M.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 53/2021, 21/1/2025
print
Τίτλος:
M.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 53/2021, 21/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  53/2021

21 Ιανουαρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 Συντάγματος

Μεταξύ:

M.A.,

από Συρία

                                                           Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Νικ. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Π. Ευαγόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22.11.2020 με την οποία χορηγήθηκε στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ενώ το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα απορρίφθηκε, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Συρία, την οποία εγκατέλειψε στις 27.10.2018, και εισήλθε  παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 29.10.2018. Στις 09.11.2018 υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας και ακολούθως στις 19.02.2020 προγραμματίστηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο [EASO, πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA) στο εξής αναφερόμενη ως «η EASO»], η οποία διακόπηκε μετά από αίτημα του Αιτητή που υποβλήθηκε στο αρχικό στάδιο της συνέντευξης, σύμφωνα με το οποίο αιτείτο την παρουσία διερμηνέα μη Συριακής καταγωγής. Στις 23.09.2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της EASO, στην παρουσία άλλου διερμηνέα, ο οποίος υπέβαλε στις 20.10.2020 Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος για προσφυγικό καθεστώς και την χορήγηση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 22.11.2020 την εισήγηση, αποφασίζοντας τη χορήγηση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 15.12.2020 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 08.12.2020. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας καθώς στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται τα στοιχεία και οι προϋποθέσεις που συνηγορούν υπερ της αναγνώρισής του ως πρόσφυγα, πλην όμως οι Καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να προχωρήσουν σε δέουσα έρευνα και εξέταση. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ουδέποτε διερευνήθηκαν από τους Καθ' ων η αίτηση οι δηλώσεις του περί του ότι τα μέλη της οικογένειάς του είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας στην Κύπρο ή σε άλλες χώρες. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι οι Καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν εσφαλμένα να διερευνήσουν τον ισχυρισμό του σχετικά με την ανάληψη ευθύνης για έναν φόνο που δεν διέπραξε, λαμβάνοντας υπόψη το φυλετικό υπόβαθρο της σύγκρουσης, σε συνδυασμό με το ότι ουδέποτε ολοκλήρωσε την έκτιση της ποινής του, αφού αφέθηκε ελεύθερος βάσει διατάγματος χάριτος από τον Assad, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι τα μέλη της al- Hib τον διώκουν επειδή θεωρούν ότι δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη.

 

Είναι κατά δεύτερον η θέση του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα. Συγκεκριμένα, ως είναι η θέση του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση, αγνοώντας το προαναφερθέν και ουσιώδες μέρος της ιστορίας του, καθώς και τα έγγραφα που προσκόμισε και τις σχετικές πηγές πληροφόρησης, οδηγήθηκαν σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του.

 

Ακολούθως η συνήγορος του Αιτητή παραθέτει πλήθος αποσπασμάτων της συνέντευξής του υπεραμυνόμενη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του, καταλήγοντας ότι ο Αιτητής διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του ενώ, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει τις ελλείψεις στην έρευνα και αξιολόγηση των ισχυρισμών του εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση.

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής παραθέτει πληροφορίες από εξωτερικές πηγές σχετικά με την πολιορκία στη Φυλακή του Χαλεπίου, την ταυτότητα των πολιορκητών, οι οποίοι φέρονται να αποτελούν το φορέα δίωξής του, την παρουσία τρομοκρατών στη Συρία μέχρι σήμερα, περιλαμβανομένης της al-Nusra, καθώς και την επικινδυνότητα στη χώρα.  Ως προς το έγγραφα που φέρονται να επιβεβαιώνουν ότι αφέθηκε ελεύθερος μετά από διάταγμα χάριτος του Assad, σε συνδυασμό με το ότι έδωσε ονομαστικά  συνέντευξη στο κρατικό κανάλι της Συρίας σχετικά με την πολιορκίας της φυλακής του Χαλεπίου, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι ενισχύουν  την ορατότητά του ως υπέρμαχος του καθεστώτος Assad προς τους φορείς δίωξής του και καταδεικνύουν το βάσιμο και δικαιολογημένο του φόβου του.

 

Καταληκτικά, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η δίωξή του από την Al Nusra συνδέεται με  την (αποδιδόμενη) πολιτική του ιδιότητα ως υποστηρικτής του Assad λόγω της συμμετοχής του στην πολιορκία των φυλακών με το μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων της Συρίας, με τις οποίες η Al- Nusra βρίσκεται σε ένοπλη σύγκρουση και ως εκ τούτου πληροί όλες τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του. Παράλληλα, η δίωξή του προέρχεται και από  τους Τούρκους αντάρτες που πολέμησαν στο πλάι της Al Nusra κατά την πολιορκία της φυλακής, όπως και από  μέλη της φυλής al- Hib τα οποία θεωρούν ότι δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη επειδή δεν εξέτισε την ποινή στην οποία καταδικάστηκε, αφού αφέθηκε ελεύθερος με προεδρικό διάταγμα του Assad.

 

Τους ως άνω ισχυρισμούς συνοψίζει και επαναλαμβάνει ο Αιτητής κατά την απαντητική του αγόρευση.

 

Στην αντίπερα όχθη, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνεται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας ένα έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, ως προς την ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Επισημαίνει περαιτέρω ότι o Αιτητής ρωτήθηκε σχετικά με το καθεστώς διεθνούς προστασίας που κατέχει η μητέρα του στη Δημοκρατία, αλλά δεν συνέδεσε με οποιοδήποτε τρόπο την απόδοση καθεστώτος στη μητέρα του με το πρόσωπό του, ενώ εξετάστηκε ως ενήλικο πρόσωπο στη βάση των εξατομικευμένων προσωπικών του περιστάσεων και των όσων ο ίδιος έθεσε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Πρόσθετα, η συνήγορος για τους Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλει ότι τα όσα καταγράφονται στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν το περιεχόμενο του διοικητικού του φακέλου και ως μαρτυρία που δεν προσκομίζεται με τον ορθό δικονομικό τρόπο δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. Καταληκτικά, η συνήγορος για τους Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι ο Αιτητής δε στοιχειοθέτησε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω των (αποδιδόμενων) πολιτικών του πεποιθήσεων ή της συμμετοχής του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι, ως έχει ήδη νομολογηθεί, τα γεγονότα που γίνονται δεκτά είναι αυτά που επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου εκτός και αν προκύψει διαφοροποίηση, κατόπιν υποβολής και αποδοχής αιτήματος για προσαγωγή μαρτυρίας, διάβημα στο οποίο δεν προέβη κανένας εκ των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι, δεδομένου πως στο πλαίσιο της επίδικης αίτησης χορηγήθηκε στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, το ζήτημα που απομένει να εξεταστεί είναι αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπο του Αιτητή.

 

Εξετάζοντας αρχικά τα έγγραφα τα οποία καταχωρίστηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους του Αιτητή στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησης ακυρώσεως, παρατηρώ πως, πλην του παραρτήματος 7, το οποίο αποτελεί διαδικτυακό σύνδεσμο και στιγμιότυπο οθόνης της συνέντευξης του Αιτητή  κατά τη διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις,  περιγράφει  τα όσα διαδραματίστηκαν στη φυλακή του Χαλεπίου και το θάνατο των τεσσάρων τζιχαντιστών, τα υπόλοιπα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου. Ως προς τα έγγραφα που βρίσκονται ήδη στο διοικητικό φάκελο του Αιτητή, κρίνω πως αυτά δεν μπορούν παρά να εξεταστούν και ληφθούν υπόψη όπως και κάθε άλλο στοιχείο που βρίσκεται εντός αυτού.

 

Αναφορικά με το διαδικτυακό σύνδεσμο και στιγμιότυπο οθόνης τη συνέντευξης του Αιτητή όπως και τα υπόλοιπα προσκομισθέντα στοιχεία με τη γραπτή του αγόρευση τα οποία αποτελούν δημοσιεύματα σε ιστοσελίδες, σημειώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση έχουν ορθώς κατηγοριοποιήσει αυτά ως μαρτυρία. Επί αυτού, επαναλαμβάνω την πάγια επί του θέματος νομολογία ότι, γεγονότα που δεν βρίσκονται εντός του διοικητικού φακέλου και δεν προσάγονται με το δέοντα δικονομικό τρόπο δεν μπορούν να γίνονται αποδεκτά από το δικαστήριο ούτε και να χρησιμοποιούνται προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών των διαδίκων[1].

 

Ως προς τις πληροφορίες τις οποίες προσκομίζει η συνήγορος του Αιτητή προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, αποτελούν πληροφορίες οι οποίες είναι προσβάσιμες στο ευρύ κοινό κατόπιν απλής έρευνας στο διαδίκτυο, η οποία δεν απαιτεί την χρήση σύνθετων εργαλείων και μηχανισμών. Παρ’ όλα αυτά, δεδομένης της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν,[2] διεξάγοντας το ίδιο ανεξάρτητη έρευνα,  θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση με τις πληροφορίες που θα προκύψουν από την έρευνα καθώς και αυτές που προσκόμισε η συνήγορος του Αιτητή.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή ως προς την έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα καθώς και οι λοιποί, διαπλεκόμενοι με αυτούς, λόγοι ακυρώσεως, ερείδονται ουσιαστικά επί των ίδιων γεγονότων και δια τούτο, η συνεξέταση τους κρίνεται σκόπιμη.

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή περί έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[3]

 

Ως εκ τούτου, καθίσταται αναμενόμενο από το δικαστήριο να εξετάζει και αποφασίζει την περίπτωση ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα, επί της οποίας η συνήγορος του Αιτητή προέβαλε συγκεκριμένη επιχειρηματολογία στην παρούσα περίπτωση, τυχόν αποδοχή της οποίας θα δύνατο  να αποτελέσει βάση επιτυχίας της παρούσας προσφυγής. Είναι νομολογημένο ότι η διοίκηση ενεργεί υπό καθεστώς πλάνης αν κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας στηριχθεί σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτες[4]. Πλάνη συνιστά και η παράλειψη της διοίκησης να λάβει υπόψη ουσιώδη για την περίπτωση πραγματικά γεγονότα. Κατά έναν πιο δόκιμο ορισμό όπως αυτός προκύπτει από την ελληνική βιβλιογραφία, πλάνη περί τα πράγματα είναι «η πλήρως εσφαλμένη αντίληψη της διοίκησης για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων της διοικητικής πράξης, είτε αυτές απαιτούνται από το νόμο είτε η ίδια η διοίκηση έχει στηρίξει σ' αυτές την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας»[5].

Συνεπώς προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση διέθεταν ενώπιόν τους κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής κατέγραψε ότι γνωρίζει ότι η Κύπρος είναι μια ασφαλής χώρα εξηγώντας ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς διώκεται, υπάρχει ένας συνεχιζόμενος πόλεμος επτά χρόνων και συνελήφθη από το συριακό καθεστώς, μεταξύ 29.07.2011 και 28.02.2018. Σημειώνεται ότι κατά την υποβολή του αιτήματός του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι η σύζυγος και τα δύο τέκνα του διαμένουν στην Τουρκία καθώς τους έχει παραχωρηθεί εκεί προσφυγικό καθεστώς, ενώ έχει και ένα αδερφό στην Κύπρο, ο οποίος έχει επίσης λάβει προσφυγικό καθεστώς. 

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε σχετικά με το προσωπικό του προφίλ ότι είναι Σιΐτης Μουσουλμάνος και ανήκει στην Αραβική φυλή Jees. Γεννήθηκε στο χωριό Ar Rahib, στην περοχή Khanasir του κυβερνείου Aleppo όπου και διέμεινε για περίπου έξι (6) έτη. Στη συνέχεια διέμεινε σε διάφορες περιοχές, μέχρι να εγκατασταθεί οριστικά στην περιοχή Sheikh Said της πόλης Aleppo, πρωτεύουσας του ομώνυμου κυβερνείου. Στο μεσοδιάστημα εξέτισε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις σε ηλικία 20 ετών, αφού υπηρέτησε για δυόμισι χρόνια στην επαρχία Homs, έως ότου απολύθηκε, και επέστρεψε στην πόλη Aleppo. Το 2004 εγκατέλειψε τη Συρία και εγκαταστάθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπου και εργάστηκε μέχρι το 2009, χρόνο κατά τον οποίο επέστρεψε στη Συρία λόγω του θανάτου του αδερφού του. Το 2018 εγκατέλειψε εκ νέου τη Συρία με προορισμό την Κύπρο. Ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του προσδιόρισε την πόλη Aleppo και συγκεκριμένα την περιοχή Sheikh Said.

 

Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι o μεν πατέρας του απεβίωσε, η δε μητέρα του διαμένει στην Κύπρο καθώς της έχει παραχωρηθεί καθεστώς προστασίας για εξαιρετικούς, μη πολιτικούς, λόγους, αφού φέρει την επιμέλεια της ορφανής ανήλικης κόρης του θανούντος αδερφού του, στην οποία έχει επίσης παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ο Αιτητής δήλωσε ότι διαθέτει τρεις αδερφές οι οποίες εξακολουθούν να διαμένουν στην πόλη Aleppo, καθώς και τρεις αδερφούς και άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του, τα οποία έχουν διασκορπιστεί σε διαφορετικά μέρη όπως την Κύπρο, το Λίβανο, τον Καναδά και την Αυστραλία. Σε σχέση με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε έγγαμος με τέσσερα (4) ανήλικα τέκνα, τα οποία διαμένουν με τη μητέρα τους στην πόλη Aleppo. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοίτησε σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Συρίας για δεκατρία (13) χρόνια αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων.

 

Σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως όταν το Φεβρουάριο του 2009 εν ώρα εργασίας πληροφορήθηκε  το θάνατο του αδερφού του, υπέστη σοκ με αποτέλεσμα να πέσει από τον όροφο του κτηρίου στο οποίο βρισκόταν και να τραυματιστεί ο σπόνδυλός του. Ως εκ τούτου, περιορίστηκε η ικανότητά του προς εργασία και η δυνατότητά του να σηκώσει το οποιοδήποτε βάρος.

 

Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι μετά από ένα  καβγά μεταξύ μελών της οικογένειας του και των μελών μιας οικογένειας που ανήκει στη φυλή al-Hib, δολοφονήθηκαν τόσο ο αδερφός του όσο και ένα μέλος της άλλης οικογένειας, από τον ξάδερφό του. Στη συνέχεια οι δύο οικογένειες/φυλές συμφώνησαν όπως ο Αιτητής παραδοθεί στην αστυνομία αναλαμβάνοντας την ευθύνη του φόνου του μέλους της φυλής al-Hib, στη θέση του πραγματικού θύτη, ήτοι του ξαδέρφου του, ο οποίος ήταν γηραιότερος . Ο Αιτητής δήλωσε ότι αρχικά αρνήθηκε να αποδεχτεί την κατηγορία και φυγαδεύτηκε για έξι μήνες στη Δαμασκό, στη συνέχεια ωστόσο παραδόθηκε στις αρχές και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε χρόνων. Αντίστοιχα, ποινή φυλάκισης επιβλήθηκε και σε γιους της άλλης οικογένειας για το θάνατο του αδερφού του, ως είχε μεταξύ των φυλών συμφωνηθεί. Δήλωσε ότι κρατήθηκε στη φυλακή του Χαλεπίου από το 2009 μέχρι το 2018, χρόνο κατά τον οποίο αποφυλακίστηκε, πριν ολοκληρωθεί η έκτιση της ποινής του,  λόγω χάριτος που του δόθηκε από τον πρόεδρο Bashar al Assad. Τα δε μέλη της άλλης οικογένειας εξακολουθούν να εκτίουν την ποινή τους. Προέβαλε δε,  πως όταν τα μέλη της  οικογένειας al-Hib έμαθαν ότι αποφυλακίστηκε, άρχισαν να τον αναζητούν.

 

Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ακολούθως ότι στις 15.03.2011, και ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ένοπλες ομάδες της οργάνωσης al-Nusra περικύκλωσαν τη φυλακή και την πολιόρκησαν, με την πολιορκία τους να κρατά για δύο χρόνια. Η φυλακή απομονώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τα κυβερνητικά στελέχη και παρέμεινε εντός αυτής δυσανάλογος της επίθεσης που δεχόταν αριθμός στρατιωτών, καθώς και περίπου 7000 φυλακισμένοι. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας σκοτώθηκαν 974 άτομα, μισοί εκ των οποίων απεβίωσαν λόγω πείνας και/ή φυματίωσης. Σύμφωνα με τον Αιτητή, ο στρατός μέσα στη φυλακή διέθετε αρχηγό, ο οποίος ζήτησε βοήθεια από τους κρατούμενους. Είκοσι (20) άτομα, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος, προσφέρθηκαν εθελοντικά να βοηθήσουν και έτσι οπλίστηκαν με σκοπό την υπεράσπιση της φυλακής υποβοηθώντας τους στρατιώτες. Ο Αιτητής προέβαλε πως το Φεβρουάριο του 2014 σκοτώθηκαν τέσσερις μαχητές των δυνάμεων της al-Nusra, των οποίων τα πτώματα προσφέρθηκε ο ίδιος εθελοντικά να περισυλλέξει από μια ουδέτερη ζώνη. Ως δήλωσε, όταν έλεγξε τα έγγραφα των πτωμάτων διαπίστωσε ότι δύο εξ αυτών ήταν Τσετσένοι και ένας Τούρκος, με εμφάνιση όμως που παρέπεμπε σε Τζιχαντιστές. Ο λόγος που το έπραξε, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ήταν ότι του υποσχέθηκαν πως μετά το τέλος της πολιορκίας θα υποβαλλόταν  αίτημα για να του δοθεί χάρη και να αφεθεί ελεύθερος. Κατά τη διάρκεια συμφωνίας παύσης του πυρός για συλλογή πτωμάτων από τις δυνάμεις της al-Nusra εις αντάλλαγμα της επιστροφής αιχμαλώτων του συριακού στρατού, ο στρατός επέστρεψε τα τρία πτώματα κράτησε όμως το σώμα του Τούρκου το όποιο και ενταφιάστηκε στη φυλακή μέχρι τη λήξη της πολιορκίας. Ο ίδιος δεν γνωρίζει το λόγο για τον οποίο έλαβε χώρα η συγκεκριμένη ενέργεια, ωστόσο προέβαλε ότι ενημερώθηκε από τον αρχηγό του συριακού στρατού για το όνομα του Τούρκου και του ζητήθηκε να μην αναφέρει οτιδήποτε.

 

Με τη λήξη της πολιορκίας, περί το 2014-2015, ο Αιτητής και άλλοι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε μία άλλη φυλακή στο Χαλέπι και οι αξιωματικοί συνέβαλαν να τους δοθεί προεδρική χάρη και να αφεθούν ελεύθεροι το 2018. Όντας πλέον ελεύθερος, ο Αιτητής μεταφέρθηκε σε ένα υποκατάστημα ασφαλείας όπου του ζητήθηκε να δώσει συνέντευξη στην τηλεόραση σχετικά με τα όσα  συνέβησαν στη φυλακή.  Ακολούθως οι Τούρκοι έμαθαν για το όνομά του από τις ειδήσεις και άρχισαν να τον αναζητούν.

 

Κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ο Αιτητής προσκόμισε πλήθος εγγράφων προς επίρρωση των ισχυρισμών του. Συγκεκριμένα προσκόμισε τα ακόλουθα:

 

1)    Πρωτότυπο Διαβατήριο, εκδόσεως Δημοκρατίας της Συρίας, με ημερομηνία λήξης την 21.04.2024 (βλ. ερ. 20-19 δ.φ.).

 

2)    Πλήθος Ιατρικών Εκθέσεων και Βεβαιώσεων (βλ. ερ. 41-38, 25, 68 – 64, 71, 59  δ.φ.).

 

3)    Ταυτότητα κρατουμένου, εκδοθείσα από την κεντρική φυλακή της πόλης Aleppo την 01.10.2016 (βλ. ερ. 77 – 76 δ.φ.).

 

4)    Κάρτα επισκέπτη της κεντρικής φυλακής της πόλης Aleppo (βλ. ερ. 75 – 74 δ.φ.)

 

5)    Αντίγραφο λίστας κρατουμένων προσώπων των οποίων ζητήθηκε η χάρη εξαιτίας της στήριξής τους στην πολιορκία της κεντρικής φυλακής της πόλης Aleppo από μέλη της Al-Nusra, η οποία έχει εκδοθεί στις 20.06.2014 και εμπεριέχει το όνομα του Αιτητή με αύξοντα αριθμό 11 (βλ. ερ. 84 -79 δ.φ.).

6)    Αντίγραφο ενός εγγράφου το οποίο φέρεται να έχει εκδοθεί από τον επικεφαλή της κεντρικής φυλακής της πόλης Aleppo και απευθύνεται στην δικαστική επιτροπή της ομώνυμης πόλης, δια του οποίου αιτείται τη συμπερίληψη Αιτητή στα πρόσωπα που θα αποδοθεί χάρη λόγω της στήριξής τους στην πολιορκία της κεντρικής φυλακής από μέλη της Al-Nusra, εκδοθέν στις 14.01.2018 (βλ. ερ. 85 δ.φ.).

 

7)    Αντίγραφο του υπ’ αριθ. 80 προεδρικού διατάγματος  απονομής χάριτος προς τον Αιτητή τον Πρόεδρο της Συριακής Δημοκρατίας (βλ. ερ. 87 – 86 δ.φ.), με ημερομηνία έκδοσης την 25.02.2018, το οποίο διατάσσει το προσωπικό της φυλακής όπως αποφυλακιστεί ο Αιτητής.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Έχοντας παραθέσει τα ανωτέρω, προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, από τον λειτουργό της EASO

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο λειτουργός EASO διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή, ήτοι κατά πρώτον τα προσωπικά του στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του, και κατά δεύτερον τις δηλώσεις του περί του ότι ενεπλάκη σε μια διαφυλετική (inter-tribal) διαμάχη.

 

Εκ των ανωτέρω ισχυρισμών, αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος ισχυρισμός του αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, καθώς οι δηλώσεις του κρίθηκαν ως συνεκτικές και σαφείς και επιβεβαιώθηκαν και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή ωστόσο απορρίφθηκε, καθώς δεν θεμελιώθηκε, κατά την κρίση του λειτουργού EASO, η εσωτερική και η εξωτερική αξιοπιστία των

 

αντίστοιχων δηλώσεών του. 

 

Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο λειτουργός EASO αρχικά έκρινε ως συνεκτικές και λεπτομερείς τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι μετά το θάνατο του αδερφού του, ο ίδιος επέστρεψε στη Συρία και ανέλαβε την ευθύνη του θανάτου ενός ατόμου έναντι του ξαδέρφου του, ο οποίος ήταν Ιμάμης, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε φυλάκιση 15 ετών. O λειτουργός EASO έκρινε ωστόσο ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες ως προς τη φύση και το ιστορικό της διαμάχης ανάμεσα στις δύο φυλές (Jees και Al- Hib) καθώς και να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό του περί του ότι όλα τα ανωτέρω έλαβαν χώρα στα πλαίσια μιας συμφωνίας ανάμεσα στη φυλή που ανήκει η οικογένειά του, Jees, και τη φυλή Al- Hib.

 

Σε σχέση δε με τα περιστατικά που φέρονται να έλαβαν χώρα εντός της φυλακής κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του και δη κατά την περίοδο που το σωφρονιστικό κατάστημα που τον φιλοξενούσε βρισκόταν υπό πολιορκία, οι δηλώσεις του Αιτητή ως προς τη βοήθεια που εθελοντικά παρείχε στις στρατιωτικές δυνάμεις του Συριακού στρατού που υπερασπιζόταν τη φυλακή κρίθηκαν συνεκτικές και λεπτομερείς. Ενδεικτικά, ο Αιτητής παρείχε πληροφορίες ως προς τον αριθμό των κρατουμένων που διέμεναν σε κάθε κελί , τη διαδικασία συλλογής και διαλογής τροφίμων και νερού όπως και τη διαδικασία εκσκαφής τάφων και χαρακωμάτων.

 

Στη συνέχεια ο λειτουργός EASO κατέγραψε ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να παράσχει επιπρόσθετες πληροφορίες σε μια προσπάθεια να διευκρινίσει το λόγο που απέτυχε η προσπάθειά τους για συμφιλίωση με την αντίπαλη φυλή, προβάλλοντας ότι η αντίπαλη φυλή (Al-Hib) είχε το δικό της νόμο και δεν πίστευε στο δίκαιο της κυβέρνησης. Ακολούθως αξιολογήθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει συνεκτικές πληροφορίες σχετικά με το λόγο που πίστευε ότι τα μέλη της αντίπαλης φυλής θέλουν να τον σκοτώσουν, καθώς ανέφερε ότι η αντίπαλη φυλή πιστεύει ότι υπάρχει μια ανισορροπία μεταξύ των θυμάτων και κρίνει ότι τα δύο θύματα δεν ήταν ίσα. Επίσης, ο λειτουργός έκρινε ότι προέκυψε αντίφαση με προηγούμενη δήλωση του Αιτητή περί του ότι  δε γνωρίζει ποιος έκαψε το σπίτι του.

 

Η δε θέση του Αιτητή περί του ότι επηρεάστηκαν οι συγγενείς του από την εν λόγω διαφυλετική μάχη, με αποτέλεσμα οι αδερφοί του να εγκαταλείψουν τη Συρία φοβούμενοι τυχόν αντίποινα, όχι όμως και οι  γυναίκες της οικογένειας καθώς δεν αποτελούν στόχο, κρίθηκε συνεκτική.

 

Ο λειτουργός EASO στη συνέχεια έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν υποκειμενικής φύσεως και δε δύνατο να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας σε εξωτερικές πηγές και χωρίς να αξιολογήσει την εξωτερική τους αξιοπιστία, έκανε αποδεκτό ως αξιόπιστο τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι φυλακίσθηκε και αφέθηκε ελεύθερος, δεν αποδέχθηκε ωστόσο ότι διώκεται από την αντίπαλη φυλή/οικογένεια, Al-Hib. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ο λειτουργός EASO προχώρησε στην αξιολόγηση του εάν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος για τον Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Aleppo της Συρίας. Ειδικότερα, ο λειτουργός EASO αρχικά έκρινε ότι καθώς ο ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συνδεόμενος με το συγκεκριμένο ισχυρισμό φόβος του Αιτητή κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος. Στη συνέχεια ωστόσο, ο λειτουργός προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και εντόπισε πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή πλήττεται από μη διεθνείς συγκρούσεις μεταξύ των ένοπλων δυνάμεων της χώρας και ένα συνασπισμό ανταρτών και/ή πολιτοφυλακών όπως το Ισλαμικό Κράτος, οι πολιτοφυλακές Al- Nusra και Hayat Tahrir al-Sham, Ahrar al-Sham. Από την εν λόγω έρευνα ανέκυψε ότι ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι η πόλη Aleppo, η οποία βρίσκεται εντός του ομώνυμου κυβερνείου, συγκαταλέγεται στις περιοχές οι οποίες πλήττονται έντονα από τις ανωτέρω συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να καταγράφονται εκεί στρατιωτικές επιχειρήσεις, να έχει εκτοπιστεί εσωτερικά πλήθος άμαχου πληθυσμού και να προκύπτει κίνδυνος λόγω της κατάστασης ασφαλείας και δη της αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων. Επί του σημείου τούτου, επισημαίνω την παρατήρησή μου, ότι ο λειτουργός EASO κατά την αξιολόγηση κινδύνου παρέθεσε απλώς πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Aleppo, χωρίς να διερευνήσει εξατομικευμένα εάν ο Αιτητής φέρει προσωπικά βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο έκθεσης σε σοβαρή βλάβη λόγω της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας, σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Aleppo.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα του Αιτητή για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα απορρίφθηκε, καθώς κρίθηκε ότι δε στοιχειοθέτησε κάποιο βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους 5 λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται  στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, όπως αυτό ενσωματώνεται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός EASO έκρινε ότι λόγω της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας στην πόλη Aleppo, σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, ο Αιτητής θα κινδυνέψει αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας με αποτέλεσμα πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Εισηγήθηκε λοιπόν ότι θα πρέπει να χορηγηθεί στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον ασκούντα καθήκοντα προϊσταμένου λειτουργό.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την εισηγητική έκθεση του λειτουργός EASO όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά τη διοικητική όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Παρατηρώ καταρχάς ότι ο λειτουργός EASO επέλεξε να συγκεντρώσει το σύνολο των ισχυρισμών του Αιτητή υπό τη μορφή ενός ενιαίου, γενικού ισχυρισμού (ισχυρισμός ομπρέλα), ο οποίος ενσωματώνει τις επιμέρους αναφορές και ισχυρισμούς του. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση δεν επέτρεψε τη διάκριση και την αυτοτελή εξέταση κάθε ισχυρισμού, με αποτέλεσμα να έχει ενδεχομένως επηρεαστεί η αξιολόγηση κινδύνου, αλλά και η μεταγενέστερη νομική ανάλυση και κατάληξη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ουσιώδεις περιγραφές και αναφορές που παρέθεσε ο Αιτητής κατά την προφορική του συνέντευξη είτε παραλείφθηκαν είτε αξιολογήθηκαν επιφανειακά και αυτοματοποιημένα από τον λειτουργό EASO. Η ομαδοποίηση των ισχυρισμών σε έναν ενιαίο ισχυρισμό επέφερε, φρονώ, πλάνη περί τα πράγματα και οδήγησε σε έλλειψη δέουσας και εξατομικευμένης έρευνας.

Ο λειτουργός EASO είχε την υποχρέωση να διακρίνει και να αξιολογήσει έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή αυτοτελώς, κάτι που ωστόσο δεν έπραξε. Η παράλειψη εντοπισμού και ενδελεχούς εξέτασης όλων των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή αναπόφευκτα απέτρεψε την ορθή εξέταση και αξιολόγηση της εσωτερικής και εξωτερικής τους αξιοπιστίας, γεγονός που επέφερε την πλημμελή αξιολόγηση ενώ καθιστά επισφαλές το συμπέρασμα των Καθ' ων η αίτηση ως προς το είδος της διεθνούς προστασίας που δικαιούται να απολάβει ο Αιτητής.

 

Προκύπτει επομένως εκ των ανωτέρω ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως  της πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας επιτυγχάνουν, η δε νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται ως πάσχουσα, σύμφωνα και με τις πρόνοιες των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και ως προνοείται ειδικότερα από τον περί Προσφύγων Νόμο.

 

Η ως άνω κατάληξη μου δεν σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, καθώς το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν λαμβάνοντας υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.

Προτού προχωρήσω λοιπόν στη διάκριση των ισχυρισμών του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο να αναφερθούν τα όσα ο Αιτητής δήλωσε δια της συνηγόρου του αλλά και ο ίδιος προσωπικά ενώπιόν μου κατά τη διάρκεια των διευκρινήσεων, έτσι ώστε να καταγραφεί το σύνολο των δηλώσεών του καθώς και οι ισχυρισμοί που απορρέουν από αυτές, προκειμένου να αξιολογηθεί ενδελεχώς το εάν ο Αιτητής πληροί της προϋποθέσεις χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος, θέση η οποία αποτελεί και την αιτούμενη από τη συνήγορό του θεραπεία.

 

Έχοντας σημειώσει τα ως άνω, προχωρώ στην αξιολόγηση των όσων, συλλογικά, τέθηκα ενώπιόν μου.

 

Όπως έχω ήδη ανωτέρω επισημάνει, κατά την υποβολή της αίτησης ακυρώσεως, ο Αιτητής, προσθέτως των εγγράφων που είχε ήδη προσκομίσει κατά τη διοικητική διαδικασία και αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, προσκόμισε και ένα έγγραφο το οποίο φέρεται να συνιστά στιγμιότυπο οθόνης της φερόμενης συνέντευξής του στο κρατικό Κανάλι της Συρίας, κατά τη διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις,  περιγράφει  τα όσα διαδραματίστηκαν στη φυλακή του Χαλεπίου κατά την περίοδο της πολιορκίας της (βλ. παράρτημα 7).

 

Παρεμβάλλω στο παρόν στάδιο ότι έχοντας διαπιστώσει την παράλειψη ορθής διερεύνησης των ισχυρισμών του Αιτητή καθώς και τις προαναφερθείσες πλημμέλειες στη διερευνητική διαδικασία, διέταξα το επανάνοιγμα της υπόθεσης, καθώς έκρινα ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επέβαλλε αυτό υπό το φως των αρχών που εφαρμόζονται ως προς τη δυνατότητα επανανοίγματος μίας υπόθεσης μετά την επιφύλαξη απόφασης, ως αυτές έχουν διαχρονικά διαμορφωθεί μέσα από τη νομολογία[6]. Το επανάνοιγμα, κρίθηκε επίσης επιβεβλημένο υπό το φως και των διευρυμένων εξουσιών του Δικαστηρίου, ως αυτές απορρέουν από το άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018). Κατά το στάδιο αυτό,  κάλεσα ενώπιόν μου τον Αιτητή, στον οποίο υπέβαλα πρόσθετα ερωτήματα προς τον σκοπό περαιτέρω διερεύνησης των ισχυρισμών του. Σκοπός της εξέτασης αυτής είναι η εξατομικευμένη αξιολόγηση του κατά πόσον πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, όπως ισχυρίζεται δια της παρούσας προσφυγής. Τα όσα αναφέρθηκαν από τον Αιτητή κατά τις ακροαματικές διαδικασίες που ακολούθησαν του επανανοίγματος της υπόθεσης, παρατίθενται αμέσως πιο κάτω.

 

Κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου ακρόασης ημερ. 04.04.2024, ο Αιτητής επανέλαβε ότι θέλουν να τον σκοτώσουν μέλη της φυλής Al-Hib επειδή ο ξάδερφός του σκότωσε ένα μέλος της. Ειδικότερα, ο Αιτητής επανέλαβε ότι ένα μέλος της φυλής Al-Hib σκότωσε τον αδερφό του ενώπιον του ξαδέρφου του, και ο τελευταίος στη συνέχεια σκότωσε το δολοφόνο του αδερφού του Αιτητή. Κληθείς να αποσαφηνίσει το υπόβαθρο της ανωτέρω οικογενειακής/φυλετικής σύγκρουσης, ο Αιτητής δήλωσε ότι τα μέλη της φυλής Al- Hib θέλουν να τον σκοτώσουν επειδή εξήλθε της φυλακής με προεδρική χάρη και δεν ολοκλήρωσε την έκτιση της ποινής του, όπως είχε συμφωνηθεί ανάμεσα στις δύο οικογένειες/φυλές. Ερωτηθείς που βρίσκεται η οικογένειά του σήμερα, ο Αιτητής απάντησε ότι τα μέλη της βρίσκονται στην Κύπρο από το 2021 και έχουν  υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας, του οποίου η εξέταση εκκρεμεί. Ζητηθείς να προσδιορίσει πότε επέστρεψε στη Συρία για πρώτη φορά, ο Αιτητής δήλωσε ότι αρχικά ήρθε στην Κύπρο το 2004 και διέμεινε εδώ μέχρι το 2009. Ως προς το θάνατο του αδερφού του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δολοφονήθηκε κατά ή περί τις 3 ή 4 Φεβρουαρίου 2009 και μετά από τρεις ημέρες ο ίδιος επέστρεψε στη Συρία από την Κύπρο. Κληθείς να περιγράψει πως δολοφονήθηκε ο αδερφός του, ο Αιτητής δήλωσε ότι τα ξαδέρφια του είχαν αγοράσει γη προκειμένου να την καλλιεργήσουν και επειδή είχαν αργήσει να καταβάλλουν τα χρήματα, οι πωλητές - μέλη της φυλής Al-Hib άρχισαν να τους απειλούν λεκτικά. Όταν συναντήθηκαν προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά, οι δύο οικογένειες οδηγήθηκαν σε αντιπαράθεση και ένα μέλος της αντίπαλης οικογένειας σκότωσε τον αδερφό του Αιτητή. Ως προς τα άτομα τα οποία ήταν παρόντα κατά τη δολοφονία του αδερφού του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο αδερφός του δολοφονήθηκε ενώπιον δύο (2) πατρικών του εξαδέλφων, οι οποίοι παρίσταντο ως μάρτυρες στην επίλυση της διαφοράς. Ως προς το άτομο που δολοφόνησε τον αδερφό του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν το άτομο που αργότερα δολοφονήθηκε από τον ξάδερφό του. Στη συνέχεια ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται να έλαβε χώρα η συμφωνία μεταξύ των φυλών έτσι ώστε να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη του θανάτου του μέλους της φυλής Al- Hib αντί του ξαδέρφου του και ο Αιτητής δήλωσε ότι ο ξάδερφός του είναι γνωστό πρόσωπο στην περιοχή, όχι «μουχτάρης» ωστόσο αλλά κάτι άλλο.  Κληθείς να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα η εν λόγω συμφωνία, ο Αιτητής απάντησε ότι πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες μετά το θάνατο του αδερφού του. Ως προς τα μέλη της οικογένειάς του τα οποία φέρονται να έλαβαν μέρος στις διαπραγματεύσεις, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν ο πατέρας του και δύο πατρικοί του θείοι. Ζητηθείς να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους επήλθε η συγκεκριμένη συμφωνία, ο Αιτητής δήλωσε ότι, ως είθισται μεταξύ φυλών στη χώρα καταγωγής του, έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη ο ίδιος επειδή ο ξάδερφός του, ο οποίος ήταν ο θύτης, ήταν ηλικιωμένος. Προσέθεσε μάλιστα ότι πήγε ο ίδιος στο Δικαστήριο και ανέλαβε την ευθύνη. Κληθείς να περιγράψει το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε το γνωρίζει επειδή θρηνούσε την απώλεια του αδερφού του και δεν ήταν ενήμερος σχετικά με το περιεχόμενό της. Δήλωσε ωστόσο ότι ο πατέρας του και η μητέρα του τον έπεισαν ότι δεν θα κρατηθεί για πολύ μεγάλο διάστημα, μόνο για περίπου 10 χρόνια, και στη συνέχεια θα αφεθεί ελεύθερος. Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν ανέλαβε την ευθύνη κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του, ο Αιτητής επικαλέστηκε ότι ο ίδιος είναι το νεότερο εκ των μελών της. Ζητηθείς στη συνέχεια να επιβεβαιώσει εάν ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας  κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των δύο φυλών, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά και προέβαλε ότι η άλλη φυλή (Al- Hib) θέλει να τον σκοτώσει, ενώ κληθείς να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο τα μέλη της φυλής  Al- Hib εξακολουθούν να θέλουν να τον σκοτώσουν, ο Αιτητής επικαλέστηκε το γεγονός ότι αποφυλακίστηκε χωρίς δίκη και χωρίς να έχει εκτίσει την ποινή του, γεγονός που δεν άρεσε στα μέλη/οικογένεια της φυλής  Al- Hib. Ως προς τι διαδικασία δια της οποίας επήλθε η συμφωνία μεταξύ των δύο φυλών/οικογενειών, εκ της οποίας απορρέει η 15ετής ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε, ο Αιτητής δήλωσε ότι στην προφορική του συνέντευξη δεν ανέφερε κάτι τέτοιο και προέβαλε ότι έλαβαν χώρα τρεις δικαστικές διαδικασίες. Εν τέλει καταδικάστηκε και έκανε προσφυγή (έφεση) κατά της απόφασης. Ερωτηθείς αν κατέχει κάποιο έγγραφο που να αφορά την καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης, ο Αιτητής απάντησε ότι διαθέτει το έγγραφο που πιστοποιεί ότι του χορηγήθηκε χάρη από τον πρώην πρόεδρο της Συρίας. Η δε συνήγορος του Αιτητή, στο συγκεκριμένο σημείο παρέπεμψε στο ερυθρό 87 του διοικητικού φακέλου, το οποίο ο παριστάμενος στη δικαστική διαδικασία διερμηνέας μετέφρασε το περιεχόμενο του προσκομισθέντος αυτού εγγράφου ενώπιόν μου, το περιεχόμενο του οποίου θα αξιολογηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Ερωτηθείς εάν τα μέλη της φυλής/οικογένειας Al- Hib ήταν ικανοποιημένα από την εκδοθείσα απόφαση, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, προσθέτοντας ότι μέλη της μετέβησαν στο χωριό του και άρχισαν να πυροβολούν φωνάζοντας το όνομά του. Σε σχέση με τα μέλη της οικογένειας της φυλής Al- Hib, o Αιτητής δήλωσε ότι δύο μέλη της, ένα εξ αυτών ανήλικος, βρίσκονται ακόμα στη φυλακή βάσει της συμφωνίας ανάμεσα στις δύο φυλές,  ενώ τους έχουν επιβληθεί ποινές 10 και 15 ετών αντίστοιχα, αφού βάσει του εθιμικού δικαίου, καταδικάζεται το νεότερο μέλος της οικογένειας για πολλά χρόνια. Ως προς το εάν το εν λόγο έθιμο φέρει κάποια συγκεκριμένη ονομασία, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Ζητηθείς να προσδιορίσει εάν οι ανωτέρω ποινές επιβλήθηκαν από το Δικαστήριο βάσει της συμφωνίας μεταξύ των φυλών, ο Αιτητής δήλωσε ότι η οικογένειά του έβαλε τον ίδιο στη φυλακή και η άλλη οικογένεια δύο μέλη της.  

 

Κληθείς στη συνέχεια να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο κατά την υποβολή του αιτήματός του δήλωσε ότι φυλακίστηκε από το 2011 μέχρι το 2018, ενώ κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης δήλωσε ότι φυλακίστηκε από το 2009 μέχρι το 2018, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι φυλακίστηκε από το 2011 μέχρι το 2018. Ως προς τους λόγους για τους οποίους οι δύο φυλές δεν κατάφεραν να συμφιλιωθούν, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν άρεσε στην αντίπαλη φυλή το γεγονός ότι ο ίδιος αποφυλακίστηκε λόγω χάριτος. Προσέθεσε μάλιστα ότι αν εξέτιε την επιβληθείσα ποινή, δε θα αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα από τη φυλή Al-Hib, ενώ τώρα που τα μέλη της, σε αντίθεση με τον ίδιο, βρίσκονται ακόμα εντός φυλακής, υπάρχει πρόβλημα. Επανέλαβε μάλιστα ότι η συγκεκριμένη λύση προτάθηκε από τις φυλές για να γλυτώσουν οι γηραιότεροι, οι οποίοι ήταν οι φυσικοί αυτουργοί των δολοφονιών. Ως προς το εάν έλαβαν χώρα προσπάθειες συμφιλίωσης από άλλα μέλη της φυλής, ο Αιτητής απάντησε ότι, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στη φυλακή έχοντας ήδη εκτίσει ποινή 5 ετών, η αντίπαλη φυλή/οικογένεια προσέφερε χρήματα στην οικογένειά του, η οποία ωστόσο αρνήθηκε την προσφορά και τώρα θέλουν να τους σκοτώσουν. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι αν η αντίπαλη οικογένεια προχωρήσει σε  καταγγελίες εναντίον του πραγματικού θύτη, θα πραγματοποιηθεί αντίστοιχη ενέργεια και από τη δική του οικογένεια. Στη συνέχεια ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι μόλις αποφυλακίστηκε τα μέλη της αντίπαλης φυλής άρχισαν να πυροβολούν και να φωνάζουν. Ερωτηθείς εάν τα μέλη της οικογένειάς του αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα κατά την αποφυλάκισή του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, επικαλούμενος το ότι εγκατέλειψαν τη Συρία στο σύνολό τους.

 

Κληθείς να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψαν τη Συρία τα αδέλφια του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το έπραξαν γιατί οι αντάρτες έψαχναν ποιος σκότωσε τα τέσσερα (4) άτομα κατά την πολιορκία της φυλακής γιατί ήθελαν να τους παραδώσουν στις οικογένειες των θυμάτων. Προσέθεσε επίσης ότι τα αδέλφια του κινδύνευαν επειδή ο ίδιος αποφυλακίστηκε πριν ολοκληρώσει την έκτιση της ποινής του.

 

Ακολούθως ο Αιτητής επανέλαβε ότι μόλις αποφυλακίστηκε, τα μέλη της οικογένειας/φυλής Al-Hib τοποθέτησαν εκρηκτικά στην οικία του, με τον ίδιο να δηλώνει άγνοια ως προς το ποιος το έπραξε αυτό. Ακολούθως προσέθεσε ότι μετά την αποφυλάκισή του, όπως τον ενημέρωσαν, τα ξαδέρφια του λάμβαναν απειλητικά τηλεφωνήματα κατά τη διάρκεια των οποίων τα απειλούσαν ότι θα σκότωναν τον Αιτητή. Κληθείς να προσδιορίσει ποιον υποψιάζεται για τις ενέργειες αυτές, ο Αιτητής κατονόμασε τις παραστρατιωτικές οργανώσεις που υποστηρίζουν τους Τούρκους.

 

Ζητηθείς να προσδιορίσει που πήγε μόλις αποφυλακίστηκε, ο Αιτητής δήλωσε ότι διέμεινε με τα ξαδέρφια του για 15 ημέρες, στη συνέχεια μετέβη στη Δαμασκό και εν τέλει εγκατέλειψε τη Συρία.  

 

Κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία της 14ης Μαΐου 2024 και σε σχέση με τα περιστατικά που αφορούν την πολιορκία της κεντρικής φυλακής της πόλης Aleppo, o Αιτητής δήλωσε ότι οι μαχητές της Al- Nusra πολιόρκησαν αρχικά τη φυλακή το 2012, ωστόσο η μάχη κατά την οποία σκοτώθηκαν 4 μαχητές της έλαβε χώρα το 2013. Προσδιόρισε μάλιστα ότι κατά τη σύγκρουση που έλαβε χώρα το 2013 ο στρατός αναγκάστηκε να βάλει τους φυλακισμένους να πολεμήσουν εις βάρος των πολιορκητών, με αποτέλεσμα η δύναμη που υπερασπιζόταν τη φυλακή να ανέρχεται στα περίπου 300 άτομα, στρατιώτες του Συριακού στρατού και κρατούμενοι. Κληθείς να προσδιορίσει πως γνωρίζει ότι οι 4 αντάρτες που σκοτώθηκαν ανήκαν αποκλειστικά στις δυνάμεις της Al- Nusra και όχι σε κάποια άλλη παραστρατιωτική οργάνωση, ο Αιτητής δήλωσε ότι γύρω από τη φυλακή υπήρχαν σημαίες της Al- Nusra, η οποία ζήτησε τα πτώματά τους. Ο Αιτητής ακολούθως δήλωσε ότι εκ των τεσσάρων (4) πτωμάτων, το ένα άνηκε σε ένα Τούρκο αντάρτη και υπόλοιπα τρία σε άτομα από το Shishan. Μετά τη λήξη της σύγκρουσης, τα εν λόγω πτώματα παραδόθηκαν στην Al- Nusra καθώς πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή μεταξύ των στρατιωτών. Ζητηθείς να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο ανέλαβε την περισυλλογή των τεσσάρων (4) νεκρών ανταρτών, ο Αιτητής επικαλέστηκε την περιορισμένη σίτιση που λάμβανε εντός της φυλακής και δήλωσε ότι είχε εμπειρία στην ταφή των πτωμάτων καθώς είχαν ήδη ενταφιάσει πολλούς στρατιώτες. Ως προς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με τη σπονδυλική του στήλη, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν τον εμπόδισαν να σηκώσει και περισυλλέξει τα πτώματα αυτά, προβάλλοντας μάλιστα πως ο ίδιος έλαβε εντολή περισυλλογής των πτωμάτων από τον αρχηγό του στρατού. Ως προς την τοποθεσία από την οποία περισυνέλλεξε τα πτώματα, ο Αιτητής δήλωσε ότι το περιστατικό έλαβε χώρα στη φυλακή Al Muslimia. Κληθείς να προσδιορίσει ποιος έψαξε και βρήκε τα έγγραφα που έφεραν πάνω τους οι τέσσερις (4) νεκροί μαχητές/αντάρτες της Al Nusra, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι όλοι όσοι βρισκόταν εκεί είδαν τα εν λόγω έγγραφα. Ζητηθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, δια των οποίων προέβαλε ότι ο ίδιος έβγαλε από τα πτώματα τα έγγραφά τους, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι στρατιώτες έδωσαν στον αρχηγό τις ταυτότητες των πτωμάτων και όλοι όσοι βρισκόταν παρόντες ήταν μάρτυρες. Ερωτηθείς ποιος τον ενημέρωσε σχετικά με την ταυτότητα του Τούρκου μαχητή/ αντάρτη, ο Αιτητής δήλωσε ότι το είδε με τα μάτια του καθώς κατά την ταφή του Τούρκου μαχητή/ αντάρτη, ο ίδιος αποτέλεσε το μόνο παρευρισκόμενο κρατούμενο. Σε σχέση με τις συνθήκες αποφυλάκισής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το 2014 τελείωσε η πολιορκία ενώ στη συνέχεια οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε άλλο σωφρονιστικό κατάστημα. Μετά από 3,5 χρόνια έφτασαν τα έγγραφά του στο προεδρικό μέγαρο, ενώ παρέπεμψε στο σχετικώς προσκομισθέν έγγραφο (ερυθρό 83 διοικητικού φακέλου), το οποίο, κατά δήλωσή του Αιτητή, βεβαιώνει την περισυλλογή των πτωμάτων στη φυλακή Al Muslimia. Προσέθεσε δε ότι το εν λόγω έγγραφο εστάλη στον πρόεδρο Assad από τους αρχηγούς των στρατιωτών.

 

Ερωτηθείς για ποιον λόγο μεσολάβησαν 3,5 χρόνια από την ημέρα που περισυνέλλεξε τα πτώματα μέχρι την ημέρα που αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν απονομής χάριτος από τον Assad, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον απελευθέρωσαν πριν εκτίσει την ποινή του επειδή βοήθησε στην πολιορκία της φυλακής, ενώ προέβαλε ότι στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Δαμασκό όπου έδωσε συνέντευξη στην τηλεόραση, κατά τη διάρκεια της οποίας μίλησε για όσα έλαβαν χώρα στη φυλακή κατά την πολιορκία και τη βοήθεια που παρείχαν οι φυλακισμένοι στις δυνάμεις του Συριακού στρατού.

 

Κληθείς να προσδιορίσει πότε μεταφέρθηκε στα γραφεία του στρατού στη Δαμασκό, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι αξιωματικοί τον πήραν για συνέντευξη στη Δαμασκό διότι το έγγραφο των αξιωματικών παραδόθηκε στο προεδρικό και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος. Ζητηθείς να προσδιορίσει ποιος τον συμβούλεψε να μιλήσει στην τηλεόραση για τα όσα έλαβαν χώρα κατά την πολιορκία της φυλακής, ο Αιτητής επικαλέστηκε τους αξιωματικούς του στρατού. Ως προς το εάν οι αξιωματικοί του ζήτησαν να μιλήσει για το περιστατικό με τους τέσσερις (4) νεκρούς Τζιχαντιστές, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, προσέθεσε ωστόσο ότι δε φοβήθηκε να μιλήσει γιατί ήθελε να δείξει πόσο δύσκολα ήταν στη φυλακή. Ως προς τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε η οικογένειά του από τους Τούρκους αντάρτες, ο Αιτητής δήλωσε ότι το 2018 επισκέφτηκαν την οικία του στην πόλη Aleppo, αγνώστων στοιχείων άτομα και ρώτησαν τη σύζυγό του εάν είναι χαρούμενη που επέστρεψε ο Αιτητής στην οικία του. Ως προς τα απειλητικά μηνύματα που φέρετε να έλαβε, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι του έστειλαν τρεις φορές μήνυμα στο κινητό άγνωστοι αποστολείς οι οποίοι ρωτούσαν για την τύχη του Τούρκου αντάρτη/μαχητή,  στα οποία ωστόσο ο ίδιος ουδέποτε απάντησε. Ως προς την ταυτότητα των αποστολέων των εν λόγω μηνυμάτων, ο Αιτητής επέδειξε άγνοια υποστηρίζοντας ότι πέταξε την κάρτα SIM του.

 

Σε σχέση με την έκρηξη που φέρεται να έλαβε χώρα επί της οικίας του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα το Μάϊο ή τον Ιούνιο του 2018, μετά τη συνέντευξη που έδωσε στην τηλεόραση, ενώ προσέθεσε ότι δε γνωρίζει το φυσικό αυτουργό της εν λόγω πράξης, υποθέτει ωστόσο ότι το έκαναν οι Τούρκοι.

Κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία της 10ης Ιουλίου 2024, η συνήγορος του Αιτητή ισχυρίστηκε καταληκτικά ότι κατά την εξέταση της αίτησής του θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα ακόλουθα:  1) η αναγνώριση των μελών της οικογένειάς του ως πρόσφυγες, 2) το αντίγραφο του Syria Direct με την ονομασία Clan Conflicts in Syria: Seeds of revenge grow under the ashes amid attempts to renew customary law (μετάφραση του Δικαστηρίου: Φυλετικές Διαμάχες στη Συρία: Σπόροι εκδίκησης φυτρώνουν κάτω από τις στάχτες εν μέσω προσπαθειών ανανέωσης του εθιμικού δικαίου), εκ του οποίου, σύμφωνα με τη συνήγορο του Αιτητή, προκύπτει η πολυπλοκότητα της σχέσης των φυλών στη Συρία λόγω του πολέμου και 3) στιγμιότυπο οθόνης της φερόμενης συνέντευξής του στο κρατικό κανάλι της Συρίας, κατά τη διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, περιγράφει τα όσα διαδραματίστηκαν στη φυλακή του Χαλεπίου κατά την περίοδο της πολιορκίας της (παράρτημα 7).

 

H δε συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση προέβαλε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση επιστροφής του στη Συρία.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιόν μου στοιχείων και ασκώντας την εκ του νόμου ανατεθείσα εξουσία διακρίνω τους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως αυτοί απορρέουν από τα όσα ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της διοικητικής αλλά και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας:

 

1.    ταυτότητα, στοιχεία προσωπικού προφίλ ,χώρα καταγωγής και τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή·

 

2.    οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκιση επειδή ανέλαβε την ευθύνη, αντί του ξαδέρφου του, της δολοφονίας ενός μέλους μιας οικογένειας  της φυλής Al-Hib κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των δύο φυλών βάσει του εθιμικού δικαίου καθώς και ότι η αποφυλάκιση του Αιτητή δημιούργησε ένταση με τη φυλή Al-Hib·

 

3.    οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι κρατήθηκε από το 2011 μέχρι το 2018 στη φυλακή του Χαλεπίου και βοηθώντας το Συριακό στρατό περισυνέλλεξε τέσσερα (4) πτώματα ανταρτών -μεταξύ των οποίων και ενός τούρκου- κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της φυλακής. Για το συγκεκριμένο λόγο, αποφυλακίστηκε κατόπιν απόδοσης χάριτος από τον Assad το 2018·

 

4.    οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι μετά την αποφυλάκισή του και κατόπιν συνέντευξής του στην κρατική τηλεόραση, τον απείλησαν μέλη της φυλής/οικογένειας al-Hib επειδή δεν εξέτισε την ποινή του, ενώ οι Τούρκοι αντάρτες τοποθέτησαν εκρηκτικούς μηχανισμούς στην οικία του μετά την αποφυλάκισή του·

 

Επί του πρώτου ισχυρισμού

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του καθώς δεν έχουν προκύψει στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ, η χώρα καταγωγής και ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή γίνονται αποδεκτά. Σημειώνεται ότι σε σχέση με την υγεία του Αιτητή, το Δικαστήριο κάνει δεκτούς τους ισχυρισμούς του αναφορικά με το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει στη σπονδυλική στήλη, καθώς άλλωστε προσκόμισε συναφώς πλήθος ιατρικών εγγράφων που υποστηρίζουν τις δηλώσεις του (βλ. ερ. 41-38, 25, 68 – 64, 71, 59  δ.φ.).

 

Επί του δεύτερου ισχυρισμού

 

Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό αρχικά θα εξεταστεί το σκέλος που αφορά την εκ του Αιτητή ανάληψη της ευθύνης για τη δολοφονία ενός μέλους μιας οικογένειας της φυλής Al-Hib, της οποίας ωστόσο πραγματικός θύτης ήταν ο γηραιότερος ξάδερφός του. Το σκέλος αυτό έχει κριθεί ως συνεκτικό και σαφές από τον λειτουργό EASO, ωστόσο το Δικαστήριο διαφοροποιείται από την εν λόγω κρίση για δύο κύριους λόγους:

 

Πρώτον, η κατάληξη του λειτουργού EASO έλαβε χώρα στο πλαίσιο πλημμελούς και/ή ελλιπούς έρευνας από τους Καθ’ ων η αίτηση. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή στις 29.10.2018, ο λειτουργός EASO υπέβαλε αποκλειστικά τέσσερις ερωτήσεις που σχετίζονται με τα υπό εξέταση περιστατικά (βλ. ερ. 49 3Χ, 48 1Χ, 54 1Χ, δ.φ.), χωρίς περαιτέρω διερεύνηση των δηλώσεών του. Η έλλειψη διεξοδικής εξέτασης των κρίσιμων αυτών δηλώσεων ενδέχεται να έχει επηρεάσει τη συνολική αξιολόγηση της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού.

 

Δεύτερον, κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, τέθηκαν νέα στοιχεία, τα οποία δεν αξιολογήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, αλλά κρίνονται καίρια για την πλήρη αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών. Τα νέα αυτά στοιχεία φωτίζουν περαιτέρω πτυχές του συγκεκριμένου ισχυρισμού, αποκαλύπτοντας πιθανές ελλείψεις στην ερμηνεία και αξιολόγηση των δηλώσεων του Αιτητή από τον λειτουργό EASO.

 

Επισημαίνω επί τούτου, ότι η διαφοροποίηση του Δικαστηρίου από την κρίση του λειτουργού EASO δεν προσκρούει στην αρχή της μη χειροτέρευσης του αιτήματος του Αιτητή. Η αρχή αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση ότι οι μεταγενέστερες αποφάσεις ή κρίσεις δεν επιδεινώνουν τη θέση του Αιτητή σε σχέση με την αρχική εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε από τη διοίκηση. Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν μπορεί να λειτουργεί ως περιορισμός στη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διεξάγει πλήρη, ανεξάρτητη και ουσιαστική αξιολόγηση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν ενώπιόν του.

 

Η διαφοροποίηση του Δικαστηρίου από την κρίση του λειτουργού EASO βασίζεται στην ανάγκη αποκατάστασης της πληρότητας της έρευνας και της αξιολόγησης. Η έλλειψη επαρκούς διερεύνησης κατά τη διοικητική διαδικασία, όπως αποδεικνύεται από τον περιορισμένο αριθμό ερωτήσεων και την επιφανειακή ανάλυση των δηλώσεων του Αιτητή, επιβάλλει στο Δικαστήριο την υποχρέωση να προβεί σε ουσιαστικότερο και λεπτομερέστερο έλεγχο, προς διασφάλιση και των διευρυμένων εξουσιών του για πλήρη και επικαιροποιημένο έλεγχο. Το Δικαστήριο δεν περιορίζεται από τα ευρήματα του λειτουργού EASO όταν αυτά είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας ή ατελούς αξιολόγησης, καθώς η διοικητική πλάνη μπορεί να διορθωθεί μόνο μέσω της πλήρους εξέτασης των πραγματικών περιστατικών και των νομικών πτυχών της υπόθεσης.

 

Επιπλέον, η ενσωμάτωση των νέων στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία ενισχύει την ανάγκη για διαφοροποίηση από την κρίση του λειτουργού EASO. Τα νέα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν αξιολογηθεί κατά την αρχική διοικητική διαδικασία, συμβάλλουν καθοριστικά στην πληρέστερη κατανόηση των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης. Η λήψη αυτών υπόψη διασφαλίζει την ουσιαστική εξέταση του αιτήματος του Αιτητή κατά πλήρη εναρμόνιση με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου, που ορίζει ότι η εξέταση της αίτησης πρέπει να είναι εξατομικευμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη (βλ. άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).

 

Τέλος, η διαφοροποίηση του Δικαστηρίου, εφόσον αποσκοπεί στη διασφάλιση μιας ουσιαστικά δίκαιης απόφασης, όχι μόνο δεν παραβιάζει την αρχή της μη χειροτέρευσης, αλλά αντίθετα εδραιώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, καθώς και την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος. Το Δικαστήριο, μέσω της εξέτασης νέων αποδεικτικών στοιχείων και της διενέργειας πλήρους έρευνας, διασφαλίζει ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάζεται επί της ουσίας, ως είναι άλλωστε και η υποχρέωση του παρόντος Δικαστηρίου, με δέουσα προσοχή στις προσωπικές του περιστάσεις και στους ισχυρισμούς που προβάλλει, αποφεύγοντας τον κίνδυνο παράνομης απόρριψης ενός βάσιμου αιτήματος διεθνούς προστασίας.

 

Έχοντας επισημάνει τα ανωτέρω, παρατηρώ σε γενικές γραμμές ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής  παρέθεσε ένα νοηματικά συνεκτικό μεν,  χρονικά ασαφές και επιφανειακό δε, αφήγημα, επικαλούμενος την απουσία του από την Συρία κατά τη φερόμενη δολοφονία του αδερφού του. Σε κάθε περίπτωση,  έχοντας  το Δικαστήριο υποβάλει τον Αιτητή σε πλήθος ανοικτού και κλειστού τύπου ερωτήσεων δίνοντάς του τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις του, παρατηρώ ότι ο ίδιος αρχικά δεν ήταν σε θέση, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, να στοιχειοθετήσει φυλετικό υπόβαθρο στην διαμάχη που φέρεται να ξέσπασε ανάμεσα στις οικογένειες των δύο φυλών. Αν και η αδυναμία του να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις του κατά την προφορική του συνέντευξη συνδέεται και με  τον περιορισμένο αριθμό ερωτήσεων που του τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό, οι απαντήσεις του Αιτητή κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία αξιολογούνται ως αόριστες, νοηματικά μη συνεκτικές, στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας και βιωματικών περιγραφών και συχνά στερούμενες ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία της 4ης Απριλίου του 2024, ο Αιτητής επανέλαβε αόριστα τις δηλώσεις του σχετικά με τις συνθήκες της δολοφονίας του αδερφού του, όταν όμως του ζητήθηκε να εξηγήσει πως το εν λόγω περιστατικό συνδέεται με τη φυλετική του καταγωγή, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς νοηματική και χρονική συνοχή ότι όταν αποφυλακίστηκε τα μέλη της φυλής Al-Hib δυσαρεστήθηκαν διότι δεν εξέτισε το σύνολό της ποινής του, βάσει τις επιτευχθείσας μεταξύ των δύο φυλών συμφωνίας.

 

Κληθείς να περιγράψει ενώπιόν μου τον τρόπο με τον οποίο δολοφονήθηκε ο αδερφός του, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε αυτό ως αποτέλεσμα μίας «διαμάχης για τη γη» χωρίς να παρέχει σαφείς λεπτομέρειες για τη φύση της διαμάχης αυτής και πώς εξελίχθηκε. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι «ένα βράδυ έγινε μια διαμάχη και πέθανε» (ο αδερφός του), απάντηση η οποία κρίνεται ως ασαφής, αόριστη και επιφανειακή καθώς θα αναμενόταν από εκείνον να είναι σε θέση να παραθέσει περαιτέρω στοιχεία και πληροφορίες παρά την απουσία του από τη Συρία, αφού μετά από την ολοκλήρωση της διοικητικής και της ενώπιόν μου διαδικασίας, παραμένει ασαφής ο τρόπος με τον οποίο φέρεται να δολοφονήθηκε ο αδερφός του. Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει αν η διαμάχη ήταν οικογενειακή, ιδιοκτησιακή ή φυλετική, έδωσε αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις, εναλλάσσοντας μεταξύ οικονομικής διαφοράς και ιδιοκτησιακής διαμάχης.

 

Ζητηθείς να προσδιορίσει ποιοι ήταν παρόντες κατά τη δολοφονία του αδερφού του, ο Αιτητής απάντησε ασαφώς ότι βρίσκονταν εκεί δύο πατρικά του ξαδέρφια. Κληθείς να περιγράψει τι συνέβη μετά το περιστατικό της δολοφονίας του αδερφού του, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς συνοχή ότι υπήρχε διαμάχη για το ποιος φύτεψε στη γη. Η εν λόγω απάντηση, εκτός από ασαφής και μη συνεκτική, κρίνεται και ως αντιφατική, αφού στη συνέχεια ο Αιτητής δήλωσε ότι η διαμάχη ανάμεσα στις δύο οικογένειες ξέσπασε επειδή τα ξαδέρφια του είχαν καθυστερήσει την πληρωμή του γεωτεμαχίου το οποίο αγόρασαν από την οικογένεια που ανήκε στην οικογένεια της φυλής Al-Hib, ενισχύοντας περαιτέρω το κλίμα ασάφειας γύρω από τους λόγους που φέρονται να προκάλεσαν τη διαμάχη ανάμεσα στις δύο οικογένειες.

 

Ως προς το φερόμενο δολοφόνο του αδερφού του, ο Αιτητής δεν ήταν και πάλι σε θέση να παράσχει σαφείς πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα και/ή την ιδιότητά του, καθώς δήλωσε αόριστα και χωρίς σαφήνεια ότι ο αδερφός του δολοφονήθηκε από το άτομο με το οποίο είχε τη λεκτική διαμάχη. Αντίφαση εντοπίζεται και στις δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με το που βρίσκεται ο δολοφόνος του αδερφού του σήμερα, αφού αρχικά δήλωσε ότι το εν λόγω πρόσωπο σκοτώθηκε από τον ξάδερφό του (βλ. ερ.54 1Χ δ.φ.), βασικό σκέλος του υπό εξέταση ισχυρισμού, ενώ όταν αργότερα ρωτήθηκε σχετικά με το τι συνέβη στο άτομο που σκότωσε τον αδερφό του και εάν αντιμετώπισε νομικές επιπτώσεις, ο Αιτητής αποκρίθηκε «βεβαίως, είναι ακόμη στη φυλακή.» (βλ. ερ.47 δ.φ.).

 

Όταν ακολούθως ο Αιτητής ρωτήθηκε πότε έλαβε χώρα η συμφωνία μεταξύ των δύο φυλών, κατά τη διάρκεια της οποίας φέρεται να συμφωνήθηκε η ανάληψη της ευθύνης τη δολοφονίας από τον ίδιο, εκείνος απάντησε αόριστα και ασαφώς ότι έλαβε χώρα μετά το θάνατο του αδερφού του, χωρίς να καταβάλει προσπάθεια να καταστεί πιο ακριβής και συγκεκριμένος.

 

Κληθείς να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο συμφωνήθηκε από τις φυλές/οικογένειες να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη της δολοφονίας, ο Αιτητής προέβαλε ότι ήταν το νεότερο μέλος της οικογένειάς του και επικαλέστηκε το εθιμικό δίκαιο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξηγήσει το συγκεκριμένο/η έθιμο και/ή πρακτική.

 

Ως προς τα άτομα που ήταν παρόντα κατά τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι παραβρέθηκαν ο πατέρας του και οι δύο πατρικοί του θείοι, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να κατονομάσει τους εκπροσώπους της αντίπαλης οικογένειας ή να περιγράψει , απαντώντας χωρίς συνοχή ότι «δεν χρειάζεται τίποτα άλλο αν κάποιος πει στην αστυνομία ότι σκότωσε» αφήνοντας αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την τυπική και ουσιαστική της ισχύ.

 

Πρόσθετα, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς συνοχή και σε αντίθεση με τον πυρήνα του αιτήματός του ότι δε το γνωρίζει, καθώς εκείνος επέστρεψε στη Συρία για να θρηνήσει τον αδερφό του.

 

Ακολούθως ο Αιτητής προέβη σε ασαφείς νοηματικά δηλώσεις, καθώς ισχυρίστηκε ότι δεν παρουσιάστηκε στην αστυνομία για να παραδεχτεί ότι σκότωσε καθώς αυτή ήταν η συμφωνία των οικογενειών. Ερωτηθείς εάν πήγε κάποιος άλλος στην αστυνομία να τον καταδώσει ως ένοχο, ο Αιτητής απάντησε και πάλι χωρίς συνοχή ότι οι γονείς του τον πίεσαν να δεχτεί τη συμφωνία καθώς θα καθόταν στη φυλακή μόνο 10 χρόνια και στη συνέχεια πήγε ο ίδιος στο Δικαστήριο. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του ακολούθησαν τρεις (3) δικαστικές διαδικασίες και ο ίδιος προσέφυγε κατά της τελικής απόφασης, δια της οποίας του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 ετών. Η απόφαση του Αιτητή να ασκήσει έφεση κατά της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε, ενώ είχε αποδεχθεί τη συμφωνία μεταξύ των δύο φυλών, εγείρει περαιτέρω ερωτήματα σχετικά με την ευλογοφάνεια των δηλώσεών του. Εάν είχε αποδεχθεί τη συμφωνία και γνώριζε εκ των προτέρων ότι θα φυλακιζόταν για την αποφυγή περαιτέρω συγκρούσεων, η προσφυγή του κατά της απόφασης του Δικαστηρίου φαίνεται να αντιβαίνει στον ισχυρισμό του ότι η ομολογία του ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας.

 

Κληθείς τέλος να παραθέσει μια σαφή απάντηση ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να δέχτηκε, αν και αθώος, το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, ο Αιτητής επικαλέστηκε αόριστα το εθιμικό δίκαιο, βάσει του οποίου σε αντίστοιχες περιπτώσεις  φυλακίζονται τα νεαρά άτομα μιας οικογένειας, χωρίς ωστόσο να εξηγεί γιατί εκείνος δέχτηκε την ανάληψη της ευθύνης μιας πράξης η οποίας γνώριζε ότι θα επιφέρει την πολυετή φυλάκισή του. Επίσης, η δήλωσή του περί του ότι κρυβόταν για έξι (6) μήνες στη Δαμασκό προκειμένου να αποφύγει την αποδοχή της ευθύνης για τη δολοφονία το 2009, έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του περί του ότι καταδικάστηκε και φυλακίστηκε το 2011, καθώς ανάμεσα στις δύο δηλώσεις προκύπτει ένα κενό χρονικό διάστημα διάρκειας 1,5 περίπου έτους. Ο δε ισχυρισμός του περί του ότι οι γονείς του τον προέτρεψαν να αναλάβει την ευθύνη λόγω του ότι θα μείνει στη φυλακή μόνο για 10 χρόνια, αξιολογείται ως στερούμενος ευλογοφάνειας.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, το συγκεκριμένο σκέλος του υπό εξέταση ισχυρισμού δεν φαίνεται να αντικατοπτρίζει βιωματικές εμπειρίες του Αιτητή αφού από το σύνολο της προφορικής του συνέντευξης και των τριών ενώπιόν μου ακροάσεων, παραμένει ασαφές και ανακριβές: πότε έλαβε χώρα η φερόμενη συμφωνία, ποια πρόσωπα ήταν παρόντες κατά τη σύναψή της, ποιο το περιεχόμενό της, και τέλος που, γιατί και πότε ο Αιτητής ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας γνωρίζοντας ότι η ομολογία του θα επιφέρει την πολυετή φυλάκισή του. Πρόσθετα, δεν παρέχεται σαφής εξήγηση για τους λόγους που οδήγησαν τον Αιτητή να ασκήσει έφεση κατά της επιβληθείσας καταδικαστικής απόφασης, ιδίως εφόσον η ομολογία του, ως ισχυρίστηκε, πηγάζει από τη φερόμενη συμφωνία των δύο φυλών και στην πρόθεσή του να αποτρέψει τη φυλάκιση του 70χρονου ξαδέλφου του.

 

Προς επίρρωση άλλωστε της αδυναμίας των δηλώσεων του Αιτητή να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού,  παρατηρώ ότι κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησής του κατά την προφορική του συνέντευξη, οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τα όσα προηγήθηκαν της φυλάκισής του ήταν περιορισμένες και επιφανειακές σε σχέση με το κατά τα λοιπά μακροσκελές αφήγημά του.

 

Ολοκληρώνοντας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται από το Δικαστήριο ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ως φυλή με τον όρο “tribe” στις αραβικές κοινότητες ορίστηκε: «μια μορφή κοινωνίας, που αποτελείται από ένα σώμα ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους με συγγένεια, είτε είναι αρσενικού είτε θηλυκού γένους, που μπορεί να είναι αληθινή ή φανταστική, μέσω γέννησης ή γάμου, με στόχο τον έλεγχο μιας επικράτειας και οικειοποιώντας τους πόρους της, τους οποίους επενδύουν συλλογικά ή μεμονωμένα, και είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν με όπλα. Αυτή η φυλή (tribe) έχει πάντα ένα δικό της όνομα».[7] Επίσης, σημειώνεται ότι ο όρος “tribe” κάποιες φορές και ανάλογα με την περιοχή διαφοροποιείται από τον όρο “clan”, αλλά στο συριακό πλαίσιο οι δύο όροι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά.[8]

 

Σε σχέση με τα τεκμήρια 2 και 3, τα οποία συνιστούν εξωτερικές πηγές πληροφόρησης τις οποίες προσκόμισε ο ίδιος ο Αιτητής, κατά την ακροαματική διαδικασία, προς ενίσχυση των ισχυρισμών του, παρατηρώ ότι το Τεκμήριο 3 το οποίο συνιστά άρθρο που αναρτήθηκε στη σελίδα της ΜΚΟ Syria Direct σχετικά με τις συγκρούσεις των φυλών στην Συρία, αναφέρει ότι από τις αρχές του 2022 έως τα τέλη Οκτωβρίου του 2022 σημειώθηκαν σαράντα έξι περιστατικά διαφωνιών και συμφιλιώσεων των φυλών.[9] Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι διαμάχες των φυλών επιλύονται μέσω σεΐχηδων, παραδοσιακών πρεσβυτέρων και κληρικών, σύμφωνα με τους θρησκευτικούς κανόνες και τα κυρίαρχα φυλετικά έθιμα και παραδόσεις. Δίδεται ως παράδειγμα περιστατικό βεντέτας σε ανατολική πόλη της χώρας που ελέγχεται από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (Syrian Democratic Forces / SDF), η οποία ολοκληρώθηκε μετά από εικοσιπέντε έτη με τη σύναψη συμφωνίας συμφιλίωσης, με τη βοήθεια ορισμένων σεΐχηδων της φυλής και άλλων επιφανών ατόμων της περιοχής. Η ίδια πηγή κάνει λόγο και για μια άλλη σύγκρουση σε πόλη της βόρειας επαρχίας Daraa που ελέγχεται από το καθεστώς. Σε εκείνη την περίπτωση ένας νεαρός άνδρας σκοτώθηκε με αποτέλεσμα η οικογένεια του θύματος να προβεί σε δήλωση σύμφωνα με την οποία όλοι όσοι συμμετείχαν στην προδοσία καθίστανται νόμιμοι στόχοι και όλοι όσοι φιλοξενούν έναν από τους εγκληματίες είναι συνεργοί. Από τις πληροφορίες του Syria Direct, οι διαφορές μεταξύ των φυλών μπορεί να προκύψουν από διάφορες αιτίες, όπως είναι οι διαφωνίες για τη γη και την περιουσία ή οι αντιλήψεις μιας φατρίας περί απιστίας και αποστασίας στα πλαίσια του πολέμου. Οι ανωτέρω πληροφορίες, των οποίων την ενισχυτική αξία υπεραμύνεται η συνήγορος του Αιτητή, ναι μεν αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες που επικρατούν στη Συρία γύρω από τις διφωνίες που προκύπτουν μεταξύ φυλών και τις συμφιλιώσεις που δύνανται να επέλθουν μέσω του εθιμικού δικαίου προς αποφυγή βεντέτας, ωστόσο δεν κρίνεται ότι οι συγκεκριμένες πηγές ενδυναμώνουν την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή αφού εκείνος δεν προέβη σε καμία αναφορά και/ή σχετική περιγραφή παρουσίας σεΐχηδων, παραδοσιακών πρεσβυτέρων και κληρικών των δύο φυλών κατά τη σύναψη της επιτευχθείσας συμφωνίας, τους οποίους οι προσκομισθείσες πηγές αναφέρουν ως μεσολαβητές, διαπραγματευτές και επιλυτές, εν τέλει, των φυλετικών διαφορών που προκύπτουν και επιλύονται βάσει του επικρατούντος στη Συρία εθιμικού δικαίου. Τουναντίον από τις δηλώσεις του Αιτητή παραμένει ασαφής η διαδικασία επίτευξης της φερόμενης συμφωνίας μεταξύ των δύο φυλών και τα πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν σε αυτήν, στοιχεία το οποίο θα αναμενόταν ευλόγως από τον Αιτητή να γνωρίζει.

 

Το δε προσκομισθέν ως Τεκμήριο 2, άρθρο της μορφωτικής πηγής «Cultural Atlas»,  αναφέρεται μεν στη δομή της οικογένειας στη Συρία επιβεβαιώνοντας την πατριαρχική της μορφή και το ότι η τιμή της οικογένειας αποτελεί ζήτημα υψίστης σημασίας, πλην όμως δεν φέρει καμία ενισχυτική, συγκεκριμένα των δηλώσεων του Αιτητή, αξία.

 

Σε κανένα άλλωστε από τα ανωτέρω έγγραφα, δεν επιβεβαιώνεται ότι τα νεότερα μέλη μιας οικογένειας είθισται να αναλαμβάνουν την ευθύνη για δολοφονίες που διέπραξαν τα γηραιότερα μέλη της οικογένειας/φυλής και να τιμωρούνται αντ’ αυτών. 

 

Προχωρώντας σε περαιτέρω έρευνα, το Δικαστήριο εντόπισε πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν ότι, ο φυλετικός νόμος (tribal law) είναι πολύ σημαντικός σε χώρες όπως η Συρία και επιβάλλει τη διαπραγμάτευση και τη διαμεσολάβηση αλλά και την τιμωρία και την εκδίκηση στα μέλη οικογενειών όταν πρόκειται για καταστάσεις αιματηρής βεντέτας.[10] Σύμφωνα με το Σύρο δημοσιογράφο Sultan al-Kanj, ο οποίος επικεντρώνεται στις υποθέσεις των συριακών φυλών, η δομή της φυλής σχετίζεται με δολοφονίες εκδίκησης ή φυλετισμό έτσι ώστε « όταν ένα άτομο εκδικείται, εκτιμάται σαν χαρακτηριστική πράξη γενναιότητας στις κοινωνίες των φυλών».[11] Συμπληρώνει πως το να ενεργήσει διαφορετικά θα μπορούσε «να θεωρηθεί δειλία, επομένως πρέπει να υιοθετήσει το όραμα και τις συμπεριφορές της φυλής, χωρίς τις οποίες θα μπορούσε να υποπέσει σε κοινωνικά προβλήματα, όπως η άρνηση να τον παντρευτούν». Περαιτέρω, σύμφωνα με πληροφορίες, το συριακό καθεστώς ιστορικά αναγνώρισε και επικαλέστηκε το νόμο των φυλών σχηματίζοντας επιτροπές φυλών για να αποφασίσουν για ορισμένα ζητήματα.[12]

 

Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες που απορρέουν από τις εξωτερικές πηγές δεν επιβεβαιώθηκαν από τον Αιτητή, οδηγώντας το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις του πηγάζουν από ευρέως γνωστές πληροφορίες στη χώρα καταγωγή του και όχι από βιωματικά περιστατικά, κρίνοντας, συν τοις άλλοις, ότι σε μια κατάσταση που διέπεται έντονα από τους νόμους του εθίμου και της εκδίκησης, δεν θα ήταν ευλόγως αναμενόμενη η επιλογή της συμβιβαστικής λύσης της φυλάκισης, αφού η τιμή της οικογένειας αποτελεί υψίστης σημασίας ζήτημα στη Συρία. Ο δε ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι είθισται να φυλακίζεται το νεότερο μέλος της οικογένειας, δεν κατέστη δυνατό να διασταυρωθεί από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αξιολογώντας στη συνέχεια την αξιοπιστία των δικαστικών εγγράφων που ο Αιτητής έχει προσκομίσει στο σύνολο της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, παραπέμπω αρχικά στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.106-108, στο οποίο αναφέρονται τα εξής σε σχέση με τη γνησιότητα και την αξιολόγηση της ενισχυτικής τους αξίας:

 

«[Το] ιρλανδικό Court of Appeal έχει αποφανθεί ότι οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων δεν υπέχουν γενική υποχρέωση διερεύνησης της γνησιότητας των εγγράφων. Αναφέρει τα εξής:

 

"[.] ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων δεν υποχρεούται κατά γενικό κανόνα να διενεργήσει ο ίδιος έρευνες για να πιστοποιήσει τη γνησιότητα ενός εγγράφου το οποίο επικαλείται αιτών διεθνή προστασία, παρότι ενδέχεται να συντρέχουν ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό να είναι όντως αναγκαίο. Παρότι προκύπτει σαφώς από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Singh κατά Βελγίου [ΕΔΔΑ, ημ.02/10/12, προσφυγή αρ.33210/11] ότι τα συμβαλλόμενα κράτη ενδέχεται να υπέχουν τέτοιου είδους υποχρέωση σε συγκεκριμένες υποθέσεις στις οποίες η γνησιότητα των εγγράφων είναι κρίσιμης σημασίας και οι συνέπειες για τους προσφεύγοντες είναι δυνητικά σοβαρές, δεν υφίσταται, ωστόσο, σχετικός γενικός κανόνας (319)".

 

[…]

 

Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι' αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.

 

Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.

 

[.]

 

Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»

 

Στη βάση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την αξιολόγηση των ενώπιόν μου δικαστικών εγγράφων τα οποία προσκόμισε ο Αιτητής, διαπιστώνω ότι κανένα εξ αυτών δεν επιβεβαιώνει το αδίκημα για το οποίο ο Αιτητής φέρεται να καταδικάστηκε και/ή φυλακίστηκε. Τα δε ερυθρά 86-87 του διοικητικού φακέλου, των οποίων το περιεχόμενο ο Αιτητής και η συνήγορός του επικαλούνται, αποτελούν αντίγραφο σημειώματος το οποίο φέρεται να διατάσσει το προσωπικό κεντρικής φυλακής της πόλης Aleppo, όπως αφεθεί ελεύθερος ο Αιτητής λόγω της χάρης που του αποδόθηκε από τον πρόεδρο της Συρίας, Bashar Al Assaf στις 25.02.2018. Ωστόσο, σύμφωνα με τη μετάφραση του διερμηνέα ως αυτή έλαβε χώρα ενώπιον μου (βλ.σελ. 15 πρακτικού ημερ. 04.04.2024), τα εν λόγω έγγραφα δεν φέρουν οιαδήποτε αναφορά στο αδίκημα και το λόγο για τον οποίο ο Αιτητής φέρεται να καταδικάστηκε. Επίσης, το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου αποδυναμώνει περαιτέρω τις δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή, καθώς ο Αιτητής δήλωσε ότι καταδικάστηκε σε δεκαπέντε (15) χρόνια φυλάκισης, πλην όμως το εν λόγω έγγραφο αναφέρει ότι ο Αιτητής καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα για οκτώ (8) χρόνια. Για τους ανωτέρω λόγους η ενισχυτική, του υπό εξέταση ισχυρισμού, αξία των προσκομισθέντων εγγράφων κρίνεται ως περιορισμένη.

 

Το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής παρουσίασε ένα αφήγημα βασιζόμενο σε ευρέως γνωστές στη χώρα καταγωγής του πληροφορίες γύρω από τις φυλετικές διαφορές και τον τρόπο που αυτές επιλύονται βάσει εθιμικού δικαίου προς αποφυγή βεντέτας, γι’ αυτό και συνεκτικό,  ωστόσο δεν  ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικά περιστατικά, αφού τα όσα ισχυρίστηκε στερούνται χρονικής συνέπειας, σαφήνειας και  περιγραφικής λεπτομέρειας. Καταληκτικά, ο υπό εξέταση  ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

 

 

Επί του τρίτου ισχυρισμού

 

Αξιολογώντας τον τρίτο ισχυρισμό του Αιτητή, ως αυτός απομονώθηκε από το Δικαστήριο, δηλαδή της δηλώσεως του ότι κρατήθηκε από το 2011 μέχρι το 2018 στη φυλακή του Χαλεπίου, ότι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της φυλακής βοήθησε το Συριακό στρατό περισυλλέγοντας τέσσερα (4) πτώματα ανταρτών και ότι αποφυλακίστηκε το 2018 κατόπιν απονομής χάριτος από τον πρόεδρο Assad το 2018, επισημαίνω τα ακόλουθα:

 

Σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, παρατηρώ εξαρχής ότι υπάρχουν σημαντικές ασυνέπειες στις δηλώσεις του σχετικά με το χρόνο της φυλάκισής του, αφού ακόμα και μετά τις ενώπιόν μου ακροάσεις, εξακολουθεί να παραμένει ασαφές το πότε ο Αιτητής φυλακίστηκε. Ειδικότερα, ενώ κατά την υποβολή του αιτήματός του, ο Αιτητής δήλωσε ότι φυλακίστηκε από το 2011 μέχρι το 2018, κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης δήλωσε ότι φυλακίστηκε από το 2009 μέχρι το 2018. Κληθείς να αποσαφηνίσει την εν λόγω αντίφαση ενώπιόν μου, ο Αιτητής απάντησε αόριστα ότι το έγκλημα διαπράχθηκε το 2009 και στη συνέχεια ο ίδιος διέφυγε για έξι (6) μήνες στη Δαμασκό, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει το λόγο της αντίφασης ούτε να παρέχει σαφή χρονολογική αφήγηση καθιστώντας σαφές το πότε εν τέλει φυλακίστηκε, αν και ενέμεινε αόριστα στο ότι φυλακίστηκε το 2011. Αντιστοίχως, οι δηλώσεις του κρίνονται και ως χρονικά ασυνεπείς, δεδομένου ότι κατά τη διάρκειά της προφορικής του συνέντευξης δήλωσε ότι μετά τη δολοφονία του αδερφού του, το Φεβρουάριο του 2009, διέφυγε για έξι (6) μήνες στη Δαμασκό πριν παραδοθεί στις αρχές ομολογώντας το έγκλημα που διέπραξε ο ξάδερφός του, ωστόσο εμμένει στο ότι φυλακίστηκε το 2011, γεγονός που επιτείνει την έλλειψη χρονικής συνοχής των δηλώσεών του. Ως εκ τούτου, το σκέλος που αφορά τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι φυλακίστηκε το 2011 κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Σε σχέση τώρα με τις συνθήκες διαβίωσής του στην φυλακή του Χαλεπίου, παρατηρώ ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητή υπήρξε πράγματι λεπτομερής ως προς την περιγραφή των συνθηκών διαβίωσης κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, αναφέροντας ότι πριν την πολιορκία της φυλακής, οι τρόφιμοι της είχαν πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, υψηλής ποιότητας φαγητό, τηλεόραση και αθλητικές δραστηριότητες. Αποσαφήνισε επίσης ότι αν και τα περισσότερα κελιά φιλοξενούσαν μέχρι και εικοσιπέντε (25) τρόφιμους, στο δικό του διέμεναν μόνο επτά (7),  καθώς με τους συγκρατούμενούς του εκτελούσαν χρέη διανομής του νερού και φαγητού μέχρι τις 2 το μεσημέρι. Προσέθεσε επίσης σε μια ενδεικτική περιγραφή ότι στα κελιά επικρατούσε ησυχία σε τέτοιο βαθμό, που αν έριχνε κάποιος στο έδαφος μια βελόνα, ο ήχος θα ακουγόταν. Με βάσει όλα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο αξιολογεί τις περιγραφές του Αιτητή ως προς τις συνθήκες του εγκλεισμού του ως εσωτερικά αξιόπιστες.

 

Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την πολιορκία της φυλακής του Χαλεπίου από τις δυνάμεις της Al- Nusra, κατά την ελεύθερη αφήγησή του ο Αιτητής δήλωσε ότι η πολιορκία ξεκίνησε στις 15 Μαρτίου 2011, καθώς οι δυνάμεις της Al- Nusra περικύκλωσαν τη φυλακή του Χαλεπίου και πολιόρκησαν τη φυλακή για δύο χρόνια (βλ. ερυθρό 52 3Χ, δ.φ.) με αποτέλεσμα να αποβιώσουν 974 άνθρωποι (κρατούμενοι, σωφρονιστικό προσωπικό και μέλη του Συριακού στρατού), οι μισοί λόγω των συνθηκών που επικράτησαν. Οι δε κρατούμενοι, όπως εξήγησε, αναγκάζονταν να θάβουν τους συγκρατούμενούς τους, αφού η υγειονομική και υποσιτιστική κρίση εντός της φυλακής είχε επιφέρει την εξαθλίωση όλων όσων βρισκόταν εντός της φυλακής. Υπέβαλε μάλιστα ότι έτυχε να σκοτωθούν ακόμα και 250 άτομα σε μία ημέρα. Εν τέλει, ο Αιτητής δήλωσε ότι η πολιορκία της φυλακής τελείωσε περί το 2014-2015 και οι τρόφιμοι μεταφέρθηκαν σε μια άλλη φυλακή του Χαλεπίου. Παρατηρώντας ότι ενώπιόν μου ο Αιτητής δήλωσε ότι η πολιορκία της φυλακής ξεκίνησε το Μάρτιο του 2012 και τελείωσε το 2014 αν και οι τρόφιμοι είχαν μεταφερθεί σε άλλη φυλακή από το 2013, διαπιστώνω μεν ότι οι δηλώσεις του Αιτητή είναι στο σύνολό τους περιεκτικές και λεπτομερείς ως προς τις συνθήκες που επικράτησαν εντός της φυλακής κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, παρατηρώ όμως ότι οι δηλώσεις του περιέχουν σημαντικές ασάφειες σχετικά με το χρονικό πλαίσιο των γεγονότων. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν ακριβής και συνεπής ως προς το χρόνο τέλεσής των υπό εξέταση περιστατικών καθώς επικαλέστηκε πλήθος χρονολογιών σχετικά με την έναρξη και λήξη της πολιορκίας της φυλακής, αναιρώντας νοηματικά τις δηλώσεις του περί του ότι η πολιορκία διήρκησε για δύο χρόνια και αδυνατώντας να παραθέσει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα εξέλιξης των γεγονότων της πολιορκίας. Θα αναμενόταν όμως από τον Αιτητή να είναι σε θέση να το πράξει, δεδομένου ότι, όπως κατά την έναρξη της ελεύθερης αφήγησής του δήλωσε, η πολιορκία της φυλακής ξεκίνησε σε συγκεκριμένη ημερομηνία, ήτοι την  15η Μαρτίου 2011.   

 

Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή γύρω από την προσωπική του συμμετοχή κατά διάρκεια της πολιορκίας της φυλακής του Χαλεπίου από τις δυνάμεις της Al Nusra, κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ο Αιτητής δήλωσε ότι το Φεβρουάριο του 2014, κατά τη διάρκεια μιας μάχης σκοτώθηκαν τέσσερις (4) μαχητές της Al Nusra και ο ίδιος και άλλοι είκοσι (20) κρατούμενοι προσφέρθηκαν να βοηθήσουν το Συριακό στρατό. O ίδιος ανέλαβε να περισυλλέξει τα πτώματά από μια ουδέτερη ζώνη η οποία βρισκόταν ανάμεσα στη φυλακή και τις δυνάμεις της Al Nusra, κατόπιν μίας προσωρινής κατάπαυσης του πυρός. Περιέγραψε ακολούθως τον τρόπο με τον οποίο περισυνέλλεξε τα τέσσερα (4) πτώματα αφού του υποσχέθηκαν ότι αν το πράξει, μετά τη λήξη της πολιορκίας  θα τον άφηναν ελεύθερο με διάταγμα χάριτος του προέδρου της Συρίας. Προσέθεσε μάλιστα ότι όπως διαπίστωσε μετά τη συλλογή των πτωμάτων, τρία εξ αυτών ανήκαν σε Τσετσένους αντάρτες και ένα εξ αυτών σε ένα Τούρκο. Στη συνέχεια δήλωσε ότι περί το 2014-2015 τερματίστηκε η πολιορκία και μεταφέρθηκε σε μια άλλη φυλακή της πόλης του Χαλεπίου. Κατά τη διάρκεια των ενώπιόν μου ακροάσεων, ο Αιτητής δήλωσε ότι το 2013 έλαβε χώρα μια σύγκρουση όπου σκοτώθηκαν 4 μαχητές της Al Nusra, τους οποίους ο ίδιος περισυνέλλεξε. Ερωτηθείς πως γνωρίζει ότι τα πτώματα που περισυνέλλεξε ανήκαν σε 3 Τσετσένους και ένα Τούρκο αντάρτη, ο Αιτητής επικαλέστηκε τα έγγραφα που βρέθηκαν επάνω τους, τα οποία δήλωσε ότι ήταν ο μόνος κρατούμενος που είδε. Ερωτηθείς πως κατάφερε να περισυλλέξει και να σύρει τα τέσσερα (4) αυτά πτώματα δεδομένου του προβλήματος που αντιμετωπίζει στη σπονδυλική στήλη, το οποίο, όπως ο ίδιος δήλωσε, δεν του επιτρέπει να σηκώσει το παραμικρό βάρος, ο Αιτητής δήλωσε ότι έτρωγε καλά, ισχυρισμός ωστόσο που κρίνεται ως  στερούμενος ευλογοφάνειας, τόσο λόγω της κατάστασης της υγείας του, όσο και τις επισιτιστικής κρίσης που επικαλέστηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Ζητηθείς να προσδιορίσει που βρισκόταν η περιοχή από την οποία φέρεται να  περισυνέλλεξε τα πτώματα, ο Αιτητής απάντησε χωρίς συνοχή ότι ο αρχηγός του στρατού του ζήτησε να τα μεταφέρει. Κληθείς να  προσδιορίσει ποιος μάζεψε τα έγγραφα που έφεραν επάνω τους τα πτώματα, ο Αιτητής δήλωσε και πάλι γενικόλογα και χωρίς συνοχή ότι τα είδαν όλοι όσοι βρισκόταν εκεί, και κατά την προφορική του συνέντευξη δήλωσε ότι συνέλλεξε ο ίδιος τα έγγραφα που έφεραν επάνω τους τα πτώματα των 4 ανταρτών. Σε έτερο ωστόσο  στάδιο των ενώπιόν μου ακροάσεων, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε μέρος στη μάχη που έλαβε χώρα το 2013 κατά της Al Nusra, καθώς ο στρατός αναγκάστηκε να βάλει τους κρατούμενους να πολεμήσουν. Την ίδια δήλωση επανέλαβε και σε άλλο στάδιο των ενώπιόν μου ακροάσεων καθώς επανέλαβε ότι πολέμησε για δύο (2) χρόνια μαζί με το στρατό, αν και δεν είναι στρατιώτης, επειδή υπήρχε έλλειψη μαχητών λόγω του ότι σκοτώθηκαν 120 στρατιώτες.

 

Στη βάση λοιπών όλων των ανωτέρω, διαπιστώνω και πάλι ότι οι δηλώσεις του Αιτητή είναι μεν περιγραφικές, πλην όμως ο Αιτητής ήταν και πάλι χρονικά ασυνεπής ως προς την ημερομηνία που φέρεται να έλαβε χώρα η περισυλλογή των 4 πτωμάτων, περιστατικό το οποίο αποτελεί βασικό πυρήνα του αιτήματός του, αφού κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης δήλωσε ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα το 2014, ενώπιον μου ωστόσο δήλωσε ότι έλαβε χώρα το 2013. Παράλληλα, ο Αιτητής δεν κατάφερε να εξηγήσει με ευλογοφάνεια πως κατάφερε να περισυλλέξει τα 4 πτώματα των μαχητών της Al Nusra δεδομένου του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει στη σπονδυλική στήλη το οποίο δεν του επιτρέπει να σηκώσει βάρος και γενικά δεν μπόρεσε να παραθέσει  μια σαφή και  οριοθετημένη περιγραφή των καθηκόντων του και της συμμετοχής του στην πολιορκία της φυλακής του Χαλεπίου, αφού παραμένει αδιευκρίνιστο ποιας μορφής βοήθεια φέρεται να παρείχε στο Συριακό στρατό την υπό εξέταση περίοδο. Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι συνέλλεξε τα 4 πτώματα των μαχητών της Al Nusra ως εσωτερικά μη αξιόπιστες για τους ανωτέρω λόγους.

 

Αξιολογώντας τέλος τις δηλώσεις του Αιτητή σε σχέση με το τι ακολούθησε του τερματισμού της πολιορκίας και τις συνθήκες αποφυλάκισής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά τη λήξη της πολιορκίας περί το 2014-2015 οι τρόφιμοι της φυλακής μεταφέρθηκαν σε έτερη φυλακή του Χαλεπίου και ο ίδιος αφέθηκε ελεύθερος το 2018 μετά από διάταγμα χάριτος του προέδρου της Συρίας Bashar Al Assad λόγω της βοήθειας που παρείχε στο Συριακό στρατό κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της φυλακής του Χαλεπίου. Προσέθεσε μάλιστα ότι μόλις αφέθηκε ελεύθερος, ο στρατός τον μετέφερε σε μια αίθουσα ασφαλείας και του ζήτησε να δώσει συνέντευξη στην τηλεόραση σχετικά με τα όσα βίωσε εντός της φυλακής του Χαλεπίου, με αποτέλεσμα να καταστεί γνωστό ότι βοήθησε το Συριακό στρατό κατά την πολιορκία της φυλακής από τις δυνάμεις της Al Nusra. Κληθείς ενώπιόν μου να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα η συγκεκριμένη συνέντευξη, ο Αιτητής αποκρίθηκε χωρίς συνοχή ότι ήταν όταν τον πήραν οι αξιωματικοί στη Δαμασκό διότι ήρθε έγγραφο από τον πρόεδρο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η εν λόγω συνέντευξη έλαβε χώρα το 2018. Προσέθεσε μάλιστα ότι ο στρατός της Συρίας του ζήτησε να περιγράψει τι συνέβη στη φυλακή. Δήλωσε ότι δημιουργήθηκε πρόβλημα γιατί μίλησε για τα 4 πτώματα που περισυνέλλεξε, τα οποία ανήκαν στους 4 Τζιχαντιστές και στη συνέχεια επέστρεψε στην περιοχή του την ίδια ημέρα. Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τις συνθήκες αποφυλάκισής του γενικόλογες και βασιζόμενες κυρίως στα προσκομισθέντα έγγραφα.

 

Συνοψίζοντας την αξιολόγηση του συνόλου των άρρηκτα συνδεδεμένων ζητημάτων τα οποία απαρτίζουν τον υπό εξέταση ισχυρισμό, αρχικά οι δηλώσεις του Αιτητή ως προς το ότι φυλακίστηκε το 2011 κρίνονται ως εσωτερικά μη αξιόπιστες. Οι δηλώσεις του ωστόσο ως προς τις συνθήκες εγκλεισμού του ήταν περιεκτικές και περιγραφικές. Σε σχέση με την εξέλιξη της πολιορκίας στην κεντρική φυλακή του Χαλεπίου, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το χρονικό πλαίσιο της εν λόγω πολιορκίας κατά τρόπο που να παραπέμπει σε άτομο που τη βίωσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αιτητής ξεκινάει την ελεύθερη αφήγησή του δηλώνοντας συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης της πολιορκίας το 2011, ωστόσο κατά την εξέταση του συνόλου του αιτήματός του, οι περιγραφές του αναφέρονται ασαφώς σε μια περίοδο μεταξύ 2011 και 2015 αναιρώντας τις δηλώσεις του περί διετούς διάρκειας της πολιορκίας. Σε σχέση τώρα με τη δράση του και τη βοήθεια που παρείχε κατά την περίοδο της πολιορκίας στο Συριακό στρατό, οι δηλώσεις του Αιτητή περί συλλογής 4 πτωμάτων από περιοχή που του υποδείχθηκε κρίνονται ως στερούμενες ευλογοφάνειας δεδομένου του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει στη σπονδυλική στήλη αλλά και λόγω του ότι ο Αιτητής δεν ήταν σαφής ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο φέρεται προέβη στη συγκεκριμένη ενέργεια. Ο Αιτητής ωστόσο περιέγραψε με επάρκεια τις συνθήκες που επικράτησαν εντός της φυλακής του Χαλεπίου κατά την πολιορκία της από τις δυνάμεις της Al Nusra. Σε σχέση τέλος με τις συνθήκες αποφυλάκισής του, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται γενικόλογες, ασαφείς και βασιζόμενες κυρίως στα έγγραφα που προσκόμισε προς επίρρωση του ισχυρισμού του, προκύπτουν ωστόσο ερωτηματικά ως προς το λόγο για τον οποίο εκείνος παρέλειψε να προβεί σε οιαδήποτε αναφορά στα 3,5 περίπου χρόνια που κρατήθηκε από το 2014-2015 μέχρι το 2018, σε έτερο σωφρονιστικό κατάστημα της πόλης του Χαλεπίου.

 

Αντισταθμίζοντας τις ανωτέρω καταλήξεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αντικατοπτρίζουν μεν γνώσεις γύρω από τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την πολιορκία της φυλακής του Χαλεπίου αλλά και περιγραφές ενός προσώπου που έχει τελέσει τρόφιμος σε σωφρονιστικό κατάστημα. Παρ’όλα αυτά οι λοιποί δείκτες αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού δεν παραπέμπουν σε βιωματική εμπειρία αφού οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν χρονικά ασυνεπείς, με τον ίδιο να μην μπορεί να  προσδιορίσει με σαφήνεια πότε έλαβε χώρα η πολιορκία, ούτε το  χρόνο που περισυνέλλεξε τα 4 πτώματα τζιχαντιστών αλλά ούτε και να εξηγήσει ευλογοφανώς πως κατάφερε ο ίδιος να περισυλλέξει 4 πτώματα δεδομένου του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει. Επίσης, οι δηλώσεις του ως προς τα καθήκοντά του και την προσφορά του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ήταν συγκεχυμένες, όπως επιφανειακές, ασαφείς και βασιζόμενες στα προσκομισθέντα έγγραφα ήταν και οι δηλώσεις του περί απονομής χάριτος από τον πρόεδρο της Συρίας, 3,5 χρόνια μετά τη λήξη πολιορκίας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποδέχεται μεν ότι ο Αιτητής υπήρξε κρατούμενος, χωρίς ωστόσο να δύναται να προσδιορίσει τον λόγο της φυλάκισής του ή να επαληθεύσει την ακριβή φύση και έκταση της συμμετοχής του στα γεγονότα της πολιορκίας, ελλείψει αξιόπιστων και συνεκτικών δηλώσεων. Επί τούτου διευκρινίζω ότι η αποστολή του Δικαστηρίου δε συνίσταται στην ανάληψη ανακριτικού ρόλου ή στη συλλογή αποδείξεων για λογαριασμό του Αιτητή, ο οποίος άλλωστε εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Προχωρώντας σε έρευνα προς αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, το Δικαστήριο εντόπισε πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν ότι οι μαχητές της al-Nusra άρχισαν για πρώτη φορά να πολιορκούν τη φυλακή του Χαλεπίου τον Απρίλιο του 2013.[13] Το καθεστώς, όμως, εκμεταλλευόμενο την αναταραχή των ανταρτών ξεκίνησε μια νέα χερσαία επίθεση στο Χαλέπι, με πρόθεση το σπάσιμο του αποκλεισμού των ανταρτών στην Κεντρική Φυλακή του Χαλεπίου και την ενίσχυση των πολιορκημένων στρατευμάτων στην περιοχή προκειμένου να περικυκλώσουν το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής και βόρειας πόλης του Χαλεπίου.[14] Εις απάντηση οι αντάρτες οργάνωσαν τρεις συντονισμένες προσπάθειες-επιχειρήσεις στην πόλη περί το Φεβρουάριο του 2014, με δεύτερη και πιθανώς μεγαλύτερη να είναι αυτή που επικεντρώθηκε στην Κεντρική Φυλακή του Χαλεπίου.[15] Η επιχείρηση αυτή ήταν μια επιδρομή που έφερε το όνομα «Απελευθέρωση του πάσχοντος» (“Liberation of the Sufferer”) και ξεκίνησε όταν ένας Βρετανός υπήκοος που πολεμούσε για την Jabhat al-Nusra πυροδότησε ένα μεγάλο εκρηκτικό μηχανισμό που μεταφέρθηκε με φορτηγό στην κεντρική πύλη της φυλακής.[16] Της ομάδας επιδρομής φέρεται να ηγήθηκαν μια ομάδα ξένων Τσετσένων μαχητών που συμμάχησε με την Jabhat al-Nusra, και μια ομάδα ξένων Τσετσένων μαχητών με έδρα τη Latakia.[17] Μετά από αυτή την επιδρομή, υπήρξαν πολυάριθμες επακόλουθες επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας στις 20.02.2014 που αφορούσε την έκρηξη δύο γιλέκων αυτοκτονίας μέσα στο χώρο της φυλακής, η οποία ωστόσο απέτυχε.[18] Το Μάιο του 2014 και μετά από ένα χρόνο θανατηφόρων συγκρούσεων στο Χαλέπι, τα συριακά στρατεύματα έσπασαν την πολιορκία μιας φυλακής και η πόλη εκκενώθηκε από τους αντάρτες μετά από σφοδρές αεροπορικές επιδρομές.[19]

 

Από έτερη πηγή διασταυρώνεται ότι το Μάιο του 2014, ο στρατός της Συρίας έσπασε την πολιορκία της φυλακής του Χαλεπίου, αποκόπτοντας μια σημαντική οδό ανεφοδιασμού των ανταρτών, καθώς οι σύμμαχοι της Δαμασκού, Κίνα και Ρωσία, άσκησαν βέτο σε μια προσπάθεια να παραπεμφθεί η Συρία στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα κύλησαν στο χώρο της φυλακής στην κύρια βόρεια πόλη του Χαλεπίου, το οποίο βρισκόταν για περισσότερο από ένα χρόνο υπό την πολιορκία των ανταρτών. Είχε προηγηθεί από αεροπορική επίθεση της προέλασης στην περιοχή γύρω από τη φυλακή. Αντάρτες μαχητές είχαν επανειλημμένα επιτεθεί στη φυλακή από τον Απρίλιο του 2013, ελπίζοντας να απελευθερώσουν περίπου 3.500 κρατούμενους, οι οποίοι σύμφωνα με πληροφορίες κρατούνται σε άθλιες συνθήκες. Οι στρατιώτες μέσα στη φυλακή έχουν πολεμήσει για να την υπερασπιστούν. Η φυλακή είχε σχεδόν 4.000 κρατούμενους πριν από την πολιορκία, συμπεριλαμβανομένων ισλαμιστών. Οι κακές ανθρωπιστικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης τροφίμων και φαρμάκων, και οι βομβαρδισμοί είχε προκαλέσει το θάνατο περίπου 600 κρατουμένων[20].

 

Το Μάιο του 2014, έτερη πηγή επιβεβαίωσε ότι  η πολιορκία της κεντρικής φυλακής έληξε με επιτυχία από τα κυβερνητικά στρατεύματα την δίνοντας τέλος σε μια σύγκρουση που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2013. Η φυλακή, η οποία φιλοξενούσε περίπου 3.000 κρατούμενους, ήταν προπύργιο για τις κυβερνητικές δυνάμεις που ήταν περικυκλωμένες και απομονωμένες από αντάρτες[21]

 

Σε σχέση με τις συνθήκες που επικράτησαν στις φυλακές, πηγές επιβεβαιώνουν το συνωστισμό ατόμων, όπου κάθε κελί φιλοξενούσε περί τους 25 φυλακισμένους.[22] Επιβεβαιώνεται ακόμη, ότι μετά την πολιορκία της φυλακής παρουσιάστηκε επισιτιστικό πρόβλημα με τους φυλακισμένους να έχουν στη διάθεσή τους ελάχιστο αλεύρι, ενώ μεταξύ Απριλίου 2012 και Οκτωβρίου 2013 πάνω από 400 άτομα έχασαν τη ζωή τους, από ασθένειες, βασανιστήρια ή εκτελέσθηκαν από το στρατό.[23] Κατά την εν λόγω περίοδο, αυτόπτης μάρτυρας έκανε λόγο για ταφές 300 ατόμων στην αυλή της φυλακής, ενώ σύμφωνα με μια άλλη μαρτυρία που δόθηκε ανώνυμα την 14.02.2014 ο αριθμός των θανάτων ανήλθε στους 639, εξαιρουμένων των απωλειών του καθεστώτος.[24]

 

Ως προς τη φερόμενη αποφυλάκιση του Αιτητή του το 2018 λόγω απόδοσης χάριτος από τον πρόεδρο της Συρίας Bashar Al Assad, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα εκ της οποίας εντόπισε άρθρο του έγκυρου ειδησεογραφικού πρακτορείου Al Jazeera τον Οκτώβριο του 2018, το οποίο αναφέρει ότι ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ χορήγησε γενική αμνηστία σε άνδρες που εγκατέλειψαν τον στρατό ή απέφυγαν τη στρατιωτική θητεία. Ένα διάταγμα που δημοσιεύθηκε από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ανέφερε ότι η αμνηστία ισχύει για άνδρες «εντός και εκτός της χώρας» και καλύπτει όλες τις τιμωρίες για λιποταξία. Οι άνδρες εντός της Συρίας θα έχουν στη διάθεσή τους τέσσερις μήνες για να επωφεληθούν από την αμνηστία, ενώ όσοι εκτός Συρίας θα έχουν έξι μήνες[25].

 

Οι εν λόγω πληροφορίες αρχικά επιβεβαιώνουν την δυνατότητα παροχής αμνηστίας εκ μέρους του προέδρου  πρώην προέδρου της Συρίας. H δε πρακτική του πρώην προέδρου της Συρίας να χορηγεί αμνηστία καταγράφεται και παλιότερα, καθώς τον Ιούνιο του 2014  χορήγησε «γενική αμνηστία» για όλα τα εγκλήματα εκτός από τις «τρομοκρατικές πράξεις» εγείροντας πρόχειρες ελπίδες στους Σύρους με συγγενείς υπό κράτηση. Η κυβέρνηση της Συρίας έχει προσφέρει αμνηστίες στο παρελθόν, οι οποίες δεν οδήγησαν στην απελευθέρωση των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που σύμφωνα με τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κρατήθηκαν ή φυλακίστηκαν κατά τη διάρκεια των ταραχών στη χώρα[26].

 

Παρ’όλα αυτά, το Δικαστήριο δεν εντόπισε πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν την απονομή χάριτος σε κρατούμενους των φυλακών της κεντρικής φυλακής του Χαλεπίου λόγω της προσφοράς τους κατά την πολιορκία της φυλακής από τους αντάρτες κατά την περίοδο 2013-2014.  

 

Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση των εγγράφων που ο Αιτητής προσκόμισε προς επίρρωση των ισχυρισμών του λαμβάνοντας υπόψιν τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αξιολόγηση των ενώπιον μου δικαστικών εγγράφων, όπως αυτές αναφέρθηκαν προηγουμένως, αρχικά διαπιστώνω ότι η ταυτότητα κρατουμένου την οποία προσκόμισε ο Αιτητής (βλ. ερ. 77 – 76 δ.φ.) , εκδοθείσα από την κεντρική φυλακή της πόλης Aleppo την 01.10.2016, αποδυναμώνει την αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή για δύο λόγους. Αρχικά λόγω του ότι φέρεται να έχει εκδοθεί το 2016 και όχι το χρόνο κατά τον οποίο ο Αιτητής δήλωσε ότι φυλακίστηκε, ήτοι το 2011, όπως ευλόγως θα αναμενόταν. Ακολούθως παρατηρώ ότι φορέα έκδοσης του υπό εξέταση εγγράφου αποτελεί η κεντρική φυλακή του Χαλεπίου, γεγονός ωστόσο που έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του Αιτητή, καθώς κατά το χρόνο έκδοσης της εν λόγω ταυτότητας, ήτοι το 2016, εκείνος δήλωσε ότι είχε ήδη μεταφερθεί σε έτερο σωφρονιστικό κατάστημα της πόλης του Χαλεπίου, από το 2014-2015. Ως εκ τούτου προσκομισθέν έγγραφο δεν κρίνεται ως ενισχύον την αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή.

 

Σε σχέση με την κάρτα επισκέπτη της κεντρικής φυλακής της πόλης Aleppo (βλ. ερ. 75 – 74 δ.φ.), από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ο χρόνος έκδοσής της και ως εκ τούτου η ενισχυτική αξία του εγγράφου δεν δύναται να αξιολογηθεί. Αποτελεί άλλωστε κάρτα επισκέπτη, ήτοι τρίτου ατόμου, και όχι κάποιο έγγραφο το οποίο ανήκει στον Αιτητή.

 

Αναφορικά με το αντίγραφο της λίστας κρατουμένων προσώπων των οποίων ζητήθηκε η χάρη εξαιτίας της στήριξής τους στην πολιορκία της κεντρικής φυλακής της πόλης Aleppo από μέλη της Al-Nusra, εκδοθείσα στις 20.06.2014 και εμπεριέχουσα το όνομα του Αιτητή με αύξοντα αριθμό 11 (βλ. ερ. 84 -79 δ.φ.), από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει με σαφήνεια ο φορέας έκδοσης του εν λόγω εγγράφου, ωστόσο το περιεχόμενό του επιβεβαιώνει τα όσα ο Αιτητής ισχυρίστηκε. Οι δηλώσεις του Αιτητή επιβεβαιώνονται και από το επόμενο προσκομισθέν έγγραφο, το οποίο φέρεται να έχει εκδοθεί από τον επικεφαλή της κεντρικής φυλακής της πόλης Aleppo και απευθύνεται στην δικαστική επιτροπή της ομώνυμης πόλης, δια του οποίου αιτείται τη συμπερίληψη Αιτητή στα πρόσωπα που θα αποδοθεί χάρη λόγω της στήριξής τους στην πολιορκία της κεντρικής φυλακής από μέλη της Al-Nusra, εκδοθέν στις 14.01.2018 (βλ. ερ. 85 δ.φ.). Αξιολογώντας συνδυαστικά ωστόσο το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, το Δικαστήριο διαπιστώνει μια χρονική και νοηματική ανακολουθία, η οποία απορρέει από το περιεχόμενό τους.  Ειδικότερα, από το πρώτο έγγραφο προκύπτει ότι ο Αιτητής βρισκόταν ανάμεσα στους κρατουμένους των οποίων ζητήθηκε η χάρη εξαιτίας της στήριξής τους στην πολιορκία της κεντρικής φυλακής της από το 2014, ωστόσο το δεύτερο έγγραφο, το οποίο φέρεται να εκδόθηκε το 2018, ζητά τη συμπερίληψη Αιτητή στα πρόσωπα που θα αποδοθεί χάρη λόγω της στήριξής τους στην πολιορκία της κεντρικής φυλακής. Προκύπτει λοιπόν αντίφαση σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο ο Αιτητής συμπεριλήφθηκε στην εν λόγω λίστα, ενώ προκύπτει και ένα χρονικό κενό ανάμεσα στην έκδοση των δύο εγγράφων, το οποίο ούτε ευλογοφανές κρίνεται αλλά ούτε και ο Αιτητής ήταν σε θέση να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο αν και η πολιορκία της φυλακής τερματίστηκε περί το 2014-2015, όπως ο ίδιος δήλωσε, εν τέλει εκείνος φέρεται να αποφυλακίστηκε 3,5 χρόνια αργότερα, το 2018. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν ενισχύουν την αξιοπιστία των δηλώσεων τις οποίες ο Αιτητής προέβαλε.

Σε σχέση τέλος με το αντίγραφο του διατάγματος απονομής χάριτος προς τον Αιτητή από τον πρόεδρο της Συριακή Δημοκρατίας (βλ. ερ. 87 – 86 δ.φ.), θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τη μετάφραση που έλαβε χώρα ενώπιόν μου από το διερμηνέας στις 04.04.2024, το εν λόγω έγγραφο ενισχύει τις δηλώσεις του Αιτητή  περί απόδοσης χάριτος προς το πρόσωπό του, ωστόσο αναφέρει ότι ο Αιτητής καταδικάστηκε το 2016 με την υπ’ αριθ. 194-253 απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου για άγνωστο αδίκημα και ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν 8 χρόνια καταναγκαστικών έργων (βλ. σελ. 15 πρακτικού 04.04.2024). Το εν λόγω έγγραφο δεν επιβεβαιώνει τις δηλώσεις του Αιτητή περί φυλάκισής του το 2011 και δεν αναφέρει το λόγο για τον οποίο ο Αιτητής αρχικά καταδικάστηκε, ωστόσο αναφέρει τον αριθμό της καταδικαστικής απόφασης και την ποινή που επιβλήθηκε το 2016. Παρατηρώ παράλληλα ότι το εν λόγω έγγραφο δεν αναφέρει για ποιο λόγο αποδόθηκε στον Αιτητή χάρη από τον (πρώην) πρόεδρο της Συριακής Δημοκρατίας, γεγονός το οποίο δεν ενισχύει τις δηλώσεις του αναφορικά με τους λόγους για του οποίους αποφυλακίστηκε.  Για όλους τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο κρίνει ότι τόσο τα εν λόγω, όσο και το σύνολο των εγγράφων  που ο Αιτητής προσκόμισε, δεν ενισχύουν, τουναντίον δημιουργούν περαιτέρω αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε.  

 

Σε σχέση τώρα με τη φωτογραφία/στιγμιότυπο (screenshot) της συνέντευξης την οποία ο Αιτητή δήλωσε ότι προέβη ενώπιον της Συριακής τηλεόρασης μετά την αποφυλάκισή του το 2018 (βλ. παράρτημα 7 της προσφυγής του), του οποίου την ενισχυτική αξία επικαλείται και η συνήγορός του, αρχικά παρατηρώ ότι η προσκομισθείσα φωτογραφία/στιγμιότυπο δεν αναφέρει το όνομα του Αιτητή, αλλά το όνομα του κρατούμενου που εμφανίζεται μετά από αυτόν. Παράλληλα, εκ του συγκεκριμένου στιγμιοτύπου δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής μίλησε για την προσωπική του ανάμειξη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της φυλακής, αφού οι μεταφρασμένες στα αγγλικά δηλώσεις του αναφέρουν, σύμφωνα με τους υπότιτλους, ότι υπήρχαν πολλές ασθένειες λόγω της έλλειψης τροφίμων, δήλωση η οποία δεν επιβεβαιώνει τις δηλώσεις του Αιτητή περί αναφοράς στα γεγονότα γύρω από την περισυλλογή των 4 ανταρτών της Al Nusra. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, προς πληρότητα της έρευνας, προχώρησα σε πλήρη παρακολούθηση της επίμαχης συνέντευξης, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος του Αιτητή δια της γραπτής της αγόρευσης (βλ. σελίδα 16 και σχετικές υποσημειώσεις 1-3 αυτής),  στην πλατφόρμα Youtube, στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.youtube.com/watch?v=XmNAGh5rQMQ και διαπίστωσα τόσο ότι ο Αιτητής δεν προέβη σε οιαδήποτε αναφορά στην προσωπική του ανάμειξη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, πλην όμως περιέγραψε αποκλειστικά, υπό την ονομασία Ibrahim Al Hashim, τις συνθήκες τις επισιτιστικής και υγειονομικής κρίσης που επικράτησαν στη φυλακή του Χαλεπίου (λεπτά 18:00 έως και 18:39 της συνέντευξης).

 

Ο τρίτος σύνδεσμός που παρατίθενται στη γραπτή αγόρευσης του Αιτητή (βλ. υποσημείωση 3 της γραπτής του αγόρευσης) παραπέμπει στο εργαλείο αναζήτησης της πλατφόρμας Youtube, χωρίς να προστέθει οτιδήποτε περαιτέρω.

 

Σε σχέση τώρα με το δεύτερο σύνδεσμο στον οποίο παραπέμπει η συνήγορους του Αιτητή στο πλαίσιο της γραπτή της αγόρευση (βλ. υποσημείωση 2 σελ. 16) παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Στον εν λόγω σύνδεσμο[27] εντοπίζεται ένα βίντεο το οποίο αποτελεί ντοκιμαντέρ για την πολιορκία της Κεντρικής Φυλακής του Χαλεπίου. Το ντοκιμαντέρ αυτό φέρει τον τίτλο "The Epic of Steadfastness of Aleppo Central Prison (Dawn Guards)”, είναι διαθέσιμο στο YouTube και πράγματι εντοπίζω τον Αιτητή να εμφανίζεται σε αυτό (βλ. λεπτά 4:45 -5.31 του σχετικού συνδέσμου – στο λεπτό 4:45 εντοπίζεται σωστή αναφορά στο όνομα του Αιτητή) και να αφηγείται την εμπειρία του κατά την πολιορκία της φυλακής του Χαλεπίου. Συγκεκριμένα περιγράφει ότι υπήρξαν επιθέσεις με οβίδες από τανκς, οι οποίες προκαλούσαν θανάτους όπου κι αν έπεφταν, αναφέροντας ότι μια οβίδα τανκ ή φωσφόρου χτύπησε ένα τμήμα της φυλακής, καίγοντάς το ολοσχερώς, αναφερόμενος επίσης και στο θάνατο 250 κρατουμένων, οι οποίοι κάηκαν ολοσχερώς.

 

Το βίντεο αυτό, επηρεάζει εν μέρει την αξιολόγηση του ισχυρισμού του, ωστόσο καταλήγω πως αυτό δεν επαρκεί για να αναιρέσει τις παρατηρούμενες ασυνέπειες και αδυναμίες στο αφήγημα του Αιτητή. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι το βίντεο αποτελεί παραγωγή της Συριακής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενισχύει την αυθεντικότητα της πηγής, υποδηλώνοντας ότι ο Αιτητής πιθανόν πράγματι βρισκόταν στη φυλακή του Χαλεπίου κατά την πολιορκία της. Η παρουσία του Αιτητή στο ντοκιμαντέρ, όπου φαίνεται να μιλά για την εμπειρία του, μπορεί να επιβεβαιώσει ορισμένες πτυχές της αφήγησής του, ιδιαίτερα σε σχέση με την παρουσία του στη φυλακή κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Αυτό ενισχύει την πιθανότητα να υπήρξε μάρτυρας των γεγονότων που περιγράφονται.

 

Παρά την ενίσχυση της αυθεντικότητας του ισχυρισμού μέσω του βίντεο, οι χρονικές ασάφειες και οι αντιφάσεις που διαπιστώθηκαν στις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το χρόνο της φυλάκισής του, τη διάρκεια και το τέλος της πολιορκίας, καθώς και την περισυλλογή των πτωμάτων, παραμένουν. Το βίντεο δεν παρέχει απαντήσεις στα ερωτηματικά που ανακύπτουν από αυτές τις ασυνέπειες. Ενώ υποστηρίζει ότι ο Αιτητής βρισκόταν στη φυλακή και συμμετείχε σε γεγονότα που σχετίζονται με την πολιορκία, δεν προσφέρει επαρκή στοιχεία για την ευλογοφάνεια συγκεκριμένων ισχυρισμών του, όπως η περισυλλογή των πτωμάτων υπό τις συνθήκες που περιέγραψε ή η απονομή χάριτος από τον πρόεδρο Assad.

 

Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Αιτητής εμφανίζεται στο βίντεο δεν αίρει τις παρατηρήσεις σχετικά με την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του. Η αδυναμία του να παράσχει συνεκτική και χρονολογικά συνεπή αφήγηση εξακολουθεί να υφίσταται και να αποτελεί ζήτημα. Η πλέον σημαντική παρατήρηση αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι στο βίντεο τον ανάγκασαν να αποκαλύψει πληροφορίες για έναν Τούρκο στρατιώτη («But on television they made me tell them everything about the Turkish soldier») και ότι υποτίθεται πως, μετά την προβολή του βίντεο, οι τουρκικές αρχές τον αναζητούσαν. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός είναι προφανώς αβάσιμος, καθώς από το περιεχόμενο του βίντεο δεν προκύπτει καμία αναφορά σε Τούρκο στρατιώτη ή οποιαδήποτε σχετική πληροφορία από τον ίδιο. Η απουσία τέτοιων αναφορών καθιστά αδύνατο να έχει αποτελέσει η συγκεκριμένη προβολή αφορμή για το ενδιαφέρον των τουρκικών αρχών. Η αντίφαση αυτή υπονομεύει σοβαρά την αξιοπιστία του Αιτητή, καθώς ο ισχυρισμός του δεν συνδέεται αιτιολογικά με τα γεγονότα που επικαλείται.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η ύπαρξη του βίντεο προσφέρει μια επιπλέον διάσταση στην αξιολόγηση του ισχυρισμού του Αιτητή και ενισχύει την πιθανότητα να υπήρξε πράγματι τρόφιμος στη φυλακή του Χαλεπίου και να βίωσε γεγονότα που σχετίζονται με την πολιορκία. Ωστόσο, οι χρονικές ασάφειες, οι αντιφάσεις και οι ασυνέπειες που εντοπίζονται στις δηλώσεις του σχετικά με την προσωπική του συμμετοχή και τις συνθήκες αποφυλάκισής του παραμένουν. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι το στοιχείο αυτό ενισχύει επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού, ωστόσο αυτό δεν επαρκεί για να αντιστρέψει τη συνολική κρίση περί της εσωτερικής αναξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, οποίος  κρίνεται, συνολικά, ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

Καταληκτικά, έχοντας αξιολογήσει αναλυτικά το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή, τις πληροφορίες που προέκυψαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, καθώς και την ενισχυτική αξία των προσκομισθέντων εγγράφων, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι φυλακίστηκε το 2011, στη συνέχεια συνέβαλε στην πολιορκία της φυλακής, συν τις άλλοις,  περισυλλέγοντας τα πτώματα 4 ανταρτών κατά την περίοδο της πολιορκίας και ότι για το συγκεκριμένο λόγο αποφυλακίστηκε κατόπιν απονομής χάριτος από τον πρόεδρο της Συρίας το 2018, δεν αντικατοπτρίζουν τα πραγματικά περιστατικά.

 

Ειδικότερα, το Δικαστήριο διαπιστώνει πλήθος χρονικών ασυνεπειών και αντιφάσεων στις δηλώσεις του Αιτητή, οι οποίες υπονομεύουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συνεπή και σαφή αφήγηση σχετικά με την έναρξη, τη διάρκεια και τη λήξη της φυλάκισής του, ούτε να αποσαφηνίσει το χρονικό πλαίσιο και τη φύση της συμμετοχής του στα γεγονότα της πολιορκίας. Οι δηλώσεις του σχετικά με τη συλλογή των πτωμάτων κρίνεται ότι στερούνται ευλογοφάνειας, λαμβάνοντας υπόψη το πρόβλημα υγείας που επικαλέστηκε και τις συνθήκες επισιτιστικής κρίσης που περιέγραψε. Παράλληλα, οι δηλώσεις του σχετικά με την απονομή χάριτος είναι γενικόλογες και βασίζονται κυρίως σε έγγραφα, τα οποία, όμως, παρουσιάζουν νοηματικές ασυνέπειες και χρονικά κενά.

 

Αντίστοιχα, οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αν και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη πολιορκίας στη φυλακή του Χαλεπίου και τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν, δεν ενισχύουν επαρκώς τους ισχυρισμούς του Αιτητή αναφορικά με τη συμμετοχή του στα γεγονότα, τη συλλογή των πτωμάτων ή την αποφυλάκισή του λόγω της συγκεκριμένης συνεισφοράς του. Η αναφορά του Αιτητή στο ότι το όνομά του συνδέεται με τα γεγονότα αυτά μέσω συνέντευξης ή ντοκιμαντέρ, παρότι επιβεβαιώνει εν μέρει την παρουσία του στη φυλακή, δεν αναιρεί τις παρατηρούμενες αντιφάσεις και δεν επιβεβαιώνει με ακρίβεια τις λεπτομέρειες που επικαλείται.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές αντιφάσεις, την έλλειψη χρονολογικής συνοχής, την απουσία επαρκών αποδεικτικών στοιχείων και τις αδυναμίες στις δηλώσεις του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ισχυρισμοί του δεν εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστοι και δεν αντικατοπτρίζουν τα πραγματικά περιστατικά.

 

Επί του τέταρτου ισχυρισμού

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του 4ου ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι των δηλώσεών του περί του ότι μετά την αποφυλάκισή του τον απείλησαν μέλη της φυλής/οικογένειας al-Hib επειδή δεν εξέτισε την ποινή του και οι Τούρκοι αντάρτες τοποθέτησαν εκρηκτικούς μηχανισμούς στην οικία του μετά την αποφυλάκισή του,

επισημαίνεται αρχικά ότι, καθώς οι προηγούμενοι και συνδεόμενοι ισχυρισμοί του Αιτητή κρίθηκαν ως μη αξιόπιστοι και μη αντικατοπτρίζοντες τα πραγματικά περιστατικά, η αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κρίνεται εκ προοιμίου κλονισμένη.

 

Σε κάθε περίπτωση, σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή αναφορικά με το ότι μετά τη φυλάκισή του τον εξεδίωκαν τα μέλη της οικογένειας της φυλής Al Hib επειδή αφέθηκε ελεύθερος και δεν εξέτισε την ποινή του, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως ασαφείς, γενικόλογες και μη διεπόμενες από περιγραφική λεπτομέρεια, δηλώνοντας κατά την προφορική του συνέντευξη ότι του έστελναν μηνύματα στο κινητό του τηλέφωνο με αποτέλεσμα να σπάσει την κάρτα sim και να αλλάξει τηλεφωνικό αριθμό, ενώ στη συνέχεια δήλωσε χωρίς συνοχή ότι αν γνώριζε ποιος ήταν ο αποστολέας των μηνυμάτων θα τον κατήγγειλε στην αστυνομία (βλ. ερ. 49Χ δ.φ.). Κατά τη διάρκεια των ενώπιόν μου ακροάσεων ωστόσο, ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν εξήλθε της φυλακής λάμβανε απειλητικά μηνύματα, προβάλλοντας σε αντίθεση με τις προηγούμενες δηλώσεις του ότι τα απειλητικά μηνύματα είχαν ως παραλήπτες τα ξαδέρφια του, τα οποία τον ενημέρωσαν (βλ. σελ. 27 πρακτικού 04.04.2024). Ωστόσο κατά την ακρόαση της 14ης Μαΐου 2024, ο Αιτητής δήλωσε και πάλι ότι το πρόσωπο που έλαβε τα απειλητικά μηνύματα ήταν ο ίδιος (βλ. σελ. 8 πρακτικού 14.05.2024), επιτείνοντας το κλίμα ασάφειας και αοριστίας που διακατέχει τις σχετικές του δηλώσεις. Για τους ανωτέρω λόγους, το συγκεκριμένο σκέλος του ισχυρισμού κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Σε σχέση δε με τη ανατίναξη της οικίας του από τους Τούρκους, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς ευλογοφάνεια ότι μόλις εξήλθε της φυλακής περί το Μάιο ή Ιούνιο του 2018, οι Τούρκοι ανατίναξαν την οικία του επειδή ήθελαν να μάθουν την αλήθεια για τον τούρκο αντάρτη του οποίου το πτώμα ο Αιτητής δήλωσε ότι περισυνέλλεξε το 2014 κατά την πολιορκία της φυλακής. Δήλωσε μάλιστα ότι η ταυτότητά του κατέστη γνωστή στους Τούρκους αντάρτες μετά από τη συνέντευξη που έδωσε στην τηλεόραση (ισχυρισμός ο οποίος έχει ήδη εξεταστεί στο πλαίσιο του τρίτου ισχυρισμού του Αιτητή – ανωτέρω- και κρίθηκε ως ανυπόστατος), προβάλλοντας ακολούθως χωρίς συνοχή ότι πίστευαν ότι ήταν μέλος του Συριακού στρατού (βλ. ερ. 49 4Χ δ.φ.). Παρατηρώ όμως ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι τα άτομα που ανατίναξαν το σπίτι του ήταν τα μέλη της οικογένειας της φυλής Al Hib, δήλωση η οποία κλονίζει περαιτέρω την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του.  Κατά τις ενώπιόν μου ακροάσεις, ο Αιτητής προέβαλε  γενικόλογα ότι οι Τούρκοι ανατίναξαν την οικία του, πλην όμως όταν ρωτήθηκε αν γνωρίζει ποιος συγκεκριμένα ανατίναξε την οικία του, εκείνος δήλωσε ότι δε γνωρίζει. Εν τέλει ωστόσο παραδέχθηκε ότι δε γνωρίζει ποιος ανατίναξε την οικία του, εικάζοντας ότι νομίζει το έπραξαν οι Τούρκοι.

 

Από όλα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι μετά την αποφυλάκισή του τον απείλησαν μέλη της φυλής/οικογένειας al-Hib επειδή δεν εξέτισε την ποινή του και περί του ότι οι Τούρκοι ανατίναξαν την οικία του ως μη αντικατοπτρίζουσες βιωματικά περιστατικά και συνεπώς ως εσωτερικά μη αξιόπιστες.

 

Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι οι ασυνέπειες και γενικότητες που χαρακτηρίζουν το αφήγημα του Αιτητή είναι τόσο ουσιώδεις με αποτέλεσμα να μην προκύπτει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σε εξωτερικές πηγές και οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή αποτελούν, λόγω της υποκειμενικής τους φύσης, το μοναδικό στοιχείο προς αξιολόγηση. Καταληκτικά λοιπόν, στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί του ευεργετήματος αμφιβολίας

 

Είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Αιτητή ότι θα έπρεπε να χορηγηθεί σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας, προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμού του. Ο πρακτικός Οδηγός της EUAA σχετικά με την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων προτρέπει στην εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι, όταν ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, αυτές δεν απαιτείται να επιβεβαιώνονται, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα πέντε κριτήρια:

 

α) ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του

 

β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων

 

γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του

 

δ) ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει και

 

ε) η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη».

Η οδηγία υπογραμμίζει ότι τα ανωτέρω κριτήρια είναι σωρευτικά. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος μέλος πρέπει να εξακριβώνει ότι πληρείται το σύνολο των εν λόγω κριτηρίων (ως έναν βαθμό). Σε περίπτωση που πληρείται το σύνολο των κριτηρίων, το κράτος μέλος πρέπει να εφαρμόζει το άρθρο 4 παράγραφος 5 της οδηγίας για την αναγνώριση (να παραχωρεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας) και να αποδέχεται το ουσιώδες πραγματικό περιστατικό. Εξάλλου, δεν συντρέχει λόγος να μην το πράξει. Εντούτοις, το κράτος πρέπει να προβαίνει σε εύλογη συνεκτίμηση των στοιχείων α), β), γ), δ) και ε), λαμβάνοντας υπόψη τις ατομικές και ευρύτερες περιστάσεις του αιτούντος / της αιτούσας. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος μέλος πρέπει να εκτιμά σε ποιον βαθμό πληρείται ή όχι το κάθε κριτήριο και είναι πιθανό ο υψηλός βαθμός πλήρωσης ενός κριτηρίου (για παράδειγμα, ιδιαίτερα εμπεριστατωμένες δηλώσεις) να αντισταθμίζει τον χαμηλότερο.

 

Αξιολογώντας τον ισχυρισμό του Αιτητή σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 4 παράγραφος 5, διαπιστώνεται ότι η γενική του αξιοπιστία είναι κλονισμένη. Συγκεκριμένα, αν και από το αφήγημα του Αιτητή προκύπτουν ενδείξεις κράτησής του σε σωφρονιστικό κατάστημα της χώρας καταγωγής του, ωστόσο από τα ενώπιόν μου στοιχεία παραμένει άγνωστος ο λόγος για τον οποίο καταδικάστηκε, δεδομένου ότι ισχυρισμός του περί αποδοχής της ευθύνης ενός φόνου που διέπραξε ο ξάδερφός του κρίθηκε ως μη πραγματικό περιστατικό. Τα δε έγγραφα που προσκόμισε αναφέρουν ότι καταδικάστηκε και φυλακίστηκε το 2016, σε αντίθεση με τις δηλώσεις του περί φυλάκισής του το 2009 (ελεύθερη αφήγηση) ή το 2011 (υποβολή αιτήματος και ακροάσεις ενώπιόν μου), παράλληλα με τις δηλώσεις του δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς καθώς το αφήγημά του συνίσται σε έναν ιστό περιπλεκόμενων και αλληλοσυνδεόμενων περιστατικών χωρίς χρονική αλληλουχία,  σαφήνεια και νοηματική συνοχή, τα οποία κρίνεται ότι βασίζονται σε ευρέως γνωστές πληροφορίες στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και όχι σε βιωματικά περιστατικά. Ως προς το εάν έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία εκ μέρους του Αιτητή, δεδομένης της αναξιοπιστίας του, το Δικαστήριο δεν δύναται να εκτιμήσει εάν προσκόμισε όλα τα συναφής στοιχεία, ενώ από μία απλή ανάγνωση των πρακτικών των ενώπιόν μου ακροάσεων, προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την πραγματική προσπάθεια του Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτησή του.

 

Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα σωρευτικά κριτήρια του άρθρου 4 παράγραφος 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ δεν πληρούνται, καθώς δεν διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των κριτηρίων αυτών. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας, και ο σχετικός ισχυρισμός της συνηγόρου του απορρίπτεται.

 

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι αυτού γύρω από τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής, το Δικαστήριο θα αξιολογήσει εάν προκύπτει κάποιος κίνδυνος δίωξης του Αιτητή στη Συρία, για έναν από τους 5 λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή γύρω από τους λόγους για τους οποίος φέρεται να εγκατέλειψε τη Συρία το 2018 για δεύτερη φορά έχουν απορριφθεί ως μη αξιόπιστοι, συνηγορεί υπέρ του ότι ο εκπεφρασμένος, συνδεόμενος με τους απορριφθέντες ισχυρισμούς φόβος του δεν είναι αβάσιμος και μη δικαιολογημένος. Με βάση το μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό του Αιτητή γύρω από τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, δεν προκύπτει άλλωστε οιαδήποτε ένδειξη προσωπικής, πραγματικής και τρέχουσας απειλής δίωξης εις βάρος του στη Συρία για κάποιο από τους 5 λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου και δη αυτόν που συνδέεται με τις (αποδιδόμενες) πολιτικές του πεποιθήσεις, όπως η συνήγορός του υποστηρίζει.

 

Επισημαίνω ότι από την αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή προκύπτουν ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι πιθανόν να είχε φυλακιστεί κάποια στιγμή στη Συρία. Ωστόσο, ο λόγος της φερόμενης φυλάκισης του παραμένει ασαφής και μη τεκμηριωμένος, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη σύνδεση του γεγονότος αυτού με λόγους που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν έναν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η αποστολή του δε συνίσταται στην ανάληψη ανακριτικού ρόλου ή στη συλλογή αποδείξεων για λογαριασμό του Αιτητή, ο οποίος άλλωστε εκπροσωπείται από δικηγόρο. Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, εξετάζει τόσο τους ισχυρισμούς του Αιτητή για τους λόγους που επικαλείται ότι τον οδήγησαν στην εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του, όσο και αν από το προφίλ του, όπως αυτό αποκρυσταλλώνεται στη διαδικασία, ακόμα και ελλείψει σχετικών ισχυρισμών από τον ίδιο, προκύπτουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι έχει βάσιμο φόβο δίωξης. Αυτή η προσέγγιση αντανακλά το καθήκον συνεργασίας που διακατέχει τη διαδικασία αξιολόγησης αιτημάτων διεθνούς προστασίας.

 

Οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής εξετάστηκαν με προσοχή από το Δικαστήριο. Παρά τη λεπτομερή ανάλυση, οι δηλώσεις του κρίθηκαν αναξιόπιστες, καθώς χαρακτηρίζονταν από ασάφειες, αντιφάσεις και έλλειψη τεκμηρίωσης. Η έλλειψη αξιοπιστίας στις δηλώσεις του υπονομεύει κάθε περαιτέρω ισχυρισμό που διατυπώθηκε από τη συνήγορό του, όπως η ύπαρξη κινδύνου δίωξης λόγω των (αποδιδόμενων) πολιτικών πεποιθήσεών του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι, δεδομένου ότι δεν τεκμηριώθηκαν επαρκώς ούτε συσχετίστηκαν πειστικά με συγκεκριμένα γεγονότα ή καταστάσεις.

 

Η κρίση αυτή καταδεικνύει την ανάγκη για σαφήνεια και τεκμηρίωση κατά την υποβολή ισχυρισμών που αποσκοπούν στη θεμελίωση φόβου δίωξης. Το Δικαστήριο, ενεργώντας εντός των ορίων της αρμοδιότητάς του, υπογραμμίζει ότι η αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αποδοχή του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Η απόρριψη των ισχυρισμών λόγω αναξιοπιστίας καθιστά σαφές ότι, ακόμη κι αν υπάρχουν ενδείξεις για ορισμένα γεγονότα, η απουσία τεκμηρίωσης και αιτιώδους συνδέσμου με βάσιμους λόγους δίωξης δεν επιτρέπει τη θετική έκβαση του αιτήματος του και οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη του.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή ότι το γεγονός πως στα μέλη της οικογένειάς του έχει χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, το Δικαστήριο απορρίπτει το επιχείρημα αυτό, επισημαίνοντας ότι η προσφυγική ιδιότητα ή το καθεστώς προστασίας που χορηγείται σε μέλη της οικογένειας ενός Αιτητή δεν μεταφέρεται αυτόματα στον ίδιο. Για να επηρεάσει την εξέταση της αίτησής του, απαιτείται να αποδειχθεί ότι οι ίδιοι λόγοι δίωξης που ισχύουν για την οικογένειά του ισχύουν και για αυτόν προσωπικά. Αντικείμενο της υπό εξέταση υπόθεσης είναι η διερεύνηση της προστασίας που δικαιούται ο ίδιος ο Αιτητής, στη βάση προσωπικής και εξατομικευμένης αξιολόγησης. Η εξέταση αυτή γίνεται αποκλειστικά με βάση τα δεδομένα και τους ισχυρισμούς που αφορούν τον Αιτητή, οι οποίοι, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί, δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν φόβο δίωξης στο πρόσωπό του.

 

Σε κάθε περίπτωση, παρατηρώ ότι το καθεστώς προστασίας των μελών της οικογένειάς του παραμένει ασαφές και, ως εκ τούτου, δεν τεκμηριώνεται το πώς θα μπορούσε να επηρεάσει την αξιολόγηση της δικής του αίτησης. Ειδικότερα, ο Αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματός του δήλωσε ότι, η σύζυγος και τα τέκνα του φέρονται να έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες στην Τουρκία, ενώ η εξέταση του αιτήματός τους στην Κύπρο εκκρεμεί. Από την άλλη, η μητέρα και η ανιψιά του, από την άλλη, φαίνεται να απολαμβάνουν καθεστώς προστασίας στην Κύπρο για μη πολιτικούς, εξαιρετικούς λόγους. Σε ό,τι αφορά τα αδέρφια του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψαν τη Συρία λόγω προβλημάτων με την οικογένεια της φυλής Al Hib. Ωστόσο, ο ίδιος ισχυρισμός υπονομεύεται από τη δήλωσή του ότι τα αδέρφια του εγκατέλειψαν τη Συρία πριν από την αποφυλάκισή του το 2018, γεγονός που υποτίθεται ότι εξαγρίωσε τα μέλη της οικογένειας της φυλής Al Hib. Αυτές οι αντιφάσεις υπονομεύουν περαιτέρω την αξιοπιστία των ισχυρισμών του.

 

Καταληκτικά, δεν ανακύπτει κάποιο στοιχείο σε σχέση με το καθεστώς προστασίας που απολαμβάνουν τα μέλη της οικογένειάς του Αιτητή, το οποίο θα μπορούσε δυνητικά να επηρεάσει το είδος της προστασίας που ήδη παρέχεται στον ίδιο (ήτοι καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας), δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη Συρία κρίθηκαν ως μη αξιόπιστοι.  Για τον ίδιο λόγο, ούτε τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής δε θα μπορούσαν αφ’ εαυτά να στοιχειοθετήσουν βάσιμο φόβο δίωξής του στη χώρα καταγωγής του, καθώς η αξιολόγησή του περιεχομένου τους αποδυνάμωσε την αξιοπιστία των προς επίρρωση ισχυρισμών.

 

Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αφού ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη Συρία, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή (αποδιδόμενων) πολιτικών αντιλήψεων, όπως ο ίδιος υποστηρίζει.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή  αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως επιδικάσω περιορισμένα έξοδα ύψους €800 εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.  

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Βλ. Απόφαση αρ. 6288/2013, LORDOS PROPERTIES LTD ν. ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ, ημερ. 15.03.2019.

[2] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[3] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[4] Ν. 158(Ι)/1999, άρθρο 46(1).

[5] Π.Δ. Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, έκδοση 5η, 373 επ.

[6] Βλ. συναφώς Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1)(1993) 3 Α.Α.Δ. 165 και Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού ν. Δήμου Στροβόλου, υπ. αρ. 568/2013, 18.11.2016.

[7] Rudayna Al-Baalbaky and Ahmad Mhidi, ‘Tribes and the Rule of the “Islamic State”: The Case of the Syrian City of Deir Ez-Zor’, Research Report, Issam Fares Institute for Public Policy and International Affairs, December 2018, σελ.6, διαθέσιμο σε https://www.kas.de/documents/266761/4421641/Tribes+and+the+Rule+of+the+Islamic+State+Organization+-+Part+2.pdf/f342c609-141b-ea69-b30a-6ce01676661a?version=1.2&t=1545393667940 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 18/12/2024)

[8] Ό.π.  

[9] Walid Al Nofal, ‘Clan conflicts in Syria: Seeds of revenge grow under the ashes amid attempts to renew customary law’, in Syria Direct, 09/12/2022, διαθέσιμο σε https://syriadirect.org/clan-conflicts-in-syria-seeds-of-revenge-grow-under-the-ashes-amid-attempts-to-renew-customary-law/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/08/2023)

 

[10] Päivi Miettunen and Mohammed Shunnaq, ‘Tribal Networks and Informal Adaptive Mechanisms of Syrian Refugees: The Case of the Bani Khalid Tribe in Jordan, Syria and Lebanon’, Research Report, Issam Fares Institute for Public Policy and International Affairs, January 2020, σελ.22, διαθέσιμο σε https://www.aub.edu/ifi/Documents/publications/research_reports/2019-2020/20200215_tribal_networks_and_informal_adaptive_mechanisms_of_the_refugees.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/12/2024)

[11] Walid Al Nofal, ό.π.

[12] Ό.π.

[13] BBC News, ‘Aleppo: Key dates in battle for strategic Syrian city’, 13/12/2016, διαθέσιμο σε https://www.bbc.com/news/world-middle-east-38294488 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/12/2024)

[14] Charlie Caris, ‘The Siege of Aleppo?’, in Institute for the Study of War, 18/03/2014,διαθέσιμο σε https://www.iswresearch.org/2014/03/the-siege-of-aleppo.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/12/2024)

[15] Ό.π

[16] Ό.π

[17] Ό.π.

[18] Ό.π.

[19] Bassam Mroue, ‘Syrian troops break prison siege in Aleppo: After a year of deadly clashes in northern city, rebels evacuate following heavy airstrikes’, in The Times of Israel, 22/05/2014, διαθέσιμο σε https://www.timesofisrael.com/syrian-troops-break-prison-siege-in-aleppo/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/12/2024)

[20] The times of Israel, Syrian army breaks year-old Aleppo prison siege, May 2014, διαθέσιμο σε https://www.timesofisrael.com/syria-army-breaks-year-old-aleppo-prison-siege/, (ημ. Πρόσβ. 29/12/2024)

[21] DW, Syria ends Aleppo jail siege, May 2014, διαθέσιμο σε https://www.dw.com/en/syrian-forces-end-rebel-siege-of-aleppos-central-prison/a-17653245, (ημ. Πρόσβ. 29/12/2024)

[22] Violations Documentation Center in Syria, ‘A Special Report on Aleppo Central Prison: The Execution and Fatal Starvation of Dozens of Prisoners’, April 2014, διαθέσιμο σε https://www.vdc-sy.info/index.php/en/reports/1398197682 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/12/2024)

[23] Ό.π.

[24] Ό.π

[25] Al Jazeera, Syria’s Assad offers amnesty to army deserters, October 2018, διαθέσιμο σε https://www.aljazeera.com/news/2018/10/9/syrias-assad-offers-amnesty-to-army-deserters, (ημ. Πρόσβ. 29/12/2024)

[26] The New York Times, President Bashar al-Assad of Syria Declares ‘General Amnesty’ for Prisoners, June 2014, διαθέσιμο σε https://www.nytimes.com/2014/06/10/world/middleeast/syrian-leader-assad-declares-amnesty-for-prisoners.html, (ημ. Πρόσβ. 29/12/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο