N. T. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθεση αρ. ΔΚ 1/25, 25/2/2025
print
Τίτλος:
N. T. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθεση αρ. ΔΚ 1/25, 25/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ. ΔΚ 1/25

 

25 Φεβρουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

N. T. B.

                                                                                                                        Αιτήτριας

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Νατ. Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Κα Λ. Βελίκοβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται όπως το διάταγμα κράτησης ημ.22/01/25, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9Στ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ακυρωθεί και να διαταχθεί η άμεση απελευθέρωσή της (αιτητικό Α) και, διαζευκτικά, όπως ακυρωθεί και/ή τροποποιηθεί το επίδικο διάταγμα κράτησης και να διατάσσονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου (αιτητικό Β).  

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο Διοικητικού Φακέλου του Τμήματος Μετανάστευσης (ΤΜ), ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από το Βιετνάμ, εισήλθε στη Δημοκρατία με άδεια προσωρινής διαμονής ως οικιακή βοηθός το 2010, αρχικώς με άδεια μέχρι το 2012, που ανανεώθηκε μέχρι τις 12/07/14, ακολούθως, μετά από σύντομο ταξίδι στη χώρα καταγωγής και επιστροφή στη Δημοκρατία (02/08/15-31/08/15), μέχρι τις 12/07/16, μετά μέχρι τις 12/07/18 και καθ’ όλη τη διάρκεια των ως άνω αδειών διαμονής εργοδοτείτο από τον ίδιο εργοδότη (ερ.3, 39, 47, 90, 106, 123, 136, 141).  

Στις 10/05/17 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας (ερ.137), που απερρίφθη στις 07/06/18, για τον λόγο ότι - ως αναφέρεται στη σχετική επιστολή ενημέρωσης της (ερ.139) - η αιτήτρια δεν ανταποκρίθηκε σε κλήσεις για συνέντευξη. Ακολούθησε σχετική επιστολή ημ.26/02/19, δια της οποίας η αιτήτρια καλούνταν να προβεί στις απαραίτητες διευθετήσεις για να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία (ερ.140). Σημειώνεται ότι οι δύο ως άνω επιστολές (ερ.139, 140) αναγράφουν ως διεύθυνση αποστολής τη διεύθυνση στο Γέρι, την οποία η αιτήτρια είχε δώσει στους καθ’ ων η αίτηση τον Οκτώβριο 2017 (ερ.141, 142), παρότι δεν φέρουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι έχουν ταχυδρομηθεί.

Στις 30/06/19, ως καταγράφεται στο ερ.144, κατόπιν αναζήτησης της αιτήτριας στην ως άνω δηλωθείσα διεύθυνση, όπου διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια δεν διέμενε εκεί και δεν ανταποκρινόταν σε τηλεφωνικές κλήσεις και μετά από έλεγχο στο ηλεκτρονικό σύστημα της ΥΑΜ (Υπηρεσία Αλλοδαπών & Μετανάστευσης), προέκυψε ότι - δεδομένου ότι δεν καταγράφεται κάποια αναχώρηση της από τη Δημοκρατία - η αιτήτρια εξακολουθούσε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία και έγινε εισήγηση όπως καταχωρηθεί το όνομα της στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, όπερ και εγένετο στις 18/07/19 (ερ.145).  

Σημειώνεται ότι κατατέθηκαν δύο τόμοι του Διοικητικού Φακέλου, οι οποίοι σημειώθηκαν ως δέσμη Τεκμηρίων 1 και γι’ αυτό οι στα πλαίσια της παρούσης αναφορές σε ερυθρά που περιέχονται στον 1ο τόμο (Vol I) γίνονται χωρίς σχετική σήμανση του τόμου, οι δε αναφορές σε ερυθρά που περιέχονται στον 2ο τόμο (Vol II) θα γίνονται με ρητή αναφορά στον τόμο (2ο - Vol II).

Στις 15/12/24 η αιτήτρια εντοπίστηκε σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας και, κατόπιν ελέγχου των στοιχείων της από μέλη της ΥΑΜ, διαπιστώθηκε ότι αυτή διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία και συνελήφθηκε, χωρίς εντούτοις να εντοπιστεί στην κατοχή της το διαβατήριο της (ερ.60-61).

Στις 16/12/24 η αιτήτρια κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα απέλασης και κράτησης δυνάμει του Κεφ.105 (ερ.62, 63, 64 - Vol II). Την ίδια μέρα, ήτοι 16/12/24, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση (ερ.99-102 - Vol II), η οποία, ως έγινε παραδεκτό εξ αμφοτέρων των μερών κατά τις διευκρινήσεις, έχει απορριφθεί προ ολίγων ημερών και η αιτήτρια έχει καταχωρήσει κατά της απόρριψης της αιτήσεως της προσφυγή στο Δικαστήριο στις 20/02/25, η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση.

Κατόπιν της υποβολής της ως άνω αιτήσεως (ερ.99-102 - Vol II), το διάταγμα κράτησης ημ.16/12/24 ακυρώθηκε, το δε διάταγμα απέλασης ανεστάλη (ερ.120-121 - Vol II) και, κατόπιν σχετικής εισήγησης προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης (ερ.167-169 - Vol II), εξεδόθη στις 22/01/25 το επίδικο διάταγμα (ερ.164, 165, 166 - Vol II).

Σημειώνω εδώ ότι η αιτήτρια διατείνεται ότι η ως άνω αίτηση (ερ.99-102 - Vol II) πρόκειται για αίτηση επανανοίγματος, καθώς, ως αναφέρει, δεν έλαβε γνώση της προηγούμενης απόρριψης της αιτήσεως ασύλου ημ.10/05/17 μέχρι τότε. Υπάρχει δε, ως διαπιστώθηκε και στις διευκρινήσεις, διαφωνία μεταξύ των μερών αναφορικά με το πότε υποβλήθηκε η εν λόγω αίτηση, με τους μεν καθ’ ων η αίτηση να αναφέρουν ότι αυτή έγινε στις 31/12/24, ως αναγράφεται στο ερ.168 - Vol II και τη δε αιτήτρια να αναφέρει ότι αυτή υποβλήθηκε στις 16/12/24, ως αναγράφεται στα ερ.99-102 - Vol II.

Προέχει η ενασχόληση με τα δύο ως άνω ζητήματα, το πρώτο εκ των οποίων θεωρώ ότι έχει δε ιδιαίτερη σημασία για την παρούσα.

Σχετικά κατ’ αρχήν με το ζήτημα του πότε υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας (ερ.99-102 - Vol II) σημειώνω τα εξής.

Στο εγχειρίδιο «Διαδικασίες ασύλου και η αρχή της μη επαναπροώθησης», του EASO, σελ.44-45, αναφέρονται τα εξής:

« Σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 στοιχείο β) της ΟΔΑ (αναδιατύπωση) (βλ. διάγραμμα 7 ανωτέρω), η αίτηση «υποβάλλεται» μόλις ένα πρόσωπο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας, υποβάλλει αίτημα ή εκφράζει την επιθυμία να υποβάλει αίτηση παροχής προστασίας από ένα κράτος μέλος. Η EASO έχει προτείνει τα ακόλουθα.

Ως υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας νοείται η πράξη της έκφρασης, καθ’ οιονδήποτε τρόπο και ενώπιον οιασδήποτε αρχής, της επιθυμίας ενός ατόμου να του χορηγηθεί διεθνής προστασία. Οιοσδήποτε έχει εκφράσει την πρόθεσή του να αιτηθεί διεθνή προστασία λογίζεται ως αιτών και καθίσταται φορέας όλων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό το καθεστώς ( 63).

Επομένως, η πράξη αυτή, η οποία θέτει σε κίνηση τη διαδικασία ασύλου, δεν απαιτεί την εκπλήρωση οποιασδήποτε διοικητικής διατύπωσης ( 64)

[…]

Η «καταχώριση» της αίτησης είναι διαδικαστικό βήμα το οποίο εκτελεί η αρμόδια αρχή μετά την «υποβολή» της αίτησης, η οποία συνιστά, επομένως, προαπαιτούμενο για την καταχώρισή της. Ωστόσο, η καταχώριση της αίτησης δεν σημαίνει ότι η αίτηση έχει «κατατεθεί». Η αίτηση έχει «κατατεθεί» μόνο όταν έχουν εκπληρωθεί οι σχετικές διοικητικές διατυπώσεις (βλ. κατωτέρω) (65)..»

Στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ αναφέρεται ότι «[δ]εδομένου ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών και οι ανιθαγενείς που έχουν εκφράσει την επιθυμία να αιτηθούν διεθνή προστασία είναι αιτούντες διεθνή προστασία, θα πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις και να απολαύουν των δικαιωμάτων κατά την παρούσα οδηγία και την οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία ( 1 ). Προς τούτο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταχωρίζουν το γεγονός ότι τα εν λόγω πρόσωπα αποτελούν αιτούντες διεθνή προστασία το ταχύτερο δυνατό. »

Εν προκειμένω λοιπόν καθίσταται, από τα όσα πιο πάνω αναφέρω, σαφές ότι η αιτήτρια υπέβαλε (made) αίτηση διεθνούς προστασίας την 16/12/24 (βλ. ερ.99 - Vol IΙ), ημέρα κατά την οποία έγινε και η καταχώρηση (registering) της αιτήσεως από την αρμόδια αρχή (βλ. σημείωση «παραλήφθηκε στις 16/12/24», στο πάνω μέρος του ερ.102 - Vol IΙ), παρότι οι σχετικές διοικητικές διατυπώσεις (lodging) αναφορικά με την ως άνω την αίτηση φαίνεται να ολοκληρώθηκαν στις 31/12/24 (βλ. ερ.103-107 - Vol IΙ), όταν η αίτηση καταχωρίστηκε στο μηχανογραφικό σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. κατ’ αναλογία απόφαση ΕΔΑΔ, αρ.27765/09, Hirsi Jamaa, ημ.23/02/12, παρ.74, 133, 202-205).

Αναφορικά τώρα με το κατά πόσον η αίτηση ημ.16/12/24 είναι αίτηση επανανοίγματος [αρ.16Ε (1) (2) του Νόμου] ή μεταγενέστερη αίτηση, σύμφωνα με την εκατέρωθεν επ’ αυτού επιχειρηματολογία των συνηγόρων των μερών, το οποίο συνδέεται άρρηκτα με το κατά πόσο έλαβε γνώση της απόφασης απόρριψης της αιτήσεως ημ.10/05/17 (ερ.137) προηγουμένως η αιτήτρια, σημειώνω τα εξής.

Επί του ως άνω η συνήγορος της αιτήτριας ανέφερε ότι αυτή - ως ένδειξη του καλόπιστου της αιτήτριας - φρόντισε, κατόπιν υποβολής της αιτήσεως ημ.10/05/17, να ενημερώσει τη Υπηρεσία Ασύλου για τη νέα της διεύθυνση, η οποία άλλωστε φαίνεται να καταχωρίστηκε δεόντως στο σύστημα της Υπηρεσίας, αφού και η επιστολή ενημέρωσης της για την απόρριψη της αιτήσεως ημ.10/05/17 (ερ.139) στάλθηκε στη νέα διεύθυνση της αιτήτριας, ως δηλώθηκε απ’ αυτήν στις 12/10/17 (βλ. ερ.141-142). Εν προκειμένω λοιπόν, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, η αιτήτρια ουδέν έπραξε από τις 12/10/17, όταν ενημέρωσε τους καθ’ ων η αίτηση για τη νέα διεύθυνση της στο Γέρι, μέχρι τις 15/12/24, ήτοι 7 χρόνια και 2 μήνες μετά, όταν εντοπίστηκε σε (άλλο) χωριό της επαρχίας Λευκωσίας και συνελήφθη, προκειμένου να αναζητήσει και να λάβει γνώση αναφορικά με το τι απέγινε η αίτηση που προ 7 ½ και πλέον ετών είχε υποβάλει.

Σχετικά με τα ως άνω, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.99/2004, Μιλτιάδης Ψαλιδόπουλος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημ.04/04/07, γίνεται αναφορά στην ελληνική θεωρεία και αναφέρονται τα εξής:

«Παραθέτω  σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα του Θεμιστοκλή Τσάτσου «Η αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», έκδοση 3η, σελ. 80-81:

«Κρίνεται δ΄εν αμφιβολία το ζήτημα της γνώσεως και του χρόνου, καθ΄ον επραγματοποιήθη υπέρ του αιτουμένου την ακύρωσιν, διότι βαρύνεται δια της υποχρεώσεως της δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως των πράξεων αυτής η διοίκησις, η οποία ως εκ τούτου φέρει το βάρος της σχετικής αποδείξεως.  Εκτός εάν το πιθανολογούμενον ενδιαφέρον του προσφεύγοντος και η τυχόν ιδιότης αυτού καθιστώσιν όλως απίθανον την από μέρους αυτού παράλειψιν των ενεργειών εκείνων, δι΄ων θα ηδύνατο ούτος ευκόλως να λάβη αμέσως πλήρη γνώσιν της πράξεως.  Εφ΄όσον η πράξις είναι προσιτή ευκόλως εις τον ενδιαφερόμενον, η μη εντός ευλόγου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψιν πλήρους γνώσεως αυτής, αποτελεί παράλειψιν και πταίσμα, ούτινος αι συνέπειαι δέον να εξομοιωθώσι προς την μη εμπρόθεσμον άσκησιν της αιτήσεως ακυρώσεως, της οποίας η προθεσμία δεν είναι δυνατόν, εν τοιαύτη περιπτώσει, ν΄αδρανήση επ΄άπειρον, εκτός εάν προκύπτη ότι, παρά την πάροδον μακρού χρόνου από της εκτελέσεως, η πλήρης γνώσις ήτο αδύνατος ή συγγνωστή η σχετική έλλειψις ενδιαφέροντος του διοικουμένου, όσον αφορά εις την έκδοσιν ή το περιεχόμενον της πράξεως.»»

Η ως άνω προσέγγιση ακολουθήθηκε και στη Χειμωνίδου ν. Ιατρικών Υπηρεσιών κ.α., (1994) 4 ΑΑΔ 2040, ημ.18/10/94 αλλά και στην υπ. αρ.356/12, Οικονομοπούλου ν. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, ημ.10/06/15. Στην πρώτη εκ των ως άνω αποφάσεων λέχθηκαν τα εξής:

«Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, αναφέρονται, στη σελίδα 253, τα ακόλουθα:-

[…] τεκμηριούται η πλήρης γνώσις εξ υποβολής αιτήσεως προς την Διοίκησιν, εν η αναφέρεται το περιεχόμενον της προσβαλλομένης πράξεως, ως επίσης και εκ της παρόδου μακρού χρόνου από της εκδόσεως της πράξεως, ιδία δε αν υφίσταται προφανές ενδιαφέρον διά την τύχην της υποθέσεως."

[…]

Η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους της για περίοδο περίπου έξι ετών αφ' ότου έλαβε γνώση της μη παραχώρησης σ' αυτήν της σχετικής προσαύξησης δεν μπορεί να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις συγχωρητέα, αλλά αποτελεί παράλειψη, η οποία ισοδυναμεί με μη εμπρόθεσμη άσκηση του δικαιώματός της για καταχώριση προσφυγής.»

Στα ως άνω έγινε αναφορά και στην Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 481, ημ.18/06/98, Ολομέλεια, με παρόμοια κατάληξη επί ομοιαζόντων με τους ισχυρισμούς της εδώ αιτήτριας, όπου αναφέρθηκε ότι «[α]λλωστε η νομολογία στην Ελλάδα καθιέρωσε τεκμήριο πλήρους γνώσης "εκ της παρόδου μακρού χρόνου από της εκδόσεως της πράξεως, ιδία δε αν υφίσταται προφανές ενδιαφέρον διά την τύχην της υποθέσεως". Εδώ η περίοδος πλησιάζει τη δεκαετία και θα μπορούσε, πιστεύουμε, να λεχθεί εκ του ασφαλούς πως ο αιτητής δεν επέδειξε εύλογο ενδιαφέρον για την υπόθεσή του.»

Εν προκειμένω η απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου της αιτήτριας ημ.10/05/17 ήταν εύκολα προσιτή σ’ αυτήν, καθώς ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να θέτει εν αμφιβόλω το ότι, αν η αιτήτρια απευθυνόταν στους καθ’ ων η αίτηση σε οιονδήποτε χρόνο μεταξύ της έκδοσης της 07/06/18 και της ημέρας κατά την οποία συνελήφθη (15/12/24), αυτή θα λάμβανε ενημέρωση για την έκδοση της απόφασης αυτής. Παρά τούτο, καθώς τα χρόνια περνούσαν, η αιτήτρια, ως αναντίλεκτα προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, άλλωστε αυτό διατείνεται και η ίδια στην αγόρευση της (βλ. αγόρευση αιτήτριας σελ.12), ουδέποτε έπραξε το παραμικρό ώστε να ενημερωθεί για την πορεία της αιτήσεως της, στηριζόμενη και επαναπαυόμενη στο ότι - ως ισχυρίζεται - ουδεμία ενημέρωση είχε από την Υπηρεσία, παρότι γνώριζε ότι εκ της αιτήσεως της αυτής εξαρτάτο βεβαίως και η νομιμότητα της διαμονής της στη Δημοκρατία. Αντ’ αυτού η αιτήτρια, ως προκύπτει από το ερ.144, φαίνεται να εγκατέλειψε τη δοθείσα διεύθυνση διαμονής της και δεν ανταποκρινόταν στο τηλέφωνο. Σημειώνεται ότι ο αριθμός τηλεφώνου της αιτήτριας φαίνεται να έχει αλλάξει στο μεταξύ δύο φορές, αφού στο ερ.138 αναγράφεται άλλος αριθμός τηλεφώνου απ’ ότι στο ερ.101 - Vol II και άλλος στο ερ.141. Συνεπώς, όχι μόνο η αιτήτρια δεν είχε πράξει τα δέοντα για να λάβει γνώση για την πρόοδο και το αποτέλεσμα της αιτήσεως της αλλά τουναντίον φαίνεται να άλλαξε και μάλιστα δις αριθμό τηλεφώνου και διεύθυνση διαμονής, καθιστώντας έτσι ακόμη πιο δύσκολο το έργο των καθ’ ων η αίτηση να την εντοπίσουν και να την ενημερώσουν για την απόφαση τους.

Παρεμβάλλω εδώ ότι αν η αιτήτρια ήθελε να αμφισβητήσει την καταγραφή στα στοιχεία του φακέλου περί του ότι αυτή αναζητήθηκε και δεν εντοπίστηκε στη δοθείσα διεύθυνση (ερ.144) ή αν επιθυμούσε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου άλλο στοιχείο το οποίο δεν περιέχεται στο φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσης, θα έπρεπε να πράξει τα δέοντα ώστε να προσκομίσει σχετική μαρτυρία (βλ. Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 281), δια της οποίας θα ανέφερε τη δική της εκδοχή γεγονότων επί τούτου.

Τα ενώπιον μου στοιχεία καταδεικνύουν θεωρώ επαρκώς ότι εν προκειμένω «η μη εντός ευλόγου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψιν πλήρους γνώσεως αυτής, αποτελεί παράλειψιν και πταίσμα, ούτινος αι συνέπειαι δέον να εξομοιωθώσι προς την μη εμπρόθεσμον άσκησιν της αιτήσεως ακυρώσεως, της οποίας η προθεσμία δεν είναι δυνατόν […] ν΄αδρανήση επ΄άπειρον» και δεν θεωρώ ότι «η πλήρης γνώσις ήτο αδύνατος» ή ότι ήταν «συγγνωστή η σχετική έλλειψις ενδιαφέροντος [της αιτήτριας], όσον αφορά εις την έκδοσιν ή το περιεχόμενον της πράξεως» (βλ. Ψαλιδόπουλος, ανωτέρω), με δεδομένη τη σημασία που η εν λόγω απόφαση είχε για τη νομιμότητα της διαμονής της, ως ανωτέρω εξηγώ.

Καταλήγω λοιπόν ότι, αν και τυχόν αμφιβολία (ή και βεβαιότητα) αναφορικά με το πότε και αν επήλθε εις γνώση της η απόρριψη της αιτήσεως ημ.10/05/17 ενδεχομένως να έβαινε υπέρ της αιτήτριας κατά τα πρώτα 1, 2 ή και 3 έτη τότε, η εν προκειμένω πάροδος πέραν των 7 ½ ετών (πέραν των 7 ετών από την τελευταία φορά που αυτή επικοινώνησε με την Υπηρεσία, προκειμένου να δηλώσει την νέα διεύθυνση της), δεν αφήνει περιθώρια η παράλειψη της να αναζητήσει και να λάβει γνώση για την έκβαση της αιτήσεως της να θεωρηθεί σύγγνωστη, εφόσον δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ότι η απόφαση αυτή ήταν ευκόλως προσβάσιμη στην αιτήτρια, αν έπραττε το ευλόγως αναμενόμενο, ήτοι αν επικοινωνούσε με την Υπηρεσία, και συνεπώς ουδόλως αδύνατη ήταν η πλήρης γνώση αυτής. Άλλωστε αντίθετη προσέγγιση θα επέτρεπε στην αιτήτρια να υποβάλλει αίτηση ασύλου και ακολούθως να παραλείπει ή και να αποφεύγει εμπράκτως - ενδεχομένως κακόπιστα ή και καταφανώς εσκεμμένα - να λάβει γνώση της επ’ αυτής απόφασης, διαιωνίζοντας έτσι την εκκρεμότητα της αιτήσεως και διασφαλίζοντας εις το διηνεκές τη νομιμότητα της διαμονής της στη Δημοκρατία, αλλά και - όταν εν τέλει εντοπιζόταν και λάμβανε τελικώς γνώση της απόφασης αυτής - να επωφελείται του κατ’ ουσία αυτόματου επανανοίγματος της αρχικής αίτησης, στη βάση του αρ.16Ε (1). Αυτή είναι επί της ουσίας η επιχειρηματολογία και της συνηγόρου της εν προκειμένω.

Αναφορικά με τη VICTORIA ZAHARIJEVIC ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2011) 3 ΑΑΔ 56, που είναι και η μόνη αυθεντία που τέθηκε ενώπιον μου σχετικά με τα ως άνω, παρατηρώ ότι τα γεγονότα που απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας διαφέρουν από τα προκείμενα, καθώς εκεί επρόκειτο για κήρυξη της εκεί εφεσειούσας ως παράνομης μετανάστριας, κατόπιν ακύρωσης της άδειας διαμονής της, επί της οποίας στηρίχτηκε και η επακόλουθη κήρυξη της ως παράνομης μετανάστριας, για την οποία (απόφαση ακύρωσης άδειας διαμονής) υπήρχαν στοιχεία ότι ουδέποτε είχε λάβει γνώση και συνεπώς, ως στην ως άνω απόφαση εξηγείται, στη βάση του αρ.4 περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), δεν επήλθαν προ της κοινοποίησης της απόφασης για ακύρωση της άδειας διαμονής στην εφεσειούσα έννομα αποτελέσματα. Σημειώνεται δε ότι τα επίδικα εκεί γεγονότα αφορούσαν την εντός ολίγων ημερών από την ακύρωση της άδειας διαμονής της κήρυξη της εφεσειούσας ως παράνομης μετανάστριας, προτού αυτή λάβει γνώση της πρώτης απόφασης.

Στα πλαίσια της παρούσης δεν αμφισβητείται ότι η αιτήτρια έλαβε - σε κάθε περίπτωση - γνώση της απόφασης απόρριψης της αιτήσεως ημ.10/05/17 στις 15/12/24, όταν αυτή συνελήφθη. Αυτό είναι παραδεκτό και στην επιστολή της δικηγόρου της αιτήτριας προς την Υπηρεσία (ερ.115-117 - Vol II). Ήταν δε την επόμενη μέρα, στις 16/12/24, που αυτή κηρύχθηκε παράνομη μετανάστρια και εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του ΚΕΦ.105 (που εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου), πράγμα που είναι συμβατό με τα λεχθέντα στην ως άνω αυθεντία, αφού η κήρυξη της αιτήτριας ως παράνομης μετανάστριας επακολούθησε - σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τα λεγόμενα της ιδίας - της λήψης γνώσης από την αιτήτρια της απόφασης απόρριψης της αιτήσεως ημ.10/05/24, ως συμβατή είναι και η εφαρμογή της ως άνω νομολογίας σχετικά με την από του διοικουμένου «μη εντός ευλόγου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψιν πλήρους γνώσεως» μιας πράξης, εκ της οποίας μπορεί να καταλογιστεί πταίσμα στον διοικούμενο, «ούτινος αι συνέπειαι δέον να εξομοιωθώσι προς την μη εμπρόθεσμον άσκησιν της αιτήσεως», εν προκειμένω της αίτησης ημ.16/12/24, ως είναι και εδώ η κατάληξη μου.

Σημειώνω ότι οι Έφεσεις κατά αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.36/2016, Eze ν. Δημοκρατίας και αρ.30/2022, Ali ν. Δημοκρατίας, ημ.19/05/22, ασχολούνται με το τεκμήριο ταχυδρόμησης και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του και δεν σχετίζονται με τα ενώπιον μου γεγονότα και την ανωτέρω κατάληξη μου, αφού, ως ανωτέρω καταγράφω, δεν υπάρχει εδώ απόδειξη ταχυδρόμησης του ερ.139.

Είναι λοιπόν εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι η αιτήτρια απώλεσε εδώ, σε χρόνο κατά πολύ προηγούμενο του τυχαίου εντοπισμού της από την ΥΑΜ στις 15/12/24, την ιδιότητα αιτητή ασύλου, την οποία και επανέκτησε αφότου, λόγω του ότι η προηγούμενη αίτηση απορρίφθηκε ως σιωπηρώς αποσυρθείσα και δεν εξετάστηκε επί της ουσίας, κρίθηκε παραδεκτή (βλ. ερ.168) η μεταγενέστερη αίτηση της ημ.16/12/24. Συνεπώς, δεδομένων των ως άνω, στην αίτηση ημ.16/12/24 δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα διαλαμβανόμενα στο αρ.16Ε (1) του Νόμου, όπου προνοείται ότι «[σε] περίπτωση που ο Προϊστάμενος αποφάσισε να κλείσει το φάκελο και διακόψει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης αιτητή, σύμφωνα με το άρθρο 16Β, ο […]  αιτητής δικαιούται, εντός εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της σχετικής απόφασης […] να ζητήσει […] επανάνοιγμα του φακέλου του και επανεξέταση της υπόθεσής του, ή να υποβάλει νέα αίτηση επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το άρθρο 16Δ», καθότι έχει εκπνεύσει προ πολλού εκ του εν λόγω άρθρου η προθεσμία 9 μηνών, εντός της οποίας ο αιτητής μπορεί να αιτηθεί το κατ’ ουσία αυτοδίκαιο επανάνοιγμα της αρχικής αίτησης και της συνέχισης της «εξέταση[ς] της […] επί της ουσίας και από το στάδιο στο οποίο η εξέταση είχε σταματήσει» [αρ.16Ε (2)]. Έπεται κατ’ ακολουθία με τα ως άνω ότι ορθώς έτυχε χειρισμού ως μεταγενέστερη η αίτηση που η αιτήτρια υπέβαλε στις 16/12/24. Άλλωστε περί μεταγενέστερης αίτησης που είχε κριθεί παραδεκτή γίνεται αναφορά και από την ίδια τη συνήγορο της αιτήτριας (βλ. σελ.14 της αγόρευσης της).

Συνεπώς εφαρμογής τυγχάνουν τα λεχθέντα στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.8/22, Madber v. Δημοκρατίας, ημ.17/11/22, όπου κρίθηκε «ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου» ότι «[η] υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά, δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.». Εξ’ ου και η αιτήτρια θεωρώ πως ορθώς θεωρήθηκε ότι απώλεσε την ιδιότητα αιτητή ασύλου, την οποία επανέκτησε στις 03/01/25, όταν και η μεταγενέστερη αίτηση της κρίθηκε παραδεκτή (ερ.170 - Vol II), αφού η προηγούμενη αίτηση της δεν είχε εξεταστεί επί της ουσίας, ενόψει της απόρριψης της ως σιωπηρώς αποσυρθείσας δυνάμει του αρ.16 Β. Η δε αναφορά σε «επανάνοιγμα» του φακέλου της (βλ. ερ.168 - Vol II) δεν δύναται να διαφοροποιήσει τα ως άνω, παρά το ενδεχομένως αδόκιμο της χρήσης του όρο αυτού, καθώς αυτό που έχει σημασία σε κάθε περίπτωση είναι ότι, στη βάση όσων πιο πάνω αναφέρω, η αιτήτρια, δεδομένου του πταίσματος της, «ούτινος αι συνέπειαι δέον να εξομοιωθώσι προς την μη εμπρόθεσμον άσκησιν της αιτήσεως […], της οποίας η προθεσμία δεν είναι δυνατόν […] ν΄αδρανήση επ΄άπειρον», δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στο αρ.16Ε (1) και (2) του Νόμου.

Στα ως άνω προστίθεται, αν και δεν είναι κρίσιμα για την ως άνω κατάληξη μου, και το ότι ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να ανατρέπει τα ενώπιον μου στοιχεία (βλ.144) ότι ούτε στο τηλέφωνο ούτε και στη δοθείσα διεύθυνση έγινε κατορθωτό να εντοπιστεί η αιτήτρια.

Ενόψει και στη βάση της ως άνω κατάληξης μου προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων που αφορούν το επίδικο διάταγμα.

Στο σημείο αυτό παραθέτω αυτούσιο το προσβαλλόμενο διάταγμα.

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ η N. T. B. υπήκοος ΒΙΕΤΝΑΜ είναι αιτήτρια διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου καθότι

η N. T. B. κρατείται

(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.

(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 180Γ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσής της και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η N. T. B. αφίχθηκε το 2010 στη Δημοκρατία ως οικιακή εργαζόμενη και είχε την ευκαιρία να υποβάλει αίτηση ασύλου από την ημέρα που αφίχθηκε στη Δημοκρατία αλλά αυτή την υπέβαλε επτά (7) χρόνια μετά την άφιξη της και έπειτα η αίτηση απορρίφθηκε λόγω σιωπηρής απόσυρσης και η αλλοδαπή συνέχισε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία σχεδόν επτά (7) έτη, ενώ είχε εξαφανισθεί και τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στην λίστα αναζητούμενων προσώπων της ΥΑΜ, στο ότι ζήτησε όπως επανανοίξει ο φάκελος της μόνο αφότου εντοπίστηκε συνελήφθηκε και κρατήθηκε με σκοπό την απέλαση της, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού της.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο η N. T. B. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους,

1.     ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: Απορριπτική επιστολή του ΤΑΠΜ ημερ.26/02/19, 2. Διάταγμα απέλασης, το οποίο εκδόθηκε εναντίον της στις 16/12/24.

2.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε προηγούμενη εξαφάνιση. Η αλλοδαπή δεν αναχώρησε αλλά ούτε και διευθέτησε την παραμονή της και συνέχισε να διαμένει παράτυπα στη Δημοκρατία μετά την ακύρωση της άδειας παραμονής της και στις 12/07/18 τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων της αστυνομίας.

3.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επαναπατριστεί, όπως ενημερώνει η ΥΑΜ.

4.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει στην κατοχή του έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, όπως ενημερώνει η ΥΑΜ.

5.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ.16/12/2024.

6.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό της, κρίνω ότι η αίτηση της για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού της.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως η N. T. B. ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω.

ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 22η ημέρα του Ιανουαρίου 2025»

Έχω διέλθει με προσοχή των εκατέρωθεν επιχειρημάτων των ευπαίδευτων συνήγορων των μερών, όπως εκτίθενται στις γραπτές αγορεύσεις που υποβλήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου δια των προφορικών διευκρινήσεων και του συνόλου του διοικητικού φάκελου.

Επί της αιτήσεως η συνήγορος της αιτήτριας αναφέρει αρκετά νομικά σημεία, τα πλείστα εκ των οποίων αναπτύσσονται δεόντως στην αγόρευση που ακολούθησε αλλά και κατά τις διευκρινήσεις, όπου δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσει προφορικά, ενόψει των στενών χρονικών περιθωρίων, στα όσα καταγράφονται στην αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση.

Στα πλαίσια των γραπτών αγορεύσεων η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, κάνοντας πολλές και πλούσιες παραπομπές σε αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), αναφέρει ότι το επίδικο διάταγμα είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και/ή τον Νόμο, πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και ότι ελλείπει περαιτέρω η αιτιολογία αυτού και/ή η αιτιολογία που δίδεται είναι λανθασμένη. Επί των ως άνω λέγει ότι αμφότερες οι νομικές βάσεις του επίδικου διατάγματος πάσχουν αφού, αναφορικά αφενός με το αρ.9ΣΤ (2) (β), δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει αυτό, αφού δεν προκύπτει ποια στοιχεία δεν μπορούν να εξασφαλιστούν χωρίς την κράτηση της αιτήτριας και, αφετέρου, αναφορικά με την έτερη νομική βάση του αρ.9ΣΤ (2) (δ), με δεδομένο ότι η αρχική της αίτηση ασύλου είχε υποβληθεί στις 10/05/17 και η αιτήτρια, ως η συνήγορος της αναφέρει, είχε πληροφορηθεί την απόρριψη της όταν συνελήφθη στις 15/12/24, αγνοώντας μέχρι τότε ότι είχε απορριφθεί η προηγούμενη αίτηση της, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπέβαλε αίτηση με σκοπό να δημιουργήσει προσκόμματα στη διαδικασία επιστροφής της. Επί του τελευταίου κάνει αναφορά στην αυθεντία VICTORIA ZAHARIJEVIC ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2011) 3 ΑΑΔ 56, ημ.24/01/11 (αναφέρομαι επ’ αυτού πιο πάνω) καθώς και σε πλήθος αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου, εκ των οποίων παραθέτει εκτενή αποσπάσματα και προσκόμισε στις Διευκρινήσεις αντίγραφα μερικών εξ αυτών.

Πέραν των ως άνω αναφέρει ότι δια του επίδικου διατάγματος παραβιάζονται οι αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, αφού θα μπορούσαν να διασφαλιστούν οι σκοποί του διατάγματος με άλλα, εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, και εκδόθηκε αυθαίρετα, κατά παράβαση του αρ.5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Περαιτέρω αντικρούουν έκαστο των ισχυρισμών της αιτήτριας, εμμένουν στη νομιμότητα και ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και σημειώνουν ότι η κράτηση είναι καθ’ όλα νόμιμη, αιτιολογημένη, προϊόν εξατομικευμένης εξέτασης, αναλογική προς τον επιδιωκόμενο δι’ αυτής σκοπό και αναγκαία, δεδομένου του ιστορικού της αιτήτριας. Σε κάθε περίπτωση, ως αναφέρουν, υπάρχουν δυο νομικές βάσεις, οι οποίες στηρίζονται και αιτιολογούνται, με αναφορά στα στοιχεία ως περιέχονται στον φάκελο. Σημειώνουν δε ότι εκ του ιστορικού της αιτήτριας, την επί μακρώ αδιαφορία της για την αίτηση ασύλου που είχε στο παρελθόν υποβάλει αλλά και την προσπάθεια να διαφύγει της σύλληψης (ερ.69 - Vol II), καταδεικνύεται ότι δεν θα μπορούσαν να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα εν προκειμένω. Στην κατ’ ιδία επιχειρηματολογία και τις επιμέρους εισηγήσεις των καθ’ ων η αίτηση θα επανέλθω πιο κάτω, όπου κρίνεται σκόπιμο, κατά την ενασχόληση με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας.

Σε σχέση κατ’ αρχήν με την αιτιολογία αυτού αλλά και την παράθεση των πραγματικών και τον νομικών λόγων για τους οποίους εκδόθηκε, παρατηρώ τα ακόλουθα.

Στην υπόθεση του Δ.Ε.Ε. C-18/16 Κ. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.14/09/2017, λέχθηκε ότι «[...] σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 4, της ίδιας οδηγίας, στη σχετική με την κράτηση απόφαση αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται […] ».

Από την ανάγνωση του λεκτικού του ως άνω διατάγματος διαπιστώνω ότι επί τούτου αναφέρονται δεόντως οι νομικές βάσεις επί των οποίων εδράζεται το επίδικο διάταγμα και παρατίθενται, έστω μερικώς συγκεχυμένα και αλληλεπικαλυπτόμενα, οι πραγματικοί λόγοι που τεκμηριώνουν εν προκειμένω την συνδρομή των προϋποθέσεων που τίθενται εκ των εδαφίων (β) και (δ) του Νόμου, στη βάση των οποίων θεωρήθηκε ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι [η εδώ αιτήτρια] υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» και πως η κράτηση έχει ως επιπρόσθετο σκοπό «να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής [της αιτήτριας]», αλλά και των παραμέτρων που συνυπολογίστηκαν και, οι οποίες κατέστησαν αναγκαία και αναλογική προς τον ως άνω σκοπό την κράτηση της αιτήτριας εν προκειμένω, αντί επιβολής εναλλακτικών μέτρων.

Τα ανωτέρω ευθυγραμμίζονται και με σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ, όπου στην απόφαση του Khlaifia and others v Italy, υπ. αρ.16483/12, ημ.15/12/2016, παρ.115, γίνεται λόγος για ουσιώδεις λόγους essential legal and factual grounds») και αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ:

«Paragraph 2 of Article 5 lays down an elementary safeguard: any person who has been arrested should know why he is being deprived of his liberty. This provision is an integral part of the scheme of protection afforded by Article 5: any person who has been arrested must be told, in simple, non-technical language that he can understand, the essential legal and factual grounds for his deprivation of liberty, so as to be able to apply to a court to challenge its lawfulness in accordance with paragraph 4 (see Van der Leer v. the Netherlands, 21 February 1990, § 28, Series A no. 170‑A, and L.M. v. Slovenia, cited above, §§ 142-43). Whilst this information must be conveyed “promptly”, it need not be related in its entirety by the arresting officer at the very moment of the arrest. Whether the content and promptness of the information conveyed were sufficient is to be assessed in each case according to its special features (see Fox, Campbell and Hartley v. the United Kingdom, 30 August 1990, § 40, Series A no. 182, and Čonka, cited above, § 50). »

(Υπογράμμιση δική μου)

Θεωρώ λοιπόν ότι από το λεκτικό που παρατίθεται στο ως άνω διάταγμα ικανοποιούνται οι ρητές πρόνοιες [βλ. άρ.9ΣΤ (8) του Νόμου και αρ.9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία)] περί παράθεσης των νομικών και πραγματικών λόγων του. Σύμφωνα με το αρ.28(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, «η  αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της» (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 7 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν θεωρώ ότι η αιτιολογία καταγράφεται δεόντως στο διάταγμα, ως η σχετική νομοθεσία και νομολογία επιτάσσει.

Το κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν δέουσας έρευνας, η ορθότητα της αιτιολογίας αυτής, το ενδεχόμενο τούτη να λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τον νόμο ή τα πράγματα αλλά και κατά πόσο είναι επί της ουσίας αυτής ορθή, κατόπιν στάθμισης της αναλογικότητας και αναγκαιότητας της κράτησης αλλά και ελέγχου της συμβατότητας αυτής με την εθνική νομοθεσία, το Ενωσιακό Δίκαιο και την σχετική νομολογία ΔΕΕ και ΕΔΑΔ θα κριθεί πιο κάτω. Στα πλαίσια αυτά θα κριθεί και το αν είναι υπό τις περιστάσεις ή όχι το καταλληλότερο μέτρο, αντί της επιβολής εναλλακτικών μέτρων. 

Προέχει να προσδιοριστεί το νομικό πλαίσιο σε υποθέσεις ως η παρούσα.

Η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, (στο εξής Janelidze) όπου λέχθηκε, με αναφορά στην οικεία νομοθεσία, ότι το Δικαστήριο τούτο ελέγχει «όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα της κάθε απόφασης της διοίκησης που τίθεται ενώπιον του με την προσφυγή που υποβάλλεται.»

Καθοδηγητικά είναι σχετικώς όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες «Κατευθυντήριες Οδηγίες Για Την Κράτηση Αιτούντων Άσυλο», όπου, στην παρ.19, αναφέρεται ότι: «[στα] πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»

Στην αιτ. σκέψη 15 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, αναφέρεται ότι η «κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης», οι οποίες δεν είναι βεβαίως άλλες από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρ.8 (3), πάντοτε τηρούμενων των εγγυήσεων που προβλέπονται στο αρ.9 της Οδηγίας. Οι εν λόγω πρόνοιες έχουν μεταφερθεί στην εθνική μας νομοθεσία με το επίδικο άρ.9ΣΤ του Νόμου.

Βοηθητικό για την ερμηνευτική προσέγγιση του λεκτικού του αρ.9ΣΤ (2) (δ) είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του ΔΕΕ C-534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR (στο εξής η υπόθεση Arslan), ημ.30/5/13, όπου εξετάστηκε η αλληλεπίδραση της οδηγίας 2005/118/ΕΚ, που αφορά επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, με τις οδηγίες επαναδιατύπωση των οποίων είναι ισχύουσες 2013/33/ΕΕ και 2013/32/ΕΕ.

«58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).»

Τα γεγονότα λοιπόν και η συμπεριφορά ενός αιτητή πριν αλλά και κατά την υποβολή της αιτήσεως ασύλου μπορούν να τεκμηριώσουν κατά περίπτωση το κατά πόσο «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [9ΣΤ(2)(δ)]. Ως και εκ της απόφασης Arslan (ανωτέρω) προκύπτει, θα ήταν άλλωστε αντινομικό, ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής να μπορούσε, με δεδομένο ότι το σχετικό διάταγμα απέλασης τελεί υπό αναστολή και δεν ακυρώθηκε, να πετυχαίνει την άνευ ετέρου και αυτομάτως απόλυση του, σε περίπτωση που υποβάλλει αίτηση ασύλου. Επί τούτου θα επανέλθω κατωτέρω, στα πλαίσια εξέτασης των παραμέτρων του εν λόγω άρθρου, σε συνάρτηση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα.

Σχετικά με την έτερη νομική βάση του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (β), ήτοι «για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή», στο εγχειρίδιο του EASO «Κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου», 2019, σελ.28, αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά:

«Το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου πρέπει, εκ φύσεως, να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τα πραγματικά περιστατικά. Οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR σχετικά με την κράτηση είναι και πάλι χρήσιμες καθώς η κατευθυντήρια οδηγία 4.1 στην παράγραφο 28 αναφέρει τα εξής:

Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα - ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο - δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα.

Παρότι ο «κίνδυνος διαφυγής» είναι μια πρόβλεψη, φαίνεται πιθανό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις θα αποτελέσει τη βάση του λόγου αυτού διότι εάν ο αιτών διεθνή προστασία δεν είναι πιθανό να διαφύγει, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς υπό ποιες περιστάσεις τα στοιχεία του ισχυρισμού επί του οποίου βασίζεται η αίτηση δεν θα μπορούσαν να ληφθούν χωρίς να υπάρξει κράτηση.»

Σημειώνω ότι, δεδομένου ότι τα ενώπιον μου στοιχεία καταγράφονται λεπτομερώς πιο πάνω, δεν θεωρώ σκόπιμο να τα επαναλάβω εδώ από την αρχή, πέραν επιγραμματικής παράθεσης ουσιωδών για την εξέταση που ακολουθεί, όπου τούτο κριθεί σκόπιμο.

Αρχίζοντας από τη νομική βάση του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (β) σημειώνω ότι δεν θεωρώ ότι η αναφορά στο επίδικο διάταγμα στο ότι δεν βρέθηκε στην κατοχή της το διαβατήριο της αιτήτριας είναι αρκετή για να συναχθεί ότι εν προκειμένω η κράτηση γίνεται επί σκοπώ «να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη», καθώς δεν προσδιορίζεται και ούτε μπορεί να συναχθεί από τα ενώπιον μου δεδομένα ποια είναι τα στοιχεία για τα οποία θα πρέπει να προσδιοριστούν και ούτε ικανοποιούμαι ότι τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό «την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο».

Σημειώνω ότι επί του κινδύνου διαφυγής, δεδομένου ότι - σε κάθε περίπτωση - η κράτηση στη βάση του αρ.9ΣΤ (2) (β)  «θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση», θα επανέλθω πιο κάτω, στα πλαίσια της εξέτασης της αναγκαιότητας και αναλογικότητας της κράτησης, τα οποία αφορούν και τις δύο νομικές βάσεις του επίδικου διατάγματος. Ότι ενδιαφέρει στα πλαίσια της ως άνω νομικής βάσης του επίδικου διατάγματος είναι ότι, εφόσον, ως ανωτέρω εξηγώ, δεν πληρούται μια εκ των δύο σωρευτικών προϋποθέσεων, ήτοι η αναγκαιότητα προσδιορισμού στοιχείων στα οποία βασίζεται η αίτηση (ασύλου), «η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη», καταλήγω ότι η στήριξη του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (β) στερείται νομικού ερείσματος.

Παρά τα ως άνω όμως το ζήτημα δεν σταματά εδώ, καθώς η πάσχουσα νομική βάση του επίδικου διατάγματος δεν αρκεί για να επιμολύνει με ακυρότητα το επίδικο διάταγμα.

Εξηγώ.

Σχετικά επί του ζητήματος είναι τα αρ.31, 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

«31. Εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί νομική να έχει άλλο νομικό έρεισμα.

32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.»

Σχετικώς, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ανδριάνθη Κ. Στυλιανού ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Πελενδρίου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2882, λέχθηκαν τα εξής:

«Σε περίπτωση πολλαπλών ή επάλληλων αιτιολογιών αρκεί κατά κανόνα η νομιμότητα μιας μόνο από αυτές για να στηρίξει επαρκώς την προσβαλλόμενη πράξη. Οποτεδήποτε διοικητική πράξη επικαλείται περισσότερα του ενός ερείσματα, αρκεί η ορθότητα ενός από αυτά για να την στηρίξει. Για να εφαρμοστεί η πιο πάνω αρχή είναι απαραίτητο να αποφασιστεί κατά πόσο η δεύτερη αιτιολογία είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής ή κατά πόσο είναι απλώς επικουρική ή παρεπόμενη της πρώτης. Αν είναι επικουρική, το έγκυρο της επικουρικής αιτιολογίας δεν μπορεί να διασώσει την ολότητα της προσβαλλόμενης πράξης, αν η κυρίως αιτιολογία είναι πλημμελής.

[…]

Όμως ούτως η άλλως, ακόμα και εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν επάγεται ακυρότητα, αν μπορεί η πράξη να στηριχτεί σε άλλους λόγους. Λανθασμένη νομική αιτιολογία δεν συνεπάγεται ακυρότητα, αν η πράξη μπορεί να βρει άλλο νομικό έρεισμα».

Η ανωτέρω προσέγγιση ακολουθήθηκε στη Χριστοδουλίδης ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1297, απόφαση Ολομέλειας, όπου αναφέρεται ότι «it is a firmly established principle of Administrative Law that even if an administrative decision could not have been validly based on the legal reason which was actually stated in support of it such decision should still be upheld judicially if it could, nevertheless, be reached validly on the basis of some other legal reason (see, inter alia, in this respect, Pikis v. The Republic, (1967) 3 C.L.R. 562, 575, Spyrou (No. 1) v. The Republic, (1973) 3 C.L.R. 478, 484, Akinita Anthoupolis Ltd. v. The Republic, (1980) 3 C.L.R. 296, 303 and Paraskevopoulou v. The Republic, (1980) 3 C.L.R. 647, 661, 662). »

Εν προκειμένω, παρότι, ως ανωτέρω εξηγώ, έχω ήδη καταλήξει ότι το επίδικο διάταγμα στερείται νομικού ερείσματος στη βάση του αρ.9ΣΤ (2) (β), αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει από μόνο του σε ακύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος, αν ήθελε κριθεί πιο κάτω ότι οι προϋποθέσεις του αρ.9ΣΤ (2) (δ) πληρούνται, καθώς «[λ]ανθασμένη νομική αιτιολογία δεν συνεπάγεται ακυρότητα, αν η πράξη μπορεί να βρει άλλο νομικό έρεισμα» .

Σχετικά τώρα με την έτερη νομική βάση του διατάγματος, στο αρ.9ΣΤ (2) (δ), παρατηρώ  και σημειώνω τα εξής επιγραμματικά.

Η αιτήτρια εισήλθε στη Δημοκρατία στις 12/07/10 και εργαζόταν ως οικιακή βοηθός, στον ίδιο εργοδότη, ανανεώνοντας ανά διετία την άδεια διαμονής της, μέχρι που στις 10/05/17 υπέβαλε αίτηση ασύλου, 7 έτη αφότου εισήλθε στη Δημοκρατία. Στις 12/10/17 η αιτήτρια ενημέρωσε τους καθ’ ων η αίτηση ενημέρωσε τους καθ’ ων η αίτηση για την αλλαγή της διεύθυνσης της και έκτοτε ουδέν άλλο έπραξε σχετικώς, μέχρι που - τυχαία, 7 ½ έτη μετά την υποβολή της αιτήσεως ημ.10/05/17 - εντοπίστηκε από κλιμάκιο της ΥΑΜ σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας στις 15/12/24 και συνελήφθη ως παρανόμως διαμένουσα, αφού στις 07/06/18 η αίτηση της ημ.10/05/17 απερρίφθη και στις 26/02/19 η αιτήτρια κλήθηκε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Την επόμενη μέρα, στις 16/12/24, αφότου κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια και εκδόθηκαν διάταγμα απέλασης και κράτησης δυνάμει του Κεφ.105 εναντίον της, η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση διεθνούς προστασίας. Σημειώνω ότι, ως είναι ανωτέρω η κατάληξη μου, η αιτήτρια δεν μπορεί να επωφεληθεί της άγνοιας της για την προηγούμενη απόρριψη της αιτήσεως της, ένεκα της επί μακρώ αδιαφορίας που επέδειξε για να αναζητήσει και να λάβει γνώση σχετικώς, δεδομένου του προφανούς ενδιαφέροντος που θα έπρεπε να έχει για την τύχη της αιτήσεως της.

Εκ των ως άνω λοιπόν στοιχείων η αιτήτρια όχι μόνο καθυστέρησε κατά 7 έτη από την είσοδο της στη Δημοκρατία για να καταχωρήσει αίτηση ασύλου αλλά παρήλθαν πέραν των 7 ετών έκτοτε - κατά τα οποία επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την τύχη της αιτήσεως της αυτής - για να υποβάλει, αφότου συνελήφθη όλως τυχαίως και ετέθη υπό κράτηση και εκδόθηκε διάταγμα απέλασης της, νέα αίτηση, η οποία έχει στο μεταξύ απορριφθεί προ ολίγων ημερών. Μάλιστα, ως προκύπτει από το ερ.69 - Vol II, αυτή προσπάθησε να διαφύγει της σύλληψης της με ηλεκτρικό πατίνι και ανακόπηκε από τα μέλη της ΥΑΜ.

Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αμεσότητα υποβολής αιτήματος ασύλου είναι κριτήριο που απαντάται στο αρ.7  αλλά και στο άρ.12Δ (4) (η) του Νόμου, όπου στο μεν πρώτο απαλλάσσει τον αιτητή από τυχόν ποινικές κυρώσεις για την παράνομη είσοδο ή διαμονή του και στο μεν δεύτερο – ενδεικτικό της δικαιολογημένης δυσπιστίας προς τον αιτητή που προσέρχεται με καθυστέρηση για να υποβάλει το αίτημα του – επιτρέπει την ταχύρρυθμη εξέταση της αιτήσεως του. Έτσι και το επίδικο άρθρο θέτει την αμεσότητα της υποβολής αίτησης ως στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη για την, στο μέτρο του δυνατού, αντικειμενικά τεκμηριωμένη πιθανολόγηση επί της αλλότριας σκοπιμότητας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Είναι δε αυτή την εύλογη υπό τις εκάστοτε περιστάσεις πιθανολόγηση που εκφράζει η φράση «βάσιμοι λόγοι να θεωρείται» στο επίδικο άρθρο.

Ενόψει των ανωτέρω θεωρώ πως καταδεικνύεται επαρκώς ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [9ΣΤ(2)(δ)], καθώς εν προκειμένω, πολύ απλά, η όλη συμπεριφορά της αιτήτριας καθ’ όλα τα 14 και πλέον χρόνια που βρίσκεται στη Δημοκρατία είναι αρκετή για να τεκμηριώσει βάσιμους λόγους να θεωρείται ότι η υποβολή και της αιτήσεως ημ.16/12/24 έγινε απλά και μόνο για να καθυστερήσει ή εμποδίσει την εκτέλεση του υπό αναστολή πλέον διατάγματος απέλασης. Καθ’ όλον δε τον χρόνο των 7 ½ ετών που διέρρευσε από την υποβολή της αιτήσεως ημ.10/05/17 (η οποία, ως και πιο πάνω πολλάκις σημειώνω, υποβλήθηκε περί τα 7 έτη αφού η αιτήτρια αφίχθηκε στη Δημοκρατία) μέχρι την υποβολή της αιτήσεως ημ.16/12/24 η αιτήτρια επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την αίτηση της και, κατ’ επέκταση, τη νομιμότητα της διαμονής της στη Δημοκρατία. Η δε αναφορά επί τούτου της συνηγόρου της ότι η αιτήτρια έσπευσε στις 12/10/17 να ενημερώσει τις αρχές για την αλλαγή διεύθυνσης της δεν είναι αρκετή για να υπερκεράσει την μετέπειτα επί 7 έτη αδιαφορία της αιτήτριας και να αλλοιώσει την εικόνα που εξ αυτής της αδιαφορίας δύναται να συναχθεί. Σημειώνω δε ότι δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι η αιτήτρια «είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου», με την αίτηση ημ.10/05/17, και εκ των δικών της παραλείψεων την απώλεσε, ως ανωτέρω εξηγώ, με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαίο να υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση στις 16/12/24.

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου προχωρώ με την εξέταση του κατά πόσο δια του επίδικου διατάγματος ικανοποιείται η προϋπόθεση αναγκαιότητας, κατά πόσο τούτο είναι εύλογο και αναλογικό προς τον σκοπό δια τον οποίο επιβλήθηκε και, κατ’ επέκταση, η συμβατότητα του με το αρ.5 της ΕΣΔΑ.

Ως και στο ανωτέρω απόσπασμα από την υπόθεση Arslan αναφέρεται, «[…] θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του […]». Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση, σκέψη 57, το ΔΕΕ αναφέρει ότι σε περιπτώσεις ως και η παρούσα, ήτοι όταν εκδίδεται διάταγμα κράτησης κατά προσώπου το οποίο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας ενώ ήδη τελεί υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση, «[…] επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.». Συνεπώς, και παρά το ότι απαιτείται σε κάθε περίπτωση εκ νέου εξέταση των παραμέτρων που αφορούν εκάστη περίπτωση, πράγμα που έγινε στην παρούσα, εντούτοις δεν παύει να είναι κατ’ ουσία «διατήρηση» προηγούμενης κράτησης δυνάμει εν εξελίξει διαδικασίας επιστροφής κατά την διάρκεια της οποίας υποβάλλεται αίτημα διεθνούς προστασίας. Τούτος θεωρώ ήταν και ο σκοπός του ευρωπαίου νομοθέτη όταν θέσπιζε το αρ.8 (2) (δ) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, του οποίου μεταφορά στην εθνική νομοθεσία είναι το επίδικο άρ.9ΣΤ (2) (δ).  

Επί τούτου η ένταση του κινδύνου διαφυγής, ως μπορεί να συναχθεί από προηγούμενη της υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας συμπεριφορά της εδώ αιτήτριας, είναι καθοριστική στην στάθμιση του καταλληλότερου υπό τις περιστάσεις μέτρου καθότι είναι διαμέσου της στάθμισης αυτής που μπορεί να εκφρασθεί κρίση επί του αν η επιλογή του επαχθέστερου μέτρου, ήτοι της κράτησης, απολήγει να είναι η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού – εδώ η αποτροπή του κινδύνου διαφυγής και η διασφάλιση εκτέλεσης  απόφασης επιστροφής - στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και δια τούτο η μόνη ενδεδειγμένη και συνεπώς αναγκαία, στη βάση της αρχής της αναγκαιότητας.

Στην υπόθεση του Δ.Ε.Ε. C-18/16, Κ. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.14/09/2017, σκέψη 37, λέχθηκε ότι «Όσον αφορά την αναλογικότητα της διαπιστωθείσας επεμβάσεως, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι τα αρνητικά αποτελέσματα του μέτρου δεν πρέπει να είναι υπερβολικά σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 9ης Ιουνίου 2016, Pesce κ.λπ., C‑78/16 και C‑79/16, EU:C:2016:428, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).».

Στο άρ.52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προνοείται ότι [αρ.52 (1)] «[κ]άθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.»

Στο δε αρ.52 (3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) προνοείται ότι «[α]ν η διοίκηση έχει να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσότερων νόμιμων λύσεων, οφείλει να προτιμήσει εκείνη που είναι λιγότερο επαχθής για το διοικούμενο.»

Στη Janelidze (ανωτέρω) αναφέρθηκαν και τα εξής:

«Ο Εφεσείων δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο που να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για άλλη αντιμετώπιση του.  […]

Η ύπαρξη του κινδύνου διαφυγής ήταν καθοριστική στη στάθμιση του καταλληλότερου υπό  τις περιστάσεις μέτρου.  Ουσιαστικά κρίθηκε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή και συμφωνούμε απόλυτα με την κρίση του Δ.Δ.Δ.Π.  Όποια άλλα μέτρα και αν λαμβάνονταν, εφόσον ο Εφεσείων αφηνόταν ελεύθερος τα δεδομένα της υπόθεσης καταδείκνυαν ότι θα εξαφανιζόταν, παραβιάζοντας κάθε όρο που θα είχε τεθεί, μέχρι τη σύλληψη του ξανά εάν και εφόσον αυτή καθίστατο δυνατή.  Αυτή ήταν η ουσία της υπόθεσης.

Επομένως, το μέτρο της κράτησης ήταν απόλυτα αναγκαίο προς επίτευξη του νόμιμου σκοπού για τον οποίο επιβλήθηκε.  Περαιτέρω, διαπιστώνουμε ότι δεν έχει παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας.  Δεν υπήρχε στις περιστάσεις της περίπτωσης επιλογή λιγότερο επαχθής για τον Εφεσείοντα.»

Εκ των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι στην παρούσα η συμπεριφορά της αιτήτριας ως ανωτέρω περιγράφεται, ιδιαίτερα δε η προσπάθεια διαφυγής της όταν εντοπίστηκε (βλ. ερ.69 - Vol II) είναι τέτοια που καθιστά επισφαλή την επιβολή οιουδήποτε εναλλακτικού της κράτησης μέτρου. Πολύ απλά, ως και στην ως άνω αυθεντία αναφέρεται, αν αυτή αφηνόταν ελεύθερη ουδέν στοιχείο ετέθη ενώπιον μου που θα συνηγορούσε υπέρ του ότι θα επιτυγχανόταν η σκοπούμενη δια του επίδικου διατάγματος κράτησης αποτροπή του κινδύνου διαφυγής της. Συνεπώς η απρόσκοπτη εκτέλεση της απόφασης επιστροφής, σε περίπτωση που η εκκρεμούσα προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησης ημ.16/12/24 απορριφθεί, δεν δύναται να εξασφαλιστεί με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, λιγότερο επαχθή για την αιτήτρια.  

Εκ της ανωτέρω στάθμισης λοιπόν προκύπτει ότι η κράτηση της αιτήτριας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο εκ του αρ.5 της ΕΣΔΑ προστατευμένο δικαίωμα της στην ελευθερία, αφού, από την στιγμή που κρίνεται ότι είναι αναγκαία και αναλογική ως προς τον  επιδιωκόμενο δια της κράτησης σκοπό – και εφόσον τα κριτήρια που θέτει το επίδικο άρθρο του Νόμου και της Οδηγίας πληρούνται - δεν μπορεί βεβαίως να θεωρείται αυθαίρετη (βλ. απόφαση του ΕΔΑΔ S.K. v. Russia, αρ.52722/15, ημ.14/12/17, παρ.111 καθώς και απόφαση του ΔΕΕ C-18/16 K. v Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.14/09/17).

Περαιτέρω, στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Nabil And Others ν. Hungary, υπόθ. αρ.62116/12, ημ.22/12/15, σημειώνεται ότι, παρά το ότι δεν έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου ένας ορισμός παντός εφαρμογής (global definition) σχετικά με το πότε μια κράτηση θεωρείται αυθαίρετη στα πλαίσια του αρ.5 παρ.1 της ΕΣΔΑ, τούτο κρίνεται σύμφωνα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (case-by-case basis). Με αναφορά δε στην πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου, τονίζεται ότι σημαντικό είναι η απόφαση για κράτηση πρέπει να γίνεται καλόπιστα, να συνδέεται στενά με τον λόγο κράτησης στον οποίο βασίζεται το κράτος που την επιβάλλει και να γίνεται με επίγνωση του ότι η κράτηση δεν είναι συνεπεία ποινικού αδικήματος αλλά αφορά υπηκόους τρίτων χωρών η οποίοι συχνά εγκαταλείπουν τις χώρες τους από φόβο για τις ίδιες τους τις ζωές.

Παρατίθεται απόσπασμα από τις παρ.33-34 της ανωτέρω απόφασης:

« 33. While the Court has not previously formulated a global definition as to what types of conduct on the part of the authorities might constitute “arbitrariness” for the purposes of Article 5 § 1, key principles have been developed on a case-by-case basis (see Saadi, cited above, §§ 67-68; Mooren v. Germany [GC], no. 11364/03, § § 77, 9 July 2009).

34. To avoid being branded as arbitrary, detention under Article 5 § 1 (f) must be carried out in good faith; it must be closely connected to the ground of detention relied on by the Government; the place and conditions of detention should be appropriate, bearing in mind that “the measure is applicable not to those who have committed criminal offences but to aliens who, often fearing for their lives, have fled from their own country”; and the length of the detention should not exceed that reasonably required for the purpose pursued (see Saadi, cited above § 74; A. and Others v. the United Kingdom [GC], no. 3455/05, § 164, ECHR 2009; and Louled Massoud v. Malta, no. 24340/08, § 62, 27 July 2010).»

Τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν ότι, από τη στιγμή που το προσβαλλόμενο διάταγμα κρίνεται αναγκαίο και αναλογικό προς τον σκοπό για τον οποίο εκδόθηκε, δεν μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί αυθαίρετο.

Στην ίδια απόφαση, παρ.38, αναφέρεται ότι η εκκρεμούσα αίτηση ασύλου, εν προκειμένω η προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης ασύλου, δεν σημαίνει και κατ’ ανάγκη ότι η κράτηση δεν μπορεί να θεωρείται ότι γίνεται ενόψει και εν αναμονή της ανασταλείσας διαδικασίας απέλασης (“with a view to deportation”):

«38. As regards the applicants’ further detention, the Court emphasizes that detention “with a view to deportation” can only be justified as long as the deportation is in progress and there is a true prospect of executing it (see paragraph 29 above). […] For the Court, the pending asylum case does not as such imply that the detention was no longer “with a view to deportation” – since an eventual dismissal of the asylum applications could have opened the way to the execution of the deportation orders. The detention nevertheless had to be in compliance with the national law and free of arbitrariness. »

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Στην προκείμενη έχουν αναμφισβήτητα γίνει ενέργειες προς το σκοπό της απέλασης και έχει ήδη εκδοθεί σχετικό διάταγμα απέλασης το οποίο τελεί υπό αναστολή και το οποίο μπορεί, σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεως ασύλου, να εκτελεσθεί (βλ. και απόφαση Arslan, και Nabil, ανωτέρω)

Η προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένου του ότι έχω καταλήξει ότι μια εκ νομικών βάσεων του επίδικου διατάγματος στερείται ερείσματος, ως ανωτέρω αναφέρω, παρά το ότι δεν οδηγεί εν τέλει, για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγούνται ανωτέρω, στην ακύρωση του διατάγματος, δεν θα επιδικάσω έξοδα.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο