
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
31 Ιανουαρίου 2025
[Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G.C.M.
Αιτητής
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Τζ. Μπετίτο (κος) για Πιερίδης & Πιερίδης (κοι), Δικηγόροι για Αιτητή
Θεοφανώ Βασιλάκη (κα) για Νικόλα Ιερωνυμίδη (κος), Δικηγόρος για τους Kαθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται:
Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 29/09/2023, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 17/10/2023 και με την οποία τον πληροφορούν την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 15/02/2023. Στις 05/09/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 21/09/2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) του Αιτητή. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 29/09/2023. Στις 17/10/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν.
Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή τους τ δε αγόρευση, οι συνήγοροι του Αιτητή προβάλλουν ότι η απόφαση εκδόθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί δέουσα έρευνα, απορρίπτοντας αυθαίρετα την αίτηση του Αιτητή για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και/ ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Τέλος αναφέρουν ότι η δοθείσα αιτιολογία για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και/ ή εσφαλμένη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής οι ισχυρισμοί του δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής του στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, όπως προβλέπεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, αλλά ούτε και μπορούσε να του παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματική προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, υποστηρίζει, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα.
Κατάληξη
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητού θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ’ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους ισχυρισμούς του και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως γενικοί και απαράδεκτοι.
Προχωρώντας ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένος επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε αιτητή (στο πλαίσιο πάντα του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών, η παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). Εν προκειμένω παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς αναφέρει απλώς γενικώς ότι η διοίκηση δεν επικεντρώθηκε σε άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατά τον ίδιο δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]
Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικό ισχυρισμό που προβάλλουν οι συνήγοροι του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.
Αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας από την Νιγηρία. Στην αίτησή του για διεθνή προστασία κατέγραψε ότι το χωριό του δέχεται επίθεση από κτηνοτρόφους με συνέπεια οι ίδιοι ως αγρότες να μην μπορούν να καλλιεργούν τη γη τους. Πρόσθεσε η ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο και δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να διαμείνουν στην πόλη όπου θα είναι πιο ασφαλείς.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του την πόλη New Haven της πολιτείας Enugu, όπου διαμένουν οι γονείς του και τα αδέρφια του. Ισχυρίστηκε ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη Νιγηρία είναι ότι ζούσε σε ένα χωριό και για λόγους ασφαλείας εξαιτίας των επιθέσεων των κτηνοτρόφων, αποφάσισε μαζί με την οικογένειά του να μετακομίσει στην πόλη. Ωστόσο ανέφερε ότι το ενοίκιο του σπιτιού στην πόλη είναι δαπανηρό. Καθότι ο ίδιος είναι ο πρωτότοκος, ο πατέρας του είναι ηλικιωμένος και η μητέρα του δεν έχει δουλειά αποφάσισαν να πουλήσουν τη γη στο χωριό ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει με σκοπό να φροντίσει την πολυμελή οικογένειά του. Επιπλέον δήλωσε ότι δεν ζει πλέον στο χωριό η πόλη είναι ακριβή και για αυτόν τον λόγω αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του για να φροντίσει την οικογένειά του. Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το χωριό του δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά δέχονται επιθέσεις από βοσκούς/κτηνοτρόφους, κάθε δύο εβδομάδες, οπότε αποφάσισαν να μείνουν στην πόλη για λόγους ασφαλείας. Ερωτηθείς πέραν των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει εάν θα ήταν ασφαλής από τους κτηνοτρόφους στην πόλη, ο Αιτητής αποκρίθηκε θετικά, αλλά πρόσθεσε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικής φύσεως δυσκολίες(βλ. ερυθρά 41-38 δ.φ.).
Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, οι Καθ' ων η Αίτηση σχημάτισαν τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την χώρα καταγωγής, το προφίλ, την περιοχή γέννησης και συνήθους διαμονής του Αιτητή. Προς τούτου έγινε δεκτό ότι Αιτητής γεννήθηκε στην περιοχή Abakpa Nike της πολιτείας Enugu στη Νιγηρία. Ως προς τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του έγινε αποδεκτό ότι ήταν η πόλη New Haven στην πολιτεία Enugu όπου μετοίκησε με την οικογένεια του το 2018. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο έγινε αποδεκτό ότι ο Αιτητής ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην πολιτεία Εnugu το 2015, ενώ όσον αφορά την εργασιακή του πείρα έγινε αποδεκτό ότι εργάστηκε ως θυρωρός στον δημόσιο τομέα από το 2017 έως το 2018. Σχετικά με το οικογενειακό του περιβάλλον, ο Αιτητής δεν είναι νυμφευμένος και δεν έχει παιδιά, ενώ οι γονείς και τα αδέλφια του διαμένουν στην πόλη New Haven και με τους οποίους διατηρεί τακτική επικοινωνία.
Ομοίως ο δεύτερος ισχυρισμός αναφορικά με το ότι ο Αιτητής και η οικογένειά του κινδύνευσαν από τους βοσκούς Fulani όταν ζούσαν στο χωριό τους έγινε επίσης αποδεκτός. O Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ενώ ζούσε με την οικογένειά του στο χωριό, οι βοσκοί επιτίθονταν στο χωριό του. Οι δηλώσεις του κρίθηκαν συνεπείς και συνεκτικές. Ο Αιτητής ήταν επίσης συνεκτικός και συγκεκριμένος όταν δήλωσε ότι δεν είχαν δεχθεί προσωπική επίθεση, αλλά ότι οι καλλιέργειές τους είχαν καταστραφεί από τους βοσκούς Fulani τρεις έως πέντε φορές. Επιπλέον, ο Αιτητής δήλωσε με συνοχή ότι εξαιτίας αυτών των επιθέσεων πούλησαν τη γη τους στο χωριό και μετακόμισαν στην πόλη . Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε σχετική έρευνα σε πηγές πληροφόρησης, οι οποίες επιβεβαιώνουν τα όσα ανέφερε ο Αιτητής (βλ. ερ. 84-83 και 62-55 δ.φ.). Ως εκ τούτου, ο Αιτητής κρίθηκε τόσο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά επί του εν λόγω ισχυρισμού.
Τέλος ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός που σχηματίστηκε αφορούσε τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Αιτητής και η οικογένειά του. και έγινε επίσης αποδεκτός ως εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά αξιόπιστος. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι μετά τη μετακόμισή του στην πόλη το 2018 το ενοίκιο του σπιτιού ήταν δαπανηρό και ότι ο ίδιος ήταν αυτός που φρόντιζε την οικογένειά του. Επιπλέον δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα επειδή έπρεπε να κερδίσει τα προς το ζην. Ανέφερε επίσης ότι ο ίδιος και ο πατέρας του αποφάσισαν να πουλήσουν τη γη που κατείχαν στο χωριό προκειμένου να φύγει από τη χώρα.. Οι δηλώσεις του ήταν σαφείς και ευλογοφανείς.
Περαιτέρω, κατά την αξιολόγηση του κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από διεθνείς πηγές πληροφόρησης περί της κατάστασης ασφαλείας στη πολιτεία Enugu όπου ήταν και ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή τα ευρήματα των οποίων δεν καταδεικνύουν πως ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του θα κινδυνεύσει να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, βάσει των ατομικών περιστάσεων του Αιτητή, ήτοι ότι αυτός είναι ενήλικος, υγιής, έχει ολοκληρώσει δευτεροβάθμια εκπαίδευση και με προηγούμενη εργασιακή πείρα σε συνάρτηση με τα όσα αναφέρουν πληροφορίες επί της χώρας καταγωγής του κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται πως σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Νιγηρία κινδυνεύει να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Αναφορικά με το δεύτερο αποδεκτό ουσιώδες γεγονός, δηλαδή τις επιθέσεις των βοσκών στο αγρόκτημα του Αιτητή και της οικογένειάς του στο χωριό που ζούσε ο Αιτητής και η οικογένειά του πριν από το 2018, την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου αυτού του στοιχείου, οι Καθ’ ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη ότι δεν υπήρχε προσωπικός φόβος για τον Αιτητή να δεχθεί επίθεση ή να υποστεί βλάβη κατά την επιστροφή του στη Νιγηρία λόγω των επιθέσεων των βοσκών Fulani. Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι ποτέ δεν είχε δεχθεί σωματική επίθεση ή βλάβη από τους Fulani και δήλωσε ότι η βλάβη που υπέστησαν από αυτούς ήταν η καταστροφή των καλλιεργειών τους. Επιπλέον, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο συνήθης τόπος διαμονής του είναι η πόλη New Haven στην πολιτεία Enugu από το 2018, η οποία σύμφωνα με τις δηλώσεις του είναι ασφαλής και ως εκ τούτου η αξιολόγηση του κινδύνου επικεντρώθηκε στην περίπτωση επιστροφής του Αιτητής στην πόλη New Haven της πολιτείαςEnugu.
Ως εκ τούτου, αξιολογήθηκε πως o Αιτητής δε βρίσκεται αντιμέτωπος με βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης εντός του πλαισίου του άρθρου 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εντός του πλαισίου του άρθρου 15 (α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, τα οποία αντιστοιχούν στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου. Στο πλαίσιο εξάλλου του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας και αντίστοιχου άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, εξήχθη από την αρμόδια λειτουργό το συμπέρασμα πως ο Αιτητής εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και περιοχή συνήθους διαμονής του δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ή υπό τη μορφή σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε πως οι αποδεκτοί ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.
Ως προς τους οικονομικούς λόγους που προέβαλε ο Αιτητής και ειδικότερα ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό και παρά την εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενος αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως η εξεύρεση εργασίας και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, όπως εν προκειμένω ο Αιτητής, αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα. (βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).
Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».
Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε με σαφήνεια ότι ο λόγος που αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, ήταν για να εργαστεί και να δημιουργήσει μία καλύτερη ζωή με σκοπό να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένεια του. Οι εν λόγω οικονομικοί ισχυρισμοί ως προβλήθηκαν δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής του στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, εφόσον οι οικονομικοί λόγοι δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951.
Σε σχέση λοιπόν με τον δεύτερο ισχυρισμό αναφορικά με το ότι ο Αιτητής και η οικογένειά του αντιμετώπισαν επιθέσεις από τους Fulani κτηνοτρόφους κατά την περίοδο που ζούσαν στο χωριό συμφωνώ με τα όσα καταγράφουν οι Καθ’ ων η Αίτηση δια της έκθεσης – εισήγησης και γίνεται δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος ο ισχυρισμός του αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στο χωριό του πριν την αναχώρηση και την μετέπειτα μετοίκηση του Αιτητή το 2018 στην πόλη New Haven της πολιτείας Enugu. Ως εκ τούτου και για τους σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του Αιτητή στο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, σημειώνω ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με το εν λόγω συμβάν.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή έρευνα σχετικά με τη δράση των Fulani. Έκθεση της EASO για το 2021, στην πολιτεία Enugu (η οποία βρίσκεται νοτιοανατολικά της χώρας) οι κύριοι πρωταγωνιστές στην κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία ήταν οι αστυνομικές υπηρεσίες, άγνωστοι ένοπλοι, διαδηλωτές του κινήματος #EndSARS, οι αυτονομιστές IPOB και διάφορες κοινότητες. Το 2020, οι συγκρούσεις στην πολιτεία Enugu έλαβαν χώρα κυρίως μεταξύ των κοινοτήτων για την κατοχή γης. Η κυβέρνηση της πολιτείας Enugu ανέθεσε σε ένα σώμα ασφαλείας την αρμοδιότητα να παρέχει ασφάλεια στις υπό αμφισβήτηση χερσαίες περιοχές στη σύγκρουση μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων.[2]
Πρόσφατη έκθεση της EUAA του 2024 για τη Νιγηρία αναφέρει ότι σύμφωνα με το Nigeria Watch, τα θύματα που συνδέονται με συγκρούσεις μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων αυξήθηκαν από 579 το 2022 σε 860 το 2023. Η τάση των δολοφονιών που λαμβάνουν χώρα σε βοσκοτόπια και κατά τη διάρκεια επιδρομών σε αγροκτήματα στις κοινότητες των Fulani συνεχίστηκε και κατά το 2023. Οι πολιτείες που επλήγησαν περισσότερο από αυτές τις συγκρούσεις ήταν η Benue, Plateau στη βόρεια-κεντρική ζώνη και η Taraba στη βορειοανατολική ζώνη της χώρας.[3]
Η ετήσια έκθεση του Freedom House για τη Νιγηρία το 2023 περιγράφει βίαιες συγκρούσεις μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων Fulani, καθώς οι κοινότητες των Fulani ταξίδευαν νότια για να βρουν "νέα βοσκοτόπια".[4] Το σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης στη Νιγηρία το 2023 από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης επιβεβαίωσε περαιτέρω ότι η βία κατά των αγροτικών κοινοτήτων συνεχίστηκε λόγω του ανταγωνισμού για τη γη και ότι η βία αυξήθηκε λόγω των διαφορών που σχετίζονται με τις ζημιές στις καλλιέργειες, τις κλοπές ζώων και τη ρύπανση του νερού.[5]
Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, προκύπτει ότι η πολιτεία Enugu πλήττεται, σε μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με άλλες πολιτείες, από τη σύγκρουση μεταξύ των κτηνοτρόφων Fulani. Όπως ορθά επεσήμαναν και οι Καθ’ ων η Αίτηση, ο Αιτητής με βάση τα όσα ανέφερε στη συνέντευξή του, δεν στοχοποιήθηκε από τη συγκεκριμένη ομάδα, ούτε βίωσε οποιοδήποτε προσωπικό φόβο δίωξης, ενώ ανέφερε ότι προέβησαν σε πώληση της γης που κατείχαν στο χωριό και μετοίκησαν στην πόλη New Haven της ίδιας πολιτείας (Enugu) όπου εξακολουθεί να διαμένει η οικογένειά του και είναι ασφαλείς, ενώ τα μόνα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι οικονομικής φύσεως. Ορθά έκριναν οι Καθ’ ων ότι παρά το αποδεκτό των όσων ο Αιτητής δήλωσε του, αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό, αυτοί δεν εμπίπτουν στο άρθρο 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμο.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν συνεκτικές και συγκεκριμένες, καθώς εξηγούσε ότι το χωριό του δεν βρίσκεται σε πόλεμο, αλλά ότι οι βοσκοί επιτίθενται μία φορά κάθε δύο εβδομάδες και ως εκ τούτου αποφάσισαν να μείνουν στην πόλη για ασφάλεια. Ο Αιτητής ήταν επίσης συνεκτικός και επιβεβαίωσε ότι ο ίδιος και η οικογένειά του είναι ασφαλείς στην πόλη, αλλά ήταν πολύ ακριβό το ενοίκιο. Ο Αιτητής ήταν συγκεκριμένος λέγοντας ότι δεν έχουν δεχθεί προσωπική επίθεση από τους βοσκούς, αλλά όταν πληροφορήθηκαν την άφιξή τους έτρεξαν. Eπιπλέον ο Αιτητής ήταν συνεπής εξηγώντας ότι η αστυνομία γνώριζε την κατάσταση και τις επιθέσεις, ότι κυνηγούσε τους ενόχους αλλά ήταν πολλοί άνθρωποι και όταν συνέλαβαν κάποιους από αυτούς θα τους άφηναν αργότερα ελεύθερους.(βλ. ερ. 40 -39 δ.φ.). Παρατηρώ συναφώς από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προχώρησαν σε δέουσα έρευνα αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή και στη βάση έγκυρων πηγών πληροφόρησης, ορθά έκριναν ότι το επίπεδο της βίας δεν είναι τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας της στην περιοχή.
Στην συνέχεια εξέτασαν και τις προσωπικές του περιστάσεις και ορθώς έκριναν ότι Αιτητής δεν πρόβαλε κάποιο στοιχείο του προφίλ του που να αποτελεί παράγοντα ρίσκου και να συνδέεται με διώξεις που μπορεί να λαμβάνουν χώρα. Οι ισχυρισμοί του επί της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στην χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στο χωριό του δεν ήταν αρκετοί ώστε να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε είναι ικανοί να στοιχειοθετήσουν λόγο υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Η εκτίμηση του βάσιμου φόβου σε πλαίσιο γενικευμένης βίας, η οποία περιλαμβάνει, για παράδειγμα, εμφύλιο πόλεμο, ένοπλη σύρραξη ή συγκρούσεις φυλών, εγείρει πολύπλοκα και ειδικά ζητήματα τα οποία συνδέονται στενά με την συμπληρωματική προστασία. Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το γεγονός ότι ο Αιτητής διέφυγε από κατάσταση γενικευμένης βίας δεν σημαίνει ότι δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Σε όλες τις περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να εκτιμάται πρώτα κατά πόσον ο Αιτητής αντιμετωπίζει βάσιμο φόβο δίωξης για έναν ή περισσότερους από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στη σύμβαση για τους πρόσφυγες και στην οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση).
Συνεπώς κρίνω ότι και παρόλο που ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή έχει γίνει δεκτός και με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του ή και θα κινδυνεύσει με δίωξη, καθότι δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι υπήρξε ποτέ προσωπικός στόχος των κτηνοτρόφων. Ο Αιτητής ήταν σε θέση να ζήσει στη χώρα του χωρίς προβλήματα στην πόλη New Haven, όταν μετακόμισε από το χωριό του. Ως εκ τούτου, τα γεγονότα αυτά δεν βασίστηκαν σε ατομική στοχοποίηση λόγω της ταυτότητας και του προφίλ του Αιτητή, αλλά λόγω των οικονομιών δυσκολίων που αντιμετώπιζε. Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται εμπίπτει σε κάποια από την έννοια όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς της, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.
Από τις διαπιστωθείσες προσωπικές και ατομικές περιστάσεις δεν προκύπτει τέτοια απειλή την οποία ο Αιτητής ευλόγως και αντικειμενικώς να φοβάται, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης. Αβίαστα, λοιπόν, από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση πραγματεύτηκαν και αξιολόγησαν όλα τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης του Αιτητή, προβαίνοντας σε εξατομικευμένη αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας, ενώ έλαβαν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης σχετικά με την αίτηση, τις συναφείς δηλώσεις και τα συναφή έγγραφα που έχει υποβάλει ο αιτών, καθώς και την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος.[6]
Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης λόγω των επιθέσεων των κτηνοτρόφων Fulani ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η Aίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).
Σημειώνω δε ότι είναι παγίως νομολογημένο ότι η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας και οι αναφορές σε μαρτυρίες οι οποίες δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου στερούνται οποιοσδήποτε σημασίας. (ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΛΛΟΥ, (1995), 4 ΑΑΔ 1275, ANTENNA ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 ΑΑΔ 242, Κοιν. Λυσού ν. Δημοκρατία (1998) 3 ΑΑΔ 537). Εάν η πλευρά του Αιτητή επιθυμούσε να προσαγάγει μαρτυρία, όφειλε να ακολουθήσει το ορθό δικονομικό βήμα.
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[7]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού.
Η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/99 και την πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας νοουμένου, όμως, ότι τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), ως ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999 και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι γραπτή και δεόντως αιτιολογημένη όπως απαιτείται από το Νόμο. Η αιτιολογία της απόφασης συνοδεύει την επιστολή ημερ. 17/10/2023, η οποία ενισχύεται περαιτέρω από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (ερυθρά 76-88 Δ.Φ.). Είναι σαφής και δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν τους Καθ' ων η αίτηση στην απόφαση τους.
Συμπερασματικά, η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε πλήρη και επαρκή αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ενώ στον ίδιο κοινοποιήθηκε εγγράφως επιστολή της οποίας το περιεχόμενο του γνωστοποιήθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα.
Τέλος και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το βάρος απόδειξης περί του ουσιώδους της πλάνης και περί της έλλειψης δέουσας έρευνας βαρύνει τον Αιτητή (βλ. Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262). Δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης που να στηρίζει τη θέση του Αιτητή ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας, και επιπλέον δεν έχει εξειδικεύσει τον ισχυρισμό του αυτό με συγκεκριμένες θέσεις. Πέραν τούτου, δεν επικαλέστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε έχει προσκομίσει με την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής νέα στοιχεία ώστε να εξεταστούν από το Δικαστήριο.
Προχωρώντας, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας μπορούσε να χορηγηθεί στον Αιτητή. Συμπληρωματική προστασία, δίδεται όταν ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Δεδομένης της απόρριψης του ισχυρισμού του Αιτητή περί φόβου δίωξής στην χώρα καταγωγής του, δεν τεκμηριώνεται η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Συνεπώς πολύ ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε εύλογη τη θέση περί μη απόδειξης εκ μέρους του Αιτητή ότι θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο άρθρο 19(2). Επιπλέον λαμβάνω υπόψη μου το γεγονός και όπως αποδεικνύεται εξάλλου από το περιεχόμενο του Διοικητικού φάκελου (βλ. ερυθρά 68-66 του δ.φ.) ότι οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν και σε σχετική δέουσα έρευνα από πήγες πληροφορήσεις αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα και τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή σε συνάρτηση με τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά την διάρκεια της συνέντευξής του, πριν καταλήξουν στο συμπέρασμα τους ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009).
Το ως συμπέρασμα των Καθ' ων η Αίτηση υποστηρίζεται και από έρευνα του Δικαστηρίου από πρόσφατες πηγές πληροφόρησης καθότι ο Αιτητής προερχόμενος από την πολιτεία Enugu (τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του), δεν προκύπτει να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 στοιχείο γ) της Οδηγίας. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 20/01/2024 – 17/01/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Enugu, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, 113 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 86 ανθρώπινες ζωές. Τα 113 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 6 ταραχές (riots), 23 διαμαρτυρίες (protests), 58 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 39 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 26 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 47 ανθρώπινες απώλειες.[8] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Enugu σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 ανερχόταν στα 4,690,100.[9]Τονίζεται βέβαια ότι στο πλαίσιο της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[10], κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται εξατομικευμένα, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την ένταση της βίας στην περιοχή, σε συνδυασμό με τις ατομικές περιστάσεις που ισχύουν στην περίπτωση του Αιτητή. Στην παρούσα περίπτωση ο Αιτητής δήλωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ότι οι λόγοι που τον ώθησαν να φύγει από τη χώρα του ήταν για να βελτιώσει την ζωή του και οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην χώρα καταγωγής του. Τα όσα δήλωσε στη συνέντευξή του και που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ουδόλως τον ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας
Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Οι προβληθέντες ισχυρισμοί του Αιτητή έγιναν δεκτοί, ωστόσο αυτοί δεν μπορούν να υπαχθούν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 191/2024 ημερομηνίας 31/05/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.
[2] EASO Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note, October 2021, σ. 125
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf
[3]EUAA, Nigeria – Country Focus, July 2024, σ. 21-22
[4] Freedom House, Freedom in the World 2023 – Nigeria, 9 March 2023
[5] IOM, Nigeria Crisis Response Plan 2023, 30 January 2023, σ. 4
https://crisisresponse.iom.int/sites/g/files/tmzbdl1481/files/appeal/pdf/2023_Nigeria_Crisis_Response_Plan_2023.pdf
[6] Βλ. άρθρο 16 Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000)
[7] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[8]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project
https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Enugu)
[10] Βλ.) CJEU (Grand Chamber), απόφαση 17 Φεβρουαρίου 2009, Case C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v Staatssecretaris van Justitie, Παρ. 39; CJEU, απόφαση of 30 Ιανουαρίου 2014, case C-285/12, Aboubacar Diakité v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides Παρ. 31).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο