ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. T791/2024
30 Ιανουαρίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.A.N.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Καμία εμφάνιση για τους καθ΄ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 15/05/2024 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 29/05/2024 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[1]. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στον Κανονισμό 3 (ε), καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του Κανονισμού 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της συνηγόρου του αιτητή.
Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν η καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων καθότι σύμφωνα με το Κανονισμό 3 (ε) των πιο πάνω Διαδικαστικών Κανονισμών « [.] ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ' ων η αίτηση απαιτείται [..] εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.».
Ως εκτίθεται στο υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής «Δ.Φ.»), ο Αιτητής είναι ενήλικας πολίτης της Νιγηρίας ο οποίος εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του στις 15/12/2023 και εισήλθε παράτυπα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών στις 14/04/2024. Στις 25/04/2024 συμπλήρωσε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας. Κατόπιν, στις 26/04/2024 διεξήχθη συνέντευξη προς αξιολόγηση της ευαλωτότητας του. Εν τέλει ο Αιτητής χαρακτηρίστηκε ως άτομο που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων ή/και ειδικών αναγκών υποδοχής δυνάμει των Άρθρων 9ΚΓ και 9ΚΔ.
Στις 09/05/2024 πραγματοποιήθηκε στον Αιτητή συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας του. Στις 15/05/2024, η αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Αυθημερόν, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας.
Στις 29/05/2024 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 29/05/2024, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου σε γλώσσα την οποία κατανοεί ο Αιτητής, με τη βοήθεια διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.
Η συνήγορος του Αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε και διατήρησε μόνο το λόγο ακύρωσης που αφορά τη μη δέουσα έρευνα όπως και την παράβαση των άρθρων 9 και 15 του περί προσφύγων Νόμου. Ενόψει λοιπόν των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου του Αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα και την παράβαση των άρθρων 9 και 15 του περί προσφύγων Νόμου εκ μέρους των Καθ΄ ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.
Υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση της θέσης του αιτητή μέσω της συνηγόρου του, προχωρώ να εξετάσω τον προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως, στο βαθμό που αυτός έχει δικογραφηθεί και αναπτυχθεί προφορικώς από την συνήγορο του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινήσεων.
Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε η συνήγορος του αιτητή ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση.
Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του αιτητή.
Στην αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, o Αιτητής δήλωσε ότι είναι αμφιφυλόφιλος και ότι στον χώρο εργασίας του είχε σχέση με έναν παντρεμένο άνδρα και είχε κακοποιηθεί αρκετές φορές. Κατόπιν, αποφάσισε να μιλήσει με μια συνάδελφο του. Όπως δήλωσε, ο άνδρας με τον οποίο είχε τη σχέση τον ρώτησε εάν μίλησε σε κάποιον για την σχέση τους και του είπε την αλήθεια, ότι δηλαδή μίλησε σε εκείνη την γυναίκα. Ο εν λόγω άνδρας την σκότωσε και ακολούθως άρχισε να απειλεί τον Αιτητή ότι θα σκοτώσει και εκείνον (ερυθρό 1 του Δ.Φ.).
Ακολούθως, κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της ευαλωτότητας του, ανέφερε ότι ενόσω βρισκόταν στη Νιγηρία, στην πολιτεία Kano, κακοποιήθηκε από τον εργοδότη του πολλές φορές επειδή ήταν αμφιφυλόφιλος. Δεν ήταν σε θέση να συζητήσει οτιδήποτε με κάποιον επειδή το να είσαι ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος στη Νιγηρία είναι ενάντια στο νόμο της Sharia. Ωστόσο, η κακοποίηση επιδεινωνόταν και έτσι αποφάσισε να μιλήσει σε μια γυναίκα με την οποία σύναψε σχέση. Κληθείς να διευκρινίσει τι εννοούσε όταν είχε αναφέρει ότι κακοποιούνταν, ισχυρίστηκε ότι ο εν λόγω άνδρας τον εξανάγκαζε να συνευρίσκεται μαζί του και με τους φίλους του. Δήλωσε επίσης ότι ο εργοδότης του έμαθε ότι ο Αιτητής είχε προδώσει την σχέση τους, καθώς και παρακολουθούσε την κάθε κίνηση του Αιτητή. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι η γυναίκα στην οποία μίλησε δεν εμφανίστηκε στην εργασία τους και ο εργοδότης του ανέφερε στον Αιτητή ότι την σκότωσε και ότι θα σκότωνε και τον ίδιο. Την επόμενη ημέρα, όπως δήλωσε, πέντε άνδρες εισέβαλαν στο σπίτι του και του επιτέθηκαν. Ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει στην Abuja, όπου ένας πάστορας τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη Νιγηρία όπου και εν τέλει έπραξε.
Eν συνεχεία, στο πλαίσιο της ανωτέρω συνέντευξης εντοπίστηκαν από τον λειτουργό ειδικές ανάγκες στο πρόσωπο του Αιτητή ως άτομο που έχει υποστεί σοβαρές μορφές ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας και ως άτομο με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό και ταυτότητα φύλου και ότι εισηγείται την παραπομπή του όπως επίσης και την λήψη μέτρων (ερυθρό 16 του Δ.Φ), σημειώνοντας ότι θα πρέπει να λάβει γνώση τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και οι υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Ακολούθως, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ως προς την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών, έκρινε ότι χρειάζεται προτεραιοποίηση της συνέντευξης ασύλου του αιτητή, κατάλληλη στέγαση και ψυχολογική υποστήριξη (ερυθρό 12 του Δ.Φ.), όπως επίσης αναφέρεται ότι ενόψει του ότι υπάρχει ισχυρισμός του αιτητή ότι υπήρξε θύμα συνεχούς σεξουαλικής κακοποίησης, χρήζει ανάγκης για ψυχολογική αξιολόγηση (ερυθρό 13 του Δ.Φ). Τέλος κρίθηκε τόσο από τον λειτουργό ευαλωτότητας όσο και από την λειτουργό ασύλου ότι ο Αιτητής είναι άτομο που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων δυνάμει του Άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου (ερυθρό 12 του Δ.Φ.).
Έπειτα, κατά την συνέντευξη του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου για την εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας του, ο Αιτητής δήλωσε τα ακόλουθα. Κατ’ αρχάς, ενημερώθηκε πως η Νιγηρία κατατάσσεται στις ασφαλείς χώρες καταγωγής και του δόθηκε η δυνατότητα να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν θεωρεί πως η χώρα είναι ασφαλής για τον ίδιο. Ο Αιτητής απάντησε ότι η χώρα είναι ασφαλής (ερυθρό 40 του Δ.Φ.). Δήλωσε ότι οι γονείς του έχουν αποβιώσει και έχει μια αδερφή 25 ετών, η οποία ζει και εργάζεται στην περιοχή Ibadan, στην πολιτεία Oyo.
Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι διέφυγε επειδή λάμβανε απειλές από τον εργοδότη του για τον οποίον εργαζόταν ως γραμματέας. Η αρμόδια λειτουργός έθεσε περισσότερες διευκρινιστικές ερωτήσεις επί του θέματος. Κληθείς να αναφέρει περισσότερα για τις απειλές που δέχτηκε, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι στο γραφείο όπου εργαζόταν είχε σχέση με μια γυναίκα, και όταν ο δικαστής έμαθε ότι ο Αιτητής είναι αμφιφυλόφιλος εκείνος και οι συνάδελφοι του τον παρενόχλησαν πολλές φορές. Δήλωσε ότι εξαιτίας της συνεχιζόμενης παρενόχλησης και απειλών τελικά είχε εκμυστηρευτεί στην κοπέλα του τι συνέβαινε. Ακολούθως, η κοπέλα δεν είχε παρουσιαστεί στην δουλειά τους και ο Αιτητής προσπάθησε να την εντοπίσει, χωρίς επιτυχία, ενώ όπως ισχυρίστηκε το σπίτι της ήταν άδειο. Κατόπιν, είχε ρωτήσει τον εργοδότη του τι συνέβη στην κοπέλα και ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι την σκότωσε και ότι είχε πρόθεση να σκοτώσει και τον Αιτητή. Όπως ανέφερε ο Αιτητής εξαιτίας αυτής της κατάστασης κάποιος τον παρακολουθούσε. Στη συνέχεια, ως ισχυρίστηκε, πέντε άνδρες εισέβαλαν στο σπίτι του ωστόσο ο Αιτητής κατάφερε να δραπετεύσει στην Abuja. Εκεί γνώρισε έναν πάστορα ο οποίος του προσέφερε στέγαση και περίθαλψη και τον συμβούλευσε να φύγει αμέσως από την χώρα.
Στην συνέχεια της συνέντευξης, η αρμόδια λειτουργός έθεσε ορισμένες διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με τα όσα εξιστόρησε ο Αιτητής. Ακολούθως διερεύνησε τον ισχυρισμό του ότι είναι αμφιφυλόφιλος εφαρμόζοντας το μοντέλο ‘Difference – Stigma – Shame – Harm (DSSH)’ που ενδείκνυται για την εξέταση αιτημάτων διεθνούς προστασίας που αφορούν στον γενετήσιο προσανατολισμό. Τέλος, ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να επιστρέψει σε διαφορετική περιοχή στη Νιγηρία απάντησε αρνητικά.
Μετέπειτα, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνέταξε Eισηγητική Έκθεση, διακρίνοντας τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στο ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας, ο οποίος γεννήθηκε στην περιοχή Ibadan, στην πολιτεία Oyo, όπου και διέμενε το μεγαλύτερο διάστημα παραμονής του στη χώρα. Ο δεύτερος αφορά στον αυτοπροσδιορισμό του αιτητή ως αμφιφυλόφιλος και ο τρίτος στην σεξουαλική παρενόχληση (εκμετάλλευση) από τον εργοδότη του αιτητή λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Εξ αυτών, μόνο ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός. Σε σχέση με τους άλλους δυο ισχυρισμούς κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς και σαφείς πληροφορίες και λεπτομέρειες, ενώ οι ισχυρισμοί του δεν είχαν την απαραίτητη συνοχή και συνέπεια.
Προβαίνοντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν παρουσίασε οποιαδήποτε πληροφορία η οποία τον συνδέει με προηγούμενη δίωξη ή σοβαρή βλάβη, καθώς και με οποιαδήποτε κατάσταση γενικευμένης ανασφάλειας στη χώρα καταγωγής, καθώς και την περιοχή τελευταίας κατοικίας του Αιτητού, κρίθηκε πως δεν παρίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Ως εκ των παραπάνω κρίθηκε πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας βάσει του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 19 του ως άνω Νόμου.
Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα επιχειρήματα, που προωθήθηκαν από την συνήγορο του αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου καθώς επίσης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο.
Πρωτίστως, θεωρώ ότι αποτελεί ζήτημα καίριας σημασίας το θέμα της ευαλωτότητας του Αιτητή. Η συνήγορος του αιτητή, ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν εμφαίνεται από τον Διοικητικό Φάκελο να εξέτασαν τον αιτητή ως ευάλωτο πρόσωπο κατά την διαδικασία της συνέντευξης του, παρότι ως ισχυρίζεται, βεβαιώθηκε ότι αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο και χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων όπως επίσης προβάλει ότι ενόψει του ότι δεν του παραχωρήθηκαν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις, αυτό επηρέασε και την αξιοπιστία του.
Μελετώντας το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή στις 26/04/2024, προς αξιολόγηση της ευαλωτότητας του, όπου ο λειτουργός ευαλωτότητας, κατέληξε ότι ο αιτητής εμπίπτει στην κατηγορία προσώπου που έχει υποστεί ψυχολογική, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση όπως επίσης αποτελεί πρόσωπο με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, σημειώνοντας ότι χρήζει ειδικών αναγκών (ερυθρό 17 του Δ.Φ.) και ότι εισηγείται την παραπομπή του όπως και την λήψη μέτρων (ερυθρό 16 του Δ.Φ.) καθώς επίσης την λήψη γνώσης της Υπηρεσίας Ασύλου και του Γραφείο Κοινωνικής Ευημερίας (ερυθρό 16 του Δ.Φ.).
Πρόσθετα, εντοπίζω έντυπο παραπομπής του αιτητή με ειδικές ανάγκες, στο οποίο σημειώνεται η κατηγορία ευαλωτότητας που έχει διαπιστωθεί ήτοι ΄άτομα που έχουν υποστεί άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης΄ όπως επίσης και ‘άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό και ταυτότητα φύλου’ (ερυθρό 14 του Δ.Φ.) και πρόσθετα καταγράφονται συγκεκριμένα πως μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτές οι ειδικές ανάγκες του αιτητή ήτοι μέσω της παραχώρησης διαδικαστικών εγγυήσεων, αναγκών υποδοχής και άλλων ειδικών αναγκών του Αιτητή καθώς και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτές πρέπει να παρασχεθούν. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη συνέντευξη του, να του παραχωρηθεί η κατάλληλη στέγαση και τέλος να του παρασχεθεί ψυχολογική υποστήριξη (ερυθρό 13 του Δ.Φ.). Τέλος, στο δε ερυθρό 12 του Δ.Φ., αναφέρεται ότι, υπάρχει ανάγκη για ψυχολογική αξιολόγηση του αιτητή καθότι σύμφωνα με τον ίδιο υπήρξε θύμα συνεχούς σεξουαλικής κακοποίησης. Ενόψει τούτων, βεβαιώθηκε τόσο από τον λειτουργό ευαλωτότητας όσο και τον λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ότι ο Αιτητής είναι ευάλωτο άτομο με ειδικές ανάγκες δυνάμει του Άρθρου 9ΚΔ(6) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Προς αξιολόγηση αυτού του θέματος, καθίσταται απαραίτητη η παράθεση των σχετικών διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με τα πιο πάνω αναφερθέντα ζητήματα.
Σύμφωνα με το άρθρο 9ΚΔ του Περί Προσφύγων Νόμου, «Αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών αναγκών των ευάλωτων προσώπων», αναφέρεται (παραθέτω αυτούσιο το κείμενο του άρθρου, η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
«9ΚΔ.-(1) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 9ΚΓ, απαιτείται ατομική εκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν αυτές οι ειδικές ανάγκες υποδοχής. Κατά τη διενέργεια της προαναφερόμενης εκτίμησης, απαιτείται ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Οι εν λόγω εκτιμήσεις διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
[…]
(3) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου –
(α) Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης συμπληρώνει ειδικό έντυπο, ο τύπος του οποίου αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, στο οποίο αναφέρει τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών, όπου αυτό είναι εφικτό∙
(β) στο πλαίσιο των αρχικών ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται ο αιτητής δυνάμει του άρθρου 9Ζ, ο εξετάζων ιατρός, ψυχολόγος ή άλλος ειδικός ετοιμάζει έκθεση για την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών∙
(γ) σε περίπτωση που ο αιτητής φιλοξενείται σε κέντρο φιλοξενίας, οι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι που εργάζονται σε αυτό διαπιστώνουν, μετά από διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων με τον κάθε διαμένοντα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την εισδοχή του αιτητή στο κέντρο φιλοξενίας, κατά πόσο οι διαμένοντες στο κέντρο φιλοξενίας αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες και ετοιμάζουν σχετική έκθεση στην οποία αναφέρουν και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙
(δ) οι λειτουργοί των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε περίπτωση που ο αιτητής παρουσιαστεί ενώπιόν τους, εντοπίζουν όπου είναι δυνατό τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή και ενημερώνουν γραπτώς την Υπηρεσία Ασύλου για την ύπαρξη καθώς και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙
(ε) σε περίπτωση που οποιαδήποτε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου.
(4)(α) Τα έντυπα και οι εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) κοινοποιούνται άμεσα στην Υπηρεσία Ασύλου σε σφραγισμένο φάκελο.
(β) Η Υπηρεσία Ασύλου-
(i) Αποφασίζει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών, αναφέροντας στην εν λόγω απόφαση τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών, αφού λάβει υπόψη της τις πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέχονται στα έντυπα και στις εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3), και
(ii) παραπέμπει τον αιτητή με ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες στις αρμόδιες αρχές για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (6).
(γ) Η Υπηρεσία Ασύλου αν το κρίνει αναγκαίο, διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή αναφορικά με τις ειδικές ανάγκες υποδοχής του ή/και διαδικαστικές ανάγκες του ή/και ζητεί συμβουλές από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων.
[…]
(6) Σε αιτητή που διαπιστώνεται ότι είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές –
(α) Παρέχουν υποστήριξη, η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας∙ και
(β) μεριμνούν για την κατάλληλη παρακολούθηση της κατάστασής του.
(7) Μόνο ευάλωτα πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΚΓ θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»
Περαιτέρω, άμεσα σχετικές είναι οι διατάξεις του Άρθρου 10Α του περί Προσφύγων Νόμου, ‘Αιτητές που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεως’ (παραθέτω αυτούσιο το κείμενο, η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
«10Α.-(1) Η Υπηρεσία Ασύλου, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης, διαπιστώνει αν ο αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9ΚΔ.
(2) Σε περίπτωση που η Υπηρεσία Ασύλου διαπιστώσει ότι αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, του παρέχεται επαρκής υποστήριξη σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 9ΚΔ, περιλαμβανομένου επαρκούς χρόνου, ώστε ο αιτητής να μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του παρόντος Νόμου καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας και για να καταστεί δυνατό να προβάλει τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης.
[…..]
(4) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και σε περίπτωση που η ανάγκη για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις ανακύψει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, χωρίς να απαιτείται η εκ νέου επανάληψη των προηγειθεισών σταδίων αυτής της διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για προσδιορισμό των αιτητών που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, λαμβάνει χώρα πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης.»
Κατά το νομικό πλαίσιο ως αυτό έχει παρατεθεί ανωτέρω, επισημαίνω ότι, ως προκύπτει από το σύνολο των ως άνω διατάξεων, αρχικώς, εμφαίνεται ότι ακολουθήθηκε η ως άνω καταγραφείσα διαδικασία ήτοι διενεργήθηκε μια ατομική εκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο αιτητής χρήζει ειδικών αναγκών υποδοχής ή/και ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Ειδικότερα, ενόψει του ότι ο αιτητής φιλοξενείτον σε κέντρο φιλοξενίας πραγματοποιήθηκε συνέντευξη και διαπιστώθηκε ότι απαιτούνται ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες και ετοιμάστηκε σχετική έκθεση. Η εν λόγω έκθεση κοινοποιήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου, η οποία με την σειρά της αποφάσισε την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/και διαδικαστικών αναγκών, αναφέροντας στην εν λόγω απόφαση τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών και/ή εγγυήσεων και την παραπομπή του αιτητή στις αρμόδιες αρχές.
Αν και εμφαίνεται ξεκάθαρα ότι ακολουθήθηκε ολόκληρη η διαδικασία ατομικής εκτίμησης στο κατά πόσο ο αιτητής είναι ευάλωτο πρόσωπο, όπως επίσης διαπιστώθηκε ότι έχει καθοριστεί ως άτομο με ειδικές ανάγκες και άτομο που χρήζει διαδικαστικών εγγυήσεων, εντούτοις, παρά την διαπίστωση ότι αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο που χρήζει των εν λόγω αναγκών και/ή εγγυήσεων, ως έχουν καθοριστεί από την Υπηρεσία Ασύλου, ήτοι να δοθεί προτεραιότητα στη συνέντευξη του, να του παραχωρηθεί η κατάλληλη στέγαση, να του παρασχεθεί ψυχολογική υποστήριξη (ερυθρό 13 του Δ.Φ.), όπως επίσης ότι, υπάρχει ανάγκη για ψυχολογική αξιολόγηση του αιτητή καθότι σύμφωνα με τον ίδιο υπήρξε θύμα συνεχούς σεξουαλικής κακοποίησης (ερυθρό 12 του Δ.Φ.), δεν εντοπίζω από το περιεχόμενο του Δ.Φ. να υπήρξε οποιαδήποτε ψυχολογική υποστήριξη και ψυχολογική αξιολόγηση του αιτητή.
Ενόψει του ότι, δεν εντοπίζω οτιδήποτε στον διοικητικό φάκελο το οποίο να αποδεικνύει ότι πράγματι παρασχέθηκε στον Αιτητή η ψυχολογική υποστήριξη κατά το στάδιο εξέτασης του αιτήματος του αιτητή για διεθνή προστασία όπως επίσης και ουδεμία ψυχολογική αξιολόγηση μεσολάβησε του αιτητή, προ της έκδοσης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ανάγκες οι οποίες εντοπίστηκαν δυνάμει της ανωτέρω διαδικασίας, διαπιστώνω παραβίαση του άρθρου 9ΚΔ (6) του περί Προσφύγων Νόμου, όπου ρητά καταγράφεται ότι αποτελεί υποχρέωση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι σε περίπτωση που εντοπιστούν ειδικές ανάγκες και/ή διαδικαστικές εγγυήσεις, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να « [..] (α) Παρέχουν υποστήριξη, η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας∙ [..]», γεγονός το οποίο αποτελεί σοβαρό διαδικαστικό σφάλμα εκ μέρους της Υπηρεσίας Ασύλου.
Το γεγονός ότι δεν παρασχέθηκε ψυχολογική υποστήριξη στον αιτητή και δεν μεσολάβησε ψυχολογική αξιολόγηση του, ως ευάλωτου προσώπου, προ της έκδοσης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί του αιτήματος του για διεθνή προστασία, κατά παράβαση τόσο του άρθρου 9ΚΔ (6) όπως και του άρθρου 10Α (2) του Περί Προσφύγων Νόμου για να προχωρήσει η αρμόδια αρχή στην εξέταση της αίτησης του αιτητή, αποτελεί σοβαρή πλημμέλεια στην όλη διοικητική διαδικασία, όπου το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί, ενόψει τούτου, να ασκήσει περαιτέρω έλεγχο ήτοι να προβεί σε έλεγχο ουσίας, μιας και απουσιάζουν σημαντικά στοιχεία, τα οποία δεν βρίσκονται ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να μπορούσε το παρόν Δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε περαιτέρω έλεγχο.
Κρίνω επίσης σκόπιμο να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι σε περίπτωση που παραχωρούνταν οι εν λόγω διαδικαστικές εγγυήσεις στον αιτητή, ενδεχομένως, το αποτέλεσμα αυτό να επηρέαζε διαφορετικά την τελική κρίση της αρμόδιας αρχής όπως επίσης και την όλη αξιολόγηση της αίτησης του αιτητή στο κατά πόσο θα παραχωρείτον καθεστώς διεθνούς προστασίας, σε περίπτωση που ενδεχομένως κρινόταν ότι ο αιτητής υπήρξε θύμα συνεχούς σεξουαλικής κακοποίησης.
Παρόμοια προσέγγιση ακολούθα στα πλαίσια της εκδοθείσας απόφασης μου, υπόθεσης A.D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 5999/2021, 7/10/2023, απόσπασμα της οποίας παραθέτω κατωτέρω:
« [..]
Πρόσθετα, λαμβάνω εξάλλου υπόψιν μου ότι έπειτα από τη συνέντευξη συντάχθηκε Έντυπο Αναφοράς ημερομηνίας 16/10/2020 από τον αρμόδιο λειτουργό της Ε.Υ.Υ.Α προς την Υπηρεσία Ασύλου με λόγο αναφοράς την ιδιότητα του Αιτητή ως θύμα βασανιστηρίων (ερυθρό 83-85 του Διοικητικού Φακέλου) όπως επίσης αποστάλθηκε σχετική επιστολή ημερομηνίας 12/11/2020 προς τον Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών, από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, με αίτημα όπως ο αιτητής τύχει ιατρικής εξέτασης προς εξακρίβωση του ισχυρισμού του ότι είχε υποστεί βασανιστήρια/ απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και ότι αυτό του έχει δημιουργήσει προβλήματα στην υγεία του (ερυθρό 90 - 91 του Διοικητικού Φακέλου), συνοδευόμενη από έντυπο ιατρικής παραπομπής (ερυθρά 86 - 89 του Διοικητικού Φακέλου), στο οποίο έντυπο αναφέρεται ξεκάθαρα και το προσωπικό ιστορικό του αιτητή ήτοι περί του ότι δέχθηκε κακοποίηση και ότι εξαιτίας αυτού ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι έχει κινητικά προβλήματα και πόνο στα δόντια ενώ εξακολουθεί να νοιώθει πόνο και κάποιες φορές δυσκολεύεται να περπατήσει φυσιολογικά.
Στο άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, υπό τον τίτλο Ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτητή, αναφέρονται τα κάτωθι (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«.15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά-
(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και
(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.
(2) Η ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), διενεργείται δημοσία δαπάνη από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας και τα αποτελέσματά της υποβάλλονται στην Υπηρεσία Ασύλου το ταχύτερο δυνατό.
(3) Η άρνηση του αιτητή να υποβληθεί σε ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.
(4) Τα αποτελέσματα των ιατρικών ή/και ψυχολογικών εξετάσεων που διενεργούνται δυνάμει του εδαφίου (1) ή (8) εκτιμώνται από τον Προϊστάμενο μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησης.
.....»
Στην παρούσα περίπτωση, στα πλαίσια της αξιολόγησης της αίτησης του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε σκόπιμο, όπως σύμφωνα τόσο με το άρθρο 18 όσο και με το άρθρο 15 του Περί Προσφύγων Νόμου, παραπέμψει τον αιτητή σε ιατρική εξέταση για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο αιτητής υπήρξε θύμα βασανιστηρίων και εάν από αυτό του έχουν δημιουργηθεί προβλήματα υγείας, αποδεχόμενος εν ολίγοις, ότι ο ισχυρισμός του αιτητή περί του ότι έχει κακοποιηθεί ήταν ουσιώδης και έχρηζε εξέτασης. Εντούτοις, παρα το γεγονός ότι είχε κριθεί σκόπιμο όπως εξεταστεί ιατρικά ο αιτητής, το Δικαστήριο δεν έχει διαπιστώσει από το διοικητικό φάκελο, οποιαδήποτε απάντηση περί του αν ο αιτητής εν τέλει εξετάστηκε ιατρικά περί του ουσιώδους ισχυρισμού του. Ούτε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση προέβη σε οποιαδήποτε αναφορά περί του εάν υπήρξε οποιαδήποτε ιατρική εξέταση του αιτητή για τον ισχυρισμό του περί κακοποίησης.
Κρίνω σε αυτό το σημείο σκόπιμο να αναφέρω ότι από την στιγμή που οι καθ΄ων η αίτηση προέβησαν σε παραπομπή του αιτητή σε ιατρική εξέταση όφειλαν στη βάση του Νόμου και ειδικότερα, ως επιτάσσει το άρθρο 15 εδάφιο 4 του Περί Προσφύγων Νόμου, να αναμένουν τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων, για να εκτιμηθούν στο σύνολο τους από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου προς αξιολόγηση της αίτησης του αιτητή.
Ενόψει της απουσίας των εν λόγω αποτελεσμάτων, το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της επίδικης πράξης. Ως έχω αναφέρει και σε προγενέστερες αποφάσεις μου, το παρόν Δικαστήριο παρότι προβαίνει σε έλεγχο ουσίας, εντούτοις, δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως την Διοίκηση. [……]
Κρίνω επίσης σκόπιμο να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι σε περίπτωση που υπήρχε το αποτέλεσμα των ιατρικών εξετάσεων ενώπιον του Προϊσταμένου, ενδεχομένως, το αποτέλεσμα αυτό να επηρέαζε διαφορετικά την τελική κρίση του όπως επίσης και την όλη αξιολόγηση της αίτησης του αιτητή. Ειδικότερα, σε περίπτωση που ενδεχομένως κρινόταν ότι ο αιτητής υπήρξε θύμα βασανιστηρίων, με αποτέλεσμα εξαιτίας αυτού να έχουν προκύψει άλλα θέματα υγείας του αιτητή, πιθανόν ο αιτητής να έχρηζε ειδικών διαδικαστικών αναγκών και εγγυήσεων ως ευάλωτο πρόσωπο, σύμφωνα με τα άρθρα 9ΚΓ και 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου.
Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, η αρμόδια αρχή παρέλειψε να λάβει υπόψη της ουσιώδη γεγονότα προ της έκδοσης της επίδικης πράξης όπως επίσης δεν ανάμενε την έκβαση των ιατρικών εξετάσεων ως είχε υποχρέωση στη βάση του νόμου προ της έκδοσης της επίδικης πράξης και επομένως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του αιτητή περί μη δέουσας έρευνας κρίνεται βάσιμος.
[…]».
Έτι περαιτέρω, η ανάγκη για παροχή της υποστήριξης καθίσταται απαραίτητη καθότι εξυπηρετεί διττό σκοπό στην διαδικασία αξιολόγησης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της αδελφού μου δικαστού Ε. Ρήγα, υπόθεση 6696/2021 F.E.A από Καμερούν v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. αποφ. 10/06/2024 ( παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα):
« [..] «Σύμφωνα με τον οδηγό δικαστικής ανάλυσης του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ευαλωτότητα στο πλαίσιο των αιτημάτων διεθνούς προστασίας[18], η ευαλωτότητα πρέπει να αξιολογείται τόσο για τις ιδιαιτέρες ανάγκες που προκύπτουν στα πλαίσια των υλικών συνθηκών υποδοχής[19] και για την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την εξέταση των αιτημάτων ασύλου[20] -όπως αναλύθηκε ήδη- όσο και για την αξιολόγησή της ως ιδιαίτερη περίσταση κατά την εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας[21].»
[…]».
Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής κρίθηκε μεν ως ευάλωτο άτομο, ωστόσο δεν παραχωρήθηκε οποιαδήποτε ψυχολογική υποστήριξη όπως επίσης δεν μεσολάβησε ψυχολογική αξιολόγηση του ιδίου, ανάγκες που κρίθηκαν ως οι ενδεδειγμένες από τους αρμόδιους λειτουργούς με αποτέλεσμα η αρμόδια αρχή να έχει παραβεί βασική υποχρέωση της ως προκύπτει από το Νόμο και συγκεκριμένα από το άρθρο 9ΚΔ (6) και 10Α (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Συνεπώς, σε περίπτωση που υπήρχε η οποιαδήποτε ένδειξη παροχής τουλάχιστον της ψυχολογικής υποστήριξης που έλαβε ο Αιτητής, όπως επίσης και της ψυχολογικής αξιολόγησης του αιτητή, ενώπιον του Προϊσταμένου, ενδεχομένως, το αποτέλεσμα αυτό να επηρέαζε διαφορετικά την τελική κρίση του όπως επίσης και την όλη αξιολόγηση της αίτησης του αιτητή. Ειδικότερα, σε περίπτωση που όντως κρινόταν ότι ο Αιτητής υπέστη κάποιου είδους κακοποίηση ενδεχομένως η αξιοπιστία του να αξιολογείτο διαφορετικά ή ακόμη, η κακοποίηση να αποτελούσε και λόγο παροχής διεθνούς προστασίας.
Υπό το φως της απουσίας της ψυχολογικής υποστήριξης και της ψυχολογικής αξιολόγησης του αιτητή, το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της επίδικης πράξης.
Ως έχω αναφέρει και σε προγενέστερες αποφάσεις μου, το παρόν Δικαστήριο παρότι προβαίνει σε έλεγχο ουσίας, εντούτοις, δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως την Διοίκηση. Ειδικότερα, παραπέμπω στην εκδοθείσα απόφαση μου, στα πλαίσια της υπόθεσης QS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 8975/2021, ημερ. 30/11/2022, απόσπασμα της οποίας παραθέτω κατωτέρω, το οποίο υιοθετώ και στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας προσφυγής:
«….Κατ΄αρχάς δεν με βρίσκει σύμφωνη αυτή η θέση. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται στα όσα αναφέρονται στην διάταξη 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018). Ειδικότερα, στο εν λόγω άρθρο λέγεται ότι το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης και στις περιπτώσεις ανάκλησης του προσφυγικού καθεστώτος( βλ. άρθρο 11 εδάφιο 4 παράγραφο (ν) του Ν. 73(Ι)/2018). Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ή συμπεραίνεται ότι η οποιαδήποτε παραβίαση του Νόμου ή οποιασδήποτε Νομοθεσίας που το Δικαστήριο κρίνει ότι αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που έχει ταχθεί για την έκδοση της επίδικης πράξης, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Η οποιαδήποτε παράβαση ουσιώδους τύπου μπορεί να οδηγήσει το παρόν Δικαστήριο να ακυρώσει μια πράξη μιας και η οποιαδήποτε παράβαση ουσιώδους τύπου ερμηνεύεται ότι η Διοίκηση ναι μεν έχει επιληφθεί της εξέτασης της υπόθεσης, όχι όμως τηρώντας την προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία. Οποιαδήποτε άλλη διαπίστωση θα αναιρούσε το ίδιο το κράτος δικαίου. Διαφορετική εκδοχή θα σήμαινε πλήρη υποκατάσταση της Διοίκησης από το παρόν Δικαστήριο. Στο σύγγραμμα του Καθηγητή Π.Δ. Δαγτόγλου « Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» έβδομη έκδοση (2014), §362, σελ. 168 επ., αναφέρονται τα εξής: « Έργο του Δικαστή δεν είναι να υποκαταστήσει, αλλά απλώς να ελέγξει την κρίση της Διοικήσεως …». Περαιτέρω, στο σύγγραμμα του Καθηγητή Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» έκτη έκδοση (2014), §146, σελ. 117 επ., αναφέρονται επίσης τα ακόλουθα ( η υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου): «…Ο ουσιαστικός έλεγχος δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας. Προχωρεί και στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης […] Πάντως ούτε εδώ μπορεί το διοικητικό δικαστήριο να υποκαταστήσει πλήρως τη διοίκηση και να αντικαταστήσει με νέα την ακυρωθείσα διοικητική πράξη ή να εκδώσει την παρανόμως παραληφθείσα ή να ασκήσει αντ΄αυτής τη διακριτική της ευχέρεια ή τεχνική της κρίση, εκτός αν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα..».
………………..»
Το γεγονός ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν παρείχε την ψυχολογική συνδρομή και αξιολόγηση που κρίθηκε απαραίτητη για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών του Αιτητή, για να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης του αιτητή, αποτελεί σοβαρή πλημμέλεια στην όλη διοικητική διαδικασία, όπου το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί, ενόψει τούτου, να ασκήσει περαιτέρω έλεγχο ήτοι να προβεί σε έλεγχο ουσίας, μιας και απουσιάζει ένα σημαντικό στοιχείο, το οποίο δεν βρίσκεται ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να μπορούσε το παρόν Δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε περαιτέρω έλεγχο.
Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση βασικών υποχρεώσεων της αρμόδιας αρχής, ως έχει αναλυθεί ανωτέρω, και συνεπώς ούτε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, η αρμόδια αρχή παρέλειψε να λάβει υπόψη της ουσιώδη γεγονότα προ της έκδοσης και επομένως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του αιτητή περί μη δέουσας έρευνας κρίνεται βάσιμος.
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω και για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, ως προς την αιτούμενη υπό το στοιχείο 1) του αιτητικού θεραπεία, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα υπέρ του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.