L. I. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ1202/24, 31/1/2025
print
Τίτλος:
L. I. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ1202/24, 31/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.Τ1202/24

 

31 Ιανουαρίου 2025

 

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

 

L. I. E.

                                                                                                            Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                Καθ’ ων η αίτηση

Α. Ευσταθίου (κος) , Δικηγόρος για τον Αιτητή

Κ. Ιμανίμης (κος) για Θεοφανώ Βασιλάκη (κα) για τους Καθ’ων η Αίτηση

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μονομερής Αίτηση ημ.27/12/24 δυνάμει αρ.8(1Α)

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Με την υπό αναφορά προσφυγή ζητείται από το Δικαστήριο απόφαση με την οποία να ακυρώνει  ως παράνομη και στερούμενη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 13/12/2024 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία ή εναλλακτικά με την οποία να αναγνωρίζεται ο Αιτητής ως πρόσφυγας ή και κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 3 και 19 αντίστοιχα του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000.

Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής καταχωρήθηκε η υπό εξέταση μονομερής  αίτηση με την οποία ο Αιτητής αιτείται διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται η δυνατότητα παραμονής του στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης επί της προσφυγής του.

Η υπό αναφορά αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση ημερομηνίας 27/12/2024 της κ. Χρυσάνθης Επιφανίου προς υποστήριξη της εν λόγω αίτησης, δικηγόρος η οποία συνεργάζεται με τον δικηγόρο που εκπροσωπεί τον Αιτητή που χειρίζεται την ως άνω υπό αριθμό και τίτλο προσφυγή, δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Αιτητή να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση  και δίνοντας εξήγηση για το λόγο που προέβη στην ένορκη δήλωση η δικηγόρος και όχι ο διάδικος. Επί της ένορκης δήλωσης η ενόρκως δηλούσα επισυνάπτει ως τεκμήρια απόσπασμα από τη έκθεση του οργανισμού της Ευρωπαϊκής  Ένωσης για το Άσυλο (ΕΥΑΑ) του 2024 αναφορικά με την κατάσταση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη Νιγηρία. Περαιτέρω καταγράφει γεγονότα που αφορούν την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία και τους λόγους για τους οποίους προέβη στην υποβολή της, λόγοι οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία του Αιτητή να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του εφόσον ο βασικός λόγος δίωξης του και στον οποίο βασίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας του είναι ο γενετήσιος προσανατολισμός, και δεδομένης της κατάστασης των δικαιωμάτων και της μεταχείρισης των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη Νιγηρία οι Καθ’ ων η Αίτηση όφειλαν να ακολουθήσουν την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων αντί την ταχύρρυθμη λόγω σοβαρού επικαλούμενου λόγου για να μη θεωρηθεί η χώρα ιθαγένειας και καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλής.

Περαιτέρω, στις παραγράφους 8 – 15 η ενόρκως δηλούσα προχωρά και παρέχει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το αίτημά του Αιτητή και τον λόγο που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ήτοι ο σεξουαλικός του προσανατολισμός. Ειδικότερα, αναφέρεται στο πότε ανέπτυξε τα πρώτα συναισθήματα και είχε τις πρώτες ενδείξεις ότι ελκύεται από άτομα του ιδίου φύλου.  Επίσης αναφέρει πότε σύναψε σχέση με άτομο του ιδίου φύλου, ενώ προχωρά και επεξηγεί με λεπτομέρεια γεγονότα τα οποία τον οδήγησαν στη συνέχεια να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Ουσιαστικά η ενόρκως δηλούσα προβαίνει σε λεπτομερή περιγραφή, στην προσπάθειά του να αντικρούσει τα σημεία αναξιοπιστίας ως αυτά καταγράφονται στην έκθεση – εισήγηση των Καθ’ ων η Αίτηση, ισχυριζόμενη παράλληλα ότι οι Καθ’ ων απέτυχαν να διερευνήσουν ή και να εκτιμήσουν τις ατομικές του περιστάσεις για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο Αιτητής χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και/ ή συνιστά ευάλωτο πρόσωπο, ενώ  ως αναφέρει υπάρχουν ενδείξεις ευαλωτότητας οι οποίες αγνοήθηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση.  

Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις και ισχυρισμούς που προβάλλονται τόσο με την ένορκη δήλωση, όσο και δια τη προφορικής αγόρευσης, αλλά και επί των όσων ανέφερε ο συνήγορος του Αιτητή δια του γραπτού υπομνήματός του υπό το φως των νομοθετικών προνοιών και νομολογικών αρχών αναφορικά με την εξέταση αίτησης για άδεια παραμονής.

Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις σχετικές διατάξεις του Περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με την παρούσα αίτηση βάσει των οποίων απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμο. Σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 12Δ, 12 ΣΤ, 12 Βτρις του Περί Προσφύγων Νόμου (τονισμός και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων

12Δ.-(1) Κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από τριάντα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εξετάζονται από τον Προϊστάμενο, με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, αιτήσεις που κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου.

(2) Κατά την εξέταση της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, μετά από την οποία υποβάλλει έκθεση με τα γεγονότα της υπόθεσης και τις διαπιστώσεις του αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, στον Προϊστάμενο.

(3) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του, να:

(α) Αναγνωρίσει αιτητή ως πρόσφυγα·

(β) αναπέμψει την αίτηση στον αρμόδιο λειτουργό για να ακολουθήσει την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, δυνάμει του άρθρου 13· ή

(γ) απορρίψει την αίτηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και να εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης αυτής, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:

Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8.

(4) Αίτηση δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού σύμφωνα με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εφόσον τηρούνται οι αρχές και εγγυήσεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Ο αιτητής, κατά την υποβολή της αίτησης και την παρουσίαση των γεγονότων, απλώς έθεσε θέματα τα οποία είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας∙

(β) ο αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις∙

(γ) ο αιτητής παραπλάνησε τις αρχές της Δημοκρατίας με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων, όσον αφορά την ταυτότητα ή/και την ιθαγένειά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση επί της αίτησης∙

(δ) ο αιτητής είναι πιθανόν, κακόπιστα, να έχει καταστρέψει ή πετάξει έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο, που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του∙

(ε) ο αιτητής έχει παρουσιάσει σαφώς ασυνεπείς και αντιφατικές ή σαφώς ψευδείς ή προφανώς απίθανες πληροφορίες, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με επαρκώς τεκμηριωμένες πληροφορίες για τη χώρα ιθαγένειας, καθιστώντας έτσι σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ως προς το εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

(στ) ο αιτητής έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν θεωρείται ως απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3) του άρθρου 16Δ∙

(ζ) ο αιτητής υποβάλλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απέλαση / απομάκρυνσή του∙

(η) ο αιτητής εισήλθε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας ή παρέτεινε παράνομα τη διαμονή του σε αυτό και, χωρίς εύλογη αιτία, δεν παρουσιάστηκε στις αρχές ούτε υπέβαλε αίτηση το συντομότερο δυνατόν, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της εισόδου του∙

(θ) ο αιτητής ενδέχεται για σοβαρούς λόγους να συνιστά κίνδυνο για τη εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη ή έχει απελαθεί διά της βίας για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης∙

(ι) ο αιτητής αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να υποβληθεί σε λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 603/2013.

(5)(α) Η εξέταση της αίτησης βάσει του παρόντος άρθρου ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

(β) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) προθεσμία των τριάντα (30) ημερών δύναται να παραταθεί από τον Προϊστάμενο, μετά από εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες, εφόσον ο Προϊστάμενος κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης.

(γ) Σε περίπτωση που, κατά την κρίση του Προϊσταμένου, η ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο δε διασφαλίζει την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης, ο Προϊστάμενος ενεργεί σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (3).

Προδήλως αβάσιμη αίτηση

12ΣΤ. Αίτηση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη εφόσον διαπιστωθεί ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και ταυτόχρονα εφαρμόζεται οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) του άρθρου 12Δ περιπτώσεις.

Ασφαλής χώρα ιθαγένειας

12Βτρις.-(1) Για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, ο Υπουργός δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

(2) Κατά την εκτίμηση μιας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, με σκοπό τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό ως τέτοιας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή κακομεταχείρισης μέσω:

(α) Tης σχετικής πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας και του τρόπου εφαρμογής της∙

(β) της τήρησης των δικαιωμάτων και ελευθερίων που ορίζονται –

(i) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ιδίως δε των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του Άρθρου 15, παράγραφος 2, αυτής, και

(ii) στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και

(iii) στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας∙

(γ) της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση∙

(δ) της πρόβλεψης μηχανισμού πραγματικής προσφυγής κατά των παραβάσεων των προαναφερόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(3) Η αξιολόγηση του κατά πόσο μια τρίτη χώρα είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο βασίζεται σε σειρά πηγών πληροφοριών, περιλαμβανομένων ειδικότερα πληροφοριών από άλλα κράτη μέλη, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς.

(4) Η έρευνα, συλλογή πληροφοριών και προκαταρκτική εκτίμηση ως προς τον χαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό μιας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διεξάγεται από την Υπηρεσία Ασύλου η οποία υποβάλλει συγκεκριμένη εισήγηση στον Υπουργό.

(5) Ο Προϊστάμενος κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε διάταγμα το οποίο ο Υπουργός εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) είναι ανιθαγενής και είχε προηγουμένως τη συνήθη διαμονή του στην εν λόγω χώρα,

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

(7) Αίτηση η οποία υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και αίτηση από ανιθαγενή του οποίου η χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός εάν ο αιτητής προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

(8) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του.

(9) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος θεωρήσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή δυνάμει του εδαφίου (6), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή περί της απόφασης του Προϊσταμένου καθώς και για το δικαίωμα του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

(10)(α) Το διάταγμα του Υπουργού, το οποίο εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), αναθεωρείται τουλάχιστον μια φορά κάθε έτος.  Η σχετική έρευνα, συλλογή πληροφοριών και προκαταρκτική εκτίμηση διεξάγεται από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία και υποβάλλει συγκεκριμένη εισήγηση στον Υπουργό για την αναθεώρηση του διατάγματος.

(β) Όταν ο Υπουργός διαπιστώσει σημαντική αλλαγή της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε χώρα την οποία έχει χαρακτηρίσει ασφαλή, επανεξετάζει το συντομότερο δυνατό και, εφόσον απαιτείται, αναθεωρεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) το χαρακτηρισμό της χώρας ως ασφαλούς.

(11) Κατά την εφαρμογή των εδαφίων (1), (2), (4), (6) και (10), λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι κατευθυντήριες γραμμές και τα επιχειρησιακά εγχειρίδια καθώς και οι πληροφορίες για τις χώρες ιθαγένειας και για τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας υποβολής εκθέσεων για πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, που αναφέρονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010, καθώς και οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

(12) Κάθε διάταγμα, το οποίο ο Υπουργός εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Δικαίωμα παραμονής και βεβαίωση υποβολής αίτησης

8(1Α) (ε) - Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του  εδαφίου (3) του άρθρου 10Α, σε περίπτωση απόφασης του Προϊσταμένου- (ε) με την οποία κρίνεται αίτηση ως προδήλως αβάσιμη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12ΣΤ, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι αποφάσεις βασίζονται στις περιστάσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (η) του εδαφίου (4) του άρθρου 12Δ,

η δυνατότητα παραμονής του αιτητή στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αποφασίζεται από το Διοικητικό Δικαστήριο, κατόπιν καταχώρισης σχετικής αίτησης του αιτητή η οποία εξετάζεται και αποφασίζεται το ταχύτερο δυνατό, χωρίς να απαιτείται η κλήση του αιτητή για να παραστεί, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά:

Από τα στοιχεία του φακέλου διαφαίνεται ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 19/11/2024. Στις 13/12/2024 και αφού η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε το αίτημα του εξέδωσε απορριπτική επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασης της και η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή αυθημερόν και με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ως για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 12ΣΤ και 12 Βτρις του Περί Προσφύγων Νόμου 2000. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επιστολή ημερομηνίας 17/12/2024 αναφέρονται τα ακόλουθα « in accordance with article 8 (1A) (e) of the Refugee Law 2000 your right to remain in the Republic of Cyprus, pending the outcome of your appeal is determined by the Administrative Court of International Protection following the submission of a relevant request to the Court.»

Όσον αφορά την ουσία της παρούσας υπόθεσης η προσφερόμενη στο δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης  προσωρινών διαταγμάτων ώστε ο Αιτητής να διαμένει στη Δημοκρατία μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής του βασίζεται στο άρθρο αρ.8 (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000 και διέπεται δικονομικά στον Κανονισμό 13 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, στους Κανονισμούς 18 και 19 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, όπως επίσης και στην νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την πλούσια επί του θέματος νομολογία η εν λόγω δικαιοδοσία πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετείται είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλομένης απόφασης, είτε το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας στον Αιτητή από τη μη έκδοση  του διατάγματος (βλ. ενδεικτικά Economides v Republic (1982 3 CLR 837), Moyo and another v Republic (1988) 3 CLR .1203, Frangos and others v Republic (1982) 3 CLR 53 Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς v Marfin Popular Bank (2007) 3 A.A.Δ. 43).

Ως προς το τι συνιστά ανεπανόρθωτη ζημία η εν λόγω προϋπόθεση ερμηνεύεται ως ότι υφίσταται κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας που μπορεί να προκληθεί σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα ή θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί η πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. (Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ω Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. 255).  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο επί του προαναφερόμενου ζητήματος στην υπόθεση Μ & CH Mitsingas Trading Ltd v The Timberland Co. (1997) 1A.A.Δ 1791 η « [η] έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία των συμφερόντων του αιτούμενου της θεραπείας». Περαιτέρω και ως υποδεικνύεται στην Odysseos v Pieris Estates and others (1982) 1 C.L.R. 557) στο τελικό στάδιο το δικαστήριο οφείλει πρόσθετα να σταθμίσει με βάσει το ισοζύγιο της ευχέρειας κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα. Ακόμη, ο δε ισχυρισμός περί ανεπανόρθωτης ζημίας πρέπει να δικογραφείται δεόντως ώστε να προσδιορίζεται με σαφήνεια και να τεκμηριώνεται επαρκώς. Απλοί ισχυρισμοί για ανεπανόρθωτη ζημία ή αναφορά σε γενικό ή θεωρητικό επίπεδο δεν επαρκούν (Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.α. v Cybarco Plc κ.α. (2009) 3.Α.Α.Δ. 513). Το δε βάρος τόσο της επίκλησης, όσο και της απόδειξης της ανεπανόρθωτης ζημίας το φέρει ο Αιτητής (Μαρκουλλιδου v Δημοκρατία (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413).

Ακόμη και σε αιτήσεις ως η παρούσα, τελικό μέτρο στάθμισης και σημείο αναφοράς για την έγκριση τέτοιου αιτήματος δεν μπορεί να είναι άλλο από την διασφάλιση του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας (βλ. αρ.46 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και αρ.47 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και την αρχή της μη επαναπροώθησης (βλ. αρ.3 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αρ.19 (2) Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), χωρίς να μπορούν να αποκλειστούν, ως ανωτέρω αναφέρω, και άλλες ιδιαιτερότητες οι οποίες δυνατόν να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση της αιτήσεως.

Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C239/14, Abdoulaye Amadou Tall κατά Centre public d’action sociale de Huy, EU:C:2015:824, ημ.17/12/15, όπου λέχθηκαν τα εξής στις σκέψεις 57-59:

«57. Αντιθέτως, εάν στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως ασύλου προγενέστερης ή μεταγενέστερης σε σχέση με απόφαση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ένα κράτος μέλος λάβει εις βάρος του οικείου υπηκόου τρίτης χώρας απόφαση επιστροφής κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 2008/115, ο εν λόγω υπήκοος θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσει κατά της αποφάσεως αυτής το δικαίωμά του πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής.

58. Επ’ αυτού, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε κάθε περίπτωση, η προσφυγή πρέπει οπωσδήποτε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα οσάκις ασκείται κατά αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας είναι ικανή να εκθέσει τον οικείο υπήκοο τρίτης χώρας σε σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται, έναντι του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας, η τήρηση των απαιτήσεων των άρθρων 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη (βλ., συναφώς, απόφαση Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 52 και 53).

59. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος κατά αποφάσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η εκτέλεση της οποίας δεν είναι ικανή να εκθέσει τον οικείο υπήκοο τρίτης χώρας σε κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, δεν συνιστά προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη.»

Με δεδομένο λοιπόν ότι το αίτημα για να αποφασιστεί το δικαίωμα παραμονής του Αιτητή συνδέεται εκ των πραγμάτων με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – στα πλαίσια της κυρίως αιτήσεως - κατά της ήδη εκδοθείσας απόφασης επιστροφής, η οποία εκδίδεται στα πλαίσια απόρριψης αιτήσεως διεθνούς προστασίας και «αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής» [αρ.12Δ (3) (γ) του Νόμου], θεωρώ ότι τα λεχθέντα στην ανωτέρω απόφαση του ΔΕΕ παρέχουν καθοδήγηση αναφορικά με τις παραμέτρους που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

Από τα ενώπιον μου στοιχεία διαπιστώνω ότι η παρούσα αίτηση θα πρέπει να τύχει έγκρισης.

Και εξηγώ.

Ως ισχυρίζεται ο συνήγορος του Αιτητή και ως εξάλλου προκύπτει από το περιεχόμενο της έκθεσης – εισήγησης των Καθ’ ων η Αίτηση και ειδικότερα ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό ως αυτός διαμορφώθηκε, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία διατρέχει κίνδυνο για τη ζωή του ή και κίνδυνο σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, συμπεριλαμβανομένης ενδεχόμενης σύλληψης βασανιστηρίων και/ή απάνθρωπης εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλος. Ως εκ τούτου ο βασικός λόγος δίωξης στον οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή είναι ο γενετήσιος προσανατολισμός του. Η ομοφυλοφιλία στη Νιγηρία και ως προκύπτει τόσο από έγκυρες πηγές πληροφόρησης ως παρατίθενται από τους Καθ’ων η Αίτηση στο πλαίσιο εξέτασης της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή δια της έκθεσης – εισηγήσεως αλλά και από την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (ΕΥΑΑ) του 2024 αναφορικά με την κατάσταση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στην Νιγηρία από όπου κατάγεται ο Αιτητής (Τεκμήριο Α στη συνημμένη ένορκη δήλωση) συνιστά ποινικό αδίκημα με ποινή μέχρι και δεκατέσσερα (14) χρόνια φυλάκισης καθώς και αντικείμενο κοινωνικού στίγματος. Συγκεκριμένα ο νόμος της Νιγηρίας επιβάλλει αυστηρές ποινές για (1) σεξουαλική συμπεριφορά μεταξύ ομοφυλόφιλων (2) για κάθε δημόσια επίδειξη ερωτικής σχέσης του ιδίου φύλου (3) για άτομα που ζουν μαζί (4) για συμμετοχή ή υποστήριξη διαφόρων οργανώσεων  Ως εκ τούτου πρόκειται για ισχυρισμό ο οποίος δυνητικά εμπίπτει στον ορισμό του δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

Ως προς τον ορισμό του πρόσφυγα, σχετικά είναι το εξής:

«Πρόσφυγας

3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.»

Περαιτέρω, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο καθορισμός της ιδιότητας του πρόσφυγα πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τα πιο κάτω:

«Κριτήρια για τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα

17.-(1) Για τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα, ο Προϊστάμενος-

(α) Λαμβάνει υπόψη-

(i) Τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στη Κοινή θέση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ημερομηνίας 4 Μαρτίου 1996, σχετικά με την εναρμονισμένη εφαρμογή του ορισμού του «πρόσφυγα»· και

(ii) τις κοινές εκθέσεις σε σχέση με τρίτες χώρες, οι οποίες συντάσσονται σύμφωνα με τη διαδικασία για την ετοιμασία εκθέσεων σχετικά με τις κοινές αξιολογήσεις της κατάστασης σε τρίτες χώρες, που υιοθετήθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κοινές εκθέσεις σε σχέση με τρίτες χώρες, που υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 20.6.1994.

(β) Καθοδηγείται από το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια για τον Προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα που εκδίδεται από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

(2) Ο Προϊστάμενος ενημερώνει οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο για τον τρόπο πρόσβασης στις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Εγχειρίδιο της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.»

Σχετικά δε με τους λόγους δίωξης, το πλέον σχετικό άρθρο είναι το 3Δ του περί Προσφύγων Νόμου αναφέρει τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Λόγοι δίωξης

3Δ.-(1) Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016]:

[.]

(δ) Η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων:

(i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και

(ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.

Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες κατά το κυπριακό δίκαιο. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Στο άρθρο 3Δ (1) (δ) βλέπουμε την ρητή αναφορά στον γενετήσιο προσανατολισμό (sexual orientation) ως προστατευόμενο «κοινό χαρακτηριστικό».

Περαιτέρω, συγκεκριμένα για το θέμα της συμμετοχής σε ιδιαίτερη  κοινωνική ομάδα και του γενετήσιου προσανατολισμού, η UNHCR στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη Διεθνή Προστασία των Προσφύγων «Συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του Άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, αναφέρει τα εξής:

«Είναι απαραίτητο η ερμηνεία της συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα να διέπεται από την εξέλιξη, τη διαφορετική και μεταλλασσόμενη φύση των ομάδων διαφόρων κοινωνιών και από την ανάπτυξη των κανόνων του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων»[1]. «Εάν τα μέλη της ομάδας συνδέονται με ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό ή με χαρακτηριστικά τα οποία είναι τόσο θεμελιώδη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ώστε δεν είναι δυνατό να ζητηθεί από τα μέλη της να αναγκαστούν να τα απαρνηθούν.»[2] (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Όπως αναφέρεται και στις Κατευθυντήριες Γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας για τα δικαιώματα των Προσφύγων, «οι έννομες τάξεις των συμβαλλόμενων στη Σύμβαση του 1951 έχουν αναγνωρίσει ότι οι γυναίκες, οι οικογένειες, [.] οι ομοφυλόφιλοι αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, η συμμετοχή στην οποία μπορεί να υποδηλώνει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης»[3] (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

Σχετικές είναι επίσης οι Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C - 199 / 12 έως C - 201/12 X κ.λπ., Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2013, Minister voor Immigratie en Asiel κατά X και Y και Z κατά Minister voor Immigratie en Asielόπου το ΔΕΕ ξεκαθαρίζει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις για να θεωρείται μια ομάδα «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» για τους σκοπούς του άρθρου 10 (1) (δ) της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ (αντικαταστάθηκε από την Οδηγία 2011/95/ΕΕ, στα ίδια εδάφια). Συγκεκριμένα το ΔΕΕ έκρινε ότι:

«45      Κατά τον ορισμό αυτόν, μια ομάδα θεωρείται «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» όταν πληρούνται ειδικά δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Αφενός, τα μέλη της ομάδας πρέπει να έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, ή ακόμη να έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τα αποκηρύξει. Αφετέρου, η ομάδα αυτή πρέπει να έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην περί ης πρόκειται τρίτη χώρα επειδή από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Το ΔΕΕ συνεχίζει, εφαρμόζοντας το ως άνω σκεπτικό σε υποθέσεις που αφορούν τον γενετήσιο προσανατολισμό:

«46      Όσον αφορά την πρώτη από τις εν λόγω προϋποθέσεις, δεν αμφισβητείται ότι ο γενετήσιος προσανατολισμός ενός προσώπου αποτελεί τόσο θεμελιώδους σημασίας χαρακτηριστικό της ταυτότητάς του ώστε το πρόσωπο αυτό να μην πρέπει να αναγκάζεται να τον αποκηρύξει. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας, από το οποίο προκύπτει ότι, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής, ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα δύναται να είναι μια ομάδα της οποίας τα μέλη έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό έναν γενετήσιο προσανατολισμό.

47      Η δεύτερη προϋπόθεση απαιτεί όπως, στη συγκεκριμένη χώρα καταγωγής, η ομάδα της οποίας τα μέλη έχουν τον ίδιο γενετήσιο προσανατολισμό έχει ιδιαίτερη ταυτότητα, επειδή από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο η ομάδα αυτή γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική.

48      Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη ποινικής νομοθεσίας όπως οι επίμαχες σε κάθε μία από τις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία αφορά ειδικά τους ομοφυλόφιλους, καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι τα πρόσωπα αυτά αποτελούν χωριστή ομάδα η οποία από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική.

49      Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα σε κάθε μία από τις υποθέσεις των κύριων δικών πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ύπαρξη ποινικής νομοθεσίας όπως οι επίμαχες σε κάθε μία από τις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία αφορά ειδικά τους ομοφυλόφιλους, καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι τα πρόσωπα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως αποτελούντα ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

Σε σχέση με τον βάσιμο φόβο δίωξης, σχετικές είναι οι σκέψεις 72 και 73 τις πιο πάνω υπόθεσης:

«72 Όσον αφορά τη συγκράτηση που φέρεται ότι πρέπει να επιδείξει το συγκεκριμένο πρόσωπο, στο σύστημα της οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές, όταν αξιολογούν αν ένας αιτών έχει βάσιμο φόβο διώξεως, εξετάζουν αν οι αποδεδειγμένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή ώστε το πρόσωπο αυτό εύλογα να φοβάται, όσον αφορά την ατομική του κατάσταση, ότι όντως θα αποτελέσει το αντικείμενο πράξεων διώξεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Y και Z, σκέψη 76).

73 Η εν λόγω αξιολόγηση του μεγέθους του κινδύνου, η οποία σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να γίνεται με προσοχή και σύνεση (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, C-175/08, C-176/08, C-178/08 και C-179/08, Salahadin Abdulla κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I-1493, σκέψη 90)στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται ειδικά στο άρθρο 4 της οδηγίας (προαναφερθείσα απόφαση Y και Z, σκέψη 77).» .» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Στις Συνεκδικαθείσες Υποθέσεις C - 71/11 και C - 99 / 11 Υ και Ζ ειπώθηκε το εξής από το ΔΕΕ:[4]

«76 Επ' αυτού, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του συστήματος της οδηγίας, οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, αυτής, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεως.

77 Η εκτίμηση αυτή της σοβαρότητας του κινδύνου η οποία, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να χωρεί με προσοχή και σύνεση (προπαρατεθείσα απόφαση Salahadin Abdulla κ.λπ., σκέψη 90) στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες που απαντούν μεταξύ άλλων στο άρθρο 4 της οδηγίας.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Δηλαδή, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η αξιολόγηση του βάσιμου φόβου ενός αιτητή διεθνούς προστασίας γίνεται εξατομικευμένα και λαμβάνοντας υπόψη το τι αναμένεται ότι θα του συμβεί αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, εξαιτίας των δικών του προσωπικών περιστάσεων. Συνεπώς, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το αντικειμενικό, καθώς και το υποκειμενικό στοιχείο, όπως αναφέρεται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, στην παράγραφο 45:

«Η λέξη 'φόβος' δεν αναφέρεται ωστόσο μόνο στα πρόσωπα που έχουν ήδη διωχθεί αλλά και σε εκείνα που επιδιώκουν να αποφύγουν μια κατάσταση που περικλείει τον κίνδυνο της δίωξης».

Στις παραγράφους 52 και 53 του ίδιου Εγχειριδίου αναφέρεται:

«52 [.] Ο υποκειμενικός χαρακτήρας του φόβου δίωξης απαιτεί αξιολόγηση των απόψεων και των συναισθημάτων του εν λόγω προσώπου. Με βάση αυτές τις απόψεις και τα συναισθήματα πρέπει επίσης να εκτιμηθούν απαραιτήτως οποιαδήποτε, ισχύοντα ή παλαιότερα, μέτρα που έχουν ληφθεί εναντίον του. Λόγω των ψυχολογικών ιδιαιτεροτήτων των ατόμων και των ειδικών συνθηκών της κάθε υπόθεσης, είναι φυσικό να ποικίλουν οι ερμηνείες σχετικά με το τι σημαίνει δίωξη.

53 Είναι ακόμα δυνατόν ο αιτών να έχει υποβληθεί σε διάφορα μέτρα που δεν συνιστούν κάθε αυτά δίωξη (π.χ. δυσμενής μεταχείριση σε διάφορες μορφές), σε μερικές δε περιπτώσεις σε συνδυασμό με άλλους αρνητικούς παράγοντες (π.χ. γενικό κλίμα ανασφάλειας στη χώρα προέλευσής του). Στις περιπτώσεις αυτές τα διάφορα στοιχεία που εμπλέκονται, είναι δυνατό να δημιουργήσουν τέτοια κατάσταση στον ψυχικό κόσμο του αιτούντος, ώστε ο ισχυρισμός για την ύπαρξη δικαιολογημένου φόβου δίωξης να θεμελιώνεται εύλογα σε «συσσωρευμένους λόγους» [.].»

Κατά την εφαρμογή του πιο πάνω αναφερθέντος νομικού πλαισίου, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον, υπό τις εξατομικευμένες περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι ένα άτομο το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως ομοφυλόφιλος και έχει διωχθεί στην χώρα του λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, αντιμετωπίζει βάσιμο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.

Άρα λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα και ειδικότερα το νομικό πλαίσιο που αφορά ζητήματα που αφορούν φόβο δίωξης στη βάση του σεξουαλικού  προσανατολισμού, (βλ,           HI ν. Υπηρεσία Ασύλου / Υπουργείο Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ.: 5550/22, 12/1/2024) πρόκειται για ισχυρισμό ο οποίος εκ πρώτης όψεως πληροί της προϋποθέσεις για να χορηγηθεί στον Αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Άρα δεν πρόκειται για άνευ σημασίας γεγονότα για την εξέταση εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας[5]. Επιπλέον και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρουν οι πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση στη Νιγηρία σε σχέση με αιτήματα που αφορούν δίωξη στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού κάποιου προσώπου καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο Αιτητής προβάλλει «….σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας»[6].

Σημειώνεται, ότι δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης στην κυρίως διαδικασία καθώς και να εξετάσει ex nunc τα δεδομένα που αφορούν στην αίτηση ασύλου του εκάστοτε αιτούντος άσυλο (βλ. Υπόθεση Αρ. ΔΚ 33/2020, Τ.Κ.Α ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28.9.2020 και απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και MahdiC-146/14 PPUEUC:2014:1320, σκέψεις 41 και 45). Οι διατάξεις  του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, καίτοι απευθείας εφαρμοστέες από τα εθνικά δικαστήρια, στο μέτρο που αποτελούν ταυτόχρονα και εναρμονιστικές διατάξεις του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της εν λόγω ενωσιακής διάταξης και της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) (Βλ. Α.Ε. αρ. 156/2012, Μustafa Haghilo, 27.2.2018 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).  

Επιπλέον λαμβάνω υπόψη μου τα όσα αναφέρθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην C‑406/22, CV κατά Ministerstvo vnitra České republiky, Odbor azylové a migrační politiky, 4ης Οκτωβρίου 2024 όπου λέχθηκαν τα εξής:  « 98. … Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που δικαστήριο επιλαμβάνεται προσφυγής ασκηθείσας κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας εξετασθείσα στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στις αιτήσεις προσώπων προερχόμενων από τρίτες χώρες οι οποίες χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 37 της οδηγίας αυτής, ως ασφαλείς χώρες καταγωγής, το δικαστήριο αυτό οφείλει, στο πλαίσιο της πλήρους και ex nunc εξέτασης την οποία επιβάλλει το εν λόγω άρθρο 46, παράγραφος 3, να εξετάσει, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας καθώς και βάσει των στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του διαδικασίας, την ενδεχόμενη μη τήρηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τον ως άνω χαρακτηρισμό τις οποίες προβλέπει το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, ακόμη και αν η μη τήρηση των προϋποθέσεων αυτών δεν προβάλλεται ρητώς προς στήριξη της προσφυγής.

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων  και λαμβάνοντας υπόψη την δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου να εξετάσει επί της ουσίας την παρούσα υπόθεση, παρατηρώ ότι προκύπτουν ζητήματα τα οποία χρήζουν περαιτέρω διεύρυνσης και σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η υπό εξέταση αίτηση και ο Αιτητής ενδεχομένως επιστραφεί στη χώρα του, ήτοι τη Νιγηρία και στη βάση των προβληθέντων ισχυρισμών του κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, ενδεχομένως να κινδυνεύσει, καθότι προβάλλει ισχυρισμούς από τους οποίους δύναται να πληρούνται οι προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου παρατηρώ ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση, πεπλανημένα ως προς τις πρόνοιες που εναποθέτει ο Περί Προσφύγων Νόμος 2000 έκριναν την αίτηση του Αιτητή ως προδήλως αβάσιμη σύμφωνα με τα άρθρα 12ΣΤ και 12Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Ακόμη είναι κατάληξη μου εν προκειμένω, ότι τα όσα ο συνήγορος του Αιτητής αναφέρει δια της ενόρκου δηλώσεως του είναι ικανά για να ανατρέψουν το τεκμήριο ασφαλούς χώρας αναφορικά με την χώρα ιθαγενείας του.

Τα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου δεν σφραγίζουν το αποτέλεσμα της κυρίως προσφυγής, ούτε και δύναται να προκαταλάβουν την κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση με την επίδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή. Ωστόσο, από τα ενώπιον μου δεδομένα, σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η υπό εξέταση αίτηση και ο Αιτητής ενδεχομένως επιστραφεί στη χώρα καταγωγής του χωρίς να διερευνηθεί εις βάθος κατά πόσο  δύναται να τεκμηριώσουν οι ισχυρισμοί του βάσιμο φόβο δίωξης ή σοβαρό κίνδυνο βλάβης μπορεί να κινδυνεύσει και να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία.

Για τους πρόσφυγες, η αρχή της μη επαναπροώθησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του διεθνούς νομικού πλαισίου προστασίας των προσφύγων. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, απαγορεύεται όχι μόνο η απέλαση, απομάκρυνση ή έκδοση ενός ατόμου προς μια χώρα όπου κινδυνεύει με δίωξη ή σοβαρή βλάβη (άμεση επαναπροώθηση), αλλά και η μεταφορά του προς χώρες όπου υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο επαναπροώθησης (έμμεση επαναπροώθηση). Περαιτέρω, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ,  το άρθρο  13 ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με  το άρθρο 3 ΕΣΔΑ, «απαιτεί ανεξάρτητο και αυστηρό έλεγχο του ισχυρισμού ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι να φοβάται κανείς πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης αντίθετης προς το άρθρο 3  ΕΣΔΑ και τη δυνατότητα αναστολής της εφαρμογής του μέτρου που προσβάλλεται»[7]. Στο πλαίσιο του ισχυρισμού ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να φοβάται κανείς πραγματικό  κίνδυνο κακομεταχείρισης αντίθετα προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το ένδικο μέσο που απαιτείται από το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ πρέπει να έχει  αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Το ΕΔΔΑ κλήθηκε στην A.C. and others κατά Ισπανίας[8] να κρίνει εάν, υπό το πρίσμα του άρθρου 13 της Σύμβασης που προβλέπει το δικαίωμα του καθενός σε αποτελεσματική προσφυγή, υπήρχαν οι κατάλληλες εγγυήσεις για την προστασία των προσφευγόντων από αυθαίρετη απομάκρυνση, δεδομένου ότι οι προσφυγές τους επί της ουσίας εκκρεμούσαν ακόμη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.  Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο του Στρασβούργου επεσήμανε ότι η διαθεσιμότητα των εθνικών  ένδικων μέσων για τους αιτούντες άσυλο πρέπει να είναι πρακτική και προσβάσιμη, προκειμένου να αποφεύγονται παραβιάσεις των διαδικαστικών εγγυήσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος, όπως αυτά που καλύπτονται από την αρχή της μη επαναπροώθησης[9],  λογική που χρησιμοποιήθηκε και στην  M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας[10], μεταξύ άλλων. Το Δικαστήριο πρόσθεσε περαιτέρω ότι όταν ένα άτομο ισχυρίζεται αναμφισβήτητα ότι η απομάκρυνσή του θα τον εξέθετε σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της Σύμβασης,  τα ένδικα μέσα χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσματικά κατά την έννοια  του άρθρου 31 παράγραφος 1 της Σύμβασης[11].

Σχετική προς τούτο είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-562/13 Centre public daction sociale dOttignies-Louvain-La-Neuve v Moussa Abdida η οποία εκδόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2014, στην οποία λέχθηκε ότι τα κράτη έχουν υποχρέωση αυτόματης αναστολής της ισχύος απόφασης περί απομάκρυνσης ή επιστροφής όταν υφίστανται υποχρώντες λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 19.2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο προβλέπει για την απαγόρευση βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή μεταχείρισης κατά τρόπο ανάλογο με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

Με βάση τις ανωτέρω αναφερόμενες νομοθετικές πρόνοιες και την νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ ο ανασταλτικός χαρακτήρας απέλασης μέχρι την εκδίκαση της κυρίως προσφυγής είναι θεμελιώδους σημασίας για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Αιτητή ο οποίος ενδέχεται να κινδυνεύσει και/ η να υποστεί βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα στην οποία θα απελαθεί.  Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου διαφαίνεται ότι ο Αιτητής έχει εγείρει ισχυρισμούς περί κινδύνου επιστροφής στη χώρα καταγωγής του στη βάση του σεξουαλικού του προσανατολισμού λόγω δραστηριοτήτων του στην χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου κρίνω ότι ενδεχομένως ο Αιτητής να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση που δεν εγκρίνω την παρούσα αίτηση.

Ως εκ τούτου εγκρίνεται η ενδιάμεση αίτηση του Αιτητή ημερομηνίας 27/12/2024 ως το αιτητικό της και επιτρέπεται η παραμονή του Αιτητή στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής. Τα έξοδα της παρούσας αίτησης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της κυρίως προσφυγής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα επιδικαστούν εναντίον του Αιτητή.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Παρ 3

[2] Παρ.6

[3] ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του Άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων παρα. 1

[4] Στην συγκεκριμένη απόφαση το ΔΕΕ, αναφέρεται στο άρθρο 2(γ) της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ, το οποίο αντιστοιχεί στο Άρθρο 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

[5] Βλ. αρ 12Δ 4 (α)

[6] Βλ. αρ. 12 βτρις

[7] Jabari v. Turkey, Αριθ. Αίτησης 40035/98 11 Ιουλίου 2000 Παρ. 41

[8] , A.C. and Others v. Spain, Application No.6528/11, Judgment 24 April 2014.

[9] ECtHR, A.C. and Others v. Spain, Application No.6528/11, Judgment 24 April 2014. paras.86 and 94

[10] M.S.S. v. Belgium and Greece, Application No.30696/09, para.318.

[11] A.C. and Others v. Spain, Application No.6528/11, para.94.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο