
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 83/2023
30 Ιανουαρίου, 2025
[Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.L.K.,
από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτητής
και
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Ραφ. Μαλεκκίδου (κα) για Ελισάβετ Κονοσίδου (κα)
Δικηγόροι για Καθ’ ων η αίτηση: Μελ. Τρεμούρη (κα) για Α. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 03.12.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»):
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη και ως «ΛΔΚ») την οποίαν εγκατέλειψε στις 30.09.2022 και στις 10.10.2022 εισήλθε, στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 02.11.2022 υπέβαλε αίτηση ασύλου και ακολούθως, στις 15.11.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξή του με λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενος ως «EUAA») o οποίος υπέβαλε στις 29.11.2022 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε στις 03.12.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 22.12.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Η εν λόγω απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής μέσω της συνηγόρου του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων κατά το οποίο περιορίστηκε μόνο στην προώθηση ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα. Σε υπόδειξη του Δικαστηρίου κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι πολύ γενικοί, αόριστοι και αναιτιολόγητοι, η συνήγορος του Αιτητή εξήγησε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας καθώς δεν ζητήθηκε από τον Αιτητή να αποδείξει τον λόγο εγκατάλειψης της χώρας του είτε με έγγραφα είτε με μαρτυρία. Ως επεξήγησε, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου ο Αιτητής κατάγεται από μη ασφαλή χώρα καταγωγής, θα έπρεπε να ερωτηθεί πιο συγκεκριμένα και να βοηθηθεί ώστε να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του και να μην γίνεται η διαδικασία τυπικά και ακολούθως να απορρίπτεται η αίτηση. Ως είναι η θέση της, η Υπηρεσία Ασύλου βασίστηκε πάνω σε δικές της εικασίες και διαπιστώσεις, δεν έδωσε την ευκαιρία στο Αιτητή να τοποθετηθεί περαιτέρω και έτσι απέρριψε τη αίτησή του χωρίς να τον βοηθήσει να εξηγήσει περαιτέρω τους ισχυρισμούς του και ότι κατά τούτο η συνέντευξη οδήγησε σε πλάνη περί τα πράγματα λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η Αίτηση υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, επισημαίνοντας ότι αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση και/ή απόδοση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ως προς τους ισχυρισμούς του, επισημαίνουν ότι έγιναν επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να απαντήσει, παραπέμποντας στο ερυθρό 23 του δ.φ. όπου ρωτήθηκε ο Αιτητής κατά πόσο ήθελε να προσθέσει κάτι άλλο με τον ίδιο να δηλώνει ότι θέλει να σπουδάσει και να παίζει ποδόσφαιρο. Κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, ο Αιτητής έχει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, είχε δε επαρκή χρόνο να αναφέρει αυτά που ήθελε και παρά τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν ο ίδιος δεν κατάφερε να αποδείξει τους ισχυρισμούς του.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Αναφορικά με τους εναπομείναντες ισχυρισμούς του Αιτητή, ως αυτοί παρατίθενται στη γραπτή του αγόρευση, επαναλαμβάνω, ως ήδη επισημάνθηκε και στη συνήγορό του κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων ότι αυτοί προωθούνται με εξαιρετική γενικότητα και αοριστία χωρίς να είναι ουσιαστικά ευδιάκριτο που ακριβώς αυτοί ερείδονται. Ούτε και τα όσα αναφέρθηκαν προφορικά ενώπιόν μου από την κα Μαλεκκίδου, φωτίζουν καθόλου το σκηνικό. Ως έχει πλειστάκις επισημανθεί δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η κατ' υπόθεση εξαγωγή των ισχυρισμών και των λόγων ακυρώσεως που επιδιώκεται να προωθηθούν. Ο Αιτητής οφείλει, δια των συνηγόρων του, να είναι σαφής τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στους λόγους που προωθούνται και στους κανόνες δικαίου που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται.
Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[1], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[2]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες.
Ο λόγος λοιπόν ακυρώσεως περί πλάνης περί τα πράγματα απορρίπτεται ως γενικός, αόριστος αλλά και αλυσιτελής.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[3], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτή, σε συνάρτηση και με τον, έστω γενικόλογο, ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Επί του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας συναρτώμενου και με την ουσία της υπόθεσης.
Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο έχει συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[4].
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Παρατηρώ ότι ο Αιτητής, στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησης του για άσυλο, κατέγραψε ότι η οικογένεια του τον εξανάγκαζε να νυμφευτεί τη σύζυγο του αδελφού του ο οποίος απεβίωσε τον Μάρτιο του φετινού έτους (2022). Επειδή η οικογένεια του δεν σταματούσε να τον πιέζει, ο ίδιος πήγε να μείνει στο σπίτι του φίλου του πατέρα του, ο οποίος τον βοηθούσε. Ως επισημαίνει ο Αιτητής, στην κουλτούρα του, εάν αρνηθεί να την νυμφευθεί, θα πεθάνει. Καταγράφει επίσης ότι πρόσφατα, αυτός (ενδεχομένως αναφέρεται στον φίλο του πατέρα του), έμαθε για την Κύπρο και ότι θα μπορούσε να έλθει στο νησί για προστασία και έτσι έκανε τις σχετικές διευθετήσεις για να τον στείλει εδώ (στη Δημοκρατία).
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης του, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι Χριστιανός Καθολικός και ανήκει στην εθνοτική ομάδα Luba. Υποστήριξε ότι έλαβε εκπαίδευση για πέντε (5) χρόνια στο σχολείο Saint Trimite στην Κινσάσα, η μητρική του γλώσσα είναι η lingala ενώ ομιλεί και την γαλλική. Ο ίδιος δεν έχει νυμφευτεί ποτέ και δεν έχει παιδιά. Έχει δύο αδελφές και έναν αδελφό ο οποίος απεβίωσε, ενώ τόσο οι γονείς όσο και οι αδελφές του διαμένουν στην πρωτεύουσα Κινσάσα και ο ίδιος τηρεί επαφή μαζί τους. Ως προς το επάγγελμα του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι δεν έχει εργαστεί ποτέ στη χώρα καταγωγής του επειδή προσπαθούσε να παίξει ποδόσφαιρο. Ισχυρίστηκε ότι γεννήθηκε στην Κινσάσα όπου και έζησε ολόκληρη τη ζωή του στην περιοχή Batandu, στο δήμο Matete μαζί με την οικογένεια του. Ως περαιτέρω ανέφερε, ο φίλος του πατέρα του, τον είχε βοηθήσει να διευθετήσει το ταξίδι του για την Κύπρο, ενώ από τότε που ήλθε στο νησί, δεν επισκέφθηκε ποτέ ξανά τη χώρα του.
Στη συνέχεια της συνέντευξης του, ερωτηθείς για τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει το Κονγκό, ο Αιτητής υποστήριξε ότι έφυγε λόγω οικογενειακών προβλημάτων και εξαναγκαστικού γάμου. Ως ισχυρίστηκε ο μεγάλος αδελφός του, ο οποίος απεβίωσε στις 2 Μαρτίου, ήταν νυμφευμένος και σύμφωνα με την παράδοση τους, εάν ο μεγάλος αδελφός αποβιώσει, τότε ο αδελφός που ακολουθεί, θα νυμφευτεί τη χήρα. Εάν δεν αποδεχτεί να το πράξει, τότε θα πεθάνει. Ωστόσο, ο ίδιος αρνήθηκε να νυμφευτεί παρόλο που η οικογένεια του τον πίεζε να το πράξει, δηλώνοντας τους ότι ήταν πολύ νεαρός για να νυμφευτεί αφού ήταν μόνο 17 ετών. Τότε έφυγε από το οικογενειακό σπίτι και μετέβη στο σπίτι του φίλου του πατέρα του ο οποίος τον βοήθησε να έρθει στην Κύπρο. Ο Αιτητής ανέφερε ότι ερχόμενος εδώ δεν γνώριζε ότι το νησί ήταν μοιρασμένο και ενώ βρισκόταν στα κατεχόμενα, ένας λευκός άνδρας τον λυπήθηκε και τον βοήθησε να έρθει στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας.
Ερωτηθείς ως προς τι θα μπορούσε να του συμβεί εάν επέστρεφε πίσω στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα μπορούσε να πεθάνει ή να τρελαθεί, αφού σύμφωνα με την παράδοση τους, αυτό θα συμβεί. Ο Αιτητής επανέλαβε ότι όταν ο αδελφός του απεβίωσε στις 02.03.2022, κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής σύναξης ένα μήνα αργότερα, οι γονείς του, του είχαν ζητήσει να νυμφευτεί την σύζυγο του αείμνηστου αδελφού του. Όταν ο ίδιος αρνήθηκε, τον είχαν διώξει από το σπίτι, δεν του έδιδαν φαγητό και γι’ αυτούς ο ίδιος δεν ανήκε πλέον στην οικογένεια. Τότε ο ίδιος μετέβη στο σπίτι του φίλου του πατέρα του μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022 όπου εγκατέλειψε την πατρίδα του. Ο Αιτητής υποστήριξε ότι αυτούς τους μήνες, έβλεπε άσχημα όνειρα και είχε πονοκεφάλους επισημαίνοντας ότι τον είχαν καταραστεί οι πρόγονοι επειδή δεν είχε ακολουθήσει την παράδοση. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι για όσο διάστημα διέμενε στο σπίτι του φίλου του πατέρα του, δεν είχε επικοινωνήσει με την οικογένεια του αφού δεν ήθελε να γνωρίζουν που βρισκόταν. Ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν είχε δει τα μέλη της οικογένειας του μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα του.
Στη συνέχεια, δήλωσε ότι ο φίλος του πατέρα του, τον λυπήθηκε και αποφάσισε να τον βοηθήσει. Σημείωσε ότι είναι ένας καλός άνθρωπος και τον είχε σαν γιο του. Όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε τι άλλαξε και τώρα επικοινωνεί με την οικογένεια του, υποστήριξε ότι τώρα είναι πολύ μακριά και η οικογένεια του δεν μπορούν να κάνουν οτιδήποτε, υπέδειξε ωστόσο ότι γι’ αυτούς ο ίδιος δεν θεωρείται πλέον μέλος της οικογένειας. Ερωτηθείς εάν είχε μεταβεί στην αστυνομία της ΛΔΚ για να καταγγείλει τον αναγκαστικό γάμο, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε ότι αυτή η ιδέα δεν είχε περάσει από το μυαλό του. Όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε εάν τον αναζητούσαν οι γονείς του όταν ο ίδιος βρισκόταν στο σπίτι του φίλου του πατέρα του, απάντησε θετικά σημειώνοντας ότι του το είχε πει ο φίλος του πατέρα του. Ωστόσο, ο τελευταίος είχε πει στους γονείς του Αιτητή ότι ο αυτός δεν ήταν μαζί του. Ο Αιτητής υποστήριξε ότι το διαβατήριο του το είχε εκδώσει ο φίλος του πατέρα του ο οποίος αποφάσισε να τον βοηθήσει επειδή τον συμπαθούσε πολύ.
Ερωτηθείς γιατί αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του αφού για έξι (6) σχεδόν μήνες η οικογένεια του δεν τον είχε ενοχλήσει, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αποφάσισε να φύγει επειδή φοβόταν αφού γνώριζε ότι η παράδοση τους δεν ήταν καλή και δεν υπήρχαν άλλες επιλογές για τον ίδιο. Όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε εάν γνώριζε οποιονδήποτε που να είχε το ίδιο ζήτημα με τον ίδιο, απάντησε ότι δεν γνώριζε κάποιον προσωπικά ωστόσο ο πατέρας του, του είχε πει πολλές ιστορίες. Ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να παραμείνει σε κάποια άλλη πόλη, ο Αιτητής ανέφερε ότι θα μπορούσε να ζήσει σε άλλη πόλη ωστόσο «that problem will hang on my head. Because it is a spiritual thing». Επισήμανε ότι εδώ στην Κύπρο ο ίδιος είναι καλά επειδή τα πνεύματα δεν μπορούν να τον ακολουθήσουν αφού δεν γνωρίζουν που βρίσκεται. Όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε εάν μπορούσε να επιστρέψει στο Lubumbashi και να εγκατασταθεί εκεί, απάντησε θετικά προσθέτοντας ότι θα προσπαθήσει. Ο Αιτητής δήλωσε ότι το Lubumbashi είναι στην ΛΔΚ ωστόσο δεν γνωρίζει που ακριβώς βρίσκεται.
Τέλος, ερωτηθείς εάν επιθυμούσε να προσθέσει οτιδήποτε άλλο στη συνέντευξη του, ο Αιτητής σημείωσε ότι θα ήθελε να γνωρίζει εάν μπορεί να του δοθεί κάποιος χρόνος προτού εγκαταλείψει τη Δημοκρατία αφού επιθυμεί να σπουδάσει και να παίξει ποδόσφαιρο.
Στο πλαίσιο της Εισηγητικής του Έκθεσης, o λειτουργός ασύλου κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. O πρώτος αφορά τις δηλώσεις γύρω από τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ενώ ο δεύτερος ισχυρισμός συνίσταται στις δηλώσεις του περί του ότι τα μέλη της οικογένειας του τον πίεζαν να νυμφευτεί τη σύζυγο του αείμνηστου αδελφού του το 2022.
Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, ο λειτουργός έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική όσο και εξωτερική αξιοπιστία του πρώτου ισχυρισμού και τον έκανε αποδεκτό ως αξιόπιστο.
Σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, ο λειτουργός ασύλου έκρινε τον ισχυρισμό ως αναξιόπιστο, καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες. Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής έδωσε γενικές μόνο πληροφορίες αναφέροντας ότι του ζητήθηκε σε οικογενειακή συγκέντρωση να νυμφευτεί τη σύζυγο του αείμνηστου αδελφού του, εκείνος αρνήθηκε και τον έδιωξαν από το σπίτι, με τον Αιτητή να δηλώνει ότι είχε άσχημα όνειρα και πονοκεφάλους, επειδή ως γενικόλογα απάντησε, ήταν καταραμένος. Ερωτηθείς ως προς το ποιος τον είχε καταραστεί, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να δώσει συγκεκριμένη απάντηση και είπε απλά οι πρόγονοι, ενώ όταν ζητήθηκε να διευκρινίσει περισσότερο, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε όσους αποφάσισαν γι’ αυτή την παράδοση (ερυθρό 26χ1). Κρίθηκε συνεπώς κατά τούτο ότι αναμενόταν από τον Αιτητή να είναι σε θέση να παράσχει περισσότερες πληροφορίες για το τι ακριβώς συνέβη σχετικά με τον αναγκαστικό γάμο καθώς και να μπορέσει να διευκρινίσει περισσότερο από ποιον ακριβώς ήταν καταραμένος.
Ο λειτουργός ασύλου εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού του Αιτητή, παρέπεμψε σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι στο παρελθόν ακολουθείτο τέτοια παράδοση. Ωστόσο, με βάση την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, μπορεί να συνοψιστεί ότι οι πληροφορίες των δηλώσεων του Αιτητή υπήρξαν γενικές και μη λεπτομερείς, καθώς ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που αναγκάστηκε να νυμφευτεί και ούτε έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες. Ως εκ τούτου ο λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι η συνολική εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, δεν αποδεικνύεται, απορρίπτοντας κατά τούτο τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του.
Ακολούθως, ο λειτουργός ασύλου, προχώρησε, υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του σε αξιολόγηση του κινδύνου. Με βάση λοιπόν τον ισχυρισμό αυτό, έγινε αποδεκτό ότι ο Αιτητής είναι ένας αγγλόφωνος δεκαοκτάχρονος άνδρας, άγαμος χωρίς εξαρτώμενα, υγιής χωρίς δείκτες ευαλωτότητας, υπήκοος της ΛΔΚ με τόπο συνήθους διαμονής την Κινσάσα. Ο λειτουργός ασύλου αξιολόγησε περαιτέρω τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην πρωτεύουσα Κινσάσα, καταλήγοντας ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην Κινσάσα, ΛΔΚ, εξαιτίας του προφίλ του και της συνεχιζόμενης κατάστασης ασφαλείας.
Προχωρώντας ακολούθως στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 έτσι ώστε να του αναγνωριστεί το προσφυγικό καθεστώς, αλλά και ότι δεν δικαιούται το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας με βάση τα άρθρα 19(1) και 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 15 του Qualification Directive. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή τόσο για προσφυγικό καθεστώς όσο και για συμπληρωματική προστασία.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, παρατηρώ πως κατά τη συνέντευξη υποβλήθηκαν στον Αιτητή ικανοποιητικός αριθμός ερωτήσεων ανοικτού τύπου αλλά και αριθμός διευκρινιστικών και κλειστού τύπου ερωτήσεων, ώστε ο ίδιος να μπορέσει να εξωτερικεύσει και να αποσαφηνίσει τους ισχυρισμούς του. Λόγω ακριβώς της πληρότητας που εντοπίζω κατά τη διερευνητική διαδικασία, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος και απορρίπτεται καθώς φρονώ πως οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και εξέτασαν προσεκτικά και σχολαστικά κάθε ισχυρισμό του Αιτητή και κάθε πτυχή της υπόθεσης του προτού καταλήξουν στα συμπεράσματα τους.
Αξιολογώντας ωστόσο και το υπό το φως της διευρυμένης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, συντάσσομαι καταρχάς με τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, όπως αυτός έχει σχηματιστεί και αξιολογηθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς κρίνω πως πράγματι οι αναφορές του Αιτητή υπήρξαν σαφείς και συνεκτικές σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και διαμονής του στοιχεία που εντοπίστηκαν και σε διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης, επιβεβαιώνοντας τις δηλώσεις του.
Σχετικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή ότι αυτός είχε εξαναγκαστεί από την οικογένειά του να νυμφευτεί τη σύζυγο του αποθανόντος αδελφού του, έχοντας εξετάσει ενδελεχώς τα όσα ο Αιτητής αφηγήθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, είναι και η δική μου κατάληξη ότι αυτός πάσχει ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Ειδικότερα, ως προκύπτει από το αφήγημα του Αιτητή, η κύρια αιτία φόβου του αφορά μια «κατάρα» που, όπως ισχυρίζεται, του επιβλήθηκε από τους προγόνους του λόγω της άρνησής του να συναινέσει σε εξαναγκαστικό γάμο. Ο ίδιος περιγράφει ότι, μετά την απόρριψη του γάμου, άρχισε να έχει εφιάλτες και να υποφέρει από πονοκεφάλους, τους οποίους αποδίδει σε πνευματικές δυνάμεις. Ωστόσο, η αναφορά σε υπερφυσικά ή πνευματικά φαινόμενα δεν συνιστά τεκμηριωμένη απόδειξη σοβαρού και αντικειμενικά μετρήσιμου κινδύνου. Παρότι οι πολιτισμικές και παραδοσιακές πεποιθήσεις ενός ατόμου διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις του, η επίκληση «πνευματικών απειλών» δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνη της επαρκή βάση για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας.
Επιπλέον, ο ίδιος ο Αιτητής δεν παρουσιάζει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η απειλή που επικαλείται είναι γενικευμένη στην κοινότητά του. Όταν ρωτήθηκε εάν γνωρίζει άλλα άτομα που υπέστησαν παρόμοιες διώξεις λόγω της άρνησής τους να συμμορφωθούν με εξαναγκαστικούς γάμους, απάντησε αρνητικά. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν παρουσίασε συγκεκριμένες μαρτυρίες ή περιστατικά προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, παρά μόνο ανέφερε γενικόλογες αφηγήσεις του πατέρα του, χωρίς να μπορεί να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες. Αυτό μειώνει την αξιοπιστία του ισχυρισμού του και εγείρει ερωτήματα τόσο ως προς την πραγματική ύπαρξη της απειλής αυτής, όσο και, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αυτή υφίσταται, εάν αφορά ένα μεμονωμένο περιστατικό ή συνιστά ένα αντικειμενικά υφιστάμενο φαινόμενο ευρύτερης κλίμακας.
Ένα ακόμα αδύναμο σημείο της κατάθεσής του είναι η έλλειψη οποιασδήποτε προσπάθειας να ζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας του. Παρόλο που ισχυρίζεται ότι βρισκόταν σε σοβαρό κίνδυνο, ωστόσο ο ίδιος δεν προσπάθησε να απευθυνθεί στην αστυνομία ή σε άλλες κρατικές δομές για να προστατευτεί εξηγώντας σε σχετική ερώτηση ότι «The idea did not cross my mind».
Υπενθυμίζεται συναφώς, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα της χώρας καταγωγής, από τις αρχές της οποίας ο Αιτητής θα μπορούσε καταρχήν να αναζητήσει προστασία[5]. Ο Αιτητής θα μπορούσε να μεταβεί στην αστυνομία της χώρας του και να καταγγείλει την οικογένεια του που τον πίεζαν σε εξαναγκαστικό γάμο, αναζητώντας προστασία ωστόσο δεν το έπραξε, παραλείποντας κατά τούτο να εξαντλήσει τα περιθώρια εθνικής προστασίας προτού αναζητήσει διεθνή προστασία από άλλο κράτος.
Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές αντιφάσεις στην αφήγησή του που μειώνουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Για παράδειγμα, ο ίδιος υποστηρίζει ότι η οικογένειά του τον αποκήρυξε όταν αρνήθηκε τον γάμο και ότι αναγκάστηκε να καταφύγει στο σπίτι ενός φίλου του πατέρα του, όπου διέμενε μέχρι τον Σεπτέμβριο, οπότε και έφυγε από τη χώρα. Ωστόσο, δεν παρέχει σαφείς πληροφορίες για το πώς επιβίωσε κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών και γιατί η οικογένειά του, ενώ αρχικά τον αποκήρυξε, στη συνέχεια άρχισε να τον αναζητά. Η αντίφαση αυτή δημιουργεί ερωτήματα για το πόσο σοβαρή ήταν πραγματικά η απειλή εναντίον του. Παρατηρούνται περαιτέρω, ασάφειες και χρονικά κενά στο αφήγημά του. Αναφέρει ότι ο αδελφός του πέθανε στις 2 Μαρτίου 2022 και ότι η οικογένειά του, του ζήτησε να παντρευτεί τη χήρα έναν μήνα αργότερα. Δεν διευκρινίζει, όμως, πότε ακριβώς εκδιώχθηκε από το σπίτι, ούτε παρέχει λεπτομέρειες για το πώς κατάφερε να διαφύγει ή αν δέχθηκε απειλές πριν από την αναχώρησή του.
Σημαντικό επίσης είναι και ότι , σε κανένα σημείο του αφηγήματός του, ο Αιτητής δεν αναφέρεται σε σωματικές απειλές ή βία από την οικογένειά του ή την κοινότητά του, αλλά ούτε και υποδεικνύει την ύπαρξη άμεσης απειλής κατά της ζωής του. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος που επικαλείται βασίζεται περισσότερο σε ψυχολογικούς ή πολιτισμικούς παράγοντες και λιγότερο σε πραγματική φυσική απειλή.
Τέλος, αντίφαση εντοπίζεται και στα λεγόμενά του αναφορικά με την πιθανότητα επιστροφής του στη χώρα του. Στην αρχή της συνέντευξης δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν μπορεί να επιστρέψει, καθώς η «κατάρα» θα τον ακολουθεί. Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε αν θα μπορούσε να ζήσει σε μια άλλη πόλη, όπως η Lubumbashi, απάντησε πως «μπορεί να δοκιμάσει». Αυτή η αλλαγή στάσης δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσο η απειλή που αντιμετωπίζει είναι πραγματικά αναπόφευκτη ή αν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις εντός της χώρας του.
Ενόψει των ανωτέρω, η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του δεν αποκρυσταλλώνεται σε σαφή και πειστική βάση.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, παρατηρώ ότι ο λειτουργός ασύλου ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από τις οποίες προκύπτει ότι οι Luba ασκούν το levirate καθώς και το sororate. Το levirate είναι το έθιμο ενός άνδρα να νυμφεύεται τη χήρα ενός αποθανόντος αδελφού, ενώ ο Soronate είναι ένας άνδρας που νυμφεύεται την αδελφή της αποθανούσας συζύγου του (Mukenge spring 2010, 22; Encyclopaedia Britannica n.d.). Σύμφωνα με τον Mukenge, ένας γάμος διατηρείται μέσω αυτών των πρακτικών έτσι ώστε η απώλεια ενός γονέα να μην φέρει σημαντική αναστάτωση στη ζωή των παιδιών. Ο εκπρόσωπος του Les anges du ciel ανέφερε ότι το levirate ήταν υποχρέωση στο παρελθόν, αλλά ότι σήμερα πραγματοποιείται εάν συναινέσει η γυναίκα (πηγή ημερ. 24 Απριλίου 2014). Ο Καθηγητής ανέφερε ότι «είναι αρκετά ασυνήθιστο το (levirate) να επιβάλλεται ενάντια στη θέληση της χήρας στις πόλεις (αλλά) θα μπορούσε να συμβεί» (8 Απρ. 2014). Σύμφωνα με τον Mukenge, ένας γάμος δεν είναι συμβόλαιο μεταξύ άνδρα και γυναίκας, αλλά μια «συμμαχία» μεταξύ των οικογενειών τους που αναμένεται να διαρκέσει πέρα από τις ζωές των συζύγων (Mukenge spring 2010, 22). Ο Mukenge υποδεικνύει ότι τα παιδιά των Luba «ανατράφηκαν ως γιοι και κόρες πολλών πατέρων και μητέρων»[6].
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή, υποδηλώνει ότι το levirate εφαρμόστηκε εναντίον του με καταναγκαστικό τρόπο, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τις εξωτερικές πηγές, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η συναίνεση της γυναίκας αποτελεί πλέον προϋπόθεση για την εφαρμογή του εθίμου. Ούτε έχει ο ίδιος προσκομίσει στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι η περίπτωσή του αποτελεί εξαίρεση ή ότι η επιβολή του συγκεκριμένου γάμου ήταν τόσο αυστηρή ώστε να του δημιουργήσει κίνδυνο δίωξης. Πρόσθετα η αφήγηση του Αιτητή είναι προβληματική διότι δεν παρέχει στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι η οικογένειά του είχε πραγματικά μηχανισμούς καταναγκασμού εναντίον του. Αντιθέτως, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν ότι η αντίσταση σε έναν γάμο μπορεί να επιφέρει κοινωνική πίεση ή περιθωριοποίηση, αλλά δεν συνοδεύεται απαραιτήτως από άμεσο κίνδυνο ζωής ή σωματικής βίας. Ενα από τα σημαντικότερα ζητήματα λοιπόν που αποδυναμώνουν την εξωτερική αξιοπιστία της μαρτυρίας του Αιτητή είναι η έλλειψη αποδείξεων ότι το levirate επιβάλλεται με βίαιο τρόπο στη χώρα καταγωγής του. Οι διαθέσιμες πηγές δεν αναφέρουν ότι η άρνηση συμμόρφωσης με το έθιμο συνεπάγεται άμεσες απειλές κατά της ζωής ή σωματικές διώξεις. Άλλωστε, η αφήγησή του δεν περιλαμβάνει αναφορές σε πραγματική βία, ούτε επικαλείται προηγούμενα περιστατικά όπου άτομα υπέστησαν διώξεις λόγω της άρνησής τους να συμμετάσχουν σε τέτοιου είδους γάμους. Αντιθέτως, η μόνη «απειλή» που φαίνεται να έχει δεχθεί είναι η «κατάρα» των προγόνων του, η οποία δεν συνιστά αντικειμενικά μετρήσιμο κίνδυνο στο πλαίσιο της διεθνούς προστασίας. Καταλήγω συνεπώς ότι, ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του έχει τεκμηριωθεί.
Ενόψει των πιο πάνω, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή απορρίπτεται.
Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση.
Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«3.1. Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι:
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[7] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakite, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmi[8], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[9] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[10] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Κινσάσα, η οποία συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή και όπου αναμένεται να επιστρέψει. Από την έρευνα αυτή ανέκυψαν τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 20.01.2024 και 17.01.2025, στην εν λόγω περιφέρεια καταγράφηκαν, ως προκύπτει από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), συνολικά 117 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 223 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 64 εξ αυτών καταγράφηκαν ως διαμαρτυρίες με μηδέν απώλειες ζωών, 22 περιστατικά στρατηγικών αναπτύξεων χωρίς θανάτους, 19 περιστατικά ως ταραχές με 202 θανάτους, 8 περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων με 16 θανάτους, και 4 περιστατικά μαχών με 5 θανάτους.[11]Ο δε πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα καταγράφεται στους 16.316.000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2023.[12]
Η ανάλυση των πρόσφατων δεδομένων καταδεικνύει ότι το επίπεδο βίας στην Κινσάσα παραμένει σχετικά περιορισμένο, χωρίς να προκύπτει γενικευμένη αδιάκριτη βία που να θέτει σε κίνδυνο κάθε πολίτη. Δεν διακρίνω συνεπώς την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην Κινσάσα ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Ούτε προκύπτει από το προφίλ και το ιστορικό του Αιτητή ο οποίος είναι νέος, υγιής, με στοιχειώδη εκπαίδευση που ομιλεί δύο γλώσσες και με προηγούμενο ιστορικό διαβίωσης στην εν λόγω πόλη, έχοντας εκεί υποστηρικτικό δίκτυο και χωρίς να παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας ή κάποιο χαρακτηριστικό ή στοιχείο που να συμβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο στην επίταση του κινδύνου να υποστεί σοβαρή βλάβη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[2] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007
[3] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[4] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.
[5] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), 36 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf
[6] Βλ. ερυθρά 43-42 και 37 του δ.φ.
[9] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009.
[10] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[11] Αccled, Kinshasa, reference period 20.01.2024 -17.01.2025, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 28.01.2025]
[12] https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερ. πρόσβασης 28.01.2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο