C. J. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.4717/23, 30/1/2025
print
Τίτλος:
C. J. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.4717/23, 30/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.4717/23

 

30 Ιανουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C. J. E.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Ρ. Χρυσάνθου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Ρ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης, η οποία κοινοποιήθηκε στις 17/11/23, με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και απόφαση του Δικαστηρίου επί της ουσίας, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, από τα κατεχόμενα, στις 29/06/22 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 12/07/22 (ερ.1-3, 41).

Στις 22/09/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.34-47). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση (ερ.64-72) και, στις 31/10/23, απορρίφθηκε το αίτημα διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 17/11/23, στη μητρική του γλώσσα (ερ.74, 3).

Επί της αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του λόγω «απειλής κατά της ζωής» του, στα πλαίσια της οποίας τραυματίστηκε λόγω οικογενειακής περιουσίας που του «άφησαν οι γονείς» του προτού αποβιώσουν, όπως και τα έγγραφα «που οδηγούν σ’ αυτή την περιουσία». Ως εξηγεί, ο πατέρας του είχε δύο συζύγους, εκ των οποίων η 1η ήταν η μητέρα του αιτητή, όμως αυτή «είχε θέματα όταν κυοφορούσε». Ως τέλος αναφέρει, έλαβε απειλές, υπέστη σωματική βία και απήχθη, τα οποία τον οδήγησαν να παραιτηθεί από την δουλειά και να τρέξει για την ασφάλεια του.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην Onitsha, στην πολιτεία Anambra, όπου έζησε μέχρι την ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσής του. Τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του την ολοκλήρωσε στην πόλη Enugu της ομώνυμης πολιτείας, όπου ζούσε στο σπίτι της θείας του. Στη συνέχεια το διάστημα 2013-2018 έζησε στην πόλη Owerri, της πολιτείας Imo, σπουδάζοντας. Το 2018 επέστρεψε στην Onitsha, στην πολιτεία Anambra και τον Ιούνιο/Ιούλιο 2019 μετέβη στο Lagos, όπου έμεινε μέχρι το 2020 και στην συνέχεια επέστρεψε στην Onitsha, όπου έμεινε μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα τον Μάρτιο 2022. Η μητέρα του έμενε στην Onitsha και απεβίωσε τον Μάρτιο του 2019, ενώ ο πατέρας του έμενε στην πόλη Auchi στην πολιτεία Edo ως συνταξιούχος τραπεζίτης και απεβίωσε στις 22/08/17. Ο αιτητής έχει τέσσερα αμφιθαλή αδέλφια, τα οποία μένουν στην πολιτεία Enugu, όπου διαμένουν επίσης πολλοί θείοι και θείες του από την πλευρά του πατέρα του, που κατέχουν θέσεις υψηλόβαθμων κυβερνητικών αξιωματούχων. Ο αιτητής έχει εργαστεί σε κτηματομεσιτική εταιρεία, ως κυβερνητικός υπάλληλος σε υπουργείο και η τελευταία του θέση ήταν σε Τράπεζα.

Ως προς του λόγους για τους οποίους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής, ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα όσα ανέφερε στην επίδικη αίτηση, αναφέροντας ότι ο πατέρας του είχε περιουσία πολλά αγροτεμάχια, τα οποία είχε αποκτήσει όσο ακόμη ήταν ζευγάρι με την μητέρα του και γι’ αυτό συμπεριλαμβανόταν και το όνομα της στους τίτλους ιδιοκτησίας. Οι γονείς του χώρισαν γιατί η μητέρα του είχε προβλήματα τεκνοποίησης και ο πατέρας απέκτησε νέα σύζυγο με την οποία επίσης έκανε οικογένεια. Η νέα του σύζυγος διεκδικούσε τους τίτλους ιδιοκτησίας του πατέρα του. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η 2η σύζυγός και ένας θείος του, ο οποίος είναι πολιτικός σε υψηλή ιεραρχία, διεκδικούσαν την περιουσία του πατέρα του αιτητή από την μητέρα του, απειλώντας την. Όσο ζούσε ακόμη η μητέρα του είχαν καταγγείλει τα περιστατικά στην αστυνομία αλλά δεν έγινε τίποτα. Μετά τον θάνατο της μητέρας του οι απειλές συνεχίστηκαν κατά του ιδίου, από τον Απρίλιο 2020. Ο αιτητής και πάλι κατήγγειλε τις απειλές στην αστυνομία, η οποία του ανέφερε ότι θα προσχωρήσουν σε έρευνα αλλά δεν έκαναν τίποτα. 

Το περιστατικό που ώθησε τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής ήταν όταν τον απήγαγαν τον Δεκέμβριο 2021. Ως ανέφερε σχετικώς, άγνωστοι άντρες τον σταμάτησαν στο δρόμο επιστροφής από την δουλειά του, τον έβαλαν με τη βία σε ένα αυτοκίνητο, του έδεσαν τα μάτια και τον μετέφεραν σε ένα μισοχτισμένο κτίριο σε θαμνώδη επαρχιακή περιοχή. Εκεί οι απειλές προκειμένου να δώσει τους τίτλους ιδιοκτησίας συνεχίστηκαν και έτσι ο αιτητής κατάλαβε ότι συνδέεται με την διεκδίκηση της περιουσίας του πατέρα του από την μητριά του και τον θείο του. Μετά από τρεις μέρες, κατάφερε να δραπετεύσει και πήγε στην θεία του στην Onitsha, που κρατούσε τους τίτλους ιδιοκτησίας και κατήγγειλε στην αστυνομία το περιστατικό απαγωγής.

Η θεία του τον συμβούλευσε να φύγει από τη χώρα και να σπουδάσει μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση με τις απειλές γιατί η αστυνομία δεν μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά, ως του ανέφερε. Έτσι ο αιτητής επικοινώνησε με μία άλλη θεία του, που εργάζεται σε υπηρεσία μετανάστευσης, η οποία τον έφερε σε επαφή με πράκτορα, ο οποίος ετοίμασε τα έγγραφα που χρειαζόταν για το μεταπτυχιακό του. Ερωτηθείς αν θέλει να προσθέσει κάτι στα όσα ανέφερε, ο αιτητής απάντησε ότι όσο ήταν ακόμη στα κατεχόμενα, ένας από τους συγκατοίκους του έκανε βιντεοκλήση με μία γυναίκα που θύμισε την 2η σύζυγο του πατέρα του και αυτή τον ρώτησε ποιος ήταν ο αιτητής αλλά ο συγκάτοικός του απάντησε ότι ήταν ένας καινούργιος συγκάτοικος. Μετά το περιστατικό ο αιτητής δεν αισθανόταν καλά, ως ανέφερε. Τέλος, ερωτηθείς αν θα μπορούσε να επιστρέψει και να μείνει σε άλλη πόλη, ο αιτητής απάντησε ότι μπορεί αλλά είναι πιθανό να τον εντοπίσουν.    

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Ο αιτητής απειλήθηκε από την μητριά του και τον θείο του λόγω περιουσιακών διαφορών

Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος, απορρίφθηκε όμως ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός ως αναξιόπιστος.

Επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με συνεκτικό και λεπτομερή τρόπο πότε ξεκίνησε η διαμάχη, πως εξελίχθηκε και τι ακριβώς συνέβη στα πλαίσια αυτής. Ειδικότερα, ως αναφέρεται στην επίδικη έκθεση, σε ερωτήσεις που τέθηκαν στον αιτητή προκειμένου να διερευνηθεί η φύση και η ένταση των απειλών που έλαβε μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο αιτητής, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες, απάντησε ότι και ο ίδιος λάμβανε τις ίδιες απειλές μέσω τηλεφώνου, όπως και η μητέρα του. Επιπλέον, στη δήλωσή του ότι άρχισε να λαμβάνει απειλές από τον Απρίλιο 2020, ερωτήθηκε αν έλαβε κι άλλα απειλητικά μηνύματα μέχρι την αναχώρησή του από τη Νιγηρία τον Μάρτιο του 2022, αλλά δεν απάντησε με σαφήνεια, καθώς είπε ότι μετά το πρώτο τηλεφώνημα, το οποίο κατήγγειλε στην αστυνομία, έλαβε κι άλλο τηλεφώνημα και δεν ήταν σε θέση να αιτιολογήσει πως αποφάσισε να φύγει από τη χώρα. Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι τα απειλητικά μηνύματα συνδέονται με την μητριά του και τον θείο του.

Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό απαγωγή του ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αν μεσολάβησε κάποιο περιστατικό από τον Απρίλιο 2020, όταν και έλαβε απειλητικό τηλεφώνημα, μέχρι και τον Δεκέμβριο 2021, όταν απήχθη, αλλά ούτε και για το διάστημα που ακολούθησε τη διαφυγή του από το μέρος που κρατείτο ως την αναχώρησή του από τη χώρα. Σε σχέση με το περιστατικό της απαγωγής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι συνδέονται μ’ αυτό η μητριά και ο θείος του, ενώ δεν γνώριζε την ταυτότητα των απαγωγέων του, παρόλο που, ως ανέφερε, τους είδε και μπορούσε να τους αναγνωρίσει από φωτογραφία. Αρνητικά αξιολογήθηκε και το ότι, παρόλο που κρατήθηκε τρεις μέρες από τους απαγωγείς του, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες ούτε για το μέρος και τις συνθήκες της κράτησης ούτε για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διέφυγε. Όσον αφορά τις προσπάθειες του θείου και της μητριάς να του πάρουν τους τίτλους ιδιοκτησίας, αναμένονταν - ως κρίθηκε - πιο συγκεκριμένες και λεπτομερείς απαντήσεις σε σχέση με αυτές τους τις προσπάθειες, δεδομένου ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήταν εγγεγραμμένοι στο όνομα του αιτητή. Τέλος κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε επαρκώς την αναγκαιότητα του να φύγει από την Onitsha, δεδομένου ότι η αστυνομία ανταποκρίνονταν σε κάθε καταγγελία του. Για τους πιο πάνω λόγους κρίθηκε ότι δεν πληρούται η εσωτερική συνοχή του ισχυρισμού.

Ενόψει των ως άνω, κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του 2ου ισχυρισμού, εντοπίστηκαν πληροφορίες βάσει των οποίων καταδεικνύεται ότι περιουσιακές διαμάχες, με ενίοτε αιματηρή κατάληξη, είναι συχνό φαινόμενο στη Νιγηρία και ιδιαίτερα στην φυλή Igbo και μπορούν να λάβουν διαστάσεις καταστροφικές και απειλητικές για τη ζωή. Παρά τούτο όμως, δεδομένης της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.         

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι του προφίλ, τόπου διαμονής και οικονομικών και ακαδημαϊκών λόγων που έφυγε από τη χώρα καταγωγής, παραθέτοντας και αξιολογώντας σχετικώς πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Anambra (τόπος διαμονής), κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει αρκετούς λόγους προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ορισμένοι εκ των οποίων αναπτύσσονται στην αγόρευση που ακολούθησε. Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο ισχυρισμοί που δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στην προσφυγή και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση.

Με την αγόρευση του αιτητή προωθούνται ισχυρισμοί ότι δεν δόθηκε ικανός χρόνος κατά τη συνέντευξη ώστε να καταγραφούν άπαντες οι ισχυρισμοί του και να διατυπώσει τη θέση αναφορικά με τυχόν ασάφειες ή κενά που εντοπίστηκαν, δεν εξετάστηκαν δεόντως τα όσα αυτός ανέφερε, και δια τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης, δεν αιτιολογείται και δεν τηρήθηκαν οι επί τούτου διαδικαστικές εγγυήσεις, αφού δεν εξηγήθηκαν ο σκοπός και τρόπος διεξαγωγής της συνέντευξης. Περαιτέρω αναφέρει ότι δεν εξετάστηκε αν θα μπορούσε να δοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και, τέλος, ακροθιγώς, προωθείται ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση λειτουργού (σελ.3 αγόρευσης).

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας.

Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λαμβάνοντος της προσβαλλόμενη απόφαση αφού, ως λόγος ακύρωσης που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται, σε κάθε περίπτωση, αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού σημειώνω ότι το πρακτικό της επίδικης απόφασης εντοπίζεται στο ερ.71, όπου, η πρώτη γραμμή κειμένου, αναφέρει ότι «[κ]ατόπιν εξέτασης της Έκθεσης-Εισήγησης, αποφασίζεται η απόρριψη της […] αίτησης». Τούτο το λεκτικό θεωρώ πως αρκεί για να συναχθεί ότι η επίδικη απόφαση περιέχεται στο εν λόγω ερυθρό και ελήφθη δια υιοθέτησης της εκθέσεως που ακολουθεί ως αναπόσπαστο μέρος της επίδικης απόφασης στα ερ.64-71, καταδεικνύοντας έτσι ότι αυτά αποτελούν συνέχεια του ερ.72 και σχηματίζουν έτσι το πρακτικό της απόφασης. Το δε ερ.62 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημ.09/06/22, όπου εξουσιοδοτείται ο λαμβάνοντας την επίδικη απόφαση λειτουργός να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), είναι κατάληξη μου είναι ότι η εξουσιοδότηση προς λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι καθ’ όλα έγκυρη και ισχυρή.

Ενόψει των ανωτέρω, είναι κατάληξη μου ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αρμοδίως. Δια τούτο οι ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας απορρίπτονται.

Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι στερήθηκε διαδικαστικών εγγυήσεων ως προνοούνται από την οικεία νομοθεσία και ότι δεν δόθηκε ικανός χρόνος αλλά και ποιότητα επικοινωνίας και περιβάλλοντος που διενεργήθηκε η συνέντευξη ώστε να καταγραφούν δεόντως και ορθά οι ισχυρισμοί του αιτητή, σημειώνω ότι δεν μπορώ να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στο πρακτικό της συνέντευξης εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι ο αιτητής στερήθηκε βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται, μεταξύ άλλων, από τα αρ.13Α και 18 του Νόμου. Άλλωστε, ο αιτητής θα μπορούσε - αν θεωρεί ότι υπήρξε πλημμελής καταγραφή των ισχυρισμών που επιθυμούσε να αναφέρει - να προσφέρει μαρτυρία προς στήριξη ή ενίσχυση των ισχυρισμών του και της αξιοπιστίας του αφηγήματος του στα πλαίσια της παρούσας, δεδομένης και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν και της εξουσίας να ασκήσει πρωτογενή κρίση επί των επίδικων ζητημάτων. Εντούτοις ουδέν έπραξε. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, οιοσδήποτε ισχυρισμός, ο οποίος δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένη απώλεια κάποιου ουσιαστικού δικαιώματος εκ της ισχυριζόμενης πλημμέλειας, την οποία ο αιτητής επικαλείται, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Ενόψει των ως άνω προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου ισχυρισμών του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «Όπως προαναφέρθηκε, οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με το σύνολο των ευρημάτων και της κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή καθώς τα λεγόμενα του παρουσιάζουν ουσιώδη κενά, σημαντικές ελλείψεις, χρονική ασυνέπεια και στερούνται ευλογοφάνειας σε πολλά σημεία του αφηγήματος του, εκ των οποίων διαβρώνεται αναπόφευκτα η συνολική αξιοπιστία των δηλώσεων του. Το όλο σχετικό αφήγημα βρίθει κενών και εξόφθαλμων αντιφάσεων και σε κανένα σημείο δεν ήταν σε θέση ο αιτητής να αναφέρει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια για τα όσα ισχυρίστηκε αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμό απειλές που δεχόταν αυτός και η μητέρα του, πως το περιστατικό της απαγωγής του συνδέεται με την μητριά και τον θείο του αλλά και το τι έγινε τότε και πως κατάφερε να διαφύγει, ελλείψεις που θεωρώ ως καθοριστικές για την συνολική συνοχή του αφηγήματος του.

Δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή περί πολιτικού προβλήματος που αντιμετωπίζει δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο του EASO για «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.». Σημειώνω ότι εν προκειμένω, παρά το ότι δεν ήταν ενδεχομένως αναγκαίο, οι καθ’ ων η αίτηση παρέθεσαν σχετικές πληροφορίες που επιβεβαιώνουν ότι φαινόμενα ως αυτό που ο αιτητής αναφέρει είναι φαινόμενο που απαντάται στη χώρα καταγωγής, όμως, δεδομένης της ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Συμφωνώ και μ’ αυτό το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση, παρότι θεωρώ ότι δεν υπήρχε καν τέτοια ανάγκη, ενόψει της εν προκειμένων παντελούς ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, ως ανωτέρω εξηγώ.

Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα λεπτομερώς επί τούτου καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση και καταγράφονται επιγραμματικά και πιο πάνω.

Τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή ήταν απολύτως εύλογα, προϊόν δέουσας έρευνας όλων των ενώπιον τους στοιχείων και ορθά επί της ουσίας.

Ενόψει των ως άνω απομένει μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (πολιτεία Anambra, Onitsha).

Σε πρόσφατη αναφορά του ACLED για την περίοδο 16/09/23 με 13/09/24 στην πολιτεία Anambra (τόπος διαμονής του αιτητή) καταγράφονται 120 περιστατικά ασφαλείας και 147 θάνατοι. Σε αυτά περιλαμβάνονται 53 μάχες (81 θάνατοι),  58 περιστατικά βίας κατά αμάχων (61 θάνατοι), 3 περιστατικά εκρήξεως / απομακρυσμένης βίας (καμία απώλεια), 4 περιστατικά εξεγέρσεων (3 θάνατοι) και 2 διαμαρτυρίες (2 θάνατοι).[1] Ο πληθυσμός της πολιτείας ανέρχεται περί τα 6 εκατομμύρια κατοίκων.[2] 

Κατά την περίοδο 24/06/23 - 21/06/24, στην ίδια βάση δεδομένων, καταγράφηκαν στην πόλη Onitsha (πολιτεία Anambra), 13 περιστατικά βίας, ήτοι 6 περιστατικά διαδηλώσεων, 4 περιστατικά βίας εναντίων των πολιτών/αμάχων, 2 περιστατικά μαχών, 1 περιστατικό ταραχών και δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως.[3] Από τα εν λόγω περιστατικά, προέκυψαν 5 ανθρώπινες απώλειες, ήτοι 1 σε διαδήλωση, 1 από τα περιστατικά βίας εναντίων αμάχων, 1 από τα περιστατικά μαχών και 2 από τα περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων.[4] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πόλης Onitsha ανέρχεται περί το 1 εκατομμύριο κατοίκους.[5]

Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν [6] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»  

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως ορίζεται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση, είναι δε πλήρως αιτιολογημένη.

Σημειώνεται καταληκτικά ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022, 166/2023 και 191/2024, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] Acled Explorer, Africa, Nigeria, Anambra, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 20/9/2024)

[2]  City Population, Nigeria, Anambra, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA004__anambra/  (20/9/2024)

[3] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (Metric: Event Counts, Date range: 24/06/2023-21/06/2024, Region: Africa, Country: Nigeria, Admin: Anambra, Location: Onitsha) [ημερ. πρόσβασης 26/06/2024]

[4] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (Metric: Fatality Counts, Date range: 24/06/2023-21/06/2024, Region: Africa, Country: Nigeria, Admin: Anambra, Location: Onitsha) [ημερ. πρόσβασης 26/06/2024]

[5] CITY POPULATION, Africa/NIGERIA: States & Agglomerations/Agglomerations: Onitsha (Agglomeration in Anambra) [Table], https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ [ημερ. πρόσβασης 26/06/2024]

[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο