G.N.T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1300/2024, 26/2/2025
print
Τίτλος:
G.N.T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1300/2024, 26/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 1300/2024

26 Φεβρουαρίου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

G.N.T.(A.R.C. ….)

Αιτήτρια

-και-

                    Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Μαρία Μπαγιαζίδου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Αφροδίτη Αναστασιάδη (κα) για Λώρα Βελίκοβα (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

Η Αιτήτρια είναι παρούσα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 06/03/2024, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 29/03/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, αδικαιολόγητη και ως αποτέλεσμα μη χρηστής διοίκησης, κατάχρησης εξουσίας, πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου. Περαιτέρω αιτείται νέας απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία προς αντικατάστασης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η Αιτήτρια είναι  υπήκοος του Καμερούν, η οποία αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής της στις 19/02/2023 και αφίχθηκε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 20/02/2023. Στις 08/03/2023, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία και αυθημερόν παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

Στις 05/03/2024 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια για την εξέταση της ουσίας της αίτησής της από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 06/03/2024 ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 06/03/2024, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της Έκθεσης-Εισήγησης, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

Στις 29/03/2024 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης από την Υπηρεσία Ασύλου προς την Αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη της αίτησής της μαζί με τη σχετική Έκθεση-Εισήγηση. Η εν λόγω επιστολή, μαζί με την Έκθεση-Εισήγηση, παραλήφθηκε και υπογράφθηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα που κατανοεί η Αιτήτρια.

Στις 12/04/2024 η Αιτήτρια προέβη στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής, η Αιτήτρια μέσω της συνηγόρου της,  προβάλλει πλείονες λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι καταγράφονται με γενικό και αόριστο τρόπο.

Κατά τη γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος της Αιτήτριας, ανέφερε ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθούνται, περιορίζονται στους ακόλουθους τρεις:

1)   Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη από αναρμόδιο πρόσωπο, χωρίς τη λήψη της απαιτούμενης εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών.

2)   Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι δεν τέθηκαν οι κατάλληλες ερωτήσεις στην Αιτήτρια, ότι λανθασμένα έχει κριθεί αναξιόπιστη και ότι δεν διενεργήθηκε αυστηρός και ανεξάρτητος έλεγχος από πλευράς των Καθ΄ ων η Αίτηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι τυχόν επιστροφή της στη χώρα της, θα έθετε τη ζωή της σε κίνδυνο. Επιπρόσθετα, είναι η θέση της ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε ανεξάρτητη και εξατομικευμένη έρευνα όσον αφορά την αξιολόγηση κινδύνου, την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και την αξιολόγηση της δυνατότητας μετεγκατάστασής της.

3)   Η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση στερείται επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας και/ή είναι ελλιπής και/ή στηρίζεται σε εσφαλμένη αιτιολογία.

Οι Καθ' ων η αίτηση μέσω της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, υποβάλλουν ότι ορθώς η Αιτήτρια έχει κριθεί αναξιόπιστη ως προς τους ισχυρισμούς της καθώς στερούνται αληθοφάνειας και συνοχής και ενόψει του ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις που είναι τόσο έκδηλες, ώστε να μην επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων. Επιπρόσθετα, αναφέρουν ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια μέσω της προσφυγής της δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη Γραπτή της Αγόρευση σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και για αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να εξεταστούν. Επιπρόσθετα, οι Καθ΄ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι η Αιτήτρια δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών της που θεμελιώνουν το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να της αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Οι Καθ΄ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει ληφθεί από αρμόδιο όργανο, καθώς η συνέντευξη διενεργήθηκε και η σχετική Έκθεση-Εισήγηση ετοιμάστηκε από λειτουργό ορισμένου χρόνου της Υπηρεσίας Ασύλου που καλύπτεται από την σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών που φέρει ημερομηνία 09/06/2022 προς τον λειτουργό που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, εισηγούνται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί την Αιτήτρια ανέφερε ότι αποσύρει τον νομικό ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι κατά λοιπά προωθεί τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που προβάλλονται στη Γραπτή Αγόρευσή της.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.».

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου. 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο της Αιτήτριας, αυτή είναι ενήλικας από το Καμερούν. Κατά την υποβολή της αίτησής της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας των συγκρούσεων ανάμεσα στους αυτονομιστές μαχητές («separatists fighters») και την κυβέρνηση. Ως ανέφερε, ο σύζυγος της είχε στοχοποιηθεί από τους αυτονομιστές μαχητές λόγω του ότι ήταν στρατιωτικός. Η Αιτήτρια απήχθη από τους αυτονομιστές μαχητές, και κρατείτο στο δάσος για διάστημα ενός μήνα και δύο εβδομάδων, μέχρι που ο σύζυγός της τους κατέβαλε το χρηματικό ποσό των 2.000.000. Ακολούθως, απαίτησαν το επιπρόσθετο χρηματικό ποσό των 1.000.000 και έκαψαν κιόλας την οικία τους. Ενόψει του ότι δεν ήταν ασφαλείς, εγκατέλειψε μαζί με το σύζυγό της τη χώρα καταγωγής της για να σωθούν, αφήνοντας πίσω το παιδί της.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Mmockmbie, Lebialem Division, Southwest Region στο Καμερούν. Το 2011 μετακόμισε στην πόλη Bamenda, όπου διέμενε μέχρι το 2020. Την 1η Ιανουαρίου του 2021 μετακόμισε στο χωριό Bangwa όπου ζούσε μέχρι τον Απρίλιο του 2021 και τότε μετέβη  στην πόλη Yaounde, στην οποία ζούσε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (ερυθρά 41 x4 και 42 x2 του Δ.Φ.). Αρχικά ζούσε μόνη της στην πόλη Yaounde και μετά την παρέλευση τριών περίπου μηνών, μετακόμισαν επίσης στην πόλη Yaounde οι γονείς της και η οικογένειά του συζύγου της. Περί τις 27 Δεκεμβρίου του 2021, μετακόμισε και ζούσε μαζί της και ο σύζυγός της, ως δήλωσε αρχικά η Αιτήτρια (ερυθρό 40 x1-x2 του Δ.Φ.).  

Η Αιτήτρια δήλωσε ότι εκτός από Αγγλικά, ομιλεί επίσης και γράφει λίγα Γαλλικά (ερυθρό 44 x1 του Δ.Φ.). Ανήκει στην φυλή Bangwa και στην ομάδα Mockbie και είναι Χριστιανή Πεντηκοστιανή στο θρήσκευμα (ερυθρό 42 x1 του Δ.Φ.).

Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι παντρεμένη και ο σύζυγός της είναι στρατιωτικός (ερυθρά 40 x3 και 42 x1 του Δ.Φ.). Έχει μία κόρη τριών ετών, την ημερομηνία γέννησης της οποίας δεν ήταν σε θέση να παραθέσει η Αιτήτρια (ερυθρά 39 x1 και 40 x3 του Δ.Φ.). Ενόψει του ότι η Αιτήτρια έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, έκτοτε η κόρη της ζει μαζί με την πεθερά της στην Yaounde και όπως ενημερώθηκε κατόπιν επικοινωνίας που είχε με την τελευταία, είναι καλά (ερυθρό 39 x1 του Δ.Φ.). Επιπρόσθετα, οι γονείς της ζουν στην πόλη Yaounde και έχει τέσσερις αδελφές που ζουν με τις οικογένειές τους στη χώρα καταγωγής της και ως ανέφερε η Αιτήτρια είναι όλοι καλά σε γενικές γραμμές (ερυθρά 38 x1 και 39 x2 του Δ.Φ.). Διαθέτει επίσης και θείους στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 39 x2 του Δ.Φ.).

Ως προς το μορφωτικό της υπόβαθρο, δήλωσε ότι στην ηλικία περίπου των δεκαεννέα ετών είχε ολοκληρώσει το επίπεδο «Advanced level» της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 42 x2 του Δ.Φ.). Ως προς το επαγγελματικό της υπόβαθρο, δήλωσε ότι κατά την περίοδο 2019-2020 δίδασκε σε σχολείο στην πόλη Bamenda (ερυθρό 41 x1- x2 του Δ.Φ.).

Ουδέποτε η Αιτήτρια έχει κατηγορηθεί, καταδικαστεί ή φυλακιστεί στη χώρα καταγωγής της για οποιοδήποτε αδίκημα (ερυθρό 38 x3 του Δ.Φ.).

Η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της περί τις 19/02/2023, από όπου ταξίδεψε αεροπορικώς μαζί με τον σύζυγό της και με άδεια εργασίας («employment visa») αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και μετέπειτα εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές (ερυθρό 37 x1-x2 του Δ.Φ.). Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, κατά την έξοδό της από τη χώρα της δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από την αστυνομία, τον στρατό ή από οποιαδήποτε άλλη αρχή (ερυθρό 37 x1-x2 του Δ.Φ.).

Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, κατά την ελεύθερη αφήγησή της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της εξαιτίας της πολιτικής κρίσης. Ειδικότερα, ως δήλωσε, ο σύζυγός της ήταν στρατιωτικός στην πόλη Bamenda και ενόσω η Αιτήτρια ζούσε μαζί με την πεθερά της στο χωριό Bangwa, μέλη του στρατού μετέβησαν στην οικία της και την προειδοποίησαν ότι ο σύζυγός της πρέπει να αποχωρήσει από τον στρατό. Η Αιτήτρια μετέφερε το μήνυμα στο σύζυγό της, ο οποίος δεν αποδέχθηκε αυτό που του είχε ζητηθεί. Ακολούθως, τον Ιανουάριο του 2021 μετέβησαν εκ νέου στην οικία τους, την απήγαγαν και την μετέφεραν στο δάσος όπου την κρατούσαν εκεί για ένα μήνα και δύο εβδομάδες. Καθημερινά ενόσω κρατείτο, την βασάνιζαν και είχαν ζητήσει από τον σύζυγό της το χρηματικό ποσό των 2.000.0000 για να την αφήσουν ελεύθερη. Αφού τους πλήρωσε το εν λόγω ποσό, είχαν απαιτήσει επιπρόσθετα και το χρηματικό ποσό του 1.000.000 το οποίο και τους παρέδωσε ο σύζυγός της. Ακολούθως, στις 13 Απριλίου του 2021 έκαψαν την οικία τους και ως εκ τούτου μετακόμισε στην πόλη Yaounde (ερυθρό 36 x3 του Δ.Φ.).

Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι ο σύζυγός της το 2019 συμμετείχε σε μία μάχη και όταν ανακάλυψαν ότι δεν σκότωνε κόσμο, κάποιος διοικητής του τον προειδοποίησε ότι θα τον σκοτώσουν εάν συνεχίσει να μην σκοτώνει κόσμο. Σε μάχη στην οποία έλαβε μέρος μετέπειτα, επέλεξε να μην συμμορφωθεί με τις οδηγίες που του δόθηκαν και ακολούθως κάποιος φίλος του τον ενημέρωσε ότι ο διοικητής του θα τον σκοτώσει εάν προβεί ξανά σε κάτι τέτοιο. Ακολούθως, ενώ βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, ο σύζυγός της την κάλεσε και την ενημέρωσε ότι ζήτησε από τον θείο του να τους βοηθήσει να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους (ερυθρό 36 x3 του Δ.Φ.).

Ακολούθως, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή γιατί φοβάται ότι θα την εντοπίσει ο στρατός εξαιτίας του ότι ο σύζυγός της είναι στρατιωτικός. Πέραν από το περιστατικό της απαγωγής της στο οποίο αναφέρθηκε κατά την ελεύθερη αφήγησή της και που έκαψαν την οικία τους, ως δήλωσε η Αιτήτρια, δεν είχε υποστεί οτιδήποτε περαιτέρω ούτε η ίδια, αλλά ούτε κανένα μέλος της οικογένειάς της (ερυθρό 35 x1 του Δ.Φ.).

Πλην όμως κατά την υποβολή διευκρινιστικών ερωτήσεων και κληθείσα η Αιτήτρια να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για το περιστατικό της απαγωγής της και της κράτησής της στο δάσος, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι μαχητές Amba, αρχικά τον Ιανουάριο του 2021 μετέβησαν στην οικία τους και της ζήτησαν να μεταφέρει στο σύζυγό της το μήνυμα ότι πρέπει να αποχωρήσει από το στρατό. Επειδή ο σύζυγός της αρνήθηκε, μετέβησαν εκ νέου στην οικία τους σε χρόνο που η Αιτήτρια δεν θυμόταν να παραθέσει, την απήγαγαν και την μετέφεραν στο δάσος όπου και κρατείτο για ένα μήνα και δύο περίπου εβδομάδες (ερυθρό 35 x2-x7 του Δ.Φ.).

Την ημέρα που την είχαν απαγάγει βρισκόταν μόνη της στην οικία της και ερωτηθείσα πως την μετέφεραν στο δάσος ανέφερε χαρακτηριστικά «They took me with a bike. It was two of them and I was sitting in the middle of the bike» (ερυθρό 34 x1-x2 του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια δεν θυμόταν να αναφέρει μέρη που είχε δει κατά τη διάρκεια της διαδρομής, αλλά ούτε και να περιγράψει το μέρος στο οποίο κρατείτο (ερυθρό 34 x2-x4 του Δ.Φ.). Ως ανέφερε η Αιτήτρια τα πρόσωπα που την κρατούσαν της είχαν συστηθεί ως «Amba boys» και κληθείσα να περιγράψει την εμφάνιση τους δήλωσε ότι «All the Amba boys are wearing black clothes. I don’t know them» (ερυθρό 34 x2-x3 του Δ.Φ.). Ενόσω κρατείτο, της είχαν δεμένα τα χέρια της και δεν είχε υποστεί οτιδήποτε, καθώς, ως επιβεβαίωσε, δεν την είχαν κτυπήσει, ούτε την είχαν βασανίσει (ερυθρό 34 x5-x8 του Δ.Φ.). Τα εν λόγω πρόσωπα, είχαν απειλήσει το σύζυγό της ότι εάν δεν αποχωρήσει από το στρατό θα τους σκοτώσουν (ερυθρό 35 x2 του Δ.Φ.).

Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ενδεχομένως σε τρεις με τέσσερις ημέρες αφότου την απήγαγαν, ο σύζυγός της, τους είχε αποστείλει μέσω του τηλεφώνου του χρήματα που του είχαν ζητήσει (ερυθρά 33 x3 και 34 x8 του Δ.Φ.). Ενόψει της εν λόγω δήλωσής της, η Αιτήτρια κλήθηκε να σχολιάσει για ποιο λόγο εξακολουθούσε να κρατείτο για διάστημα ενός μήνα και δύο εβδομάδων έστω και εάν ο σύζυγός της του κατέβαλε όλα τα χρήματα που του είχαν ζητήσει τόσο σύντομα, και τότε η Αιτήτρια άλλαξε τα λεγόμενά της δηλώνοντας χαρακτηριστικά «I dont know. No. It was after 1 month and 2 weeks he gave them the money» (ερυθρό 34 x8 του Δ.Φ.).

Ερωτηθείσα πως αφέθηκε ελεύθερη, η Αιτήτρια δήλωσε ότι την είχαν αφήσει σε άγνωστο μέρος το οποίο δεν ήταν σε θέση να περιγράψει και τότε κάλεσε ταξί που την μετέφερε στην οικία της. Δεν θυμόταν να παραθέσει πότε ακριβώς αφέθηκε ελεύθερη. Ενόσω κρατείτο, της επέτρεπαν να έχει επικοινωνία με την οικογένειά της, ενώ όταν ρωτήθηκε πως πλήρωσε το ταξί που την μετέφερε στην οικία της, η Αιτήτρια δεν έδωσε καμία απάντηση (ερυθρό 33 x1-x2 του Δ.Φ.).

Αφότου αφέθηκε ελεύθερη, ενόψει του ότι ο σύζυγός της δεν εγκατέλειψε το στρατό, στις 15 Απριλίου 2021 έκαψαν την οικία τους (ερυθρά 33 x4 και 35 x2 του Δ.Φ.). Ως προς την αντιφατική ημερομηνία που παρέθεσε σε προηγούμενο στάδιο της συνέντευξής της για την ημερομηνία που έκαψαν την οικία τους, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ενδεχομένως να είχε συγχιστεί και ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα στις 15 Απριλίου του 2021 (ερυθρό 31 x1 του Δ.Φ.). Κληθείσα να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για το εν λόγω περιστατικό, δήλωσε ότι εκείνη την ημέρα δεν βρισκόταν στην οικία της καθώς είχε επισκεφθεί την αγορά και ότι αυτή τους η ενέργεια συνιστούσε μία προειδοποίηση για τον σύζυγό της προκειμένου να εγκαταλείψει τον στρατό (ερυθρό 32 x2 του Δ.Φ.). Ερωτηθείσα, πως γνώριζε ότι οι Ambazonians ήταν αυτοί που τους έκαψαν την οικία τους, η Αιτήτρια δήλωσε χαρακτηριστικά «I dont know. They wrote it on a sign on the wall of the house and left» (ερυθρό 32 x3 του Δ.Φ.). Ενόψει της εν λόγω δήλωσής της, κλήθηκε να σχολιάσει πως ήταν δυνατόν η οικία να είχε καταστραφεί ολοσχερώς αλλά το σχετικό σημείωμα να παρέμεινε άθικτο και τότε η Αιτήτρια δήλωσε ότι έβαλαν σχετικό σημείωμα έξω μπροστά από την οικία (ερυθρά 30 και 32 x3 του Δ.Φ.).

Ως εκ τούτου, στις 16 Απριλίου εγκατέλειψε το χωριό στο οποίο διέμενε και μετακόμισε στην Yaounde (ερυθρά 32 x2 και 33 x5 του Δ.Φ.). Μετά την παρέλευση ενός μήνα, μετέβη στην Yaounde και ο σύζυγός της, για να ζήσει μαζί της (ερυθρό 32 x1 του Δ.Φ.). Πλην όμως, κλήθηκε να σχολιάσει την προηγούμενη αντιφατική της δήλωση ως προς το πότε μετέβη ο σύζυγός της στην Yaounde, και τότε ανέφερε ότι έχει κάνει λάθος και ότι η σωστή ημερομηνία είναι η 27η Δεκεμβρίου 2021 (ερυθρό 31 x2 του Δ.Φ.).

Μετά το περιστατικό που έκαψαν την οικία τους, η Αιτήτρια δήλωσε αρχικά ότι η πεθερά της εξακολουθούσε να ζει στο σπίτι τους στο χωριό μαζί με την κόρη της και μετά από τρείς μήνες πήγε στην Yaounde για να ζήσει μαζί με την Αιτήτρια (ερυθρό 33 x5 του Δ.Φ.). Ακολούθως, σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξης δήλωσε ότι η πεθερά της με την κόρη της μετέβησαν στην Yaounde μετά από μία εβδομάδα, πλην όμως όταν ρωτήθηκε πως ήταν δυνατόν να εξακολουθούσαν να ζουν στην οικία τους έστω και εάν σύμφωνα με τα λεγόμενα της είχε καεί, η Αιτήτρια δεν έδωσε καμία απάντηση (ερυθρό 31 x2 του Δ.Φ.).

Από τότε που μετακόμισε στην Yaounde μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της το 2023, δεν έχει υποστεί οτιδήποτε η Αιτήτρια, γιατί ως δήλωσε δεν ήταν σε θέση να τους εντοπίσουν (ερυθρό 32 x1, x4 του Δ.Φ.). Ερωτηθείσα τότε, πως γνωρίζει ότι την αναζητούν ακόμη, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει και υποθέτει ότι την αναζητούν. Δεν έχει πληροφορίες ότι την αναζητούν, αλλά το αισθάνεται (ερυθρό 32 x5 του Δ.Φ.). Αφ΄ ης στιγμής δήλωσε ότι από το 2021 δεν έχει υποστεί οτιδήποτε, κλήθηκε για ακόμη μία φορά να σχολιάσει για ποιο λόγο πιστεύει ότι ακόμα την ψάχνουν και τότε η Αιτήτρια δήλωσε χαρακτηριστικά «No. I don’t think that they are still looking for me. They are no longer looking for me. I am very okay since the last event. I don’t think that they are still looking for us. It is safer though to stay here» (ερυθρό 31 x1 του Δ.Φ.). 

Προτού ολοκληρωθεί η συνέντευξή της, η Αιτήτρια κλήθηκε να σχολιάσει ορισμένες αντιφάσεις που εντοπίστηκαν στα λεγόμενά της. Ειδικότερα, κλήθηκε να σχολιάσει για ποιο λόγο κατά την ελεύθερη αφήγησή της αναφερόταν σε προβλήματα που αντιμετώπιζε ο σύζυγός της με τον στρατό συνεπεία των οποίων απήχθη, ενώ μετέπειτα ανέφερε ότι οι Ambazonians είναι αυτοί που την είχαν απαγάγει και τότε η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι οι τελευταίοι ήταν όντως αυτοί που την απήγαγαν και ότι αυτοί φοβάται ότι θα την εντοπίσουν και όχι ο στρατός (ερυθρά 30 και 31 x2 του Δ.Φ.). Ως προς την αντίφαση αναφορικά με το κατά πόσον είχε υποστεί βασανιστήρια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο (ερυθρό 31 x2 του Δ.Φ.).

Καταληκτικά, ερωτηθείσα για ποιο λόγο πιστεύει ότι κινδυνεύει σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια ανέφερε χαρακτηριστικά «I am not afraid to go back to my country. I know they are not looking for me. Nobody found me. I travelled so I don’t know. Maybe they are looking to find me, maybe not […]». Ερωτηθείσα τι πιστεύει ότι μπορεί να υποστεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της, απάντησε ότι δεν εννοεί ότι δεν φοβάται, επειδή τους αναζητούν (ερυθρό 30 του Δ.Φ.). Όπως δήλωσε, δεν πιστεύει ότι θα μπορούσε να ζήσει σε διαφορετική περιοχή γιατί υπάρχει παντού κρίση (ερυθρό 30 του Δ.Φ.).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής δυο (2) ουσιωδών ισχυρισμών:

(1) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας.

(2) Ισχυριζόμενη καταζήτηση από τις αποσχιστικές δυνάμεις της χώρας της, γνωστοί ως Ambazonians.

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενη τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Αιτήτριας εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο της το οποίο προσκόμισε, σε συνδυασμό με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Ακολούθως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής, καθώς η Αιτήτρια αξιολογήθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστη ενόψει του ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός της, ενώ όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα σχετικά γεγονότα, αυτή υπέπεσε σε αντιφάσεις και τα λεγόμενά της χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ευλογοφάνειας, συνοχής και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, ως αυτές λεπτομερώς καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, στην Έκθεση-Εισήγησή της, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι ενόψει του ότι όσα ανέφερε στη συνέντευξή της η Αιτήτρια αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι για την οποιαδήποτε ανάλυση των δηλώσεων της μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης.  

Εν συνεχεία η αρμόδια λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πόλη Yaounde του Καμερούν στη βάση του μοναδικού ουσιώδους ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός. Σε αυτό το στάδιο, παρατίθενται ορισμένες γενικές πληροφορίες από εξωτερική πηγή πληροφόρησης για την γενική κατάσταση ασφαλείας της χώρας και η αρμόδια λειτουργός αναφέρει χαρακτηριστικά στην Έκθεση-Εισήγησή της, ότι «Με βάση τις πληροφορίες/δεδομένα που αφορούν το αποδεκτό πραγματικό περιστατικό που προέκυψε στο αίτημα και λαμβάνοντας υπόψη, μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος, το προσωπικό προφίλ του ΑΔΠ, καθώς και το γεγονός ότι διαπιστώθηκε ότι ο ΑΔΠ σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν και συγκεκριμένα στην πόλη Yaoundé της Νότιας Περιφέρειας του Καμερούν, δεν δύναται να υποστεί δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δεν κρίνεται σκόπιμη η ανάλυση της κατάστασης ασφαλείας στην πόλη Yaoundé της Νότιας Περιφέρειας του Καμερούν αφού διαπιστώνεται ότι δεν επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης αφού δεν υπάρχει καμία αναφορά εξωτερικής πηγής που να αναφέρει ότι υπάρχουν θέματα τέτοιας φύσεως στην περιοχή παρά μόνο στις Νοτιοδυτικές, Βορειοδυτικές και Βόρειες περιοχές της χώρας», συμπληρώνοντας ακολούθως ότι «[…] δεν διαπιστώνεται ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πληροφορίες, οι οποίες επικεντρώνονται στην κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Yaoundé της Νότιας Περιφέρειας του Καμερούν, όπου η ΑΔΠ αναμένεται να επιστρέψει».

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό της δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 και στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

Η αρμόδια λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β). Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς στην πόλη Yaounde της Νότιας Περιφέρειας του Καμερούν στην οποία η Αιτήτρια αναμένεται να επιστρέψει, δεν επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης αφού δεν υπάρχει καμία αναφορά εξωτερικής πηγής που να αναφέρει ότι υπάρχουν θέματα τέτοιας φύσεως στην περιοχή.

Πάρα το ότι η συνήγορος της Αιτήτριας δεν δικογραφεί και δεν προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνάς και αιτιολογίας αναφορικά με το πιο πάνω αναφερόμενο ζήτημα ήτοι  ως προς το σκέλος που αφορά την αξιολόγηση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης για την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής και περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής της Aιτήτριας, την πόλη Yaounde, το Δικαστήριο έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, επισημαίνει  τα ακόλουθα:

Καταρχάς, κατόπιν μελέτης της Έκθεσης-Εισήγησης, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο αξιολόγησης του κινδύνου και κατά την ανάλυση των προϋποθέσεων υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, η αξιολόγηση στην οποία προέβη η αρμόδια λειτουργός των Καθ΄ ων η Αίτηση είναι ελλιπής. Παρόλο που παρατίθενται ορισμένες στοιχειώδεις γενικές πληροφορίες για την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, εντούτοις η αρμόδια λειτουργός που συνέταξε την Έκθεση-Εισήγηση καταλήγει στις εξής παράδοξες αναφορές και ευρήματα ότι «[…] δεν κρίνεται σκόπιμη η ανάλυση της κατάστασης ασφαλείας στην πόλη Yaoundé της Νότιας Περιφέρειας του Καμερούν αφού διαπιστώνεται ότι δεν επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης αφού δεν υπάρχει καμία αναφορά εξωτερικής πηγής που να αναφέρει ότι υπάρχουν θέματα τέτοιας φύσεως στην περιοχή παρά μόνο στις Νοτιοδυτικές, Βορειοδυτικές και Βόρειες περιοχές της χώρας», συμπληρώνοντας ακολούθως ότι «[…] δεν διαπιστώνεται ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πληροφορίες, οι οποίες επικεντρώνονται στην κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Yaoundé της Νότιας Περιφέρειας του Καμερούν, όπου η ΑΔΠ αναμένεται να επιστρέψει» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).  Η λειτουργός των Καθ΄ ων η Αίτηση δεν παραθέτει καν στοιχεία και πληροφορίες ειδικά για την πόλη Yaounde, προκειμένου να στηρίξει και να δικαιολογήσει την κατάληξή της ότι δεν χρειάζεται να ληφθούν υπόψη πληροφορίες για την εν λόγω περιοχή για το λόγο ότι δεν επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή. Σημειώνεται άλλωστε, ότι κατόπιν έρευνας σε διαδικτυακή πηγή, προκύπτει ότι η πόλη Yaounde εμπίπτει στην Κεντρική Περιφέρεια του Καμερούν[1] και όχι στην Νότια Περιφέρεια όπως αναφέρεται στην Έκθεση-Εισήγηση.

Tο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει ως εξής: «(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση: (α) όλων των σχετικών  με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους [...]». 

Επιπρόσθετα το εδάφιο (7Α), υποεδάφιο (α) του ίδιου άρθρου προνοεί ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου): «Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν∙  ο Προϊστάμενος μεριμνά ώστε ο ίδιος και το προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση να έχουν πρόσβαση στις προαναφερόμενες πληροφορίες.».

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, καταλήγω ότι η ενλόγω παράλειψη δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν. Άλλωστε, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας μου θα διεξάγω έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα της Αιτήτριας σε επικαιροποιημένες πηγές πληροφόρησης.

Όσον αφορά τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίνω ως ορθή την αποδοχή του από τους Καθ' ων η αίτηση, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας με μόνη εξαίρεση την αναφορά στο σχετικό σημείο της Έκθεσης-Εισήγησης ότι η πόλη Yaounde, στην οποία διέμενε η Αιτήτρια προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, εμπίπτει στο Νότιο Καμερούν, καθώς ως επισημαίνεται ανωτέρω, η εν λόγω πόλη εμπίπτει στην Κεντρική Περιφέρεια του Καμερούν.

Ακολούθως, ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη της αρμόδιας λειτουργού των Καθ΄ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Ειδικότερα, ως ορθώς εντοπίζεται εκ μέρους της αρμόδιας λειτουργού που συνέταξε την Έκθεση-Εισήγηση, η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο επικαλέστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Ενώ αρχικά στην ελεύθερη αφήγησή της ανέφερε ότι κινδύνευε από τον στρατό εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο σύζυγός της που εργαζόταν στο στρατό, μετέπειτα άλλαξε τα λεγόμενά της δηλώνοντας ότι κινδύνευε από τους Ambazonians (αλλιώς «Amba boys») που αναζητούσαν το σύζυγό της και τον απειλούσαν να εγκαταλείψει το στρατό. Όταν κλήθηκε να σχολιάσει την εν λόγω σημαντική αντίφαση στα λεγόμενά της, επιβεβαίωσε ότι οι Ambazonians (αλλιώς «Amba boys») την είχαν απαγάγει και από αυτούς κινδυνεύει σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της. Αδιαμφισβήτητα, το γεγονός ότι εντοπίζονται αντιφάσεις στα λεγόμενα της Αιτήτριας ως προς το ζήτημα του λόγου που την εξώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, που συνιστά και τον πυρήνα του αιτήματός της, πλήττεται γενικότερα η αξιοπιστία των δηλώσεών της.

Πέραν τούτου, έστω και εάν κλήθηκε σχετικά η Αιτήτρια, παρόλα αυτά, ήταν εμφανής η αδυναμία της να περιγράψει με περισσότερες λεπτομέρειες και να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το περιστατικό της απαγωγής της από τους Ambazonians (αλλιώς «Amba boys»), τη διαδρομή που ακολούθησαν μέχρι την μεταφορά της στο δάσος, το χώρο κράτησής της πέραν από τη γενικόλογη αναφορά της ότι την μετέφεραν στο δάσος, αλλά και την απελευθέρωσή της. Ενόψει του βιωματικού χαρακτήρα των εν λόγω γεγονότων, ευλόγως αναμενόταν από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να τα παρουσιάσει με λεπτομερή και συνεκτικό τρόπο, ενόψει άλλωστε και του γεγονότος ότι ως επικαλέστηκε η ίδια, κρατείτο για διάστημα ενός μήνα και δύο εβδομάδων. Άλλωστε γενικόλογες και αόριστες κρίνονται και οι αναφορές της όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα πρόσωπα που την είχαν απαγάγει και την κρατούσαν στο δάσος αναφερόμενη κατά τρόπο γενικό ότι συνιστούσαν μέλη των Ambazonians (αλλιώς «Amba boys») χωρίς να είναι σε θέση να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για να υποστηρίξει τον εν λόγω ισχυρισμό της, πέραν από την γενικόλογη αναφορά της ότι φορούν μαύρα ρούχα όταν κλήθηκε να περιγράψει την εμφάνισή τους. Άλλωστε, περιέπεσε και σε αντιφάσεις ως προς το πότε ο σύζυγος της κατέβαλε στους Ambazonians (αλλιώς «Amba boys») τα χρηματικά ποσά που είχαν απαιτήσει από τον ίδιο, ενώ εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι, ως δήλωσε, τους απέστειλε δύο πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά μέσω του τηλεφώνου του. Αντιφάσεις εντοπίστηκαν και αναφορικά με τις συνθήκες κράτησής της, καθώς αρχικά είχε αναφέρει ότι την είχαν βασανίσει, πλην όμως μετέπειτα άλλαξε τις δηλώσεις της αναφέροντας ότι δεν είχε υποστεί οποιαδήποτε βλάβη ενόσω κρατείτο.

Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια προέβη σε αντιφατικές δηλώσεις και αναφορικά με το περιστατικό της καταστροφής της οικίας τους από τους Ambazonians, οι οποίες παρατίθενται εκτενώς ανωτέρω και δεν θα επαναληφθούν για σκοπούς οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση από τότε που επικαλέστηκε ότι έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό και μετακόμισε στην Yaounde για να ζήσει εκεί, μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2023 που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, δεν έχει υποστεί οτιδήποτε περαιτέρω. Εάν η Αιτήτρια φοβόταν τόσο πολύ για τη ζωή της, δεν καθίσταται κατανοητό για ποιο λόγο να μην είχε εγκαταλείψει νωρίτερα τη χώρα της και να ανέμενε να παρέλθει ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να έχει υποστεί οτιδήποτε περαιτέρω, ως επιβεβαίωσε η ίδια άλλωστε. Μάλιστα σε κάποιο σημείο της συνέντευξής της αναφέρει ότι δεν πιστεύει ότι την αναζητούν ακόμη οι Ambazonians και ότι δεν φοβάται κιόλας να επιστρέψει στη χώρα της. Βέβαια κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης ως προς το τι φοβάται ότι θα υποστεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της, έσπευσε και πάλι να αλλάξει τα λεγόμενά της αναφέροντας ότι την αναζητούν τόσο την ίδια, όσο και τον σύζυγό της. Αδιαμφισβήτητα, όλες αυτές οι αντιφάσεις και οι εναλλαγές στα λεγόμενα της Αιτήτριας, πλήττουν τη γενικότερη αξιοπιστία των δηλώσεών της.

Με βάση, συνεπώς, τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό περί προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας που αποτελεί και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός στην υπό κρίση υπόθεση, συνάγεται ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στο Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Αφ’ ης στιγμής η Αιτήτρια έχει κριθεί αναξιόπιστη ως προς τους ισχυρισμούς της, δεν μπορεί να της παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει πολλάκις νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ  ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ  ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ  Κ.Α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).

 

Σχετική είναι και η απόφαση  υπ' αρ. 626/2010 JAFAR KALASH και ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, 2.ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ημερ. 08/10/2013,στην οποία αναφέρονται τα εξής :

 «Όπως ορθώς υποδεικνύει η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών όπως εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις. Αυτό είναι ένα εμπόδιο που ρητά αναγνωρίζεται ως κώλυμα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του ιδίου του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός στην εισήγησή του, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην προσβαλλόμενη απόφασή της...».

 

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων αναφέρεται ότι «Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους.».

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε στην Αιτήτρια το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

Ακολούθως, σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Περαιτέρω αναφορικά με το κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση  Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγία[2]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του EUAA σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω κριτήρια, κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, και ειδικότερα στην πόλη Yaounde που εμπίπτει στην Κεντρική Περιφέρεια (Centre) του Καμερούν, που συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, προκύπτουν τα εξής:

Σε σχετικό ενημερωτικό δελτίο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) που δημοσιεύθηκε το 2024, αναφέρεται ότι «το Καμερούν αντιμετωπίζει μια πολύπλευρη ανθρωπιστική κρίση και κρίση προστασίας που προκλήθηκε από συγκρούσεις, ενδοκοινοτική βία και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής».[3]

Τον Οκτώβριο του 2017, οι αγγλόφωνοι αυτονομιστές διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους και ανακήρυξαν ένα νέο κράτος, αυτό της «Ambazonia» στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν. Έκτοτε, αυτονομιστές μαχητές και κρατικές δυνάμεις ασφαλείας εμπλέκονται σε συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν χώρα εκτεταμένες φρικαλεότητες κατά του άμαχου πληθυσμού.[4]

Επιπρόσθετα, τον Ιανουάριο του 2024 αναφέρθηκε από το «United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (OCHA)» ότι οι πληθυσμοί στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνέχισαν να επηρεάζονται από τη βία και την ανασφάλεια που επικρατεί στις περιοχές. Ειδικότερα, υποφέρουν από καταχρήσεις, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών, καταστροφών περιουσιών, απαγωγών για λύτρα, παράνομη φορολογία, αυθαίρετες συλλήψεις και εκβιασμούς.[5]

Η κατάσταση ασφαλείας στις εν λόγω περιοχές παρέμεινε ιδιαίτερα ασταθής καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024[6], η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της εγκληματικής δραστηριότητας, εισβολές μη κρατικών ενόπλων δυνάμεων (NSAGs) σε αστικά κέντρα, επιθέσεις κατά των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας, απειλές κατά αμάχων και τη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IEDs) από NSAGs.[7] Σε έκθεση της «ACLED» και του «The Global Initiative Against Transnational Organized Crime» αναφέρεται ότι «η σύγκρουση στην αγγλόφωνη περιοχή αυξάνεται κάθε χρόνο, με τα βίαια γεγονότα να αυξάνονται κατά μέσο όρο 49% ετησίως από το 2020 έως το 2023».[8]

Σε μια ενημέρωση παρακολούθησης προστασίας που καλύπτει τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2024, το «Global Protection Cluster» αναφέρει ότι τον Ιούλιο του 2024 παρατηρήθηκε μία αύξηση στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι πιο συχνές παραβιάσεις που καταγράφηκαν ήταν αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, σωματικές επιθέσεις ή κακοποίηση και δολοφονίες.[9]

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 07/02/2024 έως τις 07/02/2025 στην Κεντρική Περιφέρεια (Centre) του Καμερούν στην οποία βρίσκεται η πόλη Yaounde που συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, καταγράφηκαν 13 περιστατικά ασφαλείας και 4 θάνατοι, εκ των οποίων 6 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 1 εξέγερση (1 απώλεια ανθρώπινων ζωών), 1 μάχη (1 απώλεια ανθρώπινων ζωών) και 5 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (2 απώλειες ανθρώπινων ζωών). Στην πόλη Yaounde, την ίδια χρονική περίοδο, καταγράφηκαν συνολικά 11 περιστατικά ασφαλείας και 3 θάνατοι, εκ των οποίων 6 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 4 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (2 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 1 εξέγερση (1 απώλεια ανθρώπινων ζωών).[10] Σημειώνεται ότι o πληθυσμός της Κεντρικής Περιφέρειας (Centre) του Καμερούν καταγράφεται στους 4,159,500 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 2015.[11]

Εκ των ανωτέρω πληροφοριών που παρατέθηκαν, διαπιστώνεται ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στον πιο πάνω αναφερόμενο τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15(γ) της 2011/95/ΕΕ και του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιής, πλήρως ικανή προς εργασία και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, αλλά ούτε και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που έχω ενώπιον μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

                                          Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[2]  Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/echr/2011/en/79664): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115).»

[3] UNHCR, ‘UNHCR Cameroon Response’ (2024) 1, διαθέσιμο σε https://data.unhcr.org/en/documents/details/111089 (ημερομηνία πρόσβασης 13/02/2025

[4] Global Centre for the Responsibility to Protect, ‘Cameroon - Populations at risk’ (2024), διαθέσιμο σε https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/ (ημερομηνία πρόσβασης 13/02/2025

[5] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (OCHA), ‘Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 61 (January 2024)’ διαθέσιμο σε https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-61-january-2024 (ημερομηνία πρόσβασης 13/02/2025

[6] Global Centre for the Responsibility to Protect, ‘Cameroon - Populations at risk’ (2024), διαθέσιμο σε https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/ (ημερομηνία πρόσβασης 13/02/2025)

[7] Global Protection Cluster, ‘PROTECTION MONITORING UPDATE July - September 2024’ (2024) 1, διαθέσιμο σε https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 13/02/2025)

[8] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) and The Global Initiative Against Transnational Organized Crime, ‘NON-STATE ARMED GROUPS AND ILLICIT ECONOMIES IN WEST AFRIC - ANGLOPHONE SEPARATISTS’ ISSUE 3 (2024), 13 διαθέσιμο σε https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 13/02/2025

[9] Global Protection Cluster, ‘PROTECTION MONITORING UPDATE July - September 2024’ (2024) 4, διαθέσιμο σε https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 13/02/2025)

[10] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 07/02/202407/02/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Centre, Location: Yaounde] (ημερομηνία πρόσβασης 13/02/2025)

[11] City Population (Centre, Cameroon), διαθέσιμο σε https://citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία πρόσβασης 13/02/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο