
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 4546/23
30 Ιανουαρίου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ε. Β. Ε.
Αιτήτριας,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση,
.........
Η Αιτήτρια παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Ν. Ιερωνυμίδης (κ.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22.11.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της τελευταίας για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος) και αποφασίστηκε συνακόλουθα η επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της το Καμερούν.
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και είναι κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής της. Περί τις 3.11.2020 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 13.11.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό, ο οποίος υπέβαλε σχετική Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και για επιστροφή στη χώρα καταγωγής της. Στις 22.11.2023 ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και επιστροφής της στο Καμερούν. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 4.12.2023 αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Η Αιτήτρια στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αναφέρει ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της καθώς κινδυνεύει η ζωή της από το σύζυγό της. Η ίδια απέκτησε παιδί με το σύντροφό της στη Δημοκρατία, ο οποίος την εγκατέλειψε. Έχει άγχος και προς τούτο λαμβάνει θεραπεία για ψυχολογική υποστήριξη.
3. Κατά τη δικαστική διαδικασία η Αιτήτρια αγόρευσε προφορικώς κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, ενώ υποβλήθηκαν σε αυτήν διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα από το Δικαστήριο κατά τις δικασίμους 8.4.2024, 14.5.2024 και 20.6.2024. Στο διαδικαστικό αυτό πλαίσιο, και ειδικότερα στις 8.4.2024, η Αιτήτρια καθόρισε ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της στο Καμερούν την πόλη Mamfe της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας της χώρας. Δήλωσε εξάλλου ότι εκεί διαμένουν η μητέρα, τα δύο αδέλφια της (18 και 24 ετών) της και οι δύο της κόρες (οι οποίες κόρης μένουν με την αδελφή του συζύγου της). Τα αδέλφια της εργάζονται στη φάρμα που διατηρεί η οικογένειά της. Στο Mamfe διαμένει εξάλλου και ο σύζυγός της και πατέρας των θυγατέρων της. Στη Δημοκρατία απέκτησε παιδί με τρίτο πρόσωπο καταγόμενο επίσης από το Καμερούν, το οποίο προηγουμένως ήταν σύντροφός της και πλέον έχουν χωρίσει. Ωστόσο εξακολουθεί να τη συνδράμει οικονομικά. Ο σύζυγός της δεν γνωρίζει για την ύπαρξη του τρίτου τέκνου της. Εξήγησε, κατόπιν σχετικής ερώτησης, ότι σε ηλικία 16 ετών δόθηκε για παντρειά από το θείο της και ότι με το σύζυγό της έμεινε μαζί για 10 έτη. Στο πλαίσιο του γάμου αυτού, η Αιτήτρια υφίστατο ως αναφέρει σωματική κακοποίηση από το σύζυγό της και για το λόγο αυτό αποφάσισε να φύγει και να τον εγκαταλείψει. Ούσα στη Δημοκρατία, η Αιτήτρια επικοινώνησε με το σύζυγό της, ο οποίος την πήρε για να την απειλήσει. Καίτοι η μητέρα και η αδελφή της μένουν στο ίδιο τόπο, εντούτοις, δεν επιτρέπει την επίσκεψη στα παιδιά της Αιτήτριας απειλώντας τους και ζητώντας τους να επιστρέψει η Αιτήτρια. Με τα μέλη της δικής της οικογένειας, η Αιτήτρια διατηρεί επικοινωνία. Επιστρέφοντας στο λόγo που την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι σε ηλικία 16, μετά το θάνατο του πατέρα της το 2001 και αφότου ο θείος της ανέλαβε την προστασία της οικογένειας, αναγκάστηκε να παντρευτεί το σύζυγό της. Η Αιτήτρια αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο σε νεαρή ηλικία, χωρίς η ίδια να είναι σε θέση προσδιορίσει ακριβώς πότε σταμάτησε. Ως προς την κακοποίηση που υφίστατο από το σύζυγό της, η ίδια δήλωσε ότι ανέφερε το γεγονός στους γηραιούς του χωριού, οι οποίες δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Διευκρίνισε εξάλλου ότι ο σύζυγός της ασχολείται με αγροτικές εργασίες και ότι έχει επιχειρήσεις. Η ίδια απέκλεισε το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή στης χώρας καθώς το έπραξε διαφεύγοντας σε μια φίλη της στη Υaounde. Ωστόσο αυτός την εντόπισε μέσω κάποιου φίλου του, που η Αιτήτρια συνάντησε τυχαία στην αγορά. Η Αιτήτρια απέκλεισε εξάλλου το ενδεχόμενό να επιστρέψει στην Douala φοβούμενη και πάλι ότι θα μπορούσε να την εντοπίσει. Η Αιτήτρια σε κανένα στάδιο δεν ζήτησε τη συνδρομή των αρχών της χώρας της.
4. Κατά την ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 14.5.2024, η Αιτήτρια επανέλαβε τις δηλώσεις της περί της οικογενειακής της κατάστασης και του κοινωνικού δικτύου που διατηρεί στη χώρα της. Ερωτήματα υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ειδικά για τις περιστάσεις γύρω από τον εντοπισμό της από το σύζυγό της όταν αποπειράθηκε να διαφύγει στη Yaoundé, τη συνάντησή τους στο σπίτι της φίλης της και τον εξαναγκασμό της να επιστρέψει πίσω στο χωρίο της. Το περιστατικό τοποθετεί χρονικά η Αιτήτρια αρχικώς το Σεπτέμβριο του 2019, και ότι τον Οκτώβριο του 2019 διέφυγε εκ νέου οπότε και ήρθε στη Δημοκρατία. Στη συνέχεια η Αιτήτρια αναδιατύπωσε τη δήλωσή της διευκρινίζοντας ότι το περιστατικό αναφερόταν στο έτος 2020. Εκείνο το διάστημα εξήγησε ότι υπήρχαν αναταραχές εξαιτίας της κρίσης και μπόρεσε να διαφύγει αφού προηγουμένως είχε κλέψει ένα ποσό από το σύζυγό της για να διαφύγει. Η Αιτήτρια σε αυτή την ημερομηνία δήλωσε ότι είναι μαζί με το σύντροφό της και πατέρα του παιδιού που απέκτησε στη Δημοκρατία και ότι αυτός είναι Αιτητής ασύλου η αίτησή του οποίου είναι υπό εξέταση. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο σύντροφός της κατάγεται από την Bamenda και ότι έφυγε εξαιτίας της κρίσης. Το πιστοποιητικό γέννησης το οποίο προσκόμισε η Αιτήτρια και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 δεν αναγράφει όνομα πατρός. Στη συνέχεια της διαδικασίας, η Αιτήτρια ρωτήθηκε εκ νέου εάν παραμένουν σύντροφοι με τον πατέρα του υιού της και κατά πόσον τη συνδράμει οικονομικά με την τελευταία να απαντά και στις δύο περιπτώσεις αρνητικά. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι μετά τη γέννηση του παιδιού τους λαμβάνει υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης. Αναφερόμενη στη σχέση με το σύζυγός της, ανέφερε στο πλαίσιο των αποκρίσεών της ότι πέραν του ότι ο γάμος της ήτα εξαναγκαστικός, επιπλέον, ο σύζυγός της την κτυπούσε και τη βίαζε. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να υποδείξει στην Αιτήτρια τη σημαντική αντίφαση στις δηλώσεις ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της κατά την καταγραφή της αίτησής της σε σχέση με τα όσα δήλωσε κατά τη συνέντευξή της, με την τελευταία να δηλώνει ότι όταν ήρθε δεν ήξερε πώς να γράφει και έτσι ζήτησε από μια γυναίκα να τη βοηθήσει. Ερωτήματα υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια αναφορικά με την καθημερινότητά της και η σχέση της με το σύζυγό της όντας παντρεμένη επί 11 έτη. Η Αιτήτρια εξήγησε ότι για τη διαδικασία να εγκαταλείψει τη χώρα της τη συνέδραμε η φίλη της από τη Yaoundé. Με το τέλος της εν λόγω δικασίμου δόθηκε η δυνατότητα στην Αιτήτρια να προσκομίσει πιστοποιητικά γέννησης των παιδιών της. Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 20.6.2024, η Αιτήτρια προσκόμισε πιστοποιητικά γέννησης των δύο θυγατέρων της και δύο φωτογραφίες η μία με δύο ανήλικα κορίτσια, η οποία κατά τη δήλωσή της, απεικονίζει τις κόρες της και μία δεύτερη με την ίδια και ένα βρέφος. Τέλος η Αιτήτρια κατόπιν σχετικής ερώτησης, τοποθετεί χρονικά το θάνατο του πατέρα της στις 7.4.4.2021.
5. Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης και αντικρούοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας παραπέμπουν στις δηλώσεις της κατά το στάδιο της διοικητικής και της δικαστικής διαδικασία και επισημαίνουν ότι ορθώς αυτή κρίθηκε αναξιόπιστη ως προς την κατ’ ισχυρισμό κακοποίηση από το σύζυγός της και ότι οι περιστάσεις της δεν δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Νομικό πλαίσιο
6. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».
7. Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
8. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
9. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
10. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
11. Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητά της στη βάση επικαιροποιημένων στοιχείων (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του/της εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτριας).
12. Παρατηρώ συναφώς, ότι στο έντυπο της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της κατάστασης που επικρατεί, των πυροβολισμών και των βιασμών, τα οποία δεν της επέτρεπαν να παραμείνει στο σπίτι της αλλά σε θαμνώδη περιοχή. Για το λόγο αυτό και προκειμένου να σώσει τη ζωή της, ο πατέρας της της έδωσε χρήματα για να σώσει τη ζωή της.
13. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ως τόπο καταγωγής της και τελευταίας συνήθους διαμονής της το χωρίο Eyangatemako, στην περιοχή Mamfe, της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν (γεννηθείσα το 1993). Η Αιτήτρια ομιλεί αγγλικά, ωστόσο όπως δήλωσε δεν είναι μορφωμένη. Ως προς τη θρησκευτική της ταυτότητα δήλωσε χριστιανή καθολική. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε ότι χώρισε με το σύζυγό της με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά στο Καμερούν, τα οποία βρίσκονται στην αδελφή του, ηλικίας 12 και 9 ετών (κατά το χρόνο της συνέντευξης στις 13.11.2023). Με τα παιδιά της δεν έχει επικοινωνία καθώς, η θεία τους δεν διαθέτει τηλέφωνο. Η μητέρα της και οι δύο μικρότεροι αδελφοί της διαμένουν επίσης στο ίδιο χωριό. Mε τη μητέρα της, με την οποία διατηρεί επικοινωνία, καίτοι υπάρχει δυσκολία εξαιτίας του δικτύου, αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας με το πόδι της ενώ τα αδέλφια της, τα οποία πηγαίνουν σχολείο, εργάζονται ταυτόχρονα και στη φάρμα τους. Αλλά και η ίδια όλη της τη ζωή εργαζόταν στην οικογενειακή τους φάρμα. Ο πατέρας της απεβίωσε. Η φίλη της, η οποία κατάγεται από το χωριό επίσης διαμένει στη Υaounde. Η Αιτήτρια δήλωσε εξάλλου ότι απέκτησε τέκνο με τρίτο άνδρα από το Καμερούν, με τον οποία γνωρίστηκαν το Μάρτιο του 2022 και με τον οποίο χώρισε ενώσω αυτή ήταν έγκυος (στα ερ. 22-19 εντοπίζονται το πιστοποιητικό γέννησης του τέκνου που απέκτησε η Αιτήτρια στη Δημοκρατία, αγνώστου πατρός και ημερομηνία γέννησης 9.1.2023 και επίσης βεβαίωση υποβολής αίτησης ασύλου του παιδιού της Αιήτριας ημερομηνίας 9.1.2023).
14. Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα της, η Αιτήτρια κατά την ελεύθερή της αφήγηση, Η Αιτήτρια ανέφερε ότι, μετά το θάνατο του πατέρα της, σε ηλικία 16 ετών εξαναγκάστηκε από το θείο της, αδελφό του πατέρα της σε γάμο. Ο θείος της ήλεγχε εξάλλου και το τη φάρμα κακάο του πατέρα της. Ο θείος της δεν μπορούσε να καταβάλει τα δίδακτρα για να συνεχίσει την εκπαίδευση της κπαίδευσής , η ίδια δεν ήθελε να παντρευτεί ωστόσο η μητέρα της εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε δε μπορούσε αν αρνηθεί. Η Αιτήτρια τοποθετεί αρχικώς χρονικά το γεγονός του θανάτου του πατέρα της το 2021. Στη συνέχεια, δήλωσε ότι ο σύζυγός της την κακοποιούσε σωματικά και τη βίαζε, επικαλούμενος ότι εφόσον πλήρωσε για αυτήν είχε δικαίωμα να της κάνει οτιδήποτε. Απέκτησε δύο κόρες μαζί του και καθ’ όλη της διάρκεια της κοινής τους ζωής, ως αναφέρει η Αιτήτρια, την κτυπούσε. Αναφέρθηκε εξάλλου η Αιτήτρια σε δύο αποτυχημένες απόπειρες διαφυγής, με την τελευταία φορά να μεταβαίνει στην Douala, όπου με τη βοήθεια ενός φιλικού της προσώπου κατόρθωσε να διαφύγει και να ταξιδέψει εκτός χώρας.
15. Διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια αναφορικά με το γάμο της (τον οποίο τοποθετεί χρονικά το 2009), της απόπειρες διαφυγής της, τον τρόπο εντοπισμού της όταν διέφυγε σε μια φίλη της στη Yaoundé, την αποτυχημένη απόπειρά της να ζητήσει προστασία από τους γηραιούς του χωρίου, την παραμονή της στην Douala επί δύο εβδομάδες προ της αναχωρήσεώς της, το χρόνο θανάτου του πατέρα της, τη μόρφωση που έλαβε. Ερωτηθείσα ως προς τις συνέπειες της επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι πιστεύει ότι ο σύζυγός της θα σκοτώσει την ίδια και το παιδί της. Ερωτηθείσα επίσης σχετικά ανέφερε ότι το έντυπο της αίτησής της το συμπλήρωσε με τη συνδρομή μιας άλλης γυναίκας. Τέλος, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετά τη γέννηση του παιδιού της λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή προς ψυχολογική υποστήριξη.
16. Αξιολογώντας τις δηλώσεις και τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: πρώτον η ταυτότητα, η χώρα καταγωγής, τα προσωπικά της στοιχεία και το προφίλ της, δεύτερον, ότι εγκατέλειψε τη χώρα της εξαιτίας του καταναγκαστικού γάμου με το σύζυγό της, ο οποίος την κακοποιόυσε και από τον οποίο κινδυνεύει σε περίπτωση που αυτή επιστρέψει στη χώρα της.
17. Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι οι συναφείς δηλώσεις της ήταν αρκούντως συνεκτικές και ακριβείς ενώ με βάση το διαβατήριο που προσκόμισε σε συνάρτηση και με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες επιβεβαιώνουν τον τόπο συνήθους διαμονής της επίσης επιβεβαιώνονται τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε. Ως εκτούτο, ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός της κρίθηκε αποδεκτός. Αντίθετα, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της έτυχε απόρριψης καθώς κρίθηκε ότι σε επιμέρους σημεία των δηλώσεών της υπήρξαν, αντιφάσεις, χρονικές ασυνέπειες και έλλειψη ευλογοφάνειας.
18. Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, συντάσσομαι καταρχάς ως προς τη διάκριση των ουσιωδών ισχυρισμών της Αιτήτριας.
19. Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με το εύρημα ότι πράγματι η Αιτήτρια παρέθεσε με επαρκή λεπτομέρεια τα προσωπικά της στοιχεία και τον τόπο συνήθους διαμονής της. Συνεπώς όντως πρόκειται για μια γυναίκαι με τόπο γέννησης και τελευταίας διαμονής το χωριό Eyangatemako, της πόλης Mamfe, της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας του Καμερούν, χριστιανή στο θρήσκευμα, αγγλόφωνη και έχοντας φοιτήσει μέχρι την 4η τάξη του δημοτικού σχολείου. Ωστόσο, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια αποκρίθηκε κατά τρόπο αντιφατικό ως προς το χρόνο θανάτου του πατέρα της καθώς ενώ κατά τη διοικητική διαδικασία ανέφερε ως χρονολογία θανάτου του το 2021 (βλ. ερ. 29), στη συνέχεια όταν της υποδείχθηκε η χρονική αντίφαση σε σχέση με τους άλλους χρονικούς σταθμούς (ήτοι ότι παντρεύτηκε στα 16 της χρόνια, το 2009 και μετά το θάνατο το πατέρα της, κατά τη δήλωσή της), η Αιτήτρια επανέλαβε ότι ο πατέρας της πέθανε το 2021 και κατόπιν ότι πέθανε το 2008 (βλ. ερ. 27). Σε χειρόγραφη σημείωσε που ακολούθησε την ανάγνωση των πρακτικών της συνέντευξης, η Αιτήτρια επαναδιατύπωσε ότι δεν θυμάται διότι αυτό έγινε πριν πολλά χρόνια. Ενώπιον του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια τοποθετεί χρονικά το θάνατο του πατέρα της το 2001. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί με βεβαιότητα να εξαχθεί ο χρόνος θανάτου του πατέρας της καθώς η Αιτήτρια σε διάφορα στάδιο της διαδικασίας έδιδε διαφορετική απάντηση κάθε φορά. Το χρονικό αυτό σημείο είναι ωστόσο σημαντικό καθώς όλα τα δεινά που η Αιτήτρια περιγράφει ακολούθησαν το χρονικό αυτό σταθμό του θανάτου του πατέρα της. Κατά τα άλλα, τα πιστοποιητικά γέννησης και των τριών τέκνων της φέρουν τα εξωτερικά γνωρίσματα γνήσιων εγγράφων και συνεπώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξή τους δεδομένων και των συνεκτικών δηλώσεών της γύρω από αυτά (το ένα πιστοποιητικού του νεαρότατου τέκνου της εντοπίζεται και στο ερ. 24 του διοικητικού φακέλου και τα πιστοποιητικά γέννησης των θυγατέρων της κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 3). Δεν μπορεί εξάλλου να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η Αιτήτρια ήταν παντρεμένη προ της αναχωρήσεώς της από τη χώρα της, γεγονός που προκύπτει εμμέσως και από τα πιστοποιητικά γέννησης των ανήλικών θυγατέρων της όπου το όνομα πατρός που αναγράφεται ταυτίζεται με το όνομα που αυτή ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 14.5.2024. Ως προς τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας τόσο οι αναφορές της όσο και οι πηγές πληροφόρησης που εντοπίζονται στην έκθεση εισήγηση[1], σε συνάρτηση και με το διαβατήριο της Αιτήτριας επιβεβαιώνουν το αληθές των δηλώσεών της.
20. Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι κάτω από τον ισχυρισμό αυτό ομπρέλα σωρεύτηκαν περισσότερα επιμέρους γεγονότα, τα οποία για σκοπούς ορθής αξιολόγησης του τυχόν μελλοντοστραφούς κινδύνου που διατρέχει η Αιτήτρια οφείλεται να εξεταστούν ξεχωριστά ως προς την αποδοχή τους.[2]
21. Καταρχάς, ως προς τον κατ’ ισχυρισμό καταναγκαστικό γάμο της Αιτήτριας, καίτοι επισημαίνεται η σοβαρή χρονική αντίφαση σχετικά με το χρόνο θανάτου του πατέρα της, εντούτοις τόσο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας όσο και στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, η Αιτήτρια ήταν συνεπής ως προς την αναφορά της ότι σε ηλικία 16 ετών, ο θείος της, ο οποίος ανέλαβε την επιμέλεια της οικογένειάς της μετά του θάνατο του αδελφού και πατέρα της, για ίδιο οικονομικό όφελος, την πάντρεψε παρά τη θέλησή της με άνδρα πολύ μεγαλύτερό της. Η Αιτήτρια αναφέρθηκε στο μέτρο που ερωτήθηκε για την κοινή τους ζωή, για την κακοποίηση της οποία υφίστατο από αυτόν, την στάση του απέναντί της, ότι τη θεωρούσε δικό του κτήμα αλλά και για την αντίδρασή του ότι αυτή έφερε στον κόσμο δύο κόρες και όχι κάποιον υιό ως το διάδοχό του. Η Αιτήτρια αναφέρθηκε επίσης χαρακτηριστικά και στις εξωσυζυγικές σχέσεις που αυτός διατηρούσε με άλλη γυναίκα. Παρά τη σημαντική αντίφαση που παρατηρείται στην αρχική καταγραφή της αίτησής της όπου η Αιτήτρια παρουσίασε ένα εντελώς διαφορετικό αφήγημα, η συνέπεια στις δηλώσεις της από τη συνέντευξή της και έπειτα σε συνάρτηση με τα πιστοποιητικά γέννησης που προσκόμισε οδηγεί στην αποδοχή του ισχυρισμού της περί γάμου της με άνδρα πολύ μεγαλύτερο από την ίδια (καθώς στο πιστοποιητικό γέννησης των ανήλικών τέκνων της καταγράφεται ως ημερομηνία γέννησής του το 1971. Ομοίως αποδεκτές γίνονται και οι αναφορές της περί κακοποιητικής συμπεριφοράς του συζύγου της καθώς οι αναφορές της Αιτήτριας ήταν αρκούντως συνεκτικές και λεπτομερείς, χωρίς να εντοπίζετε οποιαδήποτε ουσιώδης αντίφαση προς τούτο.
22. Επιπλέον, καίτοι το κομμάτι του μελλοντοστραφούς κινδύνου της Αιτήτρια από τον πρώην σύζυγό της αποτελεί τμήμα της αξιολόγησης κινδύνου, γίνεται εξάλλου αποδεκτό ότι η Αιτήτρια επιχείρησε στο παρελθόν να διαφύγει με τον σύζυγό της, μεταβαίνοντας στη Yaoundé όπου τη φιλοξενούσε μία φίλη της, επιστρέφοντάς της στο χωρίο μετά βίας. Αν και η τυχαία συνάντηση της Αιτήτριας με το φίλο του συζύγου της φαντάζει ακραία πιθανότητα, ωστόσο η πτυχή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μη ευλογοφανής. Η Αιτήτρια τόσο ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και κατά τη συνέντευξή της παρουσίασε ένα συνεκτικό αφήγημα ως προς της περιστάσεις του εντοπισμού της από το σύζυγό μέσω του φίλου του τελευταίου. Ως εκ τούτου, και αυτή η πτυχή του εν λόγω ισχυρισμού γίνεται αποδεκτή.
23. Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που τυχόν διατρέχει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της επισημαίνονται τα εξής. Είχε γίνει αποδεκτό από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια είχε προσφάτως γίνει μητέρα και ενός ανηλίκου αγοριού, όπου κατά τις αναφορές της δεν είναι πλέον σύντροφοι με τον πατέρα του. Πιστοποιητικό γέννησης του ανηλίκου εντοπίζεται στο ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου ενώ στο ερυθρό 24 εντοπίζεται βεβαίωση υποβολής της αίτησής του για διεθνή προστασία, με το φάκελό του να φαίνεται εξωτερικώς να συνδέεται με αυτόν της μητέρας του και Αιτήτριας στην παρούσα προσφυγή. Παρά ταύτα, η επίδικη απόφαση δεν φαίνεται να αφορά και στο ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας παρά μόνο στην ίδια καθώς ούτε στην έκθεση εισήγηση αλλά ούτε και στην επιστολή κοινοποίησης της απόφασης γίνεται μνεία του ανηλίκου ως αιτούντος άσυλο. Περαιτέρω, κρίσιμο είναι το γεγονός ότι ούτε κατά τη αξιολόγηση του κινδύνου που η Αιτήτρια τυχόν διατρέχει στο πλαίσιο της αίτησής της για διεθνή προστασία αλλά ούτε και κατά την έκδοση της απόφασης επιστροφής της γίνεται μνεία και ανάλυση ως προς τον κίνδυνο που η ίδια διατρέχει ως μητέρα ανηλίκου άρρενος ή στο βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου.
24. Σημειώνονται συναφώς τα εξής κρίσιμα, τα οποία το παρόν Δικαστήριο επισημαίνει και στην πρόσφατη απόφασή του στην Προσφυγή αρ. 986/23, Μ.Ο.Α. κ.α. ν. Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 8.8.2024. Καίτοι το παρόν Δικαστήριο σε πλείστες αποφάσεις του επεσήμανε ότι ενόψει της έκτασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και του ελέγχου που διενεργεί επί τη επίδικης πράξης οι ισχυρισμοί περί ελάσσονος σημασίας διαδικαστικές πλημμέλειες και περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας απορρίπτονται ως αλυσιτελείς, εντούτοις εν προκειμένω η παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να λάβουν υπόψη της ύπαρξη του ανήλικου υιού της Αιτήτριας κατά την αξιολόγηση κινδύνου αποτελεί μείζονα διαδικαστική παράλειψη που διαπιστώνεται εκ μέρους των Καθ’ ω η αίτηση καθώς αυτή η παράλειψη άπτεται τόσο της αξιολόγησης της αίτησής της Αιτήτριας όσο και της απόφασης επιστροφής της. Σημειώνεται δε ότι η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην επίδικης απόφασης στο ανήλικο επενεργεί και στην ορθότητα εν προκειμένω της αξιολόγησης του κινδύνου που διατρέχει η Αιτήτρια, της οποίας μέλος οικογένειας αποτελεί ο ανήλικος.
25. Δεν είναι σαφής ο λόγος για τον οποίο η επίδικη απόφαση δεν αφορά άμεσα και στην αίτηση ασύλου του ανηλίκου καθώς αυτή υποβλήθηκε πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης, ήτοι κατά την ημερομηνία γέννησής του στις 9.1.2023 και πριν από την διεξαγωγή της συνέντευξης. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν η επίδικη απόφαση δεν αφορά άμεσα στον ανήλικο, υπενθυμίζεται ότι στην προοιμιακή σκέψη 18 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, προβλέπεται ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού. Κατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη τους την αρχή της οικογενειακής ενότητας, την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, ζητήματα ασφάλειας και προστασίας και τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του. Στο άρθρο 20 της ίδιας οδηγίας αναφέρεται στην παράγραφο 4 αυτού ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου που αφορούν ανηλίκους.
26. Η ανηλικότητα του τέκνου της Αιτήτριας, ως δεδομένο αδιαμφισβήτητο και παραδεκτό, οφείλεται να τύχει ξεχωριστής ανάλυσης και αξιολόγησης ως προς τον τυχόν κίνδυνο που απορρέουν από αυτά σε συνάρτηση με τις συνθήκες που επικρατούν στην χώρα καταγωγής τους. Στο άρθρο 9ΚΕ(2) του περί Προσφύγων Νόμου περιλαμβάνονται κατευθύνσεις ως προς το περιεχόμενο της έννοιας του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου. Είναι κρίσιμο εν προκειμένω, ότι οι αξιολογήσεις σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού οφείλουν να λαμβάνονται υπόψιν σε όλες τις αποφάσεις, οι οποίες αφορούν παιδιά αμέσως ή εμμέσως (ΔΕΕ, απόφαση ημερ. 11.3.2021, M. A., C-112/20, σκέψεις 36 έως 38), ήτοι ακόμα και κατά την εξέταση της απόφασης επιστροφής του γονέα του.
27. Ο τυχόν δε κίνδυνος που διατρέχουν τα τέκνα του γονέα, σε κάποιες περιπτώσεις, ενδέχεται να επεκτείνεται και στον ίδιο το γονέα, επί παραδείγματι όταν ο γονέας αντίκεται με την υποβολή του τέκνου του σε κάποια πρακτική που ισοδυναμεί με δίωξη από τρίτους. Επιπλέον, όπως εξηγείται ανωτέρω, η παρουσία των ανηλίκων επηρεάζει και την αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχουν οι γονείς τους, σε περίπτωση όπου υφίσταται έκρυθμη κατάσταση στο τόπο συνήθους διαμονής.
28. Υπογραμμίζεται ότι καταλυτικής σημασίας για την κατάληξη του παρόντος Δικαστηρίου δεν είναι η διαπίστωση του όντως φόβου δίωξης ή κινδύνου σοβαρής βλάβης, ή παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης εν γένει, αλλά αποτελεί η ανυπαρξία οποιασδήποτε εξατομικευμένης αξιολόγησης του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου και επιπλέον το κινδύνου που τυχόν διατρέχει η μητέρα του, αναπόσπαστο κομμάτι του προφίλ της οποία αποτελεί η ύπαρξη του ανηλίκου και κατ’ επέκταση της υπαγωγής των περιστάσεών της στις κρίσιμες διατάξεις του νόμου. Η εν λόγω παράλειψη αποτελεί πλημμέλεια μείζονος σημασίας, η οποία κρίνεται αναγκαίο να θεραπευτεί από την ίδια τη διοίκηση, η οποία όφειλε πρωτογενώς να προβεί στην ανωτέρω εξέταση και ανάλυση και όχι το παρόν Δικαστήριο εκ του μη όντος. Η ίδια δε παράμετρος και παράλειψη επηρεάζει ταυτόχρονο την ορθότητα τόσο της απόφασης επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας όσο και την απόφαση επιστροφής.
29. Ως προς την απόφαση επιστροφής, η οποία έχει εκδοθεί βάσει των όσων προβλέπονται στα άρθρα 13(2)(δ) και του άρθρου 18(7Β)(α1) του περί Προσφύγων Νόμου σημειώνονται τα εξής. Ως προς τη σχέση της απορριπτικής του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και της απόφασης επιστροφής, τονίζεται ότι αυτές συνιστούν συναφείς αλλά διακριτές από απόψεως προϋποθέσεων έκδοσης πράξεις. Το άρθρο 18(7Β) 8(α1) θέτει ως προϋπόθεση της έκδοσης απόφασης επιστροφής εκ μέρους του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου στο πλαίσιο των ανωτέρω διατάξεων την απορριπτική απόφαση επί καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Καθόσον η απορριπτική επί καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση συνιστά προϋπόθεση της έκδοσης απόφασης επιστροφής, οι προσβαλλόμενες συνιστούν συναφείς πράξεις. Μολονότι η απόφαση επιστροφής είναι δυνατό να εκδοθεί ταυτόχρονα με την απόφαση για την απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή να ακολουθήσει αμέσως την απόφαση αυτήν, πρόκειται, εντούτοις, για δύο διακριτές αποφάσεις, οποιαδήποτε δε απόφαση επιστροφής πρέπει να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και ιδίως της αντίστοιχες εθνικές εναρμονιστικές διατάξεις με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής: η Οδηγία 2008/115/ΕΚ) (Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C-562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 45 και 46), της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 52 και 53), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, CPAS de Liège (C-233/19, EU:C:2020:757, σκέψη 45).
30. Ως εκ των ανωτέρω, τυχόν ακύρωση της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας θα σημάνει αναγκαία ακύρωση της απόφασης επιστροφής, ως νόμιμο έρεισμα αυτής, χωρίς ωστόσο να ισχύει το αντίστροφο. Η διατύπωση, εξάλλου, που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης περί «ενσωμάτωσης» της απόφασης επιστροφής στην απορριπτική προς χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση και της ιδιότητας της πρώτης ως «αναπόσπαστου τμήματος» της τελευταίας δε σημαίνει την απώλεια της αυτοτέλειας των δύο, αλλά συνιστά μία επιλογή του νομοθέτη με δικονομικής φύσης σκοπιμότητα, ήτοι την εκδίκαση και των δύο αυτών πράξεων από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας όταν η απόφαση επιστροφής εκδίδεται συνεπεία απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Ως προς το ζήτημα της σχέσης μεταξύ των δύο αποφάσεων καθώς και των έννομων συνεπειών τυχόν ακύρωσης μίας εκ των δύο, παραπέμπω στην απόφαση της αδελφής μου δικαστού Ε. Ρήγα στην υπόθεση αρ. 3213/2022, JK δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού v. Δημοκρατίας, ημερ. 17.8.2023, με την οποία και συντάσσομαι. Επιπλέον, παρότι η απόφαση επιστροφής δεν αναφέρεται ρητά ανάμεσα στις αποφάσεις στις οποίες επεκτείνεται η από τούδε και στο εξής αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 11(4) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας, ενόψει της ενσωμάτωσής της και της σχέσης η οποία έχει περιγράφει με την απορριπτική της αίτησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση, οφείλει να γίνει αποδεκτή η εξέταση από το Δικαστήριο των δεδομένων του ενδιαφερόμενου προσώπου σε επικαιροποιημένη βάση. Πράγματι, δεν παρίσταται εύλογο ενδεχόμενη ακύρωση της απορριπτικής απόφασης επί αίτησης διεθνούς προστασίας για κάποιο λόγο ο οποίος προέκυψε έπειτα από την έκδοση της πράξης να μην είναι δυνατό να οδηγήσει σε ακύρωση της απόφασης επιστροφής. Ως εκ τούτου, και στην περίπτωση της απόφασης επιστροφής η οποία έχει εκδοθεί από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου βάσει του περί Προσφύγων Νόμου ισχύει η υποχρέωση του Δικαστηρίου να λάβει υπόψιν όλα τα στοιχεία ενώπιόν του, προβαίνοντας σε ενημερωμένη αξιολόγηση αυτών (Βλ. και Απόφαση του ΕΔΑΔ στην αίτηση αρ. 37201/06, υπόθεση SAADI v. ITALY, ημερ. 28.2.2008, παρ. 128 έως 133) (βλ. απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 4 Οκτωβρίου 2024, CV, C-406/22, σκέψεις 84 έως 96, (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C‑156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).[3]
31. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 18ΟΖ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου 18ΟΖ κατά την εφαρμογή των διατάξεων της επιστροφής και δη κατά την έκδοση της απόφασης επιστροφής τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης κατά τρόπο να λαμβάνονται δεόντως υπόψη, μεταξύ άλλων, τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού και η οικογενειακή ζωή.[4]
32. Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης και της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να εξετάσει τυχόν παράβασης της αρχής της μη επαναπροώθησης στη βάση των ενώπιόν του δεδομένων (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51), τόσο η απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου όσο και η απόφαση επιστροφής ακυρώνονται.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει, και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 11(3)(β) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, με €1000 έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Bλ. επιπλέον πηγή Eyang Atem Ako map satellite // Cameroon, South-West Province, τελευταία ημερομηνία πρόσβασης.
[2] Όπως υποδεικνύει ο Πρακτικός Οδηγός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO, και πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, EUAA) , «η προσήκουσα ταυτοποίηση των ουσιωδών ισχυρισμών είναι ουσιώδης τόσο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας όσο και για την αξιολόγηση κινδύνου».
EUAA, ‘Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System Judicial Analysis’ (2023, 2η εκδ.), 148 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 27.1.2025)
[3] Για τις έννοιες της πλήρους και ex nunc εξέτασης βλ. σχετικά EASO, ‘Judicial Analysis and The Principle of non-refoulement’ (2018), 144 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/asylum-procedures-ja_en.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 27/05/2024)
[4] Βλ. ως προς τις αξιολογήσεις και τα δικαιώματα τα οποία οφείλεται να λαμβάνονται υπόψιν βλ. σχετικά το Γενικό Σχόλιο 14 (2003) της Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών Committee on the Rights of the Child, ‘General comment No. 14 (2013) on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration (art. 3, para. 1)*’, CRC/C/GC/14, 13επ. διαθέσιμο σε https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc/crc_c_gc_14_eng.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 25/05/2024)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο