
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: ΔΚ33/2024
08 Ιανουαρίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.D.O.T.A.
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Καθ΄ ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Π. Ζαπούνης (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Ε. Χατζηγιάννη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αιτείται την ακύρωση του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 06/12/24 το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Σύμφωνα με το Αιτητικό Α, Β και Γ της αίτησης ζητείται η ακύρωση του διατάγματος κράτησης και/ή απελευθέρωση του Αιτητή ή διαζευκτικά με το Αιτητικό Ε και ΣΤ ζητείται διαταγή εναλλακτικών μέτρων ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνεται ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις. Με το Αιτητικό Δ ζητείται η ακύρωση του διατάγματος κράτησης δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής, υπήκοος Ιράκ, εντοπίστηκε στις 10/10/24 από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (στο εξής «ΥΑΜ») Λευκωσίας στην οδό Λήδρας όπου μετά από έλεγχο συνελήφθηκε για το αδίκημα της παράνομης εισόδου στο έδαφος της Δημοκρατίας και παράνομης παραμονής. Αυθημερόν εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης/απέλασης δυνάμει του Άρθρου 14 των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (Κεφ.105) – (τα οποία στην συνέχεια ακυρώθηκε/αντίστοιχα αναστάλθηκε). Στις 30/10/24 υποβλήθηκε αίτηση ασύλου και στις 06/12/24 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης στη βάση του Άρθρου 9 ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Σημειώνεται ότι εκκρεμεί εξέταση/απόφαση επί της αίτησης ασύλου του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής μέσω του δικηγόρου του ισχυρίζεται ότι το αρμόδιο διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας παρέλειψε να προβεί σε πλήρη και επαρκή έρευνα των περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση με αποτέλεσμα το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης να πάσχει λόγω ελλιπούς έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας (παραπέμποντας σε σχετική νομολογία). Δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια τα στοιχεία τα οποία οι Καθ΄ ων η αίτηση χρειάζονταν να εξασφαλίσουν και/ή χωρίς τα οποία υπήρχε κίνδυνος διαφυγής του και/ή την έρευνα την οποία διενήργησαν επί τούτου την στιγμή που ο ίδιος ο Αιτητής παρέδωσε ταξιδιωτικό έγγραφο των Φιλανδικών Αρχών με τα στοιχεία του. Πάσχει η αιτιολογία έκδοσης διατάγματος κράτησης καθότι η πρόθεση μη συμμόρφωσης του Αιτητή με την απόφαση επιστροφής του είναι συνυφασμένη με την επιθυμία του υποβολής αιτήματος ασύλου (το οποίο υπέβαλε σε σύντομο χρόνο που φανερώνει την γνησιότητα του αιτήματος ασύλου του – 20 ημέρες από την είσοδο του στη Δημοκρατία), ούτε ήταν σε θέση να δηλώσει διεύθυνση διαμονής αφού μόλις τον 10ο/2024 ήρθε στην Κύπρο. Προσθέτει επί τούτου ότι εξέφρασε επιθυμία υποβολής αιτήματος ασύλου από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του αλλά τα μέλη της ΥΑΜ εσκεμμένα καθυστέρησαν και/ή αμέλησαν να καταγράψουν το αίτημα του.
Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας όπως καθορίζεται στο Νόμο, την Οδηγία 2013/33/ΕΕ και σχετικές αποφάσεις του ΔΕΕ (όπου γίνεται παραπομπή) και/ή ότι η διοικητική αρχή δεν προβαίνει σε κράτηση αιτούντα άσυλο σε περίπτωση που μπορούν να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα αντί αυτό της κράτησης και/ή είναι οι Καθ΄ ων η αίτηση που φέρουν το βάρος απόδειξης αναφορικά με τη νομιμότητα της κράτησης και ότι ελλείπει το στοιχείο της έρευνας, εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης του και αιτιολογίας προτού αποφασιστεί η κράτηση του. Προβάλλεται επίσης ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφιου (β) του Άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου, καθότι οι Καθ΄ ων η αίτηση έχουν στην κατοχή τους όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες που τον αφορούν. Ούτε οι προϋποθέσεις του εδαφιου (δ) του Άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου πληρούνται, αφού οι Καθ΄ ων η αίτηση δεν έχουν προβεί σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και/ή των νομικών παραμέτρων της υπόθεσης. Ο σκοπός του ήτο να υποβάλει αίτημα ασύλου εξαρχής, αλλά δεν μπόρεσε να το πράξει λόγω της σύλληψης του. Τονίζεται, δε η απουσία αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης και/ή ότι αυτή είναι ανεπαρκής και δεν μπορεί να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Απορρίπτει τους λόγους που συντείνουν στην κράτηση και υποστηρίζεται ότι παραβιάζεται το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή το Άρθρο 11 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μπορεί δε το ίδιο το Δικαστήριο να επιβάλλει εναλλακτικά μέτρα αντί αυτού που επιβλήθηκε ήτοι της κράτησης.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι από το ίδιο το κείμενο του διατάγματος κράτησης προκύπτει με σαφήνεια η αιτιολογία και οι πραγματικοί λόγοι που διατηρήθηκε η κράτηση του Αιτητή στη βάση του Άρθρου 9 ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Γεγονότα δε καθοριστικά για την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την γνησιότητα του αιτήματος ασύλου του Αιτητή αποτελεί το χρονικό σημείο που υποβλήθηκε (δεν υποβλήθηκε το συντομότερο δυνατό) και η συμπεριφορά που υπέδειξε ο Αιτητής διότι η αίτηση για διεθνή προστασία ακολούθησε μετά την σύλληψη, μετά που κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης (δεδομένα που υποδεικνύουν την πρόθεση του να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία και την πρόθεση του να διαφύγει) και μετά την παρέλευση 20 ημερών από την σύλληψη/κράτηση του στη βάση των προνοιών του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (Κεφ.105). Σημειώνουν, ότι η κράτηση του Αιτητή επιβλήθηκε κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης του, λόγω της συμπεριφοράς του, του ιστορικού του και/ή έγινε ορθή στάθμιση από το αρμόδιο όργανο το οποίο για τους λόγους που καταγράφονται στην αιτιολογία της απόφασης δεν θα μπορούσε να του επιβάλει άλλα εναλλακτικά περιοριστικά μέτρα. Παραπέμποντας δε σε σχετική νομολογία υποστήριξαν ότι ουδόλως παραβιάζεται το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 11 του Συντάγματος.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ο Αιτητής κρατείται στη βάση του Άρθρου 9ΣΤ (2)(β) (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα ακόλουθα:
«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[…]
(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·
[…]
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·»
Από το λεκτικό του πιο πάνω Άρθρου προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο δεν θα πρέπει να θέτει υπό κράτηση αιτούντα άσυλο λόγω μόνο της ιδιότητας του. Θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο είναι εφικτό να εφαρμοστούν αλλά αποτελεσματικά και λιγότερο περιοριστικά για την ελευθερία του προσώπου μέτρα και εάν κρίνεται αναγκαίο και μετά από ατομική αξιολόγηση της περίπτωσης του τότε μπορεί να διατάξει την κράτηση του. Συνεπώς επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια της διοικητικής αρχής να λάβει το μέτρο της κράτησης, εάν συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να προσδιοριστούν τα αναγκαία στοιχεία του αιτήματος ασύλου του ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή (ως το πιο πάνω εδάφιο (β)) και/ή ο υπήκοος τρίτης χώρας επιδιώκει την καθυστέρηση της εκτέλεσης απόφασης απομάκρυνσης του (ως το πιο πάνω εδάφιο (δ)).
Στην C‑ 534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, Kragske, ημερομηνίας 30/05/2013 αποφασίστηκε ότι η Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας εκτός εάν η αίτηση του φαίνεται να υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής του. Επιβάλλεται, όμως, η αξιολόγηση κατά πόσο οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης μπορούν να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κράτησης ακόμα και μετά την υποβολή αίτησης ασύλου σε συνάρτηση με την συμπεριφορά που επέδειξε ο υπήκοος τρίτης χώρας τόσο μετά όσο και πριν την υποβολή της αίτησης του. Γίνεται δε σαφής αναφορά στην απόφαση ότι το γεγονός (από μόνο του) υποβολής αίτησης ασύλου από παράνομο μετανάστη δεν είναι αρκετό για να είναι εφαρμόσιμη η διατήρηση της κράτησης. (Βλέπε § 57-62 της απόφασης).
Επίσης, βασική και ουσιώδης παράμετρος στις περιπτώσεις κράτησης αιτούντα άσυλο είναι η ύπαρξη της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας η οποία αναφέρεται στη 15η και 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση) (η οποία έχει ενσωματωθεί στο ημεδαπό δίκαιο) ήτοι:
«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.
[…]
(20) Προκειμένου να εξασφαλίζεται καλύτερα η σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα των αιτούντων, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης και μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εφόσον έχουν δεόντως εξεταστεί όλα τα μη στερητικά της ελευθερίας εναλλακτικά μέτρα. Κάθε εναλλακτικό μέτρο κράτησης πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των αιτούντων.»
Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει την ύπαρξη απόλυτης ισορροπίας μεταξύ του μέτρου της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει να επιτύχει, δηλαδή την προετοιμασία και την απομάκρυνση του αιτούντα. Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει πάντα εναλλακτικές λύσεις προτού καταφύγει στο μέτρο κράτησης, διασφαλίζοντας έτσι και τους προβλεπόμενους από την νομοθεσία σκοπούς. (Βλέπε Application no52722/15, S.K v. Russia, ημερομηνίας 14/02/2017 και C-18/16 K. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 14/09/2017)
Επίσης, σημαντική για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης είναι και η πρόσφατη απόφαση C‑924/19, C925/19 PPU FMS, FNZ v. Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság,Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, ημερομηνίας 14/05/2020 όπου αποφασίστηκε ότι Δικαστήριο μπορεί το ίδιο να αποφασίσει κατά πόσον η κράτηση η οποία επιβλήθηκε είναι πράγματι ανάλογο, αναγκαίο και προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων.
Πέραν των πιο πάνω, σύμφωνα με τις «Κατευθυντήριες Οδηγίες σχετικά με τα Εφαρμοστέα Κριτήρια και Πρότυπα που αφορούν την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο και Εναλλακτικά της Κράτησης Μέτρα», της Ύπατης Αρμοστείας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, Κατευθυντήρια Οδηγία 4, §19 με τίτλο «Η κράτηση δεν θα πρέπει να είναι αυθαίρετη και κάθε απόφαση κράτησης θα πρέπει να βασίζεται στην αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστάσεων που αφορούν το συγκεκριμένο άτομο» αναφέρεται το εξής:
«19. Στα πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»
Το προσβαλλόμενο με την παρούσα προσφυγή διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή, ημερομηνίας 06/12/24, από την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αναφέρει τα εξής:
«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
ΕΠΕΙΔΗ ο AL-DILEMI OMAR TALEB ABOUD υπήκοος ΙΡΑΚ, είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι
ο AL-DILEMI OMAR TALEB ABOUD κρατείται
(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.
(β) στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο AL-DILEMI OMAR TALEB ABOUD, εισήλθε και παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία και υπέβαλε την αίτηση ασύλου μόνο αφότου εντοπίστηκε και συνελήφθηκε με σκοπό την απέλαση του, έπειτα από είκοσι (20) μέρες από την σύλληψη του, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης Διεθνούς Προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο AL-DILEMI OMAR TALEB ABOUD, να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Β) και (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους,
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη απόφαση επιστροφής (διάταγμα απέλασης) το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 10/10/2024.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν είναι κάτοχος ταξιδιωτικού εγγράφου. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι δεν εντοπίστηκε το Διαβατήριο του.
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι δεν έχει διεύθυνση σταθερής διαμονής.
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την πρόθεση του για μη συμμόρφωση με Απόφαση Επιστροφής.
5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος/η μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ.10/10/24.
6. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο AL-DILEMI OMAR TALEB ABOUD, ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, όπως αναφέρονται πιο πάνω.
Με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 06η ημέρα του Δεκεμβρίου, 2024».
Τόσο από το κείμενο της εισηγητικής έκθεσης του Λειτουργού Μετανάστευσης που απευθυνόταν στην Διευθύντρια όσο και του πιο πάνω διατάγματος (Παράρτημα 2 της Ένστασης) εντοπίζω ότι πράγματι καταγράφονται λόγοι στη βάση των οποίων εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα. Μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη για την διατήρηση του μέτρου της κράτησης είναι ο χρόνος που διέρρευσε από την ημερομηνία που το πρόσωπο βρισκόταν στη Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα μέχρι την ημέρα που είχε συλληφθεί και εκδόθηκαν εναντίον του τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, όπως επίσης και το χρονικό σημείο υποβολής αιτήματος ασύλου του. Είναι γεγονός ότι ο Αιτητής βρισκόταν παράνομα στη Δημοκρατία χωρίς οποιοδήποτε καθεστώς παραμονής και ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου να απευθύνθηκε στις επίσημες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας για να αναζητήσει άσυλο το συντομότερο δυνατό. Τα όσα δε αναφέρονται μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, καθότι δεν προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου του ότι σκοπός του ήταν να υποβάλει αίτημα ασύλου. Εξέφρασε και/ή υπέβαλε αίτηση ασύλου εφόσον είχε εντοπιστεί συλληφθεί και κρατηθεί με σκοπό την απέλαση - στη βάση Άρθρου 14 των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (Κεφ.105)). Το χρονικό πλαίσιο των είκοσι (20) ημερών που διέρρευσε από την ημερομηνία σύλληψης και κράτησης του μέχρι την υποβολή αιτήματος ασύλου δεικνύουν συμπεριφορά του Αιτητή που εγείρει αμφιβολίες ως προς την γνησιότητα του αιτήματος ασύλου του και του επιδιωκόμενου σκοπού του. Οι ενέργειες του τόσο πριν όσο και μετά την υποβολή αιτήματος ασύλου, είναι παράμετροι που λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στις περιπτώσεις διατήρησης του μέτρου κράτησης. Ούτε προκύπτει με ακρίβεια και/ή ούτε έδωσε επαρκείς απαντήσεις ο Αιτητής για το πότε αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές (υπολογίστηκε ως χρόνος που εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές η 10/10/24), αλλά ούτε από το έγγραφο/φωτοαντίγραφο το οποίο προσκόμισε μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τα στοιχεία ταυτοποίησης του.
Επαρκής, θεωρώ, είναι και η αιτιολογία του αρμοδίου οργάνου ότι δεν υπήρχε περιθώριο επιβολής εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων. Δεν υπάρχει μόνιμη δηλωμένη διεύθυνση του Αιτητή, δεν φαίνεται να συνεργάστηκε με τις αρμόδιες αρχές για την διαπίστωση των όλων των στοιχείων του, δεν φαίνεται να είχε στην κατοχή του έγκυρο διαβατήριο της χώρας του και/ή δεν φαίνεται να είχε πρόθεση να συμμορφωθεί με την απόφαση απέλασης του. Η κράτηση αποτελεί το έσχατο μέτρο το οποίο λαμβάνεται τηρουμένων των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και εφόσον δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά αντί της κράτησης μέτρα. Στην προκειμένη περίπτωση και σε σχέση με τα γεγονότα που αφορούν τον ίδιο τον Αιτητή καταλήγω ότι η έρευνα και/ή αξιολόγηση της περίπτωσης του ήτο ολοκληρωμένη με αποτέλεσμα να ληφθούν υπόψη όλα τα αναγκαία κριτήρια για εφαρμογή των Άρθρων 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022, (Ν. 6 (Ι)/2000). Οι δε ισχυρισμοί/γεγονότα που καταγράφονται από τον Αιτητή μέσω της Γραπτής Αγόρευσης και δεν εντοπίζονται στον φάκελο του (ότι δηλαδή εξέφρασε επιθυμία για άσυλο νωρίτερα και/ή εσκεμμένα παραμέλησαν οι αρχές να καταγράψουν το αίτημα του εγκαίρως) δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, καθότι η Γραπτή Αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (Βλέπε Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106).
Λαμβάνεται δε δεόντως υπόψη το γεγονός ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία αφού κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση και ακολούθως αφού του επιδόθηκε το διάταγμα κράτησης και απέλασης. Σύμφωνα δε με την ημεδαπή νομολογία, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη εμπεριέχει και τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή – που αποτελεί ουσιαστική παράμετρο του εδαφίου (β) του Άρθρου 9 (ΣΤ) (2) του Νόμου σε συνάρτηση με τα πιο πάνω στοιχεία που έχουν αναλυθεί. Στην Υποθ. Αρ. 5735/2013 MAGDALIN MENSAH ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ.09/08/2013, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι «Η κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής της ανά πάσα στιγμή. Αυτή η έννοια εμπεριέχεται νομικά και λογικά στο άρθρο 180Δ στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής», όπου στην παράγραφο (α) αναφέρεται, ως στοιχείο κινδύνου διαφυγής, η μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής. Να μη λησμονείται άλλωστε ότι στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει». Δεν χρειάζεται, με άλλα λόγια, απτή μαρτυρία περί τούτου και είναι εδώ που υπεισέρχεται η κρίση της διοίκησης αναλόγως των συνθηκών της κάθε υπόθεσης»
Οποιοδήποτε άλλο μέτρο από αυτό που εφαρμόστηκε από την αρμόδια αρχή δεν θα ήταν αποτελεσματικό και υπήρχε εμφανής κίνδυνος λόγω της συμπεριφοράς του Αιτητή να μη συμμορφωθεί με εναλλακτικά μέτρα με σκοπό να αποφύγει την επιστροφή του.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 11 του Συντάγματος σημειώνεται ότι δεν τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής με βάση τα όσα έχουν νομολογηθεί επί αυτού του σημείου. Υιοθετούνται για σκοπούς της παρούσας απόφασης τα όσα αναφέρει στην απόφαση της η αδελφή Δ. Χρ. Μιχαηλίδου στην Υπόθ. Αρ. ΔΚ 40/20, S.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 27/10/2020:
«Το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ αποσκοπεί στην προστασία της προσωπικής ελευθερίας του ανθρώπου. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5, απαριθμεί τις εξαιρέσεις και/ή τους εξαντλητικούς λόγους που επιτρέπουν την επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας (ΕΔΔΑ, Saadi v. United Kingdom, Αρ. υποθ. 13229/03, ημερομηνίας 29/1/2008, σκέψη 43). Το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζει πως κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια.
Επομένως, κάθε στέρηση της ελευθερίας πρέπει να είναι νόμιμη, να διενεργείται καλόπιστα και να συνδέεται στενά με τον σκοπό της, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το μέτρο εφαρμόζεται σε πρόσωπα που συχνά φοβούνται για τη ζωή τους και εγκαταλείπουν τη χώρα τους (Saadi ανωτέρω σκέψεις 67, 74 και ΕΔΔΑ, Conka v. Βελγίου, Αρ. υποθ. 13229/03, ημερομηνίας 5/2/2000, σκέψη 39). Η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο αλλά και να διασφαλίζει τα όσα καθορίζει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, δηλαδή να προστατεύει τον αιτητή ασύλου από την πιθανή αυθαιρεσία των κρατών.
Στην υπόθεση ΕΔΔΑ, S. D. v. Greece, Αρ. υποθ. 53541/07, ημερομηνίας 11/6/09 (σκέψεις 62 και 64) το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι η απέλαση μπορεί να εκτελεσθεί μόνο μετά την οριστική εξέταση του αιτήματος ασύλου (ΕΔΔΑ, R.U. v. Greece, Αρ. υποθ. 2237/08, ημερομηνίας 7/9/11 σκέψη 95). Επίσης στην υπόθεση του ΕΔΔΑ, Abdolkhani and Karimnia v. Turkey, Αρ. υποθ. 30471/08, ημερομηνίας 22/9/09 (σκέψεις 128 μέχρι 130), αποφασίστηκε ότι η στέρηση της ελευθερίας κάτω από το άρθρο 5 (1) (στ) της ΕΣΔΑ, δηλαδή λόγω απέλασης, είναι επιτρεπτή εφόσον οι διαδικασίες προχωρούν με δέουσα επιμέλεια. Οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά από το αρμόδιο όργανο οδηγεί στην παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, δηλαδή στην αρχή που επιβάλλει στα κράτη να προστατεύουν την ελευθερία του προσώπου από οποιαδήποτε αυθαιρεσία.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως το διάταγμα κράτησης και απέλασης δεν έχει ακυρωθεί αλλά έχει ανασταλεί λόγω του υποβληθέντος αιτήματος επανανοίγματος του φακέλου του αιτητή για παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Η αναστολή του διατάγματος κράτησης και απέλασης δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο από τον αιτητή». (Στη παρούσα περίπτωση το διάταγμα απέλασης).»
Ούτε το δικαίωμα της ελευθερίας του όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ παραβιάζεται. Στο σχετικό άρθρο της Σύμβασης απαριθμούνται οι εξαιρέσεις επέμβασης του θεμελιώδους δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας (Βλέπε Application no 13229/03, Saadi v. United Kingdom, ημερομηνίας 29/01/2008). Η στέρηση της ελευθερίας του Αιτητή είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, είναι νόμιμη και διενεργήθηκε καλόπιστα. Ο σκόπος για απέλαση του από την αρμόδια αρχή παραμένει και/ή δεν έχει εγκαταληφθεί, ούτε προκύπτει ότι η όλη διαδικασία σε σχέση με το αίτημα ασύλου του Αιτητή δεν εκτελείται με δέουσα επιμέλεια (Βλέπε Application no 30471/08 Abdolkhani and Karimnia v. Turkey, ημερομηνίας 22/09/2009). Η απέλαση του Αιτητή μπορεί να εκτελεσθεί μόνο μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών εξέτασης της αίτησης ασύλου του.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από το αρμόδιο όργανο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε.Aρ.3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 05/06/2002, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Ούτε υφίσταται ανάγκη στην παρούσα υπόθεση για επέμβαση του Δικαστηρίου επί της απόφασης του αρμοδίου οργάνου.
Στην προκειμένη περίπτωση και σε συνάρτηση με το ιστορικό και τη συμπεριφορά που επέδειξε ο Αιτητής έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αναγκαία κριτήρια για εφαρμογή του Άρθρου 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης επικυρώνεται.
Ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος δωρέαν νομικής αρωγής και λόγω του ότι τελεί υπό κράτηση δεν επιδικάζονται έξοδα της διαδικασίας.
Τα έξοδα του δικηγόρου του Αιτητή να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής.
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Μ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο