M.C.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4173/2023, 30/1/2025
print
Τίτλος:
M.C.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4173/2023, 30/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  4173/2023

30 Ιανουαρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.C.E.,

 από Νιγηρία

                                                                                             Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση                                                                                                                                   

 

ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20.11.2024

 

Δικηγόροι Αιτήτριας: Π. Μπενέτης για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόροι Καθ’ ων η αίτηση: Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση η Αιτήτρια επιζητεί την  επαναφορά της προσφυγής της, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 08.10.2024.

 

Είναι σημαντικό να γίνει μία αναδρομή στο ιστορικό που περιβάλλει την υπό εξέταση περίπτωση προς κατανόηση των κρίσιμων παραμέτρων που θα πρέπει να αξιολογηθούν κατά την εξέταση της υπό κρίση αίτησης.

 

Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή καταχωρίστηκε από την Αιτήτρια (δια συνηγόρου) στις 07.11.2023 και ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 04.12.2023. Ακολούθως δόθηκαν οδηγίες για καταχώριση Ένστασης και καταχώριση εκατέρωθεν αγορεύσεων, με την ολοκλήρωση των οποίων, η υπόθεση ορίστηκε για Διευκρινίσεις στις 08.10.2024. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, ο τότε συνήγορος της Αιτήτριας ζήτησε άδεια για απόσυρση της υπό κρίση προσφυγής, με τους Καθ’ ων η αίτηση να συναινούν και το Δικαστήριο να δίδει τελικώς άδεια και την προσφυγή να αποσύρεται και απορρίπτεται με €400 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Στις 20.11.2024, καταχωρίστηκε ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου με την δικηγορική εταιρεία Αλτάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. να διορίζεται προς εκπροσώπηση της Αιτήτριας, σε αντικατάσταση του προηγούμενου συνηγόρου της. Αυθημερόν καταχωρίστηκε και η υπό εξέταση αίτηση με την οποία επιζητείται επαναφορά (Reinstatement) της προσφυγής καθώς και περαιτέρω ή άλλη θεραπεία.

 

Η παρούσα αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση, της Αιτήτριας, στην οποία η Αιτήτρια ισχυρίζεται τα ακόλουθα σχετικά:

 

«5. Στις 07/10/2024 και ενώ είχα επισκεφθεί μία φίλη μου στη Λευκωσία όπου θα διανυκτέρευα με σκοπό να παραστώ την επόμενη μέρα στο Δικαστήριο όμως το απόγευμα είχα ένα ατύχημα με αποτέλεσμα να πάθω σοβαρό πρόβλημα στη μέση μου.

 

6.  Κατά το ατύχημα μου έσπασε το κινητό μου χωρίς να έχω καμία πρόσβαση σε αυτό.

 

7.  Την ίδια μέρα επισκέφτηκα τον Ιατρό Αναστάσιο Κεφάλα στο ιατρείο του όπου με εξέτασε και μου έδωσε αναρρωτική άδεια μέχρι τις 20/10/2024 με πλήρη ακινησία (τεκμήριο 1).

 

8.  Δεν μπόρεσα να έχω καμία επικοινωνία με το δικηγόρο μου ώστε να τον ειδοποιήσω για το ατύχημα μου.

 

9.   Στις 08/10/2024 ήταν ορισμένη η υπόθεσή μου η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης από τον καθώς (sic) δεν βρισκόμουνα στην αίθουσα του Δικαστηρίου.

 

10. Στις 15/11/24 έλαβα γνώση ότι η προσφυγή μου αποσύρθηκε και /ή απορρίφθηκε με έξοδα 400 ευρώ υπερ των καθ’ ων από τον τότε δικηγόρο μου κ. Παπασιάντη χωρίς όμως να έχω δώσει οποιαδήποτε τέτοια εντολή προς αυτόν.

 

(…)

 

14.  Ως εκ τούτου είναι φανερό ότι η προσφυγή απορρίφθηκε χωρίς εγώ να είμαι παρούσα αλλά και δεν μπορούσα να είμαι παρούσα εφόσον ήμουν στο σπίτι με αναρρωτική άδεια λανθασμένα και/ή εκ κακής συνεννόησης και/ή εκ λάθους στις 08/10/2024, ενώ ουδέποτε ήταν η πρόθεση και/ή επιθυμία του αιτητή (sic) όπως αυτή αποσυρθεί».

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρισαν, με τη σειρά τους, στις 18.12.2024 Ένσταση στην αίτηση της Αιτήτριας προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

 

1.  Η αίτηση πάσχει δικονομικά και/ή ουσιαστικά.

 

2.  Η αίτηση είναι άκυρη και/ή πρέπει να απορριφθεί καθότι εδράζεται σε λανθασμένη νομική βάση.

 

3.  Η Αιτήτρια δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή αποκρύπτει ουσιώδη γεγονότα και/ή εσκεμμένα παρουσιάζει τα γεγονότα διαφορετικά έτσι και η παρούσα αίτηση καθίσταται κακόπιστη και/ή παραπλανητική.

 

4.  Τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι αναληθή, αντιφατικά, μη εύλογα και ακόμη και αν γίνουν δεκτά στην ολότητα τους δεν δικαιολογούν την επαναφορά της δικαστικής διαδικασίας.

 

5.  Σκοπός της παρούσας αίτησης είναι η υπερφαλάγγιση των δικονομικών διατάξεων και η αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.

 

6.  Δεν αποκαλύπτεται κανένας λόγος και/ή κανένας καλός λόγος που να επιτρέπει την επαναφορά της προσφυγής και/ή κανένας λόγος που να αποδεικνύει ότι η μη εμφάνιση δεν ανταποκρίνεται στην πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής.

 

7.  Δεν επιτρέπεται η επαναφορά στις περιπτώσεις που η πρόθεση του Αιτητή και/ή των συνηγόρων που τον εκπροσωπούν είναι η εγκατάλειψη ή/και απόσυρση της προσφυγής.

 

8.  Με την παρούσα αίτηση ο Αιτητής προτίθεται να καταχραστεί τα όρια της δικαστικής διαδικασίας.

 

9.  Με την παρούσα αίτηση σκοπείται η παράταση της ανατρεπτικής προθεσμίας των 30 ημερών που προνοείται στο άρθρο 146.3 του Συντάγματος ή/και του άρθρου 12Α(1) του Νόμου 73(Ι)/2018.

 

10.   Λάθη και/ή αμέλεια και/ή παράλειψη και/ή ισχυρισμοί ως αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δεν συνιστούν νομικό και/ή πραγματικό υπόβαθρο αναγέννησης και/ή επαναφοράς της διαδικασίας.

 

11.   Δεν έχουν καταδειχθεί οιεσδήποτε εξαιρετικές συνθήκες και/ή περιστάσεις και/ή το ότι υπήρχε εύλογη αιτία και/ή ουσιαστική αδυναμία που να δύναται να ικανοποιήσει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αποδοχής του αιτήματος του Αιτητή.

 

12.   Η αίτηση τελεί σε αντίθεση με τις αρχές της τελεσιδικίας και/ή δεν είναι σύμφωνη με την πρακτική και/ή τη νομολογία.

 

Την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κας Νικολάου, δικηγόρου για Γενικό Εισαγγελέα, η οποία υιοθετεί και υποστηρίζει την πιο πάνω επιχειρηματολογία.

 

Οι συνήγοροι της Αιτήτριας αγόρευσαν προφορικά κατά την ακροαματική διαδικασία, υιοθετώντας τα όσα κατέγραψαν στην υποβληθείσα αίτησή τους, επισημαίνοντας ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την επαναφορά της προσφυγής της καθώς δεν ήταν ποτέ η πρόθεση της να αποσύρει την προσφυγή της, παραπέμποντας στα όσα δηλώθηκαν από την ίδια με την ένορκη της δήλωση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, με την γραπτή της αγόρευση  ανέπτυξε όλους τους ισχυρισμούς που παρατέθηκαν στην ένστασή της, χωρίς ωστόσο να επιμένει στη θέση ότι η αίτηση πάσχει δικονομικά και/ή πρέπει να απορριφθεί καθότι εδράζεται σε λανθασμένη νομική βάση. Ειδικότερα ισχυρίστηκε, με παραπομπή σε σχετική νομολογία ότι δεν είναι δυνατή η αναγέννηση ήδη απορριφθείσας προσφυγής και ότι εν προκειμένω δεν πληρούνται οι νομολογιακές προϋποθέσεις για την επαναφορά της. Αμφισβήτησε δε τα όσα καταγράφηκαν στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας καθώς, ενώ η ίδια ισχυρίστηκε πως μετά το ατύχημα έσπασε το κινητό της και δεν μπορούσε να ενημερώσει το δικήγορό της, ωστόσο η ίδια κατάφερε να επισκεφθεί ιατρό, χωρίς να εξηγεί για ποιο λόγο δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει άλλο κινητό για να επικοινωνήσει. Κατά τους Καθ’ ων η αίτηση δεν προσκομίστηκε κανένα απολύτως στοιχείο ή/και υποστηρικτικό υλικό που να θεμελιώνει το επιχείρημά της, προσθέτοντας ότι εν πάση περιπτώσει ο εσφαλμένος χειρισμός υποθέσεων ή παραλείψεων διαδίκων δεν συνιστά λόγο επαναφοράς απορριφθείσας προσφυγή. Προσθέτει τέλος η κα Βασιλείου ότι δεν επεξηγείται και δε δικαιολογείται ο χρόνος που διέρρευσε από την απόρριψη της προσφυγής της Αιτήτριας μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης της υπό εξέταση αίτησης, επισημαίνοντας με παραπομπή και σε σχετική νομολογία ότι ο παράγοντας του χρόνου είναι πολύ σημαντικός.

 

Θεωρών δέον να τονισθεί ότι στην προσφυγή αρ. 3632/2023, ο εκεί Αιτητής εκπροσωπήθηκε στην αίτηση επαναφοράς από τον ίδιο δικηγόρο όπως και η εδώ Αιτήτρια και εκεί στήριξε το αίτημα του για επαναφορά στους ίδιους ακριβώς λόγους, ότι δεν υπηρχε σωστή επικοινωνία με τον αιτητή λόγω του ότι ασθενούσε κατά την ημέρα της δικασίμου λόγω πτώσης, ενώ επίσης προσκόμισε σχετικό ιατρικό πιστοποητικό.

 

Έχω εξετάσει με τη δέουσα προσοχή την υποβληθείσα αίτηση, καθώς και τις θέσεις των διαδίκων όπως αυτές έχουν προωθηθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους τους.

 

Προτού προχωρήσω σε εξέταση της αίτησης, οφείλω να παρατηρήσω ότι η επιστολή ημερ. 20.11.2024, η οποία συνίσταται ουσιαστικά σε «ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου», ουδόλως μπορούσε να έχει τέτοια υπόσταση. Η ειδοποίηση αυτή καταχωρίστηκε στις 20.11.2024, ήτοι μετά την ημερομηνία 08.10.2024, όταν πλέον η προσφυγή είχε ήδη απορριφθεί ως αποσυρθείσα. Συνεπώς δεν υφίστατο, κατά τον χρόνο εκείνο ενεργή- υπό εκκρεμότητα- υπόθεση, για να μπορούσε να καταχωριστεί αλλαγή δικηγόρου. Σχετικά επί του θέματος είναι τα αποφασισθέντα στην Σταυρινάκης[1] όπου η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την αίτηση επαναφοράς, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«1.  Η επιστολή, που ουσιαστικά συνίστατο σε «ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου», ουδόλως μπορούσε να έχει τέτοια υπόσταση. Την 6.12.2013 που κατεχωρήθη, η υπόθεση είχε ήδη απορριφθεί από την 10.7.2013 και δεν υφίστατο επομένως υπόθεση στην οποία να μπορούσε να εγίνετο αντικατάσταση δικηγόρου. Η επιστολή λοιπόν αυτή, ουδόλως μπορούσε να αντανακλά στην υπόσταση της υπόθεσης και δεν έπρεπε καν να είχε γίνει δεκτή από το Πρωτοκολλητείο».

 

Η ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου, είναι κατά τούτο ανυπόστατη, γεγονός που καθιστά και την ίδια την υποβληθείσα αίτηση ως μη παραδεκτή.

 

Παρά την ως άνω κατάληξή μου και έχοντας υπόψη ότι και στην Σταυρινάκης, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προχώρησε τελικώς σε εξέταση της αίτησης επαναφοράς, το ίδιο θα πράξω και εγώ.

 

Επισημαίνεται ότι η περίπτωση που εδώ εξετάζεται αφορά απόρριψη της προσφυγής του Αιτητή λόγω ανεπιφύλακτης απόσυρσής της και όχι λόγω μη προώθησής της. Πρόκειται κατά τούτο για κατάργηση της δίκης λόγω παραίτησης της Αιτήτριας από το δικόγραφο της προσφυγής της. Η παραίτηση αυτή είναι ισχυρή μόνο αν δεν περιέχει όρους ή αιρέσεις και δεν μπορεί κατά κανόνα να ανακληθεί. Ειδικότερα, ως επεξηγήθηκε στη Μαύρου ν. Δημοκρατίας (1997) 4Ε Α.Α.Δ. 3020:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία της Ελλάδας, όταν ο προσφεύγων παραιτηθεί από την υποβληθείσα αίτηση ακυρώσεως η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί.  Στο σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» (δεύτερη έκδοση) διαβάζουμε τα εξής (στη σελίδα 302, παρα.398).

 

«Κάθε διοικητική δίκη ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου καταργείται με την παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του άλλου διαδίκου. Η παραίτηση αυτή, που αποτελεί απλώς ανάκληση του ένδικου βοηθήματος χωρίς να θίγει το ουσιαστικό δικαίωμα, επιτρέπεται όμως μόνο μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως και γίνεται με γραπτή δήλωση κατατιθέμενη στην γραμματεία ή με προφορική δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά ή, κατά την διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και με συμβολαιογραφική δήλωση.  Η κατάργηση της δίκης επέρχεται είτε με την κατάθεση της παραιτήσεως είτε με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου που περιορίζεται όμως απλώς στην εξέταση του εγκύρου της δηλώσεως και που μπορεί σε περίπτωση αμφιβολίας να την εισαγάγει ενώπιον του δικαστηρίου.  Η παραίτηση, που είναι ισχυρή μόνο αν δεν περιέχει όρους ή αιρέσεις, δεν μπορεί να ανακληθεί.»

 

Έτσι, ως λέχθηκε στην Issam Lotfy Mohamed El Aassy[2] ούτε οι Κανονισμοί του 1962, ούτε και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας προνοούν την επαναφορά προσφυγής κατόπιν απόρριψής της λόγω απόσυρσης από τον αιτητή.

 

Ωστόσο, παρά την έλλειψη δικονομικού πλαισίου επαναφοράς αποσυρθείσας προσφυγής, το Διοικητικό Δικαστήριο επέτρεψε την επαναφορά σε υποθέσεις όπου κρίθηκε ότι δεν υπήρχε πραγματική πρόθεση απόσυρσης από τον αιτητή και η απόσυρση οφείλετο σε λάθος του δικηγόρου του αιτητή, ο οποίος δεν είχε οδηγίες να την αποσύρει[3].

 

Ως η νομολογία αποκαλύπτει, η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε αίτημα για επαναφορά προσφυγής που απορρίφθηκε γιατί εγκαταλείφθηκε ανεπιφύλακτα είναι σύμφωνη με τις αρχές που διέπουν την ακύρωση απόφασης που εκδίδεται σε αστικές υποθέσεις.[4]

 

Ως λέχθηκε στην Σταυρινάκης (ανωτέρω) – έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου:  

 

«Το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής και με σχετικό παράγοντα το εύλογο του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη.

 

Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση.

 

Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης. Η απόσυρση της προσφυγής, όμως, κατ΄ αναλογία της απόσυρσης αγωγής, δηλώνει αφ΄ εαυτής οριστικώς την πρόθεση εγκατάλειψης η οποία και δεν απομένει πλέον να συνάγεται ως θέμα ερμηνείας άλλων ενεργειών, όπως στην περίπτωση απόρριψης λόγω μη προώθησης».

 

Η διάσταση αυτή ετονίσθη από την Ολομέλεια στην υπόθεση The President of the Republic v. Louca, ανωτέρω. Σημειώνουμε δε περαιτέρω, με έμφαση, την επιγραμματική αναφορά του Στυλιανίδη, Δ. (ως ήτο τότε) (σ. 268), αντηχώντας τον Τσάτσο, ότι «The applicant is the best Judge of his case», και εξηγώντας περαιτέρω ότι:

 

«He is entitled to withdraw his recourse to the Court at any time before judgment. This is in some way further supported by Article 30 of the Constitution and Article 6 of the Convention on Human Rights whereby the right of access to the Court is safeguarded, and "the right of access" implies, in my view, a right to withdraw from the Court.»

 

 Στην περίπτωση λοιπόν αποσυρθείσας προσφυγής, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης, εκτός αν, όπως στην Μαύρου, υπήρξε γνήσιο λάθος που να αποκαλύπτει σαφώς την έλλειψη πρόθεσης απόσυρσης. Τούτο είχε υπ' όψη του ο Τριανταφυλλίδης, Π., στην Tsingi v. Republic παρατηρώντας (σ. 1266) ότι «. even if a recourse has been abandoned by mistake it may be reinstated .».

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο πάνω στο οποίο θα μπορούσε ο Αιτητής να στηριχθεί, αφού το ιστορικό της αίτησης του αντιστρατεύεται πλήρως τη θέση του. Ούτε θέμα λάθους αλλά ούτε θέμα πίεσης μπορεί να τίθεται».

 

Προσθέτω πως, το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει την αίτηση αυτή, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως των νομολογημένων αρχών. Τούτο λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός πως, ως η νομολογία καταδεικνύει, στην εξουσία του Δικαστηρίου για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής, έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική της λειτουργία στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης[5].

 

Ως πρόσθετα επισημαίνεται στο σύγγραμμα των Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας»[6]:

 

«Σχηματικά, η άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επαναφορά υπόθεσης που έχει απορριφθεί στρέφεται προς δύο (2) κατευθύνσεις:

 

-      Στην ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης αφενός και

 

-      Στη διασφάλιση της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων αφετέρου που όπως παραδέχεται η νομολογία αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, η αρχή της ταχείας και απρόσκοπτης απονομής της δικαιοσύνη συνδέεται με την τελεσιδικία και την βεβαιότητα που αυτή συνεπάγεται στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων[7]

 

Υπό το φως των πιο πάνω αλλά και των ενώπιόν μου δεδομένων, συνεκτιμώντας τη φύση της υπόθεσης, την προβληματική υπόσταση της ειδοποίησης αλλαγής δικηγόρου και τη νομολογία που διέπει τέτοιες περιπτώσεις, καταλήγω ότι η υποβληθείσα αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, η δε Αιτήτρια δεν έχει καταφέρει να αποδείξει ότι η απόρριψη της προσφυγής της στις 08.10.2024 ήταν αποτέλεσμα γνήσιου λάθους ή έλλειψης πραγματικής πρόθεσης απόσυρσης.

Και εξηγώ.

 

Ξεκαθαρίζω καταρχάς ότι εν προκειμένω, ο προηγούμενος συνήγορος της Αιτήτριας, προχώρησε στις 08.10.2024 σε ανεπιφύλακτη δήλωση απόσυρσης της προσφυγής της Αιτήτριας και ουδόλως ευσταθούν οι ισχυρισμοί της ότι η προσφυγή της απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης, εξαιτίας της παράλειψης εμφάνισής της. Όπως έχει κριθεί από τη νομολογία, η ανεπιφύλακτη δήλωση απόσυρσης ισοδυναμεί με νομικά δεσμευτική εγκατάλειψη της διαδικασίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν μπορεί να γίνει λόγος για απλή μη προώθηση, όπου το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει αν υπήρχε πρόθεση εγκατάλειψης. Αντιθέτως, η απόσυρση έγινε με ξεκάθαρη δήλωση, χωρίς αιρέσεις ή επιφυλάξεις, κάτι που καταργεί κάθε δυνατότητα επαναφοράς της προσφυγής, εκτός εάν αποδεικνύεται γνήσιο λάθος ή εξαπάτηση. Και αυτό είναι εν προκειμένω το κρίσιμο προς εξέταση.

 

Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απουσία της από τη δικάσιμο ήταν ακούσια και οφειλόταν αποκλειστικά στο ατύχημα που υπέστη. Ωστόσο, από την εξέταση της ένορκης δήλωσής της προκύπτουν σοβαρές αντιφάσεις που καθιστούν την εκδοχή της αμφισβητήσιμη. Από τη μία, υποστηρίζει ότι δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο της επειδή το κινητό της καταστράφηκε, αλλά δεν παρέχει καμία εξήγηση για το λόγο που δεν χρησιμοποίησε άλλο μέσο επικοινωνίας, όπως το τηλέφωνο κάποιου φίλου, σταθερό τηλέφωνο ή άλλο διαθέσιμο μέσο. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τόσο το καθοριστικό στάδιο της διαδικασίας – τις Διευκρινίσεις – στο οποίο βρισκόταν η υπόθεσή της, όσο και τις ενδεχόμενες σοβαρές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η έκβαση αυτής για τη ζωή της Αιτήτριας. Επιπλέον αν και επικαλείται ότι έπρεπε να παραμείνει σε πλήρη ακινησία, το ιατρικό πιστοποιητικό που προσκομίσθηκε -ως Τεκμήριο 1- στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας η οποία υποστηρίζει την αίτηση επαναφοράς- δεν αναφέρεται σε «πλήρη ακινησία», αλλά «προτείνεται ακινησία για 10 ημέρες». Το γεγονός ότι η γνωμάτευση χρησιμοποιεί τη λέξη «προτείνεται» και όχι «επιβάλλεται» μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη ότι η κατάσταση της Αιτήτριας δεν ήταν τόσο σοβαρή ώστε να καθιστά απολύτως αδύνατη οποιαδήποτε επικοινωνία ή ενέργεια. Η ίδια, άλλωστε, κατάφερε να επισκεφθεί ιατρό την ίδια ημέρα του ατυχήματος, γεγονός που αποδυναμώνει τον ισχυρισμό της περί πλήρους ανικανότητας. Το γεγονός αυτό γεννά εύλογα ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο είχε πράγματι αντικειμενική αδυναμία επικοινωνίας ή αν απλώς παρέλειψε να ενημερώσει εγκαίρως τον δικηγόρο της και το Δικαστήριο.

 

Η Αιτήτρια, στηριζόμενη αποκλειστικά στη δική της ένορκη δήλωση, υποστηρίζει ότι ο τότε δικηγόρος της απέσυρε την προσφυγή χωρίς τη συγκατάθεσή της. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός είναι μονομερής καθώς το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του μαρτυρία ή δήλωση του προηγούμενου δικηγόρου, γεγονός που καθιστά αδύνατη την αντικειμενική αξιολόγηση των ισχυρισμών της. Η απουσία αυτής της κρίσιμης μαρτυρίας δημιουργεί κενό στην εξέταση του κατά πόσο ο προηγούμενος δικηγόρος της απέσυρε την προσφυγή εκ λάθους ή χωρίς εντολή της Αιτήτριας, ενώ δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των επιχειρημάτων της Αιτήτριας και υπονομεύει τη βάση της αίτησής της.

 

Επισημαίνεται ότι ο δικηγόρος εκπροσωπεί τον πελάτη του και οι ενέργειές του, στο πλαίσιο αυτής της εκπροσώπησης, δεσμεύουν τον αιτητή. Στη Bαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698, καταγράφονται στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει τα ακόλουθα:

 

«Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.  Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά  εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.

[.] 

Βλέπε επίσης Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1190Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348.

 

Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης. Ως προς την πρόθεση του διαδίκου την απάντηση έδωσε η απόφαση στην Άλκης Χ. Χατζηκυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ. ν. Τerzian Trading House Ltd. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 102:

"Η απουσία πρόθεσης εκ μέρους του διαδίκου να εγκαταλείψει τη διαδικασία δεν είναι αφεαυτής αποφασιστική για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου."»

 

Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο που δεν μπορεί να παραβλεφθεί είναι η παντελής έλλειψη επεξήγησης από την Αιτήτρια για τις ενέργειες στις οποίες προέβη προκειμένου να πληροφορηθεί το αποτέλεσμα της δικασίμου της 08.10.2024. Στην ένορκη δήλωσή της δεν αναφέρει εάν επιχείρησε να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο της, εάν αναζήτησε ενημέρωση από το Δικαστήριο ή εάν προσπάθησε να μάθει την τύχη της προσφυγής της με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση της απόρριψης μόλις στις 15.11.2024, ήτοι περίπου πέντε εβδομάδες αργότερα, χωρίς όμως να εξηγεί γιατί καθυστέρησε τόσο να ενημερωθεί και τι ενέργειες έκανε στο μεταξύ για να πληροφορηθεί το αποτέλεσμα. Η μακρά αυτή περίοδος αδράνειας είναι ανεξήγητη και δεν συνάδει με τη συμπεριφορά ενός διαδίκου που επιθυμούσε πραγματικά να συνεχίσει τη δικαστική διαδικασία.

 

Η αδράνειά της μετά την απόρριψη της προσφυγής της ενισχύει την άποψη ότι δεν υπήρξε ποτέ πραγματική πρόθεση προώθησης της προσφυγής της, συνιστώντας πρόσθετη ένδειξη εγκατάλειψης.

 

Το εύλογο του χρόνου αντίδρασης αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στις αιτήσεις επαναφοράς, καθώς μια παρατεταμένη καθυστέρηση μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη έλλειψης πραγματικής πρόθεσης να συνεχίσει τη διαδικασία.

 

Προσθέτω πως, η ιατρική κατάσταση της Αιτήτριας, όπως περιγράφεται στην ένορκη δήλωσή της, δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει τη μη παρουσία της στο δικαστήριο ή την αποτυχία της να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο της. Αν και η ιατρική γνωμάτευση υποδεικνύει κάποιο πρόβλημα υγείας, η αδυναμία της να ενημερώσει εγκαίρως τον δικηγόρο της δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την επιμέλειά της στη διαχείριση της υπόθεσής της.

 

Ως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην πρόσφατη απόφαση μου ημερ. 18.10.2024, επί της προσφυγής αρ. Ειδικό Μητρώο 2/2023, Α.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας:

 

«Ως λέχθηκε στην Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191, 196: «Το κριτήριο επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα. Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας» και «Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου».

 

Επισημαίνεται ότι η ασφάλεια δικαίου, ως θεμελιώδης αρχή κάθε έννομης τάξης, απαιτεί οι δικαστικές αποφάσεις να είναι οριστικές και να μην ανατρέπονται μετά από μακρές καθυστερήσεις χωρίς εύλογη αιτία. Το σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και πρέπει να γίνονται σεβαστές.

 

Η επαναφορά προσφυγής μετά από εννέα 9 μήνες από την απόρριψή της χωρίς σοβαρή και επαρκή δικαιολογία υπονομεύει την αρχή αυτή, οδηγώντας εν τέλει σε αποσταθεροποίηση του συστήματος δικαιοσύνης.

 

Η αναβίωση της υπόθεσης θα καθυστερούσε περαιτέρω την απονομή δικαιοσύνης, ενώ ο αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή του αλλά επέλεξε να μην το πράξει εγκαίρως.

 

Άλλωστε, ως ελέχθη στην Matanes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012 : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»

 

Κλείνοντας, επισημαίνω ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία.

 

Ωστόσο, δεν φρονώ ότι πλήττεται το δικαίωμα αυτό του Αιτητή αφού ο ίδιος είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής, 28.04.2022, και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου.  Τούτο δε, δεν μπορεί να ασκείται κατά τρόπο που παραβιάζει τους βασικούς δικονομικούς κανόνες που διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Οι δικονομικοί κανόνες, όπως οι προθεσμίες και οι διαδικασίες για την προώθηση μιας υπόθεσης, δεν είναι απλώς τυπικές απαιτήσεις, αλλά ουσιώδη εργαλεία για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Η παράβασή τους μπορεί να βλάψει την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης ενώ οδηγεί σε καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες[8].

 

Το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του (στις 14.12.2023) μέχρι την ημερομηνία (Αύγουστο του 2024) που ο Αιτήτης προσήλθε στο Πρωτοκολλητείο του παρόντος Δικαστηρίου, εκφράζοντας την πρόθεση του να επαναφέρει την προσφυγή του, καταδεικνύει αδιαφορία και πρόθεση εγκατάλειψης αυτής. Δεν μπορεί η δικαστική διαδικασία να καθίσταται έρμαιο της κρίσης του Αιτητή σε σχέση με τον χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού

 

Τυχόν επαναφορά της υπόθεσης θα ισοδυναμούσε με αδιαφορία ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα της τελεσιδικίας[9]».

 

Τα ίδια εν πολλοίς τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι ουσιαστικά η Αιτήτρια δια της συμπεριφοράς της, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, λειτούργησε κατά τρόπο που αντικειμενικά δύναται να θεωρηθεί ότι δεν ενδιαφερόταν κατ΄ ουσίαν να προωθήσει την προσφυγή της.

 

Για όλους τους λόγους, οι οποίοι έχουν προαναφερθεί, η παρούσα αίτηση απορρίπτεται, με €600 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[3] Μούντη- Κοντοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 21/2017, 12.10.2018.

[4] Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2211.

[6] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 164.

[7] Phylactou v. Michael, (1982), C.L.R. 204

[9] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 165. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο