A.M.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3513/2022, 24/1/2025
print
Τίτλος:
A.M.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3513/2022, 24/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                              Υπόθεση Αρ.:  3513/2022

24 Ιανουαρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

A.M.O.

από Νιγηρία

                                  Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                                   Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτήτρια: Ο. Ηλιάδης (κ.) για Α. Λαζάρου και Συνεργάτες

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση:  Μ. Τρεμούρη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 21.02.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 22.09.2020 και ακολούθως εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, όπου αφίχθηκε με τουριστική άδεια. Στις 23.10.2020 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 17.11.2020 παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.  Στις 17.01.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υπέβαλε στις 09.02.2022 Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 21.02.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 05.05.2022, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί η Αιτήτρια μέσω της υπό εξέταση προσφυγής της.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια μέσω του συνηγόρου της, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί των Νόμων.  

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση κατά την προφορική τους αγόρευση, υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, επισημαίνοντας ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση και/ή απόδοση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Προσθέτουν πως το αίτημά της έχει εξεταστεί δεόντως, ακολουθώντας το μοντέλο DSSH σε σχέση με τον ισχυρισμό της για το σεξουαλικό της προσανατολισμό, με την Αιτήτρια ωστόσο να μην είναι σε θέση να εκφράσει με βιωματικό τρόπο τα όσα ισχυρίστηκε. Επισήμαναν περαιτέρω ότι η Αιτήτρια ταξίδεψε χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα με την ταυτότητα και το διαβατήριο της ενώ κατάγεται επίσης από ασφαλή χώρα ιθαγένειας, καταλήγοντας πως δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για την ίδια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί πλάνης περί το νόμο, εξετάζοντας το σημείο 3.3. της γραπτής της αγόρευσης στην οποία ο συνήγορος της παρέπεμψε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, δεν μπορώ παρά να επισημάνω πως αυτός προωθείται με εξαιρετική γενικότητα και αοριστία χωρίς να είναι ουσιαστικό ευδιάκριτο που ακριβώς ερείδεται ο ισχυρισμός αυτός. Η έλλειψη αιτιολογίας του ισχυρισμού αυτού τον καθιστά ένθετο σε απόρριψη, αφού δεν έχω ενώπιόν μου επαρκές υπόβαθρο για να μπορέσει ο ισχυρισμός αυτός να εξεταστεί. Επισημαίνω την ξεκάθαρη απαίτηση της νομολογίας για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[1]. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται ως αναιτιολόγητος.

 

Αναφορικά με τον λόγο ακυρώσεως που αφορά την έλλειψη δέουσας έρευνας, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν διερεύνησαν επαρκώς τον φόβο που η ίδια εξέφρασε για τη ζωή της, λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού ως ομοφυλόφιλη, και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει με την Κυβέρνηση της Νιγηρίας.

 

Κατά την άποψή της, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εξέτασαν ουσιαστικά τους ισχυρισμούς της ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο και ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, τα οποία συνιστούν παραβίαση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων της σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου προχώρησε στην απόρριψη της αίτησής της με συνοπτικές και πρόχειρες διαδικασίες, χωρίς να εξετάσει την ουσία του αιτήματος ή να διασταυρώσει τους ισχυρισμούς της.

 

Κατά την ίδια, οι Καθ’ ων η αίτηση απέτυχαν να εξαγάγουν ασφαλή συμπεράσματα, καθώς δεν διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσουν αν είναι δικαιούχος διεθνούς ή, τουλάχιστον, συμπληρωματικής προστασίας.

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος  οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Παρατηρώ ότι στην υποβληθείσα αίτησή της για άσυλο η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή είναι ομοφυλόφιλη.  Ανέφερε ότι πριν από κάποια χρόνια, η οικογένεια της, την είχε απορρίψει αφού είχε μάθει ότι ήταν λεσβία και η ίδια είχε χάσει όλες τις γονικές παροχές.  Η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε την πατρίδα της χωρίς να έχει οτιδήποτε στην κατοχή της και η μόρφωση της είχε επίσης επηρεαστεί.  Υποστήριξε ότι αργότερα είχε παλέψει από μόνη της για να τελειώσει το σχολείο.  Ακολούθως, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι μόλις στις αρχές του περασμένου έτους, συνελήφθη από την αστυνομία λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, ωστόσο μετά από κάποιες βδομάδες στα αστυνομικά κρατητήρια, κατάφερε να δραπετεύσει και από τότε ζούσε κρυμμένη στη χώρα της. Τότε συνάντησε ένα φίλο που την βοήθησε να εξασφαλίσει βίζα ώστε να μπορέσει να διαφύγει επειδή ακόμη αναζητείται από την Κυβέρνηση της Νιγηρίας μέχρι σήμερα.  Τέλος, η Αιτήτρια εξέφρασε την απροθυμία της να επιστρέψει πίσω στη χώρα καταγωγής της αφού όπως σημείωσε, δε θέλει να πεθάνει. 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στο χωριό του πατέρα της το Ofaghe, ωστόσο αργότερα μετακόμισαν στην πόλη Warri όπου έζησε ολόκληρη τη ζωή της. Ερωτηθείσα ωστόσο που διέμενε πριν από την αναχώρηση της από τη χώρα, η Αιτήτρια αναφέθηκε στο Lagos, όπου πήγε το 2019, πιθανόν τον Αύγουστο (δε θυμάται με βεβαιότητα) αφού αντιμετώπιζε προβλήματα στο Delta State και παρέμεινε εκεί για 7 και πλέον μήνες προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Οι γονείς της διέμεναν στο Warri, ωστόσο επέστρεψαν πίσω στο Ofaghe όταν αφυπηρέτησε ο πατέρας της, ενώ έχει και τέσσερα (4) αδέλφια, τα οποία διαμένουν στην πολιτεία  Delta αλλά σε διαφορετικές πόλεις. Με τα αδέλφια της δεν έχει επαφή εκτός από τον έναν αδελφό της τον Emmanuel, ενώ ως υποστήριξε η μητέρα της δεν επιθυμεί να της μιλάει ενώ με τον πατέρα της είχε μιλήσει για τελευταία φορά το 2018. Ως περαιτέρω δήλωσε, αποφοίτησε από το σχολείο και σπούδασε βιολογία στο Delta State University, ενώ ομιλεί τη γλώσσα Isoko που είναι η γλώσσα της φυλής της, τη γλώσσα Urhobo που είναι η γλώσσα της φυλής από την οποίαν κατάγεται η μητέρα της καθώς επίσης και την αγγλική.  Αναφορικά με την εργασιακή της εμπειρία, η Αιτήτρια εργαζόταν στην πατρίδα της ως ταμίας σε εστιατόριο, ενώ μετά εργάστηκε ως μοδίστρα στην πολιτεία Delta

 

Ακολούθως, ερωτηθείσα για το ιστορικό του ταξιδιού της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία στις 22.09.2020 και αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές στις 24.09.2020 δια μέσου των οποίων διήλθε στις ελεγχόμενες περιοχές.  Ανέφερε ότι για να ταξιδέψει είχε χρησιμοποιήσει το διαβατήριο της και τουριστική βίζα ενώ δεν αντιμετώπισε οποιαδήποτε προβλήματα κατά την έξοδο της από τη χώρα καταγωγής της.     

 

Ως η ίδια δήλωσε,  εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, καθώς η ομοφυλοφιλία στη Νιγηρία αποτελεί ταμπού και είναι παράνομο δηλώνοντας πως «when you are caught, everything changes».  Ως περαιτέρω διευκρινίζει, ο κόσμος καίει τα ομόφυλα άτομα και η αστυνομία προχωρεί σε συλλήψεις. Ως υποστηρίζει, το 2019 είχε πάει σε ένα κλαμπ μαζί με τις φίλες της και όταν έφυγαν από το κλαμπ, στη διαδρομή προς το σπίτι, θεάθηκαν από περαστικούς να προβαίνουν σε ερωτικές πράξεις («saw us making out») με αποτέλεσμα να δεχθούν σωματική επίθεση («beating us». Αστυνομικοί που βρίσκονταν σε περιπολία εντόπισαν το περιστατικό και κατόπιν ενημέρωσης τους από τους παριστάμενους, συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση για μερικές βδομάδες. Με τη βοήθεια ενός συγκρατουμένου της, ο οποίος μίλησε με ένα φρουρό – αφού ως εξήγησε οι φρουροί δωροδοκούνται- κατάφερε να δραπετεύσει και διέφυγε στο Lagos όπου και κρυβόταν μέχρι το 2020 που εγκατέλειψε τη χώρα. Ως περαιτέρω δήλωσε, το 2020 συνάντησε κάποιους φίλους οι οποίοι της είπαν ότι εφόσον έχει συλληφθεί και υπάρχει υπόθεση εναντίον της, θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη Νιγηρία. Εξέφρασε ακόμη το φόβο της ότι μπορεί να συλληφθεί ξανά. 

 

Κατά την περαιτέρω διερευνητική διαδικασία που έλαβε χώρα μέσω υποβολής περαιτέρω ερωτημάτων στο πλαίσιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια όταν βρίσκεται με μια γυναίκα παρά με έναν άνδρα. Ανέφερε ότι το 2009 συνειδητοποίησε τα αισθήματά της για άτομα του ίδιου φύλου, μετά από αρνητικές εμπειρίες που είχε με άνδρες, και συγκεκριμένα αναφέρθηκε σε έναν συμμαθητή της που είχε αποπειραθεί να τη βιάσει. Στη συνέχεια, μίλησε για μια κοπέλα, τη Sandra, η οποία, ως ομοφυλόφιλη, την εισήγαγε στην ομοφυλοφιλία. Δήλωσε ότι ένιωθε ασφάλεια με μια γυναίκα, καθώς δεν φοβόταν βιασμό ή κακοποίηση.

 

Προέρχεται, ως δήλωσε, από χριστιανική οικογένεια και ανέφερε ότι η ομοφυλοφιλία θεωρείται ντροπή τόσο για την οικογένεια όσο και για την κοινωνία. Το 2014 αποκάλυψε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό στους γονείς και στον μικρό αδελφό της, με τους γονείς της να αντιδρούν έντονα και να διακόπτουν την επικοινωνία μαζί της, ενώ ο μικρός αδελφός της ένιωσε απογοήτευση και οι αδελφές της εξέφρασαν ντροπή. Επιπλέον, μίλησε και σε θείους της, οι οποίοι επίσης αρνήθηκαν να έχουν οποιαδήποτε σχέση μαζί της.

 

Η Αιτήτρια εξήγησε ότι στη Νιγηρία είναι εύκολο για μια ομοφυλόφιλη γυναίκα να κρύβεται, καθώς όταν συγκατοικεί με άλλη γυναίκα, ο κόσμος πιστεύει ότι είναι απλώς φίλες. Αναφέρθηκε επίσης σε γνωριμίες της με άλλες ομοφυλόφιλες στο πανεπιστήμιο, αλλά δήλωσε ότι δεν γνωρίζει οργανισμούς ή δίκτυα υποστήριξης για άτομα του ίδιου σεξουαλικού προσανατολισμού.

 

Στη συνέχεια της συνέντευξης, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι είχε δύο σχέσεις με γυναίκες.  Η μία ήταν με την Sanda η οποία κράτησε για 5-6 χρόνια, δηλώνοντας πως οι συμμαθητές και οι άλλοι φίλοι της νόμιζαν ότι απλά ήταν η καλύτερη της φίλη.  Η Αιτήτρια δήλωσε ότι η Sandra ήταν πολύ καλή μαζί της και ήταν εκεί όταν η ίδια χρειαζόταν να μιλήσει με κάποιον ή χρειαζόταν βοήθεια. Υποστήριξε ότι χώρισαν όταν η Sandra εγκατέλειψε τη Νιγηρία και πιστεύει πως αυτή βρίσκεται σήμερα στην Ιρλανδία.  Η δεύτερή της σχέση, ήταν με την Uche την οποίαν είχε γνωρίσει το 2019 σε κάποιο κλαμπ και ήταν μαζί για κάποιους μήνες μέχρι τη σύλληψη τους. Αυτή την στιγμή, δεν γνωρίζει που βρίσκεται η Uche επειδή όταν είχε μετακομίσει στο Lagos, προσπαθούσε να βρει τον εαυτό της.  Η Αιτήτρια επανέλαβε πως είναι Χριστιανή και πρόσθεσε ότι ο Χριστιανισμός και η ομοφυλοφιλία δεν συμβαδίζουν στη χώρα της, υποστηρίζοντας ακόμη πως όταν η κοινότητα μάθει ότι μια γυναίκα είναι ομοφυλόφιλη, την χτυπούν, την παρενοχλούν και μπορεί να την κάψουν ζωντανή.  Ερωτηθείσα εάν την είχαν βλάψει ποτέ, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά εκτός από τη ημέρα της σύλληψης της, όπου την είχαν χτυπήσει. 

 

Ακολούθως, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η κοινωνία θεωρεί την ομοφυλοφιλία ταμπού και ότι είναι κάτι το παρανοϊκό. Η ίδια φοβάται όταν φεύγει από το διαμέρισμα της.  Ισχυρίστηκε ότι στη Νιγηρία, η τιμωρία για την ομοφυλοφιλία όταν συλληφθείς είναι η καταδίκη σε θάνατο.  Όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε πως είναι η ζωή της στην Κύπρο, δήλωσε ότι είναι καλύτερα και ότι βρήκε εργασία, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι δεν εκφράζεται ανοιχτά για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό.  Σήμερα διαμένει με δύο πρόσωπα από το Καμερούν και ένα πρόσωπο από τη Νιγηρία, στους οποίους ωστόσο δεν έχει αποκαλύψει ότι είναι ομοφυλόφιλη. Πρόσθεσε, πως αυτή την στιγμή δεν έχει κάποια σχέση αφού χρειάζεται πρώτα να τακτοποιηθεί. 

 

Περιγράφοντας τη σύλληψή της, δήλωσε ότι τον Απρίλιο του 2019, ενώ έφευγαν από ένα κλαμπ μαζί με τη σύντροφό της Uche, οι "επαγρυπνητές" τις πλησίασαν, τις χτύπησαν και κατόπιν τις συνέλαβε η αστυνομία. Στο αστυνομικό τμήμα, οι αρχές τις κατηγόρησαν για ομοφυλοφιλία, ένα μεγάλο αδίκημα σύμφωνα με τους νόμους της Νιγηρίας. Όλα αυτά είχαν διαδραματιστεί στο Warri

 

Η Αιτήτρια κρατήθηκε για περίπου έναν μήνα, υποστηρίζοντας ότι κρατείτο σε ένα κελί που ήταν ένα πολύ σκοτεινό δωμάτιο με ένα μικρό παράθυρο, ενώ η φίλη της η Uche βρισκόταν σε ένα άλλο κελί και η ίδια δεν μπορούσε να την δει από το κελί της.  Ανέφερε ότι στο κελί βρισκόταν μαζί με άλλα άτομα αγόρια και κορίτσια. 

 

Κληθείσα να περιγράψει την απόδραση της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι απέδρασε με τη βοήθεια μιας φύλακα που συμπόνεσε την κατάστασή της. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι μετά την απόδραση της, μετέβη στο σπίτι της, πακέταρε τα πράγματα της και την επόμενη μέρα πήρε το λεωφορείο και πήγε στο Lagos

 

Ερωτηθείσα πως μετέβη στο σπίτι της από τον αστυνομικό σταθμό, η Αιτήτρια ανέφερε ότι χρησιμοποίησε ένα ποδήλατο αφού ποδήλατα υπήρχαν παντού.  Με το ποδήλατο μετέβη σε μία στάση λεωφορείου και από εκεί πήρε ένα ταξί το οποίο την άφησε στο σπίτι της.  Δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τι απέγινε η φίλη της αφού ήταν σε διαφορετικό κελί.  Όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε για την ημερομηνία της απόδρασης της, απάντησε ότι δεν θυμόταν και επανέλαβε ότι ήταν στο κελί για έναν περίπου μήνα.  Υποστήριξε ότι ήταν βράδυ, ωστόσο δεν θυμόταν την ώρα. 

 

Στη συνέχεια, επισημάνθηκε στην Αιτήτρια ότι στη συνέντευξη της είχε πει ότι οι συγκρατούμενοι της, της είχαν πει να μιλήσει στη φύλακα των κελιών η οποία θα μπορούσε να τη βοηθήσει.  Της υποδείχθηκε ακόμη ότι στη συνέντευξη ευαλωτότητας της, είχε πει ότι η φίλη της είχε πληρώσει κάποια χρήματα για την απελευθέρωση της.  Κληθείσα να εξηγήσει την αντίφαση, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πει ότι η φίλη της πλήρωσε χρήματα. 

 

Ακολούθως, επισημάνθηκε στην Αιτήτρια ότι στην αίτηση της για άσυλο είχε γράψει ότι εγκατέλειψε την πατρίδα της με την εξουσιοδότηση των αρχών.  Κληθείσα να εξηγήσει πως οι αρχές της επέτρεψαν να ταξιδέψει αφού μέχρι σήμερα αναζητείται, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν είναι αναζητούμενο πρόσωπο στη χώρα της.  Δήλωσε ότι απλά ήταν ενάντια στους νόμους της Νιγηρίας.  Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι εκείνη την περίοδο που ταξίδεψε είχε αποδράσει από το κελί αλλά δεν είχε δικαστεί.  Ισχυρίστηκε ότι εάν επιστρέψει στην πολιτεία Delta, θα συλληφθεί ξανά επειδή απέδρασε καθώς και για την υπόθεση της για ομοφυλοφιλία.  Επομένως, θα αντιμετωπίσει δύο τιμωρίες. 

 

Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν είναι ασφαλής ως ομοφυλόφιλη στην πατρίδα της, ανεξάρτητα σε ποια πολιτεία και εάν βρίσκεται.  Δήλωσε ότι εάν την κηρύξουν ως αναζητούμενη, δεν θα είναι ασφαλής οπουδήποτε στη χώρα της.  Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην πολιτεία της αφού ήδη έχει αποδράσει.    Πρόσθεσε ότι αδυνατεί να μεταβεί σε άλλη πολιτεία και να ζήσει όλη της τη ζωή κρυβόμενη.  Εξέφρασε την επιθυμία της να της επιτραπεί να ζήσει ως ένα ελεύθερο πρόσωπο.  

 

Τέλος, η Αιτήτρια ξεκαθάρισε ότι είναι αναζητούμενη στη Νιγηρία γι’ αυτό που είναι και επανέλαβε ότι δε μπορεί να κρύβεται σε όλη τη ζωή της. 

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, η λειτουργός ασύλου σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: Ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, προσωπικά στοιχεία και προφίλ της Αιτήτριας και ο δεύτερος αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξη της λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλη.  Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε δεκτός ενώ ο δεύτερος απορρίφθηκε.

 

Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με το δεύτερο ισχυρισμό, η λειτουργός ασύλου αξιολόγησε την Αιτήτρια με βάση το μοντέλο DSSH (Difference, Stigma, Shame, Harm) και επικεντρώθηκε στους τέσσερις άξονες που εξετάζει το συγκεκριμένο εργαλείο για αιτήματα ασύλου λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού:

 

1. Difference (Διαφορετικότητα): Ως καταγράφει η λειτουργός ασύλου, η Αιτήτρια περιέγραψε τη διαδικασία με την οποίαν αντιλήφθηκε τη διαφορετικότητά της, δηλαδή τη συνειδητοποίηση ότι είναι λεσβία, ωστόσο, παρατηρήθηκαν ασαφείς και αντιφατικές απαντήσεις σχετικά με το πότε και πώς ακριβώς έγινε αυτή η συνειδητοποίηση. Η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε περιστατικά σταδιακής αποδοχής της σεξουαλικότητάς της, όπως οι πρώτες σχέσεις της με γυναίκες, αλλά δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες για το πώς οι εμπειρίες αυτές την διαφοροποιούσαν από το κυρίαρχο κοινωνικό πλαίσιο της χώρας της.

 

2. Stigma (Στίγμα): Ως καταγράφει η λειτουργός ασύλου, αναφέρθηκαν περιστατικά στιγματισμού στη χώρα καταγωγής της, τόσο από την οικογένεια όσο και από την ευρύτερη κοινωνία, λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας. Η κοινωνία της χώρας καταγωγής της, με βάση τις πληροφορίες, θεωρεί την ομοφυλοφιλία «ταμπού» και εφαρμόζει αυστηρούς κοινωνικούς και θρησκευτικούς κανόνες, γεγονός που ενίσχυσε το αίσθημα περιθωριοποίησης της αιτήτριας. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι αναγκάστηκε να κρύψει τη σεξουαλικότητά της για να αποφύγει τη στιγματοποίηση, αλλά και πάλι δεν παρείχε συγκεκριμένα παραδείγματα ή περιστατικά για το πώς αυτό την επηρέασε σε καθημερινό επίπεδο.

 

3. Shame (Ντροπή): Ως προς αυτό, σύμφωνα με την καταγραφή της λειτουργού ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι υπήρχαν στιγμές που ένιωσε ντροπή για τη σεξουαλικότητά της λόγω της θρησκευτικής και κοινωνικής καταπίεσης στη χώρα της. Η ντροπή συσχετίστηκε με το φόβο της απόρριψης από την οικογένεια και την κοινωνία, καθώς και με την εσωτερική της σύγκρουση κατά τη διαδικασία αποδοχής της ταυτότητάς της. Ωστόσο, υπήρχαν ελλείψεις στις δηλώσεις της που να συνδέουν συγκεκριμένα τη ντροπή με συγκεκριμένα περιστατικά ή εμπειρίες.

 

4. Harm (Βλάβη): Ως καταγράφει η λειτουργός ασύλου, η Αιτήτρια περιέγραψε ότι υπέστη ψυχολογική βλάβη λόγω του στιγματισμού και της απόρριψης, ενώ αναφέρθηκαν περιστατικά φυσικής κακοποίησης και απειλές, τόσο από την οικογένειά της όσο και από μέλη της κοινωνίας. Ωστόσο, παρά τις αναφορές σε βλάβη, υπήρξε περιορισμένη τεκμηρίωση ή συγκεκριμένα παραδείγματα για την έκταση ή τη σοβαρότητα της βλάβης που υπέστη.

 

Έχοντας καταγράψει τα πιο πάνω, η λειτουργός ασύλου επισήμανε ότι από τις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης της και ειδικότερα σε σχέση με την «διαφορετικότητα», απουσιάζουν η επάρκεια λεπτομερειών και πληροφοριών, ενώ από το αφήγημά της  απουσιάζει σε αρκετά μεγάλο βαθμό το προσωπικό στοιχείο.  Ενώ η Αιτήτρια ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες σε ζητήματα που είναι κοινώς γνωστά σε μια κοινωνία, όπως για παράδειγμα την αντιμετώπιση της κοινωνίας προς ομοφυλόφιλα άτομα στη Νιγηρία, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να εκφράσει προσωπικά συναισθήματα και σκέψεις της κατά την περίοδο που ανακάλυπτε τη σεξουαλικότητα της, καθώς και συναισθήματα και σκέψεις της σχετικά με την αντιμετώπιση της από την οικογένεια της ή την κοινωνία σε περίπτωση που εκδήλωνε τη σεξουαλικότητα της.   Επιπλέον, οι δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με την ντροπή και το στίγμα και τη βλάβη και ειδικότερα οι αναφορές της σχετικά με τη σύλληψη της από τις αρχές της χώρας της, δεν χαρακτηρίζονται από ευλογοφάνεια, συνοχή και ακρίβεια λεπτομερειών, και παρόλο που δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια, οι διευκρινίσεις της δεν ήταν ικανοποιητικές. Τα ως άνω, πλήττουν αναπόφευκτα, κατά τη λειτουργό ασύλου, την εσωτερική αξιοπιστία του παρόντος μέρους του αιτήματος της.

 

Ακολούθως, εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας, η λειτουργός ασύλου παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης κατά τις οποίες: οι νόμοι της Νιγηρίας ποινικοποιούν τις σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, με ποινές έως και 14 χρόνια φυλάκισης· η αστυνομία χρησιμοποιεί τους νόμους αυτούς για εκβιασμό, βασανιστήρια και δημόσια ταπείνωση των LGBTIQ ατόμων·στις βόρειες περιοχές, η Σαρία προβλέπει ακόμη και τη θανατική ποινή για ομοφυλοφιλία μεταξύ ανδρών, ενώ για γυναίκες προβλέπονται μαστίγωμα ή φυλάκιση· οι θρησκείες της χώρας και η κοινωνία γενικά αντιμετωπίζουν την ομοφυλοφιλία με μίσος, αυξάνοντας τη βία, τους εκβιασμούς και τις επιθέσεις χωρίς συνέπειες. Ωστόσο, η λειτουργός επισήμανε ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας πως δεν υπάρχουν υποστηρικτικοί οργανισμοί στη Νιγηρία δεν επιβεβαιώνεται, καθώς υπάρχουν τέτοιοι οργανισμοί. Επίσης, η δήλωσή της ότι η ποινή για ομοφυλοφιλία είναι θάνατος δεν είναι ακριβής, καθώς η μέγιστη ποινή είναι 14 χρόνια φυλάκισης.

 

Κατόπιν της πιο πάνω ανάλυσης, η λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν υποστήριξε επαρκώς το αίτημά της, ενώ η έλλειψη προσωπικών και συγκεκριμένων στοιχείων πλήττει την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο μέρος του αιτήματός της κρίθηκε ως απορριπτέο.

 

Κατά την εξέταση του κινδύνου, η λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι στην πολιτεία Delta, τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων, συνεπώς δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. 

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19  του Περί Προσφύγων Νόμου.    

 

Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Καταρχάς συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι

 

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό, ήτοι την ισχυριζόμενη δίωξη της Αιτήτριας λόγω της ομοφυλοφιλίας της, συμφωνώ και συντάσσομαι με τα ευρήματα έλλειψης αξιοπιστίας ως αυτά εντοπίστηκαν από τη λειτουργό ασύλου. Συγκεκριμένα, εφαρμόζοντας το μοντέλο αξιολόγησης DSSH (Difference Shame Stigma Harm) έθεσε διάφορα ερωτήματα προκειμένου να διακρίνει εκείνα τα στοιχεία (key elements) που θα καταδείκνυαν την αξιοπιστία του ισχυρισμού της Αιτήτριας. Επισημαίνω στο στάδιο αυτό, ότι διατηρώ τις επιφυλάξεις μου ως προς το μοντέλο DSSH το οποίο χρησιμοποιήθηκε και το οποίο τα τελευταία έτη φαίνεται να επικρίνεται ως προς τον τρόπο που αυτό χρησιμοποιείται από τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων, ήτοι με τρόπο που κανονικοποιεί και ομογενοποιεί τη σεξουαλικότητα και την ταυτότητα των αιτούντων και τον τρόπο με τον οποίον τα άτομα αυτά θα πρέπει να εκφράζονται. Ιδιαίτερα, επικρίνεται πως, όπως κάθε κανονιστικό μοντέλο, έτσι και το DSSH δύναται να και έχει αποδειχθεί ότι χρησιμοποιείται καταχρηστικά, για παράδειγμα με την προσέγγιση του «κουτιού επιλογής», η οποία μπορεί να ενισχύσει τα στερεότυπα, ιδίως στην περίπτωση της αξιολόγησης της «ντροπής» «shame»[2]. Επισημαίνεται ότι η ανταπόκριση κάθε ατόμου στον σεξουαλικό του προσανατολισμό είναι ατομική και αντιπαραβάλλεται προς την προσωπική του ιστορία, τον πολιτισμό και την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση.

 

Πιο συγκεκριμένα, το μοντέλο αυτό φαίνεται να ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση γύρω από τη σεξουαλικότητα, κάτι που δεν ταιριάζει πάντα με τις εμπειρίες από διαφορετικές κουλτούρες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη αιτήσεων, όταν οι αιτητές δεν ακολουθούν συγκεκριμένες δυτικές αντιλήψεις για τη σεξουαλική ταυτότητα ή τις προσωπικές τους εμπειρίες. Για παράδειγμα, οι αποφάσεις βασίζονται συχνά σε στερεότυπα, όπως η υπόθεση ότι κάποιος πρέπει να έχει βιώσει ντροπή (Shame) για τη σεξουαλική του ταυτότητα, κάτι που δεν ισχύει πάντα για όλους τους αιτητές[3]​. Συνεπώς στις περιπτώσεις απουσίας συγκεκριμένων στοιχείων ή συναισθημάτων που σχετίζονται με την ντροπή ή το στίγμα, η διαδικασία αξιολόγησης ακολουθώντας τις κατευθύνσεις του DSSH μπορεί να υπονομεύσει την αξιοπιστία των αιτητών. Και τούτο, καθώς παραβλέπει ότι πολλές σύγχρονες κοινωνίες, ακόμα και σε χώρες καταγωγής των αιτητών, μπορεί να μην επιβάλλουν απαραίτητα τέτοια συναισθήματα, ή οι αιτητές μπορεί να έχουν εσωτερικεύσει την ταυτότητά τους διαφορετικά[4]​. Περαιτέρω, το μοντέλο λαμβάνει υπόψη ότι θεωρείται πως οι αιτητές θα πρέπει να έχουν βιώσει μια εσωτερική πάλη με τη σεξουαλικότητά τους προτού την εξωτερικεύσουν. Μια τέτοια όμως αντιμετώπιση, αγνοεί το γεγονός ότι ορισμένοι αιτητές, λόγω πολιτισμικών διαφορών, μπορεί να μην έχουν την ίδια εμπειρία αυτοαποδοχής που προϋποθέτει το μοντέλο[5]. ​

 

Φρονώ καταληκτικά πως, το μοντέλο DSSH, αν και προσφέρει μια δομημένη προσέγγιση, μπορεί να περιορίσει την κατανόηση της πολυπλοκότητας των εμπειριών των αιτητών, αν δεν εφαρμόζεται με ευαισθησία προς τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις και τις μοναδικές εμπειρίες κάθε ατόμου. Τούτο, καθώς επιβάλλει απροκάλυπτα ένα σταθερό μοτίβο που όλοι, ανεξάρτητα από την κουλτούρα ή τη γνώση των εννοιών του σεξουαλικού προσανατολισμού, θα βιώσουν κατά την ανάπτυξη της σεξουαλικής τους ταυτότητας.

 

Ενόψει λοιπόν των πιο πάνω, χωρίς το εν λόγω μοντέλο να αποκλείεται ως καθοδηγητική – και μόνο- μέθοδος για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της Αιτήτριας, εν προκειμένω, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση του εν λόγω ισχυρισμού, χωρίς να γίνεται ειδική αναφορά στο εν λόγω μοντέλο για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω, με βάση τους κοινώς αποδεκτούς δείκτες αξιοπιστίας έχοντας κατά νου ότι δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ+ και δεν πρέπει να λαμβάνονται ως δεδομένα η παρουσία ή απουσία συγκεκριμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφάνισης για την αξιολόγηση του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός ατόμου.

 

Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, παρατηρώ πως κατά τη συνέντευξη υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια πλήθος ερωτήσεων ανοικτού τύπου αλλά και μεγάλος αριθμός διευκρινιστικών και κλειστού τύπου ερωτήσεων, ώστε η ίδια να μπορέσει να εξωτερικεύσει αναλυτικά τόσο τις εμπειρίες και τα βιώματά της, όσο και τις σκέψεις και τα συναισθήματά της και να αποσαφηνίσει τους ισχυρισμούς της περαιτέρω. Λόγω ακριβώς της πληρότητας που εντοπίζω κατά τη διερευνητική διαδικασία, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς του συνηγόρου της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος και απορρίπτεται καθώς φρονώ πως οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και εξέτασαν προσεκτικά και σχολαστικά κάθε ισχυρισμό της Αιτήτριας και κάθε πτυχή της υπόθεσης της προτού καταλήξουν στα συμπεράσματα τους. 

 

Προχωρώντας, στην εξέταση του δεύτερου ισχυρισμού της Αιτήτριας και έχοντας μελετήσει ενδελεχώς τα ενώπιόν μου δεδομένα, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου περί εσωτερικής αναξιοπιστίας του ισχυρισμού αυτού. Εξέταση των απαντήσεων και του αφηγήματος της Αιτήτριας αποκαλύπτει σημαντικά προβλήματα που υπονομεύουν την εσωτερική της αξιοπιστία και εγείρουν αμφιβολίες σχετικά με την αυθεντικότητα των ισχυρισμών της. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, παρατηρούνται σοβαρές ασάφειες στις δηλώσεις της, καθώς αποφεύγει συστηματικά να παρέχει συγκεκριμένες λεπτομέρειες για κρίσιμα γεγονότα. Όταν ερωτάται για τα περιστατικά που οδήγησαν στη φυγή της από τη χώρα καταγωγής της, οι απαντήσεις της είναι γενικές και δεν προσφέρουν επαρκείς πληροφορίες για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς της. Για παράδειγμα, στην περιγραφή της σύλληψής της από τις αρχές της Νιγηρίας, παραλείπει να αναφέρει κρίσιμα στοιχεία, όπως τον τόπο, το χρόνο και τη διαδικασία της σύλληψης, καθιστώντας δύσκολη την αξιολόγηση της αυθεντικότητας των γεγονότων αυτών, ενώ υπό το ίδιο ασαφές σκηνικό περιγράφει η Αιτήτρια και την απόδραση της από τη φυλακή.

 

Επιπλέον, στις δηλώσεις της εντοπίζονται εσωτερικές αντιφάσεις, ιδίως σχετικά με τον χρόνο και τη φύση της συνειδητοποίησης του σεξουαλικού της προσανατολισμού, καθώς και τις σχέσεις της. Για παράδειγμα, σε διαφορετικά σημεία αναφέρει ότι συνειδητοποίησε τη σεξουαλική της ταυτότητα το 2009, ενώ αλλού δηλώνει ότι αυτό συνέβη αργότερα, μετά από συγκεκριμένες εμπειρίες, δημιουργώντας σύγχυση ως προς την ακρίβεια των ισχυρισμών της.

 

Αυτές οι αντιφάσεις υπονομεύουν τη συνοχή της αφήγησής της, ενώ η αδυναμία της να παρέχει σαφείς περιγραφές για τις προσωπικές της σχέσεις πλήττει περαιτέρω την αξιοπιστία της. Οι δηλώσεις της για τις σχέσεις της είναι ασαφείς και ελλιπείς, καθώς δεν παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία για τα άτομα με τα οποία είχε σχέσεις, τον τρόπο γνωριμίας τους ή τη διάρκειά τους. Παράλληλα, παρατηρείται ότι οι απαντήσεις της, ιδίως όταν αφορά διακρίσεις και τις επιθέσεις που φέρεται να υπέστη στη χώρα καταγωγής της, χαρακτηρίζονται από γενικότητα. Ενώ η Αιτήτρια ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες σε ζητήματα που είναι κοινώς γνωστά σε μια κοινωνία, όπως για παράδειγμα την αντιμετώπιση της κοινωνίας προς ομοφυλόφιλα άτομα στη Νιγηρία, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να εκφράσει προσωπικά συναισθήματα και σκέψεις της κατά την περίοδο που ανακάλυπτε τη σεξουαλικότητα της, καθώς και συναισθήματα και σκέψεις της σχετικά με την αντιμετώπιση της από την οικογένεια της ή την κοινωνία.

 

Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια φαίνεται να αποφεύγει να απαντά σε κρίσιμες ερωτήσεις, συχνά επαναλαμβάνοντας γενικές δηλώσεις χωρίς να προσθέτει νέες πληροφορίες. Αυτό είναι εμφανές σε σημεία όπου ερωτάται για το πώς κατάφερε να διαφύγει από τη φυλακή ή πώς έφτασε στην Κύπρο, όπου οι απαντήσεις της κρίνονται ως ασυνεπείς και αντιφατικές. Η απουσία συγκεκριμένων λεπτομερειών, η έλλειψη συνέπειας στις δηλώσεις της και οι σημαντικές παραλείψεις υπονομεύουν την αξιοπιστία της αφήγησής της. Συνοψίζοντας, η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα λόγω των ασαφειών , των αντιφάσεων, της έλλειψης λεπτομερειών και της γενικότητας που χαρακτηρίζουν τις απαντήσεις της. Η απουσία συνεκτικής και τεκμηριωμένης αφήγησης καθιστά δύσκολη την αποδοχή των ισχυρισμών της ως πειστικών και αξιόπιστων, ενώ οι παραλείψεις αυτές ενισχύουν τις αμφιβολίες σχετικά με την αυθεντικότητα του αιτήματός της.

 

Συμπερασματικά, η αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας καταδεικνύει την έλλειψη αξιοπιστίας, λόγω αντιφάσεων, γενικότητας και αδυναμίας παροχής συγκεκριμένων, πειστικών και βιωματικών παραδειγμάτων. Αυτές οι αδυναμίες δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα των ισχυρισμών της και επηρεάζουν αρνητικά τη συνολική εκτίμηση της αξιοπιστίας του ισχυρισμού της. Ενόψει των επισημάνσεων αυτών, ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ως εσωτερικά αναξιόπιστος.

 

Προχωρώντας σε εξέταση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού αυτού της Αιτήτριας, παρατηρώ τα ακόλουθα:

σύμφωνα με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι σχέσεις του ιδίου φύλου ποινικοποιήθηκαν και οι ομάδες υπεράσπισης των ΛΟΑΤ+ απαγορεύτηκαν το 2014, όταν ο πρώην πρόεδρος Jonathan υπέγραψε το νόμο για την απαγόρευση των γάμων μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου·

 

στη Νιγηρία τα άτομα της ΛΟΑΤ+ κοινότητας αντιμετωπίζουν εκτεταμένες κρατικές και κοινωνικές διακρίσεις. Νιγηριανοί που καταδικάζονται για σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου μπορούν να φυλακιστούν έως και για 14 χρόνια, ενώ 12 βόρειες πολιτείες διατηρούν τη θανατική ποινή για σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Τα ΛΟΑΤ+ άτομα υφίστανται επίσης επιθέσεις από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια συλλήψεων, απόπειρες εκβιασμού και διακρίσεις κατά την πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες ·

 

μια έρευνα του 2019 έδειξε ευρεία αντίθεση στα δικαιώματα της κοινότητας των ΛΟΑΤ+ με το 74% των ερωτηθέντων να υποστηρίζει τις ποινές φυλάκισης για όσους επιδίδονται σε δραστηριότητες μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.[6] Τα ευρήματα της ανωτέρω έρευνας, επιβεβαιώνονται και από έκθεση του USDOS, σύμφωνα με την οποία άτομα των ΛΟΑΤ+ στη Νιγηρία αντιμετωπίζουν απειλές και βία εναντίον τους με βάση τον πραγματικό ή αποδιδόμενο σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους. Η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, οι αυθαίρετες συλλήψεις και οι παράνομες κρατήσεις, αναφέρονται ως οι πιο συχνές παραβιάσεις που διαπράχθηκαν από αστυνομικούς και άλλους κρατικούς φορείς.[7]

 

Τα ανωτέρω ευρήματα από πηγές πληροφόρησης θα μπορούσαν να αποτελέσουν θετικό δείκτη της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού της, καθώς καταδεικνύουν ότι οι γενικές συνθήκες στη χώρα καταγωγής της ενδέχεται να ευθυγραμμίζονται με τα όσα επικαλείται. Ωστόσο, παρά τη σημασία αυτών των εξωτερικών στοιχείων, η αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας παραμένει κρίσιμη προϋπόθεση για την αποδοχή του ισχυρισμού της. Συνεπώς, ενόψει του γεγονότος ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να θεμελιώσει επαρκώς την εσωτερική αξιοπιστία της αφήγησής της, λόγω αντιφάσεων, ασαφειών  και ελλείψεων στις δηλώσεις της, ο ισχυρισμός της δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστικός. Ως εκ τούτου, παρά την ύπαρξη ενδείξεων εξωτερικής αξιοπιστίας, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται, καθώς δεν συνοδεύεται από μια συνεκτική και τεκμηριωμένη προσωπική αφήγηση που να επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα προστασίας της.

 

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς.

 

Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου: 

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών της Αιτήτριας που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δε δικαιολογείται η υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής της, σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί η Αιτήτρια στο καθεστώς της αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, η Αιτήτρια δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισήμανε στην απόφαση του CFDN κατά  Bundesrepublic Deutschland[8] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmi[9] αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση MekiElgafaji,NoorElgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[10] 

 

«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας (πολιτεία Delta- πόλη Ofagbe), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές:

 

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED[11] τη χρονική περίοδο 13.01.2024 έως 10.01.2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Delta 192 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 143 ανθρώπινες ζωές. Τα 192 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 73 μάχες (battles) με 104 ανθρώπινες απώλειες, 48 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) με 28 θανάτους, 46 διαμαρτυρίες (protests), με 2 απώλειες ζωών, 17 ταραχές (riots),  οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 9 ανθρώπινες απώλειες, 6 στρατηγικές αναπτύξεις χωρίς θανάτους, και 2 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας με μηδέν απώλειες ζωών.  Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Delta εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 5,636,100[12] (εκτίμηση 2022).

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Delta, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Αιτήτρια λόγω της παρουσίας της και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα, νεαρής ηλικίας, υγιής, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και ικανή προς εργασία. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία της Αιτήτριας που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.  

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων ενώπιον μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

  

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Custom Date Range: 22.10.2023 - 22.10.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Edo) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 22.10.2024]



[1] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007

[2] Βλσχετική ανάλυση επί του θέματος δικαστική έκδοση της EUAA με θέμα: "Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis", Second edition, February 2023,  σελ. 267-268.

[6]  Freedom House, Freedom in the World 2023 - Nigeria
https://www.ecoi.net/en/document/2090190.html 

[7] USDOS - US Department of State, 2022 Country Report on Human Rights Practices - Nigeria, 20 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089140.html

 

[8] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[9] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[10]Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ. 17.02.2009

[11] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Custom Date Range: 13.01.2024 - 10.01.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: DELTA) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15.01.2025]

 Delta State

[12] Wikipedia


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο