O.C.O ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1180/2024, 11/2/2025
print
Τίτλος:
O.C.O ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1180/2024, 11/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 1180/2024

 11 Φεβρουαρίου, 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

O.C.O από το Καμερούν και τώρα στη   Λευκωσία

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Κάλια Σάββα (κα) για Έλενα Μυριάνθους (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Κατερίνα Αριστοδήμου (κα) για Θεοχάρια Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

Η Αιτήτρια είναι παρούσα (Παρούσα η διερμηνέας κα Ζωή Αγαπίου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα)

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος την απόφαση ημερομηνίας 28/02/2024, με την οποία η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η Αιτήτρια είναι  υπήκοος του Καμερούν, η οποία αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής της στις 09/02/2023 και αφίχθηκε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 28/02/2023. Στις 13/03/2023, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία και αυθημερόν παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

Στις 23/01/2024 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια για την εξέταση της ουσίας της αίτησής της από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 14/02/2024 ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 28/02/2024, η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

Στις 26/03/2024 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης από την Υπηρεσία Ασύλου προς την Αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη της αίτησής της μαζί με την σχετική Έκθεση-Εισήγηση. Η εν λόγω επιστολή, μαζί με την Έκθεση-Εισήγηση, παραλήφθηκε και υπογράφθηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν.

Στις 05/04/2024 η Αιτήτρια προέβη στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής, η Αιτήτρια μέσω της συνηγόρου της,  προβάλλει πλείονες λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι καταγράφονται με γενικό και αόριστο τρόπο.

Κατά τη γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος της Αιτήτριας, προβάλλει αρχικά τον ισχυρισμό ότι προσβαλλόμενη η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, είναι άκυρη και δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα, καθώς δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Διεθνών Συμβάσεων, των Νόμων, των Κανονισμών και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Προβάλλει περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα, αγνοώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και τελώντας υπό πλάνη ως προς τα πραγματικά περιστατικά και γεγονότα, καθώς παρέλειψαν οι Καθ’ ων η αίτηση να σχηματίσουν έναν επιπρόσθετο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος αφορά τον μελλοντικό φόβο για τη ζωή της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Είναι η θέση της, ότι λανθασμένα η Αιτήτρια έχει κριθεί αναξιόπιστη ως προς τους ισχυρισμούς της, καθώς η επικαλούμενη από πλευράς των Καθ΄ ων η αίτηση ανεπάρκεια των πληροφοριών που παρέθεσε η Αιτήτρια για να στοιχειοθετήσει το αίτημά της, ανάγεται σε δική τους υπαιτιότητα και δη στην παράλειψη τους να υποβάλουν στην Αιτήτρια τις απαιτούμενες διευκρινιστικές ερωτήσεις. Καταληκτικά, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας και ότι ελήφθη και/ή υπογράφεται από αναρμόδιο πρόσωπο και/ή πρόσωπο το οποίο δεν έλαβε την απαιτούμενη εξουσιοδότηση.

Οι Καθ' ων η αίτηση μέσω της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, υποβάλλουν ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια μέσω της προσφυγής της δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και για αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να εξεταστούν. Επίσης, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη νομικών ισχυρισμών στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας δεν ακολουθεί τον Κανονισμό 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, που επιτάσσει όπως κάθε γραπτή αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο προαναφερόμενος Κανονισμός 6, δεν επιτάσσει τα όσα αναφέρουν οι Καθ' ων η Αίτηση, αλλά αφορά το χρονικό διάστημα που οφείλουν να καταχωρηθούν οι Γραπτές Αγορεύσεις. Η υποχρέωση όπως κάθε γραπτή αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά, προβλέπεται από τον Κανονισμό 7. Επιπρόσθετα, οι Καθ΄ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι η Αιτήτρια προβαίνει σε αόριστη παράθεση των λόγων ακυρώσεως και δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών της που θεμελιώνουν το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να της αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Οι Καθ΄ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει ληφθεί από αρμόδιο όργανο, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, χωρίς να εμφιλοχωρήσει καμία πλάνη στη λήψη της και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, εισηγούνται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί την Αιτήτρια περιόρισε τους νομικούς ισχυρισμούς της στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ' ων η αίτηση κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και στο ότι αυτή στερείται επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο της Αιτήτριας, αυτή είναι ενήλικας από το Καμερούν. Κατά την υποβολή της αίτησής της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι λόγω των συχνών συγκρούσεων μεταξύ των «Amba boys» και του στρατού στο χωριό στο οποίο διέμενε μαζί με τη γιαγιά της, οι κάτοικοι αναγκάζονταν να καταφύγουν στους θάμνους («bushes») για να σωθούν και ότι ένα βράδυ κατά τη διάρκεια μίας τέτοιας σύγκρουσης, η γιαγιά της σκοτώθηκε από σφαίρα. Φοβούμενη για τη ζωή της, η Αιτήτρια κατέφυγε στους θάμνους και μετέπειτα κατευθύνθηκε προς ένα σημείο ελέγχου και ζήτησε βοήθεια από το στρατό. Ένας στρατιωτικός, την πήρε για να ζήσει μαζί με τον ίδιο και την οικογένειά του (τη γυναίκα του και το παιδί τους) στην πόλη Buea, με τον όρο ότι θα βοηθά με τις εργασίες του σπιτιού. Μία εβδομάδα αργότερα, ο στρατιωτικός εγκατέλειψε την οικία του και μετέπειτα οι «Amba boys» μετέβησαν στην οικία του αναζητώντας τον. Η γυναίκα του, τους ανέφερε ότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται και τους απείλησαν ότι εάν δεν τους αποκαλύψουν που βρίσκεται, θα τους σκοτώσουν. Η γυναίκα του στρατιωτικού φοβήθηκε μετά το εν λόγω περιστατικό και διευθέτησε το ταξίδι της Αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Mbonge της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας (Southwest Region) του Καμερούν (ερυθρό 35 x2 του Δ.Φ.), όπου και ζούσε μέχρι την ηλικία των τριών ετών. Τότε, ως δήλωσε η Αιτήτρια, μετακόμισε στην πόλη Kumba, όπου και ζούσε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 35 x2 του Δ.Φ.). Στα αρχικά στάδια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι στην πόλη Kumba ζούσε μαζί με το θείο της (ερυθρά 34 x1 και 35 x2 του Δ.Φ.), πλην όμως σε μετέπειτα στάδιο, δήλωσε ότι περί το 2021 μετακόμισε στη γιαγιά της σε ένα χωριό στην πόλη Kumba, όπου και ζούσε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 31 x1-x2 του Δ.Φ.). Μάλιστα σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξής της, πάλι άλλαξε τα λεγόμενά της, αναφέροντας ότι μετά την επίδικη επίθεση των αυτονομιστών μαχητών στο χωριό που διέμενε με τη γιαγιά της περί το 2021-2022, ζούσε στην οικία ενός στρατιωτικού στην πόλη Buea μέχρι που η γυναίκα του τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 32 x1 του Δ.Φ.).

Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η αιτήτρια δήλωσε ότι είναι ανύπαντρη, οι γονείς της απεβίωσαν όταν η ίδια ήταν περίπου τριών ετών και ότι δεν έχει αδέλφια (ερυθρό 35 x1, x3  του Δ.Φ.). Η εθνοτική της καταγωγή είναι Oroko και είναι Χριστιανή Καθολική στο θρήσκευμα (ερυθρά 36 x2 και 37 x2 του Δ.Φ.).  Η μητρική της γλώσσα είναι Oroko και ομιλεί επίσης Αγγλικά (ερυθρό 38 x1 του Δ.Φ.). Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε και ότι ο θείος της την στήριζε οικονομικά, ο οποίος πιστεύει ότι έχει πεθάνει (ερυθρά 29 x2 και 36 x3-x4 του Δ.Φ.). Ουδέποτε φυλακίστηκε ή καταδικάστηκε για οποιοδήποτε αδίκημα στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 34 x4 του Δ.Φ.).

Η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της περί τις 09/02/2023, από όπου ταξίδεψε αεροπορικώς και με φοιτητική ιδιότητα αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και μετέπειτα εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές (ερυθρό 33 x1- x2 του Δ.Φ.). Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, δεν αντιμετώπισε κάποια δυσκολία κατά το ταξίδι της από τη χώρα καταγωγής της προς την Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 33 x2 του Δ.Φ.). Στην ενότητα παράθεσης πληροφοριών για το ταξίδι της προς την Κυπριακή Δημοκρατία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μόνη της οργάνωσε το ταξίδι της από τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 33 x2 του Δ.Φ.), πλην όμως από τις δηλώσεις της σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξής της, προκύπτει ότι η γυναίκα του στρατιωτικού που την πήρε για να ζήσει μαζί τους στην οικία τους, την βοήθησε να ετοιμάσει τα απαιτούμενα έγγραφα για το ταξίδι της και να εγκαταλείψει τελικά τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 32 x1 του Δ.Φ.). 

Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ενόσω ζούσε με τη γιαγιά της στο χωριό που βρίσκεται στην Kumba, οι αυτονομιστές («separatist fighters») προέβησαν σε επίθεση, αντάλλαζαν πυρά με τον στρατό, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί και η γιαγιά της (ερυθρό 32 x1 του Δ.Φ.). Φοβούμενη για τη ζωή της, διέφυγε στους θάμνους για να σωθεί και ζήτησε βοήθεια από ένα στρατιωτικό, οποίος την πήρε για να ζήσει στην οικία του μαζί με την οικογένειά του στην πόλη Buea, με την προϋπόθεση ότι θα βοηθά με τις δουλειές του σπιτιού (ερυθρό 32 x1 του Δ.Φ.). Ο λόγος για τον οποίο ο στρατιωτικός επέλεξε να βοηθήσει ειδικά την Αιτήτρια, οφείλεται στο γεγονός ότι του το είχε ζητήσει η τελευταία (ερυθρό 31 x4 του Δ.Φ.).

Ενόσω ζούσε στην οικία του στρατιωτικού, αφού ο τελευταίος είχε ζητήσει από τη γυναίκα του να του ετοιμάσει τα πράγματά του, εγκατέλειψε την οικία του χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις ως προς την ενέργεια του αυτή και χωρίς να γνωρίζουν που πήγε (ερυθρά 30 x1-x2 και 32 x1 του Δ.Φ.). Ακολούθως, μετέβησαν στην οικία του οι «Amba boys», οι οποίοι και αναζητούσαν τον στρατιωτικό, αλλά η γυναίκα του τους ενημέρωσε ότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Απείλησαν την Αιτήτρια και την οικογένεια του στρατιωτικού απαιτώντας να τους ενημερώσουν που βρίσκεται και μετέπειτα εγκατέλειψαν την οικία του (ερυθρά 31 x4 και 32 x1 του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια φοβήθηκε λόγω του περιστατικού αυτού και κατόπιν παρότρυνσης από τη γυναίκα του στρατιωτικού που ετοίμασε όλα τα απαιτούμενα έγγραφα για το ταξίδι της, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (ερυθρά 30 x1 και 32 x1 του Δ.Φ.).  

Ακολούθως, τέθηκαν διευκρινιστικές ερωτήσεις στην Αιτήτρια και δήλωσε ότι το επίδικο περιστατικό της επίθεσης στην περιοχή στην οποία διέμενε έλαβε χώρα περί το 2021-2022, χωρίς να είναι σε θέση να παραθέσει ακριβή ημερομηνία (ερυθρό 31 x2 του Δ.Φ.). Ακόμα και όταν κλήθηκε να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τα πρόσωπα που την κυνηγούσαν, δήλωσε ότι πρόκειται για τους ούτω καλούμενους «Amba boys» που είναι οι αυτονομιστές μαχητές («separate fighters») και ερωτηθείσα ποιοι είναι αυτοί, δήλωσε χαρακτηριστικά «boys» (ερυθρά 31 x4 και 32 x3 του Δ.Φ.).

Κληθείσα μετέπειτα, να προσδιορίσει για ποιο λόγο την κυνηγούν για να την βλάψουν, ως επικαλείται η ίδια, δήλωσε ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αναζητούσαν τον στρατιωτικό που την είχε βοηθήσει και στο ότι δεν συμπαθούν τα πρόσωπα που συνδέονται με τον στρατό (ερυθρά 31 x3 και 32 x3 του Δ.Φ.). Ερωτηθείσα πως γνώριζαν αυτή την πληροφορία, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει και ότι την είδαν όταν έτρεχε στο δάσος και που την βοήθησε ο στρατιωτικός (ερυθρά 31 x3 και 32 x3 του Δ.Φ.).   

Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τα ονόματα του στρατιωτικού και της γυναίκας του, ενώ κληθείσα να σχολιάσει πως είναι δυνατόν να διέμενε μαζί τους χωρίς να γνωρίζει τις εν λόγω πληροφορίες, η μόνη απάντηση που έδωσε σε αυτή την ερώτηση, είναι ότι αυτή η γυναίκα της είχε ζητήσει να βοηθά στο σπίτι και ότι το είχε αποδεχθεί (ερυθρό 30 x3 του Δ.Φ.). Άλλωστε δεν γνωρίζει πότε ακριβώς επισκέφθηκαν την οικία του στρατιωτικού οι αυτονομιστές μαχητές, ούτε που βρίσκεται η εν λόγω οικία (ερυθρά 30 x2 και 31 x3 του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια μάλιστα δεν προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία αναφορικά με το εν λόγω περιστατικό, καθώς θα την βοηθούσε η γυναίκα του τελευταίου να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 30 x1 του Δ.Φ.).  Η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι από τότε που έλαβε χώρα η επίθεση στην περιοχή που διέμενε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, δεν έχει υποστεί οτιδήποτε προσωπικά η ίδια (ερυθρό 29 x2 του Δ.Φ.).

Όταν κλήθηκε μάλιστα να σχολιάσει την αντίφαση που εντοπίστηκε στα λεγόμενά της, ήτοι ότι αρχικά δήλωσε ότι από το 2021 ζούσε μαζί με τη γιαγιά της, ενώ στη συνέχεια δήλωσε ότι μετά που έλαβε χώρα η επίδικη επίθεση το 2021-2022 ζούσε στην οικία του στρατιωτικού, η Αιτήτρια δήλωσε ότι όταν εγκατέλειψε το χωριό, ενόψει του ότι δεν είχε κάποιο άλλο δικό της άτομο, τη βοήθησε ο στρατιωτικός (ερυθρό 29 x2 του Δ.Φ.).

Ερωτηθείσα τι πιστεύει ότι θα υποστεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι αυτονομιστές μαχητές θα την σκοτώσουν, ενόψει του ότι την είδαν στην οικία του στρατιωτικού και γνωρίζουν πληροφορίες για την ίδια (ερυθρά 29 x1 και 30 x3 του Δ.Φ.). Μάλιστα δεν πιστεύει ότι θα μπορούσε να επιστρέψει και να ζήσει σε διαφορετική πόλη ή περιοχή στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 29 x3 του Δ.Φ.).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής δυο (2) ουσιωδών ισχυρισμών:

(1) Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και περιοχή διαμονής της Αιτήτριας προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.

(2) Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι την κυνηγούσαν μέλη των Ambazonian.

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενη τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Αιτήτριας εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο της το οποίο προσκόμισε.

Η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Mbonge, Southwest Region του Καμερούν και ότι καθόλη τη διάρκεια της ζωής της έζησε στην πόλη Kumba, Southwest Region του Καμερούν, που συνιστά τον τελευταίο τόπο διαμονής της.

Η Mbonge και η Kumba εντοπίστηκαν κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο. Σχετικές πηγές είναι οι ακόλουθες: 1.https://www.fallingrain.com/world/CM/09/Mbonge.html 2.https://www.fallingrain.com/world/CM/09/Kumba.html.

Ακολούθως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής, καθώς η Αιτήτρια αξιολογήθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστη ενόψει του ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός της, ενώ όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες και επαρκείς πληροφορίες για τα σχετικά γεγονότα, αυτή υπέπεσε σε αντιφάσεις και τα λεγόμενά της χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, ως αυτές λεπτομερώς καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, στην Έκθεση-Εισήγησή της, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι ενόψει του ότι όσα ανέφερε στη συνέντευξή της η Αιτήτρια αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι για την οποιαδήποτε ανάλυση των δηλώσεων μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης.  

Εν συνεχεία η αρμόδια λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πόλη Kumba, της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας (Southwest Region) του Καμερούν. Στη βάση του μόνου αποδεδειγμένου ουσιώδους ισχυρισμού και  αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας όσο και στην Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, η αρμόδια λειτουργός διαπίστωσε ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα, εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της,  να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί σε αυτήν.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό της δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 και στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

Η αρμόδια λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β). Αντιθέτως, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, περιοχή στην οποία η Αιτήτρια αναμένεται να επιστρέψει, βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Ωστόσο σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95 και του άρθρου 19 (2)(γ), η αρμόδια λειτουργός εξέτασε τα επιμέρους στοιχεία του άρθρου, ήτοι (i) κατά πόσο επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην περιοχή, (ii) κατά πόσο ασκείται αδιάκριτη βία στην περιοχή και (iii) κατά πόσο υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Κατόπιν εξέτασης των ως άνω, με βάση τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι  (i) η εν λόγω περιοχή βρίσκεται υπό κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, (ii) ότι επικρατούν συνθήκες οι οποίες ευνοούν περιστατικά πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας, και (iii) ότι από τις ιδιαίτερες καταστάσεις της Αιτήτριας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στην περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει. Ως εκ τούτου η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής  και περιοχή διαμονής της Αιτήτριας προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.

Ακολούθως, ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη της αρμόδιας λειτουργού των Καθ΄ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Ειδικότερα, ως ορθώς εντοπίζεται εκ μέρους της αρμόδιας λειτουργού που συνέταξε την Έκθεση-Εισήγηση, σε διάφορα στάδια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις, οι οποίες αδιαμφισβήτητα πλήττουν τη γενικότερη αξιοπιστία των δηλώσεών της. Ειδικότερα, ενώ στα αρχικά σημεία της συνέντευξής της δήλωσε ότι από την ηλικία των τριών ετών και μετέπειτα ζούσε στην πόλη Kumba μαζί με το θείο της, σε μετέπειτα στάδιο, η Αιτήτρια άλλαξε τα λεγόμενά της αναφέροντας ότι από το 2021 περίπου και μετέπειτα μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, ζούσε μαζί με τη γιαγιά της σε ένα χωριό στην πόλη Kumba. Ακολούθως πάλι, άλλαξε τα λεγόμενά της αναφέροντας ότι μετά την επίδικη επίθεση στο χωριό που διέμενε με τη γιαγιά της που έλαβε χώρα περί το 2021-2022, ζούσε στην οικία του στρατιωτικού που την είχε βοηθήσει, μέχρι που η γυναίκα του τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα της. Επιπρόσθετα, στην ενότητα παράθεσης πληροφοριών για το ταξίδι της προς την Κυπριακή Δημοκρατία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μόνη της το οργάνωσε (ερυθρό 33 x2 του Δ.Φ.), πλην όμως από τις δηλώσεις της σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξής της, προκύπτει ότι η γυναίκα του στρατιωτικού με τους οποίους ζούσε, την βοήθησε να ετοιμάσει τα απαιτούμενα έγγραφα για το ταξίδι της και να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 32 x1 του Δ.Φ.), πληροφορία που εντοπίζεται και στην αίτησή της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Εμφανής κρίνεται η αδυναμία της Αιτήτριας να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες αναφορικά με τους κατ΄ ισχυρισμόν φορείς δίωξης της στη χώρα καταγωγής της. Αρχικά,  διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε ακριβώς έλαβε χώρα η επίδικη επίθεση στην περιοχή όπου διέμενε, πέραν από την αόριστη δήλωσή της ότι αυτή τοποθετείται περί το 2021-2022. Αφ’ ης στιγμής συνιστά τη γενεσιουργό αιτία των μετέπειτα προβλημάτων που αντιμετώπιζε με τους κατ’ ισχυρισμόν φορείς δίωξής της στη χώρα της, ευλόγως θα αναμενόταν από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να προσδιορίσει με περισσότερη ακρίβεια τη χρονική στιγμή που έλαβε χώρα η εν λόγω επίθεση.

Επιπρόσθετα, παρόλο που κλήθηκε σχετικά, η Αιτήτρια αρκέστηκε στο να προσδιορίσει κατά τρόπο γενικό και αόριστο ότι αυτοί από τους οποίους κινδυνεύει στη χώρα καταγωγής της είναι οι ούτω καλούμενοι «Amba boys» και «separate fighters», χωρίς να είναι σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες, ως ευλόγως αναμενόταν άλλωστε από την ίδια ενόψει και του γεγονότος ότι η ίδια επικαλείται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της θα τη σκοτώσουν. Πέραν τούτου, ακόμα και όταν η Αιτήτρια κλήθηκε να εξηγήσει με ποιο τρόπο περιήλθε εις γνώση τους ότι είχε λάβει βοήθεια από τον στρατιωτικό με αποτέλεσμα να στοχοποιηθεί εκ μέρους τους, η εξήγηση που παρέθεσε δεν κρίνεται επαρκής, καθώς δήλωσε ότι δεν γνωρίζει συγκεκριμένα το λόγο και αφήνει να νοηθεί ότι την είχαν δει όταν την βοήθησε ο στρατιωτικός, αλλά και λόγω της παρουσίας της στην οικία του στρατιωτικού. Άλλωστε, οφείλω να σημειώσω ότι δεν καθίσταται αντιληπτό πως εάν η πρόθεσή των αυτονομιστών μαχητών ήταν να την βλάψουν λόγω της βοήθειας που έλαβε από τον στρατιωτικό ή και να την σκοτώσουν επειδή βρισκόταν στην οικία του εν λόγω προσώπου ως επικαλείται ότι θα συμβεί εάν επιστρέψει στη χώρα της, για ποιο λόγο να μην προέβησαν σε κάτι τέτοιο την ημέρα που είχαν επισκεφθεί την οικία του στρατιωτικού, αλλά παρόλα αυτά να την εγκατέλειψαν χωρίς να έχει υποστεί οτιδήποτε η Αιτήτρια εκ μέρους τους. Ουδόλως παραγνωρίζεται και το γεγονός ότι η Αιτήτρια, ως δήλωσε, δεν γνώριζε καν το όνομα του στρατιωτικού και της γυναίκας του, αλλά ούτε και που βρισκόταν η οικία τους, έστω και εάν όπως προκύπτει από τα λεγόμενά της διέμενε στην οικία τους και είχε λάβει κιόλας βοήθεια από την εν λόγω γυναίκα για να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.

Σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια εγκατέλειψε την οικία της τον Φεβρουάριο του 2023, γεγονός που αποδεικνύει ότι είχε παρέλθει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από το 2021-2022 που έλαβε χώρα το περιστατικό της επίθεσης στο χωριό που διέμενε με τη γιαγιά της συνεπεία του οποίου το εγκατέλειψε και μετέβη στην οικία του στρατιωτικού όπου και ζούσε χωρίς να υποστεί οτιδήποτε μέχρι την επίσκεψη των αυτονομιστών μαχητών σε αυτή. Εάν η Αιτήτρια φοβόταν τόσο πολύ για τη ζωή της, δεν καθίσταται κατανοητό για ποιο λόγο να μην είχε εγκαταλείψει νωρίτερα τη χώρα της και να ανέμενε να παρέλθει ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να έχει υποστεί οτιδήποτε, ως επιβεβαίωσε η ίδια άλλωστε.

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων η Αιτήτρια ισχυρίστηκε κατά την διάρκεια της συνέντευξής της, διαπιστώνω ότι,  ορθά κρίθηκε αναξιόπιστη  και ότι αυτή δεν κατόρθωσε να πείσει ότι δεν αντιμετώπιζε οποιουδήποτε είδους δίωξη στη χώρα καταγωγής της και ότι η περίπτωσή της δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση της καθεστώτος του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγηση της, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν σε αυτήν, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία της δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου δεν μπορεί να της παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει πολλάκις νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ  ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ  ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ  Κ.Α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).

 

Σχετική είναι και η απόφαση  υπ' αρ. 626/2010 JAFAR KALASH και ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, 2.ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ημερ. 08/10/2013,στην οποία αναφέρονται τα εξής :

 «Όπως ορθώς υποδεικνύει η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών όπως εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις. Αυτό είναι ένα εμπόδιο που ρητά αναγνωρίζεται ως κώλυμα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του ιδίου του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός στην εισήγησή του, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην προσβαλλόμενη απόφασή της...».

 

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων αναφέρεται ότι «Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους.».

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε στην Αιτήτρια το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη η αρμόδια λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος, καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και στο Άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Περαιτέρω συντάσσομαι με την αξιολόγηση και νομική ανάλυση της αρμόδιας λειτουργού αναφορικά με το άρθρο 19(2) (γ). Ορθά κρίθηκε ότι δεν υφίσταται λόγος να της αναγνωριστεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρο 19 (1), παρότι σύμφωνα με εξωτερικές πληροφορίες στην περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, ήτοι τη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά ένοπλης σύρραξης και αδιάκριτης βίας, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2) αναφορικά με το κίνδυνο ο προσφεύγων να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, εφαρμόζοντας την αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα (''sliding scale'').

Συγκεκριμένα, αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας  υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση  Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγία[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του EUAA σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, και ειδικότερα στην Νοτιοδυτική Περιφέρεια (Southwest Region) του Καμερούν, στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, προκύπτουν τα εξής:

Σε σχετικό ενημερωτικό δελτίο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) που δημοσιεύθηκε το 2024, αναφέρεται ότι «το Καμερούν αντιμετωπίζει μια πολύπλευρη ανθρωπιστική κρίση και κρίση προστασίας που προκλήθηκε από συγκρούσεις, ενδοκοινοτική βία και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής».[2]

Τον Οκτώβριο του 2017, οι αγγλόφωνοι αυτονομιστές διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους και ανακήρυξαν ένα νέο κράτος, αυτό της «Ambazonia» στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν. Έκτοτε, αυτονομιστές μαχητές και κρατικές δυνάμεις ασφαλείας εμπλέκονται σε συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν χώρα εκτεταμένες φρικαλεότητες κατά του άμαχου πληθυσμού.[3]

Επιπρόσθετα, τον Ιανουάριο του 2024 αναφέρθηκε από το «United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (OCHA)» ότι οι πληθυσμοί στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνέχισαν να επηρεάζονται από τη βία και την ανασφάλεια που επικρατεί στις περιοχές. Ειδικότερα, υποφέρουν από καταχρήσεις, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών, καταστροφών περιουσιών, απαγωγών για λύτρα, παράνομη φορολογία, αυθαίρετες συλλήψεις και εκβιασμούς.[4]

Η κατάσταση ασφαλείας στις εν λόγω περιοχές παρέμεινε ιδιαίτερα ασταθής καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024[5], η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της εγκληματικής δραστηριότητας, εισβολές μη κρατικών ενόπλων δυνάμεων (NSAGs) σε αστικά κέντρα, επιθέσεις κατά των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας, απειλές κατά αμάχων και τη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IEDs) από NSAGs.[6] Σε έκθεση της «ACLED» και του «The Global Initiative Against Transnational Organized Crime» αναφέρεται ότι «η σύγκρουση στην αγγλόφωνη περιοχή αυξάνεται κάθε χρόνο, με τα βίαια γεγονότα να αυξάνονται κατά μέσο όρο 49% ετησίως από το 2020 έως το 2023».[7]

Σε μια ενημέρωση παρακολούθησης προστασίας που καλύπτει τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2024, το «Global Protection Cluster» αναφέρει ότι τον Ιούλιο του 2024 παρατηρήθηκε μία αύξηση στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι πιο συχνές παραβιάσεις που καταγράφηκαν ήταν αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, σωματικές επιθέσεις ή κακοποίηση και δολοφονίες.[8]

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 31/01/2024 έως τις 31/01/2025 στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν στην οποία βρίσκεται η πόλη Kumba που συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, καταγράφηκαν 844 περιστατικά ασφαλείας και 790 θάνατοι, εκ των οποίων 14 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 29 εξεγέρσεις (5 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 302 μάχες (609 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 483 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (160 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 16 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (16 απώλειες ανθρώπινων ζωών). Στην πόλη Kumba, την ίδια χρονική περίοδο, καταγράφηκαν συνολικά 34 περιστατικά ασφαλείας και 14 θάνατοι, εκ των οποίων 3 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 24 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (10 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 7 μάχες (4 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[9] Σημειώνεται ότι o πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν καταγράφεται στους 1,553,300 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 2015[10] και της πόλης Kumba ανέρχεται σε 144,268 κατοίκους.[11]

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, πάρα το ότι στην Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν επικρατούν συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως λόγω εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, στη  βάση, ωστόσο, των ποσοτικών δεδομένων που παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ότι η βία δεν είναι τέτοιας έντασης ούτως ώστε να θεωρείται ότι ένας άμαχος θα κινδυνεύσει απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή, με συνέπεια να απαιτούνται ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά που θα αύξαναν το ρίσκο του αμάχου συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό της περιοχής.

Εν προκειμένω, συντάσσομαι με τα ευρήματα της αρμόδιας λειτουργού σχετικά με το ότι η Αιτήτρια δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο της. Πρόκειται για γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιή και πλήρως ικανή προς εργασία. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή της στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία και εν προκειμένω η Αιτήτρια με  τα όσα δήλωσε στη  συνέντευξή της αλλά και όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Εν προκειμένω, ορθά κρίθηκε ότι  δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε εκ μέρους της Αιτήτριας που να στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό της για βάσιμο φόβο ότι αυτή θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με  1500 € έξοδα εναντίον της Αιτήτριας  και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

                                              Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]  Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/echr/2011/en/79664): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115).»

[2] UNHCR, ‘UNHCR Cameroon Response’ (2024) 1, διαθέσιμο σε https://data.unhcr.org/en/documents/details/111089 (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025

[3] Global Centre for the Responsibility to Protect, ‘Cameroon - Populations at risk’ (2024), διαθέσιμο σε https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/ (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025

[4] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (OCHA), ‘Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 61 (January 2024)’ διαθέσιμο σε https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-61-january-2024 (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025

[5] Global Centre for the Responsibility to Protect, ‘Cameroon - Populations at risk’ (2024), διαθέσιμο σε https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/ (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025)

[6] Global Protection Cluster, ‘PROTECTION MONITORING UPDATE July - September 2024’ (2024) 1, διαθέσιμο σε hhttps://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025)

[7] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) and The Global Initiative Against Transnational Organized Crime, ‘NON-STATE ARMED GROUPS AND ILLICIT ECONOMIES IN WEST AFRIC - ANGLOPHONE SEPARATISTS’ ISSUE 3 (2024), 13 διαθέσιμο σε https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025

[8] Global Protection Cluster, ‘PROTECTION MONITORING UPDATE July - September 2024’ (2024) 4, διαθέσιμο σε https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025)

[9] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 31/01/202431/01/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest, Location: Kumba] (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025)

[10] City Population (Sud-Ouest), διαθέσιμο σε https://citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025)

[11] City Population (Kumba), διαθέσιμο σε https://citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία πρόσβασης 05/02/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο