
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 1559/22
5 Φεβρουαρίου, 2024
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.M.B.N.
Αιτήτρια
-και-
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κ. Χαρίτου (κα), Δικηγόρος την Αιτήτρια
Ν. Τζιρτζιπή (κα) Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή, η Aιτήτρια προσβάλλει την από 13/2/2022, απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, με την οποία απερρίφθη το αίτημά της για διεθνή προστασία ως άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος και αιτείται την αναγνώρισή της ως δικαιούχο προσφυγικού καθεστώτος, επικουρικώς δε την αναγνώρισή της ως δικαιούχο επικουρικής προστασίας.
Γεγονότα
Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως έχουν τεθεί στην από 8/7/2022 Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτουν από το σχετικό διοικητικό φάκελο, έχουν ως ακολούθως:
Η Αιτήτρια, υπήκοος Καμερούν, στις 4/8/2019, αφού εισήλθε παρατύπως στις Ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, υπέβαλλε αίτημα διεθνούς προστασίας. Στις 27/10/2021 και 10/11/2021 πραγματοποιήθηκε η προσωπική συνέντευξη της, προς εξέταση του αιτήματός της από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου (EASO και πλέον EUAA), από τούδε και στο εξής αναφερόμενος ως «αρμόδιος λειτουργός».
Στις 26/01/2022 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης, ο τελευταίος δε ενέκρινε την εισήγηση στις 7/2/2022, αποφασίζοντας παράλληλα την επιστροφή της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της. Στις 13/2/2022 ετοιμάστηκε επιστολή γνωστοποίησης της ως άνω απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, μαζί με την αιτιολόγηση αυτής, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 2/3/2022.
Στις 23/03/2022 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.
Νομικοί ισχυρισμοί
Η συνήγορος της Αιτήτριας, με την γραπτή της αγόρευση, παραπονείται κατ’ ουσίαν για παραγνώριση εκ μέρους των Καθ’ ων της ευαλωτότητας της Αιτήτριας, ως θύμα έμφυλης βίας, βιασμού, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης, ταπεινωτικής μεταχείρισης, σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, παράλειψη εξέτασης του ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας περί βιασμού, απουσία τυπικών προσόντων του αρμόδιου προς εξέταση του αιτήματος λειτουργού, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης και μη δέουσα έρευνα. Επιπλέον, επιχειρηματολογεί υπέρ της αναγνώρισης της Αιτήτριας ως πρόσφυγα, λόγω βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου της εξαιτίας του σεξουαλικού της προσανατολισμού, επικουρικά δε ζητά την αναγνώρισή της ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας κατ’ άρθρο 19(2)(β) του Περί Προσφύγων Νόμου, ζητά δε και την ακύρωση της απόφασης επιστροφής ως παράνομης κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Προς επίρρωση των ισχυρισμών της προσκόμισε τεκμήρια (Παράτημα Α έως Δ), τα οποία και θα αναλυθούν κατωτέρω.
Από τη μεριά τους οι Καθ’ ων η Προσφυγή, υπεραμύνονται της νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης, αντικρούοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας περί απουσίας διαδικαστικών εγγυήσεων κατά τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της, απουσίας τυπικών προσόντων του αρμόδιου λειτουργού, μη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, επικαλούνται δε ότι το τεκμήριο νομιμότητας και κανονικότητας της προσβαλλόμενης, εισηγούμενοι ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατ’ άρθρο 19 (2) του ίδιου Νόμου.
Με την από 10/1/2024 απαντητική γραπτή αγόρευση, η συνήγορος της Αιτήτριας, αντικρούει τη θέση των Καθ’ ων περί νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης, επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν όσα προέβαλε με τους λόγους προσφυγής της.
Ισχυρισμοί Αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου
Σε σχέση με τους ισχυρισμούς της συνηγόρου της Αιτήτριας, περί παράλειψη δέουσας έρευνας και έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, θα προχωρήσω στην εξέταση τους, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018).
Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη την διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Κατά την καταγραφή της αίτησης της για διεθνή προστασία η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετώπισε εξαιτίας του σεξουαλικού της προσανατολισμού, μεταξύ των οποίων η απομάκρυνση των τέκνων της από την ίδια μετά από αίτημα της οικογένειας του συζύγου της, η απόρριψη της από την οικογένεια της και οι επιθέσεις από τρίτα πρόσωπα.
Κατά τη συνέντευξή της δήλωσε υπήκοος Καμερούν με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής τη Doula. Εθνοτικής καταγωγής Bassa, χριστιανή, απόφοιτη πανεπιστημίου της Doula τμήματος δημοσίου δικαίου, εργαζόταν ως πωλήτρια ρούχων και κοσμημάτων, ελεύθερη, μητέρα δύο ανήλικων τέκνων που διαμένουν με τον πατέρα τους στη Douala, ενώ οι γονείς της έχουν αποβιώσει. Ως προς την κατάσταση της υγείας της, δήλωσε ότι είναι φορέας ηπατίτιδας β’ και ότι τελεί υπό ιατρική παρακολούθηση, χωρίς εντούτοις να λαμβάνει κάποια θεραπεία.
Εγκατέλειψε αεροπορικώς τη χώρα καταγωγής της στις 5/8/20219 και μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών, εισήλθε στη Δημοκρατία στις 30/8/2019, όπου αιτήθηκε διεθνούς προστασίας. Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της αναφέρθηκε στο σεξουαλικό της προσανατολισμό και την κακοποιητική συμπεριφορά που δέχτηκε από τον πατέρα των τέκνων της και την κοινωνία εν γένει.
Ειδικότερα, ως προς το σεξουαλικό της προσανατολισμό, δήλωσε αμφιφυλόφιλη, τοποθετώντας χρονικά τη συνειδητοποίησή της περί το έτος 2014, στο διάστημα που ακολούθησε τον χωρισμό με τον τότε σύζυγό της, αναφερόμενη παράλληλα στα δύσκολα παιδικά χρόνια που βίωσε μετά το θάνατο του πατέρα της, στη κακομεταχείριση που της επιφύλασσαν οι θείοι της που είχαν αναλάβει την επιμέλεια της και στο γάμο της σε ηλικία 16 ετών, ως μέσο διαφυγής από τους θείους της. Οι νέες συνθήκες διαβίωσής της και το κοινωνικό περιβάλλον που δημιούργησε, αποτέλεσαν το πρόσφορο έδαφος για την εξωτερίκευση και συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Ως προς τα συναισθήματα και τις σκέψεις που της δημιούργησε αυτή η συνειδητοποίηση, αναφέρθηκε σε συναισθήματα ευτυχίας και αίσθηση πληρότητας και απελευθέρωσης.
Περαιτέρω, αναφορικά με τις ερωτικές της σχέσεις με πρόσωπα του ιδίου φύλου, αναφέρθηκε σε δύο πρόσωπα στη χώρα καταγωγής της και ένα στη Δημοκρατία. Πρώτη εξ αυτών, μια γυναίκα ονόματι Paul, με την οποία, μετά το διαζύγιό της, ξεκίνησε φιλική σχέση, η οποία εξελίχθηκε σε ερωτική περί το 2014 και διήρκησε περίπου 2 έτη. Με την εν λόγω γυναίκα ήρθαν κοντά λόγω του κοινού τους ιστορικού, ενώ ήταν και το πρόσωπο που την παρακινούσε να ζήσει τη ζωή της σύμφωνα με τις δικές της επιθυμίες. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τους λόγους έλξης, αποδίδοντας το σε μια φυσική διεργασία. Η σχέση τους διατηρούνταν κρυφή, με συναντήσεις ως επί τω πλείστον στις εκατέρωθεν οικίες, ενώ ο κοινωνικός τους περίγυρος γνώριζε για τη σχέση τους, δεδομένου ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός της συντρόφου της ήταν γνωστός σε αυτούς. Επιπλέον, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να παράσχει πληροφορίες για την εξωτερική εμφάνιση και το χαρακτήρα της συντρόφου της. Η σχέση τους έληξε με τη φυγή της συντρόφου της στο Μαρόκο, χωρίς έκτοτε να διατηρήσουν επαφή.
Εν συνεχεία, αναφέρθηκε στη δεύτερη σχέση της με γυναίκα ονόματι Suzan, το πρόσωπο που την βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η οποία ξεκίνησε περί τον Φεβρουάριο – Μάρτιο του 2019 και διήρκησε περίπου 6 μήνες. Η σχέση τους διατηρούνταν κρυφή, πλην κάποιων προσώπων του κοινωνικού τους κύκλου, που τις έφεραν σε επαφή, ενώ οι συναντήσεις τους ήταν περιστασιακές, λόγω επαγγελματικής δραστηριότητας της συντρόφου εκτός του Καμερούν. Παρομοίως, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να περιγράψει την εξωτερική εμφάνιση και το χαρακτήρα της.
Όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να περιγράψει τις γενικότερες συνθήκες που επικρατούν για τα ομοφυλόφιλα άτομα στη χώρα καταγωγής της, καθώς και το νομικό πλαίσιο που επικρατεί, αναφέρθηκε στην απαξίωση που βιώνουν από την κοινωνία, τον γενικότερο κίνδυνο που διατρέχουν και στην ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας με ποινή πενταετή φυλάκιση, ενώ ερωτηθείσα σχετικά με οργανώσεις που παρέχουν υποστήριξη στην κοινότητά της, δήλωσε πως γνωρίζει μόνο έναν δικηγόρο που ασχολείται με το εν λόγω ζήτημα.
Σχετικά με τη γνωστοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού σε τρίτα πρόσωπα, αναφέρθηκε στη πρώτη της σχέση και στα πρόσωπα που είχε γνωρίσει μέσω αυτής, επίσης μέλη της κοινότητας, επεξηγώντας παράλληλα ότι παρά το γεγονός ότι προσπαθούσε να κρατήσει κρυφό τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, οι συναναστροφές της με πρόσωπα που ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός ήταν ευρέως γνωστός, κινούσε υποψίες και για την ίδια. Επιπλέον, ανέφερε ότι παρά το γεγονός ότι οι κοινωνικές συναναστροφές των ομοφυλόφιλων προσώπων λάμβαναν χώρα σε πάρκα κατά τη διάρκεια της νύχτας ή σε νυχτερινά κέντρα, η ίδια ένιωθε την ανάγκη να απελευθερωθεί, επικαλούμενη ότι το έπραξε με τη πρώτη της σχέση, όταν δε κλήθηκε να επεξηγήσει τους λόγους που το έπραξε παρά το νομοθετικό πλαίσιο, το απέδωσε στην αξία της ελευθερίας για το ανθρώπινο είδος. Τέλος, ερωτώμενη για τον τρόπο με τον οποίο βίωνε την παραμονή της τόσο στο Καμερούν όσο και στη Δημοκρατία, απάντησε για το μεν πρώτο ότι ένιωθε φυλακισμένη και δυστυχισμένη, ζώντας με διαρκή φόβο, εν αντιθέσει με τη παραμονή της στη Δημοκρατία, όπου αισθάνεται πλέον ελεύθερη.
Όσον αφορά την κακοποιητική συμπεριφορά εις βάρος της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στον πατέρα των τέκνων της, αλλά και σε μια σειρά από επιθέσεις από τρίτα πρόσωπα. Σε σχέση με το πρώτο, δήλωσε ότι ο γάμος της διήρκησε από τότε που η ίδια ήταν 16 ετών, μέχρι το 2013, όταν και πλέον εγκατέλειψε με τα τέκνα της την συζυγική της οικεία. Περιέγραψε τον έγγαμο βίο της ως ένα διάστημα περιορισμού, κακοποίησης και ψυχολογικής και σωματικής βίας εις βάρος της από τον τότε σύζυγό της, βία που διατηρήθηκε και μετά το χωρισμό τους, με τη μορφή ύβρεων και απειλών κατά της ίδια και των τέκνων της. Όταν, μετά τον χωρισμό τους, τον ενημέρωσε για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, αποκρίθηκε ότι δεν τον ενδιαφέρει, θεωρώντας αδύνατο να ευσταθεί, έχοντας ήδη γεννήσει τα τέκνα τους. Όταν της ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες για τις απειλές εις βάρος της, δήλωσε ότι απειλούσε ότι θα σκοτώσει την ίδια και τα τέκνα τους, ότι περιλάμβαναν δημόσιες προσβολές, ότι η συχνότητα τους ήταν κάθε μια με δύο εβδομάδες και ότι η τελευταία απειλή ήταν ένα έτος περίπου προγενέστερα.
Επιπλέον, δήλωσε ότι περί το 2015, ο σύζυγός της και η οικογένειά του, υπέβαλαν καταγγελία στις αρχές εναντίον της, με αποτέλεσμα να απομακρύνουν τα τέκνα της από την ίδια και αν κρατηθεί για 4 ημέρες. Αναφορικά με τη διαδικασία δήλωσε ότι κατόπιν της καταγγελίας κλήθηκε σε απολογία, όπου λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, κρίθηκε ότι παραβιάζει του ηθικούς κανόνες, ενώ δήλωσε ότι δεν έχει στην κατοχή της την σχετική απόφαση. Ερωτηθείσα σχετικά με την σύντομη κράτησή της, παρά το σχετικό νομοθετικό καθεστώς, δήλωσε ότι δεδομένου ότι ήταν η πρώτη φορά που τη συνέλαβαν και λόγω του ότι ήταν μητέρα, την άφησαν ελεύθερη.
Σε σχέση με τα λοιπά περιστατικά εις βάρος της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι παρά το γεγονός ότι οι επιθέσεις και οι προσβολές εις βάρος της ήταν συχνό φαινόμενο, το πρώτο σοβαρό περιστατικό συντελέστηκε τον Οκτώβριο του 2016, όταν κατά τη διάρκεια οικιακών εργασιών, δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι, με αποτέλεσμα την αιμορραγία της, ενώ συνέχισε να δέχεται χτυπήματα και ύβρεις από τους θύτες, μέχρις ότου παρευρισκόμενα πρόσωπα επενέβησαν, διακομίζοντάς την στο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε για 2 ημέρες. Ερωτηθείσα περαιτέρω για το συμβάν, δήλωσε ότι οι θύτες ήταν πρόσωπα της γειτονιάς, τα οποία ωστόσο δεν γνώριζε προσωπικά και ότι γνώριζαν τον σεξουαλικό της προσανατολισμό λόγω των συναναστροφών της και της σχέση που διατηρούσε εκείνη την περίοδο, ενώ κατονόμασε και τα πρόσωπα που την βοήθησαν. Μετά την νοσηλεία της, απευθύνθηκε τόσο στις αρχές, οι οποίες ήταν απρόθυμες να τη βοηθήσουν, όσο και στον αρχηγό της γειτονιάς, όπου αφού συγκάλεσε συμβούλιο με τα εμπλεκόμενα μέρη, υποχρέωσε την Αιτήτρια σε αποζημίωση, ως υπαίτια του συμβάντος.
Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε μια επίθεση που δέχτηκε στην οικεία της περί το 2017, όταν τα ίδια πρόσωπα που εμπλέκονταν στο προηγούμενο συμβάν, εισήλθαν στην οικεία της, χτυπώντας και καθυβρίζοντάς την. Ενόψει των ανωτέρω, η Αιτήτρια μετοίκησε για τρεις περίπου μήνες στην Edea. Εκεί, δήλωσε ότι βίωσε διακριτική μεταχείριση λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, όπου αφού έγινε γνωστός μέσω των φίλων της που τη επισκέφτηκαν, της ζητήθηκε να αποχωρήσει από τον χώρο που διέμενε. Επιπλέον ανέφερε ότι μία εκ των φίλων της που την επισκέφθηκαν, υπήρξε θύμα βιασμού από αγνώστους, που εισήλθαν στην οικεία τους, με την Αιτήτρια να καταφέρνει να διαφεύγει από το παράθυρο.
Εν συνεχεία, με την επιστροφή της στη Douala, δήλωσε ότι λόγω του τρόπου ζωής της εξακολουθούσε να είναι δέκτης επιθέσεων από τρίτα πρόσωπα, με αποκορύφωμα μια επίθεση τον Δεκέμβριο του 2018, όπου πρόσωπα της γειτονιάς της επιτέθηκαν στον δρόμο, χτυπώντας την στο μάτι με ένα ξύλο και την παραβίαση της οικείας της περί τον Μάρτιο του 2019, όπου αποτέλεσε και το γεγονός που οδήγησε την Αιτήτρια να αποφασίσει να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.
Επιπλέον, τέθηκαν ερωτήσεις στην Αιτήτρια σχετικά με τα μέρη που σύχναζε και τον τρόπο ζωής που ακολουθούσε, εξαιτίας των οποίων έμπαινε στο στόχαστρο της κοινωνίας, ενώ αναφέρθηκε και σε μια επιστολή του αρχηγού της γειτονιάς της, που της ζητούσε να αποχωρήσει, καθώς και σε επιστολή της αστυνομίας που την καλούσε για εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα, γεγονός που η Αιτήτρια συνέδεσε με το σεξουαλικό της προσανατολισμό. Τέλος, δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα τεκμήρια που προσκόμισε.
Σε σχέση με το μελλοντικό της φόβο, δήλωσε ότι υποστεί εκ νέου τις ίδιες καταστάσεις, αναφερόμενη παράλληλα στην απροθυμία του κράτους να τη προστατέψει.
Σχετικά με τη δυνατότητα να της να μετεγκατασταθεί στη Yaoundé του Καμερούν, δήλωσε ότι ως μέλος της LGBT κοινότητας, ο κίνδυνος που θα αντιμετωπίσει θα είναι ο ίδιος.
Προς απόδειξη των ισχυρισμών της η Αιτήτρια προσκόμισε μεταξύ άλλων, 11 φωτοαντίγραφα που σχετίζονται με τις επιθέσεις εις βάρος της και 1 φωτοαντίγραφο μηνυμάτων, που αφορά τις απειλές του πατέρα του τέκνου της προς την ίδια.
Εισηγητική έκθεση – Απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου
Ο αρμόδιος λειτουργός, κατά την εισηγητική του έκθεση, εντόπισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος αφορά την ταυτότητα, τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο δε δεύτερος τον σεξουαλικό της προσανατολισμό. Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε πως η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία αυτού έχει στοιχειοθετηθεί και ως εκ τούτου, έγινε αποδεκτός.
Σε σχέση με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, απερρίφθη, ελλείψει αξιοπιστίας στις δηλώσεις της Αιτήτριας. Σημειώνεται ότι για την αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο λειτουργός χρησιμοποίησε το μοντέλο DSSH (Difference – Stigma – Shame – Harm). Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός υπαγάγοντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας στις κατηγορίες του ανωτέρω μοντέλου, έκρινε για την μεν διαφορετικότητα (Difference) ότι οι δηλώσεις της σχετικά με την συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού, τις σχέσεις της με πρόσωπα του ιδίου φύλου, καθώς και την μεταχείριση που επιφυλάσσει η κοινωνία στα πρόσωπα της LGBTIQ κοινότητας, χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια πληροφοριών και γενικότητα, για το δε στίγμα (Stigma) ότι οι δηλώσεις της σχετικά με τρόπο γνωστοποίησης του σεξουαλικού της προσανατολισμού και των περιστατικών βίας και προσβολών εις βάρος της δεν περιείχαν τον απαραίτητο βαθμό λεπτομέρειας, δεδομένου ότι δεν προσδιόρισε τα περιστατικά, τη συχνότητα και τους υπαιτίους. Όσον αφορά την ντροπή (Shame), κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της σχετικά με την εξωτερίκευση του σεξουαλικού της προσανατολισμού ήταν μη ικανοποιητικές, ενώ τέλος όσον αφορά η βλάβη (Harm), κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της σχετικά με την κράτησή της από τις αρχές, την απομάκρυνση των τέκνων της από την ίδια, και τις απειλές που δέχτηκε από το σύζυγό της, ήταν γενικές και μη ικανοποιητικές, ενώ δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το περιεχόμενο των απειλών και τη συχνότητά τους.
Σε σχέση με την επίθεση εις βάρος της τον Οκτώβριο του 2016, κρίθηκε ότι παρά το γεγονός ότι οι δηλώσεις της σχετικά με τα περιστατικά που ακολούθησαν της επίθεσης εμπεριείχαν επαρκείς λεπτομέρειες, οι δηλώσεις της σε σχέση με την επίθεση αυτή καθ΄ αυτή ήταν γενικές. Εξίσου, και για τις λοιπές επιθέσεις που επικαλέστηκε η Αιτήτρια κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της ήταν γενικές και ανεπαρκείς πληροφοριών. Εν κατακλείδι, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι θα αναμένονταν από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη και συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού, δεδομένου ότι προέρχεται και από μια χώρα όπου ο σεξουαλικός της προσανατολισμός συνιστά αδίκημα.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρατέθηκαν πληροφορίες σχετικά με την μεταχείριση των μελών της LGBTIQ κοινότητας στο Καμερούν, από τις οποίες επιβεβαιώθηκε η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, καθώς και οι επιθέσεις εις βάρος τους τόσο από το κράτος, όσο και από την κοινωνία. Αναφορικά με τα προσκομισθέντα τεκμήρια, κρίθηκε ότι για το μεν φωτογραφικό υλικό που αφορά τις επιθέσεις εις βάρος της δεν προκύπτει σύνδεσμος με τα επικαλούμενα περιστατικά, για το δε απειλητικό μήνυμα από το σύζυγό της, ότι δεν δύναται αν επιβεβαιωθεί ο αποστολέας του.
Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός απερρίφθη από την Υπηρεσία Ασύλου.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη, βάσει του προσωπικού της προφίλ και της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στη Douala, τόπο συνήθους διαμονής της.
Ενόψει των ανωτέρω, αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πλαίσιο του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου.
Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι η συνήγορος της Αιτήτριας προέβαλε επιχειρήματα προς στοιχειοθέτηση του λόγου ακυρώσεως που σχετίζεται με τη μη δέουσα έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου ιδιαίτερα λόγω εσφαλμένης μετάφρασης του αιτήματός της, όπως αυτό καταγράφηκε στη φόρμα καταγραφής, παράλειψη έρευνας του ουσιώδους ισχυρισμού περί βιασμού της, καθώς και παράλειψη διερεύνησης του ισχυρισμού περί κακοποίησης της ως ανήλικο, ισχυρισμοί που κατά την ίδια συνδέονται άμεσα με τον ισχυρισμό περί σεξουαλικού της προσανατολισμού.
Από τη μεριά τους οι Καθ’ ων η Αίτηση εμμένουν στους ισχυρισμούς τους περί δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης εξέτασης του αιτήματος, χωρίς εντούτοις να επιχειρηματολογούν επί του ανωτέρω ισχυρισμού.
Πράγματι, από την αντιπαραβολή της πρωτότυπης αίτησης της Αιτήτριας και της μετάφρασης αυτής, αλλά και από το περιεχόμενο της συνέντευξης και όλου του διοικητικού φακέλου, είναι εμφανής η παράλειψη της Υπηρεσίας να διερευνήσει τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί βιασμού της, αλλά και των λοιπών παραγόντων που κατά την ίδια οδήγησαν στη διαμόρφωση του σεξουαλικού της προσανατολισμού, που αφορά τον πυρήνα του αιτήματός της και συνεπώς οι σχετικές αιτιάσεις των Καθ’ ων περί δέουσας έρευνας απορρίπτονται.
Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό την αρχή της ενδελεχούς εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Βάσει του Προοιμίου της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ υπό παρ. (34): «Οι διαδικασίες εξέτασης των αναγκών διεθνούς προστασίας θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εξετάζουν ενδελεχώς τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας.». Συνακόλουθα, ως έχει κρίνει το ΔΕΕ, «Η εκτίμηση [.] της σοβαρότητας του κινδύνου πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να γίνεται με προσοχή και σύνεση, δεδομένου ότι διακυβεύονται οι ατομικές ελευθερίες και η ακεραιότητα του ανθρώπου, ζητήματα που άπτονται των θεμελιωδών αξιών της Ένωσης.»[1]. Την αρχή της ενδελεχούς εξέτασης έχει εξάλλου υιοθετήσει και το Συμβούλιο της Επικρατείας ενδεικτικά στην απόφασή του 2512/2011, βάσει της οποίας «προκύπτει ότι, ενόψει της φύσεως και της σημασίας των διακυβευομένων αγαθών σε περίπτωση αναγκαστικής επιστροφής του αιτουμένου άσυλο αλλοδαπού στη χώρα του, επιβάλλεται, στο πλαίσιο της, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 4 της Οδηγίας, αξιολόγησης της αιτήσεως προστασίας σε εξατομικευμένη βάση, η ενδελεχής εξέταση των προβαλλομένων ουσιωδών ισχυρισμών»[2].
Με βάση τις ανωτέρω παρατηρήσεις και γραμμή που καθορίστηκε από τη νομολογία σε σχέση με την ερμηνεία των διατάξεων των Ευρωπαϊκών Οδηγιών για το Άσυλο, έκρινα ότι το Δικαστήριο όφειλε να διασαφηνίσει στοιχεία που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματος της Αιτήτριας και να λάβει επιπρόσθετες πληροφορίες από την Αιτήτρια, εφόσον το αίτημα της δεν εξετάστηκε δεόντως από τη διοίκηση, η οποία παρέβλεψε και/ή δεν έλαβε υπόψιν στοιχεία τα οποία ενδεχομένως ήταν καθοριστικά για την έκβαση της αίτησης ασύλου της. Όπως διαφάνηκε από τα πρακτικά ημερομηνίας 19 Μαρτίου 2024, το Δικαστήριο έθεσε ερωτήματα ως προς τη δικαιοδοσία του και παρέπεμψε σε δική του απόφαση με αριθμό 1259/22, όπου έγινε σχετική ανάλυση. Στα πρακτικά ημερομηνίας 20 Μαΐου 2024, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινήσεις, το Δικαστήριο αποφάσισε να ασκήσει τη δικαιοδοσία του για πλήρη και ουσιαστική εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας και προς τούτο κάλεσε την Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της, ώστε να παρευρεθεί στο Δικαστήριο και απαντήσει σε πρόσθετες διευκρινιστικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου.
Κατά την ακροαματική διαδικασία που έλαβε χώρα στις 12/6/2024, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε την οικογενειακή της κατάσταση και τη σχέση που διατηρεί με τέκνα της, επικαλούμενη δυσκολίες στην επικοινωνία εξαιτίας του πατέρα τους. Σχετικά με τη διαβίωσή της στη Δημοκρατία, δήλωσε ότι δέχεται διακριτική μεταχείριση από ομοεθνείς της, λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Αναφέρθηκε σε δύο σχέσεις που διατηρούσε, η πρώτη με άρρεν Νιγηριανής καταγωγής και η δεύτερη με θήλυ ομοεθνή της που διήρκησε περί τους 6 μήνες. Αναφορικά με τη πρώτη σχέση, δήλωσε ότι του είχε μιλήσει για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και αργότερα όταν το επικοινώνησε και στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας, αποτέλεσε και τον λόγο χωρισμού τους.
Ερωτηθείσα περαιτέρω για τη στοχοποίηση και περιθωριοποίησή της από τη κοινότητα της στη Δημοκρατία αναφέρθηκε σε περιστατικά όπου οικεία της πρόσωπα, της μετέφεραν λόγια λοιπών προσώπων που την κακολογούσαν.
Όσον αφορά το σεξουαλικό της προσανατολισμό, επιβεβαίωσε ότι είναι αμφιφυλόφιλή, επεξηγώντας πως η έλξη που νιώθει για κάθε φύλο είναι μια φυσιολογική διαδικασία που δεν μπορεί να προσδιορίσει, δηλώνοντας παράλληλα ότι τα τελευταία χρόνια προτιμά τις σχέσεις με πρόσωπα του ιδίου φύλου, καθώς νιώθει πιο ασφαλής. Ερωτηθείσα σχετικώς με την παραπάνω προτίμηση της και τη σχέση που είχε στη Δημοκρατία πρόσωπο του αντίθετου φύλου, δήλωσε ότι δεν ένιωθε έλξη, αλλά εντάσσονταν σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τα πρότυπα, φοβούμενη ότι άλλως θα κριθεί από την κοινότητά της.
Ως προς την εξέλιξη και συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού, αναφέρθηκε στην κακοποίηση που βίωσε ως ανήλικο τέκνο και μέχρι τον χωρισμό της από τον πατέρα των τέκνων της. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στην κακοποιητική συμπεριφορά από τους θείους της και τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό της από τον αδερφό της θείας της από την ηλικία των 13 μέχρι τα 15, πρόσωπο με το οποίο παντρεύτηκε σε ηλικία των 15 ετών και παρέμειναν μαζί περίπου για ένα έτος, εξαναγκαζόμενη να επιστρέψει στην οικεία της θείας της, μη διαθέτουσα κάποιο άλλο υποστηρικτικό δίκτυο. Περαιτέρω, δήλωσε ότι σε ηλικία 16 ετών, γνώρισε τον πατέρα των τέκνων της, βλέποντας στο πρόσωπο του τη διαφυγή της από τη πρότερα κατάσταση, αναφερόμενη εκ νέου σε βίαια και κακοποιητική συμπεριφορά εις βάρος της.
Όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να επεξηγήσει τη σύνδεση των παραπάνω με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, δήλωσε ότι μετά τον χωρισμό της άρχισε να αναζητά την ταυτότητα της και η επαφή της με τη πρώτη της σχέση, τα κοινά βιώματα και τα συναισθήματα τρυφερότητας, αγάπης και έλξης, την βοήθησαν να τον ανακαλύψει.
Περαιτέρω, η Αιτήτρια επανέλαβε τους ισχυρισμούς της περί απομάκρυνσης των τέκνων της από την ίδια, και την φυλάκισή της για 4 ημέρες, κατόπιν καταγγελίας του πατέρα των τέκνων, επεξηγώντας πως δεδομένου ότι οι αρχές κινήθηκαν βάσει καταγγελίας και όχι αυτόφωρης διαδικασίας και ενόψει του ότι ήταν η πρώτη φορά που συνελήφθη, αφέθηκε ελεύθερη, χωρίς να κινηθεί περαιτέρω η διαδικασία.
Επιπλέον, η Αιτήτρια ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι περί το 2014 υπήρξε θύμα βιασμού από αγνώστους, αποδίδοντάς το στο σεξουαλικό της προσανατολισμό. Όταν της ζητήθηκε να επεξηγήσει, δήλωσε ότι πιστεύει ότι αποσκοπούσε στην τιμωρία της λόγω των προτιμήσεων της, που είχαν γίνει γνωστές λόγω των συναναστροφών της. Αναφέρθηκε επίσης στην καταγγελία του συμβάντος στις αρχές, χωρίς εντούτοις να υπάρξει κάποια εξέλιξη στην υπόθεσή της.
Όσον αφορά την κατάσταση της υγείας της, δήλωσε ότι παρακολουθείται από αρμόδιους ιατρούς, χωρίς εντούτοις να λαμβάνει κάποια θεραπεία.
Τέλος, ως προς τον μελλοντικό της φόβο, αναφέρθηκε στην κλήση που είχε λάβει από την αστυνομία για να παρουσιαστεί ενώπιον τους, καθώς και στον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού.
Με την συμπληρωματική γραπτή αγόρευση η συνήγορος της Αιτήτριας, επανέλαβε τους ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης εξέτασης της αίτησης εκ μέρους της Υπηρεσίας και ήγειρε ζητήματα διερμηνείας που προέκυψαν στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία. Κατέγραψε δε τις απαντήσεις που έδωσε η Αιτήτρια στο Δικαστήριο, οι οποίες συμπληρώνουν στοιχεία που εξέλειπαν από τις συνεντεύξεις της λόγω παράλειψης του λειτουργού να θέσει σχετικές ερωτήσεις και υπεραμύνεται της αξιοπιστίας της Αιτήτριας αφού γενικά επιβεβαιώνονται λεπτομέρειες των ισχυρισμών της και της δίωξης που υπέστη ενώ βρισκόταν στη χώρα της. Τέλος επιχειρηματολόγησε υπέρ της αναγνώρισης της Αιτήτριας ως δικαιούχο διεθνούς προστασίας λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού.
Από τη μεριά τους οι Καθ’ων η αίτηση με την συμπληρωματική τους αγόρευση επανέλαβαν τη θέση τους περί δέουσας και πλήρους έρευνας της Υπηρεσίας, είναι δε η θέση τους ότι τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας του δεύτερου ισχυρισμού της Αιτήτριας δεν ανατρέπονται από τις δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρέπεμψαν δε στα πρακτικά των συνεντεύξεων της Αιτήτριας, ισχυριζόμενοι ότι ίδιες ερωτήσεις τέθηκαν και από το Δικαστήριο. Τέλος υποστήριξαν ότι κανένας λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και ακόμα και αν το Δικαστήριο πειστεί περί του σεξουαλικού προσανατολισμού της Αιτήτριας, η αντιμετώπιση της στο Καμερούν δεν έφτασε στο επίπεδο δίωξης για να μπορεί να της δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Προχωρώντας, στα πλαίσια του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ως προβλέπεται και από το άρθρο 46(3) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, έχει υποχρέωση να πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ». Στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση "ex nunc" αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Περαιτέρω, η χρήση του επιθέτου «πλήρης» στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της αρχής αυτής (βλ. σχετικά και την απόφαση του ΔΕΕ C-585/16, Serin Alheto, ημερ. 25/07/18).
Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω επιπρόσθετα, την πλημμελή αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης, αφενός μεν λόγω παράλειψης αξιολόγησης βασικών πτυχών του αιτήματος της προσφεύγουσας, αφετέρου ελλείψει ουσιαστικής αξιολόγησης των ισχυρισμών. Ειδικότερα, από το σώμα της προσβαλλόμενης, προκύπτει ότι ο Καθ’ ων επαφέθηκαν στην παράθεση των ισχυρισμών της Αιτήτριας κατηγοριοποιώντας τους βάσει του προαναφερόμενου μοντέλου (DSSH), χωρίς εντούτοις να προκύπτει αξιολόγηση τους, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, αρκούμενοι απλώς ότι οι ισχυρισμοί ήταν γενικοί και μη ικανοποιητικοί. Η απλή παράθεση των ισχυρισμών και η χρησιμοποίηση των δεικτών αξιοπιστίας μόνον ως επιθετικούς προσδιορισμούς, χωρίς επεξήγηση και πλήρη αιτιολόγηση, καθιστά την αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης πλημμελή και συνεπώς ακυρωτέα, αφού δεν προκύπτει καθαρά ο τρόπος με τον οποίο προέκυψε το συμπέρασμα αναξιοπιστίας του λειτουργού.
Επί της ουσίας του δεύτερου ισχυρισμού, κρίνω ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας, εμφανίζονται στο σύνολό τους σαφείς, με επαρκείς πληροφορίες και βιωματικά στοιχεία, συνεπείς χρονικά και λογικά μεταξύ τους. Ειδικότερα, η Αιτήτρια υπήρξε αρκετά σαφής και λεπτομερής στους λόγους ψυχικής και σεξουαλικής απομάκρυνσής της από πρόσωπα αντίθετου φύλου, αποδίδοντάς στην ψυχολογική φθορά της λόγω της κακοποίησης και των κατ’ εξακολούθηση βιασμών που υπέστη ως ανήλικη, αλλά και της μετέπειτα απαξιωτικής και επιθετικής συμπεριφοράς που βίωσε από τον πατέρα των τέκνων της. Υπήρξε αρκετά λεπτομερής για τις συνθήκες που βίωνε στην οικία των θείων της, ενώ οι περιγραφές της σχετικά με τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό της από συγγενικό της πρόσωπο προσιδίαζαν σε πρόσωπο που εξιστορούνταν ιδία βιώματα, παρέχοντας επαρκείς λεπτομέρειες για το χρονικό πλαίσιο που συντελούταν, τις αντιδράσεις της ίδιας και των οικείων της, την εγκυμοσύνη, τον τρόπο αποβολής του τέκνου και την επίδραση που είχε στην ίδια, αλλά και τον μετέπειτα γάμο της με τον θύτη της και τον λόγο του χωρισμού τους.
Αρκετά σαφής υπήρξε και σε σχέση με τον μετέπειτα σύντροφό της και πατέρα των τέκνων της, αποδίδοντας τα κίνητρα που την οδήγησαν σε αυτή τη σχέση της, τον συναισθηματικό της κόσμο και περιγράφοντας την πορεία που ακολούθησε η σχέση μέχρι τον χωρισμό τους αλλά και έπειτα με την τροπή που πήρε η μεταξύ τους σχέση λόγω της αποκάλυψης του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Σε σχέση με το τελευταίο, η Αιτήτρια αν και με τρόπο λιτό ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά τη γνωστοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού, να αποδώσει τη μεταξύ τους στιχομυθία και την αντίδραση που εισέπραξε, αλλά και τη συνεχιζόμενη υποτιμητική συμπεριφορά εις βάρος της και τη καταγγελία που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση των τέκνων της και την φυλάκιση της ίδιας.
Περαιτέρω, αν και λιτή, απέδωσε κατά τρόπο βιωματικό την ανάγκη της για δημιουργία ενός νέου πλαισίου ζωής, τη συγκυριακή επαφή της με το πρόσωπο που έμελλε να είναι η πρώτη της σχέση, επεξηγώντας τους λόγους που τις έφεραν κοντά και περιγράφοντας τα συναισθήματα της, αποδίδοντας την εξέλιξη στο αίσθημα ελευθερίας και ασφάλειας που βίωνε, ισχυρισμοί που εμφανίζονται συνεπείς με το ιστορικό της Αιτήτριας. Παρομοίως υπήρξε σαφής με όλα τα πρόσωπα που διατήρησε ερωτική σχέση, περιγράφοντας τις φυσιογνωμίες τους, τον τρόπο γνωριμίας τους, την εξέλιξη της σχέσης τους και τη καθημερινότητά τους.
Όσον αφορά την ορατότητα του σεξουαλικού της προσανατολισμού, οι απαντήσεις τις Αιτήτριας εμφανίζονται εύλογες και διακατέχονται από βιωματικότητα, καθώς περιέγραψε με επαρκή τρόπο τόσο τη προσπάθεια της να αποκρύψει τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, όσο και την ανάγκη που βίωνε για έκφραση και απελευθέρωση, την ανάγκη ης να ζει μια φυσιολογική ζωή. Εν προκειμένω, οι απαντήσεις της Αιτήτριας που κρίθηκαν ως μη ικανοποιητικές από τον αρμόδιο λειτουργό, απεικονίζουν με γλαφυρότητα τον συναισθηματικό της κόσμο της και την εσωτερική της διαμάχη μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας. Η ανάγκη δε για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς, την ελευθερία έκφρασής και αυτοδιάθεσης επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να κριθεί ως μη ικανοποιητική, μόνο λόγω των επιπτώσεων της πράξης αυτής, όπως εσφαλμένα αξιολόγησε η Υπηρεσία. Περαιτέρω, ήταν σε θέση να απαντήσει με λογική συνέπεια και με τρόπο εύλογο πως λόγω των συναναστροφών της, με πρόσωπα της LGBTIQ κοινότητας, τέθηκε και η ίδια στο στόχαστρο της κοινωνίας.
Εξάλλου, σχετικά με τις επιθέσεις που δέχτηκε υπήρξε αρκετά σαφής και λεπτομερής για τα συμβάντα, παραδοχή που εξάλλου προέβη και ο λειτουργός της Υπηρεσίας. Πράγματι οι αφηγήσεις της Αιτήτριας εμπεριείχαν την ευλόγως αναμενόμενη επάρκεια πληροφοριών, περιγράφοντας βιωματικά την κάθε επίθεση εις βάρος της, τον τρόπο διαφυγής της, του θύτες, κατονομάζοντας κάποιους από αυτούς, την νοσηλεία της και τις άκαρπες προσπάθειες της να ζητήσει προστασία από τις αρχές του κράτους της. Ακόμα, και σε σχέση με την εμπλοκή του αρχηγού της γειτονιάς, οι απαντήσεις της παρουσιάστηκαν εύλογες και επαρκείς πληροφοριών, τόσο για την διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και για την ετυμηγορία και την αποζημίωση κλήθηκε η ίδια να πληρώσει.
Εν συνεχεία, η Αιτήτρια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αναφέρθηκε το πρώτον σε βιασμό που υπέστη το 2014 από αγνώστους, αποδίδοντας τα αίτια στον σεξουαλικό της προσανατολισμό. Σε σχέση με τον ισχυρισμό της, η Αιτήτρια υπήρξε αρκετά σαφής για το συμβάν, το χρόνο και το πλαίσιο που συντελέστηκε, καθώς και τις ενέργειες που προέβη έπειτα, την νοσηλεία της και την ανεπιτυχή προσπάθεια της να απευθυνθεί στις αρχές της χώρας καταγωγής της. Μάλιστα, οι απαντήσεις της σχετικά με τον τρόπο που τα πρόσωπα αυτά είχαν πληροφορηθεί το σεξουαλικό της προσανατολισμό, παρουσιάζονται με λογική και χρονική συνέπεια, δεδομένου ότι όπως είχε προαναφέρει είχε ήδη συναναστροφές με την πρώτη της ερωτική σύντροφο.
Τέλος, σχετικά με την διαβίωσή της στη Δημοκρατία και τον τρόπο που βιώνει τη σεξουαλικότητα της, κρίνω ότι οι απαντήσεις ήταν συνεκτικές και συνεπείς με τον πυρήνα των ισχυρισμών της, αναφερόμενη στις δύο σχέσεις που συνήψε, επεξηγώντας επαρκώς τους λόγους που η πρώτη της σχέση ήταν με πρόσωπο διαφορετικού φύλου, και εκφράζοντας τον συναισθηματικό της κόσμο για την επιλογή αυτή. Όσον αφορά δε την διακριτική μεταχείριση που φέρεται να βίωσε στη Δημοκρατία από μέλη της κοινότητάς της, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονται από αοριστία και γενικότητα, αναφερόμενη ως επί τω πλείστων σε λόγια τρίτων, χωρίς σαφείς αναφορές και αναφερομένη κυρίως σε εικασίες της ίδιας, παρά σε συγκεκριμένα γεγονότα. Εντούτοις, οι ασάφειες αυτές ουδόλως επηρεάζουν την συνολική αξιοπιστία της Αιτήτριας, η οποία κατοχυρώθηκε.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, η Αιτήτρια προσκόμισε φωτοαντίγραφα εικόνων από τις επιθέσεις στην ίδια και στην οικεία της. Τα εν λόγω τεκμήρια, αν και χαμηλής αποδεικτικής ισχύος, δεδομένου ότι ούτε ο εκδότης, ούτε ο χρόνος έκδοσης προκύπτει από το σώμα τους, είναι συνεπή με τους ισχυρισμούς τις Αιτήτριας.
Σχετικά με το νομικό πλαίσιο και τη μεταχείριση που τυγχάνουν τα μέλη της LGBTIQ κοινότητας στο Καμερούν, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία, σύμφωνα με την έκθεση του US Department of State για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καμερούν κατά το έτος 2022, η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2023 παρατίθεται ότι «η συναινετική σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ενηλίκων του ίδιου φύλου απαγορεύεται και τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών έως πέντε ετών και με επιβολή χρηματικού προστίμου».[3] Εξάλλου, σε έκθεση της κρατικής γραμματείας για την μετανάστευση-State Secretariat for Migration της Ελβετίας, γίνεται μνεία στο άρθρο 347-1 του Ποινικού Κώδικα του Καμερούν, που διατηρήθηκε κατά την αναθεώρηση του 2016, και το οποίο ορίζει ότι: «Κάθε άτομο που έχει σεξουαλική επαφή με άτομο του ιδίου φύλου, τιμωρείται με φυλάκιση από έξι (6) μήνες έως πέντε (5) έτη και με χρηματικό ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) φράγκα».[4] Πράγματι έκθεση της αυστριακής ACCORD επιβεβαιώνει το 2021 το ανωτέρω νομικό πλαίσιο.[5]
Όσον αφορά τη μεταχείριση που τύγχαναν τα μέλη της LGBTIQ κοινότητας την επίμαχη περίοδο, από διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης προέκυψαν τα εξής:
Η Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων 2017 - Καμερούν αναφέρει ότι τα μέλη της κοινότητας LGBTI συνέχισαν να δέχονται ανώνυμες απειλές μέσω τηλεφώνου, μηνυμάτων και email, καθώς και να αντιμετωπίζουν κοινωνικό στιγματισμό, παρενόχληση και διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων απειλών για "διορθωτικό" βιασμό. Ωστόσο, υπήρχε αυξανόμενη διστακτικότητα από μέρους τους να μιλήσουν ανοιχτά. Τόσο η αστυνομία όσο και πολίτες φέρονται να συνέχιζαν να εκβιάζουν χρήματα από άτομα που θεωρούνταν LGBTI, απειλώντας να τα εκθέσουν. Για παράδειγμα, την 1η Ιουνίου, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανέφεραν ότι η διοίκηση της Εταιρείας Ακινήτων του Καμερούν διέταξε τον Franz Mananga, εκτελεστικό διευθυντή της Alternatives Cameroon, να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του, το οποίο νοίκιαζε από την εταιρεία, επειδή οι γείτονές του υπέβαλαν καταγγελία εναντίον του για ομοφυλοφιλία.[6]
Περαιτέρω, σύμφωνα με έκθεση του 2018, οργανώσεις για τα δικαιώματα των Λεσβιών, Γκέι, Αμφιφυλόφιλων, Τρανς και Ίντερσεξ ατόμων (LGBTI), όπως το Ίδρυμα Καμερούν για το AIDS (CAMFAIDS), το Humanity First Cameroon, το Alternatives Cameroun, το Εθνικό Παρατηρητήριο για τα Δικαιώματα των LGBTI Ατόμων και των Υπερασπιστών τους, και άλλες, ανέφεραν αρκετές συλλήψεις ατόμων της LGBTI κοινότητας. Τα LGBTI άτομα δέχονταν ανώνυμες απειλές μέσω τηλεφώνου, μηνυμάτων και email, συμπεριλαμβανομένων απειλών για "διορθωτικό" βιασμό, αλλά οι αρχές δεν διερεύνησαν τις καταγγελίες παρενόχλησης.[7]
Τον Απρίλιο, η αστυνομία συνέλαβε τέσσερις ακτιβιστές και έναν φύλακα στα γραφεία της AJO, μιας οργάνωσης που ασχολείται με την εκπαίδευση για τον HIV σε άνδρες που έχουν σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες (MSM) και άλλες ευάλωτες ομάδες. Παρέμειναν στη φυλακή για μία εβδομάδα με αβάσιμες κατηγορίες ομοφυλοφιλίας, προτού ένας δικηγόρος εξασφαλίσει την αποφυλάκισή τους. Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Καμερούν κατέγραψαν τη σύλληψη τουλάχιστον 25 ανδρών και τουλάχιστον δύο γυναικών με κατηγορίες ομοφυλοφιλίας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018. Επίσης, ανέφεραν πολλές περιπτώσεις σωματικής βίας από ιδιώτες εις βάρος ατόμων της LGBT κοινότητας.[8]
Η Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων 2018 - Καμερούν ανέφερε ότι οι δικηγόροι που εκπροσωπούσαν ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα δέχτηκαν απειλές ακριβώς για αυτό το λόγο. Τόσο η αστυνομία όσο και οι πολίτες φέρεται να συνέχισαν να εκβιάζουν ΛΟΑΤΚΙ άτομα απειλώντας να τα καταδώσουν ζητώντας σε αντάλλαγμα δωροδοκία.[9] Το Συμβούλιο για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά επιβεβαιώνει ότι είναι σχεδόν αδύνατη η πρόσβαση σε κρατική προστασία για τις μειονότητες λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, διότι ακόμη και όταν είναι οι καταγγέλλοντες, όταν αποκαλυφθεί ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός στους ανακριτές, τα θύματα μετατρέπονται σε θύτες και όταν δεν πέφτουν θύματα απάτης από τους ανακριτές, ο λόγος καταγγελίας μετατρέπεται σε «ομοφυλοφιλία» και φυλακίζονται.[10]
Σε άρθρο της οργάνωσης Rights Africa από τον Δεκέμβριο του 2018 σημειώνονται τα ακόλουθα: «Μια λίστα με 82 φερόμενους ομοφυλόφιλους διαδίδεται στο Καμερούν, η οποία δημοσιεύεται ανώνυμα και διανέμεται ηλεκτρονικά μέσω των κοινωνικών δικτύων. «Ξεκίνησε στις 11 Δεκεμβρίου [2018] ως έγγραφο PDF που επισυνάπτεται σε ηλεκτρονικά μηνύματα με τίτλο «Λίστα ομοφυλόφιλων στο Καμερούν και ένα μέρος από τις βρώμικες πράξεις τους».[11] Η αναφορά για την ομοφοβία στα μέσα ενημέρωσης τον Ιούλιο του 2019, από την οργάνωση Erasing 76 Crimes ανέδειξε ένα δημοφιλές τηλεοπτικό κανάλι «Vision 4» και την εκπομπή του με τίτλο «Tour d'Horizon» που συζητά κοινωνικά ζητήματα. Οι δημοσιογράφοι της εκπομπής περιέγραψαν την ομοφυλοφιλία ως «ενάντια στη φύση» και ως κάτι εξωγήινο που επιβάλλεται από τη Δύση. [12] Σε άλλο δημοσίευμα της ίδιας οργάνωσης αναφέρεται ότι στο Καμερούν, βίαιος ομοφοβικός όχλος μπορεί να επιτεθεί σε ΛΟΑΤΚΙ άτομα, αλλά δεν σταματά εκεί. Επιτίθενται επίσης στις οικογένειες των LGBT ατόμων.[13]
Οι ανωτέρω πηγές επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις τις Αιτήτριας σχετικά με τη διακριτική μεταχείριση, τις απειλές και τις επιθέσεις που δέχονταν τα μέλη της LGBTIQ κοινότητας στο Καμερούν, καθώς και την αδυναμία τους να προσφύγουν στις αρμόδιες αρχές για προστασία κατά την περίοδο που αυτή βρισκόταν στη χώρα καταγωγής της. Συνεπώς, δεδομένου του ότι κατοχυρώθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της Αιτήτριας, αυτός γίνεται δεκτός στο σύνολό του.
Νομική ανάλυση
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου:
«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.
Συνεπώς, κατ’ αρχάς το Δικαστήριο θα αξιολογήσει αν ο φόβος της Αιτήτριας, περί στοχοποίησής και εκδίωξής τους από τις αρχές τις χώρας καταγωγής της, λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού βάσει των όσων έγιναν αποδεκτά ανωτέρω, είναι βάσιμος και δικαιολογημένος.
Εξωτερικές πηγές πληροφόρησης
Πέραν των όσων πληροφοριών παρατέθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σχετικά με τη πρόσφατη κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν για τα μέλη της LGBTIQ κοινότητας.
Σύμφωνα με ετήσια έκθεση του Human Rights Watch για το Καμερούν η οποία καλύπτει τα γεγονότα του 2022 και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2023, παρατίθεται ότι «από τον Μάρτιο έως τον Μάιο, οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν αυθαίρετα τουλάχιστον 6 άτομα και κράτησαν άλλους 11, για υποτιθέμενη ομοφυλοφιλική συναινετική συμπεριφορά και μη συμμόρφωση με το φύλο. Τον Απρίλιο, ένα πλήθος περίπου οκτώ ανδρών, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με μαχαίρια, ματσέτες και ξύλινες σανίδες, επιτέθηκαν σε μια ομάδα τουλάχιστον 10 ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Χωροφύλακες συνέλαβαν και ξυλοκόπησαν τουλάχιστον δύο από τα θύματα. Επίσης, παρατηρήθηκε μια άνοδος της βίας και της κακοποίησης κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στο Καμερούν το 2022».[14]
Επιπρόσθετα, η έκθεση του US Department of State όπως αναφέρεται και ανωτέρω, παραθέτει ότι «οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ΛΟΑΤΚΙ+ […] συνέχισαν να αναφέρουν αυθαίρετες συλλήψεις ατόμων ΛΟΑΤΚΙ+. Τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ συνέχισαν να αντιμετωπίζουν σημαντικό στίγμα, βία και διακρίσεις από τις οικογένειές τους, τις κοινότητές τους και την κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού επιβολής του νόμου.[…] Ανέκδοτες αναφορές έδειξαν ότι ορισμένα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ήταν θύματα «διορθωτικού βιασμού» για να αλλάξουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους». Επίσης, η ίδια έκθεση κάνει μνεία σε έκθεση της ΜΚΟ Human Rights Watch, όπου καταγράφηκε συμβάν που συνέβη στις 10 Απριλίου, όταν δύο ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα κατήγγειλαν σε χωροφύλακες ότι δέχθηκαν επίθεση και οι χωροφύλακες τους ξυλοκόπησαν. Οι άνδρες δήλωσαν ότι οι χωροφύλακες τους κράτησαν στο πάτωμα απειλώντας τους να τους σκοτώσουν, έψαξαν τα κινητά τους τηλέφωνα, τους διέταξαν να βγάλουν τα παπούτσια τους και χτύπησαν τα πέλματα των ποδιών τους με ματσέτα. Σύμφωνα με πληροφορίες, αφέθηκαν ελεύθεροι την επόμενη μέρα μετά από χρηματισμό των αρχών.[15]
Επιπλέον, νόμος για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο τιμωρεί όσους ζητούν ομοφυλοφιλικές σχέσεις μέσω διαδικτύου με ποινές φυλάκισης δύο ετών. Πρόσωπα που διαμένουν στο Καμερούν διώκονται συχνά χωρίς να υπάρχουν στοιχεία σεξουαλικής δραστηριότητας, μόνο με την υποψία ότι είναι ομοφυλόφιλοι.[16]
Σε άρθρο της Human Rights Watch με ημερομηνία δημοσίευσης την 3η Μαρτίου 2022, θεωρήθηκε ως θετική εξέλιξη για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η απόφαση του Δικαστηρίου του Καμερούν να επιβάλλει ποινή φυλάκισης 6 μηνών αλλά και πρόστιμο 50000 φράγκων σε έναν από τους δράστες της βίαιης επίθεσης κατά ενός ίντερσεξ/μεσοφυλικού ατόμου το 2021 στην πρωτεύουσα του Καμερούν, Yaounde. Το ίδιο άρθρο συνεχίζει ότι το Νοέμβριο του 2021, βίαιος όχλος παρενόχλησε σεξουαλικά, χτύπησε και απείλησε την 27 ετών Σάρα ενώ άλλοι βιντεοσκοπούσαν την επίθεση και την κυκλοφόρησαν στην συνέχεια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.[17]
Σύμφωνα με έκθεση του 2024 της ΜΚΟ The Advocates for Human Rights επιβεβαιώνονται οι ως άνω πληροφορίες παραπέμποντας σε πληθώρα περιστατικών εις βάρος της LGBTIQ κοινότητας. Ενδεικτικά όπως αναφέρεται στην Έκθεση, η κυβέρνηση του Καμερούν ποινικοποιεί τις σεξουαλικές πράξεις μεταξύ συναινούντων ενήλικων ατόμων του ιδίου φύλου και ποινικοποιεί τις επικοινωνίες σχετικά με σεξουαλικές προτάσεις ατόμων του ιδίου φύλου. Τα άτομα LGBTIQ+ αντιμετωπίζουν βία από κρατικούς φορείς. Η αστυνομία συνεχίζει να συλλαμβάνει αυθαίρετα, να παρενοχλεί και να απειλεί μέλη της LGBTIQ+ κοινότητας. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η Κυβέρνηση διερευνά αναφορές και καταγγελίες για βασανιστήρια από τις δυνάμεις ασφαλείας κατά της LGBTIQ+ κοινότητας. Η αστυνομία συμμετέχει ή συγκαλεί επιθέσεις εναντίον ατόμων LGBTIQ+. Τα άτομα LGBTIQ+ αντιμετωπίζουν επίσης βία από μη κρατικούς φορείς. Τα μέλη της κοινότητας υποβάλλουν τα άτομα LGBTIQ+ σε ανθρωποκυνηγητό και ομαδικές επιθέσεις. Τα απειλούν, τα παρενοχλούν και τα επιτίθενται με σωματική και σεξουαλική βία. Παρόλο που υπήρξε περίπτωση στην οποία η Κυβέρνηση του Καμερούν επικύρωσε καταδίκη για επίθεση εναντίον ενός ιντερσεξ ατόμου, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν άλλες περιπτώσεις στις οποίες η Κυβέρνηση διερεύνησε και έφερε σε ποινική ευθύνη μη κρατικούς φορείς για επιθέσεις κατά ατόμων LGBTIQ+. Πολλά άτομα LGBTIQ+ που βιώνουν βία δεν το αναφέρουν για φόβο ότι θα συλληφθούν και θα υφίστανται περαιτέρω θυματοποίηση.[18]
Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών, προκύπτει ότι η κατάσταση για τα μέλη της LGBTIQ κοινότητας στο Καμερούν παραμένει ίδια και επίφοβη, με σωρεία παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους, αντιμετώπιση ποινικών κυρώσεων λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, αυθαίρετες συλλήψεις, βασανισμούς, βία και διακριτική μεταχείριση τόσο από τους κρατικούς φορείς όσο και από την κοινωνία. Λαμβάνοντας υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ήτοι ενός προσώπου που ήδη βρέθηκε αντιμέτωπη πλείστες φορές με τον κρατική και κοινωνική βία λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, που κακοποιήθηκε σεξουαλικά, δέχτηκε σωματικές και ψυχολογικές επιθέσεις, στιγματίστηκε τόσο στην κοινωνία όσο και στις κρατικές αρχές με τις καταγγελίες που έγιναν εις βάρος της, εύλογα αναμένεται ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους ίδιους κινδύνους αν επιστρέψει στον τόπο συνήθους διαμονής της.
Εξάλλου, σημειώνεται όπως προβλέπει το άρθρο 18(4) του Περί Προσφύγων Νόμου (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου), «Το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άµεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιµος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγµατικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιµοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.».
Πράξεις δίωξης
Σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου:
«3Γ.-(1) Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:
(α) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή
(β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).
[…]
Σύμφωνα με τη θεωρία, η δίωξη με την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης νοείται ως μια μεταχείριση που προκαλεί σοβαρή βλάβη στο υποκείμενο και που χαρακτηρίζεται από επιμονή και συστηματικότητα. Συγκεκριμένα, δίωξη αποτελεί η διαρκής ή συστηματική παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων η οποία αποδεικνύει την αποτυχία της κρατικής προστασίας σε σχέση με τις βασικές αξιώσεις που έχουν αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα.[19] Εξάλλου, το αν μια μεταχείριση ανάγεται τελικά σε δίωξη με την έννοια αυτή αποτελεί και ζήτημα έντασης, καθώς μπορεί να είναι ακραία σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα περιστατικό να είναι αρκετό, ενώ μπορεί να είναι λιγότερο επιβλαβής και έτσι να ανάγεται σε δίωξη μόνο αν τα περιστατικά επαναλαμβάνονται.[20] Τέλος, η έννοια της δίωξης δεν ορίζεται στη Σύμβαση του 1951, όμως από το άρθρο 33 της σύμβασης μπορεί να συναχθεί ότι η απειλή κατά της ζωής ή της ελευθερίας συνιστούν δίωξη.[21]
Όπως απεφάνθη το ΔΕΕ στις συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C-199/12, C-200/12 και C-201/12 (X, Y, Z), σκέψεις 51 επόμενες:
«51. Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 9 της οδηγίας ορίζει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατό να θεωρηθεί ότι πράξεις συνιστούν δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, της Συμβάσεως της Γενεύης. Εν προκειμένω, το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, διευκρινίζει ότι οι σχετικές πράξεις πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσεως ή της επαναλήψεώς τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή προσβολή βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, και ειδικότερα των απόλυτων δικαιωμάτων από τα οποία βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ δεν χωρεί παρέκκλιση.
52. Επιπλέον, το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας διευκρινίζει ότι ως δίωξη πρέπει να θεωρείται επίσης η σώρευση διαφόρων μέτρων, περιλαμβανομένων προσβολών δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία είναι αρκούντως σοβαρή ώστε να θίγει ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας.
53. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για να συνιστά μια προσβολή των βασικών δικαιωμάτων δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, της Συμβάσεως της Γενεύης, η προσβολή αυτή πρέπει να έχει κάποιο επίπεδο σοβαρότητας. Κατά συνέπεια, κάθε προσβολή των βασικών δικαιωμάτων ενός ομοφυλόφιλου αιτούντος άσυλο δεν θα φθάνει κατ' ανάγκην σε αυτό το επίπεδο σοβαρότητας.
54. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ευθύς εξαρχής ότι τα βασικά δικαιώματα που συνδέονται ειδικά με τον επίμαχο σε κάθε μία από τις υποθέσεις των κύριων δικών γενετήσιο προσανατολισμό, όπως το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, στο οποίο αντιστοιχεί το άρθρο 7 του Χάρτη, σε συνδυασμό, αν παρίσταται ανάγκη, με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, από το οποίο εμπνέεται το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν περιλαμβάνονται στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.
55. Υπό τις συνθήκες αυτές, απλώς και μόνον η ύπαρξη νομοθεσίας που ποινικοποιεί ομοφυλοφιλικές πράξεις δεν δύναται να θεωρηθεί πράξη θίγουσα τον αιτούντα κατά τόσο σημαντικό τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται το επίπεδο σοβαρότητας που είναι αναγκαίο για να θεωρηθεί ότι η ποινικοποίηση αυτή συνιστά δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας.
56. Αντιθέτως, η ποινή φυλακίσεως ή καθείρξεως με την οποία συνοδεύεται νομοθετική διάταξη η οποία, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, ποινικοποιεί ομοφυλοφιλικές πράξεις δύναται, από μόνη της, να αποτελέσει πράξη διώξεως υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, αρκεί όντως να εφαρμόζεται στη χώρα καταγωγής η οποία θέσπισε μια τέτοια νομοθεσία.
[.]
61. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσεων αυτών, στο τρίτο ερώτημα σε κάθε μία από τις υποθέσεις των κύριων δικών πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο της 9, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απλώς και μόνον η ποινικοποίηση των ομοφυλοφιλικών πράξεων δεν αποτελεί, αυτή καθ' εαυτήν, πράξη διώξεως. Αντιθέτως, ποινή φυλακίσεως ή καθείρξεως κολάζουσα ομοφυλοφιλικές πράξεις και όντως εφαρμοζόμενη στη χώρα καταγωγής η οποία θέσπισε μια τέτοια νομοθεσία πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογη ή μεροληπτική κύρωση και επομένως αποτελεί πράξη διώξεως.». (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Όπως προέκυψε ανωτέρω, ο κίνδυνος που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της αφορά κίνδυνο φυλάκισης, καθώς και κίνδυνο κατά της ζωής της, της σωματικής της ακεραιότητας και της γενετήσιας ελευθερίας, τα οποία αναμφίβολά αποτελούν δίωξη, ως αναλύθηκε και στην υπόθεση X, Y and Z.
Λόγος δίωξης
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου:
«(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3Δ περίπτωση δ:
«(δ) Η οµάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική οµάδα όταν, µεταξύ άλλων:
(i) τα µέλη της οµάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν µπορεί να µεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεµελιώδους σηµασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να µην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και
(ii) η οµάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική οµάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο..
Ανάλογα µε τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής µια ιδιαίτερη κοινωνική οµάδα µπορεί να περιλαµβάνει οµάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισµού. Ο γενετήσιος προσανατολισµός δεν µπορεί να νοηθεί ότι περιλαµβάνει πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες κατά το κυπριακό δίκαιο. Λαµβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόµενες µε το φύλο, συµπεριλαµβανοµένης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισµό της ιδιότητας µέλους ιδιαίτερης κοινωνικής οµάδας ή τον προσδιορισµό χαρακτηριστικού αυτής αποτελεί μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, λόγω της οµάδας.»
Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C-199/12, C-200/12 και C-201/12 X (X,Y,Z) σκέψεις 45 επ.
«45. Κατά τον ορισμό αυτόν, μια ομάδα θεωρείται «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» όταν πληρούνται ειδικά δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Αφενός, τα μέλη της ομάδας πρέπει να έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, ή ακόμη να έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τα αποκηρύξει. Αφετέρου, η ομάδα αυτή πρέπει να έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην περί ης πρόκειται τρίτη χώρα επειδή από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα.»
«46. Όσον αφορά την πρώτη από τις εν λόγω προϋποθέσεις, δεν αμφισβητείται ότι ο γενετήσιος προσανατολισμός ενός προσώπου αποτελεί τόσο θεμελιώδους σημασίας χαρακτηριστικό της ταυτότητάς του ώστε το πρόσωπο αυτό να μην πρέπει να αναγκάζεται να τον αποκηρύξει. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας, από το οποίο προκύπτει ότι, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής, ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα δύναται να είναι μια ομάδα της οποίας τα μέλη έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό έναν γενετήσιο προσανατολισμό.
47. Η δεύτερη προϋπόθεση απαιτεί όπως, στη συγκεκριμένη χώρα καταγωγής, η ομάδα της οποίας τα μέλη έχουν τον ίδιο γενετήσιο προσανατολισμό έχει ιδιαίτερη ταυτότητα, επειδή από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο η ομάδα αυτή γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική.
48. Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη ποινικής νομοθεσίας όπως οι επίμαχες σε κάθε μία από τις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία αφορά ειδικά τους ομοφυλόφιλους, καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι τα πρόσωπα αυτά αποτελούν χωριστή ομάδα η οποία από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική.
49. Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα σε κάθε μία από τις υποθέσεις των κύριων δικών πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ύπαρξη ποινικής νομοθεσίας όπως οι επίμαχες σε κάθε μία από τις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία αφορά ειδικά τους ομοφυλόφιλους, καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι τα πρόσωπα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως αποτελούντα ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι, η Αιτήτρια ανήκει στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των μελών της LGBTIQ κοινότητας στο Καμερούν, καθώς, μοιράζεται ένα κοινό αμετάβλητο εγγενές χαρακτηριστικό, ήτοι τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, ενώ όπως κατέστη σαφές από τις πληροφορίες της χώρας καταγωγής, τόσο το κράτος, όσο και η κοινωνία τα αντιλαμβάνεται ως μια ξεχωριστή ομάδα, αφενός μεν με νομοθετικές προβλέψεις, αφετέρου με διακριτική και κακοποιητική συμπεριφορά εις βάρος τους.
Φορέας δίωξης
Φορείς δίωξης υπό την έννοια της Σύμβασης μπορεί να είναι είτε κρατικές αρχές είτε ιδιώτες, αν οι κρατικές αρχές ανέχονται ή αρνούνται ή αποδεικνύονται αδύναμες να παρέχουν αποτελεσματική προστασία (βλ. άρθρο 3Β του περί Προσφύγων Νόμου και Εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, παράγραφος 65). Εν προκειμένω, όπως προέκυψε από την ανωτέρω αξιολόγηση, φορέας δίωξης είναι αφενός μεν το κράτος με τη θεσμοθέτηση εγκλημάτων λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού, αλλά και τις παράνομες πρακτικές που επιδίδονται οι αρμόδιες κρατικές αρχές, όπως προέκυψε από τις ανωτέρω πηγές, αλλά και μη κρατικός, η ίδια η κοινωνία, η οποία όχι μονό αποδοκιμάζει τα μέλη της LGBTIQ κοινότητας, αλλά επιδίδεται και σε πληθώρα παράνομων και κακοποιητικών πράξεων εις βάρος τους.
Δυνατότητα Εσωτερικής μετεγκατάστασης
Δεδομένου ότι φορέας δίωξης είναι το κράτος, αποκλείεται η δυνατότητα της Αιτήτριας να εγκατασταθεί σε οποιοδήποτε άλλη περιοχή της χώρα καταγωγής της.
Συνεπώς, συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω στοιχεία και δεδομένα, και αξιολογώντας τις διαθέσιμες πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές, στα πλαίσια της ως άνω παρατιθέμενης νομολογίας, κρίνεται ότι τεκμηριώνεται το αίτημα της Αιτήτριας περί κινδύνου δίωξης της στη χώρα καταγωγής της, για λόγους που εμπίπτουν στην έννοια της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Ως εκ τούτου, πληρούνται στο πρόσωπό της τα κριτήρια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου για την υπαγωγή της σε προσφυγικό καθεστώς.
Ως εκ των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει ως προς την αιτούμενη υπό το στοιχείο Α θεραπεία, και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/2018) και αναγνωρίζεται η Αιτήτρια ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Επιδικάζονται €2.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η Αίτηση.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 02/03/2010 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 και C‑179/08 [ECLI:EU:C:2010:105], παρ. 90
[2] Βλ. ΣΤΕ, 2512/2011, Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, https://www.asylumlawdatabase.eu/sites/www.asylumlawdatabase.eu/files/aldfiles/Original%20judgment%20-%202512-2011.pdf
[3] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089132.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[4] SEM – State Secretariat for Migration (formerly: Federal Office for Migration; Switzerland): Focus Cameroun: Minorités sexuelles, 15 October 2021
https://www.sem.admin.ch/dam/sem/fr/data/internationales/herkunftslaender/afrika/cmr/CMR-sexuelle-minderheiten-f.pdf.download.pdf/CMR-sexuelle-minderheiten-f.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[5] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): Query response on Cameroon: General situation of homosexual persons, criminalisation of homosexuality [a-11727], 13 October 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2063110.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[6] USDOS - US Department of State: Country Report on Human Rights Practices 2016 - Cameroon, 3 March 2017
https://www.ecoi.net/en/file/local/1394674/466895_en.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[7] USDOS - US Department of State: Country Report on Human Rights Practices 2017 - Cameroon, 20 April 2018
https://www.ecoi.net/en/file/local/1430109/490341_en.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[8] HRW - Human Rights Watch: World Report 2019 - Cameroon, 17 January 2019
https://www.ecoi.net/en/document/2002163.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[9] USSD, ‘2018 Human Rights Practices Report’ (section 6), March 2019, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2019/03/Cameroon-2018.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[10] IRBC, ‘Cameroon: Situation of sexual minorities…’ (section 2), 8 May 2019, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=457796 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[11] Rights Africa, ‘List of alleged homosexuals endangers 82 in Cameroon’, 31 December 2018, https://rightsafrica.com/2018/12/31/list-of-alleged-homosexuals-endangers-82-in-cameroon/#more (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[12] Erasing 76 Crimes, ‘Cameroonian TV channel promotes homophobia’, 6 July 2019, https://76crimes.com/2019/07/06/cameroonian-tv-channel-promotes-homophobia/(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[13] Erasing 76 Crimes, ‘Cameroon: Anti-gay attackers target families too’, 1 June 2018, https://76crimes.com/2018/06/01/cameroon-anti-gay-attackers-target-families-too/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[14] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2023 - Cameroon, 12 January 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2085399.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[15] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089132.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[16] FREEDOM HOUSE, FREEDOM IN THE WORLD CAMEROON, 2022, https://freedomhouse.org/country/cameroon/freedom-world/2022 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[17] HRW – Human Rights Watch, Cameroon Court Punishes Anti-LGBTI Violence, 03/03/2022, /https://www.hrw.org/news/2022/03/03/cameroon-court-punishes-anti-lgbti-violence (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[18] AC - Alternatives-Cameroun, The Advocates for Human Rights: Cameroon’s Compliance with Convention Against Torture: violence and discrimination on the grounds of sexual orientation or gender identity, 30 September 2024)
https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/TreatyBodyExternal/DownloadDraft.aspx?key=8Ks6951Qe0JI+ZacpA1aARl+Ct/eIRIFCN7SJ/Y+aTzaLePPxLItSNXMcB+E1mzxPyamSLRNms2uvsdrRPuR2w== (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[19] Hathaway, J., The Law of Refugee Status, Butterworths Canada, (1991), σ.114
[20] United Kingdom: Asylum and Immigration Tribunal / Immigration Appellate Authority, Immigration Appellate Authority (UK): Asylum Gender Guidelines, 1 Νοεμβρίου 2000, αποφάσεις βρετανικών δικαστηρίων Demirkaya v SSHD (CA) [1999] INLR 441, [1999] Imm AR 498, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain?docid=3ae6b3414 ((ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
[21] UNHCR, «Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων», ΣΤ' εκδ., Αθήνα 2009, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/handbookcriteria.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/01/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο