C. V. T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.107/24, 27/2/2025
print
Τίτλος:
C. V. T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.107/24, 27/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.107/24

 

27 Φεβρουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C. V. T.

                                                                                                            Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Α. Λαζάρου, δικηγόρος για Αιτητή

Κα Ε. Χατζηγιάννη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Αίτηση ημ.12/06/24 για Προσαγωγή Μαρτυρίας

 

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.13/12/23, η οποία του επιδόθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

Μετά την καταχώρηση ενστάσεως από τους καθ’ ων η αίτηση ο αιτητής καταχώρησε στις 12/06/24 την παρούσα αίτηση, δια της οποίας αιτείται την προσαγωγή μαρτυρίας με το περιεχόμενο που περιγράφεται στην ένορκη δήλωση (στο εξής ΕΔ) που τίθεται προς υποστήριξη αιτήσεως.

Η ενόρκως δηλούσα, δικηγόρος που εργάζεται στο γραφείο των δικηγόρων του αιτητή, έχουσα γνώση για όσα παραθέτει, από πληροφορίες που «[πήρε] από τον αιτητή», αναφέρει ότι η μαρτυρία της οποίας ζητείται άδεια για προσαγωγή, που περιέχεται αυτούσια στην προτεινόμενη να καταχωρηθεί ένορκη δήλωση (στο εξής ΠΕΔ), η οποία συνάπτεται ως Τεκμήριο 1 και 2 στην ΕΔ, αφορά ισχυρισμούς του αιτητή ότι περί τις 28/29 Απριλίου 2017, ενώ ο αιτητής «[βρισκόταν] σε άδεια από την εργασία [του], ο χώρος στον οποίον [εργαζόταν] είχε καεί» και το «επόμενο πρωί οι αρχές υποψιάστηκαν [τον ίδιο] ως τον υπαίτιο» και ο ίδιος ενημερώθηκε από φίλο του ότι τον ψάχνει το αφεντικό του και η αστυνομία για να τον ανακρίνουν (ΠΕΔ, παρ.4). Τότε ο αιτητής, «λόγω πάθησης που [είχε]», αυτός ήταν σε γυναίκα θεραπεύτρια με βότανα και δεν μπορούσε να πάει στην αστυνομία, την επόμενη δε μέρα ενημερώθηκε και πάλι από φίλο ότι η ομάδα BIR έκαψε το σπίτι του για να τον σκοτώσει (ΠΕΔ, παρ.5). Ως περαιτέρω αναφέρει, ο αιτητής έχει την εντύπωση ότι στοχοποιήθηκε για να γλυτώσει ο γιός του αφεντικού του, ο οποίος πήγαινε τα βράδια στον τόπο εργασίας του και είναι «ο μόνος που θα μπορούσε να κλέψει από την αποθήκη ή να βάλει φωτιά για δικούς του λόγους ή ίσως για να επωφεληθεί οικονομικά από την ασφάλεια» και γι’ αυτό «είχε χρησιμοποιήσει την ομάδα [BIR] για να πυρπολήσει το σπίτι του [αιτητή] και να [τον] αναγκάσει να [φύγει] ώστε να μην [μπορεί] να [πει] την αλήθεια στην αστυνομία» και πως «χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις του, πίεσε την αστυνομία για να εκδώσει ένταλμα έρευνας εναντίον [του αιτητή]» (ΠΕΔ, παρ.6). Προς τεκμηρίωση των ως άνω ισχυρισμών του, ο αιτητής επισυνάπτει εντάλματα έρευνας και σύλληψης εναντίον του (Τεκμήρια 1 & 2 ΠΕΔ, στη γαλλική γλώσσα).

Στην αγόρευση της η συνήγορος του αιτητή, με αναφορές στη νομολογία και νομοθεσία, εισηγείται ότι πληρούνται εν προκειμένου οι προϋποθέσεις προκειμένου να επιτραπεί προσαγωγή μαρτυρίας, καθώς προσδιορίζεται με εύλογη ακρίβεια το περιεχόμενο της, δεν αποτελείται από καινοφανείς ισχυρισμούς αλλά συνδέονται και αφορούν τα λεγόμενα του αιτητή στην επίδικη διαδικασία, δρα ως ενισχυτική τους, θα βοηθήσει το έργο του Δικαστηρίου και την ορθή απονομή δικαιοσύνης και είναι σχετική και αναγκαία για την πλήρη εξέταση της προσφυγής, δεδομένου ότι εξ αυτής τεκμηριώνονται οι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ως αναφέρει. Αναφέρει δε ότι ουδεμία καθυστέρηση υπάρχει καθώς κατά την έκδοση των Τεκμηρίων 1 & 2 (ΠΕΔ) ο αιτητής ήδη βρισκόταν στην Κύπρο και τα εξασφάλισε σε «μεταγενέστερο στάδιο από οικείο του πρόσωπο» (σελ.5 αγόρευσης & παρ.11, ΠΕΔ), περί τον Μάιο 2024 (παρ.5, ΕΔ).

Τα ανωτέρω συνοψίζουν την μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια προσαγωγής, καθώς και τα επιχειρήματα του αιτητή σχετικώς.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ενίσταται στην αίτηση και αναφέρει στην πλούσια και εμπεριστατωμένη αγόρευση της, με πολλές αναφορές στην οικεία νομολογία αλλά και σε απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι εν προκειμένω δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία επί ζητημάτων προσαγωγής μαρτυρίας, καθώς η μαρτυρία της οποίας επιχειρείται προσαγωγή δεν είναι σχετική με τα επίδικα ζητήματα, δεν συγκεκριμενοποιείται επαρκώς, τα Τεκμήρια που συνάπτονται στην ΠΕΔ είναι σε γλώσσα που δεν περιλαμβάνεται στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας (και δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά), δεν εξηγείται, πέραν της γενικόλογης αναφοράς ότι τα έλαβε πρόσφατα μέσω οικείου προσώπου του αιτητή, η καθυστέρηση στην προσκόμιση των εγγράφων και στοιχείων των οποίων ζητείται η προσαγωγή, συνιστούν καινοφανείς ισχυρισμούς και - τέλος - δεν αυξάνουν την πιθανότητα χορήγησης διεθνούς προστασίας.

Κατά την ακρόαση της παρούσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών επανέλαβαν κατ’ ουσία τα όσα επί των αγορεύσεων τους αναφέρουν και τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να αναφέρω για σκοπούς αποφυγής επανάληψης.

Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου της υπό κρίση αιτήσεως, της ΕΔ και ΠΕΔ, της ενστάσεως, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών και της ενστάσεως στην προσφυγή, όπου επισυνάπτονται τα έγγραφα που αφορούν την παρούσα υπόθεση.

Κατ’ αρχήν παρατηρώ ότι ουδείς εκ των μερών κάνει αναφορά στον κ.10 (α) των περί της Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως τροποποιήθηκε τον Σεπτέμβριο 2022 και εφαρμόζεται για προσφυγές που, ως η παρούσα, καταχωρήθηκαν μετά τις 19/09/22 (καν.16).

Στον ως άνω κανονισμό σημειώνεται ρητώς ότι, «[μ]ετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου», για την οποία θα πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι «πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και […] είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.»

Σημειώνεται ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε στις 12/06/24, ήτοι ακριβώς 6 μήνες μετά την καταχώρηση της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής. Η επίδικη δια της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής απόφαση στρέφεται κατά απόφασης ημ.13/12/24 επί ιεραρχικής προσφυγής ημ.25/02/19, την οποία άσκησε ο αιτητής επί απόφαση της Υπηρεσίας ημ.07/02/19, επί της αρχικής αιτήσεως ασύλου του αιτητή, που υπεβλήθη στις 26/06/17, δύο μέρες μετά που ο αιτητής εισήλθε στη Δημοκρατία στις 24/06/17. Ως προκύπτει από το ερ.44 και ερ.210 (Παρ.4 και 7 Ενστάσεως), ο αιτητής ουδέποτε προηγουμένως είχε προσκομίσει τα Τεκμήρια 1 και 2 (ΠΕΔ), τα οποία επιχειρεί να προσκομίσει δια της υπό κρίση αιτήσεως, οι δε ισχυρισμοί στους οποίους στην ΠΕΔ αναφέρει ο αιτητής είχαν αναφερθεί τόσο στην αρχική αίτηση του όσο και στην επίδικη δια της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής ιεραρχική προσφυγή.

Εν προκειμένω λοιπόν ο αιτητής ζητεί άδεια να προσκομίσει τα Τεκμήρια 1 και 2 (ΠΕΔ), φερόμενα αντίγραφα ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας που κατ’ ισχυρισμό αφορούν τον ίδιο (φερόμενης ημερομηνίας σύνταξης στις 29/01/20 και 14/02/20, αντίστοιχα) 7 χρόνια αφότου αφίχθηκε στη Δημοκρατία, περί τα 4 ½ χρόνια μετά τον φερόμενο χρόνο σύνταξης τους και 6 μήνες μετά την καταχώρηση της προσφυγής. Η εξήγηση δε που δίδει ο αιτητής γι’ αυτήν την καθυστέρηση αυτή είναι ότι τα εξασφάλισε σε «μεταγενέστερο στάδιο από οικείο του πρόσωπο» (σελ.5 αγόρευσης & παρ.11 ΠΕΔ), περί τον Μάιο 2024 (παρ.5 ΕΔ).

Είναι σαφές, εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του κ.10 (α) και 3 (β) ότι ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προσάγει κάθε μαρτυρία ή έγγραφο ή στοιχείο σχετικό με τους στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ισχυρισμούς του και προς ενίσχυση ή τεκμηρίωση αυτών. Τούτο όμως δεν είναι ανεξέλεγκτο και απεριόριστο, αλλά υπόκειται, ευλόγως, σε προϋποθέσεις και περιορισμούς που σκοπό έχουν, αφενός την απρόσκοπτη συνέχιση της διαδικασίας και την ολοκλήρωση της το ταχύτερο δυνατόν, και, αφετέρου, το να μην καταλήγει η διαδικασία της προσφυγής να είναι κατ’ ουσία μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας παρά δευτεροβάθμια εξέταση της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, εδώ ιεραρχικής προσφυγής.

Παρεμφερώς με τα ως άνω, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην C-652/16 Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, αναφέρεται ότι: «[τ]ο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής ή δεν προβλήθηκαν κατά τρόπον αρκούντως συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να εξεταστούν δεόντως, ή ακόμη, προκειμένου περί πραγματικών στοιχείων, αν διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι σημαντικά ή δεν διαφέρουν επαρκώς από τα στοιχεία που ήδη έλαβε υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή.»

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι εύλογοι περιορισμοί στη δικονομική ελευθερία προώθησης της προσφυγής δεν είναι ξένοι στη νομολογία επί της δικονομίας του διοικητικού δικαίου της Δημοκρατίας. Σχετικά, στη Βαρδιάνος v Richards (1998) 1 Α.Α.Δ 698, ημ.04/04/98, λέχθηκε ότι «[α]πό τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.».

Εκ του απαυγάσματος της ως άνω παρεμφερούς νομολογίας και του κ.10 (α), ο οποίος και ρυθμίζει το δικαίωμα του αιτητή να προσάγει νέα μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι το δικαίωμα αυτό – αν και παρέχεται δεόντως σε κάθε αιτητή – υποβάλλεται στους περιορισμούς που στον εν λόγω κανονισμό ρητώς αναφέρονται. Σημειώνω δε και τονίζω ότι η ανάγκη για αιτιολόγηση της καθυστέρησης γίνεται έτι επιτακτικότερη – και συνεπώς επιβάλλει την σχολαστικότερη αναφορά στους λόγους που οδήγησαν στην καθυστερημένη προσκόμιση της προς προσαγωγή μαρτυρίας – όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση που παρατηρείται.

Οιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο ένας αιτητής να προχωρεί κατά το δοκούν, σε οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, σε αιτήσεις ως η παρούσα, με ότι αυτό συνεπάγεται, χωρίς τη στοιχειώδη αιτιολόγηση του γιατί δεν ήταν σε θέση να πράξει τούτο προηγουμένως, ιδιαίτερα δε «κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής» [καν.10 (α)].

Εν προκειμένω θεωρώ ότι η εν πολλοίς αόριστη αναφορά περί εξασφάλισης τους τον Μάιο 2024, από οικείο πρόσωπο του αιτητή ουδόλως θα μπορούσε να θεωρηθεί αρκετή, δεδομένου ότι ελλείπει εκ των ενώπιον μου στοιχείων οιαδήποτε αναφορά σχετικά με το που οφείλεται αυτή η καθυστέρηση στον εντοπισμό και εξασφάλιση τους, λαμβανομένου βεβαίως υπόψη του ότι τα έγγραφα έχουν φερόμενη ημερομηνία συντάξεως κατά πολύ παλαιότερη της υπό κρίση αίτησης (Ιανουάριο & Φεβρουάριο 2020), ποιες προσπάθειες έγιναν και πως εν τέλει εξασφαλίστηκαν από οικείο πρόσωπο του αιτητή, ως αναφέρεται.

Αξίζει θεωρώ, παρεμφερώς να σημειωθεί ότι, ως αναφέρεται στο εγχειρίδιο «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», του EASO, σελ.54, «[τα] έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του δεν περιορίζονται στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του. Αντιθέτως, ο αιτών έχει στη διάθεσή του τα έγγραφα όταν εύλογα αναμένεται ότι μπορεί να τα λάβει (122). Ομοίως, σε μεταγενέστερες αιτήσεις, σύμφωνα με το αρ.16Δ (3) (ii) του Νόμου, απαιτείται - προκειμένου να κριθεί παραδεκτή η υποβαλλόμενη αίτηση - ο αιτητής να εξηγήσει γιατί, «άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία».

Όλες οι ως άνω πρόνοιες αποτελούν θεωρώ όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς - ως είναι απολύτως εύλογο - σε κάθε περίπτωση καθυστέρησης προσκόμισης ενός στοιχείου ή εγγράφου, πόσο δε μάλλον όταν - εξ αντικειμένου, ως εν προκειμένω - αφορά τον πυρήνα των όσων ο αιτητής ανέφερε στην επίδικη διαδικασία, απαιτείται να εξηγείται ο λόγος που αυτό το στοιχείο δεν προσκομίστηκε προηγουμένως. Η αναζήτηση και προσκόμιση των ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας, τα οποία - σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτητή - αφορούν τον ίδιο, θα έπρεπε αναντίλεκτα να ήταν εκ των πρώτων μελημάτων του. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι δεν εξηγείται εν προκειμένω γιατί, παρότι οι ισχυρισμοί του αιτητή αφορούν χρόνο περί τον Απρίλιο του 2017, τα Τεκμήρια 1 και 2 (ΠΕΔ) έχουν φερόμενη ημερομηνία σύνταξης κατά 2 ½ και πλέον έτη μεταγενέστερη, πολύ μετά την άφιξη του στη Δημοκρατία.

Είναι λοιπόν εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι δεν πληρούνται εδώ οι σωρευτικά τιθέμενες προϋποθέσεις που θέτει ο κ.10 (α), καθώς - σε κάθε περίπτωση - η μαρτυρία της οποίας επιχειρείται η προσαγωγή θα έπρεπε να ήταν εις γνώση του αιτητή ήδη πολύ πριν από την καταχώρηση της προσφυγής. Θα αναμενόταν λοιπόν - κατ’ ελάχιστο - να έπραττε τα δέοντα ώστε να τα είχε προσκομίσει, στη βάση του καν.3 (α), (β), κατά την καταχώρηση της προσφυγής και να κάνει αναφορά σ’ αυτά επί της προσφυγής.

Τα ως άνω σφραγίζουν την τύχη της υπό κρίση αιτήσεως.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Επιδικάζονται έξοδα €300 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, καταβλητέα κατά το τέλος της διαδικασίας.

Η προσφυγή ορίζεται για οδηγίες στις 07/03/25, 8:15 π.μ..

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο