
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Τ952/24
21 Ιανουαρίου 2025
[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. B.A.
2. S.B.
3. M.A.
Αιτητές
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Οι Αιτητές είναι παρόντες
Α. Κιρακόζοβα (κα) για Ν. Χαραλαμπίδου (κα), Δικηγόρος για Αιτητή
[Maurise Nars (κος) για πιστή μετάφραση από Αραβικά σε Ελληνικά και αντίστροφα]
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Οι Αιτητές με την παρούσα προσφυγή στρέφονται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 09/07/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτούς στις 30/07/2024, και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή τους για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τους Αιτητές και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.
Οι Αιτητές είναι υπήκοοι Λιβάνου και υπέβαλαν αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 06/10/2021. Στις 27/07/2022, 29/07/2022 και 17/11/2022 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις των Αιτητών από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 07/02/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης τους για διεθνή προστασία στις 10/02/2023. Στις 25/05/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματός τους επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε από τον Αιτητή 1 στις 25/05/2023. Στις 21/06/2023, οι Αιτητές καταχώρισαν προσφυγή υπ’ αριθμό 1929/23 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 21/02/2024.
Στις 19/04/2024, οι Αιτητές υπέβαλαν μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 08/07/2024 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής τους. Στις 09/07/2024, ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητών κριθεί απαράδεκτη. Ακολούθως, ήτοι στις 30/07/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτησή τους, την οποία ο Αιτητής 1 παρέλαβε δια χειρός, αυθημερόν, αφού του επεξηγήθηκε το περιεχόμενό της σε γλώσσα που κατανοεί. Στις 09/08/2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή τους ως απαράδεκτη.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος των Αιτητών παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία των Αιτητών.
Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:
«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·».
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
[...]»
Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε μια μεταγενέστερη διαδικασία αίτησης ο αιτών έχει το βάρος απόδειξης να υποβάλει συγκεκριμένα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι οι σχετικές περιστάσεις υπό το φως της αίτησής του/της για το καθεστώς πρόσφυγα ή την επικουρική προστασία «αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα» να πληροί τα κριτήρια διεθνούς προστασίας.
Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της.
Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:
α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή, διεθνούς προστασίας και
β) ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου)
Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-921/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: (Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)
«Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:
- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95
- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).
Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι από τη διατύπωση του άρθρου 16Δ(3)(α) «Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη», προκύπτει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης, δεν διεξάγεται συνέντευξη. Η προσθήκη αυτή στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε με τον νόμο 142(I)/2020 της 13/10/2020 που τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, χωρίς ωστόσο να γίνει αντίστοιχη τροποποίηση στο άρθρο 12Βτετράκις(3) με την προσθήκη επιφύλαξης ως προς την δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης πριν την απόφαση επί του παραδεκτού σε μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις αν υπάρχει κάποια ασυμφωνία ή σύγκρουση μεταξύ των προνοιών μιας νομοθεσίας και αυτών μιας άλλης τότε υπερισχύουν οι πρόνοιες της μεταγενέστερης από τις δύο νομοθεσίες, γνωστή ως η αρχή lex posterior derogat legi priori (βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Lextalionis Investments Ltd. κ.α., Αρ. Αγωγής: 3172/99, 25 Ιανουαρίου 2007). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την ρύθμιση του ζητήματος καθώς προβλέπει τη δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ως η πρόβλεψη του άρθρου 16Δ(3)(α). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 «Διαδικαστικοί κανόνες»,
«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία·
β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6.
Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής.»
Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Χωρίς να απαιτείται κλήση του αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον αιτητή στο Δικαστήριο.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Αρχικά παρατηρώ από το εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας προσφυγής οι λόγοι ακύρωσης που προβάλουν οι Αιτητές, δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα, ενώ επίσης τίθενται αόριστα και συνεπώς δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο. Προς τούτο παραπέμπω στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κ.Δ. ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 A.A.Δ. 598, καθώς και στις παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Κώστας Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1250/2012, ημερομηνίας 19/12/2013 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56, αποφάσεις οι οποίες όντως υποστηρίζουν τη θέση του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου φρονώ ότι παραβιάζεται ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει ρητή υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως».
Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα από την απόφαση Latomia Estate Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2831, 2832 και 2840 της 13.7.2001, Κυπριακή Δημοκρατία ν. 1. Παναγιώτη Ευγενίου κ.ά. Α.Ε. 3493 ημερ. 15.6.2005, (η έμφαση προστίθεται).
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου,
"7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος
εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον."
Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφαση. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598)».
Συνοψίζοντας, διαπιστώνω ότι, και οι λόγοι ακυρώσεως δικογραφούνται με καταφανή αοριστία, γενικότητα και ασάφεια ενώ δεν υφίσταται η απαιτούμενη αιτιολογία. Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλουν οι Αιτητές, δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα με τρόπο ούτως ώστε να μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολό τους ως αβάσιμοι.
Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας μέχρι το στάδιο του παραδεκτού (Βλ. DEEPAK KUMAR v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022, 30/10/2024) προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.
(Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης των Αιτητών η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».
Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησης ασύλου, ο Αιτητής 1 ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του μαζί με την οικογένεια του δηλαδή τους Αιτητές 2 και 3 επειδή χρωστάει χρήματα σε τρεις εμπόρους και επειδή δεν μπόρεσε να τους αποπληρώσει στην τιμή που απαιτούσαν τον απείλησαν και τον παρενόχλησαν. Επίσης ο Αιτητής 3 (υιός των Αιτητών 1 και 2) τσακωνόταν με ένα από τα παιδιά του γείτονα για δύο χρόνια πριν οι Αιτητές εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ο Αιτητής 1 δήλωσε ότι επειδή ασχολείτο με την εισαγωγή επίπλων, αγόρασε εμπορεύματα από άλλους εμπόρους για να τα πουλήσει στο κατάστημά του και παρόλο που τους αποπλήρωσε, η τιμή του δολαρίου άλλαξε λόγω της οικονομικής κρίσης στο Λίβανο και οι έμποροι απαίτησαν από τον Αιτητή να τους αποπληρώσει στις νέες τιμές, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει. Ειδικότερα, οι Αιτητές ισχυρίστηκαν ότι τα πρόσωπα στα οποία ο Αιτητής 1 οφείλει χρήματα τους παρενόχλησαν το 2021, επιτιθέμενοι στο κατάστημά τους. Μετά την επίθεση οι Αιτητές μετοίκησαν σε ένα κοντινό χωριό για να κρυφτούν, να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους και να εγκαταλείψουν στη συνέχεια τη χώρα καταγωγής τους. Επιπλέον οι Αιτητές 1 και 2 αναφέρθηκαν συγκεκριμένα στη γενική έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα τους και στη συνέχεια εξέφρασαν πώς αυτή επηρέασε τη δική τους οικογένεια. Ειδικότερα, ανέφεραν με αρκετές λεπτομέρειες ότι πριν από τρία χρόνια ξεκίνησε η οικονομική κρίση, η οποία επηρέασε την εγκληματική δραστηριότητα και την ανασφάλεια στη χώρα τους. Τέλος οι Αιτητές ισχυρίστηκαν ότι ο υιός τους (Αιτητής 3) τσακωνόταν με το παιδί του γείτονα που τον παρενοχλούσε και τελικά, επειδή ξυλοκοπήθηκε, ζήτησαν βοήθεια από την αστυνομία η οποία πρότεινε στις δύο οικογένειες να λύσουν τις διαφορές μεταξύ τους.
Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς των Αιτητών, σχημάτισε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής των Αιτητών, ο δεύτερος ότι ο Αιτητής 1 κήρυξε πτώχευση και χρωστά χρήματα συνεπεία της οικονομικής κρίσης στο Λίβανο, ο τρίτος αναφορικά με το ότι ο Αιτητής 1 διώκεται από τους δανειστές του οι οποίοι τον παρενόχλησαν το 2021 και ο τέταρτος αναφορικά με την διαμάχη του Αιτητή 3 με το παιδί του γείτονα για περίοδο δύο ετών.
Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός καθώς τεκμηριώθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική του αξιοπιστία. Ομοίως οι δεύτερος και τέταρτος ουσιώδεις ισχυρισμοί έγιναν επίσης αποδεκτοί ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστοι. Ωστόσο ο τρίτος, απορρίφθηκε λόγω έλλειψης συνοχής και επαρκών λεπτομερειών στις δηλώσεις τους με συνέπεια την μη στοιχειοθέτηση της εσωτερικής αξιοπιστίας. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών,ήτοι1, 2 και 4 και κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, παρά την οικονομική αστάθεια που επικρατεί στο Λίβανο, έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας οι Αιτητές να υποστούν μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στο Λίβανο λόγω της οικονομικής τους κατάστασης. Κατά την εκτίμησή του ο λειτουργός έλαβε υπόψη του τα αποδεκτά προσωπικά χαρακτηριστικά του Αιτητή 1, δηλαδή ότι είναι ενήλικος άνδρας που έχει λάβει εκπαίδευση, έχει οικογενειακή υποστήριξη και εργασιακή εμπειρία. Επιπλέον εργαζόταν καθ' όλη τη διάρκεια που ζούσε στο Λίβανοo και διατηρούσε τη δική του επιχείρηση, η οικονομική του κατάσταση δεν θα μπορούσε στην πραγματικότητα να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για αυτόν με οποιονδήποτε τρόπο, ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα αποκλειόταν από τον τομέα της απασχόλησης γεγονός που θα δυσχέραινε την ζωή του. Περαιτέρω, όταν ρωτήθηκε ποιες θα ήταν οι συνέπειες σε περίπτωση που παρέμενε στη χώρα του και έπρεπε να ακολουθήσει τη νομική οδό σχετικά με τα χρέη του ο Αιτητής 1 απάντησε ότι πιθανότατα θα καταδικαζόταν σε φυλάκιση ενός έτους, καθώς πλήρωσε με επιταγές αλλά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην τιμή που ζητούσαν οι έμποροι στους οποίους χρωστούσε χρήματα. Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στους Αιτητές, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Πρόσθετα, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε η προσφυγή με αριθμό 1929/23 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 21/02/2024.
Στη μεταγενέστερη αίτησή τους, η οποία υπεβλήθη στις 19/04/2024, ο Αιτητής 1 ισχυρίστηκε ότι η οικογένειά του και ο ίδιος διώχθηκαν και απειλήθηκαν στο Λίβανο. Επιπλέον επισύναψε σχετική ένορκη δήλωση καθώς και απόσπασμα από την ιστοσελίδα Alshmalnews.com για την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του. (βλ. ερ 202-199, 198 – 186 δ.φ.)
Οι Καθ’ ων απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητών, καθότι δεν προέβαλαν νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβαν τους ίδιους. Ειδικότερα ο Αιτητής 1 κατά την μεταγενέστερη αίτησή του ισχυρίστηκε πως η οικογένειά του και ο ίδιος διωχθήκαν και απειλήθηκαν στον Λίβανο, ισχυρισμό που ανέφερε τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένεια του στην αρχική αίτηση και στις συνεντεύξεις τους, όπου ισχυρίστηκαν πως τρείς έμποροι απείλησαν τον Αιτητή 1 για χρωστούμενα χρήματα και προέβησαν σε επίθεση στο κατάστημά του. Οι ισχυρισμοί τους εξετάστηκαν κατ’ ουσία και απορρίφθηκαν. Επομένως τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής 1 δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Τέλος, από τα στοιχεία που έχει προβάλει ο ίδιος, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του ιδίου και της οικογένειάς του στο Λίβανο, θα διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητών κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 12Βτετράκις και 16Δ, και η προηγούμενη απόφαση επιστροφής τους στο Λίβανο με ημερομηνία 10/02/2022 παραμένει σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο των Αιτητών και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρουν με τη μεταγενέστερη αίτησή τους, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής 1 έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(α) εφόσον δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή 1 νέα στοιχεία ή πορίσματα. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής 1 επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς τόσο κατά την προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, όσο και κατά την μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, ήτοι τα προβλήματα και τον κίνδυνο κατά της ζωής του που αντιμετωπίζει από κάποιους εμπόρους για τον λόγο ότι τους χρωστά χρήματα. Επομένως, ευλόγως και ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητών ως απαράδεκτη καθώς δεν προώθησαν νέους ισχυρισμούς παρά τους ίδιους με αυτούς που επικαλέστηκαν στα προγενέστερα στάδια εξέτασης της αίτησής τους.
Ως προς την ένορκη δήλωση που είχε προσκομίσει προς υποστήριξη της μεταγενέστερης αίτησης του ο Αιτητής 1 θα συμφωνήσω με τα συμπεράσματα των Καθ’ ων καθότι πρόκειται για επανάληψη των ισχυρισμών του ως αυτοί διατυπώθηκαν κατά την αρχική εξέταση της αίτησης του για διεθνή προστασία και δεν πρόκειται για «νέα στοιχεία». Επιπλέον και αναφορικά με το άρθρο που προσκόμισε προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, παρατηρώ ότι το περιεχόμενο του διερευνήθηκε δεόντως από τους Καθ’ ων η οποίοι προχώρησαν σε σχετική έρευνα ως προς το περιεχόμενό του και την προέλευση του εγγράφου και ορθώς κατέληξαν ότι επρόκειτο για προσωπικό ιστολόγο (blog) το οποίο δεν διαθέτει διεύθυνση επικοινωνίας ή άλλα στοιχεία επικοινωνίας. Παράλληλα προέβησαν και σε σχετική αναζήτηση για το όνομα του Αιτητή ή της οικογένειας του στο συγκεκριμένο ιστολόγο χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατό να ανακτηθεί το απόσπασμα της ιστοσελίδας που επισύναψε ο Αιτητής.
Ακόμη και σε συνδυασμό με τα όσα καταγράφουν η Καθ’ ων στην έκθεση – εισήγηση τους παρατηρώ και ως προς το ίδιο το έγγραφο ότι πρόκειται για προσωπικό ιστολόγο (blog) και όχι κάποιο γνωστό ειδησεογραφικό πρακτορείο ενώ δεν προκύπτουν ευκρινώς τα στοιχεία του συντάκτη. Ως εκ τούτου προκύπτουν και εκ πρώτης όψεως ζητήματα που αφορούν την γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου και κατά συνέπεια πλήττουν περαιτέρω την αξιοπιστία του Αιτητή και κατ’΄ επέκταση τον πυρήνα του αιτήματος και την κατ' ισχυρισμό δίωξη του. Σημειώνεται ότι τα έγγραφα υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος ως εκ τούτου η αξιολόγηση δεν ισχύει μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης[1]. Τα έγγραφα δεν αξιολογούνται μεμονωμένα, αλλά σε συνάρτηση με το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Από τις πιο πάνω παρατηρήσεις που προκύπτουν από την αξιολόγηση του προσκομισθέντος εγγράφου ως νέου στοιχείου και την σύγκρισή του με τις δηλώσεις του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προκύπτει ότι δεν έχει κάποια αποδεικτική αξία και επομένως δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής του. Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσαν οι Αιτητές ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Επισημαίνεται ότι τα όσα αναφέρει και επί της παρούσας διαδικασίας αποτελούν επανάληψη των όσων κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτησή του, αλλά και όσων ανέφερε κατά την προγενέστερη αίτηση ασύλου του. Από τα ενώπιον μου στοιχεία κρίνω ότι ο Αιτητής δεν παρέθεσε οποιαδήποτε νέα στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν την ουσία των ισχυρισμών του περί φόβου δίωξης του στη χώρα καταγωγής του, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναθεώρηση της προηγούμενης απόφασης προχωρώντας σε επί της ουσίας εξέτασής της σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Τέλος, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τους Αιτητές σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογούν το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής τους και εξέταση της ουσίας του αιτήματός τους.
Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3). Ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή των Αιτητών κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. επίσης Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 13ης Μαΐου 2010, RY κατά Secretary of State for the Home Department, [2010] CSOH 65 στις σκέψεις 31-33, όπου το δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο καθού δικαίως είχε διατυπώσει ανησυχίες σχετικά με την προέλευση των εγγράφων βάσει αρνητικών διαπιστώσεων όσον αφορά την αξιοπιστία και της ευχερούς διαθεσιμότητας εγγράφων που λαμβάνονται παρανόμως.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο