E.S.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 750/24, 27/1/2025
print
Τίτλος:
E.S.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 750/24, 27/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 750/24

 27 Ιανουαρίου  2025

 [Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:                                                                                                                                                  ES. Α. από το Καμερούν, ARC {…},

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Παναγιώτης Χ. Παναγιώτου (κος), Δικηγόρος για Αιτητή

Αίγλη Κίτσιου (κα.), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Ο Αιτητής είναι Παρών.

(Παρούσα η διερμηνέας κα Έλενα Ηρακλέους για πιστή μετάφραση από τα ελληνικά στα αγγλικά και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 23/01/2024, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 09/02/2024 και με την οποία τον πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται και ότι  αποφασίστηκε η επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του. Η αίτηση του απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται, οι απαιτούμενες προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, ο Αιτητής, υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής «Καμερούν»), εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του στις 14/11/2020, αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου υπό το καθεστώς φοιτητικής άδειας παραμονής στις 10/01/2021 και μετά εισήλθε παράνομα στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 27/01/2021, όπου στις 17/03/2021 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 29/11/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 10/01/2024 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας και εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή, η οποία εγκρίθηκε στις 23/01/2024 από εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου. Στις 09/02/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως και υπεγράφη από τον ίδιο στις 09/02/2024. Ακολούθως, στις 01/03/2024, καταχωρήθηκε η ως άνω προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό 750/24.

 

 ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΗ

Ο Αιτητής, δια του δικηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση.

O Αιτητής  προέβαλε μέσω της αίτησης πολλούς λόγους ακυρώσεως, τους οποίους και περιόρισε μέσω της γραπτής της αγόρευσης στους ακόλουθους τέσσερεις λόγους ακυρώσεως:

 

1.      Η απόφαση λήφθηκε δίχως τη δέουσα έρευνα ή/και η απόφαση είναι προϊόν λανθασμένης εκτίμησης των προσωπικών συνθηκών και δεδομένων του Αιτητή ή είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ουδέποτε στα λεγόμενά του σχετικά με τη φωτιά στη φυλακή ανέφερε ότι η φυλακή κάηκε ολοσχερώς παρά μόνο ότι κάηκε και πως το γεγονός ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα διαφαίνεται και μέσα από την επιπολαιότητα με την οποία έχουν γραφτεί τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση.

2.      Η απόφαση στερείται αιτιολογίας ή και επαρκούς αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ενώ προέρχεται από μια περιοχή στην οποία οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα με ένοπλες συρράξεις, αυθαίρετες συλλήψεις, υποβολή πολιτών σε βασανιστήρια και τόσα άλλα, το γεγονός αυτό ουσιαστικά δε λαμβάνεται καθόλου υπόψιν.

3.      Η απόφαση λήφθηκε υπό συνθήκες δυσμενής διάκρισης ή/και δεν έγινε ορθή υπαγωγή των διαπιστωθέντων γεγονότων που επικρατούν στην περιοχή όπου θα επιστρέψει ο Αιτητής και ως να μην ισχύουν τούτα τα δεδομένα σε αυτή την περιοχή για τον Αιτητή. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δηλώνει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο ο οποίος δεν ελήφθη υπόψιν κατά τη λήψη της απόφασης στο αίτημά του.

4.      Η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου περί Προσφύγων (6(1)/2000).

 

Οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως. 

 

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας και/ή ορθής αξιολόγησης όλων των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης» (το ίδιο αόριστοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

 

Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.

 

Περαιτέρω, δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

 

Ο συνήγορος του Αιτητή παραθέτει γενικά και αόριστα τα νομικά σημεία στην προσφυγή και επικαλείται παραβιάσεις του Συντάγματος, του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου χωρίς ωστόσο την παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά  επίσης  ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636:

 

«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Περαιτέρω κρίνω ότι η διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν καθόλα νόμιμη. Ο Αιτητής ενημερώθηκε από τον αρμόδιο Λειτουργό για τη διαδικασία της συνέντευξης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ως Αιτητής διεθνούς προστασίας. Ενημερώθηκε επίσης για το δικαίωμα πρόσβασης στην έκθεση, καθώς και για το δικαίωμα  προσφυγής του στο Δικαστήριο,  όπως μπορεί να διαπιστωθεί από τα πρακτικά της συνέντευξης.(ερ.27ΔΦ).

Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς  ερωτήσεις στον Αιτητή για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα και ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση και μετά το τέλος της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός και ο Αιτητής  υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, ο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate….in the interview» (ερ. 23 ΔΦ) βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Ο διερμηνέας επίσης υπέγραψε το ακόλουθο περιεχόμενο: «I the undersignedcertify that I have accurately and thruthfully interpreted from Lingala to English language, all information and statements mentioned during the personal interview» (ερ. 27 ΔΦ), πιστοποιώντας ότι έκανε ακριβή και ορθή μετάφραση της συνέντευξης.

 

Αναφορικά με το ισχυρισμό του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας  έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

 

Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα

 

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

 

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ωστόσο το Δικαστήριο θα προβεί σε περαιτέρω έρευνα σύμφωνα με τις εξουσίες που έχει.

Ειδικότερα Κατά την καταγραφή του Αιτητματος του ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Καμερούν, και γεννήθηκε στη Buea, πρωτεύουσα της επαρχίας Southwest Region του Καμερούν. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι Χριστιανός. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε πως μιλάει Αγγλικά και τη διάλεκτο Banyangi (μητρική). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος.

 

Κατά τη πρωτοβάθμια συνέντευξη ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Νιγηρίας, ότι γεννήθηκε στη Buea, πρωτεύουσα της επαρχίας Southwest Region του Καμερούν, μεγάλωσε στο Nguti και έζησε για ένα χρόνο στο Kumba κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ τελευταίο τόπο διαμονή δήλωσε το Nguti. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι Καθολικός Χριστιανός. Ως προς το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα του δήλωσε ότι σπούδασε Δημόσια Διοίκηση για δύο χρόνια (2011-2013) προτού σταματήσει για προσωπικούς λόγους τις σπουδές και πως εργαζόταν ως δημόσιος υπάλληλος στο τμήμα οικονομικών. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε πατέρας τριών παιδιών τα οποία ζουν με τη μητέρα τους στη Νιγηρία. ). Ο Αιτητής είναι κάτοχος διαβατηρίου Καμερούν το οποίο εκδόθηκε την 30/09/2020 και λήγει την 30/09/2025.

 

Ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν επειδή ήταν μέλος της επαναστατικής οργάνωσης Southern Cameroons National Council (SCNC). Συγκεκριμένα ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έγινε μέλος της οργάνωσης όταν φοιτούσε στο γυμνάσιο μετά από παρότρυνση του θείου του, ο οποίος ήταν ήδη μέλος. Ο Αιτητής δήλωσε πως ήταν πολύ ενεργό μέλος της οργάνωσης και έκανε ό,τι έπρεπε έως το 2019, όταν και συνελήφθη μαζί με το θείο του και άλλα μέλη της οργάνωσης. Πέρασε δύο περίπου μήνες στη φυλακή όταν, γύρω στον Ιούλιο του 2019 έγινε εξέγερση στην κεντρική φυλακή της Buea και δραπέτευσε. Η φυλακή, η οποία σύμφωνα με της δηλώσεις του αιτητή είχε 6.000 κρατούμενους κάηκε και πολλοί από τους κρατούμενους δραπέτευσαν. Κατόπιν τούτου ο αιτητής δήλωσε ότι κρύφτηκε για κάποιο καιρό και κατόπιν επικοινώνησε με έναν παιδικό του φίλο αξιωματικό του στρατού ο οποίος τον βοήθησε να φτάσει αρχικά στο Nguti και κατόπιν στη Duala, όπου ένας φίλος του που εργαζόταν στο τελωνείο βοήθησε τον αιτητή να φύγει (βλ. ερ. 27 1χ). Ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά τη φυλάκιση του δεν ένοιωθε πια ασφαλής στη χώρα καταγωγής (βλ. ερ. 27. 2χ).

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του Λειτουργού σχετικά με τη συμμετοχή του Αιτητή στην εν λόγω οργάνωση και πως η συμμετοχή αυτή του δημιουργούσε ένα αίσθημα ανασφάλειας, ο Αιτητής δήλωσε ότι η κυβέρνηση έθεσε την οργάνωση εκτός νόμου και μετά τον συνέλαβε. Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι δε γνωρίζει για ποιο λόγο τον στοχοποίησε η κυβέρνηση και εικάζει ότι κάποιος τον πρόδωσε (βλ. ερ 27 3χ). Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το τι δράσεις έκανε ο αιτητής ως ενεργό μέλος της οργάνωσης, αυτός απήντησε ότι συμμετείχε σε συναντήσεις και έφτιαχνε φυλλάδια (βλ. ερ 26 4χ).

Ο Αιτητής δήλωσε πως συνολικά συνελήφθη δύο φορές και πως πέρασε την πρώτη φορά ένα μήνα στο κελί του αστυνομικού τμήματος και τη δεύτερη φορά 7 με 10 μέρες (βλ. ερ 26 5χ). Το 2019, όταν και μπήκε στη φυλακή αφού συνελήφθη αρχές του 2019, πέρασε περίπου 6 με 7 μήνες φυλακισμένος (βλ. ερ 26 6χ). Ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά την απόδρασή του από τη φυλακή κατευθύνθηκε σε ένα κοντινό χωριό επ΄ ονόματι Mungene και από εκεί τηλεφώνησε στον φίλο του ο οποίος τον μετέφερε έως το Nguti. Ερωτώμενος σχετικά με τη διαδρομή που ακολούθησε μετά την απόδρασή του, ο αιτητής δήλωσε ότι πήγε από τη φυλακή στο Mungene με τα πόδια, πως του πήρε δύο ημέρες να φτάσει και πως στη διαδρομή δε συνάντησε στρατό μα μόνο αγρότες. Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού, ο Αιτητής δήλωσε ότι με το που έφτασε στο Nguti πήρε ένα κινητό με τη βοήθεια φίλων και οικογένειας και πως με αυτό κάλεσε τον αδερφό του για να τον βοηθήσει (βλ. ερ 26 8χ).

Σε ερώτηση του Λειτουργού αναφορικά με τη φωτιά στη φυλακή την οποία περιέγραψε ο Αιτητής, αυτός δήλωσε ότι μόνο μέρος της φυλακής κάηκε και πως έκτοτε ξανακτίστηκε (βλ. ερ. 25 2χ). Σε ερωτήσεις του λειτουργού σχετικά με το πως κατάφερε να είναι καλοπληρωμένος δημόσιος υπάλληλος ενώ διώκεται από το στρατό της χώρας, ο Αιτητής δήλωσε ότι η συμμετοχή του στην οργάνωση δεν επηρέασε τη δουλειά του καθώς δεν μπορούσαν να τον απολύσουν από τη θέση του όσο αυτός εμφανιζόταν σε αυτήν καθημερινά (βλ. ερ. 25 4χ).  

 

Σε ερώτηση του Λειτουργού αναφορικά με το τι πιστεύει ότι θα του συμβεί αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είναι σίγουρος αν θα είναι ασφαλής ή αν η ζωή του θα απειλείται από τον στρατό, ενώ σε περαιτέρω ερώτηση δήλωσε ότι δε θα του ήταν δυνατόν να ζήσει σε άλλο μέρος στο Καμερούν καθώς δεν πιστεύει ότι υπάρχει ασφαλές μέρος (βλ. ερ 24 1χ, 3χ). Ερωτώμενος πως κατάφερε να φύγει από τη χώρα με ασφάλεια εφόσον τον κυνηγούσε ο στρατός, ο Αιτητής δήλωσε ότι δωροδόκησε κάποιους υπαλλήλους στο τμήμα μετανάστευσης και πως είχε ένα φίλο στο τελωνείο (βλ. ερ 24 2χ).

 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από τα πρακτικά της συνέντευξης  και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας σχημάτισε την εισήγησή του επί τη βάση των εξής τριών (2) ουσιωδών ισχυρισμών:

(α) ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή,

(β) ισχυριζόμενα προβλήματα από την κυβέρνηση της χώρας

 

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως εκεί καταγράφονται. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο το οποίο προσκόμισε.

Ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Buea, Fako Division της επαρχίας Southwest Region του Καμερούν, και πως μεγάλωσε στην πόλη Nguti, Kupe-Muanenguba Division της επαρχίας Southwest Region η οποία είναι κατά δήλωσή του ο τελευταίος τόπος διαμονής του.

 

Η Buea και η Nguti που ανέφερε ο Αιτητής εντοπίστηκαν κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο. https://www.fallingrain.com/world/CM/09/Buea.html

https://www.fallingrain.com/world/CM/09/Nguti.html

 

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, ενώ όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες και επαρκείς πληροφορίες για τα σχετικά γεγονότα αυτός υπέπεσε σε αντιφάσεις και τα λεγόμενά του χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψή επαρκών πληροφοριών.

 

Συγκεκριμένα, σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το τι προϋποθέτει η συμμετοχή ενός ενεργού μέλους στην οργάνωση ο Αιτητής ανέφερε ότι τα μέλη προσπαθούν να πείσουν κόσμο να συμμετέχει δίχως να προβαίνει στην παροχή επαρκών πληροφοριών όσον αφορά τις δραστηριότητες των μελών. Σε περαιτέρω διευκρινιστική ερώτηση για τον τρόπο με τον οποίο το κάνει αυτό ένα μέλος, ο Αιτητής εκ νέου απάντησε αόριστα και ανέφερε πως κάνουν συναντήσεις και ετοιμάζουν φυλλάδια. Σε ερώτηση του λειτουργού σχετικά με το συμβάν της σύλληψής του, ο Αιτητής ανέφερε απλά πως ήταν στις αρχές του 2019 δίχως να παρέχει περαιτέρω πληροφορίες για το τόσο σημαντικό συμβάν.

Επί της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός, μετά από έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης, έκρινε ότι η αξιοπιστία του Αιτητή πλήττεται σημαντικά διότι ενώ ο ίδιος δήλωσε ότι η φυλακή στην οποία κρατείτο κάηκε μετά την εξέγερση των κρατουμένων το 2019, ενώ στη βάση της έρευνα του Λειτουργού επί του θέματος προέκυψε  ότι η φυλακή δεν κάηκε και πως είναι ακόμη ενεργή. Όταν δε επισημάνθηκε η αντίφαση αυτή στον Αιτητή, αυτός άλλαξε την αφήγησή του αναφέροντας ότι εννοούσε πως μόνο ένα μέρος της φυλακής κάηκε, δίχως να προβαίνει σε περαιτέρω επεξηγήσεις για την εν λόγω αναφορά του.

Επιπλέον, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι τελούσε υπό δίωξη από τον κρατικό στρατό ενόσω ήταν δημόσιος υπάλληλος στο τμήμα Οικονομικών του συμβουλίου χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευλογοφάνειας ενώ όταν αυτό επισημάνθηκε στον Αιτητή αυτός απάντησε αόριστα πως υπάρχουν πολλά άτομα που εργάζονται στην κυβέρνηση δίχως να είναι σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες και σαφείς εξηγήσει για το πως γίνεται ενώ η κυβέρνηση τον διώκει  ο ίδιος να λαμβάνει δημόσιες εκπαιδεύσεις διάρκειας έξι μηνών.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Λειτουργό παρατηρείται ασυνέπεια ως προς τη γενεσιουργό αιτία η οποία ώθησε τον Αιτητή να φύγει από τη χώρα του καθώς όταν ρωτήθηκε τι θα του συνέβαινε σε περίπτωση που επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του αυτός απάντησε ότι δεν είναι σίγουρος για τη ζωή του εξαιτίας της γενικευμένης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα του, δίχως να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει τον ισχυριζόμενο φόβο του από την κυβέρνηση της χώρας όπως θα αναμενόταν από τον ίδιο καθώς αναφέρθηκε στη γενικότερη επικρατέστερη κατάσταση δίχως να παρέχει περαιτέρω επεξηγήσεις και πληροφορίες. Τέλος, ο Λειτουργός επεσήμανε μια τελευταία βασική ασυνέπεια του Αιτητή καθώς όταν ερωτήθηκε τους λόγους που τον ώθησαν να έρθει στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας, αυτός ανέφερε ότι ήρθε για να σπουδάσει δίχως να αναφέρει την υποτιθέμενη γενεσιουργό αιτία την οποία ανέφερε στην μετέπειτα αφήγησή του.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων  σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β). Αντιθέτως, ο Λειτουργός ΄κερινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Καμερούν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η περιφέρεια Southwest Region, περιοχή στην οποία ο Αιτητής αναμένεται να επιστρέψει, βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2)(γ), ο Λειτουργός εξέτασε τα επιμέρους στοιχεία του άρθρου, ήτοι (i) κατά πόσο επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην περιοχή, (ii) κατά πόσο ασκείται αδιάκριτη βία στην περιοχή και (iii) κατά πόσο υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Κατόπιν εξέτασης των ως άνω, με βάση τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, ο Λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι  (i) η εν λόγω περιοχή βρίσκεται υπό κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, (ii) ότι επικρατούν συνθήκες οι οποίες ευνοούν περιστατικά πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας, και (iii) ότι από τις ιδιαίτερες καταστάσεις του Αιτητή στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προκύπτει ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην περιοχή. Ως εκ τούτου ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή  αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή  στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ,ο Αιτητής  κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

 

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, διαπιστώνω ότι,  ορθα ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος  και ότι αυτός δεν κατόρθωσε να πείσει ότι δεν αντιμετώπιζε οποιουδήποτε είδους δίωξη στη χώρα του και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση της καθεστώτος του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

. Η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου δεν μπορεί να του παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει,πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα απο τον Αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ  ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ  ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ  Κ.Α.(2009) 3 Α.Α.Δ. 358).

Σχετική είναι και η απόφαση  υπ' αρ626/2010 JAFAR KALASH και ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, 2.ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ημερ. 08/10/2013,στην οποία αναφέρονται τα εξής :

 «Όπως ορθώς υποδεικνύει η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών όπως εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις. Αυτό είναι ένα εμπόδιο που ρητά αναγνωρίζεται ως κώλυμα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του ιδίου του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός στην εισήγησή του, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην προσβαλλόμενη απόφασή της...».

 

 

Περαιτέρω συντάσσομαι με την αξιολόγηση και νομική ανάλυση του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με το αρ.19(2) (γ). Ορθά κρίθηκε ότι δεν υφίσταται λόγος να του αναγνωριστεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρο 19 (1), παρότι σύμφωνα με εξωτερικές πληροφορίες στην περιοχή από την οποία κατάγεται στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά ένοπλης σύρραξης και αδιάκριτης βίας, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2) αναφορικά με το κίνδυνο ο προσφεύγων να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, εφαρμόζοντας την αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα (‘’sliding scale’’).

 

Συγκεκριμένα, αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή  υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του EUAA σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο Αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο Αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός Αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, και ειδικότερα στην περιφέρεια του του νοτιοδυτικού Καμερούν, πόλη η οποία θεωρείται ως ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή , προκύπτουν τα εξής:  

 

Σύμφωνα με την ACLED, «η σύγκρουση στην αγγλόφωνη περιοχή αυξάνεται κάθε χρόνο, με τα βίαια γεγονότα να αυξάνονται κατά μέσο όρο 49% ετησίως από το 2020 έως το 2023»[1]. Η ίδια πηγή ανέφερε ότι οι αυτονομιστές επέβαλαν το κλείσιμο και περιορισμό κυκλοφορίας στις σχολικές δραστηριότητες και ήταν υπεύθυνοι για το 89% των σχεδόν 50 βίαιων περιστατικών με στόχο τους εκπαιδευτικούς το 2023[2]. Σε μια ενημέρωση παρακολούθησης προστασίας που καλύπτει τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2024, το Global Protection Cluster σημείωσε μια έξαρση στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τον Ιούλιο του 2024, με τους SSF να πραγματοποιούν «απαγόρευση κυκλοφορίας και επιχειρήσεις έρευνας που οδήγησαν σε επτά περιστατικά αυθαίρετων συλλήψεων που επηρέασαν 303 θύματα, ενώ οι NSAG δημιούργησαν περισσότερα παράνομα σημεία ελέγχου για να εκβιάζουν χρήματα και να απαγάγουν πολίτες λύτρα[3]. Οι πιο συχνές παραβιάσεις που καταγράφηκαν ήταν αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, σωματικές επιθέσεις ή κακοποίηση και δολοφονίες[4]. Ο υψηλότερος αριθμός παραβάσεων μεταξύ Ιουλίου και Το Σεπτέμβριο του 2024 καταγράφηκαν στην Buea (457 θύματα) και στη Muyuka (199 θύματα)»[5].

 

Το Δανικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (DRC) διεξήγαγε μηνιαίες δραστηριότητες παρακολούθησης προστασίας στη Νοτιοδυτική επαρχία μεταξύ Ιανουαρίου 2024 και Ιουνίου 2024 σε οκτώ κοινότητες στα τμήματα Fako, Kupe Muanenguba και Meme[6]. Σύμφωνα με πηγές που συμβουλεύτηκε η ΛΔΚ, μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2024, οι πρωτογενείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναφέρθηκαν από τους ντόπιους περιελάμβανε αυθαίρετες συλλήψεις και παράνομες κρατήσεις, βασανιστήρια και απάνθρωπη μεταχείριση, κλοπές, οικονομικές απαγωγές και εμπορία ανθρώπων και βία με βάση το φύλο (GBV)[7]. Η DRC κατέγραψε 55 περιστατικά προστασίας και 428 θύματα μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2024[8]. Αναφέρθηκαν επιπλέον  παραβιάσεις από τον τοπικό πληθυσμό που περιελάμβαναν αυθαίρετες συλλήψεις, δολοφονίες, επίθεση, βασανιστήρια/απάνθρωπη συμπεριφορά και βία με βάση το φύλο, που διαπράττονται από SSF και NSAG[9].

Ωστόσο προχωρώντας, στη νομική ανάλυση διαπιστώθηκε, αφού παρατέθηκαν πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή  και λήφθηκαν υπόψιν οι προσωπικές του περιστάσεις (ερ. 96-97) του διοικητικού φακέλου ,  και στη βάση της αξιολόγησης εφαρμόζοντας τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ για την αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα  στα πλαίσια αξιολόγησης του κατά πόσο ο Αιτητής  δικαιούταν συμπληρωματική προστασία δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου, κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας με μόνη την παρουσία του Αιτητή  στη επαρχία Southwest Region. Ως συνέπεια, η αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή  απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη και διατάχθηκε η επιστροφή του στο Καμερούν δυνάμει του άρθρου 13(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000.

 

Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, στη Southwest Region σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων  γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 13/1/2024 και 10/1/2025 στην επαρχία Southwest Region του Καμερούν καταγράφηκαν συνολικά 875 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 811 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 309 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 613 θύματα), 504 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 176 θύματα), 32 ως ταραχές/εξεγέρσεις (6 θύματα), 16 ως εκρήξεις ( 16 θύματα) και 14 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα). 

Σημειώνεται ότι στη πόλη Nguti, την ανωτέρω χρονική περίοδο σημειώθηκαν 6 περιστατικά ασφαλείας με 7 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων καταγράφηκαν 3 μάχες (με 6 ανθρώπινες απώλειες) και 3 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 1 ανθρώπινη απώλεια).   Ο πληθυσμός δε της εν λόγω επαρχίας καταγράφεται στους 1.316.079 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 2005[10].  Ειδικότερα στην πόλη Nguti, τόπο τελευταίας διαμονής στην χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο πληθυσμός ανέρχεται στους 27.151 κατοίκους[11].

 

 Συνεπώς και σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, καταλήγω ότι δεν προκύπτει βάσιμος φόβος δίωξης όπως περιγράφεται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) αναφορικά με τον κίνδυνο Ο Αιτητής  να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη στη χώρα καταγωγής του.

 

Τέλος, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογη και λήφθηκε κατ' ορθή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των Καθ' ων η Αίτηση, οι οποίοι ενήργησαν σύννομα και συνεκτίμησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία.  Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου.  Αντιθέτως, κρίνω ότι με σαφήνεια καταδεικνύεται στην υπό εξέταση περίπτωση και για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, πως τα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αναγκαίες προϋποθέσεις, για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον ο Αιτητής  δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται πως, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

 

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με € 1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή  και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

 

Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

              

 



[1] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in

West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf σελ. 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 

[2] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in

West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf σελ. 28 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 

[3] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf σελ. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 

[4] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf σελ. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 

[5] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf σελ. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 

[6] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q1, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/14eff56a-24a7-4da9-a1a9-dca02f2b864e/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q1_Southwest%20Cameroon.pdf σελ. 5;  DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf σελ. 5 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 

[7] 0 DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q1, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/14eff56a-24a7-4da9-a1a9-dca02f2b864e/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q1_Southwest%20Cameroon.pdf σελ. 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 

[8] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf σελ. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 

[9] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf σελ. 11 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025)

[10] City Population, Cameroon, Southwest Region, https://citypopulation.de/en/cameroon/cities/  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 

[11] City Population, Cameroon, Nguti, https://citypopulation.de/en/cameroon/admin/koup%C3%A9_manengouba/100202__nguti/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/1/2025) 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο