράτηση.

 

Παρατηρώ ωστόσο ότι τα αδικήματα στα οποία γίνεται ρητή αναφορά επί του προσβαλλόμενου διατάγματος -ήτοι τα αδικήματα της διάπραξης κακουργήματος και εμπρησμού και η  κατοχή ναρκωτικών και εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια - έλαβαν χώρα κατά τα έτη 2015 και 2021 αντίστοιχα και συνεπώς προϋπήρχαν του χρόνου έκδοσης της απόφασης επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, η οποία εκδόθηκε στις 16.02.2023.

 

Φρονώ λοιπόν, ως δικαίως παραπονείται και ο Αιτητής, ότι η στάση των Καθ' ων η αίτηση, ως αυτή τουλάχιστον αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρουσιάζει αντιφατικότητα και αυθαίρετη μεταβολή, καθώς η επιβολή της κράτησης του Αιτητή βασίζεται σε λόγους που είχαν ήδη αξιολογηθεί κατά την προηγούμενη απόφαση του 2023, όταν κρίθηκε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ήταν επαρκή. Ενόψει τούτου, για την επιβολή του μέτρου κράτησης απαιτείται να αποδειχθεί ότι έχουν αλλάξει ουσιωδώς οι συνθήκες που καθιστούν τα εναλλακτικά μέτρα ανεπαρκή. Η έλλειψη νέων στοιχείων ή ουσιωδών μεταβολών στις συνθήκες υποδεικνύει απόφαση που δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, παραβιάζοντας θεμελιώδεις αρχές διοικητικού δικαίου, όπως την αρχή της αιτιολογίας, της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Η ασυνέπεια αυτή υποσκάπτει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης ενώ θίγει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των διοικουμένων προς τις αρχές.  Δεν μου διαφεύγει ότι στο εκδοθέν διάταγμα καταγράφεται ως αιτιολογία και «άλλα διάφορα ποινικά αδικήματα» χωρίς ωστόσο να παρέχεται καμία περαιτέρω επεξήγηση.

 

Πρόσθετα, ως δικαίως παραπονείται ο Αιτητής, το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος είναι ελλιπές, καθώς δεν αποκαλύπτει ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της ατομικής συμπεριφοράς του Αιτητή, από τα οποία προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους. Ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε γεγονότα που επήλθαν σε χρόνο μεταγενέστερο της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση για επιβολή εναλλακτικών μέτρων στον Αιτητή και τα οποία δικαιολογούν την διαφοροποίηση που εντοπίζεται από την προηγούμενη αυτή απόφασή τους.

 

Αυτό συνεπώς που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η ελλιπής αυτή αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας, ως τούτο επιτάσσει το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999) και η σχετική επί του θέματος νομολογία[3].

 

Επισημαίνεται επί τούτου ότι παρά τη νομολογιακή αρχή ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων, εντούτοις, ως επισήμανε και η αδελφή μου Δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 5/24, 30.4.2024, τα συμπεράσματα της οποίας υιοθετώ (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(…) αναμένεται στις περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Εάν δεν είναι σαφές, ως προς τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου, η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Η αιτιολόγηση συνεπώς συναρτάται με το είδος και τη φύση της διοικητικής  πράξης (Βλ. Υπόθεση Αρ. 1517/1999 Nemitsas Ltd v. Δημοκρατίας, (2001) 4 ΑΑΔ 428 και η μνημονευόμενη εκεί νομολογία και η πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά απόφασης ∆ιοικητικού ∆ικαστηρίου αρ. 189/2019, Κ.Α. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 10/12/2020).

 

32. Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από τις αρχές που παρέθεσα ανωτέρω, το διοικητικό όργανο που εκδίδει το διάταγμα κράτησης του αιτούντος ασύλου δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) θα πρέπει με σαφή τρόπο να προβεί σε έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων. Αυτή η διεργασία δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, διατυπωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει αφενός, στον ίδιο τον αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους κρατείται και αφετέρου, στο δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια όχι μόνο το νομικό υπόβαθρο αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένης της φύσης της διοικητικής πράξης, η οποία απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου.

 

33. Ορθότερο δε είναι η σύνοψη αυτή των γεγονότων να περιλαμβάνεται στο σώμα του ιδίου του διατάγματος, όπως άλλωστε προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των εδαφίων (5) και (8) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου και της συναφούς νομολογίας που παρατίθεται ανωτέρω.

 

Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το βάρος απόδειξης τόσο της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής μίας εκ των περιπτώσεων επιτρεπόμενης κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) όσο και της αναγκαιότητας αυτής, φέρει η αρμόδια αρχή που την επιβάλλει (Βλ. Εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Judicial analysis Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» σελ. 53)».

 

Ανατρέχοντας λοιπόν στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αλλά και των όσων τέθηκαν ενώπιόν μου δια του περιεχομένου του απόρρητου φακέλου (Τ1) προς εντοπισμό στοιχείων δυνάμενων να συμπληρώσουν, ενδεχομένως, την αιτιολογία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

(α)  Με επιστολή ημερομηνίας 18.11.2024, του Διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών της Αστυνομίας Κύπρου (στο εξής αναφερόμενη ως «η ΥΔΑΠ»), προς το Βοηθό Αρχηγό (Π& Κ.Ε.) & (ΤΑ & ΕΥ) γίνεται αναφορά στο μεταναστευτικό ιστορικό του Αιτητή καθώς και εκτενής αναφορά στην πολυετή εγκληματική δράση του, η οποία περιλαμβάνει πολλαπλές ποινικές υποθέσεις εναντίον του για την περίοδο από 2008-2023, συμπεριλαμβανομένων, πολύ περιληπτικά, των ακόλουθων:

 

·         καταδίκης  για το αδίκημα της συμπλοκής όπου του επιβλήθηκε εγγύηση δύο (2) ετών και πρόστιμο ύψους €400 (υπόθεση 2008)

 

·         καταδίκης για παράνομη είσοδο σε τρεις (3) μήνες φυλάκιση με τρία (3) χρόνια αναστολή, καταδίκη για το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη σε ποινή φυλάκισης με τρία (3) χρόνια αναστολή (υπόθεση 2012)

 

·         καταδίκης σε τρία (3) χρόνια φυλάκιση για τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και εμπρησμού (υπόθεση 2015)

 

·         καταδίκης σε δύο μήνες φυλάκισης για παράνομη κατοχής περιουσίας (υπόθεση 2016)

 

·         καταδίκης σε τέσσερις μήνες φυλάκιση για το αδίκημα κατοχής διαρρηκτικού οργάνου κατά τη διάρκεια της νύχτας, μεταφορά μαχαιριού εκτός οικίας (κατοχή επιθετικού όπλου) και κλεπταποδοχής (υπόθεση 2019)

 

·         αναστολή ποινικής δίωξης για απειλές εναντίον μάρτυρα κατηγορίας και παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία (υποθέσεις 2019 και 2021)

 

·         καταδίκης σε δύο μήνες φυλάκιση για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, οπλοφορίας, παράνομης κατοχής επιθετικού οργάνου και επίθεση με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (υπόθεση και πάλι του 2018)

 

·         καταδίκης σε δύο μήνες φυλάκισης για το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και απαγόρευσης παιχνιδιών καζίνο παρεχόμενο με απευθείας σύνδεση (υποθέσεις του 2018 και 2019)

 

·         καταδίκης σε είκοσι δύο (22) μήνες φυλάκιση για αδικήματα που σχετίζονται με κατοχή ναρκωτικών και εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια (υπόθεση 2021).

 

Επισημαίνεται ότι στον πίνακα καταγραφής του ποινικού παρελθόντος του Αιτητή εντοπίζονται οι εξής καταγραφές οι οποίες αφορούν στο έτος 2023 και μετέπειτα:

 

  • Υπόθεση Δικαστηρίου []/2023 (…) Παράνομη κατοχή περιουσίας – Μεταφορά επιθετικού όπλου σε δημόσιο χώρο- Μεταφορά μαχαιριού εκτός της οικίας – Κοινή επίθεση (εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης)

 

  • Υπόθεση Δικαστηρίου []/2023 (…) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος- Βαριά σωματική βλάβη – Απειλή – Συνωμοσία για διάπραξη πλημελλήματος – Κοινή επίθεση (εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης)

 

  • Υπόθεση Δικαστηρίου []/2023 Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος – Πράξεις που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης – Βαριά σωματική βλάβη- Κοινή επίθεση – Μεταφορά μαχαιριού εκτός της οικίας – Μεταφορά επιθετικού όπλου σε δημόσιο χώρο (…) – αναστολή υπόθεσης λόγω απόσυρσης του παραπόνου από τους παραπονούμενους.

 

  • Υπόθεση Δικαστηρίου []/2023 -Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (…)-ποινή προστίμου ύψους 800 ευρώ

 

  • ΥΚΑΝ/ΛΣΟΣ/[] Κατοχή μεθαμφεταμίνης- ο φάκελος βρίσκεται υπό διερεύνηση από το Επαρχιακό Κλιμάκιο ΥΚΑΝ Λεμεσού και ο ύποπτος βρίσκεται υπό κράτηση μετά από αίτημα προσωποκράτησής του στις 5/11/2024 για περίοδο 5 ημερών.

 

Πρόσθετα των πιο πάνω, ο Διευθυντής της ΥΔΑΠ καταγράφει τα ακόλουθα (-μεταφέρω σχετικά σημεία από το έγγραφο ουσιαστικού περιεχομένου, το οποίο ως έχει προλεχθεί κατατέθηκε στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας, τα οποία συμπληρώνονται όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο και από σημεία που προκύπτουν από το περιεχόμενο των ίδιων των απόρρητων εγγράφων του Τ1):

 

·         Τον Φεβρουάριο του 2023 και ενώ ο Αιτητής βρισκόταν στις φυλακές πληροφορία ανέφερε ότι ήταν ο ηθικος αυτουργός της δολοφονίας αλλοδαπού αραβικής καταγωγής και ότι η αιτία της δολοφονίας του αφορούσε διαφορές του  θύματος με συνεργάτες του Αιτητή που σχετίζονταν με εμπόριο ναρκωτικών.

 

·         Τον Οκτώβριο του 2023 ο Αιτητής συνελήφθη για την διάπραξη διάφορων αδικημάτων τα οποία έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 2023 στην επαρχία Λευκωσίας κατά προσώπου αραβικής καταγωγής, με την βοήθεια άλλων προσώπων ίδιας καταγωγής και ενόψει τούτων καταχωρήθηκαν 2 ποινικές υποθέσεις εναντίον του Αιτητή οι οποίες βρίσκονται στο στάδιο της ποινικής δίωξης.

 

·         Περί τις αρχές του 2024 ο Αιτητής συνελήφθη για την διάπραξη αδικήματος που τελέστηκε στην επαρχία Λεμεσού κατά προσώπου αραβικής καταγωγής. Μία ημέρα μετά την σύλληψη του ο Αιτητής αφέθηκε ελεύθερος καθότι απορρίφθηκε από το Δικαστήριο το αίτημα προσωποκράτησης του.

 

·         Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2024 ο Αιτητής συνελήφθη κατόπιν πληροφορίας ότι αυτός βοήθησε πρόσωπο κυπριακής καταγωγής να δραπετεύσει κατά την διάρκεια της επίσκεψης του σε συγγενικά του πρόσωπα φρουρούμενος από δεσμοφύλακες και μέλη της ΜΜΑΔ. Ο Αιτητής παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με αίτημα προσωποκράτησης του το οποίο απορρίφ0ηκε.

 

·         Περί τα μέσα Οκτωβρίου 2024 λήφθηκε πληροφορία ότι ο Αιτητής ασχολείται με παράνομες ενέργειες που σχετίζονται με τα κατεχόμενα. Συγκεκριμένα ο Αιτητής μετέβηκε στα κατεχόμενα από μη ελεγχόμενο σημείο, μέσω της νεκρής ζώνης και αφού συνάντησε Τουρκοκύπριο παρέλαβε επικίνδυνα αντικείμενα και τα μετέφερε στις ελεύθερες περιοχές.

 

Κατόπιν των πιο πάνω αναφορών, ο Διευθυντής της ΥΔΑΠ καταλήγει στα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Επειδή η μέχρι στιγμής δράση του πιο πάνω αλλοδαπού, ο οποίος σύμφωνα με τις πληροφορίες και τις καταδίκες του, ασχολείται με τη διακίνηση ναρκωτικών, εκβιασμούς, επηρεασμό μαρτύρων κ.α. στην Λευκωσία, προς όφελος οργανωμένης εγκληματικής ομάδας όπως αναφέρεται πιο πάνω, είναι ανησυχητική και προκαλεί διαταραχή της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Για να μπορέσει η Αστυνομία να προχωρήσει στη σύλληψη του, με σκοπό την απέλασή του, θα πρέπει εναντίον του να εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ως Απαγορευμένος Μετανάστης σύμφωνα με τον (…) Νόμο.

 

Είναι ξεκάθαρο ότι ο πιο πάνω αλλοδαπός ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης με την έννοια του άρθρου 63Β του Κεφ. 154, ενεργώντας για λογαριασμό της γνωστής εγκληματικής ομάδας του [], που δραστηριοποιείτο παράνομα στην Λευκωσία, Λάρνακα και ελεύθερη Αμμόχωστο, με διάφορες εγκληματικές ενέργειες, όπως διακίνηση ναρκωτικών και οπλισμού, εκβιασμούς πολιτών, ξυλοδαρμούς, ενώ σχεδόν καθημερινά διαβιβάζονται πληροφορίες στην Αστυνομία για τις παράνομες δραστηριότητές του. Μετά τον θάνατο του [] είχε συναναστροφές  με άλλες εγκληματικές ομάδες ενώ το τελευταίο διάστημα ο [][4] φαίνεται να έχει  προχωρήσει με τη σύσταση δικής τους εγκληματικής ομάδας, η οποία αποτελείται ως επί το πλείστων (sic) από αραβόφωνα πρόσωπα.

 

Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι ο πιο πάνω αλλοδαπός αποτελεί «πραγματική, ενεστώσα και επαρκή σοβαρή απειλή» για την Δημόσια τάξη και ασφάλεια, υιοθετώντας το σκεπτικό στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου KRISTIAN BEKEFI και άλλοι – Αναθεεωρητικές Εφέσεις 42,43, 44 και 45/2013, ημερομηνίας 30/06/2016.

 

(…)

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει ότι η έννοια της δημόσιας τάξης, προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, η οποία θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης.

 

Περαιτέρω το Δικαστήριο σε κάποιο σημείο της απόφασης του αναφέρει, ότι πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο, εφ’ όσον συγκεντρώνονται από κατάλληλες πηγές, μπορεί να παρέχουν επαρκές πραγματικό έρεισμα για την απέλαση του.

 

Τέλος το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση του, ημερομηνίας 08/09/2015, στην ίδια υπόθεση, στο αίτημα των εφεσειόντων για προδικαστική παραπομπή ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα απόσπασμα της οποίας αναφέρει τα πιο κάτω:

 

«Κατά την αξιολόγηση της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερόμενου προσώπου ως προς το κατά πόσον συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, υπό την έννοια του άρθρου 27.2 της Οδηγίας και του άρθρου 29(3) (α) του Νόμου, η ενεστώσα συμμετοχή σε οργάνωση, της οποίας οι δραστηριότητές θεωρούνται από το κράτος μέλος ως κοινωνικός κίνδυνος, μπορεί να ληφθεί υπόψη, όταν ο ενδιαφερόμενος συμμετέχει σε αυτές και συνταυτίζεται με τους σκοπούς ή τα σχέδιά της. Αυτά, ανεξάρτητα από το ζήτημα προηγούμενης καταδίκης η οποιαδήποτε άλλα ζητήματα που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην έννοια της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερόμενου, τα οποία επίσης μπορούν ή και πρέπει να συνεκτιμηθούν στα πλαίσια της ίδιας αξιολόγηση, υπό το φως της σαφούς νομολογίας».

 

Ενόψει των πιο πάνω, εισηγούμαι όπως ενημερωθεί σχετικά ο Διοικητικής ΥΑΜ με σκοπό να γίνουν ενέργειες για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του.»

 

(β) Με υπηρεσιακό έγγραφο του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Υποδιοικητή ΥΑ&Μ  ημερ. 19.11.2024 προωθείται επιστολή του Διευθυντή ΥΔΑΠ ημερ. 18.11.2024 με την εισήγηση όπως εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του Αιτητή. Επί του ίδιου εγγράφου, εντοπίζεται χειρόγραφη σημείωση του Υποδιοικητή της ΥΑ&Μ με οδηγίες όπως γίνουν άμεσες ενέργειες για την υποβολή εισηγήσεων στη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης για έκδοση διαταγμάτων  κράτησης και απέλασης του Αιτητή.

 

(γ) Με επιστολή ημερ. 19.11.2024 της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, γίνεται αναφορά σε προηγούμενες επιστολές ημερ. 31.10.2022 και 13.02.2023 και επισυνάπτεται η πιο πάνω εμπεριστατωμένη έκθεση του Διευθυντή της ΥΔΑΠ ημερ. 18.11.2024 [βλ. υπό (α) ανωτέρω] «με βάση την οποία ο υπό αναφορά αλλοδαπός καθίσταται πραγματική ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για την Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια.». Με την εν λόγω επιστολή υποβάλλεται εισήγηση για έκδοση διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9Στ του περί Προσφύγων Νόμου. Προστίθεται πως «πέραν των όσων αναφέρονται στην πιο πάνω αλληλογραφία, ο υπό αναφορά αλλοδαπός συνελήφθηκε και στις 14/11/2024 για παράνομη κατοχή μεθαμφεταμίνης και εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης για περίοδο πέντε ημερών το οποίο εκπνέει αύριο 20/11/2024».  Επί του εν λόγω εγγράφου εντοπίζεται χειρόγραφη σημείωση «Να ετοιμαστούν τα διατάγματα», υπογραφή, ημερομηνία 20/11[24] και σφραγίδα με την ένδειξη Μ. Αδαμίδου. 

 

Το τι προκύπτει λοιπόν με ασφάλεια από τα πιο πάνω, είναι ότι κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, η κα Αδαμίδου - Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης- είχε ενώπιόν της, την εισήγηση της ΥΑΜ ημερ. 19.11.2024 [βλ. υπό (γ) ανωτέρω] καθώς και την εμπεριστατωμένη έκθεση του Διευθυντή της ΥΔΑΠ στην οποία καταγράφονται λεπτομερώς, ως εκτενώς παρατέθηκε ανωτέρω, το ποινικό ιστορικό του Αιτητή καθώς και όλη η δράση του μετά τις 16.02.2023, ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκαν στον Αιτητή εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Παρά το γεγονός ότι δεν καταγράφεται ρητά η έγκριση της εισήγησης, ωστόσο οι χειρόγραφες οδηγίες που δίδονται με την φράση «Να ετοιμαστούν τα διατάγματα» καθιστούν εύλογο να συναχθεί ότι η εισήγηση εγκρίθηκε, δεδομένου ότι η φράση αυτή συνδέεται λογικά με την αποδοχή της.

 

Προκύπτει λοιπόν από τα ως άνω στοιχεία ότι η απόφαση για έκδοση του διατάγματος κράτησης βασίστηκε και σε νέες ποινικές υποθέσεις στις οποίες φέρεται να εμπλέκεται ο Αιτητής. Ειδικότερα, πέραν των προηγούμενων ποινικών καταδικών, ο Αιτητής φέρεται να εμπλέκεται σε νέες ποινικές υποθέσεις, περιλαμβανομένων σοβαρών αδικημάτων όπως συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, βαριά σωματική βλάβη, κατοχή ναρκωτικών και όπλων, καθώς και παράνομη δραστηριότητα που σχετίζεται με εγκληματική οργάνωση. Επίσης, περιλαμβάνονται πληροφορίες για συνεχιζόμενες παράνομες ενέργειες, όπως η διακίνηση ναρκωτικών και όπλων, εμπλοκή σε εκβιασμούς και επηρεασμό μαρτύρων, οι οποίες τεκμηριώνονται από αναφορές κατάλληλων πηγών.

 

Έχοντας κατά νου τα όσα συνθέτουν το πλαίσιο της υπό εξέταση υπόθεσης, επαναλαμβάνω ότι κατά τη νομολογία που προαναφέρθηκε, η καταδίκη και μόνο για αδίκημα, ακόμα και σοβαρό, δεν είναι αρκετή για την ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 9Στ(2)(ε).

Η μοναδική περίπτωση όπου η ύπαρξη της ποινικής καταδίκης θα μπορούσε να δικαιολογήσει, από μόνη της την κράτηση του Αιτητή, είναι όταν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως.

 

Συγκεκριμένα, στην απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημ.29.04.2004 (στο εξής αναφερόμενη ως «Ορφανόπουλος»), σκέψη 67 λέχθηκε ότι: «[…]η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως [...]»

 

Ως λέχθηκε στην Ορφανόπουλος (ανωτέρω):

 

«66. Όσον αφορά τα μέτρα δημοσίας τάξεως, από το άρθρο 3 της οδηγίας 64/221 προκύπτει ότι για να είναι δικαιολογημένα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικώς στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που αφορούν. Με την ίδια διάταξη διευκρινίζεται ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν δύνανται καθεαυτές να αιτιολογήσουν την λήψη παρόμοιων μέτρων. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψη 35), η έννοια της δημοσίας τάξεως προϋποθέτει, εκτός της διαταράξεως της κοινωνικής τάξεως που συνεπάγεται κάθε παράβαση νόμου, την ύπαρξη πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.

 

67. Μολονότι ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει ότι η χρήση ναρκωτικών συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία δικαιολογούντα τη λήψη μέτρων κατά των αλλοδαπών που παραβαίνουν τη νομοθεσία περί ναρκωτικών ουσιών, εντούτοις η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999, C‑348/96, Calfa, Συλλογή 1999, σ. I-11, σκέψεις 22 έως 24)».

 

Έχοντας εξετάσει με πολύ μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, υπό το φως των νομολογημένων αρχών, φρονώ πως η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης είναι ορθή.

 

Και εξηγώ.

 

Είναι εμφανές από το πλαίσιο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη μου ότι η υπό εξέταση υπόθεση παρουσιάζει μια σειρά από σοβαρά γεγονότα και περιστάσεις που συνθέτουν στο πρόσωπο του Αιτητή την εικόνα ενός ατόμου με συστηματική εγκληματική δράση, δημιουργώντας εύλογα την κατάληξη ότι αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

 

Υπενθυμίζεται ότι ο Αιτητής αφέθηκε ελεύθερος στις 16.02.2023 με την επιβολή εναλλακτικών μέτρων κράτησης, με την Υπηρεσία Ασύλου να προχωρεί στις 06.03.2023 σε ανάκληση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σημειώνεται ότι δεν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν στην απόφαση αυτή. Ωστόσο, μετά την επιβολή των εναλλακτικών μέτρων, έχουν καταγραφεί νέα περιστατικά που συνδέουν τον Αιτητή με παραβατικές δραστηριότητες και ενισχύουν την εκτίμηση περί κινδύνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

 

Μεταξύ αυτών των γεγονότων, περιλαμβάνονται σοβαρές πληροφορίες που διασυνδέουν τον Αιτητή με εγκληματικές ενέργειες. Επισημαίνεται πως παρά την έλλειψη καταδικαστικών αποφάσεων επί των περιστατικών που ανέκυψαν και/ή των πληροφοριών που περιήλθαν στην αντίληψη των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας  ωστόσο τα στοιχεία αυτά εγείρουν εύλογες ανησυχίες για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Οι πληροφορίες που έχουν υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές συνδέουν τον Αιτητή με περιστατικά που αφορούν σοβαρές αξιόποινες πράξεις, όπως διακίνηση ναρκωτικών, εμπλοκή σε εγκληματικές οργανώσεις, σωματικές βλάβες, και άλλες παραβατικές ενέργειες, οι οποίες βρίσκονται υπό διερεύνηση.

 

Συγκεκριμένα, στις αρχές του 2023, πληροφορία τον κατονόμασε ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας αλλοδαπού, υπόθεση που συνδεόταν με εμπόριο ναρκωτικών. Αν και η πληροφορία αυτή δεν φαίνεται να οδήγησε σε δίωξη, ούτε υπάρχουν ενώπιόν μου στοιχεία ως προς το κατά πόσο διερευνάται η υπόθεση αυτή, δημιουργεί ανησυχία για τη φύση των συναναστροφών του και τη συνεχιζόμενη δράση του Αιτητή.

 

Ακολούθως, μετά την αποφυλάκιση του, τον Οκτώβριο του 2023, ο Αιτητής συνελήφθη για διάφορα αδικήματα κατά προσώπου αραβικής καταγωγής, τα οποία φέρεται να διέπραξε το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Οι υποθέσεις αυτές καταχωρίστηκαν και βρίσκονται στο στάδιο της ποινικής δίωξης, γεγονός που υποδεικνύει ότι ενδεχομένως η παραβατική του συμπεριφορά συνεχίζεται. Στις αρχές του 2024, ο Αιτητής συνελήφθη ξανά για αδίκημα στην επαρχία Λεμεσού, ενώ στα τέλη Σεπτεμβρίου κατηγορήθηκε ότι βοήθησε στην απόδραση κρατουμένου κατά τη διάρκεια φρούρησης του. Παρά την απόρριψη των αιτημάτων προσωποκράτησης από το δικαστήριο, τα περιστατικά αυτά ενισχύουν την εκτίμηση περί συνεχιζόμενης εμπλοκής του Αιτητή σε παραβατικές δραστηριότητες.

 

Τέλος, τον Οκτώβριο του 2024, πληροφορία ανέφερε ότι ο Αιτητής μετέβη στα κατεχόμενα από μη ελεγχόμενο σημείο και μετέφερε επικίνδυνα αντικείμενα στις ελεύθερες περιοχές, ενέργεια που προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για τη δημόσια ασφάλεια. Παράλληλα, καταγεγραμμένες πληροφορίες φέρουν τον Αιτητή να συμμετείχε ή να είχε ρόλο-κλειδί σε οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες από το 2009 μέχρι σήμερα, περιλαμβάνοντας εμπρησμούς, ληστείες, συμμετοχή σε φατρίες και τη σύσταση δικής του εγκληματικής οργάνωσης.

 

Σύμφωνα δε με την έκθεση του Διευθυντή της ΥΔΑΠ «Είναι ξεκάθαρο ότι ο πιο πάνω αλλοδαπός ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης με την έννοια του άρθρου 63Β του Κεφ. 154, ενεργώντας για λογαριασμό της γνωστής εγκληματικής ομάδας του [], που δραστηριοποιείτο παράνομα στην Λευκωσία, Λάρνακα και ελεύθερη Αμμόχωστο, με διάφορες εγκληματικές ενέργειες, όπως διακίνηση ναρκωτικών και οπλισμού, εκβιασμούς πολιτών, ξυλοδαρμούς, ενώ σχεδόν καθημερινά διαβιβάζονται πληροφορίες στην Αστυνομία για τις παράνομες δραστηριότητές του. Μετά τον θάνατο του[] είχε συναναστροφές  με άλλες εγκληματικές ομάδες ενώ το τελευταίο διάστημα ο [][5] φαίνεται να έχει  προχωρήσει με τη σύσταση δικής τους εγκληματικής ομάδας, η οποία αποτελείται ως επί το πλείστων (sic) από αραβόφωνα πρόσωπα».

 

Υπενθυμίζεται πρόσθετα των πιο πάνω ότι ο Αιτητής έχει απασχολήσει τις αρχές από το 2009 με πλήθος ποινικών υποθέσεων που περιλαμβάνουν εμπρησμούς, ληστείες, σωματικές βλάβες, και συμμετοχή σε εγκληματικές οργανώσεις. Η διαχρονική εμπλοκή του σε σοβαρά εγκλήματα στο παρελθόν σε συνάρτηση με τις νέες πληροφοφίες που έχουν περιέλθει στις αρμόδιες αρχές υποδεικνύουν μια επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά, η οποία τελεί υπό διερεύνηση.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες και την εκτίμηση κινδύνους ως αυτή διατυπώνεται από τις αρμόδιες αρχές, φρονώ πως η κράτησή του Αιτητή είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, χωρίς να προκαταλαμβάνεται η ενοχή του. Επί τούτου, υπενθυμίζεται ότι η παρούσα αξιολόγηση βασίζεται αποκλειστικά στις διαθέσιμες πληροφορίες, χωρίς να θίγεται το τεκμήριο αθωότητας του Αιτητή, το οποίο παραμένει ακέραιο μέχρι την ολοκλήρωση των υπό διερεύνηση αδικημάτων αλλά και ενδεχόμενης δικαστικής διαδικασίας.

 

Η νομολογία απαιτεί για την επιβολή κράτησης την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη, η οποία να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου. Με παραπομπή στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι ο Αιτητής έχει εμπλακεί σε συστηματικές εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν ποινικές καταδίκες, εκκρεμείς υποθέσεις και σοβαρές πληροφορίες για τη δράση του ως μέλους εγκληματικών οργανώσεων. Η εμπλοκή του σε υποθέσεις όπως συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, βαριά σωματική βλάβη, μεταφορά επικίνδυνων αντικειμένων, καθώς και η διασύνδεσή του με οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, τεκμηριώνουν τη σοβαρότητα της απειλής που συνιστά για τη δημόσια ασφάλεια.

 

Παρά την απουσία τελεσίδικης καταδίκης σε όλες τις υποθέσεις στις υποθέσεις οι οποίες καταγράφονται στο Τ1, η συσσωρευμένη πληροφορία, που περιλαμβάνει τόσο καταδικαστικές αποφάσεις όσο και εκκρεμείς ποινικές διώξεις, καταδεικνύει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο παραβατικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Kristian Bekefi κ.ά. v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 42/2013 κ.ά., ημερ. 30.06.2016.), η πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη μπορεί να θεμελιωθεί και σε σοβαρές και αξιόπιστες πληροφορίες από κατάλληλες πηγές, οι οποίες εγείρουν εύλογες ανησυχίες για την παρουσία του ενδιαφερόμενου στο κράτος μέλος.

 

Φρονώ συνεπώς ότι τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου καταδεικνύουν ότι ο Αιτητής συνιστά «πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή» για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, σύμφωνα με την ερμηνεία που παρέχει η νομολογία (π.χ. απόφαση KRISTIAN BEKEFI και άλλοι, Α.Α.Δ. 42,43,44,45/2013). Είναι κατά τούτο η κατάληξή μου ότι τα απαραίτητη στοιχεία τα οποία συμπληρώνουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου (Τ1, Τ2 και Τ3) κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342) και καθιστούν την επιβολή της κράτησης δικαιολογημένη, βάσει της προσωπικής συμπεριφοράς του Αιτητή και της ανάγκης προστασίας θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας.

 

Προσθέτω, σε συμφωνία και με τα όσα υποβάλλει η κα Παπανικολάου πως δεν είναι χωρίς σημασία και το γεγονός ότι η συμπληρωματική προστασία του Αιτητή έχει πλέον ανακληθεί. Τούτο, καθώς ως προκύπτει από την εισήγηση που υποβλήθηκε στις 14.02.2023 από Λειτουργό Μετανάστευσης, η οποία εγκρίθηκε από τη Διευθύντρια ΤΑΠΜ (βλ. ερυθρά αρ. 123-122 του δ.φ. Τ3), η κατοχή του καθεστώτος αυτού υπήρξε ουσιαστικά ένας εκ των ουσιωδών λόγων για την επιβολή εναλλακτικών αντί της κράτησης μέτρων. Σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στη 2η σελίδα της εισήγησης αυτής: «Μετά από αξιολόγηση του φακέλου του κρατούμενου και δεδομένου ότι ο αλλοδαπό είναι κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας και το καθεστώς του ουδέποτε ανακλήθηκε από την ΥΠΑΣ, γίνεται εισήγηση όπως ακυρωθεί το υφιστάμενο διάταγμα κράτησης ημερ. 23/11/2022 και να επιβληθούν εναλλακτικά αντί της κράτησης μέτρα για τον αλλοδαπό» (βλ. ερυθρό 122 του δ.φ. Τ3). 

 

Σε σχέση με τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, διαπιστώνω ότι εφαρμογή λιγότερο περιοριστικών μέτρων, όπως αυτά που επιβλήθηκαν στον Αιτητή το 2023, αποδείχθηκε αναποτελεσματική για την πρόληψη περαιτέρω παραβατικής συμπεριφοράς. Παρά την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, ο Αιτητής συνέχισε να εμπλέκεται ή έστω να φέρεται ως εμπλεκόμενος σε εγκληματικές δραστηριότητες, επιβεβαιώνοντας την ανεπάρκεια αυτών των μέτρων για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης. Η αποτυχία των εναλλακτικών λύσεων ενισχύει την ανάγκη για αυστηρότερα μέτρα, όπως είναι η κράτηση, τα οποία κρίνονται αναγκαία για την αποτροπή της συνεχιζόμενης απειλής.

 

Πρόσθετα, η κράτηση του Αιτητή συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς αποτελεί το μοναδικό αποτελεσματικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας. Δεδομένης της σοβαρότητας και της συστηματικότητας της εγκληματικής δράσης του Αιτητή, καθώς και της αποτυχίας ηπιότερων μέτρων να περιορίσουν την παραβατική του συμπεριφορά, η κράτηση συνιστά αναγκαίο και δικαιολογημένο μέτρο για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης.

 

Η αξιολόγηση της υπόθεσης, στη βάση του διοικητικού φακέλου και της σχετικής νομολογίας, οδηγεί στην κατάληξη ότι ο Αιτητής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη. Η συστηματική εμπλοκή του σε εγκληματικές δραστηριότητες, η αποτυχία των εναλλακτικών μέτρων και οι σοβαρές πληροφορίες για την πρόσφατη δράση του καταδεικνύουν την ανάγκη για την κράτησή του.

 

Παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν έχει καταδικαστεί για όλες τις υποθέσεις και με πλήρη σεβασμό προς το τεκμήριο αθωότητας, φρονώ πως η φύση των πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί, οι συνεχιζόμενες υποψίες για εμπλοκή του σε σοβαρές εγκληματικές δραστηριότητες, και οι καταγεγραμμένες ποινικές καταδίκες του στο παρελθόν υποδεικνύουν ένα μοτίβο συμπεριφοράς που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο τεκμηριωμένος κίνδυνος για τη δημόσια τάξη δεν απαιτεί την ύπαρξη τελεσίδικης καταδίκης, αλλά αρκεί η εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιστατικών και πληροφοριών που δημιουργούν μια εύλογη και σοβαρή ανησυχία.

 

Επί παρόμοιων ζητημάτων η πρόσφατη απόφαση της αδελφής μου Δικαστού Κ. Κλεάνθους στην υπόθεση Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 5/24, 30/4/2024, είναι σχετική. Σε αυτήν διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

«Οι πιο πάνω αρχές επιβεβαιώνονται εξάλλου και στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑72/22 PPU, Μ.Α., ημερ. 30.6.2022, ECLI:EU:C:2022:505:

 

«Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία που δίδει η νομολογία του Δικαστηρίου στις έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» όπως οι έννοιες αυτές χρησιμοποιούνται σε άλλες οδηγίες, ερμηνεία η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33 (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 64).

 

87      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

88      Όσον αφορά την έννοια «εθνική ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (πρβλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

89      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η απειλή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξης μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κράτησής του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67).».

 

[…]

 

Από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής διαπιστώνεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος, η Καθ' ων αίτηση είχε στην κατοχή της επιστολή του επικεφαλής της αρμόδιας υπηρεσίας της Δημοκρατίας για τη διερεύνηση αδικημάτων, διαφύλαξη της δημόσιας τάξεως και της εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με την οποία υπήρχαν πληροφορίες και συναφής μαρτυρία ότι ο Αιτητής πολεμούσε στο πλευρό των Τζιχαντιστών στη Συρία και ότι συνεργαζόταν με ξένη στρατιωτική δύναμη εχθρική προς τη Δημοκρατία. Η εν λόγω συμπεριφορά αποδίδεται σε αυτή την επιστολή στον Αιτητή.

 

[…]

 

Η επιστολή του Διοικητή αν και αποτελεί το μόνο δεδομένο επί του οποίου βασίστηκε η Καθ' ης η αίτηση θεωρώ ότι αποτελούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο επαρκές έρεισμα για την κράτηση του Αιτητή για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Αυτό διότι η αρχή η οποία υποδεικνύει την επικινδυνότητα του Αιτητή στην Καθ' ης η αίτηση είναι η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης, τη διαφύλαξη της ειρήνης, την πρόληψη και εξιχνίαση του εγκλήματος και τη σύλληψη και δίωξη των παρανομούντων.[1] Επιπλέον, τα αδικήματα και η συμπεριφορά, η οποία αποδίδονται στον Αιτητή, σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, ήταν υψίστης σοβαρότητας και σημαντικότητας. Οι πληροφορίες συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και τα συναφή με αυτήν αδικήματα, αποτελεί από μόνο του καταρχήν επαρκές δεδομένο για την κράτηση του Αιτητή για λόγους δημοσίας τάξεως.  Παράλληλα η απόδοση στον Αιτητή συμπεριφοράς, η οποία συνίσταται στη συνεργασία του με ξένη στρατιωτική δύναμη εχθρική προς τη Δημοκρατία εγείρει όντως σοβαρά ζητήματα για την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας. Σημειώνεται ότι το επίπεδο επικινδυνότητας/ σοβαρότητας και της βεβαιότητας ως προς τη συμπεριφορά του Αιτητή που αξιολογείται εν προκειμένω δεν είναι το ίδια αυστηρό με αυτό που εξετάζεται στο πλαίσιο του αποκλεισμού/ ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.»

 

Στην προκείμενη υπόθεση, η επιστολή του Διευθυντή της ΥΔΑΠ περιέχει πληροφορίες και εκθέσεις για τη δράση του Αιτητή, οι οποίες περιλαμβάνουν συμμετοχή σε οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, διακίνηση ναρκωτικών και όπλων, εκβιασμούς, επηρεασμό μαρτύρων και συνεχή παραβατική συμπεριφορά. Ειδικότερα, είναι ξεκάθαρο κατά τον Διευθυντή της ΥΔΑΠ ότι ο Αιτητής έχει επαφές και συνεργασίες με εγκληματικές ομάδες που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια, καθώς και εμπλοκή σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τα κατεχόμενα, δημιουργώντας ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια.

 

Η επιστολή του Διευθυντή της ΥΔΑΠ, ως τεκμήριο προερχόμενο από την αρμόδια για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης αρχή, αποτελεί επαρκές έρεισμα για την κράτηση του Αιτητή. Η συστηματική καταγραφή της εγκληματικής του δράσης και οι σοβαρές ενδείξεις για απειλή στη δημόσια και εθνική ασφάλεια πληρούν τα κριτήρια που έθεσε το ΔΕΕ, καθώς η αξιολόγηση βασίζεται σε εξατομικευμένη εκτίμηση και στη βαρύτητα των περιστατικών.

 

Οφείλω να επισημάνω ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος κράτησης εστιάζει κυρίως στη δημόσια τάξη, αλλά περιλαμβάνει επίσης στοιχεία που αγγίζουν την εθνική ασφάλεια. Ειδικότερα, η αποδεδειγμένη στο παρελθόν αλλά και η φερόμενη νέα εμπλοκή του Αιτητή σε εγκληματικές δραστηριότητες (διακίνηση ναρκωτικών, σωματικές βλάβες, εμπρησμοί, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση), αποτελούν άμεσες απειλές για τη δημόσια τάξη. Στοιχεία όπως η φερόμενη μεταφορά επικίνδυνων αντικειμένων από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές και η διασύνδεση του, από τις αρμόδιες αρχές, με οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, ενδέχεται να επηρεάζουν την εθνική ασφάλεια. Η αναφορά σε «επικίνδυνα αντικείμενα» και οι πιθανές συνέπειες τέτοιων ενεργειών υποδηλώνουν ότι ο αιτητής μπορεί να συνιστά απειλή σε επίπεδο πέρα από την κοινή εγκληματικότητα.

 

Σε σχέση με τον κίνδυνο διαφυγής που ο Αιτητής ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει στην συγκεκριμένη περίπτωση, επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, η εξέταση του κινδύνου διαφυγής δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος κράτησης σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, το άρθρο 9ΣΤ(2) παρέχει εξαντλητικούς λόγους για τους οποίους μπορεί να εκδοθεί διάταγμα κράτησης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης [παράγραφος (ε)]. Ο κίνδυνος διαφυγής αποτελεί σαφώς σημαντικό παράγοντα που μπορεί να ληφθεί υπόψη σε άλλες περιπτώσεις, όπως αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του ίδιου άρθρου, ή στο πλαίσιο εναλλακτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(3). Ωστόσο, όταν το διάταγμα κράτησης βασίζεται σε λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (ε), η ύπαρξη ή μη κινδύνου διαφυγής δεν συνιστά απαραίτητο προαπαιτούμενο. Παρά ταύτα, η διοίκηση, κατά την ατομική αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, μπορεί να συνεκτιμήσει τον κίνδυνο διαφυγής, εφόσον κρίνει ότι σχετίζεται με την επιβεβαίωση της απειλής για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια. Αντίστοιχα, το άρθρο 9ΣΤ(3) προβλέπει τη δυνατότητα λήψης εναλλακτικών μέτρων, τα οποία στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στην αποφυγή κινδύνου διαφυγής. Εν κατακλείδι, η εξέταση του κινδύνου διαφυγής δεν αποτελεί απαραίτητο κριτήριο για την έκδοση διατάγματος κράτησης που βασίζεται σε λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, αλλά ενδέχεται να αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο που συνεκτιμάται κατά την αξιολόγηση της περίπτωσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ουδείς εκ των λόγων ακυρώσεως που προώθησε ο Αιτητής έχει έρεισμα και αυτοί απορρίπτονται στην ολότητά τους.

 

Από την ανωτέρω στάθμιση προκύπτει ότι η κράτηση του Αιτητή δεν συνιστά παραβίαση του δικαιώματός του στην προσωπική ελευθερία, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, δεδομένου ότι η κράτηση κρίνεται ως αναγκαίο και αναλογικό μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το σχετικό άρθρο του Νόμου, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη (βλ. ΕΔΑΔ, S.K. v. Russia, αρ. 52722/15, 14/12/2017, παρ. 111, καθώς και ΔΕΕ, C-18/16, K. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 14/09/2017).

 

Επιπλέον, η κράτηση του αιτητή, πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου και δεν αντίκειται στο δικαίωμά του για ελεύθερη διακίνηση και διαμονή, όπως αυτό προστατεύεται από το σχετικό νομικό και κανονιστικό πλαίσιο.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή  αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με περιορισμένα έξοδα ύψους €800 εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση, δεδομένης της κατάληξής μου για τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στην επίδικη απόφαση.

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] J.Ν. του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), C-601/15 PPU, τμήμα μείζονος συνθέσεως, EU:C:2016:84

[2] Βλ. αποφάσεις Zh. και O., C554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34).

 

[3] Βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270.

[4] Αναφέρεται στον Αιτητή.

[5] Αναφέρεται στον Αιτητή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο