
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.3817/23
28 Ιανουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J. Μ., ασυνόδευτος ανήλικος, δια της Επιτρόπου
Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Χ. Παλαικυθρίτη, Δικηγόρος για αιτητή
Κα Χρ. Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 29/09/23, ως άκυρης και/ή παράνομης και/ή στερούμενης έννομου αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως πρόσφυγας (Αιτητικό Β) ή ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας (Αιτητικό Γ) και δήλωση ότι δικαιούται προστασία από επαναπροώθηση δυνάμει των αρ.2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (Αιτητικό Δ).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 07/01/22 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 02/03/22 (ερ.1-4, 16-18, 31).
Στις 23/03/22 ετοιμάστηκε έντυπο ευαλωτότητας, όπου καταγράφεται ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο αιτητής καταζητείται καθότι πουλούσε ρούχα σε αγορά, χωρίς εντούτοις να γνωρίζει το πως και το γιατί συνέβη αυτό, ο πατέρας του απεβίωσε το 2008, όταν ο ίδιος ήταν 2 ετών, η βιολογική του μητέρα απεβίωσε κατά τη γέννα και τον μεγάλωσε η θεία του, είναι φορέας του HIV, φυματικός, έχει αυτοκτονικές σκέψεις επειδή του λείπει η οικογένεια του και έχει ένα αδελφό 25 ετών, που διαμένει στην Αγία Νάπα (ερ.19-23). Στη βάση των ως άνω ο αιτητής κρίθηκε ως πρόσωπο υψηλού κινδύνου για την προσωπική του ασφάλεια και έγινε εισήγηση για παρακολούθηση της πορείας του (ερ.43-57).
Στις 20/05/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.24-31). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και, στις 30/08/23, η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.73-85).
Μετά τη συνέντευξη ετοιμάστηκε έκθεση αναφορικά με τον προσδιορισμό της ηλικίας του αιτητή, όπου γίνεται εισήγηση ότι αυτός θα πρέπει να θεωρείται ανήλικο άτομο, η οποία εγκρίθηκε ακολούθως από τον λειτουργό που έλαβε και την επίδικη απόφαση (ερ.32).
Στις 29/09/23 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την επίδικη απόφαση, η οποία και επιδόθηκε σ’ αυτόν δια χειρός, αυθημερόν, και μεταφράστηκε στη γαλλική, την οποία κατανοεί (ερ.3, 88).
Στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ο αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας του ότι δέχθηκε απόπειρα δολοφονίας, απήχθη από εγκληματίες και πως έκαψαν την οικογένεια του και έτσι δεν μπορεί να επιστρέψει, καθότι, ως αναφέρει, δεν έχει οικογένεια στη χώρα καταγωγής.
Κατά τη συνέντευξή ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στις 27/10/06 στην πόλη Mbuji Mayi, μετά τον θάνατο του πατέρα του το 2011 διέμενε στο σπίτι της θείας του από την μητρική πλευρά στην Kinshasa, μέχρι το 2021. Ως ανέφερε συντηρούνταν οικονομικά από την θεία του και από τον Ιανουάριο του 2021 ήταν άστεγος και έμενε στον δρόμο. Προτού εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του διέμενε για 2 εβδομάδες στην οικία φίλου του πατέρα του, ο οποίος, ως ανέφερε, τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα. Οι γονείς του ήταν άρρωστοι και έχουν αποβιώσει, πατέρας πέθανε το 2011 ενώ ο ίδιος ήταν σε ηλικία 5 ετών και η μητέρα του δεν γνωρίζει πότε απεβίωσε καθότι ήταν μικρός. Έχει 3 αδέλφια, μια μεγαλύτερη αδελφή και δύο δίδυμα αδέλφια (μια αδελφή και έναν αδελφό), οι οποίοι μετά τον θάνατο του πατέρα του πήγαν να διαμείνουν με την οικογένεια του. Έχει ολοκληρώσει 11 έτη σχολικής εκπαίδευσης, σταμάτησε το σχολείο τον Ιανουάριο 2021 και ξεκίνησε τις προπονήσεις Judo. Δεν έχει εργαστεί ποτέ στην χώρα καταγωγής του.
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του δήλωσε πως απειλήθηκε και κινδυνεύει η ζωή του από τον πατέρα ενός φίλου του με τον οποίο έκαναν μαζί προπόνηση Judo, επειδή ο υιός του απεβίωσε κατά την διάρκεια της προπόνησης. Πρόσθεσε πως δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπεία για την ασθένεια από την οποία πάσχει (HIV) στην χώρα καταγωγής του. Ως περαιτέρω ανέφερε, τον Ιανουάριο του 2021, στη διάρκεια προπόνησης, ένας συναθλητής του υπέστη καρδιακή ανακοπή και απεβίωσε. Μετά την κηδεία του ο αιτητής δήλωσε πως επέστρεψαν στις προπονήσεις τους. Κατά τη διάρκεια της προπόνησης εμφανίστηκαν τρία αυτοκίνητα της αστυνομίας και κάποια άτομα που έμοιαζαν με εγκληματίες μαζί με άτομα της αστυνομίας συνέλαβαν όσους ήταν στην προπόνηση. Ο αιτητής νόμιζε πως θα τους πήγαιναν στο αστυνομικό τμήμα όμως τους μετέφεραν σε ένα μικρό χωριό στο τέλος της Κινσάσα. Όταν έφθασαν εκεί σκότωσαν μπροστά στα μάτια του τον δάσκαλο του Judo και τους υπόλοιπους τους νεότερους σε ηλικία τους απομόνωσαν σε κελί. Έμεινε σε αυτό το κελί για μια εβδομάδα και μετά ο ίδιος μαζί με άλλα άτομα διέφυγαν από το παράθυρο και ο ίδιος κατάφερε και διέφυγε στο δάσος. Μετά από αυτό το περιστατικό ο αιτητής δήλωσε πως δεν επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του εξαδέλφου του όπου διέμενε επειδή δεν γνώριζε τους δρόμους και έτσι αναγκάστηκε να μένει στον δρόμο.
Σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε σχετικά με τον λόγο για τον οποίο ο πατέρας του συναθλητή του ήθελε να τον σκοτώσει δήλωσε πως αυτό ήταν επειδή ο υιός του ήταν νεκρός και δεν είχε άλλο υιό. Ερωτηθείς σχετικά με το πως ο ίδιος συνδέεται με τον θάνατο του συναθλητή του δήλωσε πως δεν υπάρχει σύνδεση απλά όταν πέθανε ο υιός του ήταν όλοι παρόντες και έτσι ο πατέρας του πιστεύει ότι ευθύνονται για τον θάνατο του. Σχετικά με την ασθένεια από την οποία πάσχει δήλωσε πως έμαθε ότι είναι θετικός στον HIV όταν μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε, στο οποίο εμπλεκόταν ο οδηγός του φίλου του πατέρα του (ο οποίος τον βοήθησε να φύγει από τη χώρα καταγωγής), ο τελευταίος τον προέτρεψε να κάνει γενικές εξετάσεις αίματος και τότε το έμαθε. Πρόσθεσε πως ο φίλος του πατέρα του, του είπε πως ο πατέρας του απεβίωσε από την ίδια ασθένεια. Δεν γνωρίζει ποια είναι η θεραπεία αναφορικά με τον HIV στη χώρα καταγωγής και ανέφερε πως ήταν στο νοσοκομείο όπου παρέχουν θεραπεία για άτομα με HIV. Ερωτηθείς σχετικά με τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε πως δεν υπάρχει θεραπεία για το HIV εκεί και πως δεν έχει σκεφτεί την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής.
Οι καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση του αφηγήματος του αιτητή εντόπισαν και εξέτασαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως κατωτέρω.
1. Ταυτότητα, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του αιτητή από τον πατέρα του φίλου του, λόγω του θανάτου του φίλου του
Επί των ως άνω κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του 1ου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού και ως εκ τούτου έγινε αποδεκτό.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες και υπέπεσε σε αντιφάσεις στις δηλώσεις του σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του. Ειδικότερα, κρίθηκαν ως ανεπαρκείς οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με το ότι διέμεινε στο δρόμο μετά το περιστατικό της δίωξης του καθώς και ως ελλιπής κρίθηκε η δήλωση του ότι δεν επέστρεψε στο σπίτι της θείας του επειδή δεν γνώριζε τον δρόμο. Περαιτέρω αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με επάρκεια πληροφοριών τον λόγο που ο πατέρας του συναθλητή του ήθελε να τον σκοτώσει, δεν κατάφερε να συγκεκριμενοποιήσει πως απέδρασε από τον τόπο όπου κρατείτο και εντοπίστηκαν ακόμη αντιφάσεις στα λεγόμενα του σε σχέση με το χρόνο που απεβίωσε ο πατέρας του, αφού δήλωσε στο έντυπο ευαλωτότητας το 2008, ενώ στη συνέντευξη του το 2011. Όταν υπεδείχθη στον αιτητή η ανωτέρω αντίφαση αποκρίθηκε πως μάλλον έγινε λάθος στη μετάφραση και πως ο πατέρας του απεβίωσε το 2008. Ως αντιφατικές κρίθηκαν και οι δηλώσεις του σχετικά με το πως έμαθε ότι πάσχει από HIV με τον αιτητή να δηλώνει κατά την συνέντευξη του πως το έμαθε όταν μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα έκανε εξετάσεις ενώ κατά την συνέντευξη του από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής ευημερίας δήλωσε πως την επόμενη ημέρα του θανάτου του φίλου του, ο πατέρας του φίλου του πλήρωσε κάποιους οι οποίοι τον εμβολίασαν με τον ιό HIV (ερ.13). Τέλος, εντοπίστηκαν αντιφάσεις στις δηλώσεις του αιτητή σχετικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, καθώς όσα κατέγραψε στην αίτηση διεθνούς προστασίας δεν συνάδουν με όσα δήλωσε στο έντυπο της ευαλωτότητας του και τα όσα ο αιτητής ανέφερε κατά τη συνέντευξη. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού κρίθηκε πως τα όσα ανέφερε ο αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο υποστήριξης των ισχυρισμών του και συνεπώς δεν δικαιολογείται οιανδήποτε διερεύνηση μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Γι’ αυτό και ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.
Στη βάση των ως άνω, κατά την αξιολόγηση κινδύνου, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης για άτομα με το προφίλ του αιτητή, δεδομένης και της σταθερής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του στην Κινσάσα. Παρεμφερώς γίνεται αναφορά στην κατάσταση της υγείας του και το γεγονός ότι είναι φορέας του HIV, όπου γίνεται δεκτό ότι στη χώρα καταγωγής δεν είναι διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη. Επί του ζητήματος αυτού γίνεται ανάλυση εκ της οποίας οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν συνδέεται με κάποιο λόγω δίωξης ή σοβαρής βλάβης και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία. Ακολούθως καταλήγουν ότι δεν διαπιστώνεται ζήτημα επαναπροώθησης στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ για να καταλήξουν τελικώς ότι η επίδικη αίτηση απορρίπτεται, χωρίς να εκδοθεί εντούτοις απόφαση επιστροφής για λόγους που συνδέονται με το ότι ο αιτητής είναι φορέας HIV, ανήλικος, ως προηγουμένως είχε αναλυθεί.
Ενόψει των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη, δεν εκδόθηκε όμως απόφαση επιστροφής του αιτητή.
Στην προσφυγή ο αιτητής παραθέτει αρκετά νομικά σημεία, τα πλείστα εκ των οποίων αναπτύσσονται εμπεριστατωμένα και διανθισμένα με παραπομπές σε αποφάσεις του ΔΔΔΠ και πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ), κυρίως σε άρθρα σχετικά με την κατάσταση αναφορικά με διαθέσιμες θεραπείες για HIV και την αντιμετώπιση φορέων του ιού, στα πλαίσια των αγορεύσεων που ακολούθησαν.
Στα πλαίσια λοιπόν των αγορεύσεων της η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι δεν διερευνήθηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί του αιτητή και δεν λήφθηκαν υπόψη οι εξ αυτών προκύπτουσες προσωπικές περιστάσεις του, ήτοι το γεγονός ότι είναι ορφανός, ανήλικος, φορέας του ιού HIV, φυματικός, με αυτοκτονικές τάσεις και χωρίς επαφή με την θεία του, με την οποία διέμενε επί σειρά ετών. Περαιτέρω, ως αναφέρει, δεν αξιολογήθηκε δεόντως ο ουσιώδης ισχυρισμός του περί δίωξης από πατέρα συναθλητή του, ο οποίος απεβίωσε κατά την προπόνηση Judo, και δεν συνυπολογίστηκε το ότι - ως ο αιτητής είχε αναφέρει - αυτός διέμενε για κάποιο διάστημα στον δρόμο.
Επιπροσθέτως, κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης οι καθ’ ων η αίτηση «παρέλειψαν να αξιολογήσουν και/ή να λάβουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού», ως αυτό κατοχυρώνεται στον ίδιο τον Περί Προσφύγων Νόμο, αρ.10 και 13Α (στο εξής ο Νόμος), στο αρ.3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (στο εξής η ΔΣΔΠ) και αρ.24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (στο εξής ο Χάρτης). Ως αναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, παραθέτοντας σχετικώς πλήθος αποσπασμάτων από αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου που πραγματεύονται το ζήτημα, οι καθ’ ων η αίτηση δεν υπέβαλαν σ’ αυτόν κατάλληλες και αρκετές ερωτήσεις κατά τη συνέντευξη και δεν αξιολόγησαν ορθά, μη λαμβάνοντας υπόψη την ανηλικότητα του αιτητή, τα όσα αυτός ανέφερε και λανθασμένα δεν απέδωσαν το ευεργέτημα της αμφιβολίας εν προκειμένω.
Επί της ουσίας, η συνήγορος του αιτητή, αναφέρει ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό, δεδομένης - ως αναφέρει - της ανεπάρκειας του συστήματος υγείας, του κόστους των φαρμάκων αλλά και του κοινωνικού στίγματος που φέρουν οι φορείς του HIV, ότι υπάρχει λόγος παροχής προσφυγικού καθεστώτος στη βάση του ότι αυτός είναι μέρος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ως ανήλικος ορφανός, φορέας του HIV, με φορέα το κράτος, το οποίο αρνείται ή αδυνατεί να παρέχει φροντίδα και αξιοπρεπή διαβίωση στον αιτητή, χωρίς να υπάρχει - δεδομένου ότι φορέας είναι το κράτος - δυνατότητα μετεγκατάστασης του σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής. Ακολουθεί μια σύντομη αναφορά στον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, όπου - ως αναφέρει η συνήγορος του αιτητή - θα έπρεπε να γίνει δεκτός δια της εφαρμογής του ευεργετήματος της αμφιβολίας, δεδομένης της ανηλικότητας του αιτητή, εφόσον οι όποιες αντιφάσεις ή κενά εντοπίζονται δεν είναι ουσιώδη. Τέλος, σε περίπτωση που δεν γίνουν αποδεκτά τα ανωτέρω, αναφέρει ότι συντρέχει και λόγος παροχής συμπληρωματικής προστασίας, καθώς η διαφθορά που παρατηρείται στον κρατικό μηχανισμό και η αναποτελεσματικότητα της αστυνομίας δημιουργεί κίνδυνο σοβαρής βλάβης για τον αιτητή στη βάση του αρ.19 (2) (β).
Οι καθ' ων η αίτηση, απαντώντας εις έκαστο εκ των ως άνω ισχυρισμών του αιτητή, αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, δεν έγινε κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης καμία πλημμέλεια αναφορικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις του αιτητή και είναι προϊόν δέουσας έρευνας, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας, τόσο αναφορικά με τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή όσο και αναφορικά με την κατάληξη τους για την μη συνδρομή των προϋποθέσεων προσφυγικού καθεστώτος αλλά και συμπληρωματικής προστασίας. Επί της διαδικασίας και του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού στα πλαίσια αξιολόγησης των ενώπιον τους στοιχείων αναφέρουν ότι ακολουθήθηκαν αυτά σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και - σε κάθε περίπτωση - ουδέν δικαίωμα του απώλεσε ο αιτητής.
Έχω διέλθει με προσοχή τα όσα ανέφεραν οι συνήγοροι των μερών στις γραπτές τους αγορεύσεις, τις διευκρινήσεις και το περιεχόμενο του διοικητικού φάκελου.
Προτού προχωρήσω με την αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων σημειώνω ότι επί του ζητήματος της ηλικίας του σήμερα και του πως αυτή επιδρά ή και διαφοροποιεί στα δεδομένα της υπόθεσης (δεδομένης της ανηλικότητας του κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης και του ότι είναι σήμερα ενήλικος) αλλά και του αν έλαβε δεόντως και σε όλη τους την έκταση τις διαδικαστικές εγγυήσεις που συνεπάγεται η ανηλικότητα του κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης - σε συνάρτηση πάντοτε με τους εγερθέντες εκ του αιτητή ισχυρισμούς που άπτονται του βέλτιστου συμφέροντος του - θα επανέλθω πιο κάτω, στα πλαίσια αξιολόγησης των ενώπιον μου στοιχείων και εκτίμησης κινδύνου, στη βάση των αποδεκτών από το Δικαστήριο ισχυρισμών.
Δεδομένων των ως άνω προχωρώ σε επί της ουσίας εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ειδικώς σε περιπτώσεις ανήλικων, στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ. 142, αναφέρεται ότι «[κ]ατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας στην περίπτωση ανήλικων αιτούντων (439), είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται διαφοροποιημένη προσέγγιση τόσο σε σχέση με τα προσωπικά (υποκειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία που τους αφορούν όσο και σε σχέση με τον τρόπο αλληλεπίδρασης των στοιχείων αυτών με πληροφοριακά (αντικειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία, για παράδειγμα, σχετικά με τις συνθήκες της χώρας.».
Περαιτέρω, στις σελ.151-153 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα κάτωθι:
«Προκειμένου να είναι ρεαλιστικές οι προσδοκίες σχετικά με την ικανότητα των ανήλικων αιτούντων να ανακαλούν γεγονότα του παρελθόντος και να απαντούν σε ερωτήσεις, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητός ο τρόπος λειτουργίας της μνήμης των ανηλίκων. Η μνήμη εξαρτάται από το στάδιο ανάπτυξης και την ωριμότητα του ανηλίκου. Επομένως, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του, ένας ανήλικος ενδέχεται να αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες όσον αφορά την αντίληψη του χρόνου και τον υπολογισμό του κινδύνου (478).
[…]
Οι ατομικές και ευρύτερες περιστάσεις του παιδιού, όπως το στάδιο ανάπτυξης και η προσωπική του ικανότητα, θα πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά όταν χρησιμοποιούνται «συνήθεις» δείκτες αξιοπιστίας.
- Επαρκώς λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες: Τα παιδιά αφηγούνται συνήθως τις ιστορίες τους με λιγότερες λεπτομέρειες από ό,τι οι ενήλικες. Παρότι μπορεί να είναι σε θέση να δώσουν λεπτομέρειες, χρειάζονται περισσότερη στήριξη για να τις περιγράψουν. Τα παιδιά μπορεί επίσης να επικεντρώνονται σε πολύ διαφορετικά ζητήματα και να έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα από τους ενήλικες και τούτο θα επηρεάσει τα στοιχεία για τα οποία μπορούν να παράσχουν τις περισσότερες λεπτομέρειες.
- Γενικά, η εσωτερική συνέπεια έχει περιορισμένη αξία, ως δείκτης αξιοπιστίας, στην περίπτωση των παιδιών. Επιπλέον όλων των γενικών στρεβλώσεων της μνήμης που συνεπάγονται φυσιολογικές ανακολουθίες, συχνά τα παιδιά επηρεάζονται ειδικότερα από την υποβολιμότητα των ερωτήσεων, τις στρεβλωτικές συνέπειες της έλλειψης εμπιστοσύνης και τις αναπτυξιακές μεταβολές της μνήμης (ιδίως στους εφήβους).
- Εξωτερική συνέπεια: Οι δηλώσεις του παιδιού θα πρέπει να συγκρίνονται πολύ προσεκτικά με τις πληροφορίες για τη χώρα ή τις μαρτυρίες ενηλίκων. Συχνά τα παιδιά δεν γνωρίζουν ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για τη χώρα, την κοινότητά τους κ.λπ. λόγω περιορισμένης εκπαίδευσης, έλλειψης ειδικού ενδιαφέροντος ή του αναπτυξιακού σταδίου στο οποίο βρίσκονται (483).
Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν την προσέγγιση που περιγράφεται στο Εγχειρίδιο της UNHCR, το οποίο αναφέρει σχετικά με την εκτίμηση της αξιοπιστίας ότι «αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωσή του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας» (484). H UNHCR αναγνωρίζει επίσης ότι η εκτίμηση της αξιοπιστίας ενός ανήλικου «διέπεται από φιλελεύθερη εφαρμογή της αρχής “του ευεργετήματος της αμφιβολίας”» (485). Σε όλα τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από την εφαρμογή ή μη της προσέγγισης αυτής, κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ανηλίκου πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ηλικία και ο βαθμός ευαισθησίας.»
Στις Κατευθυντήριες Οδηγίες [1] για Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, της UNHCR, σημειώνεται σχετικώς τα εξής:
«4. Η υιοθέτηση ευαισθητοποιημένης στις ανάγκες των παιδιών ερμηνείας της Σύμβασης του 1951 δεν σημαίνει ότι τα παιδιά αιτούντες άσυλο δικαιούνται αυτομάτως να αναγνωριστούν πρόσφυγες. Το παιδί που αιτείται άσυλο οφείλει να αποδείξει ότι διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η ηλικία, όπως και το φύλο, ασκούν καθοριστική επιρροή στον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα4.
[…]
Για την προσήκουσα εφαρμογή των κριτηρίων υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, εκτός από την ηλικία, επιβάλλεται να συνεκτιμώνται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, οι γνώσεις και / ή οι αναμνήσεις του από τη χώρα καταγωγής του καθώς και το καθεστώς του ως ευάλωτου προσώπου6.
[…]
72. Δεν μπορεί να αναμένεται από τα παιδιά να εκφράσουν τις εμπειρίες τους όπως οι ενήλικες. Μπορεί να δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν το φόβο τους για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των τραυματικών εμπειριών που έχουν βιώσει, των οδηγιών των γονέων τους, της έλλειψης παιδείας, του φόβου που τους αποπνέουν οι κρατικές αρχές ή πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εξουσίας, των «κατασκευασμένων» καταθέσεων των διακινητών ή του φόβου των αντιποίνων. Μπορεί να είναι πολύ μικρά ή ανώριμα για να αξιολογήσουν ποιες είναι οι σημαντικές πληροφορίες ή για να ερμηνεύσουν ό, τι έχουν αντιληφθεί ή βιώσει με τρόπο που μπορεί να κατανοήσει ένας ενήλικας. Μερικά παιδιά μπορεί να παραλείπουν ή να παρανοούν/διαστρεβλώνουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες ή να αδυνατούν να διακρίνουν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Μπορεί επίσης να δυσκολεύονται να κατανοήσουν αφηρημένες έννοιες, όπως είναι ο χρόνος ή η απόσταση. Έτσι, ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ψέμα στην περίπτωση ενός ενήλικα δεν είναι απαραίτητο να είναι ψέμα στην περίπτωση ενός παιδιού. Επομένως, για την ακριβοδίκαιη αξιολόγηση της αξιοπιστίας και της σημασίας των ισχυρισμών του παιδιού έχει ιδιαίτερη σημασία η εξειδικευμένη και κατάλληλη κατάρτιση των κριτών των αιτημάτων ασύλου141. Τούτο μπορεί να απαιτεί τη διεξαγωγή συνεντεύξεων με τα παιδιά εκτός επίσημων σχημάτων, με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων, ή την παρακολούθηση των παιδιών και την επικοινωνία μαζί τους σε περιβάλλον όπου αισθάνονται ασφαλή, για παράδειγμα, σε ένα κέντρο υποδοχής.
73. Παρότι στις περιπτώσεις των ενηλίκων το βάρος της απόδειξης μοιράζεται συνήθως ανάμεσα στον αιτούντα άσυλο και στον εξεταστή, ενδέχεται ο κριτής του αιτήματος ασύλου ενός παιδιού, ειδικά εάν είναι ασυνόδευτο, να υποχρεωθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς που αυτό προβάλει 142. Αν δεν είναι εφικτή η επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και / ή το παιδί αδυνατεί να εκφράσει ολοκληρωμένα τον ισχυρισμό του για το φόβο δίωξης που διατρέχει, ο κριτής του αιτήματος ασύλου οφείλει να αποφασίσει λαμβάνοντας υπόψη όλες τις γνωστές περιστάσεις, εφαρμόζοντας ενδεχομένως με πνεύμα φιλελεύθερο το ευεργέτημα της αμφιβολίας.»
Επανέρχομαι στους ενώπιον μου ισχυρισμούς για να παρατηρήσω τα εξής.
Αρχίζοντας κατ’ αρχήν από τον απορριφθέν 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, ως αυτός κατετάγη από τους καθ’ ων η αίτηση, περί διώξεως του αιτητή από τον πατέρα συναθλητή του, ο οποίος είχε αποβιώσει κατά την προπόνηση Judo, το οποίο οδήγησε στην απαγωγή και κράτηση του, εκ της οποίας απελευθερώθηκε και διέφυγε, θα συμφωνήσω με την επί τούτου κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού. Τούτο γιατί τα λεγόμενα του παρουσιάζουν ουσιώδη και εξόφθαλμα κενά, θεμελιώδεις ελλείψεις και ασυνέπεια, τόσο εντός του ίδιου του αφηγήματος του αιτητή κατά τη συνέντευξη όσο και σε συνάρτηση και κατ’ αντιπαραβολή με τα όσα αυτός είχε αναφέρει στα πλαίσια της συνέντευξης του από τις Υ.Κ.Ε. (ερ.13-14), κατά τη συνέντευξη ευαλωτότητας (ερ.19-23) αλλά και τα όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση (ερ.1-4, 16-18), εκ των οποίων διαβρώνεται μοιραία και αναπόφευκτα η συνολική αξιοπιστία των δηλώσεων του.
Εξηγώ επί των ως άνω.
Εν προκειμένω το όλο αφήγημα του αιτητή βρίθει κενών και καταφανών αντιφάσεων και σε κανένα σημείο των λεγομένων του δεν ήταν σε θέση να αναφέρει έστω την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια για όσα ισχυρίστηκε αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του από τον πατέρα του συναθλητή του, την κράτηση του, την απόδραση του και διαφυγή του στο δάσος, τον εντοπισμό του από φίλο του πατέρα του μετά από ατύχημα στο οποίο εμπλεκόταν ο οδηγός του και την ισχυριζόμενη αδυναμία του να επιστρέψει στον τόπο διαμονής του με την θεία του. Επί όλων αυτών των ισχυρισμών ο αιτητής παραθέτει εν πολλοίς ασυνάρτητα, μη συνεκτικά στοιχεία, τα οποία στερούνται χρονικής συνέχειας και ευλογοφάνειας, σε σημείο που καμία εφαρμογή - όσο φιλελεύθερη και ελαστική και αν είναι - του ευεργετήματος της αμφιβολίας θα μπορούσε να υπερκεράσει την παντελή εδώ έλλειψη εσωτερικής συνοχής, λαμβανομένης βεβαίως πάντοτε και της ηλικίας του αιτητή, εδώ περί των 14 ετών κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα κατ’ ισχυρισμό συμβάντα που εξιστορεί και περί των 15 στη συνέντευξη.
Σημειώνω ότι, παρότι αποδέχομαι την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή ότι δεν θα πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο ζήτημα του χρόνου θανάτου του πατέρα του αιτητή, όπου οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν αντιφάσεις, καθότι εξηγείται από τον ίδιο ως λανθασμένη καταγραφή αναφορικά με το 2008 (ερ.24 - Χ3), δεν μπορώ να παραβλέψω ότι, ως προκύπτει από το σύνολο των ενώπιον μου δηλώσεων του ο αιτητής διαφοροποίησε πολλά σημεία του αφηγήματος του σε διάφορα στάδια της επίδικης διαδικασίας και αδυνατούσε να παραθέσει ευλογοφανείς ισχυρισμούς και λεπτομέρειες επί όλων των πτυχών του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού. Στην απόφαση του UKIAT (Δευτεροβάθμιο Tribunal του Ηνωμένου Βασιλείου) στην HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department [2005] UKAIT 00120, ημ.04/08/05 [2], παρ.128, το δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του εκεί αιτητή, ανέφερε ότι «there is the full, consistent detail and the plausible noting of small points, unlikely to be observed or recounted by a person who had not had the experience described. ». Εν προκειμένω λοιπόν, κατά παράφραση του ως άνω αποσπάσματος, σε δική μου μετάφραση, είναι κατάληξη μου ότι εκ του αφηγήματος του αιτητή απουσιάζει, δεδομένου ότι πρόκειται για ανήλικο 15 ετών (στη συνέντευξη), ηλικία που θεωρώ πως θα επέτρεπε σ’ αυτόν να παραθέσει με εύλογη συνοχή τους ισχυρισμούς του, κάθε ίχνοσ πλήρους, συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης, έστω μερικών, σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει. Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που το όλο αφήγημα του αιτητή υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του, συνυπολογιζόμενης πάντοτε της ανηλικότητας του.
Δεν παραβλέπω ότι θα μπορούσε βεβαίως να γίνουν περισσότερες επί τούτων ερωτήσεις κατά τη συνέντευξη όμως, δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των στοιχείων που συνθέτουν την υπόθεση, αλλά και του ότι ο αιτητής είχε κάθε δικαίωμα να προσφέρει στα πλαίσια της παρούσης προσφυγής ισχυρισμούς και περαιτέρω μαρτυρία [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, και άρθρα 11 (2) (α) και 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018] αλλά ουδέν έπραξε, τα κενά ως τα έχουν εντοπίσει και οι καθ’ ων η αίτηση και τα οποία εξηγώ ανωτέρω, παραμένουν και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αποδοχής των ισχυρισμών αυτών. Σημειώνω τέλος, σε συμφωνία και πάλι με τους καθ’ ων η αίτηση, ότι η αμιγώς προσωπική φύση των εν λόγω ισχυρισμών του αιτητή δεν θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από ΠΧΚ και συνεπώς ορθώς κρίθηκε ότι δεν υπήρχε ανάγκη για κάτι τέτοιο στην παρούσα, σε σχέση με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό.
Υιοθετώ λοιπόν πλήρως όσα καταγράφονται στην επίδικη έκθεση (ερ.79-81) αναφορικά με την αξιοπιστία των λεγομένων του αιτητή στα πλαίσια του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, τα οποία παρατίθενται εν συντομία πιο πάνω στα πλαίσια της παρούσας.
Σημειώνω εδώ ότι δεν αποδέχομαι ότι αυτός είχε διαμείνει στους δρόμους και ότι έχει χάσει επαφή με την θεία του, με την οποία διέμενε επί δεκαετία, και τα αδέλφια του, καθώς δεν έχω πεισθεί, δεδομένων και όσων πιο πάνω αναφέρω για τη σωρεία αντιφάσεων σε σχέση με το ιστορικό του ως προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου, για την αλήθεια των εν λόγω ισχυρισμών του. Επί τούτου θα πρέπει να σημειώσω ότι τα σημεία του αφηγήματος του αιτητή τα οποία φέρουν αυτή την ελάχιστα αναμενόμενη ευλογοφάνεια και συνοχή φτάνουν μέχρι του σημείου που, ως ο ίδιος ανέφερε, άρχισε προπονήσεις Judo. Από το σημείο αυτό και έπειτα, ήτοι ο θάνατος του συναθλητή του, η απαγωγή και κράτηση του (για τα οποία - ακόμα και με βάση και μόνο τα λεγόμενα του ιδίου - δεν φαίνεται να υπάρχει σαφής σύνδεση τους με τον θάνατο του συναθλητή του), η απόδραση και διαφυγή του, το ότι - ως ο ίδιος αναφέρει - δεν ήξερε τον δρόμο να επιστρέψει στον τόπο διαμονής του (ερ.26 - Χ1) και τα όσα αναφέρει για το ατύχημα που εμπλεκόταν ο οδηγός φίλου του πατέρα του (σημειώνω ότι ο πατέρας του είχε αποβιώσει προς 10 ετών, όταν ο αιτητής ήταν 5 ετών) και τη βοήθεια που του έδωσε αυτός για να φύγει από τη χώρα στερούνται κάθε ψήγματος ευλογοφάνειας και δεν ανταποκρίνονται κατ’ ουδένα λόγο στο ευλόγως αναμενόμενο αφήγημα - τόσο σε λεπτομέρειες αλλά και συνοχή - από ένα αιτητή ο οποίος ήταν περί των 15 ετών στη συνέντευξη, με 11ετή μόρφωση, ως και ανωτέρω εξηγώ.
Συνοψίζοντας λοιπόν τα ενώπιον μου αποδεκτά στοιχεία, αυτά συνίστανται στο ότι ο αιτητής ενήλικας (από τις 27/10/24), ορφανός, φορέας του HIV, φυματικός, ηλικίας 18 ετών σήμερα, με οικογενειακό δίκτυο στην Κινσάσα (θεία, αδέλφια), με τους οποίους διατηρεί επαφή, με 11ετή φοίτηση σε σχολείο, χωρίς εργασιακή εμπειρία και με τόπο διαμονής την Κινσάσα.
Σημειώνεται ότι η μεταβολή των στοιχείων που αφορούν τον αιτητή, ήτοι εν προκειμένω η πρόσφατη ενηλικίωση του θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στα πλαίσια του εξ υπαρχής και πλήρους ελέγχου που τελεί το παρόν Δικαστήριο [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, αρ.46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και αρ.47 του ΧΘΔΕΕ].
Η έκταση και η φύση του ελέγχου που διενεργείται στα πλαίσια υπόθεσης ως η παρούσα έχει δε προσφάτως επιβεβαιωθεί και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στη C-406/22, CV, ημ.04/10/24, όπου το Δικαστήριο, στη σκέψεις 88-89 ανέφερε ότι «ο όρος «ex nunc» αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης κατά της οποίας βάλλει η προσφυγή. Ειδικότερα, μια τέτοια εκτίμηση επιτρέπει την εξαντλητική εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να χρειάζεται να αναπεμφθεί ο φάκελος στην αποφαινόμενη αρχή. Η εξουσία που απονέμεται επομένως στον δικαστή να λαμβάνει υπόψη νέα στοιχεία τα οποία δεν έχουν κριθεί από την εν λόγω αρχή εντάσσεται στο πλαίσιο του σκοπού της οδηγίας 2013/32, όπως αυτός υπενθυμίστηκε στη σκέψη 78 της παρούσας απόφασης (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 111 και 112). […] Εν συνεχεία, ο επιθετικός προσδιορισμός «πλήρης» που παρατίθεται στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που ανέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης της εν λόγω αρχής (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 113).». Εκ του εν λόγω δε αποσπάσματος, σε συνάρτηση και με την εξουσία που του αποδίδει η οικεία νομοθεσία, καθίσταται σαφές επίσης ότι το παρόν Δικαστήριο δύναται να εξετάζει και να αποφαίνεται επί στοιχείων τα οποία δεν εξετάστηκαν ή δεν εξετάστηκαν δεόντως από τη διοίκηση, καθιστώντας αλυσιτελή την προβολή ισχυρισμών περί μη δέουσας έρευνας ή μη ορθής διαδικασίας.
Αξίζει περαιτέρω επί τούτου να σημειωθεί ότι στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 51/2022, ημ.19/20/24, το Εφετείο, παρότι έκανε δεκτή εν τέλει την έφεση επί του σημείου ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο ΠΧΚ που είχε προσκομίσει ο αιτητής, παραμέρισε την απόφαση χωρίς να αγγίξει το σημείο που αφορά το ότι, δεδομένου ότι ο αιτητής είχε πλέον ενηλικιωθεί, η εξέταση της υπόθεσης έγινε σ’ αυτή τη βάση, σημειώνοντας σχετικά ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο […] προχώρησε σε έλεγχο της ουσίας του αιτήματος του Εφεσείοντα, αντιμετωπίζοντάς τον πλέον ως ενήλικα, λόγω της μεταβολής των προσωπικών του συνθηκών.»
Στη βάση λοιπόν των ως άνω αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή προχωρώ σε εκτίμηση κινδύνου, στα πλαίσια μελλοντοστραφούς εξέτασης και αξιολόγησης αυτών.
Αναφορικά με τους αποδεκτούς ισχυρισμούς εντοπίζω τις εξής πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ).
Σε σχέση με τις διαθέσιμες θεραπείες για HIV και Φυματίωση και προσβασιμότητα τους από τους πάσχοντες στη Λ. Δ. του Κονγκό έχω εντοπίσει τα εξής.
Από το 2010 η διάδοση του ιού HIV μειώνεται σταθερά και εξίσου σταθερά αυξάνεται η διαθεσιμότητα και προσβασιμότητα μέσα από μια σειρά μέτρων - για τα οποία η χώρα λαμβάνει σημαντική οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό - που περιλαμβάνουν την πρόληψη, διάγνωση, φροντίδα, περίθαλψη και ανίχνευση του ιϊκού φορτίου. Στα πλαίσια της πολυεπίπεδης δράσης κατά του ιού από κυβερνητικά και άλλα σχήματα, διατίθενται και κοινωνικοί εργάτες, οι οποίοι φροντίζουν για την παραπομπή σε ιατρικά κέντρα των πασχόντων, ενημέρωση και πρόληψη αλλά και αντιμετώπιση του κοινωνικού στίγματος που συνεπάγεται η ασθένεια. Από πλευράς πρόσβασης σε θεραπεία καταγράφεται ότι το υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στην ηλικιακή ομάδα των ανδρών άνω των 15 ετών (72%) και οι θεραπείες αλλά και η απαιτούμενη φαρμακευτική αγωγή είναι δωρεάν σε όλα τα δημόσια νοσηλευτήρια ή εγγεγραμμένα φαρμακεία. Στην Κινσάσα λειτουργεί και ειδικό νοσηλευτήριο για το HIV/AIDS από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, στο οποίο παρέχεται νοσηλεία για πάσχοντες όλων των σταδίων της νόσου. Αντίστοιχα, για την Φυματίωση αλλά και περιπτώσεις που τα δύο νοσήματα συνυπάρχουν (coinfection), έχει τεθεί σε ισχύ πολυεπίπεδο σχέδιο δράσης το 2018 όμως το κόστος θεραπείας είναι σημαντικό, με αποτέλεσμα να είναι απαγορευτικό για τον φτωχό πληθυσμό, παρότι η φαρμακευτική αγωγή παραμένει δωρεάν, και η προσβασιμότητα σε θεραπεία υπολογίζεται στο 63% των πασχόντων. [3]
Ως προς την διαθεσιμότητα των φαρμάκων, εξέταση ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος κέντρων Υγείας το 2017 και το 2018 ώστε να προσδιοριστεί το μέγεθος των ελλείψεων σε ιατρικές μονάδες αποτύπωσε σοβαρές ελλείψεις σε φαρμακευτικό υλικό και διαγνωστικά εργαλεία σε υγειονομικές μονάδες, με το 37% να διαθέτει τα απαραίτητα τεστ HIV και ART. Τα νοσοκομεία είχαν μεγαλύτερη διαθεσιμότητα, ενώ τα κέντρα υγείας αντιμετώπιζαν ελλείψεις. Υπήρχαν σημαντικές γεωγραφικές διαφορές, με τις κεντρικές και βορειοδυτικές επαρχίες να πλήττονται περισσότερο από ελλείψεις σε θεραπεία[4].
Σε αναφορά του UN AIDS για το 2023 καταγράφεται ότι η κάλυψη για την αντιρετροϊκή ART θεραπεία ανέρχεται στο 91% σε ενήλικες ηλικίας 15 ετών και πάνω, πράγμα που καταδεικνύει ότι η κατάσταση βελτιώνεται [5].
Σε άλλη πηγή περιλαμβάνονται κάποια νοσοκομεία και κλινικές τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα που προσφέρουν θεραπεία HIV/ AIDS στην Κινσάσα: Clinique Générale de Kinshasa • University Clinic • Ngaliema Clinic • Kitambo Clinic • Bondeko Clinic • Yolo Medical Clinic • Saint Joseph Hospital • Nganda Centre • Kinshasa Medical Centre • Gombele Medical Clinic • ROI Baudouin Clinic • N’djili Hospital • Marie Biamba Mutombo Clinic[6].
Αναφορικά με το κοινωνικό στίγμα που αντιμετωπίζουν οι φορείς των ως άνω ιών, έχω εντοπίσει τα εξής.
Σύμφωνα με έκθεση του USDOS για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ΛΔΚ για το έτος 2023, αναφέρεται πως η νομοθεσία απαγορεύει τις διακρίσεις σε άτομα πάσχοντα από HIV, όμως το κοινωνικό στίγμα συνεχίστηκε. Η ανωτέρω έκθεση επικαλείται έρευνα του 2020, η οποία διεξήχθη από το Υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμός υγείας και άλλες οργανώσεις, κατά την οποία άτομα με HIV ρωτήθηκαν σχετικά με το στίγμα και τις διακρίσεις εναντίον τους. Περίπου το 40 τοις εκατό των ερωτηθέντων προέβαλε την κατάσταση HIV ως λόγο για τον οποίο είχε μετακομίσει κατά τους προηγούμενους 12 μήνες. Περίπου το 25 τοις εκατό δήλωσε ότι έχασε μια δουλειά ή πηγή εσόδων κατά τους προηγούμενους 12 μήνες λόγω της κατάστασής της υγείας τους. Κατά τη διάρκεια του έτους, η κυβέρνηση συνέχισε να εκτελεί το Εθνικό Πρόγραμμα για την Καταπολέμηση του HIV/AIDS. Το πρόγραμμα υποστήριξε άτομα που ζουν με HIV και AIDS, μείωσε το κοινωνικό στίγμα και βελτίωσε την ποιότητα των εξετάσεων, τη θεραπεία και τη φροντίδα[7]. Έκθεση του Freedom House επιβεβαιώνει πως άτομα με HIV αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβαση τους στην υγειονομική περίθαλψη και στην εκπαίδευση[8].
Σε COI query της EUAA σχετικά με την κατάσταση των γυναικών χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην Κινσάσα αναφέρεται πως οι γυναίκες χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, μεταξύ άλλων στην πρόσβαση στην αναπαραγωγική υγεία και στη θεραπεία του HIV λόγω στιγματισμού[9].
Κατόπιν ενδελεχούς έρευνας σε διαθέσιμες σχετικά πηγές δεν έχω εντοπίσει αναφορές σε στιγματισμό φορέων του ιού HIV που αφορά των ανδρικό πληθυσμό, παρότι εντοπίζω αναφορές σε κοινωνικό αποκλεισμό και στιγματισμό που αφορούν τις γυναίκες, ιδίως χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, ο οποίος σχετίζεται κυρίως με το ότι φαίνεται να γίνεται συσχετισμός μεταξύ του ιού και της πορνείας. Σημειώνω ότι τα άρθρα σε σχέση με τον στιγματισμό που φέρουν οι φορείς του ιού, τα οποία παραθέτει στην αγόρευση της η συνήγορος του αιτητή (σελ.11-12), αφορούν (σε σχέση με την πτυχή του στιγματισμού) κυρίως γυναίκες, σε όλα δε τα άρθρα αυτά αναγνωρίζεται ότι έχουν γίνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια, τόσο από πλευράς διαθεσιμότητας θεραπείας όσο και αντιμετώπισης του κοινωνικού στίγματος που φέρει η ασθένεια.
Ενόψει των ως άνω πληροφοριών (ΠΧΚ) προέχει βεβαίως η εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος.
Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται πρόσωπο που «λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Σύμφωνα με το αρ.3Γ (1) του Νόμου και (αρ.9 Οδηγίας), η πράξη που προκαλεί βάσιμο φόβο δίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον [πιο πάνω]». Στο αρ.3Γ (2) του Νόμου παρατίθεται μη εξαντλητικός κατάλογος πράξεων δίωξης, όπου περιλαμβάνονται «πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας».
Στο αρ.3Δ του Νόμου αναφέρεται ότι η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα νοείται όταν «τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και […] η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.» Σημειώνεται ότι το αρ.3Δ συνιστά (αυτολεξεί) μεταφορά στην εθνική νομοθεσία του αρ.10 (1) (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Το άρθρο αυτό έχει τύχει ερμηνείας στα πλαίσια σχετικού προδικαστικού ερωτήματος από εθνικό Δικαστήριο στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπ. αρ.C‑621/21, WS, ECLI:EU:C:2024:47, ημ.16/01/24, όπου αναφέρονται τα εξής διαφωτιστικά αναφορικά με το εύρος εφαρμογής της διάταξης αυτής.
«56. Γεγονός παραμένει ότι το να υφίστανται κάποιου είδους διάκριση ή δίωξη πρόσωπα που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο όταν, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να διερευνηθεί εάν η επίμαχη ομάδα εμφανίζεται ως διακριτή ομάδα υπό το πρίσμα των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στην χώρα καταγωγής. Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται και από το σημείο 14 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 2, σχετικά με τη «συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης.
[…]
70. Με βάση τα ανωτέρω, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, οσάκις ο αιτών ισχυρίζεται ότι έχει φόβο ότι θα υποστεί δίωξη από μη κρατικούς υπευθύνους στη χώρα καταγωγής του, δεν είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας και των πράξεων δίωξης, εφόσον μπορεί να διαπιστωθεί τέτοιος συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης και της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών από μη κρατικούς υπευθύνους προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.»
Στην ανωτέρω απόφαση διατυπώνονται και εξηγούνται ευκρινώς οι παράμετροι που αξιολογούνται προκειμένου για αναγνώριση ενός συνόλου ως ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, κατά τα οριζόμενα στο αρ.3 και 3Δ του Νόμου, που υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί, από κρατικό ή μη φορέα, πράξεις διώξεως, περιλαμβανομένης κακοποίησης, διακρίσεων και άλλες πράξεις οι οποίες είναι «αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, ή […] να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο [με τον προαναφερθέντα]».
Στο εγχειρίδιο «Κατευθυντήριες γραμμές της EASO σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας»[10] καταγράφονται τα εξής:
«Εγγενή χαρακτηριστικά: ως εγγενές χαρακτηριστικό μπορεί να θεωρηθεί χαρακτηριστικό το οποίο είναι σύμφυτο, ενδογενές ή παραπέμπει συνήθως σε χαρακτηριστικό με το οποίο γεννιέται ένα πρόσωπο. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι το χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι αναγκαίο να είναι αναλλοίωτο (ήτοι σταθερό ή μόνιμο) ή αμετάβλητο.
Κοινό ιστορικό παρελθόν: κοινό ιστορικό παρελθόν μπορεί να διαπιστωθεί σε σχέση με σημαντικές κοινές εμπειρίες του παρελθόντος ή με κληρονομικό καθεστώς, κοινωνικό ή μορφωτικό ιστορικό παρελθόν κ.λ.π.
Χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τα αποκηρύξει: πρόκειται συνήθως για χαρακτηριστικά τα οποία σχετίζονται με θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να αναγκάζεται να αποκηρύξει αυτό το χαρακτηριστικό ή αυτήν την πεποίθηση ούτε θα πρέπει να αναμένεται ότι θα τα αποκρύψει ή θα επιδεικνύει συγκράτηση κατά την εξωτερίκευσή τους (12). Κατά την UNHCR: «Ο ορισμός της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας περιλαμβάνει χαρακτηριστικά τα οποία (...) εάν και είναι εφικτή η αλλαγή τους, αυτή δεν μπορεί να απαιτηθεί επειδή αφορούν στον πυρήνα της ταυτότητας του ατόμου ή εκφράζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα» (13).
Επισημαίνεται ότι οι τρεις ανωτέρω πτυχές των κοινών χαρακτηριστικών είναι συμπληρωματικές μεταξύ τους και ο διαχωρισμός τους δεν είναι πάντοτε σαφής. Οι τρεις πτυχές αντικατοπτρίζουν μία κοινή υποκείμενη ιδέα. Η ίδια περίπτωση μπορεί να υπαχθεί σε περισσότερες από μία «κατηγορίες» κοινών χαρακτηριστικών, ανάλογα με την εθνική πρακτική λήψης αποφάσεων. Για παράδειγμα, η «ηλικία» μπορεί, κατά την άποψη ορισμένων, να υπαχθεί στα «εγγενή χαρακτηριστικά», ή κατ’ άλλους στο «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί». Όταν ένα χαρακτηριστικό μπορεί να υπαχθεί σε οποιαδήποτε από τις τρεις κατηγορίες, δεν είναι σημαντικό να αναζητηθεί η καταλληλότερη εξ αυτών. Μια τέτοιου είδους ανάλυση δεν ασκεί καμία επιρροή στο αποτέλεσμα. Είναι σημαντικό να ελέγχονται πάντοτε όλες οι κατηγορίες προτού αποφασιστεί εάν πληρούται το κριτήριο του κοινού χαρακτηριστικού.
Στη συνέχεια παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος των συνηθέστερων τύπων κοινών χαρακτηριστικών. Υπενθυμίζεται ότι τα κοινά χαρακτηριστικά δεν αποδεικνύουν καθεαυτά την ύπαρξη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας όταν δεν συνοδεύονται από ανάλυση της ιδιαίτερης ταυτότητας της ομάδας σε συγκεκριμένη χώρα καταγωγής.
[…]
Οι δύο ενδείξεις που περιγράφονται κατωτέρω δεν είναι καθεαυτές αναγκαίες για τον προσδιορισμό μιας κοινωνικής ομάδας και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν προαπαιτούμενα για τη διαπίστωση ιδιαίτερης ταυτότητας· παρέχονται ως παραδείγματα ενδείξεων οι οποίες ενδέχεται να είναι χρήσιμες σε συγκεκριμένες περιστάσεις για τον προσδιορισμό μιας κοινωνικής ομάδας. Η αντίληψη του περιβάλλοντος κοινωνικού χώρου δεν είναι αναγκαίο να αφορά την κοινωνία της χώρας καταγωγής στο σύνολό της. Η αντίληψη περί διαφορετικότητας δεν θα πρέπει επίσης να θεωρείται κατ’ ανάγκη αρνητική. Για παράδειγμα, μια προνομιούχος κοινωνική τάξη μπορεί να γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.
α) Στιγματισμός ή στοχοποίηση από τη νομοθεσία
Στην υπόθεση X, Y και Z, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη ποινικής νομοθεσίας η οποία αφορά συγκεκριμένη ομάδα (στην προκειμένη υπόθεση, τους ομοφυλοφίλους) καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι η ομάδα γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο και, επομένως, ότι έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα.
[…]
Η ύπαρξη ποινικής νομοθεσίας η οποία αφορά συγκεκριμένη ομάδα, ή νομοθεσίας η οποία εισάγει διακρίσεις εις βάρος ορισμένων ομάδων, ενδέχεται να καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι οι ομάδες αυτές γίνονται αντιληπτές ως διαφορετικές από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.
β) Στιγματισμός ή αντίληψη περί διαφορετικότητας από τον κοινωνικό χώρο
Καθώς οι κοινωνικές ομάδες σχετίζονται με τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία λειτουργεί και αντιμετωπίζει κάποιες ομάδες διαφορετικά από άλλες. Αυτό μπορεί να καταστεί εμφανές μέσω πράξεων ή πεποιθήσεων που εισάγουν δυσμενή διάκριση ή εξοστρακίζουν ή παρέχουν προνόμια σε ορισμένες ομάδες. Η δυσμενής διάκριση ή ο εξοστρακισμός μπορούν να συνίστανται, μεταξύ άλλων, σε περιορισμένη πρόσβαση σε θέσεις εργασίας, στέγη, ιατρική περίθαλψη ή εκπαίδευση. Ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες μπορούν να θεωρούνται παρίες ή να είναι αποκομμένες από την υπόλοιπη κοινωνία ή τον πληθυσμό στη χώρα καταγωγής ή σε συγκεκριμένη περιοχή (ή περιοχές) στη χώρα καταγωγής.»
Αναφορικά με το τι δύναται να θεωρηθεί ως «σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο» με τρόπο τέτοιο ώστε να αντιστοιχεί «με παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση» [αρ.3Γ (1) (β) του Νόμου], ενδιαφέρουσα καθοδήγηση δίνεται στην πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην C-608/22, AH and FN, ημ.04/10/24, όπου το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«37. In the second place, Article 9 of Directive 2011/95 sets out the factors which support a finding that acts constitute persecution within the meaning of Article 1(A) of the Geneva Convention. Article 9(1)(a) of that directive states that the relevant act must be sufficiently serious by its nature or repetition as to constitute a severe breach of basic human rights, in particular the rights from which there can be no derogation, in accordance with Article 15(2) ECHR, that is, the right to life (Article 2), the right not to be subjected to torture or to inhuman or degrading treatment or punishment (Article 3), to slavery (Article 4(1)) or to any punishment without law (Article 7).
38. The use, in Article 9(1)(a) of the directive, of the adverbial phrase ‘in particular’, shows that the reference to Article 15(2) ECHR is made by way of guidance and illustrates the level of seriousness required for an act to be classified as an ‘act of persecution’ within the meaning of Article 1(A) of the Geneva Convention (see, to that effect, judgment of 5 September 2012, Y and Z, C‑71/11 and C‑99/11, EU:C:2012:518, paragraph 57).
39. Article 9(1)(b) of Directive 2011/95, to which the national court refers, states that an ‘act of persecution’ may also be an accumulation of various measures, including breaches of human rights, which ‘is sufficiently severe’ as to affect an individual in a manner ‘similar’ to that referred to in Article 9(1)(a) of that directive.
40. It is clear from those provisions that, for an infringement of human rights to constitute persecution within the meaning of Article 1(A) of the Geneva Convention, it must be sufficiently serious (judgment of 19 November 2020, Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Military service and asylum), C‑238/19, EU:C:2020:945, paragraph 22 and the case-law cited). That level of seriousness is comparable for each of the situations referred to in Article 9(1)(a) and (b) of Directive 2011/95.
41. Regarding Article 9(1)(b) of that directive specifically, such a level of seriousness must be regarded as having being reached where, taken as a whole, several breaches of rights which are not necessarily rights from which there can be no derogation in accordance with Article 15(2) ECHR, undermine full respect for human dignity as enshrined in Article 1 of the Charter, which Directive 2011/95 seeks to ensure, as is apparent from recital 16 thereof.
42. In the present case, as observed, in essence, by the Advocate General in point 54 of his Opinion, there is no doubt that, regardless of the repression that Afghan women face if they do not comply with the restrictions imposed by the Taliban regime – which alone could amount to acts of persecution within the meaning of Article 9(1) of Directive 2011/95 – the discriminatory acts referred to by the national court attain the required level of seriousness, both in their intensity and cumulative effect and in the consequences they have for the woman affected.
43. First, some of those measures must be classified by themselves as ‘acts of persecution’ within the meaning of Article 9(1)(a) of Directive 2011/95. This is true of, inter alia, forced marriage, which is comparable to a form of slavery, prohibited under Article 4 ECHR, and the lack of protection against gender-based violence and domestic violence, which constitute forms of inhuman and degrading treatment prohibited by Article 3 ECHR.
44. Second, even if, taken separately, the discriminatory measures against women that restrict access to healthcare, political life and education and the exercise of a professional or sporting activity, restrict freedom of movement or infringe the freedom to choose one’s clothing do not constitute a sufficiently serious breach of a fundamental right for the purposes of Article 9(1)(a) of Directive 2011/95, those measures, taken as a whole, affect women to an extent that they attain the level of severity required to constitute acts of persecution for the purposes of Article 9(1)(b) of the directive. As observed, in essence, by the Advocate General in points 56 to 58 of his Opinion, given that those measures have a cumulative effect and are applied deliberately and systematically, they blatantly and relentlessly deny Afghan women fundamental rights related to human dignity on account of their gender. Those measures reflect the establishment of a social structure based on a regime of segregation and oppression 45 in which women are excluded from civil society and deprived of the right to lead a dignified daily life in their country of origin.
45. That interpretation is borne out by Article 9(2) of Directive 2011/95, which contains an indicative list of acts of persecution within the meaning of Article 9(1) of the directive, which include, inter alia, in subparagraphs (a) to (c) and (f) of that paragraph, acts of physical or mental violence, including acts of sexual violence; legal, administrative, police, and/or judicial measures which are in themselves discriminatory or which are implemented in a discriminatory manner; prosecution or punishment which is disproportionate or discriminatory, and acts of a gender-specific nature.
46. Having regard to all the foregoing considerations, the answer to the first question is that Article 9(1)(b) of Directive 2011/95 must be interpreted as meaning that an accumulation of discriminatory measures in respect of women – consisting, inter alia, in depriving them of any legal protection against gender based and domestic violence and forced marriage, requiring them to cover their entire body and face, restricting their access to healthcare and freedom of movement, prohibiting them from engaging in gainful employment or limiting the extent to which they can do so, prohibiting their access to education, prohibiting them from taking part in sports and excluding them from political life – adopted or tolerated by an ‘actor of persecution’ within the meaning of Article 6 of that directive comes within the concept of ‘act of persecution’, since those measures, by their cumulative effect, undermine human dignity as guaranteed by Article 1 of the Charter.»
Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», Δικαστική Ανάλυση, αναφέρονται τα εξής σε σχέση με τον βάσιμο φόβο και το επίπεδο που απαιτείται προκειμένου να θεωρηθεί ότι υφίσταται κατά περίπτωση εύλογη πιθανότητα δίωξης του αιτούντος:
[Παρ.1.9.1., σελ.90-91]
«Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον (493).»
[Παρ.1.9.1.2., σελ.93]
«Για το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) του Ηνωμένου Βασιλείου, ο φόβος είναι βάσιμος εάν υπάρχει «πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος» ή «εύλογος βαθμός πιθανότητας» δίωξης για λόγο που προβλέπεται στη Σύμβαση (514).
Το σημαντικότερο είναι ότι και τα τρία αυτά κριτήρια θεωρούν ότι ο φόβος είναι βάσιμος, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η πιθανότητα δίωξης είναι κατώτερη του 50 %. Ομοίως, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Saadi κατά Ιταλίας στο πλαίσιο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι ο αιτών δεν υποχρεούται «[να αποδείξει] ότι είναι περισσότερο πιθανό να υποβληθεί παρά να μην υποβληθεί σε κακομεταχείριση» (515). Επομένως, το κριτήριο του «βάσιμου φόβου» σημαίνει ότι, παρότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης αποτελεί ανεπαρκή κίνδυνο για να αποδειχθεί βάσιμος φόβος, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η πιθανότητα να υποστεί δίωξη υπερβαίνει το 50 % (516).»
[Παρ.1.9.2., σελ.94]
«Είναι σημαντικό ότι η προγενέστερη δίωξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), δεν περιλαμβάνει μόνο πράξεις δίωξης, αλλά και απειλές δίωξης (524). Επομένως, τόσο προγενέστερες πράξεις όσο και απειλές δίωξης είναι «ενδείξεις του βάσιμου φόβου [του αιτούντος] ότι η επίμαχη δίωξη θα επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής» (525). Εάν ο αιτών υποβλήθηκε ήδη σε δίωξη ή άμεση απειλή δίωξης, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ, το γεγονός αυτό αποτελεί αφ’ εαυτού «σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος» (526).
Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει προϋπόθεση προγενέστερης δίωξης, αλλά οι αποδείξεις προγενέστερης δίωξης αποτελούν σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης του αιτούντος, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί.»
Στο σημείωμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγές «Note on Burden and Standard of Proof in Refugee Claims, 16 December 1998» αναφέρονται τα εξής αναφορικά με τον διενεργούμενο έλεγχο εκάστης υπόθεσης σε μελλοντοστραφή βάση :
«In the case of R. v Secretary of State for the Home Department ex parte Sivakumaran, etc. the House of Lords took into consideration the gravity of the consequences of an erroneous judgement and called for a test less stringent than the “more likely than not” standard. It ruled that the fear is well-founded if there is reasonable degree of likelihood that the person will be persecuted for one of the reasons mentioned in the Convention if returned to his country. »
Επανερχόμενος στα ενώπιον μου στοιχεία διαπιστώνω κατ’ αρχήν ότι δεν εντοπίζονται πληροφορίες που να δεικνύουν ότι φορείς του HIV υφίστανται πράξεις διώξεως από την κυβέρνηση, είτε με την μορφή σοβαρής παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του αρ.15 (2) της ΕΣΔΑ, είτε δια της σώρευσης διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία να θίγουν τους φορείς κατά τρόπο αντίστοιχο (βλ. αρ.3Δ του Νόμου). Τουναντίον, δεδομένων των - σημαντικών κατά τόπους - ελλείψεων που παρατηρούνται στην αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας και των κενών που εντοπίζονται στην προσβασιμότητα σε θεραπεία από πάσχοντες τόσο του HIV όσο και της φυματίωσης (72% το 2021, 91% το 2023 για HIV και 63% για φυματίωση), το κράτος φαίνεται να δρα σε πολλαπλά μέτωπα με στόχο την βελτίωση όλων των παραμέτρων που αφορούν τις ασθένειες αυτές, την πρόληψη τους και την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους ασθενείς και την αντιμετώπιση του κοινωνικού στίγματος. Επί του ζητήματος της επάρκειας και ποιότητας της διαθέσιμης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης θα επανέλθω πιο κάτω.
Σε σχέση με το κοινωνικό στίγμα και τις επιπτώσεις που αυτό μπορεί να έχει στους φορείς, δεδομένου ότι αυτό φαίνεται - σε κάθε περίπτωση - να αφορά τις γυναίκες και να περιέχει μορφές κοινωνικού ή οικογενειακού αποκλεισμού ή - ενίοτε - ζητήματα που αφορούν την πρόσβαση σε εργασία ή την κοινωνική ζωή του φορέα, δεν ετέθη στοιχείο ενώπιον μου ότι νεαρός άνδρας, με υποστηρικτικό δίκτυο, θα μπορούσε να υφίσταται πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη.
Σχετικά με τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο πράξεις (εν προκειμένω ήπιου κοινωνικού στίγματος) στις οποίες δυνατόν να εκτεθεί ο αιτητής ισοδυναμούν με πράξεις διώξεως, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)» του EASO, σελ.36 επ., αναφέρονται τα εξής:
«Από τη συλλογιστική του ΔΕΕ συνάγεται ότι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία χωρεί παρέκκλιση, όπως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ/στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπερβαίνουν ένα υψηλότερο κατώτατο όριο σοβαρότητας, ενώ η παραβίαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορεί να συνιστά δίωξη λόγω της ίδιας της φύσης της πράξης.
[…]
Το κατά πόσον οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 (146) ή στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα του 1966 (147) μπορούν να θεωρηθούν «βασικά» ανθρώπινα δικαιώματα εξαρτάται από τη δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου. Γενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.
[…]
Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οιασδήποτε βλάβης ή απειλής βλάβης που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, περιλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή (154). Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα.»
Είναι λοιπόν εκ των ανωτέρω κατάληξη μου ότι ο αιτητής, ακόμα και σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι υφίσταται ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει κοινωνικό στίγμα ή δυσκολίες στην πρόσβαση σε εργασία και βιοπορισμό (όχι παντελής αποκλεισμός απ’ αυτόν και/ή στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη), δεν μπορώ να δεχθώ ότι αυτά ενέχουν τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας, ακόμα και σωρευτικά ιδωμένα, ώστε να θίγουν τον αιτήτη κατά τρόπο αντίστοιχο με την παραβίαση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Επιπροσθέτως και παραλλήλως της ως άνω κατάληξης μου, στη βάση και πάλι των ως κατευθυντήριων γραμμών, νομοθεσίας και νομολογίας που αφορά την διαπίστωση ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας («ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου», αρ.3 του Νόμου), δεν μπορώ να δεχθώ ότι άνδρες ορφανοί, φορείς του ιού (δεδομένου και ότι η ανηλικότητα ως εγγενές χαρακτηριστικό έχει παύσει να ισχύει για τον αιτητή), συνιστούν μια ιδιαίτερη ομάδα του πληθυσμού, καθώς δεν προκύπτει εκ των ενώπιον μου στοιχείων ότι τα άτομα αυτά, παρότι φέρουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά, γίνονται αντιληπτά ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο και υπόκεινται διακρίσεις γι’ αυτό τον λόγο, οι οποίες ισοδυναμούν με πράξεις διώξεως, ως και ανωτέρω εξηγώ. Δεν παραγνωρίζω τα όσα σχετικά αναφέρει η συνήγορος του αιτητή περί του ότι ενδεχομένως άτομα φορείς του HIV να μπορούν να θεωρηθούν ως άτομα με αναπηρία (βλ. και απόφαση ΕΔΑΔ - σελ.14, παρ.46 αγόρευσης) αλλά και τις κατευθυντήριες γραμμές της UNHCR, ως καταγράφονται στο «GUIDELINES ON INTERNATIONAL PROTECTION: Child Asylum Claims under Articles 1(A)2 and 1(F) of the 1951 Convention and/or 1967 Protocol relating to the Status of Refugees» (βλ. παρ.45 αγόρευσης), όμως εν προκειμένω, δεδομένης και της ενηλικίωσης του αιτητή, δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν την ως άνω κατάληξη μου.
Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων παροχής προσφυγικού καθεστώτος προχωρώ σε εξέταση της πτυχής της συμπληρωματικής προστασίας.
Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας στα πλαίσια της συμπληρωματικής προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:
«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M’Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 (2) (β) του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο της ανεπάρκειας του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, ημ.18/12/14). Εδώ λοιπόν ελλείπει το απαιτούμενο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης» και - κατ’ επέκταση - ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση των λόγων υγείας που αφορούν τον αιτητή.
Παρεμφερώς, σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή στη σελ.17 της αγόρευσης του για παροχή συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του αρ.19 (2) (β) του Νόμου στη βάση της γενικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής σημειώνω ότι τα όσα αναφέρει ουδόλως συνδέονται με τον αιτητή και ούτε μπορούν γενικές αναφορές στη διαφθορά και έλλειψη αποτελεσματικής προστασίας να τεκμηριώσουν τέτοιο λόγο. Άλλωστε, ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Θα πρέπει βεβαίως εδώ να σημειωθεί ότι δεν παραγνωρίζω ότι, στη βάση των ως άνω ΠΧΚ που αφορούν την προσβασιμότητα σε θεραπείες για HIV και φυματίωση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάρχουν βεβαίως ελλείψεις και κενά, τα οποία ενδεχομένως να θέτουν σε κίνδυνο ένα ποσοστό φορέων των ασθενειών αυτών.
Σημειώνω και τονίζω ότι στα πλαίσια της παρούσης δεν μπορεί να γίνει λόγος όμως και ούτε να εξεταστεί η παρούσα στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης, η οποία είναι σε συνάρτηση με απόφαση επιστροφής, που εν προκειμένω δεν υπάρχει. Δεδομένου λοιπόν ότι η επίδικη απόφαση δεν περιλαμβάνει απόφαση επιστροφής παρέλκει η εξέταση στη βάση αυτή, εκ της οποίας - ακόμα και γινόταν δεκτό ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις - δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόδοση διεθνούς προστασίας, παρά μόνο σε αυτό που έχει ήδη λάβει ο αιτητής, ήτοι την προστασία από την επαναπροώθηση δια της μη έκδοσης απόφασης επιστροφής. Συνεπώς καθίσταται, σε κάθε περίπτωση, αλυσιτελής η ενασχόληση μου με την πτυχή αυτή, δεδομένου του ότι ουδέν αναπτύσσεται στις αγορεύσεις του αιτητή για την αρχή της μη επαναπροώθησης, παρά την ύπαρξη του αιτητικού Δ στην προσφυγή.
Παρά την ως άνω κατάληξη μου αξίζει να σημειωθούν και τα εξής.
Στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), ως και στο πιο πάνω απόσπασμα εξηγείται, μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη».
Στη σχετική αυθεντία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΔΔΑ), Paposhvili v. Belgium, app. No.41738/10, Grand Chamber, ημ.13/12/16, σκέψεις 181-192, λέχθηκαν τα εξής σχετικά.
«181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.
182. In the light of the foregoing, and reiterating that it is essential that the Convention is interpreted and applied in a manner which renders its rights practical and effective and not theoretical and illusory (see Airey v. Ireland, 9 October 1979, § 26, Series A no. 32; Mamatkulov and Askarov v. Turkey [GC], nos. 46827/99 and 46951/99, § 121, ECHR 2005-I; and Hirsi Jamaa and Others v. Italy [GC], no. 27765/09, § 175, ECHR 2012), the Court is of the view that the approach adopted hitherto should be clarified.
183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.
[…]
186. In the context of these procedures, it is for the applicants to adduce evidence capable of demonstrating that there are substantial grounds for believing that, if the measure complained of were to be implemented, they would be exposed to a real risk of being subjected to treatment contrary to Article 3 (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). In this connection it should be observed that a certain degree of speculation is inherent in the preventive purpose of Article 3 and that it is not a matter of requiring the persons concerned to provide clear proof of their claim that they would be exposed to proscribed treatment (see, in particular, Trabelsi v. Belgium, no. 140/10, § 130, ECHR 2014 (extracts)).
187. Where such evidence is adduced, it is for the authorities of the returning State, in the context of domestic procedures, to dispel any doubts raised by it (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). The risk alleged must be subjected to close scrutiny (see Saadi, cited above, § 128; Sufi and Elmi v. the United Kingdom, nos. 8319/07 and 11449/07, § 214, 28 June 2011; Hirsi Jamaa and Others, cited above, § 116; and Tarakhel, cited above, § 104) in the course of which the authorities in the returning State must consider the foreseeable consequences of removal for the individual concerned in the receiving State, in the light of the general situation there and the individual’s personal circumstances (see Vilvarajah and Others, cited above, § 108; El-Masri, cited above, § 213; and Tarakhel, cited above, § 105). The assessment of the risk as defined above (see paragraphs 183-84) must therefore take into consideration general sources such as reports of the World Health Organisation or of reputable non-governmental organisations and the medical certificates concerning the person in question.
188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State.
189. As regards the factors to be taken into consideration, the authorities in the returning State must verify on a case-by-case basis whether the care generally available in the receiving State is sufficient and appropriate in practice for the treatment of the applicant’s illness so as to prevent him or her being exposed to treatment contrary to Article 3 (see paragraph 183 above). The benchmark is not the level of care existing in the returning State; it is not a question of ascertaining whether the care in the receiving State would be equivalent or inferior to that provided by the health-care system in the returning State. Nor is it possible to derive from Article 3 a right to receive specific treatment in the receiving State which is not available to the rest of the population.
190. The authorities must also consider the extent to which the individual in question will actually have access to this care and these facilities in the receiving State. The Court observes in that regard that it has previously questioned the accessibility of care (see Aswat, cited above, § 55, and Tatar, cited above, §§ 47-49) and referred to the need to consider the cost of medication and treatment, the existence of a social and family network, and the distance to be travelled in order to have access to the required care (see Karagoz v. France (dec.), no. 47531/99, 15 November 2001; N. v. the United Kingdom, cited above, §§ 34-41, and the references cited therein; and E.O. v. Italy (dec.), cited above).
[…]
192. The Court emphasises that, in cases concerning the removal of seriously ill persons, the event which triggers the inhuman and degrading treatment, and which engages the responsibility of the returning State under Article 3, is not the lack of medical infrastructure in the receiving State. Likewise, the issue is not one of any obligation for the returning State to alleviate the disparities between its health-care system and the level of treatment existing in the receiving State through the provision of free and unlimited health care to all aliens without a right to stay within its jurisdiction. The responsibility that is engaged under the Convention in cases of this type is that of the returning State, on account of an act – in this instance, expulsion – which would result in an individual being exposed to a risk of treatment prohibited by Art. 3. »
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία αιτητή, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη συνδρομής των εξαιρετικών περιστάσεων (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του [«although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy.», (βλ. Paposhvili, ανωτέρω)].
Εδώ οι καθ’ ων η αίτηση - μέσα από μια εν πολλοίς αδόκιμη έκθεση/εισήγηση - στην οποία εντοπίζω σωρεία κενών, μεταξύ των οποίων την μη αναζήτηση και παράθεση ΠΧΚ σχετικά με την ασθένεια του αιτητή και την προσβασιμότητα σε θεραπεία, την πλημμελή διαμόρφωση των στοιχείων που συνθέτουν το προφίλ του αιτητή και την ημιτελή και εν μέρει αδόκιμη υπαγωγή των ενώπιον τους δεδομένων στο νομικό πλαίσιο, κατέληξαν εντούτοις στην μη έκδοση απόφασης επιστροφής, η οποία εκ των πραγμάτων παρέχει προστασία από την επαναπροώθηση. Δεδομένου τούτου, για τους λόγους που εξηγώ πιο πάνω, ήτοι την μη σώρευση εδώ απόφασης επιστροφής, παρέλκει η εκφορά κρίσης από το Δικαστήριο σε σχέση με τους λόγους υγείας του αιτητή και κατά πόσον εξ αυτών, δεδομένου του προφίλ του ως έχει γίνει αποδεκτό πιο πάνω, υπάγεται στις περιπτώσεις που περιγράφει και η αυθεντία του ΕΔΔΑ Paposhvili (ανωτέρω).
Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Κινσάσα), στα πλαίσια εξέτασης της παρούσης στη βάση το αρ.19 (2) (γ).
Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[11] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης.[12]
Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, κατά την περίοδο 09/12/2023 - 06/12/2024 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν συνολικά 106 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 154 απώλειες σε αμάχους. Πρόκειται συγκεκριμένα για 4 μάχες (με 5 απώλειες σε αμάχους), 10 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 απώλειες), 62 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 30 εξεγέρσεις (με 132 απώλειες σε αμάχους) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας[13]. Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [14]
Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί.[15] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).
Τα ανωτέρω σφραγίζουν την τύχη της προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν αναφορικά με την εξέταση της επίδικης αιτήσεως, ήτοι των ελλείψεων και κενών στην επίδικη έκθεση/εισήγηση, ως ανωτέρω καταγράφονται, τα οποία, παρότι δεν είναι ικανά - δεδομένου του εξ υπαρχής ελέγχου που διενεργήθηκε στα πλαίσια της παρούσης - να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας, καταδεικνύουν πλημμελή έρευνα, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf
[2] HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department | Refworld, https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/gbrait/2005/en/57477
[3] EASO - Democratic Republic of Congo (DRC) - Medical Country of Origin Information Report - August 2021 - p.21, 65-71, 98-105 - https://euaa.europa.eu/publications/medcoi-report-medical-country-origin-information-report-democratic-republic-congo-drc
[4] EPSS, Evaluation des Prestations des Services de soins de Santé, Ecole de Santé Publique de Kinshasa, April 2019, σελ. 233-238, https://dhsprogram.com/pubs/pdf/SPA30/SPA30.pdf
[5] UN AIDS, Democratic Republic of Congo Fact Sheet, 2023, https://www.unaids.org/en/regionscountries/countries/democraticrepublicofthecongo
[6] ZIRF - Zentralstelle für Informationsvermittlung zur Rückkehrförderung: Democratic Republic of the Congo - Country Fact Sheet 2021, February 2022, σελ.3,
https://files.returningfromgermany.de/files/CFS 2021_DRC_ENG.pdf
[7] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107668.html
[8] Freedom House: Freedom in the World 2022 - Democratic Republic of the Congo, 24 February 2022
https://www.ecoi.net/en/document/2074606.html
[9] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Situation of women without a support network in Kinshasa [Q28-2023], 25 August 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2096524/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q28_DRC_Situation_of_women_without_network.pdf
[10] Κατευθυντήριες γραμμές της EASO σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, Μάρτιος 2020 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Guidance-MPSG-EL.pdf , σελ.12-16
[11] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[12] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/, καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[13] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 09/12/2023 - 06/12/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -DRC –Kinshasa ), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/12/2024).
[14] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[15] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο