Τ. P. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ34/2024, 21/1/2025
print
Τίτλος:
Τ. P. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ34/2024, 21/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ. ΔΚ 34/2024

21 Ιανουαρίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Τ. P. D.

Aιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

 

Καθ’ ων η αίτηση

………………………………..

Νατ. Χαραλαμπίδου (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Μ. Φιλίππου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνεται το Διάταγμα Κράτησης ημερομηνίας 02/12/2024, εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 και να διατάζεται η άμεση απελευθέρωσή της, διαζευκτικά, αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνει ή τροποποιεί το εν λόγω Διάταγμα Κράτησης και στη θέση του να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο «Α», τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση είναι τα εξής:

Η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ (εφεξής Βιετνάμ) και κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης 16/06/2022 και ημερομηνία λήξης 16/06/2032, η οποία αφίχθηκε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία την 24/07/2023 με άδεια εργασίας, ως εργάτρια γεωργίας με ισχύ μέχρι την 09/09/2024. Πριν την λήξη της άδειας παραμονής της και συγκεκριμένα την 03/03/2024 υπεγράφη μεταξύ της Αιτήτριας και του εργοδότη της αποδεσμευτική συμφωνία (release agreement) με ρητό όρο όπως εντός τριάντα (30) ημερών προβεί σε εξεύρεση νέου εργοδότη, διαφορετικά να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία. Επισημαίνεται επιπρόσθετα επί του εγγράφου, η υποχρέωση της αλλοδαπής, εδώ Αιτήτριας, όπως δηλώσει αμέσως στις αρχές νέα διεύθυνση διαμονής για την περίοδο των τριάντα ημερών. Σημειώνω ότι από το διοικητικό φάκελο δεν διαφαίνεται συμμόρφωση της Αιτήτριας επί της υποχρέωσης της για γνωστοποίηση στις αρχές διεύθυνσης διαμονής.

 

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, στις 27/03/2024 και εντός της παραχωρηθείσας περιόδου για εξεύρεση νέου εργοδότη, υπεβλήθη αίτηση για παραχώρηση στην Αιτήτρια άδειας παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός, ωστόσο αυτή στις 10/06/2024 απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι «δεν επιτρέπεται η αλλαγή καθεστώτος από εργάτρια γεωργίας σε οικιακή εργαζόμενη». Έκτοτε η Αιτήτρια δεν διευθέτησε την παραμονή της με αποτέλεσμα η άδειά της να ακυρωθεί, με την ίδια να έχει από 21/06/2024 καταστεί αναζητούμενο πρόσωπο.

 

Πέντε μήνες αργότερα και συγκεκριμένα την 10/11/2024 η Αιτήτρια εντοπίστηκε από μέλος της ΥΑΜ Λευκωσίας και, κατόπιν ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι αυτή διέμενε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Συνεπεία τούτου η Αιτήτρια συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και εναντίον της εκδόθηκαν σχετικά διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Η Αιτήτρια προχώρησε με την συνδρομή συνηγόρου σε καταχώρηση της υπ’ αριθμό 1532/24 προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, κατά την παραμονή της στα κρατητήρια, η Αιτήτρια ενημερώθηκε για το πρόγραμμα εθελούσιου επαναπατρισμού, υποβάλλοντας ενυπόγραφα στις 11/11/2024 σχετική αίτηση[1], ενώ αργότερα την ίδια μέρα, 11/11/2024 και για πρώτη φορά η Αιτήτρια συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας υποστηρίζοντας ότι δεν είναι δυνατή η επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της ενόψει οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει εκεί εξαιτίας των οποίων δέχεται απειλές από τους δανειστές της.

 

Με σχετικό σημείωμα της Λειτουργού Μετανάστευσης, (ερυθρό 131 στο διοικητικό φάκελο) στη βάση του μεταναστευτικού ιστορικού της Αιτήτριας, στο γεγονός ότι μετά την αποδεσμευτική επιστολή που έλαβε και την απόρριψη του αιτήματος της για εργασία σε άλλο εργοδότη, δεν διευθέτησε την παραμονή της αλλά ούτε και αναχώρησε από τη χώρα και συνέχισε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία, στο γεγονός ότι τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στο stop list της Αστυνομίας ως αναζητούμενο πρόσωπο, στο γεγονός ότι υπέβαλε αίτηση ασύλου μόνο μετά τη σύλληψη και κράτησή της για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής, στο ότι είναι αρνητική στον επαναπατρισμό της, στο ότι δε συμμορφώθηκε με αποφάσεις επιστροφής, στο ότι έχει προηγούμενη εξαφάνιση, στο ότι δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής και στο ότι δεν εντοπίστηκε τοι διαβατήριο της αλλά και στο ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερη, γίνεται εισήγηση ακύρωσης του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 11/11/2024 και έκδοση νέου Διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ) καθώς επίσης αναστολή του Διατάγματος απέλασης μέχρι το τέλος της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ασύλου από την Υπηρεσία Ασύλου. Η εισήγηση έτυχε της έγκρισης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης η οποία στις 02/12/2024 εξέδωσε νέο Διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, το δε Διάταγμα απέλασης ανεστάλη μέχρι το τέλος της διαδικασίας εξέταση του αιτήματος για διεθνή προστασία.

 

Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή, αφού προηγήθηκε έγκριση αιτήματος της για νομική αρωγή[2] προσβάλλοντας την απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για έκδοση Διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 02/12/2024.

 

Με την γραπτή της αγόρευση η συνήγορος του Αιτητή, ισχυρίζεται η ότι προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας,  δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα αλλά και παράλειψης διεξαγωγής εξατομικευμένης αξιολόγησης από πλευράς των Καθ΄ ων η αίτηση σε σχέση με τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας, εισηγείται δε ότι στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο μίας αυτοματοποιημένης διαδικασίας. Ισχυρίζεται περαιτέρω, η συνήγορος της Αιτήτριας, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου εφόσον από πουθενά δεν προκύπτουν ποια είναι τα στοιχεία που είναι αδύνατον να εξασφαλιστούν χωρίς την κράτησή της υποβάλλοντας ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης θα πρέπει να ακυρωθεί επί τούτου. Επιπλέον αποτελεί θέση της κ. Χαραλαμπίδου ότι ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, συντρέχουν εφόσον ως η θέση της η Αιτήτρια έχει γνήσιο αίτημα ασύλου το οποίο δεν υπέβαλε ενόσω η παραμονή της στη Δημοκρατία ήταν νόμιμη και δεν υπήρχε θέμα επιστροφής της στην χώρα της όπου κινδυνεύει, ως εκ τούτου από το ιστορικό της Αιτήτριας, κυρίως το γεγονός ότι έγιναν προσπάθειες για νομιμοποίηση της παραμονής της αμέσως μετά την αποδέσμευσή της από τον πρώτο εργοδότη της δεν καταδεικνύονται καταχρηστικές προθέσεις της Αιτήτριας, για να νομιμοποιούνται οι Καθ’ ων η αίτηση να ισχυρίζονται ότι υπέβαλε το αίτημά της προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής. Επιπρόσθετα η κ. Χαραλαμπίδου εισηγείται πως η κράτηση δεν είναι το αναλογικό υπό τις περιστάσεις μέτρο και ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εξέτασαν κατά πόσο μπορούσαν να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.  Με ξεχωριστό λόγο ακύρωσης, η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας, ισχυρίζεται παραβίαση του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και κατ’ επέκταση των άρθρων 6 και 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση με τη δική τους αγόρευση υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση. Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Εισηγείται ότι η απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, σύμφωνη με την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

 

Τονίζει η κ. Φιλίππου την θέση των Καθ’ ων η αίτηση, ότι η Αιτήτρια δεν διευθέτησε την νομιμοποίηση της παραμονής της από όταν ακυρώθηκε η άδεια της υποβάλλοντας αίτηση διεθνούς προστασίας μόνο μετά την σύλληψή της και αφού πέρασαν πέντε μήνες χωρίς να διευθετήσει τη νόμιμη παραμονή της στη Δημοκρατία, απορρίπτοντας τη θέση της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου εισηγείται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση άσκησαν ορθά τη διακριτική τους ευχέρεια εκδίδοντας το προσβαλλόμενο Διάταγμα κράτησης αξιολογώντας το μεταναστευτικό προφίλ της Αιτήτριας, οδηγούμενοι στο συμπέρασμα ότι αυτή με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας πράγματι προσπάθησε να εμποδίσει την απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Κατά τις διευκρινίσεις κάθε ένας από τους συνηγόρους, επανέλαβε ουσιαστικά τις θέσεις του, εμμένοντας στους ισχυρισμούς τους.

 

Έχω μελετήσει με δέουσα προσοχή τα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων, όπως αυτά περιέχονται στις γραπτές τους αγορεύσεις αλλά και όσα προφορικά υποστήριξαν στο στάδιο των διευκρινήσεων καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Θεωρώ ορθό όπως τεθεί αρχικά το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει την κράτηση αιτητών διεθνούς προστασίας, εφόσον κατά κανόνα η κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, λόγω μόνο της ιδιότητας του/της ως αιτητή/τρια ασύλου απαγορεύεται. Κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας μπορεί να διαταχθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως αυτές καθορίζονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000 ο οποίος υιοθετεί το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις περί Συνθηκών Υποδοχής των αιτούντων διεθνούς προστασίας.

 

 Το άρθρο 9ΣΤ του Νόμου, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«9ΣΤ. (1)     Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2)     Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

(β)     για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή

[…]

(δ)     όταν κρατείται στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» (ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Από το πιο πάνω άρθρο του Νόμου, γίνεται αντιληπτό ότι κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, μπορεί να διαταχθεί μετά από ατομική αξιολόγηση και αφού κριθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά της κράτησης μέτρα. Αναδεικνύεται υποχρέωση του Υπουργού Εσωτερικών, [βλ. 9ΣΤ (2)(δ)] όπως τεκμηριώσει συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο/η αιτητής/τρια επιδιώκει την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής. Λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι ο/η αιτητής/τρια είχε την δυνατότητα πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου, αλλά επέλεξε να το πράξει μετά την λήψη απόφασης επιστροφής του/της.

 

Ως εκ των πιο πάνω, συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις για ενεργοποίηση του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) είναι: λόγω του κινδύνου διαφυγής του/της αιτητή/τριας καθίσταται αναγκαία η κράτησή του/της για σκοπούς προσκόμισης των στοιχείων εκείνων στα οποία βασίζεται η αίτηση ασύλου, τα οποία σαφώς θα πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται και να εξειδικεύονται.

 

Οι δε προϋποθέσεις για ενεργοποίηση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) είναι: να εκκρεμεί απόφαση επιστροφής εναντίον του/της αιτητή/τριας, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο/η αιτητής/τρια υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, περιλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο/η αιτητής/τρια είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και δεν το έπραξε.

 

Είναι γνωστό, ότι η στέρηση της ελευθερίας ατόμου, δεν μπορεί να τεκμηριώνεται βάση της σπουδαιότητας οπουδήποτε μεμονωμένου παράγοντα αλλά μέσω της εξέτασης όλων των στοιχείων σωρευτικά.

 

Στην 15η αιτιολογική σκέψης τη Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, προνοείται ότι:

 

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής».

 

Σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, που στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης της Αιτήτριας. Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει τα εναλλακτικά μέτρα για να διασφαλίσει με άλλο αποτελεσματικό τρόπο τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. C18/16 K. v. Stagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/05/2017, σκέψεις 5, 6, 72,76).

 

Ερχόμενη στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ ότι όντως εναντίον της Αιτήτριας εκκρεμεί διαδικασία επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και ότι η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα ασύλου στις 12/11/2024 και ενώ τελούσε υπό κράτηση. Σημειώνω στο σημείο αυτό, ότι εντός του διοικητικού φακέλου υπάρχει και δεύτερη αίτηση ημερομηνίας 21/11/2024 με την εξής σημείωση «Της δόθηκε νέα αίτηση σε νέο έντυπο την ίδια μέρα που παραλήφθηκε το έντυπο. Την υπέγραψε στις 21/11/2024», εντούτοις δηλώθηκε από τις συνηγόρους των μερών και αποτελεί παραδεχτό πλέον γεγονός ως ημερομηνία υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας, η 12η Νοεμβρίου 2024.  

 

Παράλληλα, δεν διαφαίνεται από το διοικητικό φάκελο ποια ήταν τα στοιχεία αυτά της αίτησής της Αιτήτριας τα οποία ήταν αναγκαία να προσδιοριστούν, η απόκτηση των οποίων θα ήταν αδύνατη χωρίς την κράτησή της.

 

Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσω αυτούσιο το επίδικο Διάταγμα κράτησης για σκοπούς εξέτασης των λόγων ακύρωσης και δη της πάσχουσας αιτιολογίας, όπως προβάλλεται από τη συνήγορο της Αιτήτριας.

 

« ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000 – 2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

 

ΕΠΕΙΔΗ η Τ.Ρ.D. υπήκοος ΒΙΕΤΝΑΜ είναι αιτήτρια διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι η Τ.Ρ.D. κρατείται

 

(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.

(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης της και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η Τ.Ρ.D, αφίχθηκε το 2023 στη Δημοκρατία ως εργάτρια γεωργίας και, έπειτα, από αποδεσμευτική επιστολή για να εξεύρει άλλον εργοδότη, αυτή δεν το έπραξε και ούτε αναχώρησε και συνέχισε να διαμένει παράτυπα στη Δημοκρατία και τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν ως αναζητούμενο πρόσωπο στο Stop-List της Αστυνομίας, και ενώ είχε αρκετό χρόνο από το 2023, ή και από την αποδεύσμευση της από τον εργοδότη της, για να υποβάλει αίτηση ασύλου αυτή την υπέβαλε μόνο αφού εντοπίστηκε και συνελήφθηκε το 2024, ως εκ τούτου, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού της.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο η Τ.Ρ.D. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000 – 2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000 – 2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους.

 

1.    ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες Αποφάσεις Επιστροφής: 1) Αποδεσμευτική Επιστολή Εργοδότη ημερ. 08/03/2024 στην οποία καλείται να εξεύρει εργοδότη εντός 30 ημερών διαφορετικά να αναχωρήσει, πράγμα που δεν έπραξε, και 2) Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον της στις 11/11/2024.

2.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε προηγούμενη εξαφάνιση. Η ΥΑΜ μας ενημερώνει ότι έπειτα από την λήψη της αποδεσμευτικής της επιστολής, η αλλοδαπή δεν διευθέτησε την παραμονή της αλλά ούτε αναχώρησε από την ΚΔ και τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στο Stop-List της Αστυνομίας ως αναζητούμενο πρόσωπο.

3.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επαναπατρισθεί, όπως ενημερώνει η ΥΑΜ.

4.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής, όπως ενημερώνει η ΥΑΜ.

5.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν βρέθηκε στην κατοχή της το διαβατήριο της, όπως ενημερώνει η ΥΑΜ

6.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952 – 2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ.11/11/2024.

7.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό της, κρίνω ότι η αίτηση της για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού της.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000 – 2020) και το Άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε μένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως η Τ.Ρ.D. ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.

 

Με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 02η ημέρα του Δεκεμβρίου 2024».

 

Αποτελεί ισχυρισμό της Αιτήτριας, ότι από το πιο πάνω Διάταγμα ελλείπει η απαιτούμενη αιτιολογία. Ισχυρίζεται ότι η υπάρχουσα στο Διάταγμα αιτιολογία είναι ανυπόστατη, ατεκμηρίωτη και παντελώς λανθασμένη. Προβάλλει η συνήγορος την παντελή έλλειψη στοιχείων που να αιτιολογούν την έκδοση Διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) ισχυρισμός που θα εξεταστεί αμέσως.

 

Έχω διέλθει του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου και πράγματι δεν μπορώ να εντοπίσω οποιοδήποτε στοιχείο σύμφωνα με το οποίο η κράτηση της Αιτήτριας καθίσταται απαραίτητη για προσδιορισμό των στοιχείων εκείνων στα οποία βασίζεται η αίτησή της, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση Διατάγματος κράτησης δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του Νόμου. Μοναδική μνεία επί τούτου γίνεται στην εισήγηση της λειτουργού Μετανάστευσης η οποία απλά αναφέρει αυτολεξεί την πρόνοια του Νόμου χωρίς να εξειδικεύει τα αναφερόμενα στοιχεία. 

 

Η θέση της κ. Χαραλαμπίδου είναι ορθή και ο ισχυρισμός της περί της έλλειψης αιτιολογίας στην έκδοση του Διατάγματος δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) ευσταθεί, εφόσον δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία που να το δικαιολογούν και κατά συνέπεια να μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε δικαστικό έλεγχο.

 

Οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR σχετικά με την κράτηση αιτητή/τριας με παρεχόμενη την αιτιολογία του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) είναι χρήσιμες και παραπέμπω. Αναφέρονται τα ακόλουθα στην οδηγία 4.1 στην παράγραφο 28:

 

«Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα —ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα».

 

Πέραν όμως των πιο πάνω, οι Καθ’ ων η αίτηση στηρίζουν την απόφασή τους για κράτηση της Αιτήτριας και στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι ότι αυτή κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή της ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και τεκμηριώνεται βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι δεν διευθέτησε την παραμονή της μετά την αποδέσμευσή της από τον εργοδότη της αλλά ούτε αναχώρησε και συνέχισε να διαμένει παράτυπα στη Δημοκρατία, τα δε στοιχεία της τοποθετήθηκαν ως αναζητούμενο πρόσωπο στο Stop-List της Αστυνομίας, και ενώ είχε αρκετό χρόνο από το 2023, ή και από την αποδεύσμευση της από τον εργοδότη της, για να υποβάλει αίτηση ασύλου αυτή την υπέβαλε μόνο αφού εντοπίστηκε και συνελήφθηκε το 2024 συνεπώς υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι αυτή υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Πρόσθετα, προβάλλεται ως επιπλέον αιτιολογία το γεγονός ότι δεν επιθυμεί να επαναπατρισθεί καθώς επίσης ότι δεν έχει καταχωρημένη διεύθυνση διαμονής. Δεδομένων τούτων κρίθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής και δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα.   

 

Επαναλαμβάνω ότι το ουσιαστικό στοιχείο που κρίνει το κατά πόσον αιτητής/τρια ασύλου μπορεί να τεθεί υπό κράτηση σύμφωνα με τον εθνικό μας νόμο και δη το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), είναι να υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, αντικειμενικά κρινόμενοι, να θεωρείται ότι το πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας προβαίνει σε αυτήν την ενέργεια προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.

 

Μελετώντας τα ενώπιον μου στοιχεία και δη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 12/11/2024 ενώ τελούσε υπό κράτηση και ενώ είχαν εκδοθεί εναντίον της την προηγούμενη μέρα Διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.

 

Στην απόφαση του ΔΕΕ C‑534/11, Mehmet Αrslan ν Policie CR Krajsjke reditelstvi policie Usteckeho kraje, ημερομηνίας 30/05/2013, σκέψεις 57-60, αναφέρεται ότι:

 

«57. Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.

58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85 εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).»

 

Τα γεγονότα και η συμπεριφορά της Αιτήτριας πριν αλλά και κατά την υποβολή της αίτησης ασύλου μπορούν να στηρίξουν εύλογα συμπεράσματα κατά πόσο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.

 

Στην βάση όλων των πιο πάνω αποτελεί διαπίστωσή μου, ότι η δοθείσα αιτιολογία είναι αρκετή για να τεκμηριώσει την επιβολή του έσχατου μέτρου της κράτησης της Αιτήτριας ούσας αιτήτρια διεθνούς προστασίας. Τα όσα περιέχονται στο επίδικο διάταγμα αναδεικνύουν εξατομικευμένη αξιολόγηση στην οποία το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει πριν την έκδοση απόφασης κράτησης σε αιτητή/τρια ασύλου.

 

Κρίνω ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι επαρκής και στηρίζεται στο πλήρες ιστορικό της Αιτήτριας και δη στο γεγονός ότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας αμέσως μετά την σύλληψή της, ενώ με δική της ευθύνη δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια ενωρίτερα κυρίως δε με την είσοδο της στη Κύπρο εφόσον κατά τον ισχυρισμό της συνηγόρου της το αίτημα ασύλου της Αιτήτριας είναι γνήσιο. Επιπλέον, δεν παραγνωρίζω τη μη συμμόρφωση της Αιτήτριας με υποχρέωσή της για ενημέρωση των αρχών για γνωστοποίηση διεύθυνσης διαμονής μετά την αποδέσμευσή της από τον εργοδότη της από τον Μάρτιο του 2024, εξού και ορθά κηρύχθηκε ως αναζητούμενο πρόσωπο. Τούτων λεχθέντων, η δοθείσα από τους Καθ’ ων η αίτηση αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης κρίνεται επαρκής.

 

Η αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο η απόφαση είναι σύμφωνη με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του. Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων μπορεί, όπως έχει πάγια νομολογηθεί να συμπληρωθεί ή ακόμα και να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1171 και άρθρο 29 του Ν, 158(Ι)/1999).

 

Ως εκ τούτου κρίνω ότι προκύπτει με σαφήνεια ότι η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας με σκοπό να καθυστερήσει τη διαδικασία απομάκρυνσής της. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχουν όλα τα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε επαρκή έρευνα σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με την υποχρέωση που είχαν να εκδώσουν το διάταγμα κράτησης υπό το φως των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας. Στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης υπάρχουν τέτοια στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός υποβολής του αιτήματος διεθνούς προστασίας από την Αιτήτρια ήταν η καθυστέρηση και/ή παρεμπόδιση της απέλασης της και ότι η έκδοση Διατάγματος κράτησης προκύπτει από το ιστορικό της Αιτήτριας και είναι το λογικό επακόλουθο της όλης συμπεριφοράς της.

 

Απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό υποβληθέν από την συνήγορο της Αιτήτριας, κρίνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση μετά από δέουσα έρευνα ορθά κατέληξαν στην απόφασή τους προβάλλοντας επαρκή αιτιολογία.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας, ότι το προσβαλλόμενο Διάταγμα κράτησης εκδόθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα αλλά και το Νόμο. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει η ίδια η Αιτήτρια και στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» [Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011] σελ. 136 και 137). Ισχυρισμός περί πλάνης περί τα πράγματα δεν εξετάζεται αφηρημένα και ακαδημαϊκά αλλά στη βάση συγκεκριμένων γεγονότων και περιστατικών σε κάθε υπόθεση. Μελετώντας τον διοικητικό φάκελο αλλά και τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας δεν διαπιστώνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση εμφιλοχώρησε πλάνη ούτε περί τα πράγματα αλλά ούτε περί το Νόμο.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας περί παραβίαση του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και κατ’ επέκταση των άρθρων 6 και 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίνω ότι θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε στη βάση των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου οι οποίες νομιμοποιούν την κατ’ εξαίρεση κράτηση αιτητών ασύλου.

 

Απόλυτα σχετικά τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Α.Η ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου πληθυσμού και Μετανάστευσης, αρ. υποθεσης ΔΚ53/21 ημερομηνίας 14/05/2021, τα οποία υιοθετώ.

  

«Το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ αποσκοπεί στην προστασία της προσωπικής ελευθερίας του ανθρώπου.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 5, απαριθμεί τις εξαιρέσεις και/ή τους εξαντλητικούς λόγους που επιτρέπουν την επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας (ΕΔΔΑ, Saadi v. United Kingdom, Αρ. υποθ. 13229/03, ημερομηνίας 29/1/2008, σκέψη 43). Το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζει πως κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια.

 

Επομένως, κάθε στέρηση της ελευθερίας πρέπει να είναι νόμιμη, να διενεργείται καλόπιστα και να συνδέεται στενά με τον σκοπό της, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το μέτρο εφαρμόζεται σε πρόσωπα που συχνά φοβούνται για τη ζωή τους και εγκαταλείπουν τη χώρα τους (Saadi ανωτέρω σκέψεις 67, 74 και ΕΔΔΑ, Conka v. Βελγίου, Αρ. υποθ. 13229/03, ημερομηνίας 5/2/2000, σκέψη 39). Η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο αλλά και να διασφαλίζει τα όσα καθορίζει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, δηλαδή να προστατεύει τον αιτητή ασύλου από την πιθανή αυθαιρεσία των κρατών.

 

Στην υπόθεση ΕΔΔΑ, S. D. v. Greece, Αρ. υποθ. 53541/07, ημερομηνίας 11/6/09 (σκέψεις 62 και 64) το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι η απέλαση μπορεί να εκτελεσθεί μόνο μετά την οριστική εξέταση του αιτήματος ασύλου (ΕΔΔΑ, R.U. v. Greece, Αρ. υποθ. 2237/08, ημερομηνίας 7/9/11 σκέψη 95). Επίσης στην υπόθεση του ΕΔΔΑ, Abdolkhani and Karimnia v. Turkey, Αρ. υποθ. 30471/08, ημερομηνίας 22/9/09 (σκέψεις 128 μέχρι 130), αποφασίστηκε ότι η στέρηση της ελευθερίας κάτω από το άρθρο 5 (1) (στ) της ΕΣΔΑ, δηλαδή λόγω απέλασης, είναι επιτρεπτή εφόσον οι διαδικασίες προχωρούν με δέουσα επιμέλεια. Οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά από το αρμόδιο όργανο οδηγεί στην παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, δηλαδή στην αρχή που επιβάλλει στα κράτη να προστατεύουν την ελευθερία του προσώπου από οποιαδήποτε αυθαιρεσία.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως το διάταγμα κράτησης ακυρώθηκε και το διάταγμα απέλασης ανεστάλη λόγω του υποβληθέντος αιτήματος επανανοίγματος του φακέλου του αιτητή. Η αναστολή του διατάγματος κράτησης και απέλασης δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο από τον αιτητή».

 

Πέραν των πιο πάνω, το παρόν Δικαστήριο, κέκτηται εξουσίας όπως προβεί σε έλεγχο ουσίας του Διατάγματος κράτηση, πέραν από τον έλεγχο νομιμότητας όπως καθορίστηκε και στην απόφαση του ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS, FNZ, SA, SA junior, ημερ. 14 Μαΐου 2020.

 

«292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

 

293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C 146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»

 

Στην βάση των ενώπιον μου δεδομένων και σε συνάρτηση με τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, θεωρώ απόλυτα εύλογο να μην εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, εφόσον είναι εμφανές πως το καταλληλότερο μέτρο ήταν η κράτηση της Αιτήτριας, εν αναμονή της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, η οποία σε περίπτωση απόρριψης θέτει σε εφαρμογή τις διαδικασίες απομάκρυνσης ή/και επιστροφής του.

 

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει στο σύνολό της και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα. Ενόψει της προσφυγής της Αιτήτριας στο Δικαστήριο δυνάμει διατάγματος νομικής αρωγής, τα έξοδα της δικηγόρου της Αιτήτριας να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής. 

 

 

 

Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ, Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Το αίτημα εγκρίθηκε στις 12/11/2024

[2] Απόφαση Νομικής Αρωγής στην αίτηση υπ αριθμό ΝΑ229/24, ημερομηνίας 18/12/2024


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο