C.N. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3542/23, 28/1/2025
print
Τίτλος:
C.N. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3542/23, 28/1/2025

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 3542/23

 

28 Ιανουαρίου 2025

[Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C.N.

Αιτήτρια

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

  ....................

 

 

Ο. Ηλιάδης (κος) για Χριστίνα Λαζάρου Αρτέμη  (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια 

Μ. Φιλίππου (κα) για Μ. Καρπούζη  (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση

Η Αιτήτρια είναι παρούσα.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια  αιτείται: Δήλωση  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 12/08/2023, η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις  31/08/2023 και με την οποία την πληροφορούν ότι το αίτημά της για διεθνή προστασία  απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 10/04/2023, παραλαμβάνοντας αυθημερόν τη σχετική βεβαίωση υποβολής αιτήματός της. Στις 25/07/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 27/07/2023 ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) της Αιτήτριας . Στην συνέχεια, ήτοι στις 12/08/2023, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Στις 31/08/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την ίδια στις 31/08/2023. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια,  δια μέσω της  ευπαίδευτου συνηγόρου της, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής και της απαντητικής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως. Επί της γραπτής της αγόρευση επικεντρώνεται στους ακόλουθους λόγους ακύρωσης;  ότι η προσβαλλόμενη πάσχει λόγω έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης, αλλά και ότι στερείται επαρκούς αιτιολόγησης.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η Αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε από αρμόδιο όργανο, ότι είναι προϊόν δέουσας έρευνας και τήρησης της ορθής διαδικασίας και ότι η απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Οι Καθ’ ων υπεραμύνονται και της ορθότητας της επίδικης απόφασης υποστηρίζοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον Νόμο, υποβάλλοντας ότι η αίτηση εξετάστηκε ενδελεχώς και, ορθά κατέληξαν ότι στο πρόσωπο της Αιτήτριας δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να δικαιολογούν φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και τα άρθρα 3(1) και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν 6(Ι) 2000).

Κατάληξη

Θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc). Επομένως, προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση(Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345) JAMALKAROUV Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αρ. 128/2008 ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

Στην αίτησή της η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της, επειδή μετά τον θάνατο τη μητέρα της, η οικογένειά της στράφηκε εναντίον της ίδιας και του πατέρα της με σκοπό να οικειοποιηθούν την περιουσία τους.

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής της συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια  δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Νιγηρίας, αναφέροντας ως περιοχή καταγωγής και διαμονής της την πόλη Benin, Oredo LGA  στην πολιτεία Edo  της Νιγηρίας όπου και διέμενε με τον πατέρα της. Επιπλέον ανέφερε ότι είναι ελεύθερη, χριστιανή ως προς το θρήσκευμα και ομιλεί Αγγλικά όπως επίσης και την διάλεκτο Igbo. Ως προς το εκπαιδευτικό και εργασιακό της περιβάλλον ανέφερε ότι είναι απόφοιτη πανεπιστημίου από το 2013 και εργαζόταν στην επιχείρηση της μητέρας της μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2023. Ως προς το οικογενειακό της περιβάλλον η Αιτήτριας ανέφερε ότι η μητέρα της απεβίωσε στις 15/02/2023 λόγω εγκεφαλικού. Διατηρεί επαφή με τον πατέρα της  ο οποίος βρίσκεται εν ζωή στη χώρα και τόπο συνήθους διαμονής της, ωστόσο είναι 68 χρονών και αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια  ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής ότι μετά τον θάνατο της μητέρας της οι θείοι της (δύο αδερφοί της μητέρας της) ήθελαν να κατασχέσουν την περιουσία που κληρονόμησε από την μητέρα της. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έλαβε απειλές από τους θείους της και ότι απήγαγαν και τον πατέρα της στις 21/02/2023 τον οποίον απελευθέρωσαν περίπου πέντε (5) μέρες αργότερα και πριν την αναχώρησή της από την χώρα καταγωγής της.

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δυο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα της Αιτήτριας.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και έγινε αποδεκτός.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί ισχυριζόμενου φόβου δίωξης από τους δυο θείους της λόγω περιουσιακών διαφορών. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη στις εξής επισημάνσεις στο κομμάτι της εσωτερικής αξιοπιστίας: αρχικά, κατέγραψε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας  για το συγκεκριμένο ουσιώδες γεγονός στερούνται ουσιαστικών λεπτομερειών και ευλογοφάνειας και είναι αόριστες και αντιφατικές. Ειδικότερα σημείωσε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες ως προς τους θείους της από τους οποίους ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε απειλές. Προς τούτο δεν μπορούσε να ταυτοποίησή ή να δώσει περισσότερες πληροφορίες για αυτά τα άτομα πέραν των γενικών αναφορών ότι ήταν άνεργοι και τους βοηθούσε η μητέρα της (βλ. ερ 31/χ3, χ12 και χ13 .δ.φ.). Ακόμη ως προς τις απειλές η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση δώσει επαρκείς και συνεκτικές απαντήσεις σχετικά με το πότε έλαβαν χώρα. Ειδικότερα, ενώ αρχικά ανέφερε ότι έλαβε απειλές περισσότερες από τρεις φορές σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε ημερών, όταν κλήθηκε να περιγράψει τα γεγονότα αυτά ανέφερε μόνο δύο περιστατικά και οι περιγραφές της ήταν εξαιρετικά ελλιπείς. (βλ. ερ 31 δ.φ.).  Ως προς το περιστατικό που έλαβε χώρα, ήτοι την απαγωγή του πατέρα της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ήταν παρούσα στο σπίτι όταν απήγαγαν μόνο τον πατέρα της και όχι την ίδια. Ερωτηθείσα εφόσον ήταν η ίδια κληρονόμος της περιουσίας γιατί απήγαγαν μόνο τον πατέρα της, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις και εύλογες εξηγήσεις ως προς τα κύρια σημεία που περιβάλλουν τον πυρήνα του αιτήματός της, ενώ τα όσα επικαλείται παρουσίαζαν και έλλειψη ευλογοφάνειας. Επιπρόσθετα και ως προς την αντίφαση που εντοπίστηκε καθότι η Αιτήτρια στην έκθεση ευαλωτότητας επικαλέστηκε ότι προσπάθησαν να απαγάγουν και την ίδια και ότι κατάγγειλαν τον πατέρα της στην αστυνομία και ότι ο πατέρας της συνελήφθη ,δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση ως προς την εν λόγω διαφοροποίησης των ισχυρισμών της. (βλ. ερ 28 και 19 δ.φ.). Παρατηρήθηκε επίσης και έλλειψη συνοχής στα λεγόμενα της Αιτήτριας σε σχέση με τα γεγονότα που οδήγησαν τους θείους της να απελευθερώσουν τον πατέρα της. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι άφησαν ελεύθερο τον πατέρα της λόγω  του ότι τους υποσχέθηκε να τους δώσει τα έγγραφα ιδιοκτησίας για την περιουσία που κληρονόμησε στη συνέχεια ωστόσο ανέφερε ότι οι θείοι της απελευθέρωσαν τον πατέρα της παρόλο που δεν εκπλήρωσε την υπόσχεση του. (βλ. ερ. 29 και 28 δ.φ.).

Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω,  ο λειτουργός έκρινε ότι οι απαντήσεις της Αιτήτριας στερούνται ευλογοφάνειας σε καίρια σημεία επί του αφηγήματός  της. Επιπλέον έκρινε ότι οι απαντήσεις της βρίθουν αοριστιών, ήταν συνοπτικές και αντιφατικές, ενώ τα όσα ανέφερε πάσχουν από προφανή έλλειψη επαρκούς περιγραφής, λεπτομέρειας και συνοχής ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας δεν τεκμηριώθηκε.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι λόγω της ιδιωτικής φύσης των ισχυρισμών της Αιτήτριας δεν είναι δυνατό να ανευρεθούν πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές ικανές να τεκμηριώσουν τις δηλώσεις της.

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα και τόπο καταγωγής της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η Αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Benin, Oredo LGA της πολιτείας Edo στη Νιγηρία δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα έκθεσής της σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη, καθώς στην πολιτεία Edo δεν εκδηλώνεται αδιάκριτη βία. Σχετικώς, οι Καθ’ ων η Αίτηση διεξήγαγαν έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας (βλ. ερ. 49-42  δ.φ.). Επιπλέον έλαβαν υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας ότι δηλαδή πρόκειται για άτομο αυτόνομο, ικανό, δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε προβλήματα υγείας ή ευαλωτότητας και εργαζόταν στη χώρα της. Πρόσθετα διέμενε και μεγάλωσε στην πολιτεία Edo  όπου γεννήθηκε και έλαβε εκπαίδευση.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η Αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.

Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, η Αιτήτρια δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν επίσης ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και τις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[1]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ότι η Αιτήτρια είναι Νιγηριανή υπήκοος με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της πόλη Benin της πολιτείας Edo.

Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού. Γενικότερα οι απαντήσεις της Αιτήτριας στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού υπήρξαν αόριστες, επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το περιστατικό που οδήγησε στην απαγωγή του πατέρα της, όπως τους λόγους για τους οποίους οι θείοι επιτέθηκαν στον πατέρα της αντί στην ίδια, δεδομένου ότι η Αιτήτρια ήταν και ως ισχυρίστηκε ιδιοκτήτρια της επίμαχης περιουσίας. Ακόμη, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε περιγραφή ως προς τον φορέα δίωξής της, ήτοι τους θείους της, πέραν των γενικών αναφορών ότι είναι άνεργοι και ότι η μητέρα της τους φρόντιζε καθότι ήταν αδέλφια της. Καθώς επρόκειτο για την δική της οικογένεια και αποτελεί και τη γενεσιουργό αιτία του ισχυριζόμενου φόβου δίωξης της Αιτήτριας όφειλε να είναι σε θέση να απαντήσει με περισσότερες λεπτομέρειες. Ούτε και αναφορικά με τις φερόμενες απειλές που είχε δεχθεί από τους θείους της ήταν σε θέση η Αιτήτρια να περιγράψει με σαφήνεια, προβαίνοντας σε γενικές και αόριστες δηλώσεις ότι την απειλούσαν στέλνοντας κάποια ομάδα ανθρώπων να την κυνηγήσουν, ενώ δεν ήταν ούτε σε θέση να παρέχει οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες για την εν λόγω ομάδα. Τέλος, δεν ήταν ούτε σε θέση να απαντήσει με συνοχή και ευλογοφάνεια ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν αποτάθηκε στις αρχές της χώρας της, αφού με βάση τους ισχυρισμούς της επρόκειτο για ένα τόσο σοβαρό περιστατικό. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει με σαφήνεια, ευλογοφάνεια  και λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός της. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση - εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω οποιοδήποτε λόγο διαφοροποίησης.

Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και με επαρκή λεπτομέρεια, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, ήτοι την ηλικία της, το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας της,[2] φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή της προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις της δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς της την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.

Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεών της, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε, οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό της. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας πρωτίστως εναποτίθεται  στους ώμους της Αιτήτριας, η οποία πρέπει να καταβάλλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς της ότι υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής της, ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά τις προϋποθέσεις για παραχώρηση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή της παραχώρησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κάτι το οποίο ο Αιτητής φρονώ απέτυχε να το πράξει επί της παρούσας υπόθεσης. (William Crisantha Mal Francis Karumarathna v.Δημοκρατίας, υπόθ.αρ.1875/08, ημερ.1.3.2010 και Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ο.Η.Ε για τους προσφυγές  -  ότι ο Αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημα του, (βλ. Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας περί δίωξής της από τους θείους της λόγω μίας περιουσιακής διαφοράς ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, εξαιτίας ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στο αφήγημά της κατά τη συνέντευξή της. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[3], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[4]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας δικαστικής διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρία είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με την Αιτήτρια κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[5]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους με διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγγραφα που παρέθεσε η Αιτήτρια συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές της περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε η Αιτήτρια εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Εξάλλου ούτε από άλλα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε η Αιτήτρια τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου της συνηγόρου της προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι η Αιτήτρια μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής της κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[6] από τους θείους της, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[7]

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς της Αιτήτριας, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών της Αιτήτριας δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας  λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες  από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)]. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη της Αιτήτριας  από τους θείους της, αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε μόνο σχετικά με το κατά πόσο το κράτος θα μπορούσε να προστατέψει την Αιτήτρια από την κατ’ ισχυρισμό απειλή κατά της ζωής της.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, το κράτος είναι πρόθυμο και ικανό να προσφέρει επαρκή προστασία σε άτομα που φοβούνται μη κρατικούς φορείς. Η προστασία μπορεί να μην είναι προσβάσιμη για όσους ζουν σε περιοχές ένοπλων συγκρούσεων ή σε περιοχές όπου η επικράτεια τελεί υπό τον de facto έλεγχο εγκληματικών συμμοριών. Το κράτος έχει λάβει μέτρα για τη δημιουργία και τη λειτουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης για τον εντοπισμό, τη δίωξη και την τιμωρία πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος όσον αφορά παροχή προστασίας παρεμποδίζεται από την αναποτελεσματικότητα, την έλλειψη πόρων και κατάρτισης, τις χαμηλές αμοιβές και τη διαφθορά, ιδίως στην αστυνομία. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης μπορεί επίσης να διαφέρει από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τα επίπεδα εγκληματικότητας και τις εμφύλιες συγκρούσεις και το μέγεθος και την ικανότητα του συστήματος των δυνάμεων ασφαλείας και του δικαστικού συστήματος σε τοπικό επίπεδο. Το Σύνταγμα της Νιγηρίας και οι νομοθεσίες προστατεύουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τιμωρούν διάφορες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα κενά στο νομικό πλαίσιο, το οποίο είναι ένα μείγμα αγγλικού δικαίου, του εθιμικού δικαίου και του ισλαμικού δικαίου (σάρια) στις 12 βόρειες πολιτείες.[8]

Η ικανότητα της κυβέρνησης της Νιγηρίας να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα υπονομεύεται σε ορισμένες πολιτείες από την επικρατούσα ανασφάλεια, π.χ. τα κράτη που πλήττονται από τις συγκρούσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και αγροτών, τη βία που σχετίζεται με την Boko Haram και τη γενική εγκληματικότητα.[9] Σύμφωνα με πληροφορίες, οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας στη βορειοανατολική περιοχή ήταν υπερτεταμένες λόγω της εξέγερσης της Boko Haram/ISWAP και, ως εκ τούτου, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε τοπικές πολιτοφυλακές και σε ομάδες επαγρύπνησης. Η ανομία και η έλλειψη αστυνόμευσης έχουν περιγράφει ως βασικοί παράγοντες για την αύξηση των ληστειών ή της εγκληματικής βίας. Η πρόσφατη εισαγωγή του νόμου για την αστυνομία της Νιγηρίας 2020 συνδέεται με μακροχρόνιες εκκλήσεις για αστυνομική μεταρρύθμιση.[10]

Επιπλέον, οι μακροχρόνιες κριτικές προς τις δυνάμεις ασφαλείας της Νιγηρίας αφορούσαν τη διαφθορά και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[11]

Το νομικό και δικαστικό σύστημα της Νιγηρίας είναι ένα μικτό σύστημα που βασίζεται σε διάφορες πηγές και, ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Η πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα στη Νιγηρία για πολλούς πολίτες παρεμποδίζεται από το υψηλό κόστος της προσφυγής στο δικαστήριο. Επιπλέον, το δικαστικό σύστημα καθίσταται γενικά αναποτελεσματικό λόγω μεγάλου φόρτου υποθέσεων, της έλλειψης χρηματοδότησης και της χαμηλής ικανότητας ανθρώπινου δυναμικού, γεγονός που οδηγεί σε εξαιρετικά μεγάλους χρόνους διεκπεραίωσης. Αναφέρεται επίσης εκτεταμένη διαφθορά. Το 2017, το UNODC ανέφερε ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι στη Νιγηρία αντιπροσώπευαν τη δεύτερη πιο εύκολα επηρεασμένη ομάδα αξιωματούχων όσον αφορά τον κίνδυνο δωροδοκίας.[12]

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι σε μέρη της χώρας, η ικανότητα του νιγηριανού κράτους να παρέχει προστασία είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα στις πολιτείες που πλήττονται σημαντικά από τη βία που σχετίζεται με τη Μπόκο Χαράμ. Το κράτος της Νιγηρίας και οι θεσμοί του μπορεί επίσης να αποδειχθούν απρόσιτοι ή αναποτελεσματικά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως όταν πρόκειται για υποθέσεις περιουσιακών διαφορών.

Ωστόσο, ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι η πολιτεία Edo, η οποία βρίσκεται στα νότια της χώρας, δεν εμφανίζει κάποιο από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, ενώ σημαντικό στοιχείο το οποίο πλήττει και πάλι την αξιοπιστία των ισχυρισμών της  αποτελεί το γεγονός ότι η Αιτήτρια ουδέποτε απευθύνθηκε στις κρατικές αρχές της χώρας της για να λάβει προστασία. Συνάμα και με βάση τις ως άνω πηγές πληροφόρησης η Αιτήτρια θα μπορούσε εκτός από τις αστυνομικές αρχές να απευθυνθεί και στην τοπική αυτοδιοίκηση για να παρέμβει ως διαμεσολαβητής κάτι το οποίο και πάλι δεν έπραξε. Γενικότερα φρονώ από τα ενώπιον μου στοιχεία και τις αναφορές της Αιτήτριας ότι δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια προς επίλυση της οικογενειακής περιουσιακής διαφοράς που είχε με τους θείους της. Το βάρος παραμένει στην Αιτήτρια να αποδείξει γιατί το κράτος δεν είναι πρόθυμο και ικανό να της παρέχει αποτελεσματική προστασία, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι η Αιτήτρια δεν απευθύνθηκε στις αρμόδιες αρχές της χώρας της.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείτε το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή της. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Πέραν των ως άνω αναφερθέντων σημείων αναξιοπιστίας τα οποία κρίνω ότι πλήττουν ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας επισημαίνω ότι σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί της περί κινδύνου λόγω ιδιωτικής διαφοράς και δίωξης από τους θείους της, αφενός μεν δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφετέρου δε, στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς. Οι δε ιδιωτικές διαφορές καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής της κάτι το οποίο η Αιτήτρια δεν έπραξε. Θα προσθέσω επίσης ότι η Αιτήτρια δεν έχει συνδέσει τα εν λόγω περιστατικά ή την απροθυμία της να απευθυνθεί στις αρχές της Νιγηρίας με κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε προσκομίστηκε από την πλευρά της οποιαδήποτε μαρτυρία ή στοιχείο κατά την ενώπιον μου διαδικασία το οποίο να υποδεικνύει ότι δεν θα μπορούσε να αποταθεί στις αρχές της χώρας της  άρα δεν ήτο διαθέσιμη προστασία από τις αρχές της χώρας της για το πρόβλημα που κατ’ ισχυρισμό αντιμετωπίζει.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπό της  το καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται  εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς της, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα,  το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση της Αιτήτριας  οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό της και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αυτή δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών της περί κινδύνου από τους θείους της ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να της προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα της για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει η Αιτήτρια, το οποίο δίδεται όταν ο Αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας της. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor ElgafajiStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με τον διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και Ισλαμικού Κράτους (Islamic State in West Africa Province/ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) και της Boko Haram. Από το 2014, η πολυεθνική ομάδα που δημιουργήθηκε (Multinational Joint Task Force) - η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς[13]. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω διεθνείς ένοπλες συρράξεις, δεν εκτείνονται στο τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πολιτεία Edo.

Σύμφωνα με τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι πόλη Benin, Oredo LGA της πολιτεία Edo στην Νιγηρία όπου διέμενε και εργαζόταν για αρκετά έτη πριν την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της. Λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας του εν λόγω τόπου, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 20/01/2024 έως 17/01/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Edo, η οποία βρίσκεται νότια της χώρας, 207 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία προέκυψαν 125 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Τα 207 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 25 ταραχές (riots) με 6 απώλειες, 44 διαμαρτυρίες (protests), 54 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως συνέπεια 31 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 84 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 88 ανθρώπινες απώλειες.[14] Στην πόλη Benin, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας σημειώθηκαν 81 περιστατικά που είχαν ως συνέπεια 49 απώλειες ανθρώπινων ζωών. [15]  Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Edo το 2022 εκτιμάται ότι ανερχόταν στα 4,777,000[16].

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό διατρέξει η Αιτήτρια ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland). Πρόκειται για άτομο νεαρής ηλικίας, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, αυτόνομο, ικανό για εργασία, δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε θέματα υγείας ή ευαλωτότητας και έχει υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της,  καθότι εκεί εξακολουθεί να διαμένει ο πατέρας της.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε η Αιτήτρια ενώπιον της. Οι Καθ' ων η Αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Ούτε και ο ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας περί του ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν πλάνης της διοίκησης ευσταθεί και αναπόφευκτα απορρίπτεται ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τον Νίκο Χρ. Χαραλάμπους, στο σύγγραμμά του « Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου – Τρίτη έκδοση- σελ. 336 «δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα όταν η διοίκηση σταθμίζει αξιολογεί και εκτιμά στοιχεία και γεγονότα που παρουσιάζονται μπροστά της για κρίση (Δημοκρατία κ.α. v Χρυσοστόμου Κάλου, (1992) 3 Α.Α.Δ. 242) και εάν ακόμα αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους και προτιμά ορισμένα από αυτά, εφόσον η επιλογή στην οποία κατέληξε η διοίκηση είναι λογικά επιτρεπτή (Άρθρο 46(3) του Νόμου 158(Ι) του 1999. Νιόβη Παπαϊωάννου κ.α. (Αρ.2.) v Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,724, Παναγιώτα Αβάνη v Ρ.Ι.K (1994) 4 Α.Α.Δ 687) Περαιτέρω σύμφωνα με το ως άνω σύγγραμμα του Νίκου Χρ. Χαραλάμπους σελίδα 337, « το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο Αιτητής (Platritis v Republic (1969) 3  C.L.R. .366. Παπαδόπουλος v Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262 267)».

Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην όλη διαδικασία πράξης στο οποίο να διαφαίνεται ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και συνέπεια της οποίας η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα λόγω τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων που περιβάλλαν την απορριφθείσα αίτηση ασύλου της Αιτήτριας, αλλά ούτε και νομική πλάνη καθότι από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει σφάλμα στην υπαγωγή των στοιχείων που δόθηκαν από την Αιτήτρια στις διατάξεις της νομοθεσίας.

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού. (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427). 

Τέλος, σημειώνεται ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31/05/2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) με το οποίο η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας  ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω αυτή να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες του από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1200 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[2] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57

[3] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[4] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[5] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[6] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76

[7] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)

 

[8] UK Home Office, Country Policy and Information Note - Nigeria: Actors of protection, August 2024, σ. 6-8

https://assets.publishing.service.gov.uk/media/66c83c38acf4f3fbe9f6d26b/NGA+CPIN+Actors+of+Protection.pdf

 Georgetown Journal of International Affairs (2021), 'The Failure of Governance in Nigeria: An Epistocratic Challenge', available at: The Failure of Governance in Nigeria: An Epistocratic Challenge - Georgetown Journal of International Affairs (τελευταία προσπέλαση στις 15/07/2024)

[10] Center of Strategic and International Studies (2020), Conduct is the Key: Improving Civilian Protection in Nigeria', available at: Conduct Is the Key: Improving Civilian Protection in Nigeria (csis.org) (τελευταία προσπέλαση στις 15/07/2024)

[11] US DOS (2021), 'Nigeria', available at: Nigeria - United States Department of State (τελευταία προσπέλαση στις 15/07/2024)

[12] European Asylum Support Office (2018), 'Nigeria: Actors of Protection', available at: 2018_EASO_COI_Nigeria_ActorsofProtection.pdf (europa.eu)σελ.34, (τελευταία προσπέλαση στις 15/07/2024)

[13] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης

 https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria 

[14] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Edo)

[15] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Edo – Benin City)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο