Μ. Α., ασυνόδευτος ανήλικος, δια της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.837/23, 24/1/2025
print
Τίτλος:
Μ. Α., ασυνόδευτος ανήλικος, δια της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.837/23, 24/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.837/23

 

24 Ιανουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Μ. Α., ασυνόδευτος ανήλικος, δια της Επιτρόπου

Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Χ. Παλαικυθρίτη, Δικηγόρος για αιτητή

Κα Α. Αναστασιάδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 17/02/23, δι’ επιστολής ίδιας ημερομηνίας, ως άκυρης και/ή παράνομης και/ή αντισυνταγματικής και/ή στερούμενης έννομου αποτελέσματος και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως πρόσφυγας ή ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από τη Σομαλία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, σ στις 19/03/22 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 05/05/22 (ερ.1-4, 11, 21).

Στις 08/09/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στου οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.12-21). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και, στις 10/10/22, η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.65-73).

Μετά τη λήψη απόφασης επί της επίδικης αιτήσεως, κατόπιν αιτήματος του κηδεμόνα του αιτητή, λόγω συνεχιζόμενης παραβατικής συμπεριφοράς στη δομή ανηλίκων όπου αυτός διέμενε, που περιλάμβανε – μεταξύ άλλων – κατανάλωση αλκοόλ, χρήση ουσιών και επιθετική συμπεριφορά προς άλλους ανηλίκους που διαβιούσαν μαζί του με τη χρήση αιχμηρών αντικειμένων, ο αιτητής παραπέμφθηκε σε ιατρικές εξετάσεις προσδιορισμού της ηλικίας του. Αυτό γνωστοποιήθηκε στον αιτητή και ζητήθηκε να τοποθετηθεί αλλά και να δώσει, ως απαιτούνταν, τη συγκατάθεση του, πράγμα που έγινε. Τα αποτελέσματα των ως άνω εξετάσεων επιβεβαίωσαν την ανηλικότητα του, αφού ο αιτητής κρίθηκε ως άτομο 17 ετών κατά τον χρόνο της εξέτασης (ερ.76-90). Σημειώνεται ότι ο ίδιος επιμένει ότι ήταν 16 ετών τότε και ότι γεννήθηκε την 01/01/2007 (ερ.90). Σημειώνεται περαιτέρω ότι στις 08/09/22, μετά το πέρας της συνέντευξης συντάχθηκε έκθεση αναφορικά με την ηλικία του αιτητή, όπου καταγράφεται ότι δεν υπάρχουν λόγοι αμφισβήτησης της εξ αυτού δηλωθείσας ημερομηνίας γέννησης (01/01/07) και της ανηλικότητας του (ερ.23-26).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 17/02/23 και του μεταφράστηκε στη Σομαλική, μαζί με την σχετική αιτιολογία (ερ.93-94). Την ίδια μέρα γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων προσδιορισμού ηλικίας (ερ.90).

Στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ο αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας του ότι ο πατέρας και η μεγαλύτερη αδελφή του σκοτώθηκαν από την Al Shabaab, καθώς εργάζονταν για την κυβέρνηση και έτσι ο ίδιος έφυγε από τη χώρα γιατί θα σκοτωνόταν κι’ αυτός, ως αναφέρει, και επιζητά άσυλο.

Κατά τη συνέντευξή ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε στην Μογκαντίσου για όλη του τη ζωή, μέχρι που έφυγε από τη Σομαλία. Η μητέρα του διαμένει στη Ν. Αφρική και υποβάλλεται σε θεραπείες επειδή πάσχει από καρκίνο και ο πατέρας και η μεγαλύτερη αδελφή του δολοφονήθηκαν από την Al Shabaab τον Μάιο 2021. Ερωτόμενος σχετικά ανέφερε πως ξεκίνησε να πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο όταν ήταν σε ηλικία 13 ετών και σταμάτησε ένα έτος αργότερα επειδή η οικογένεια του δεν μπορούσε να τον στηρίξει οικονομικά. Τα επόμενα δύο έτη μέχρι που έφυγε από τη χώρα καταγωγής δεν έκανε κάτι, καθόταν σπίτι και βοηθούσε την μητέρα του στο μαγαζί με λαχανικά που είχε, το οποίο έχει πουληθεί έκτοτε. Ως ανέφερε, το ταξίδι του χρηματοδοτήθηκε από την μητέρα του, η οποία ανέλαβε τα έγγραφα του για την αναχώρηση του.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του δήλωσε προβλήματα με την φυλή του και το ότι ο πατέρας και η αδελφή του σκοτώθηκαν από την Al shabaab, επειδή εργάζονταν για την κυβέρνηση. Ερωτηθείς σχετικά με την δολοφονία του πατέρα και της αδελφής του δήλωσε πως αυτό συνέβη τον Μάιο του 2021 και πως ο ίδιος με την μητέρα του ήταν στην αγορά και πουλούσαν λαχανικά. Η αστυνομία τους είπε πως ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από το αυτοκίνητο του πατέρα του και πως ξεκίνησαν να τους πυροβολούν. Τότε, ως ανέφερε, μαζεύτηκε κόσμος και μετέφεραν τον πατέρα και την αδελφή του στο νοσοκομείο, όπου πήγαν ο ίδιος και η μητέρα του και είδαν το νεκρό σώμα του πατέρα του και την αδελφή του βαριά τραυματισμένη.  Ως ανέφερε, η μητέρα του έμαθε για τον θάνατο του πατέρα και της αδελφή του από τηλεφώνημα του νοσοκομείου. Σε ερώτηση σχετικά με το επάγγελμα του πατέρα του δήλωσε πως εργαζόταν το τελευταίο έτος ως βοηθός/ γραμματέας του Συμβούλου της επαρχίας Banaadir και πως η αδελφή του ήταν στο πανεπιστήμιο.

Αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετώπισε σχετικά με την φυλή του, δήλωσε πως οι γονείς του ανήκουν στη φυλή Eylo και πως, επειδή προέρχεται από μειονοτική φυλή,  άρπαξαν από την μητέρα του μια μεγάλη έκταση γης. Η μητέρα του πήγε στο δικαστήριο στις 17/06/19 εξαιτίας της υφαρπαγής της γης της αλλά δεν τη βοήθησαν, ως ανέφερε ο αιτητής, και της είπαν πως εάν ξαναπάει στο δικαστήριο, θα την σκοτώσουν. Ερωτηθείς τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε πως δεν θα έχει καλή ζωή στη Σομαλία, καθώς πάντα θα τον κυνηγούν η Al Shabaab και οι φυλές και πρόσθεσε πως δεν έχει κανέναν στη Σομαλία και πως δεν γνωρίζει πότε θα πεθάνει η μητέρα του.

Οι καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση του αφηγήματος του αιτητή εντόπισαν και εξέτασαν τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως κατωτέρω.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή στην Μογκαντίσου

2.    Ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του αιτητή από την Al Shabaab

3.    Ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του αιτητή λόγω της φυλής του

Επί των ως άνω κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του 1ου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού και ως εκ τούτου έγινε αποδεκτό.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι πληροφορίες που ανέφερε ο αιτητής επί του θανάτου του πατέρα του, το πότε και πως προήλθε, πότε έγινε η κηδεία του, αλλά και τον λόγο για τον οποίον πιστεύει ότι κινδυνεύει και ο ίδιος δεν ήταν ικανοποιητικές. Δεδομένου τούτου δεν κρίθηκε σκόπιμο να γίνει έρευνα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού, καθώς τα όσα ανέφερε αποτελούν το «μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του», ως στο ερ.70 αναφέρεται.

Αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι ο αιτητής «δεν έδωσε ικανοποιητικές πληροφορίες […] και τα επιχειρήματα του δεν χαρακτηρίστηκαν από ευλογοφάνεια», ως στο ερ.69 καταγράφεται. Ομοίως με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, δεν κρίθηκε σκόπιμο να γίνει έρευνα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού, καθώς τα όσα ανέφερε αποτελούν το «μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του».

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν ανασκόπησης της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή στην Mogadishu, κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα αυτός να εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του και ούτε ότι αυτή είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Εντούτοις, παρά την απόρριψη της αιτήσεως, δεδομένου ότι ο αιτητής ήταν ανήλικος, δεν εκδόθηκε απόφαση επιστροφής.

Στην προσφυγή ο αιτητής προσθέτει αρκετά νομικά σημεία, τα πλείστα εκ των οποίων αναπτύσσονται εμπεριστατωμένα και διανθισμένα με πλούσια νομολογία στα πλαίσια των αγορεύσεων που ακολούθησαν.

Στα πλαίσια λοιπόν των αγορεύσεων του ο αιτητής αναφέρει ότι καθ’ όλα τα στάδια της εξέτασης της επίδικης αίτησης οι καθ’ ων η αίτηση «παρέλειψαν να αξιολογήσουν και/ή να λάβουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού», ως αυτό κατοχυρώνεται στον ίδιο τον Περί Προσφύγων Νόμο, αρ.10 και 13Α (στο εξής ο Νόμος), στο αρ.3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (στο εξής η ΔΣΔΠ) και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (στο εξής ο Χάρτης). Ως αναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, παραθέτοντας σχετικώς σωρεία αποσπασμάτων από αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου που πραγματεύονται το ζήτημα, οι καθ’ ων η αίτηση δεν υπέβαλαν σ’ αυτόν κατάλληλες και αρκετές ερωτήσεις κατά τη συνέντευξη και δεν αξιολόγησαν ορθά, μη λαμβάνοντας υπόψη την ανηλικότητα του αιτητή, τα όσα αυτός ανέφερε και λανθασμένα δεν απέδωσαν το ευεργέτημα της αμφιβολίας εν προκειμένω.

Γίνεται δε συγκεκριμένη μνεία στο γεγονός ότι, ως και ανωτέρω αναφέρω, ο αιτητής παραπέμφθηκε εν τέλει σε εξετάσεις προσδιορισμού της ηλικίας του, κατόπιν λήψης της επίδικης απόφασης και προτού του κοινοποιηθεί αυτή, εκ της οποίας έγινε δεκτό ότι αυτός είναι ανήλικος αλλά κατ’ ένα έτος μεγαλύτερος (17 αντί 16 ετών, ως ο ίδιος ισχυρίζεται), λέγοντας ότι το γεγονός και μόνο ότι οι εξετάσεις αυτές έγιναν κατόπιν εισήγησης της κηδεμόνος του δεικνύει σύγκρουση συμφερόντων, καθώς – ως αναφέρει η συνήγορος του – ο κηδεμόνας του ανηλίκου δεν πρέπει να δρα ενάντια στα συμφέροντα του. Λέγει δε ότι το ότι καθορίστηκε κατ’ ένα έτος μεγαλύτερος ενδεχομένως να του στερήσει κάποιο δικαίωμα του νωρίτερα.

Αναφέρει περαιτέρω ότι η λειτουργός που διενήργησε τη συνέντευξη (και συνέταξε την επίδικη έκθεση) δεν διαθέτει την κατάλληλη κατάρτιση και πως – σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού αυτού βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, συνεπεία εφαρμογής του (μαχητού) τεκμηρίου κανονικότητας της διαδικασίας, τότε το γεγονός – ως διατείνεται – ότι αγνοήθηκε το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού εν προκειμένω αλλά και ο «μη παιδοκεντρικός» τρόπος που διεξήχθη η συνέντευξη, είναι αρκετά για να καταδείξουν την έλλειψη κατάλληλης κατάρτισης της εν λόγω λειτουργού.

Επιπροσθέτως των ως άνω, επί της ουσίας, η συνήγορος του αιτητή, προβαίνοντας σε λεπτομερή σχολιασμό επί των ευρημάτων των καθ’ ων η αίτηση ως καταγράφονται στην επίδικη έκθεση σχετικά με τους 2ο και 3ο ουσιώδους ισχυρισμούς του, αναφέρει ότι όλα τα λεγόμενα του αιτητή περιείχαν επαρκείς πληροφορίες και ουδόλως αυτά στερούνταν ευλογοφάνειας, δεδομένης πάντοτε και της ανηλικότητας του, ως αναφέρει, και θα πρέπει να θεωρηθούν εσωτερικά αξιόπιστα. Αναφορικά τέλος με την εξωτερική συνοχή των όσων ο αιτητής ανέφερε, παραθέτοντας πλούσιες πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, η συνήγορος του αιτητή καταγράφει ότι είναι θεμελιώδης παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση το ότι δεν προέβηκαν σε καμία έρευνα σχετικώς με τούτο, καταλήγοντας ότι τούτο καταδεικνύει έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και καθιστά λανθασμένο το εύρημα περί αναξιοπιστίας του αιτητή.

Καταλήγοντας ο αιτητής αναφέρει ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι συντρέχουν δύο λόγοι παροχής προσφυγικού καθεστώτος, ήτοι αφενός στη βάση βάσιμου φόβου δίωξης από την οργάνωση Al Shabaab, δεδομένης της δολοφονίας του πατέρα και του αδελφού του αλλά και του ότι – ως ισχυρίζεται – τον προσέγγισαν προκειμένου να τον στρατολογήσουν κι’ αυτός αρνήθηκε και αφετέρου στη βάση πράξεων δίωξης λόγω της φυλετικής του καταγωγής (μειονοτική φυλή Eylo). Τέλος, σε περίπτωση που δεν γίνουν αποδεκτά τα ανωτέρω, αναφέρει ότι συντρέχει και λόγος παροχής συμπληρωματικής προστασίας, καθώς η κατάσταση ασφαλείας στην Mogadishu είναι αρκετά επικίνδυνη, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο αιτητής έφυγε όντας ανήλικος και δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο στην περιοχή, οικογενειακό ή άλλο, πράγμα που τον καθιστά πιο ευάλωτο στη βάση της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, στα πλαίσια του αρ.19 (2) (β) του Νόμου.

Σημειώνεται εδώ ότι, κατόπιν σχετικής άδειας, ο αιτητής προσήγαγε μαρτυρία δι’ ενόρκου δηλώσεως του ημ.25/01/24, όπου επανέλαβε πως η αδελφή του και ο πατέρας του, περί τον Μάιο του 2021, δολοφονήθηκαν διά πυροβολισμών από την οργάνωση Al- Shabaab ενόσω βρίσκονταν στο αμάξι τους. Πρόσθεσε πως μετά την φυγή του η μητέρα του εγκατέλειψε τη Σομαλία και εγκαταστάθηκε στη Νότια Αφρική, όπου υποβάλλεται σε θεραπεία επειδή πάσχει από καρκίνο. Ως περαιτέρω αναφέρει ο πατέρας του δολοφονήθηκε επειδή εργαζόταν ως γραμματέας του Δημάρχου και αρνήθηκε να εγκαταλείψει την θέση εργασίας του και να ενταχθεί στην οργάνωση Al Shabaab. Δήλωσε ότι φοβάται μήπως η Al Shabaab τον βλάψει εξαιτίας του πατέρα του και εξέφρασε την απροθυμία του να στρατολογηθεί στις τάξεις της εν λόγω οργάνωσης. Οι γονείς του, ως αναφέρει, κατάγονται από την περιοχή Jalala Qsi jigiley, όπου δραστηριοποιείται έντονα η Al Shabaab και πως για αυτό έφυγαν από εκεί, προκειμένου να μην εξαναγκαστούν να εργαστούν για την ανωτέρω οργάνωση. Αναφέρθηκε εν συνεχεία στην δράση και παρουσία της Al Shabaab στην Μογκαντίσου και τις συνέπειες άρνησης στρατολόγησης στην ανωτέρω ομάδα. Πρόσθεσε πως η σωματική του ακεραιότητα θα κινδυνεύσει κατά την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του καθότι τα μέλη της φυλής Eylo στην οποία ανήκει είναι περιθωριοποιημένα, δέχονται ρατσιστικές επιθέσεις και βία. Αναφορικά με την υφαρπαγή της γης της μητέρας του δήλωσε πως πέντε μήνες από τον θάνατο του πατέρα του μέλη της φυλής με την ονομασία “Hepergidr” κατάφεραν να εκδιώξουν τον ίδιο και την μητέρα του από την οικία τους, την οποία πήραν διά της βίας. Συνέχισε πως εξαιτίας αυτού του περιστατικού μετακόμισαν με την μητέρα του σε σπίτι φίλου της μητέρας του στο χωριό “Apaydhaxan”. Κατά το διάστημα της διαμονής τους εκεί η μητέρα του αιτητή δεν του επέτρεπε να κυκλοφορεί, φοβούμενη μήπως τα ανωτέρω πρόσωπα τους έβλαπταν, καθότι η μητέρα του είχε προχωρήσει σε καταγγελία στην αστυνομία.

Επί της ως άνω ένορκου δηλώσεως ο αιτητής αντεξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, επί του οποίου θα γίνει αναφορά πιο κάτω, όπου τούτο κριθεί σκόπιμο, στα πλαίσια της αξιολόγησης των ενώπιον μου στοιχείων που συνθέτουν την παρούσα.

Οι καθ' ων η αίτηση, απαντώντας εις έκαστο εκ των ως άνω ισχυρισμών του αιτητή, αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, δεν έγινε κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης καμία πλημμέλεια αναφορικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις του αιτητή και είναι προϊόν δέουσας έρευνας, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας. Αναφέρουν δε ότι τα όσα αναφέρει στα πλαίσια της παρούσης περί του ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε γιατί αρνήθηκε να υπακούσει σε οδηγίες της Al Shabaab αλλά και τα περί άρνησης του ιδίου να στρατολογηθεί στην οργάνωση είναι καινοφανείς ισχυρισμοί που αναφέρονται για πρώτη φορά και γι’ αυτό δεν μπορούν να εξεταστούν. Σχετικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή που άπτονται της ανηλικότητας του, αναφέρουν ότι, από τη στιγμή που αυτός είναι πλέον ενήλικας (με βάση τον καθορισμό της ηλικίας του μετά από ιατρικές εξετάσεις – γεννηθείς 01/01/06) από την 01/01/24, αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν γι’ αυτόν τον λόγο. Αναφορικά τέλος με τα όσα ο αιτητής έχει αναφέρει περί μη δέουσας κατάρτισης του λειτουργού που εξέτασε την επίδικη αίτηση, αναφέρουν ότι – δεδομένου του τεκμηρίου της κανονικότητας – το βάρος απόδειξης αυτού του ισχυρισμού βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος ουδέν προσκόμισε προς απόδειξη τούτου και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί ως ατεκμηρίωτος. 

Έχω διέλθει με προσοχή τα όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών στις γραπτές τους αγορεύσεις, την προσαχθείσα μαρτυρία και την επ’ αυτής αντεξέταση του αιτητή, καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φάκελου.

Ξεκινώντας κατ’ αρχήν από τα όσα άπτονται της εξέτασης προσδιορισμού της ηλικίας του σημειώνω ότι, δεδομένου ότι αυτή έλαβε χώρα μετά την λήψη της προσβαλλόμενης εδώ απόφασης και δεν επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα που απολάμβανε ο αιτητής καθ’ όλη τη διάρκεια εξέτασης της επίδικης αίτησης, δεν θεωρώ ότι από μόνο του το γεγονός ότι τούτο ζητήθηκε από την ίδια την κηδεμόνα του, εφόσον αυτό φαίνεται να αιτιολογείται επαρκώς με αναφορές στην παραβατική του αιτητή συμπεριφορά, μπορεί να επιμολύνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επίδικη αλλά και την παρούσα διαδικασία. Δεν μου διαφεύγει ότι ο αιτητής, με βάση τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεως κρίθηκε κατ’ ένα έτος μεγαλύτερος, όμως ουδέν τέθηκε ενώπιον μου που να αφορά την επίδικη αίτηση και απόφαση σε συνάρτηση με τούτο, δεδομένου και του ότι – σε κάθε περίπτωση – ο αιτητής έχει ενηλικιωθεί την 01/01/25, σύμφωνα με την ημερομηνία γέννησης που δήλωσε ο ίδιος κατά την επίδικη αίτηση αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τις διευκρινήσεις.

Σχετικώς με το ζήτημα του προσδιορισμού ηλικίας, αξίζει να γίνει αναφορά και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Έφεση κατά απόφασης Δ. Δ. Δ. Π. Αρ. 40/2022, Abdulle ν. Δημοκρατίας, ημ.20/12/24, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Aκόμα και όταν η  έκδοση της τελικής απόφασης ή πράξης εκκρεμεί, η ενδιάμεση απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως προς το ενήλικο ή μη του αιτητή κρίνουμε ότι δεν παράγει έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να προσβληθούν αυτοτελώς, αλλά δρα μόνο προπαρασκευαστικά στο πλαίσιο έκδοσης τελικών αποφάσεων ή πράξεων που είναι οι αυτοτελώς προσβαλλόμενες και μαζί τους μπορεί να συνελεχθεί δικαστικώς η εκ της Υπηρεσίας Ασύλου κατηγοριοποίηση ή μη του αιτητή ως ανήλικου.

Για παράδειγμα, αν εστιάσουμε (όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην παράγραφο 54 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης) στην εκ της Διοίκησης κατηγοριοποίηση αιτητή διεθνούς προστασίας ως ενήλικα και την συνεπαγόμενη αποστέρησή του από την προνομιακή στέγαση την οποία θα εδικαιούτο ως ανήλικος κατά το Άρθρο 10(2Β) των περί Προσφύγων Νόμων (το οποίο ενσωματώνει το Άρθρο 24.2 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ[2]) τέτοια στέγαση συνιστά διοικητική απόφαση περί των συνθηκών υποδοχής του αιτητή[3], η οποία απόφαση προσβάλλεται αυτοτελώς σύμφωνα με το εδάφιο (3) του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018 καθότι αυτή αναφέρεται έμμεσως στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) του ίδιου Άρθρου 11.

Συνεπώς, αιτητής διεθνούς προστασίας ο οποίος θεωρεί ότι παράνομα κατηγοριοποιήθηκε από τη Διοίκηση ως ενήλικας με αποτέλεσμα να στερείται της προνομιακής στέγασης την οποία το Άρθρο 10(2Β) των περί Προσφύγων Νόμων επιφυλάσσει μόνο για τους (ασυνόδευτους) ανήλικους αιτητές, μπορεί να προσβάλει (μέσω προσφυγής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου) τη διοικητική απόφαση με την οποία του παρέχεται στέγαση διαφορετική από αυτήν την οποία προβλέπει το άνωθεν Άρθρο 10(2Β), στο πλαίσιο της οποίας προσφυγής μπορεί να συνελεχθεί το νόμιμο της (προπαρασκευαστικής) ενδιάμεσης διοικητικής απόφασης του να κατηγοριοποιηθεί ως ενήλικας, οπότε δύναται να παραθέσει λόγους ακύρωσης και κατ' αυτής της τελευταίας προπαρασκευαστικής διοικητικής κρίσης.  Και εξυπακούεται ότι δύναται να αιτηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ταχεία εκδίκαση της προσφυγής, προς διασκέδαση των ανησυχιών τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει στην παράγραφο 54 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.»

Εν προκειμένου λοιπόν, εφόσον ουδέν δικαίωμα του απώλεσε ο αιτητής κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης, δεν μπορώ να αντιληφθώ πως θα μπορούσε να επηρεάσει τούτο τη νομιμότητα της επίδικης διαδικασίας. Σημειώνω ότι επί του ζητήματος της ηλικίας του σήμερα (δεδομένης της ανηλικότητας του κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης και του ότι είναι σήμερα ενήλικος, σύμφωνα με τις δηλώσεις του ιδίου σχετικώς) αλλά και του αν έλαβε δεόντως και σε όλη τους την έκταση τις διαδικαστικές εγγυήσεις  που συνεπάγεται η ανηλικότητα του κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης - σε συνάρτηση πάντοτε με τους εγερθέντες εκ του αιτητή ισχυρισμούς που άπτονται του βέλτιστου συμφέροντος του - θα επανέλθω πιο κάτω, στα πλαίσια αξιολόγησης των ενώπιον μου στοιχείων και εκτίμησης κινδύνου στη βάση των αποδεκτών από το Δικαστήριο ισχυρισμών.

Προτού προχωρήσω θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί μη κατάλληλης κατάρτισης του διενεργούντος την επίδικη συνέντευξη (και συντάσσουσας την έκθεση) λειτουργού, θεωρώ πως, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο και συνεπώς δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι εκ των προτέρων (a priori), δεδομένου ότι – σε κάθε περίπτωση – η κατάλληλη κατάρτιση δεν μπορεί να συναρτάται ή – αντίστροφα – το μη κατάλληλο αυτής, να συνάγεται ή να αποδεικνύεται από τα αν ή όχι ο λειτουργός έπραξε δεόντως ή ορθώς ή καταλλήλως στα πλαίσια συγκεκριμένης διαδικασίας, ως η εδώ επίδικη συνέντευξη, έκθεση και απόφαση  [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Δεν βρίσκω λοιπόν έρεισμα στις σχετικές με τα ανωτέρω αιτιάσεις του αιτητή.

Δεδομένων των ως άνω προχωρώ σε επί της ουσίας εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων.

Προέχει βεβαίως η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ειδικώς σε περιπτώσεις ανήλικων, στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ. 142, αναφέρεται ότι «[κ]ατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας στην περίπτωση ανήλικων αιτούντων (439), είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται διαφοροποιημένη προσέγγιση τόσο σε σχέση με τα προσωπικά (υποκειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία που τους αφορούν όσο και σε σχέση με τον τρόπο αλληλεπίδρασης των στοιχείων αυτών με πληροφοριακά (αντικειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία, για παράδειγμα, σχετικά με τις συνθήκες της χώρας.».

Περαιτέρω, στις σελ.151-153 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα κάτωθι:

«Προκειμένου να είναι ρεαλιστικές οι προσδοκίες σχετικά με την ικανότητα των ανήλικων αιτούντων να ανακαλούν γεγονότα του παρελθόντος και να απαντούν σε ερωτήσεις, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητός ο τρόπος λειτουργίας της μνήμης των ανηλίκων. Η μνήμη εξαρτάται από το στάδιο ανάπτυξης και την ωριμότητα του ανηλίκου. Επομένως, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του, ένας ανήλικος ενδέχεται να αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες όσον αφορά την αντίληψη του χρόνου και τον υπολογισμό του κινδύνου (478).

[…]

Οι ατομικές και ευρύτερες περιστάσεις του παιδιού, όπως το στάδιο ανάπτυξης και η προσωπική του ικανότητα, θα πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά όταν χρησιμοποιούνται «συνήθεις» δείκτες αξιοπιστίας.

-       Επαρκώς λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες: Τα παιδιά αφηγούνται συνήθως τις ιστορίες τους με λιγότερες λεπτομέρειες από ό,τι οι ενήλικες. Παρότι μπορεί να είναι σε θέση να δώσουν λεπτομέρειες, χρειάζονται περισσότερη στήριξη για να τις περιγράψουν. Τα παιδιά μπορεί επίσης να επικεντρώνονται σε πολύ διαφορετικά ζητήματα και να έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα από τους ενήλικες και τούτο θα επηρεάσει τα στοιχεία για τα οποία μπορούν να παράσχουν τις περισσότερες λεπτομέρειες.

-       Γενικά, η εσωτερική συνέπεια έχει περιορισμένη αξία, ως δείκτης αξιοπιστίας, στην περίπτωση των παιδιών. Επιπλέον όλων των γενικών στρεβλώσεων της μνήμης που συνεπάγονται φυσιολογικές ανακολουθίες, συχνά τα παιδιά επηρεάζονται ειδικότερα από την υποβολιμότητα των ερωτήσεων, τις στρεβλωτικές συνέπειες της έλλειψης εμπιστοσύνης και τις αναπτυξιακές μεταβολές της μνήμης (ιδίως στους εφήβους).

-       Εξωτερική συνέπεια: Οι δηλώσεις του παιδιού θα πρέπει να συγκρίνονται πολύ προσεκτικά με τις πληροφορίες για τη χώρα ή τις μαρτυρίες ενηλίκων. Συχνά τα παιδιά δεν γνωρίζουν ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για τη χώρα, την κοινότητά τους κ.λπ. λόγω περιορισμένης εκπαίδευσης, έλλειψης ειδικού ενδιαφέροντος ή του αναπτυξιακού σταδίου στο οποίο βρίσκονται (483).

Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν την προσέγγιση που περιγράφεται στο Εγχειρίδιο της UNHCR, το οποίο αναφέρει σχετικά με την εκτίμηση της αξιοπιστίας ότι «αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωσή του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας» (484). H UNHCR αναγνωρίζει επίσης ότι η εκτίμηση της αξιοπιστίας ενός ανήλικου «διέπεται από φιλελεύθερη εφαρμογή της αρχής “του ευεργετήματος της αμφιβολίας”» (485). Σε όλα τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από την εφαρμογή ή μη της προσέγγισης αυτής, κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ανηλίκου πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ηλικία και ο βαθμός ευαισθησίας.»

Στις Κατευθυντήριες Οδηγίες [1] για Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, της UNHCR, σημειώνεται σχετικώς τα εξής:

«4. Η υιοθέτηση ευαισθητοποιημένης στις ανάγκες των παιδιών ερμηνείας της Σύμβασης του 1951 δεν σημαίνει ότι τα παιδιά αιτούντες άσυλο δικαιούνται αυτομάτως να αναγνωριστούν πρόσφυγες. Το παιδί που αιτείται άσυλο οφείλει να αποδείξει ότι διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η ηλικία, όπως και το φύλο, ασκούν καθοριστική επιρροή στον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα4.

[…]

Για την προσήκουσα εφαρμογή των κριτηρίων υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, εκτός από την ηλικία, επιβάλλεται να συνεκτιμώνται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, οι γνώσεις και / ή οι αναμνήσεις του από τη χώρα καταγωγής του καθώς και το καθεστώς του ως ευάλωτου προσώπου6.

[…]

72. Δεν μπορεί να αναμένεται από τα παιδιά να εκφράσουν τις εμπειρίες τους όπως οι ενήλικες. Μπορεί να δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν το φόβο τους για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των τραυματικών εμπειριών που έχουν βιώσει, των οδηγιών των γονέων τους, της έλλειψης παιδείας, του φόβου που τους αποπνέουν οι κρατικές αρχές ή πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εξουσίας, των «κατασκευασμένων» καταθέσεων των διακινητών ή του φόβου των αντιποίνων. Μπορεί να είναι πολύ μικρά ή ανώριμα για να αξιολογήσουν ποιες είναι οι σημαντικές πληροφορίες ή για να ερμηνεύσουν ό, τι έχουν αντιληφθεί ή βιώσει με τρόπο που μπορεί να κατανοήσει ένας ενήλικας. Μερικά παιδιά μπορεί να παραλείπουν ή να παρανοούν/διαστρεβλώνουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες ή να αδυνατούν να διακρίνουν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Μπορεί επίσης να δυσκολεύονται να κατανοήσουν αφηρημένες έννοιες, όπως είναι ο χρόνος ή η απόσταση. Έτσι, ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ψέμα στην περίπτωση ενός ενήλικα δεν είναι απαραίτητο να είναι ψέμα στην περίπτωση ενός παιδιού. Επομένως, για την ακριβοδίκαιη αξιολόγηση της αξιοπιστίας και της σημασίας των ισχυρισμών του παιδιού έχει ιδιαίτερη σημασία η εξειδικευμένη και κατάλληλη κατάρτιση των κριτών των αιτημάτων ασύλου141. Τούτο μπορεί να απαιτεί τη διεξαγωγή συνεντεύξεων με τα παιδιά εκτός επίσημων σχημάτων, με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων, ή την παρακολούθηση των παιδιών και την επικοινωνία μαζί τους σε περιβάλλον όπου αισθάνονται ασφαλή, για παράδειγμα, σε ένα κέντρο υποδοχής.

73. Παρότι στις περιπτώσεις των ενηλίκων το βάρος της απόδειξης μοιράζεται συνήθως ανάμεσα στον αιτούντα άσυλο και στον εξεταστή, ενδέχεται ο κριτής του αιτήματος ασύλου ενός παιδιού, ειδικά εάν είναι ασυνόδευτο, να υποχρεωθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς που αυτό προβάλει 142. Αν δεν είναι εφικτή η επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και / ή το παιδί αδυνατεί να εκφράσει ολοκληρωμένα τον ισχυρισμό του για το φόβο δίωξης που διατρέχει, ο κριτής του αιτήματος ασύλου οφείλει να αποφασίσει λαμβάνοντας υπόψη όλες τις γνωστές περιστάσεις, εφαρμόζοντας ενδεχομένως με πνεύμα φιλελεύθερο το ευεργέτημα της»

Επανέρχομαι στους ενώπιον μου ισχυρισμούς.

Σε σχέση με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, ήτοι περί φόβου διώξεως του από την Αl Shabaab, στα πλαίσια του οποίου εξετάστηκε και αξιολογήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και η αξιοπιστία των ισχυρισμών του για τη δολοφονία του πατέρα και της αδελφής του από την οργάνωση αυτή, σημειώνω κατ’ αρχήν ότι δεν εντοπίζω σημείο στα λεγόμενα του αιτητή όπου παρουσιάζονται σημαντικά, ουσιώδη κενά στο αφήγημα του. Τουναντίον, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας του τόσο κατά τη συνέντευξη αλλά και τον χρόνο που συνέβησαν τα όσα αυτός μεταφέρει, αλλά και του ότι – ομολογουμένως – δεδομένης της ανηλικότητας του, θα αναμενόταν να γίνουν περαιτέρω ερωτήσεις επί τούτων, θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί του περί του πως, που και πότε δολοφονήθηκε ο πατέρας και η αδελφή του διατηρούν συνοχή και περιέχουν – υπό τις περιστάσεις ως τις αναφέρω πιο πάνω – όλες τις εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες σχετικώς. Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε έγινε η κηδεία του πατέρα του, όμως, στη βάση και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, δεν θεωρώ ότι μπορεί να αποδοθεί τέτοια βαρύτητα στο σημείο αυτό, ώστε να επιδράσει καθοριστικά στην συνολική συνοχή και αξιοπιστία των λεγομένων του αιτητή περί της δολοφονίας του πατέρα και της αδελφής του. Σε ηλικία τότε περί των 14-15 ετών, θεωρώ ότι τα όσα επί τούτου ανέφερε ο αιτητής αναφορικά με την εργασία του πατέρα του, τη δολοφονία αυτού και της αδελφής του είναι αξιόπιστα. Προς τούτο προσμετρώ και την ειλικρίνεια του αιτητή στο ότι, ερωτώμενος σχετικά, ανέφερε ότι ουδέν συνέβη στον ίδιο προσωπικά από την Al Shabaab.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, εντοπίζω τις πιο κάτω πληροφορίες σε σχέση με την δράση της οργάνωσης Al Shabaab.

Σε έκθεση για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σομαλία κατά το έτος 2023 από την πηγή Amnesty International επιβεβαιώνεται ότι η σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και της Al-Shabaab συνεχίστηκε και όλα τα μέρη διέπραξαν σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένοντας ατιμώρητα[2].

Η πιο πρόσφατη έκθεση της EUAA για την κατάσταση ασφαλείας στη Σομαλία του Απριλίου 2023 επικαλούμενη το Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC), αναφέρει πως η κυβέρνηση της Σομαλίας είναι μέρος σε μια μη διεθνή ένοπλη σύγκρουση με την Al-Shabaab.[3] Κατά την περίοδο αναφοράς (1 Δεκεμβρίου 2022 -  14 Απριλίου 2023) αυτή ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη της σύγκρουσης στη Σομαλία, με τα περισσότερα τα επεισόδια ασφαλείας που διαπράττονται από την Al-Shabaab, με στόχο τις δυνάμεις ασφαλείας της Σομαλίας και την ATMIS/AMISOM, και συχνά περιλαμβάνουν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς».[4] Όπως επισημαίνεται από την Ομάδα Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για τη Σομαλία, στην έκθεσή της τον Οκτώβριο του 2022, «η ομάδα διατηρεί παρουσία και την ικανότητα να διεξάγει επιχειρήσεις στο μεγαλύτερο μέρος της Σομαλίας, συμπεριλαμβανομένου του Μογκαντίσου», ενώ η «σφαίρα επιρροής της εκτείνεται πέρα από περιοχές που ελέγχει φυσικά».[5] Σε σχετική έκθεση του ACLED που έχει δημοσιευθεί τον Σεπτέμβριο του 2024, αναφέρεται ότι η Al Shaabab ελέγχει μεγάλες περιοχές της κεντρικής και νότιας Σομαλίας και προβαίνει σε θανατηφόρες επιθέσεις στο Mogadishu και την γειτονική Κένυα.[6]

Σύμφωνα με έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την Σομαλία του Οκτωβρίου 2024 αναφέρεται πως η Al-Shabaab εξακολουθεί να αποτελεί τη σημαντικότερη απειλή για την ειρήνη και ασφάλεια στη Σομαλία. Η Al-Shabaab συνεχίζει να πραγματοποιεί περίπλοκες επιθέσεις κατά της κυβέρνησης, της ATMIS και των διεθνών δυνάμεων, καθώς κατά των πολιτών και της επιχειρηματικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των προστατευόμενων περιοχών στη Μογκαντίσου. Στις 2 Αυγούστου 2024, η Al-Shabaab πραγματοποίησε μια από τις πιο φονικές σύνθετες επιθέσεις εναντίον αμάχων εδώ και χρόνια, στοχεύοντας το Beach View Restaurant στο Μογκαντίσου[7]. Στις 29/09/23, βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας μέσα στο Bar Bulsho, κοντά στο προεδρικό μέγαρο στην πρωτεύουσα Μογκαντίσου, σκότωσε επτά άτομα. Την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε η Al-Shabaab [8].

Σε έκθεση του Ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών αναφέρεται ότι υπάλληλοι του κρατικού μηχανισμού αποτελούν εκ των κύριων στόχων της Al Shabaab:

«First, employees of the central (federal) government, senior politicians, elected representatives, clan leaders who support the government, AMISOM troops and Somali national army (SNA) troops. Secondly, deserters or defectors from Al Shabaab. Thirdly, journalists, human rights activists and NGO employees. The fourth category consists of businessmen who do business with the Somali government. »[9]

Όλες οι ως άνω πληροφορίες συνάδουν με τα όσα (λίγα) σχετικώς ανέφερε ο αιτητής αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης και τις δολοφονικές επιθέσεις, ακόμα και εντός περιοχών ελεγχόμενων από την κυβέρνηση, ως η Μογκαντίσου. Συνεπώς είναι κατάληξη μου ότι ο ισχυρισμός περί δολοφονίας του πατέρα και της αδελφής του διατηρεί εξωτερική συνοχή.

Σε σχέση τώρα με τον σχετικό με τα ως άνω ισχυρισμό του που προστέθηκε στα πλαίσια της παρούσης δια της προσαχθείσας μέσω ενόρκου δηλώσεως (στο εξής ΕΔ) μαρτυρίας του αιτητή περί του ότι η δολοφονία του πατέρα του ήταν λόγω της άρνησης αυτού να ενταχθεί στις τάξεις της οργάνωσης, σημειώνω ότι δεν μπορώ να αποδεχθώ τον ισχυρισμό, καθότι στερείται επαρκών λεπτομερειών, στοιχείων και  συνεπώς  εσωτερικής συνοχής. Τούτο γιατί, παρότι τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη, για τα οποία – ως ανωτέρω εξηγώ – θεωρώ πως πληρούνται οι συνθήκες ώστε να αποδοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας, εφόσον διαθέτουν συνοχή, επί τούτου του συγκεκριμένου ισχυρισμού περί προσέγγισης του πατέρα του από την οργάνωση, δεδομένου ότι αυτός περιλαμβάνεται σε ένορκη δήλωση γενόμενη σε χρόνο που ο αιτητής είχε κάθε ευκαιρία – έχοντας και την καθοδήγηση του δικηγόρου του – να εξασφαλίσει από την μητέρα (με την οποία διατηρεί επικοινωνία -  βλ. ερ.17) του περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες, θεωρώ πως δεν μπορεί να γίνει το ίδιο. Συνεπώς δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό ότι η δολοφονία του πατέρα και της αδελφής του έγινε γι’ αυτό τον λόγο καθώς, ακόμα και μετά από εφαρμογή της ευαισθητοποιημένης και προσαρμοσμένης στην ανηλικότητα του αιτητή προσέγγισης του εν λόγω ισχυρισμού στα πλαίσια αξιολόγησης της αξιοπιστίας του (σύμφωνα με τις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές), θα ήταν αναμενόμενο απ’ αυτόν, μετά την κοινοποίηση της επίδικης απόφασης σ’ αυτόν αλλά και τον διορισμό δικηγόρου, να είναι σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες, έστω μέσω της μητέρας του ή από κάποια ανάμνηση από τα λεγόμενα της τότε ή ρωτώντας αυτήν σήμερα, σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό προσέγγιση του πατέρα του από την οργάνωση, όπως το πότε έγινε αυτή και με ποιο τρόπο, δεδομένης της πρόσβασης του σε αυτές τις πληροφορίες.

Ενόψει των ως άνω, αποδέχομαι την αλήθεια των ισχυρισμών του για τη δολοφονία του πατέρα και της αδελφής του από την Al Shabaab - επί τούτου δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία του ούτε κατά την αντεξέταση - αλλά δεν αποδέχομαι ότι αυτή έγινε λόγω άρνησης του πατέρα του να ενταχθεί στην οργάνωση (βλ. ΕΔ, παρ.7). Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι δεν παραβλέπω ότι ο μη αποδεκτός ισχυρισμός περί προσέγγισης του πατέρα του με σκοπό την ένταξη στην οργάνωση συνάδει με διαθέσιμες πληροφορίες (βλ. πιο κάτω) για τον τρόπο προσέγγισης πολιτών και αξιωματούχων από την οργάνωση προκειμένω δι’ απειλών και βίας να ενταχθούν σ’ αυτούς, όμως δεν αναιρεί την έλλειψη λεπτομερειών επί τούτου, ως ανωτέρω εξηγώ, η οποία είναι τέτοιας έκτασης που δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για την αποδοχή του.

Σχετικά με τον παρεμφερή ισχυρισμό του αιτητή περί φόβου του ότι θα διωχθεί από την οργάνωση ή θα στρατολογηθεί αναγκαστικά, αυτός θα εξεταστεί πιο κάτω, στα πλαίσια αξιολόγησης του κινδύνου για τον αιτητή, μετά τη διαμόρφωση των αποδεχτών ουσιωδών γεγονότων, στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων.

Αναφορικά τώρα με την 3ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή περί φόβου διώξεως του λόγω φυλής, στα πλαίσια του οποίου εξετάστηκε και ο σφετερισμός της περιουσίας της λόγω αυτού, θα συμφωνήσω με τους καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας του όταν έφυγε από τη χώρα αλλά και κατά τη συνέντευξη (περί των 15 ετών, σύμφωνα όσα δήλωσε) αλλά και του μορφωτικού του επιπέδου (φοίτησε σε σχολείο μέχρι τα 13-14 έτη - ερ.17), ότι ο αιτητής θα αναμενόταν να είναι σε θέση – κατ’ ελάχιστο – να αναφέρει πληροφορίες σχετικά με την φυλή του και να αναφέρει έστω και ένα συμβάν, με εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες σχετικά με τις ισχυριζόμενες διακρίσεις που υπέστη εξ αυτού. Σημειώνω ότι επί του σημείου του σφετερισμού της περιουσίας της μητέρας του ουδέν αναφέρει πέραν του ότι αυτή πήγε στο Δικαστήριο και «της είπαν ότι αν επιστρέψει στο Δικαστήριο θα την σκοτώσουν». Παραμένει δε άγνωστο το πως ακριβώς της πήραν την περιουσία, με ποιο τρόπο και ποια ήταν η περιουσία αυτή. Σημειώνω δε ότι τα όσα αναφέρει στη συνέντευξη έρχονται σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στην παρ.11 της ΕΔ του αιτητή, όπου αναφέρει ότι εκδιώχθηκε από το σπίτι του με την μητέρα του από μέλη της φυλής Hepergidr, το οποίο τοποθετεί μετά τον θάνατο του πατέρα του (2021). Δεν εξηγεί δε ο αιτητής αν αυτό σχετίζεται με τα όσα καταγράφονται στα ερ.14-15 (τα οποία τοποθετεί το 2017 ή νωρίτερα, δεδομένου ότι αναφέρει ότι η μητέρα του απευθύνθηκε στο Δικαστήριο τον Ιούνιο 2017) ή πρόκειται για άλλο περιστατικό. Επί αμφότερων δε των ισχυρισμών του ουδεμία περαιτέρω λεπτομέρεια δίδει, ιδίως σε σχέση με το περιστατικό που αναφέρει στην ΕΔ και τοποθετεί το 2021, όταν ήταν περί των 15 ετών.

Θα πρέπει να τονίσω στο σημείο αυτό ότι η όποια διαφοροποιημένη και ελαστικότερη προσέγγιση προς ανήλικους αιτητές κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των λεγομένων τους δεν μπορεί παρά να συναρτάται πάντοτε με τις περιστάσεις που περιβάλλουν την εκάστοτε περίπτωση. Εν προκειμένω, δεδομένης και της επικοινωνίας του αιτητή με την μητέρα του και της ηλικίας αυτού, θα ήταν αναμενόμενο, εφόσον αναφέρθηκε σε κίνδυνο δίωξης του λόγω φυλής και σφετερισμό της περιουσίας της μητέρας του από μέλη άλλης φυλής, ισχυρισμοί για τους οποίους η μητέρα του έχει ίδια γνώση, να φροντίσει στα πλαίσια της παρούσης, αν όχι ήδη από τη συνέντευξη, όπου η ηλικία του (14-15 ετών), θα του επέτρεπε θεωρώ, να είχε ήδη λάβει ή να αναζητήσει απ’ αυτήν και να είναι σε θέση να αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη φυλή του, τις παραδόσεις ή τα χαρακτηριστικά αυτής, κάποια οικογενειακή τους εμπειρία σχετικά με τούτο και σαφώς περισσότερες πληροφορίες για τα κατ’ ισχυρισμό συμβάντα που παρέθεσε.

Εδώ λοιπόν, δεδομένων και των αντιφάσεων που εντοπίζω μεταξύ των λεγομένων του επ’ αυτού κατά τη συνέντευξη και των όσων στην παρ.11 της ΕΔ του ο αιτητής αναφέρει, δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί διατηρούν εσωτερική συνοχή.

Αναφορικά τώρα με την εξωτερική συνοχή των εν λόγω ισχυρισμών, εντοπίζω τα εξής μετά από έρευνα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Σημειώνω εδώ ότι παρότι η φυλή στην οποία ισχυρίζεται ο αιτητής ότι ανήκει καταγράφεται στο ερ.15 – Χ2 ως Eylo, αυτή ταυτίζεται με τη φυλή Eyle/Eile/Eiley/Eyla. Άλλωστε και οι πληροφορίες που παραθέτει η συνήγορος του στην αγόρευση (σελ.24 επόμενες) αφορούν αυτή τη φυλή.

Στο Country Guidance της EUAA για τη Σομαλία αναφέρεται πως οι επαγγελματικές μειονότητες περιλαμβάνουν τους Gabooye, τους Yibir, τους Tumal, τους Eyle και άλλες ομάδες. Επίσης, οι μικρότερες ομάδες Ugaadhyahan, οι Eyle, οι Hawle και οι Hawrasam δέχονται περιθωριοποίηση και παρενόχληση. Για παράδειγμα, δέχονται προσβολές, διακρίσεις όταν διεκδικούν μια θέση εργασίας, εκδιώκονται από τις κατοικίες τους από τις πλειοψηφούσες και κυριαρχούσες ομάδες και στερούνται προστασίας[10].

Σε έκθεση του EUAA σχετικά με τα προφίλ των ατόμων που στοχοποιούνται στην Σομαλία, του Σεπτεμβρίου 2021, αναφέρεται πως οι Eyle θεωρούνται επαγγελματική κάστα και τους έχει αποδοθεί το ανωτέρω όνομα επειδή χρησιμοποιούν σκυλιά για κυνηγητικούς σκοπούς. Η κύρια περιοχή διαμονής τους είναι ανάμεσα στην Mogadishu και Merca. Οι Eyle αντιμετωπίστηκαν από τις κύριες φυλές της Σομαλίας ως θρησκευτικά υποδεέστεροι/απόκληροι. Στο παρελθόν, οι Eyle συνδέονταν με τους Rahanweyn αλλά δεν έγιναν πλήρως αποδεκτοί από αυτούς[11].

Σε συνέντευξη του Immigration and Refugee Board of Canada με δύο ειδικούς για την Σομαλία επιβεβαιώνεται πως οι Eyle (μερικές φορές γράφονται Eile, Eiley, Eyla) είναι παραδοσιακά κυνηγοί και συλλέκτες, ζουν μεταξύ Mogadishu και Merca. Ωστόσο, δεν ανήκουν στις μεγάλες οικογένειες φυλών και έχουν «υποβληθεί σε παρενόχληση» επειδή δεν έχουν δικές τους πολιτοφυλακές και δεν έχουν προστασία από τις πολιτοφυλακές Hawiye που δραστηριοποιούνται επί του παρόντος στις  Mogadishu και Merca. Πηγή πρόσθεσε πως οι κυρίαρχοι Σομαλοί πάντα «κοίταζαν από ψηλά» τους Eyle και τους αντιμετώπιζαν ως παρίες λόγω του επαγγέλματός τους. Επεσήμανε επίσης ότι στην πραγματικότητα το όνομα Εyle είναι υποτιμητικό, καθώς προέρχεται από τη σομαλική λέξη για τον σκύλο, "Ey". Ανέφερε ότι τους δόθηκε το όνομα Εyle επειδή χρησιμοποιούν σκύλους για το κυνήγι[12].

Σε έκθεση του Refugee Documentation Centre καταγράφεται πως οι Eyle είναι μειονοτική ομάδα και πως οι μειονοτικές ομάδες τείνουν να γίνονται στόχος κυρίαρχων φυλών κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, με αποτέλεσμα να έχουν χάσει περιουσιακά στοιχεία όπως γη[13].

Περαιτέρω, έκθεση του DIS (Danish Immigration Service) σχετικά με τις μειονοτικές ομάδες στη Σομαλία σημειώνει ότι οι Eyle δεν είχαν προστασία από καμία φυλή και οι σχέσεις τους με τις φυλές στις περιοχές τους δεν ήταν καλές. Ως καταγράφει «σύμφωνα με την Fara Oumari Mohamud δεν υπάρχουν διαφορές στα χαρακτηριστικά μεταξύ των Eyle και των άλλων σομαλικών φυλών. Από την άλλη πλευρά, ο Lewis καθηγητής ανθρωπολογίας στο LSE περιγράφει τους Eyle ως πελάτες των φυλών Rahanweyn, ενώ ο Abdullahi σημειώνει την αφομοίωση της Eyle με τις κοινότητες Bantu και Rahanweyn. Ως προς το επάγγελμα από το οποίο διακρίνονται σημειώνεται πως οι Eyle είναι γνωστοί για τη χρήση σκύλων στο κυνήγι, γεγονός που αποτελεί διακριτικό χαρακτηριστικό τους. Αναφέρεται ακόμη πως οι Eyle παραδοσιακά είναι κυνηγοί και αγροκτηνοτρόφοι, συνδυάζοντας γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με τον Lewis, οι Eyle ασχολούνται επίσης με την κατασκευή κεραμικών. Σύμφωνα με τον Abdullahi, στη Μογκαντίσου, οι Eyle εργάστηκαν ως κρεοπώλες/ σφαγείς κρεάτων»[14].

Εκ των ως άνω δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι τα όσα γενικά αναφέρει ο αιτητής για το πρόβλημα που σχετίζεται με τη φυλή του, περιλαμβανομένου του σφετερισμού της περιουσίας τους, είναι φαινόμενο που απαντάται στη χώρα καταγωγής.

Παρά τούτο όμως, η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί καθοριστική για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί, τη στιγμή που στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας, αφού θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται κατά τ’ άλλα εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Οι ισχυρισμοί λοιπόν του αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένουν σημείο αναφοράς. Άλλωστε, ως και στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.».

Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί σχετικώς ότι οι ως άνω πληροφορίες σχετικά με τη φυλή, στην οποία κατ’ ισχυρισμό του ανήκει ο αιτητής, καθιστούν ευλόγως απίθανο – αν γινόταν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί περί της φυλής του – ο πατέρας του να είχε εργοδοτηθεί στην τοπική αυτοδιοίκηση, εφόσον χαρακτηριστικό της μειονοτικής αυτής φυλής είναι η ενασχόλησης τους με συγκεκριμένα επαγγέλματα, χωρίς να εντοπίζονται πληροφορίες για εργοδότηση μελών αυτής σε κυβερνητικές θέσεις, δεδομένου και του ότι πρόκειται κατ’ ακριβολόγηση για «επαγγελματική κάστα».

Ενόψει των ως άνω θα πρέπει να σημειωθεί ότι εξακολουθώ να διατηρώ τις επιφυλάξεις μου ως προς την αξιοπιστία του συνόλου των λεγομένων του αιτητή, τα οποία φέρουν κατά τόπους γνωρίσματα – παρά την ανηλικότητα του – ενός συνονθυλεύματος συνήθων βάσεων διεθνούς προστασίας αιτητών από τη χώρα καταγωγής του. Παρά τούτο, για τους λόγους που πιο πάνω λεπτομερώς παραθέτω, αποδέχομαι ως μόνο αληθές ουσιώδες περιστατικό, πέραν των υπαγόμενων στον ουσιώδη ισχυρισμό 1 στοιχείων του προφίλ του αιτητή, τη δολοφονία του πατέρα και της αδελφής του από την Al Shabaab.

Σημειώνω επί του ανωτέρω αναφορικά με τις διατηρούμενες επιφυλάξεις μου για την αλήθεια του συνόλου των ισχυρισμών του αιτητή ότι, σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης των ισχυρισμών στα πλαίσια αιτήσεως ως η επίδικη, στο σημείωμα της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγές «Note on Burden and Standard of Proof in Refugee Claims, 16 December 1998» αναφέρονται τα εξής:

«[In] refugee claims, there is no necessity for the adjudicator to have to be fully convinced of the truth of each and every factual assertion made by the applicant. The adjudicator needs to decide if, based on the evidence provided as well as the veracity of the applicant’s statements, it is likely that the claim of that applicant is credible. »

Άλλωστε, ως αναφέρεται στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.81, «[τ]ο γεγονός ότι ο αιτών έχει πει ψέματα, ακόμη και μεγάλα, δεν σημαίνει από μόνο του ότι αυτά είναι ουσιώδη ή καθοριστικά για την έκβαση της αίτησης, εάν δεν υφίστανται πρόσθε­τοι παράγοντες που να υποδεικνύουν ότι οι ισχυρισμοί του αιτούντος είναι αβάσιμοι.».

Στη βάση λοιπόν των ως άνω αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή προχωρώ σε εκτίμηση κινδύνου, στα πλαίσια μελλοντοστραφούς εξέτασης και αξιολόγησης αυτών.

Προέχει βεβαίως η εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος.

Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται πρόσωπο που «λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

Σύμφωνα με το αρ.3Γ (1) του Νόμου και (αρ.9 Οδηγίας), η πράξη που προκαλεί βάσιμο φόβο δίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον [πιο πάνω]». Στο αρ.3Γ (2) του Νόμου παρατίθεται μη εξαντλητικός κατάλογος πράξεων δίωξης, όπου περιλαμβάνονται «πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας».

Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», Δικαστική Ανάλυση, αναφέρονται τα εξής σε σχέση με τον βάσιμο φόβο και το επίπεδο που απαιτείται προκειμένου να θεωρηθεί ότι υφίσταται κατά περίπτωση εύλογη πιθανότητα δίωξης του αιτούντος:

[Παρ.1.9.1., σελ.90-91]

«Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον (493)

[Παρ.1.9.1.2., σελ.93]

«Για το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) του Ηνωμένου Βασιλείου, ο φόβος είναι βάσιμος εάν υπάρχει «πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος» ή «εύλογος βαθμός πιθανότητας» δίωξης για λόγο που προβλέπεται στη Σύμβαση (514).

Το σημαντικότερο είναι ότι και τα τρία αυτά κριτήρια θεωρούν ότι ο φόβος είναι βάσιμος, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η πιθανότητα δίωξης είναι κατώτερη του 50 %. Ομοίως, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Saadi κατά Ιταλίας στο πλαίσιο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι ο αιτών δεν υποχρεούται «[να αποδείξει] ότι είναι περισσότερο πιθανό να υποβληθεί παρά να μην υποβληθεί σε κακομεταχείριση» (515). Επομένως, το κριτήριο του «βάσιμου φόβου» σημαίνει ότι, παρότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης αποτελεί ανεπαρκή κίνδυνο για να αποδειχθεί βάσιμος φόβος, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η πιθανότητα να υποστεί δίωξη υπερβαίνει το 50 % (516)

[Παρ.1.9.2., σελ.94]

«Είναι σημαντικό ότι η προγενέστερη δίωξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύ­πωση), δεν περιλαμβάνει μόνο πράξεις δίωξης, αλλά και απειλές δίωξης (524). Επομένως, τόσο προγενέστερες πράξεις όσο και απειλές δίωξης είναι «ενδείξεις του βάσιμου φόβου [του αιτούντος] ότι η επίμαχη δίωξη θα επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής» (525). Εάν ο αιτών υποβλήθηκε ήδη σε δίωξη ή άμεση απειλή δίωξης, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ, το γεγονός αυτό αποτελεί αφ’ εαυτού «σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος» (526).

Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει προϋπόθεση προγενέστερης δίωξης, αλλά οι αποδείξεις προγενέστερης δίω­ξης αποτελούν σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης του αιτούντος, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί.»

Στο σημείωμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγές «Note on Burden and Standard of Proof in Refugee Claims, 16 December 1998» αναφέρονται τα εξής:

«In the case of R. v Secretary of State for the Home Department ex parte Sivakumaran, etc. the House of Lords took into consideration the gravity of the consequences of an erroneous judgement and called for a test less stringent than the “more likely than not” standard. It ruled that the fear is well-founded if there is reasonable degree of likelihood that the person will be persecuted for one of the reasons mentioned in the Convention if returned to his country. »

Επανερχόμενος σε σχετικές ΠΧΚ (πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής) σε σχέση με τη δράση της οργάνωσης Al Shabaab εντός της πρωτεύουσας Mogadishu, σε συνάρτηση και με τους ισχυρισμούς περί κινδύνου αναγκαστικής στρατολόγησης, εντοπίζω τα εξής.

Αναφορικά με την αναγκαστική στρατολόγηση νερών ατόμων και παιδιών από την οργάνωση, στην πρόσφατη έκθεση της EUAA, Country Guidance: Somalia, June 2022, αναφέρεται ότι αυτή λαμβάνει χώρα κυρίως στην ύπαιθρο, σε περιοχές υπό τον έλεγχο και επιρροή της οργάνωσης, χωρίς να αποκλείεται η στρατολόγηση σε αστικά κέντρα όπως η Mogadishu, και αφορά, πέραν των ένοπλων, και διοικητικό προσωπικό:

«Recruitment by Al-Shabaab originally took place in urban centres. Since Al-Shabaab lost territory in the urban centres in 2012 and 2015, recruitment has begun in rural areas. It has been reported that Al-Shabaab increased their strength of active fighters, from an estimated 2 000 – 3 000 in 2017 to 5 000 – 7 000 in 2020. Although Al-Shabaab predominantly recruits from territories under its control, there have also been reports of recruitment from government-controlled areas, especially Mogadishu. Recruitment outside Al-Shabaab’s own territory frequently involves aspects of coercion. Forced recruitment has also been reported in areas controlled by the group.

[…]

Recruitment includes both men and women and takes place among all age groups. The purpose of recruitment is influenced by age, gender, educational background, and prior professions. Al-Shabaab not only recruits fighters but also administrative staff, financiers, logistics personnel, judges, teachers, and health workers. It also relies on supporters and sympathisers. Informants are recruited in areas not under the control of Al-Shabaab. The organisation can rely on a very strong intelligence network in Mogadishu, where informants can be ordinary students, people in office, in the security forces, etc.» [15]

Σε έκθεση του EASO Country of origin information report - Somalia: Targeted profiles[16], Σεπτεμβρίου 2021, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με αναφορά στην έκθεση του Finnish Immigration Service, Somalia: Fact-finding mission to Mogadishu (2020), η αναγκαστική στρατολόγηση παιδιών και νέων λαμβάνει χώρα αλλά στην πρωτεύουσα είναι «σχεδόν ανύπαρκτη», βασιζόμενη - σε αστικά κέντρα – κυρίως σε εκβιασμούς για εξασφάλιση πληροφοριών για αξιωματούχους της κυβέρνησης. Στην ίδια έκθεση, βάση αναφορών του Ο.Η.Ε. και άλλων πηγών, καταγράφεται ότι ο ρυθμός αναγκαστικής στρατολόγησης παιδιών και νέων, στο σύνολο της επικράτειας της Σομαλίας, κυμαίνεται (για το διάστημα μεταξύ 2020 μέχρι μέσα του 2021) περί τα 1000 παιδιά κατ’ έτος και αφορά κυρίως αγροτικές περιοχές (Middle Jubba, Lower Shabelle και Bay), όπου η οργάνωση έχει μεγαλύτερη επιρροή και βρίσκονται υπό τον ενεργό έλεγχο της και εστιάζεται σε παιδιά σχολικής ηλικίας, τα οποία έχουν διέλθει από το εκπαιδευτικό σύστημα της οργάνωσης, πράγμα το οποίο αυξάνει την αφοσίωση τους:

«Three sources indicated to DIS that forced recruitment ‘does take place in areas fully controlled by al-Shabaab but it will most often be in relation to big operations or during and after attacks when al-Shabaab is in need of people for logistics or to replace lost fighters.’100

[…]

According to a 2018 report by Marchal, forced recruitment (and brainwashing) is not strategically used by AS. It is rather practised in limited ways or in particular situations.104 Forced recruitment has been reported to be ‘almost non-existent’ in Mogadishu, though it occurs in other parts of the country.105

As an example for coercive strategies in urban settings not directly under the control of AS it was described that the group may request an office worker in Mogadishu to act as its informant, promising him a financial reward in exchange for crucial information (e.g. on the whereabouts of a high-ranking official), while at the same time threatening to do harm to their children in case of non-compliance.106

[…]

Ingiriis, in his 2020 report, states that AS has resorted to recruiting local children due to decreasing numbers of non-Somali fighters, for example from USA, Europe, Afghanistan,111 joining its ranks.112 According to a 2018 Hiraal Institute report, most persons recruited by AS since 2011 have been children ‘who have gone through the AS education system, which greatly increases their loyalty to the group.’113

The United Nations reported that between January and June 2020, 535 children were recruited, some of them as young as 13, with Al-Shabaab being responsible for 402 (or over 75 %) of the cases. The largest numbers of such incidents were documented in Middle Jubba (121), Lower Shabelle (98) and Bay (87).114 As indicated in the UN Secretary-General’s reports on the situation in Somalia, 3 898 ‘grave violations’ against children were verified between early February 2020 and early May 2021, of which between 58.6 % and 74.3 % were attributed to AS. The instances of ‘grave violations’ against children included the recruitment and use of 1 615 children.115 Children recruited by AS have been used in combat, including as human shields116 and suicide bombers, or to plant explosive devices, as well as in auxiliary roles, ‘such as carrying ammunition, water, and food; removing injured and dead militants; gathering intelligence; and serving as guards.’117 For further details see EASO’s COI report Somalia: Actors, published in July 2021.118»

Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Σομαλίας είναι σήμερα περί τα 19 εκατομμύρια και της Mogadishu περί τα 2,5 εκατομμύρια κατοίκων. [17]

Συνυπολογιζόμενων και αξιολογούμενων των ως άνω ΠΧΚ είναι κατάληξη μου ότι άτομα ως ο αιτητής, ενήλικος πλέον, πράγμα που τον τοποθετεί εκτός του ηλικιακού συνόλου εκ του οποίου η οργάνωση στρατολογεί συνήθως αναγκαστικά, διαμένων στη Mogadishu, που δεν υπάγεται στον ενεργό έλεγχο της οργάνωσης, εκτός των περιοχών όπου λαμβάνει χώρα η πλειονότητα στρατολογήσεων της οργάνωσης (παρότι καταγράφονται στρατολογήσεις και εκεί), με πληθυσμό πέραν των 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων, δεν μπορεί να λεχθεί ότι διατρέχουν σε εύλογο βαθμό πιθανότητας κίνδυνο αναγκαστικής στρατολόγησης, σε βαθμό που υπερβαίνει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει το σύνολο του πληθυσμού της περιοχής. Είναι εκ τούτου περαιτέρω κατάληξη μου ότι ο αιτητής δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ατόμων που υπόκεινται σε κίνδυνο αναγκαστικής στρατολόγησης. Αξίζει παρεμφερώς να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που γινόταν αποδεκτός ο κίνδυνος αναγκαστικής στρατολόγησης, τότε η δίωξη – σε περίπτωση άρνησης του - θα ήταν ενδεχομένως πιθανότερο να βασίζεται σε θρησκευτικούς λόγους (λόγω απόδοσης σ’ αυτόν του χαρακτηρισμού ως «άπιστου» ή «αποστάτη») ή αποδιδόμενης σ’ αυτόν πολιτικών πεποιθήσεων (ως αντίθετων μ’ αυτών της οργάνωσης)[18].

Δεδομένων και των κατευθυντήριων γραμμών που παρατίθενται πιο πάνω αναφορικά με το απαιτούμενο βαθμό πιθανότητας δίωξης, δεν θεωρώ ότι εν προκειμένω καταδεικνύεται κάτι που υπερβαίνει την απλή πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής κατά την επιστροφή του αναγκαστική στρατολόγηση, λαμβανομένου υπόψη του ότι – ως ο ίδιος ανέφερε – δεν έχει στοχοποιηθεί στο παρελθόν από την οργάνωση. Χωρίς βεβαίως να παραβλέπω ότι ο αιτητής στερείται οικογενειακού δικτύου, δεν έχω εντοπίσει ότι τούτο διαφοροποιεί τον κίνδυνο αναγκαστικής στρατολόγησης του, δεδομένου ότι αυτή γίνεται συχνά με την ανοχή της οικογένειας του στρατολογούμενου ή δι’ απειλών προς αυτή, αν και ίσως αυξάνει το ενδεχόμενο εθελούσιας στρατολόγησης του, για οικονομικούς ή άλλους λόγους (η οποία, ως οικειοθελής πράξη δεν συνιστά βεβαίως δίωξη).

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου για την μη ύπαρξη βάσιμου φόβου διώξεως υπό τη μορφή αναγκαστικής στρατολόγησης, παρέλκει βεβαίως η εξέταση του κατά πόσο θα είχε διαθέσιμη προστασία από τις αρχές σε τέτοια περίπτωση, το οποίο ομολογουμένως, δεδομένου του έκρυθμου της κατάστασης και της ενεργής σύγκρουσης με την οργάνωση των κυβερνητικών δυνάμεων, είναι μάλλον απίθανο. Επί τούτου θα επανέλθω πιο κάτω.

Ενόψει των ως άνω θα εξεταστεί η πτυχή της συμπληρωματικής προστασίας. Σύμφωνα με το αρ.19 του Νόμου, δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας πρόσωπο που «[…] δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

Προέχει λοιπόν η εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής υφίσταται κίνδυνο κατά της ζωής ή της ακεραιότητας του εκ μόνης της παρουσίας του στην Mogadishu, στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου. Επί τούτου, πέραν των όσων αναφέρονται πιο πάνω, στα πλαίσια της παράθεσης ΠΧΚ για τη δράση της οργάνωσης στην περιοχή, σημειώνω και τα εξής.

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 16/12/23 έως τις 13/12/24 στην περιφέρεια Banaadir, όπου βρίσκεται η Mogadishu, καταγράφηκαν 201 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 194 απώλειες. Εξ αυτών των περιστατικών 58 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 82 απώλειες, 49 ως «βία κατά πολιτών» και οδήγησαν σε 34 απώλειες, 64 ως «έκρηξη ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”) και οδήγησαν σε 75 απώλειες, 26 ως «διαδηλώσεις» τα οποία οδήγησαν σε 2 απώλειες και 4 περιστατικά στην κατηγορία «εξεγέρσεις» (“riots”) που οδήγησαν σε 1 απώλεια.[19]

Στο εγχειρίδιου του EUAA Country Guidance: Somalia [20], August 2023, αναφέρεται ότι, παρότι η Al Shabaab έχει απωλέσει προ δεκαετίας τον άμεσο έλεγχο των περιοχών της πρωτεύουσας, διατηρεί την δυνατότητα να πραγματοποιεί επιθέσεις και δολοφονίες και η δράση της ευθύνεται για τα ¾ των περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή για μέρος του 2021 και σχεδόν το σύνολο του 2022. Για το ίδιο χρονικό διάστημα έχουν καταγραφεί στην περιοχή 898 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 901 θάνατοι. Εκ των παρατιθέμενων στο εν λόγω εγχειρίδιο περιστατικών ασφαλείας καθίσταται σαφές ότι εκεί λαμβάνουν χώρα τυφλές επιθέσεις, με συχνά και πολλά θύματα αμάχων και η κατάσταση στην περιοχή χαρακτηρίζεται από αδιακρίτως ασκούμενη βία υψηλής έντασης, με αποτέλεσμα να απαιτούνται λιγότερα στοιχεία προσωπικών περιστάσεων προκειμένω να συναχθεί σχετικός κίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα αμάχου εκ μόνης της παρουσίας του στην περιοχή.

Σχετικώς με την εφαρμογή του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, στην απόφαση ΔΕΕ C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09, σκέψη 35-39, λέχθηκαν τα εξής καθοδηγητικά:

«35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

Στην πιο πρόσφατη σχετική απόφαση του ΔΕΕ στη C-901/19, CF and DN, ημ.10/06/21, διευκρινίστηκαν τα εξής διαφωτιστικά:

«39. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επιβάλλεται προκαταρκτικώς η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος επικουρική προστασία πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως.

40. Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται «σοβαρή και προσωπική απειλή», κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, απαιτείται να ληφθούν υπόψη σφαιρικά όλες οι σχετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως δε εκείνες που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος.

41. Πράγματι, όσον αφορά την αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, ακόμη και αν στην αίτηση αυτή δεν γίνεται επίκληση των χαρακτηριστικών της κατάστασης του αιτούντος, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας προκύπτει η υποχρέωση εξατομικευμένης αξιολόγησης μιας τέτοιας αίτησης για τους σκοπούς της οποίας επιβάλλεται η συνεκτίμηση μιας ολόκληρης σειράς στοιχείων.

42. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, «όλ[α] τ[α] συναφ[ή] στοιχεί[α] που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση».

43. Ειδικότερα, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 56 και 59 των προτάσεών του, μπορούν επίσης να συνεκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»

Εν προκειμένω, αξιολογώντας τις ως άνω παρατιθέμενες ΠΧΚ αναφορικά με το επίπεδο αδιακρίτως ασκούμενης βίας στη Mogadishu, τη συχνότητα και τη φύση των περιστατικών ασφαλείας που καταγράφονται στην περιοχή, λαμβανομένου υπόψη ότι στα περιστατικά ασφαλείας περιλαμβάνονται επιθέσεις σε άμαχο πληθυσμό, η οποία φαίνεται ότι αποτελεί και την πλειονότητα των περιστατικών, που περιλαμβάνουν τυφλές επιθέσεις με συχνές και πολλές απώλειες αμάχων, σε συνάρτηση και με τα στοιχεία του προφίλ του αιτητή ως ανωτέρω έχουν γίνει αποδεκτά, ήτοι του ότι αυτός πρόκειται για νεαρό άτομο – σημειώνω ότι στα πλαίσια της παρούσης αξιολόγησης ολίγον ενδιαφέρει το κατά πόσο αυτός είναι σήμερα 18 ή 19 ετών, καθότι ουδόλως διαφοροποιεί ουσιωδώς το προφίλ του – χωρίς οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στην περιοχή, με την μητέρα του να ζει εκτός Σομαλίας και να ασθενεί και χωρίς εργασιακή εμπειρία ο ίδιος, περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς γι’  αυτόν, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [21], και, τέλος, συνυπολογιζόμενης και συνεκτιμούμενης της φύσης των συγκρούσεων, που περιλαμβάνουν διενέξεις, συχνά αιματηρές, μεταξύ της Al Shabaab και κυβερνητικών δυνάμεων, αλλά και άλλων ένοπλων δρώντων στην περιοχή, ακόμα και συγκρούσεις μεταξύ διάφορων ομάδων των κυβερνητικών ή φίλιων σ’ αυτή δυνάμεων, είναι κατάληξη μου ότι θα πρέπει να γίνει εδώ δεκτό ότι ο αιτητής – σε περίπτωση επιστροφής του στη Mogadishu - «υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι» θα εκτεθεί σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή, στη βάση του αρ.19 (2) (γ).  

Σημειώνεται ότι στην απόφαση CF and DN (ανωτέρω), το ΔΕΕ, αξιολογώντας δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του αναφορικά με τους εκεί αιτητές ανέφερε ότι «λαμβανομένης υπόψη της γενικής κατάστασης όσον αφορά την ασφάλεια στην επαρχία αυτή, ιδίως δε του γεγονότος ότι, αφενός, η περιοχή αποτελεί πεδίο συγκρούσεων μεταξύ διαφόρων άκρως κατακερματισμένων μερών που εμπλέκονται στη σύρραξη (συμπεριλαμβανομένων τρομοκρατικών ομάδων) και που συνδέονται στενά με τον άμαχο πληθυσμό και του γεγονότος ότι, αφετέρου, κανένα μέρος δεν είναι σε θέση να ελέγξει αποτελεσματικά την περιοχή ή να προστατεύσει τον άμαχο πληθυσμό, ο οποίος είναι θύμα των ανταρτών και των κυβερνητικών δυνάμεων, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι CF και DN, εάν τυχόν επιστρέψουν στην περιοχή αυτή, θα αντιμετωπίσουν, λόγω της παρουσίας τους και μόνον, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθούν σε σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της αδιάκριτης άσκησης βίας που οφείλεται στη σύρραξη. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερα ευάλωτου προφίλ τους, εάν οι CF και DN επιστρέψουν στο Αφγανιστάν, δεν θα διαθέτουν, επίσης, αποδεκτή εναλλακτική δυνατότητα εύρεσης καταφυγίου στο εσωτερικό της χώρας, δεδομένου ότι δεν θα είναι, γενικώς, εύλογο να εγκατασταθούν σε άλλους πιθανούς τόπους».

Οι ανωτέρω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ισχύουν κατά το μάλλον ή ήττον και εν προκειμένω. Ήτοι, εκ των ως άνω ΠΧΚ, ως πιο πάνω εξηγείται, η κατάσταση στην Mogadishu είναι απρόβλεπτη, έκρυθμη, με πολλές συγκρουόμενες ομάδες, στενά συνυφασμένες συχνά και με τον τοπικό πληθυσμό, οι δε κυβερνητικές και άλλες φίλιες ένοπλες ομάδες δεν φαίνεται να είναι σε θέση να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο της περιοχής και ούτε να παρέχουν αποτελεσματική (ούτε στο μέτρο του ευλόγως δυνατού) προστασία σε εύλογα αποδεκτό επίπεδο στον άμαχο πληθυσμό. Περαιτέρω, δεδομένης της ελλείψεως κάποιου στοιχείου εκ του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο αιτητής θα ήταν εύλογο να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή κατά την επιστροφή του, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας του όταν έφυγε από τη χώρα (περί των 15 ετών), της απουσίας κάποιου συνδέσμου ή υποστηρικτικού δικτύου σε άλλη περιοχή, όπου θα εξέλιπε ο ως άνω περιγραφόμενος κίνδυνος σοβαρής βλάβης και όπου «ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός […] και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί» [Αρ.12Γ (1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000)], δεν υφίσταται εν προκειμένω δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης του, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο αρ.12Γ του Νόμου.

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του αρ.146 (4) (δ) του Συντάγματος και του αρ.11 (3) (β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18), ώστε να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας.

Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου, δεδομένης της έκτασης ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο δια της εξ υπαρχής και εφ’ όλης της ουσίας εξέτασης της επίδικης απόφασης και λαμβανομένου υπόψη ότι ο αιτητής είχε ευκαιρία να παραθέσει κάθε ισχυρισμό που επιθυμούσε προς στήριξη του αιτήματος του δια της προσαχθείσας μαρτυρίας, θεωρώ ότι παρέλκει η ενασχόληση με το ζήτημα της ποιότητας και επάρκειας της συνέντευξης αλλά και του ομολογουμένως φτωχού και ελλιπέστατου της επίδικης έκθεσης. Αρκεί να σημειωθεί - με παραπομπή και στις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τον χειρισμό υποθέσεων που αφορούν ανήλικους αιτητές, επί των οποίων παραθέτει πολλά και η συνήγορος του αιτητή - ότι, ως είναι βεβαίως αυτονόητο, θα πρέπει να γίνεται κάθε προσπάθεια από τους καθ’ ων η αίτηση για υποστήριξη της προσπάθειας τους κατά τη συνέντευξη και παροχή έμπρακτης βοήθειας προς αυτούς ώστε να εκφράσουν όλα όσα επιθυμούν, η δε αξιολόγηση των ισχυρισμών τους θα πρέπει να γίνεται λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των ιδιαιτεροτήτων εκάστης υπόθεσης.

Επιδικάζονται έξοδα, ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[2] Amnesty International, "The State of the World's Human Rights; Somalia 2023", 24.4.2024, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/somalia/report-somalia/

[3] RULAC, Non-international armed conflict in Somalia, 10 November 2022, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-somalia

[4] UNSG, Situation in Somalia, S/2022/101, 8 February 2022, https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_2022_101.pdf , para. 19; EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): COI Query Somalia: Security situation update [Q13-2023], 25 April 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2092138/2023_04_EUAA_COI_Query_Response_Q13_Somalia_Security_Situation.pdf 

[5] UN Security Council, Report of the Panel of Experts on Somalia, S/2022/754, 10 October 2022, para. 8 in EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): COI Query Somalia: Security situation update [Q13-2023], 25 April 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2092138/2023_04_EUAA_COI_Query_Response_Q13_Somalia_Security_Situation.pdf p. 24

[6] ACLED, ‘What’s next for the fight against al Shaabab’, 4 September 2024, https://acleddata.com/2024/09/04/whats-next-for-the-fight-against-al-shabaab-in-kenya-and-somalia-august-2024/

[7] UN Security Council: Report of the Panel of Experts pursuant to resolution 2713 (2023) submitted in accordance with resolution 2713 (2023) [S/2024/748], 28 October 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2117749/n2426838.pdf 

[8] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Somalia 2023, 24 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107967.html

[9] Ministerie van Buitenlandse Zaken (Ministry of Foreign Affairs of the Netherlands), ‘Country of Origin Information on South and Central Somalia’, March 2019, p. 11, Available: Algemeen_ambtsbericht_Zuid_en_Centraal_Somalie__maart_2019_EN.pdf (europa.eu) [Accessed: 07/07/2022]

[10] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Country Guidance: Somalia, August 2023, σελ.109,https://www.ecoi.net/en/file/local/2095978/2023_Country_Guidance_Somalia.pdf 

[11] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Somalia; Targeted Profiles, September 2021, σελ. 65-66, https://www.ecoi.net/en/file/local/2060580/2021_09_EASO_COI_Report_Somalia_Targeted_profiles.pdf

[12] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada: The Eyle clan [SOM29580.E], 17 June 1998
https://www.ecoi.net/en/file/local/1343807/298750_en.html 

[13] RDC - Refugee Documentation Centre, Legal Aid Board: Information on the Eyle community in Somalia, including their traditional trades and way of life [Q19948], 27 August 2015
https://www.ecoi.net/en/file/local/1010002/1930_1452609615_q19948-somalia.pdf

 

[14]DIS - Danish Immigration Service: Report on minority groups in Somalia; Joint British, Danish and Dutch fact-finding mission to Nairobi, Kenya; 17 - 24 September 2000, 1 November 2000 https://www.ecoi.net/en/file/local/1412772/470_1161683683_somalianov2000.pdf σελ. 48.

[15] EUAA, Country Guidance: Somalia, June 2022, p.83, 84

[18] EUAA, Country Guidance: Somalia, August 2023, p.22-23

[19] ACLED EXPLORER,  με στοιχεία ανάλυσης ως εξήςΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 13/12/2023 - 16/12/2024,  ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -Somalia  – Banaadir), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[20] EUAA, Country Guidance: Somalia, August 2023, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-somalia-august-2023 p.170-173

[21] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο