
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
29 Ιανουαρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
F.O.B.,
από Γουινέα
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Ζ. Ποντίκη (κα) για Νατ. Χαραλαμπίδου (κα)
Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη -ως προς την εξέταση της ουσίας της προσφυγής[1]- και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία.[2]
Αιτητής παρών
(Κ. Σφέτσος- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την γαλλική στην ελληνική γλώσσα και αντίστροφα)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 06.03.2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία , καθώς αυτή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ(3)(δ) και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»).
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[3] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου αυτού.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Γουινέας την οποία εγκατέλειψε στις 11.02.2021 και στις 26.02.2021 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 05.04.2021. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του και στις 29.08.2022 εκδόθηκε απορριπτική της αίτησής του απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση. Την απόφαση αυτή αμφισβήτησε ο Αιτητής δια της προσφυγής του υπ’ αρ. 6550/22 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας η οποία ωστόσο αποσύρθηκε από τον ίδιο στις 30.06.2023 και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Ακολούθως ο Αιτητής καταχώρισε στις 06.03.2024 την υπό κρίση μεταγενέστερη αίτηση, η οποία αφού εξετάστηκε από τον λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε Εισηγητική Έκθεση ημερ. 06.03.2024 προς απόρριψη της ως απαράδεκτης. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή αυθημερόν από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου λειτουργό, αποφασίζοντας την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, απόφαση την οποία και προσβάλλει μέσω της υπό εξέταση προσφυγής.
Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά της συνηγόρου του επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση. Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Επισημαίνεται στο παρόν σημείο, ότι η συνήγορος του Αιτητή καταχώρισε -κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου- γραπτή αγόρευση στην οποία εξέθεσε και ανέλυσε αποκλειστικά, ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λειτουργού CAS12, ο οποίος διενήργησε τη συνέντευξη με τον Αιτητή και ετοίμασε την εισηγητική έκθεση. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατά πόσο ο λειτουργός αυτός είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, ως τούτο απαιτεί η εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών. Οι Καθ’ ων η αίτηση κλήθηκαν συνεπώς στη δικαστική διαδικασία για να τοποθετηθούν επί αυτού -και μόνον- του ζητήματος, προσκομίζοντας ακολούθως σχετικά έγγραφα τα οποία επιθεώρησε η συνήγορος του Αιτητή, από τα οποία προέκυψε ότι πράγματι ο λειτουργός CAS12, είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου και υπό το φως αυτής της διαπίστωσης ο σχετικός ισχυρισμός αποσύρθηκε. Ενόψει τούτου, η παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση δεν κρίθηκε πλέον απαραίτητη στη διαδικασία[4], η οποία συνεχίστηκε χωρίς την συμμετοχή τους.
Έχοντας επισημάνει τα ακόλουθα, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας η συνήγορος του Αιτητή περιορίστηκε στον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, καθώς κατά τη θέση της, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ερεύνησαν διεξοδικά τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή και ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι οικογενειακοί λόγοι που ο ίδιος επικαλέστηκε.
Σε σχέση με τα δικαστικά έξοδα της προηγούμενης διαδικασίας (προσφυγής αρ. 6550/22) η συνήγορος του Αιτητή προσκόμισε σχετική απόδειξη είσπραξης (βλ. Τ2 στο πλαίσιο της ακρόασης ημερ. 14.01.2025) σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής αποπληρώνει τα έξοδα αυτά.
Επί της ουσίας της υπόθεσης
Εξετάζοντας την ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας τον οποίο ο Αιτητής προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[5], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[6]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:
Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[7].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).
Ενόψει των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι στις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανεξέταση της υπόθεσής του.
Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής του Αιτητή με το οποίο επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και συνεπώς απορρίπτεται.
Προχωρώντας τώρα στην μελέτη των ενώπιόν μου δεδομένων, διαπιστώνω ότι κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο Αιτητής κατέγραψε ότι κάλεσε τον πατέρα του να τον ενημερώσει ότι θα επιστρέψει λόγω του ότι δεν έχει θεώρηση εισόδου (visa) στην Κύπρο, ωστόσο ο πατέρας του, τού ανάφερε πως η ζωή του θα κινδυνέψει λόγω του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας οικογενειακών θεμάτων. Ως περαιτέρω καταγράφει, ο θείος του τον δυσφήμισε λόγω της περιουσίας του πατέρα του, ενώ ο ίδιος ήθελε να εναντιωθεί στον θείο του και απείλησε να τον σκοτώσει και αυτό εξόργισε τον μεγαλύτερο του αδελφό. Ως καταλήγει, αυτός ήταν ο λόγος που έτρεξε μακριά από την χώρα (βλ. ερυθρό 78 – σημείο 7 και μετάφραση αυτού στο ερυθρό 82 του δ.φ.). Στο σημείο της υποβληθείσας αίτησης, όπου επιζητείται η καταγραφή κατά πόσο ο λόγος υποβολής μεταγενέστερης αίτησης είναι επειδή υπάρχουν νέα στοιχεία, ο Αιτητής καταγράφει «I discovered this situation two weeks ago when I called my mother» (βλ. ερ. 77 και 81 του δ.φ).
Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 102-99 του δ.φ.) ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία καθώς δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Ως επισημαίνεται, τον ισχυρισμό αυτό τον είχε αναφέρει τόσο κατά τη διάρκεια της αρχικής του αίτησης όσο και κατά τη συνέντευξή του και ότι αυτός εξετάστηκε κατ’ ουσίαν και απορρφίθηκε. Προστίθεται στην Έκθεση-Εισήγηση ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, επισημαίνοντας ότι η αναφορά του πως δεν έχει visa στην Κύπρο και για τον λόγο αυτό κάλεσε τον πατέρα του ο οποίος του ανάφερε ότι η ζωή του κινδυνεύει, είναι ισχυρισμοί που συνδέονται άρρηκτα με τον πυρήνα του αρχικού του αιτήματος το οποίο κρίθηκε πως δεν συνδέεται με τις προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Επισημαίνουν περαιτέρω ότι ο Αιτητής είχε ισχυριστεί στο πλαίσιο της αρχικής του συνέντευξης ότι οι γονείς του έχουν αποβιώσει καθώς και ότι, παρά τους ισχυρισμούς του στη μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής απέσυρε την προσφυγή του αρ. 6550/22, ενώ είχε την ευκαιρία να αναφέρει και να τεκμηριώσει εκεί αυτά που ήθελε και ότι κατά τούτο λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία.
Επομένως, οι Καθ’ ων η αίτηση καταλήγουν ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν αποτελούν νέα στοιχεία και ότι από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις, ότι, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Γουινέα, θα διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Εξετάζοντας τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής έθεσε με τη μεταγενέστερη αίτησή του και κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής, έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β)[8] για να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων. Ως ορθά κατέληξαν οι Καθ’ ων η αίτηση, με τη μεταγενέστερη του αίτηση, ο Αιτητής δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τις ίδιες θέσεις τις οποίες προέβαλε κατά την αρχική αίτηση ασύλου, ήτοι ισχυρισμούς περί κινδύνου της ζωής του από το θείο του λόγω περιουσίας του πατέρα του. Οι ισχυρισμοί του αυτοί εξετάστηκαν επί της ουσίας τους τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά τη δικαστική διαδικασία και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι.
Ως επίσης πολύ ορθά επισημαίνουν οι Καθ’ ων η αίτηση, ο ίδιος ο Αιτητής είχε ισχυριστεί κατά τη συνέντευξή του στο πλαίσιο της αρχικής του αίτησης ότι οι γονείς του είχαν αποβιώσει [βλ. ερ. 25 (2χ) και 23 (1χ)] ισχυριζόμενος μάλιστα ότι «all started since my parents passed away». Η αντιφατικότητα αυτή των δηλώσεων του Αιτητή υπονομεύει την αξιοπιστία του, δημιουργώντας ερωτηματικά για τη συνέπεια και την ειλικρίνεια των ισχυρισμών του.
Από την εξέταση των πραγματικών και νομικών δεδομένων που παρατίθενται, προκύπτει ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία ελήφθη με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής, μέσω της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα που να μην είχαν ήδη εξεταστεί στο πλαίσιο της αρχικής αίτησής του. Αντιθέτως, επανέλαβε ισχυρισμούς που είχαν ήδη απορριφθεί ως αβάσιμοι, ενώ η αξιοπιστία του υπονομεύθηκε περαιτέρω από αντιφατικές δηλώσεις του.
Η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση βασίστηκε στη διαπίστωση ότι καμία από τις σωρευτικά απαιτούμενες προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) δεν πληρούνταν, καθώς τα υποβληθέντα στοιχεία ούτε αύξανουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, ούτε τεκμηριώθηκε ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε να τα προσκομίσει κατά την αρχική διαδικασία.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η κρίση των Καθ’ ων η αίτηση περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή είναι πλήρως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη νομοθεσία και τη σχετική νομολογία, ενώ τα όσα τέθηκαν ενώπιον τους διερευνήθηκαν επαρκώς και κατά τούτο ο σχετικός ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας απορρίπτεται ως αβάσιμος.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους
ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη για την κατ' ουσία εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής της, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[9] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.
Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Ως εκ των όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Επισημαίνεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση κλήθηκαν να παραστούν προς τοποθέτηση αναφορικά με το ζήτημα αναρμοδιότητας που ηγέρθη από την συνήγορο του Αιτητή, το οποίο ωστόσο ζήτημα αποσύρθηκε από τον Αιτητή κατόπιν μελέτης εγγράφων που τέθηκαν υπόψην της από τους Καθ’ων η αίτηση. Ακολούθως, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν συμμετείχαν στην διαδικασία εξέτασης της προσφυγής του Αιτητή.
[2] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).
[3] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.
[4] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).
[5] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[6] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.
[8] 16Δ 3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
[9] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο