F. W. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Υπουργού Εσωτερικών Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 7485/2022, 27/1/2025
print
Τίτλος:
F. W. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Υπουργού Εσωτερικών Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 7485/2022, 27/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 7485/2022

 

27 Ιανουαρίου 2025

                                                                                               

[Α. Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

F. W. K.

Αιτητή,

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του

Υπουργού Εσωτερικών  

Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 …………………….

 

Αίτηση ημερομηνίας 06/06/2024 για επαναφορά της προσφυγής

 

 

Γ. Κορυζής (κος) Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Αιγ. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Α. Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την προσφυγή του προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 23/11/2022 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Η προσφυγή καταχωρήθηκε από τον ίδιο τον Αιτητή προσωπικά στις 16/12/2022, ενώ στη συνέχεια για την εκπροσώπισή του διόρισε δικηγόρο της επιλογής του, ο οποίος προέβη στις δέουσες ενέργειες για τροποποίηση της αίτησης ακυρώσεως του Αιτητή, ώστε να προστεθούν σε αυτή και οι νομικοί ισχυρισμοί προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολούθησαν καταχωρήσεις των γραπτών αγορεύσεων των μερών, στις 13/10/2023 για τον Αιτητή και στις 02/05/2024 για τους Καθ’ ων η αίτηση, ούσα η προσφυγή κατ’ επανάληψη ορισμένη για διευκρινήσεις (14/09/2023, 01/03/2024, 04/04/2024 και 13/05/2024).

 

Κατά τη δικάσιμο της 13/05/2024 διαπιστώθηκε η μη εμφάνιση του συνηγόρου του Αιτητή ενώπιον του Δικαστήριο, αλλά και μη εμφάνιση του ίδιου του Αιτητή ο οποίος σύμφωνα με το διαδικαστικό κανονισμό 12(α) των περί της Λειτουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019) ως έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, «(α) Κατά τις διευκρινήσεις ή την ακρόαση της υπόθεσης και κατά την απαγγελία της απόφασης, οι Αιτητής υποχρεούται να παρίσταται στο Δικαστήριο, είτε αυτός εμφανίζεται αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπείται από δικηγόρο, εξαιρουμένης της περίπτωσης ανωτέρας βίασε, διαφορετικά γη προσφυγή του υπόκειται σε απόρριψη.». Αποτέλεσμα τούτου ήταν το Δικαστήριο, εγκρίνοντας αίτημα της πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση να απορρίψει την προσφυγή του Αιτητή λόγω μη προώθησης.

 

Την 06/06/2024 ο Αιτητής μέσω του συνηγόρου του καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση με την οποία αιτείται την επαναφορά της προσφυγής του.

 

Η αίτησή του βασίζεται στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στο άρθρο 146 του Συντάγματος, των περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου 73 (Ι)/2018 και ειδικότερα τα άρθρα 11, 12, 14 και 15 αυτού, στους Κανονισμούς 7 και 8 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019, στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, κανονισμούς 11,12,13,17,18, 19 και 22, και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.17 θ.14(2), Δ.20 θ.14, Δ.26 θ.14, Δ.33 θ.4 και θ.5, Δ.47, Δ.48 θ.4 και θ.9, και Δ.57 θ.2, και Δ.64.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από συνημμένη ένορκη δήλωση του κ. Α. Παπασιάντη, συνεργάτη του δικηγόρου του Αιτητή. Ο ομνύοντας αναφέρει στην ένορκη του δήλωση, πως η μη εμφάνιση του δικηγόρου του Αιτητή «οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας και συγκεκριμένα εις το ότι ο Δικηγόρος ειδοποιήθηκε εκτάκτως να εμφανιστεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου για υπόθεση πελάτου κρατούμενου, ο οποίος κινδύνευε με άμεση απέλαση. Ατυχώς παρά τις προσπάθειες να εμφανιστεί έτερος συνάδελφος κατά την ως άνω δικάσιμο είτε προς λήψη αναβολής ή/και για περαιτέρω οδηγίες, τούτο δεν κατέστη δυνατό». Συνεχίζει ο ονύοντας αναφέροντας ότι «Ο δε ο ίδιος ο Αιτητής αδυνατούσε λόγω αποστάσεως να εμφανιστεί έγκαιρα αυτοπροσώπως στο Δικαστήριο». Προσθέτει ότι η προσφυγή απορρίφθηκε λανθασμένα ή/και εκ παραδρομής ή/και εκ γεγονότος ανωτέρας βίας ενώ ουδέποτε ήταν η πρόθεση ή/και επιθυμία ή/και οδηγίες του Αιτητή όπως η προσφυγή του αποσυρθεί. Τέλος αναφέρει, ότι ο Αιτητής επιθυμεί την προώθηση της προσφυγής του και για το λόγο αυτό έχει ήδη αποταθεί και διορίσει ως εκπροσωπούντα δικηγόρο τον κ Κορυζή, ο οποίος υπογράφει την παρούσα Αίτηση Επαναφοράς.

 

Από την πλευρά της η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση μέσω της κ. Θωμά, ενιστάμενη στην αίτηση επαναφοράς του Αιτητή, ισχυρίζεται ότι από όσα περιέχονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, δεν διαφαίνεται να υπάρχει κανένας λόγος για επαναφορά της προσφυγής, τα όσα δε ισχυρίζεται ο κ. Παπασιάντης στην ένορκη δήλωσή του δεν δύναται να δικαιολογήσουν τη μη συμμόρφωσή του Αιτητή τόσο με τους διαδικαστικούς κανονισμούς όσο και με τις οδηγίες του Δικαστηρίου. Τέλος, ισχυρίζεται ότι από το ιστορικό της υπόθεσης σκοπός της υπό εξέταση αίτησης είναι η υπερφαλάγγιση των δικονομικών διατάξεων και η αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών, καθότι το κριτήριο που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς απορριφθείσας προσφυγής λόγω μη προώθησης είναι κατά πόσο υπήρξε επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής και με σχετικό παράγοντα το εύλογο του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη.

 

Αγορεύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου ο συνήγορος του Αιτητή, επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς ήταν την αδυναμία του να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου λόγω ανωτέρας βίας η οποία συνίστατο στη ανάγκη του ιδίου να παρευρεθεί ενώπιον της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πάφου εκπροσωπώντας άλλο πελάτη του καθώς επίσης ο ίδιος ο Αιτητής ήταν αδύνατο να παραστεί καθότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κρατούμενος. Παρατηρήθηκε η διαφορετική αιτιολογία που δόθηκε με την αίτησή του για να αναφέρει ότι εκ λάθους αναφέρθηκε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ότι ο Αιτητής δεν παρέστη «λόγω απόστασης», εφόσον κατά τον ίδιο το συνήγορο ο Αιτητής ήταν κρατούμενος, εμμένοντας στη θέση του ότι πρόθεσή του ήταν η προώθηση της προσφυγής και όχι η εγκατάλειψή της.

 

Από τη πλευρά τους οι Καθ΄ων η αίτηση αντιτείνουν ότι ο συνήγορος όφειλε και μπορούσε να ειδοποιήσει το Δικαστήριο για το κώλυμά του να εμφανιστεί κατά τη συγκεκριμένη δικάσιμο, η μη εμφάνισή του ορθά οδήγησε σε απόρριψη της προσφυγής λόγω μη προώθησης.

 

Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι επί της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση επαναφοράς υπάρχουν, ανεπίτρεπτα, κενά, με τον κ. Κορυζή να αναφέρει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι εκ παραδρομής δεν συμπληρώθηκε η ημερομηνία της δικασίμου αφήνοντας το σημείο κενό αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί ισχυρισμό του ότι τα κενά επί της ένορκης δήλωσης αφορούν στην ημερομηνία της δικασίμου η οποία μπορεί να διαπιστωθεί από το δικαστικό φάκελο.

 

Έχω ακούσει με μεγάλη προσοχή τις θέσεις των διαδίκων όπως έχουν προωθηθεί από τους συνηγόρου τους.

 

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτηση επαναφοράς προσφυγής αντιμετωπίζεται πάντοτε με αυστηρότητα, εφόσον η προθεσμία καταχώρησης προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, δεν μπορεί να επεκταθεί με οποιοδήποτε τρόπο (βλ. Issam Lotfy Mohamed El Aassy v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1252/2010, ημερ. 17.5.2011 και Nader Mt Matanes v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012).  

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση οι λόγοι που απορρίφθηκε η προσφυγή του Αιτητή ήταν μη εμφάνιση του συνηγόρου του Αιτητή αλλά ούτε και του ίδιου του Αιτητή ως η υποχρέωση του δυνάμει του διαδικαστικού κανονισμού 12 (ανωτέρω) ενώπιον του Δικαστηρίου για προώθηση της προσφυγής η οποία ήταν ορισμένη για διευκρινήσεις και παρουσίαση διοικητικού φακέλου.

 

Η επίκληση ανωτέρας βίας την οποία προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή για την μη εμφάνισή του ενώπιον του Δικαστηρίου, δε με βρίσκει σύμφωνη.

 

Ανωτέρα βία συνίσταται σε γεγονότα ή περιστάσεις που είναι αδύνατον να προβλεφθούν με λογική προνοητικότατα ή να αποφευχθούν ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Μεταξύ άλλων ανωτέρα βία αφορά σε περιστατικά φυσικών καταστροφών, κοινωνικές ή πολιτικές αναταραχές, υγειονομικές καταστάσεις και πανδημίες, σύμφωνα με τα οποία δικαιολογείται απόλυτα και αντικειμενικά η μη εκτέλεσης της υπάρχουσας υποχρέωσης.

 

Το γεγονός ότι ο συνήγορος του Αιτητή δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ η υπόθεσή του ήταν ορισμένη για διευκρινήσεις, λόγω της υποχρέωσης του να παραστεί για εκπροσώπηση άλλου πελάτη του ενώπιον άλλου οργάνου, δεν μπορεί να εκληφθεί ως περίπτωση «ανωτέρας βίας» στην βάση της πιο πάνω ερμηνείας, εφόσον δεν διαφαίνεται από τα ενώπιον μου στοιχεία η άσκηση εκ μέρους του πλήρους επιμέλειας προς συμμόρφωση με την υφιστάμενη υποχρέωσή του να εμφανιστεί ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου για προώθηση της υπόθεσής του Αιτητή.  Ο κ. Κορυζής μπορούσε, λαμβάνοντας μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως να πράξει τα δέοντα προκειμένου να ειδοποιηθεί το Δικαστήριο για το κώλυμά του, δια αποστολής ηλεκτρονικού μηνύματος ή έστω τηλεφωνήματος προς τους αντιδίκους του δίδοντας την ελάχιστη ενημέρωση του κωλύματος του ώστε να ενημερωθεί και το Δικαστήριο εγκαίρως, αντίθετα ουδέν διαφαίνεται να έπραξε.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, Henria Tchabon Tchioundje ν  Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ. 152/2023 ημερομηνίας 14/01/2025 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Πέραν αυτού, τα αιτήματα των συνήγορων του Εφεσείοντα για παράταση της προθεσμίας καταχώρησης γραπτής αγόρευσης αλλά και αυτή καθ' αυτή η επίδικη αίτηση επαναφοράς συνεπάγονταν τον επαναορισμό των διευκρινίσεων, οπότε θεωρούμε ότι είναι διαφωτιστική η νομολογία ως προς την απόρριψη αίτησης για αναβολή ακρόασης.

 

Κατά τη νομολογία, το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, δεν εγγυάται στον διάδικο δικαίωμα συνεχών αναβολών (Δημητριάδου ν. Κυπριανίδη (2014) 1 Α.Α.Δ. 883·Πολιτική Έφεση Αρ. Ε205/2017 Al Nwili ν. Maremonte Investments Ltd, ανωτέρω).

 

Κατά κανόνα, οι αναβολές ακροάσεων είναι ανεπιθύμητες και πρέπει κατά το δυνατό να αποφεύγονται, αφού οι καθυστερήσεις θέτουν σε κίνδυνο το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης και πλήττουν την αποτελεσματικότητά της (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε98/2014, Mazur ν. Jacob, απόφαση ημερ. 16.7.2019· Πολιτική Έφεση Αρ. 398/2014 Zelmanov ν. Kώστα, απόφαση ημερ. 24.6.2022), δεδομένου ότι οι Δικαστές ασκούν δημόσιο καθήκον έναντι ολόκληρης της κοινωνίας (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε87/2013 Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 20.12.2023).

 

Στην πρόσφατη Πολιτική Έφεση Αρ. 45/2016 Thomas Kyriacou & Co (LAND PROPERTY DEVELOPERS LTD) v. Delvin a.o., απόφαση ημερ. 2.12.2024, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέφρασε τα εξής:

 

«Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για αναβολή ακρόασης είναι καλά εδραιωμένες και από μακρού χρόνου αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η απόφαση για αναβολή ακρόασης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση των δεδομένων της κάθε υπόθεσης σε συνάρτηση πάντοτε με τους λόγους επί των οποίων το αίτημα εδράζεται.  Το αίτημα αναβολής θα πρέπει να εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο αφενός του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί και της συνταγματικής επιταγής για τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας καλείται να εξισορροπήσει τα εκατέρωθεν δικαιώματα των διαδίκων και της απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο. Προεξάρχον κριτήριο στην άσκηση της περί ου ο λόγος διακριτικής ευχέρειας, αποτελεί η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Οι παράμετροι του κατ' έφεση δικαστικού ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά το θέμα της αναβολής έχουν, και αυτοί, σαφώς καθορισθεί στη νομολογία. Δεν αναθεωρείται, εκτός όπου διαπιστώνεται πως ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχει ο νόμος, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία εις βάρος του διάδικου[1] Επίσης το Εφετείο δεν επεμβαίνει έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε πρωτόδικα να είχε ενεργήσει διαφορετικά.

 

          [.]

Θα ήταν άτοπο, και βεβαίως ανεπίτρεπτο, να θεωρείται ότι διάδικοι και μάρτυρες μπορούν να ρυθμίζουν τη διαδικασία του Δικαστηρίου ανάλογα με το δικό τους πρόγραμμα. Τα Δικαστήρια δεν αναβάλλουν τις υποθέσεις για να διευκολύνουν τους δικηγόρους. Δεν πρέπει, δε, να λησμονείται ότι η ακρόαση των δικαστικών υποθέσεων κατά τον ορισθέντα χρόνο συναρτάται άμεσα με την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης, παράγοντας μείζονος  σημασίας για την εκπλήρωση της δικαστικής αποστολής.

 [.]

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω δεν διαπιστώνουμε ότι υπήρξε, εν προκειμένω, εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, αλλά ούτε και διαφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Τσουλόφτας v. Μιχαήλ (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228, «Η εσφαλμένη εντύπωση ότι οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί να θεωρεί ως δεδομένο ότι τα Δικαστήρια είναι υπόχρεα να αναβάλουν την υπόθεση του για να ικανοποιούνται οι προσωπικές του διευθετήσεις και επιθυμίες, πρέπει να εξαληφθεί. Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και ο έλεγχος των διαδικασιών για πραγμάτωση του στόχου αυτού, είναι στην τελευταία ανάλυση ευθύνη των Δικαστηρίων και η διακριτική εξουσία τους πρέπει να ασκείται με στόχο τη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ του καθιερωμένου δικαιώματος της εκδίκασης υποθέσεων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί.» ».

 

Πέραν όμως των πιο πάνω ουδόλως δικαιολογείται και η μη εμφάνιση του ίδιου του Αιτητή να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου με σκοπό την προώθηση της υπόθεσής του ώστε να καταστεί σαφές και το ενδιαφέρον του για προώθηση της υπόθεσής του. Η υποχρέωση του αυτή, σε κάθε περίπτωση προκύπτει από το διαδικαστικό κανονισμό περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ανωτέρω), η δε δοθείσα αιτιολογία μη εμφάνισης «λόγω απόστασης» δεν μπορεί να εκληφθεί ως ενδιαφέρον προώθησης της προσφυγής του.

 

 

Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ’αριθμόν 540/12, NADER MT MATANES v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30/11/2012, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Όπως έχει αναφερθεί στην El Aassy (ανωτέρω), απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με έρεισμα την υπόθεση Ανδρέα Μαύρου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3020, δεν υπάρχει πρόνοια στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που εφαρμόζονται με βάση τον Καν. 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, για επαναφορά αγωγής και κατ΄ επέκταση προσφυγής στην αναθεωρητική δικαιοδοσία όταν η αγωγή ή η προσφυγή αποσύρεται και απορρίπτεται.  Στην υπό κρίση περίπτωση βεβαίως η προσφυγή δεν αποσύρθηκε, αλλά απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης της.  Οπότε λειτουργούν οι αντίστοιχες διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για απορριφθείσα αγωγή λόγω μη εμφάνισης κατά την ακρόαση, κατά τη Δ.35 θ.4 και το ενδεχόμενο ακύρωσης της απόφασης που δόθηκε σε αίτηση που καταχωρείται εντός 15 ημερών, με βάση τη Δ.35 θ.5, στην οποία όμως δεν εδράζεται η επίδικη αίτηση.

 

Λειτουργεί βεβαίως υπέρ του αιτητή, η σπουδή με την οποία καταχώρησε την αίτηση επαναφοράς, μόλις την επόμενη μέρα, αλλά και εναντίον του η παντελής έλλειψη ουσιαστικής αιτιολογίας για την μη έγκαιρη εμφάνιση του συνηγόρου του.  Όχι μόνο η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση δεν επεξηγεί το λόγο μη εμφάνισης (αναφέρει απλώς ότι λόγω φόρτου εργασίας δεν κατέστη δυνατή η έγκαιρη ετοιμασία και κατάθεση της γραπτής αγόρευσης του αιτητή, που αφορά βεβαίως άλλο γεγονός από το ζητούμενο), αλλά και εντελώς λανθασμένα παρουσιάζει την υπόθεση ως να ήταν για οδηγίες ορισμένη στις 9.10.2012 (που δεν ήταν), αναμένοντας μάλιστα να ειδοποιείτο για την επόμενη ορισθείσα ημερομηνία από το Πρωτοκολλητείο λόγω μη εμφάνισης.  Αυτό αναγράφεται στην παρ. 4 της ένορκης δήλωσης, σε αντίθεση, πρέπει να παρατηρηθεί, με το γεγονός που καταγράφεται στην παρ. 2, ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις.

[………]

 

Η υποχρέωση του δικηγόρου να εμφανισθεί κατά τη δικάσιμο συνιστά μια σοβαρή ευθύνη που σχετίζεται άμεσα με την ίδια την απονομή της δικαιοσύνης, εφόσον δεν αποτελεί ζήτημα απλής τυπικότητας, αλλά ζήτημα ουσίας.  Αποφάσεις όπως η Ξενοφώντος ν. Χατζηαράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221 και Βαρδιάνος ν. Richards -   πιο πάνω -, τονίζουν την επιτακτική ανάγκη συμμόρφωσης με τις οδηγίες του Δικαστηρίου και τον κανόνα ότι λάθος ή παράλειψη του δικηγόρου δεν νοείται να προβάλλεται προς υπερφαλάγγιση των προθεσμιών ή την αναγέννηση των διαδικασιών.

[……..]

 

Στην Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262 και Rousos and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119, τονίσθηκε ότι αιτήσεις επαναφοράς πρέπει να εξετάζονται υπό το φως της αναθεωρητικής φύσης της όλης διαδικασίας, ώστε να μην θεωρείται ως εγκαταληφθείσα, αν πράγματι δεν υπήρξε πρόθεση εγκατάλειψης. Όμως, η αναθεωρητική δικαιοδοσία, παρά τον εξεταστικό της χαρακτήρα, θεωρείται από πλευράς διαδικασίας ως ιδιαίτερης φύσης, εφόσον η ίδια η προσφυγή πρέπει να καταχωρηθεί, χωρίς περιθώριο επέκτασης, εντός 75 ημερών. Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει διότι δεν έχει υποστηριχτεί με επάρκεια ούτε το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής όντως δεν είχε πρόθεση να εγκαταλείψει την προσφυγή του.

 

Για τους λόγους που έχω αναφέρει ανωτέρω, η αίτηση επαναφοράς απορρίπτεται, με €350 έξοδα, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

                                                                                        Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο