
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υποθ. Αρ.: 1640/2024
3 Φεβρουαρίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τo άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
B.S. File No. {…} ARC {…} από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κ. Νικολάου (κα) και Ν. Ευαγγέλου (κα), Δικηγόροι για τον Αιτητή
Ρ. Προδρόμου (κα) και Β. Θωμά (κα), Δικηγόροι για τους Καθ' ων η Αίτηση.
O Αιτητής παρών. Παρούσα και η Ζ. Αγαπίου (κα) για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντιστρόφως.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 29/03/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 26/04/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος .
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Λ.Δ. του Κονγκό και στις 12/03/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών στις 21/02/2021. Στη 05/03/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 20/03/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Στις 29/03/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την 26/04/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις 10/05/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής προέβαλε μέσω της αίτησης και της γραπτής αγόρευσής του πλήθος λόγων ακυρώσεως, τους οποίους και περιόρισε στον ακόλουθο κατά το στάδιο των διευκρινήσεων:
«Οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης να προβούν στην αναγκαία για την παραγωγή τους έρευνας και ανάμεσα σε άλλα, αναφορικά με τις συνέπειες των πράξεων και άλλες σχετικές παραστάσεις. Οι καθ’ ων η Αίτηση θα έπρεπε σχετικά με τους ισχυρισμούς του Αιτητή να προχωρήσουν και σε ανεξάρτητη έρευνα ήτοι να ερευνήσουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή εκτενέστερα ρωτώντας τις αρχές της χώρας του.» Περαιτέρω προέβαλαν πως από το φάκελο του Αιτητή προκύπτει ότι αυτός ήταν φίλος του γιου του προέδρου . Ενώπιον μου ο Αιτητής ζήτησε να καταθέσει απόκομμα εφημερίδας ημερ. έκδοσης 5/5/2020.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα ή έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ. Η συνήγορος του Αιτητή εν προκειμένω αναφέρεται με γενικό τρόπο στους λόγους χωρίς να τεκμηριώνει πως αυτοί υφίστανται και χωρίς να υποδεικνύει τα σημεία της διοικητικής διαδικασίας όπου αυτές οι αρχές καταπατώνται. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου του Αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λ.Δ. του Κονγκό, και γεννήθηκε στην Kinshasa όπου και διέμενε. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε πως μιλάει Lingala και Γαλλικά. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος.
Κατά την πρωτοβάθμια συνέντευξη ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος της Λ.Δ. του Κονγκό, γεννήθηκε στην Kinshasa όπου και διέμενε για όλη του τη ζωή έως ότου έφυγε από τη χώρα καταγωγής την 21/02/2021 (βλ ερ 39 1χ). Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι είναι Βουδιστής, ότι είναι απόφοιτος πρώτου έτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πως εργαζόταν αρχικά ως προγραμματιστής και κατόπιν ως σερβιτόρος και ότι ομιλεί Lingala και Γαλλικά (βλ. ερ. 39 1χ). Ο Αιτητής δεν έχει συγγενείς ή μέλη της οικογένειας στην Κύπρο ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ (βλ. ερ 38 1χ). Ο Αιτητής είναι κάτοχος διαβατηρίου της Λ.Δ. του Κονγκό το οποίο εκδόθηκε την 21/01/2021 και λήγει την 20/01/2026, κατέθεσε όμως στην Υ.Α. μόνο αντίγραφο αυτού καθώς, κατά δήλωσή του, του κλέψανε το πρωτότυπο έγγραφο (βλ ερ 40 1χ).
Ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Λ.Δ. του Κονγκό διότι έπεσε θύμα απαγωγής όταν ένας φίλος του έδωσε συνέντευξη στην τηλεόραση ισχυριζόμενος ότι είναι ο πραγματικός υιός του προέδρου Kabila (βλ. ερ 35 1χ). Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε ότι είχε φιλικές και οικογενειακές σχέσεις με έναν άνδρα ο οποίος εμπλεκόταν στα πολιτικά δρώμενα της χώρας, ενώ ο ίδιος δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για την πολιτική. Ο άντρας αυτός ήθελε να αποδείξει ότι ήταν πραγματικός γιος του πρώην προέδρου της Λ.Δ. του Κονγκό κ. Laurent Desire Kabila. Την ημέρα της απαγωγής του, την 15/05/2020 το απόγευμα, ο φίλος του έδινε συνέντευξη σε ένα τηλεοπτικό κανάλι και ο Αιτητής τον περίμενε έξω από το κτίριο για να τελειώσει. Ενόσω περίμενε κατέφτασε ένα φορτηγό όχημα και βγήκαν κάποιοι άντρες από αυτό, τον έβαλαν μέσα σε αυτό και τον απήγαγαν (βλ ερ 36 1χ). Συγκεκριμένα, οι άντρες του έβαλαν μια κουκούλα για να μη μπορεί να δει και τον μετέφεραν σε ένα άγνωστο γι’ αυτόν μέρος. Μόλις φτάσανε τον βάλανε σε ένα κτίριο, του δέσανε τα χέρια και τον κλείδωσαν σε ένα δωμάτιο, αφήνοντάς τον μόνο του για 3 περίπου ώρες. Ο Αιτητής στο σημείο εκείνο παρατήρησε ότι οι απαγωγείς του μιλούσαν Σουαχίλι. Κατά το διάστημα των τριών αυτών ωρών, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατάφερε να δραπετεύσει βγαίνοντας από το παράθυρο ενώ τραυματίστηκε κατά την απόδραση από το σπασμένο τζάμι του παραθύρου. Εν συνεχεία κρύφτηκε στο παρακείμενο δάσος και κινήθηκε προς το δρόμο, όπου και έφτασε και αμέσως λιποθύμησε. Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του βρισκόταν, κατά δήλωσή του, στο νοσοκομείο Saint Joseph, όπου όπως έμαθε από τον γιατρό τον μετέφερε ένας οδηγός που έτυχε να περνάει από το δρόμο εκείνη την ώρα που λιποθύμησε. Ο Αιτητής δήλωσε ότι έμεινε στο νοσοκομείο για μία εβδομάδα και μόλις πήρε εξιτήριο επικοινώνησε με τον θείο του, του είπε ότι η ζωή του είναι σε κίνδυνο και αυτός τον βοήθησε φιλοξενώντας τον προσωρινά και κανονίζοντας το ταξίδι του προς τη Δημοκρατία (βλ ερ 36 1χ).
Σε διευκρινιστική ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με τον φίλο του, ο Αιτητή δήλωσε ότι το όνομά του είναι Ibrahim Kabila, πως ο παππούς του Αιτητή στρατηγός επ’ ονόματι General Mahele βοήθησε τον Laurent Desire Kabila να επιστρέψει στη Λ.Δ. του Κονγκό και πως έκτοτε και λόγω των πράξεων του παππού του υπήρχε ενδιαφέρον και για τον ίδιο. Ερωτώμενος τι γνώριζε για τον φίλο του και τους λόγους για τον ισχυρισμό του, ο Αιτητής απήντησε πως ο φίλος του ήθελε να αποδείξει στον κόσμο πως ήταν ο πραγματικός γιος του Laurent Desire Kabila διότι την περίοδο εκείνη υπήρχε ένας απατεώνας ο οποίος ισχυριζόταν ότι είναι ο πραγματικός γιος του βλ ερ 35 2χ). Ερωτώμενος σχετικά με τους λόγους που τον ώθησαν να βοηθήσει τον φίλο του στην προσπάθειά του αυτή, ο Αιτητής απήντησε πως τον βοήθησε διότι εκείνη την περίοδο ο ίδιος είχε κάποια οικογενειακά προβλήματα και πως ο φίλος του ενδιαφερόταν για το Βουδισμό.
Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει με λεπτομέρειες το περιστατικό της απαγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατέφτασαν πολλά αυτοκίνητα, βγήκαν οπλισμένοι άντρες από αυτά, του φόρεσαν μια κουκούλα και τον πήρανε. Σε ερώτηση του λειτουργού σχετικά με το γιατί τον απαγάγανε, ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτό συνέβη διότι είχε σχέσεις με τον φίλο του και τους έβλεπαν μαζί. (βλ ερ 34 1χ).
Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το μέρος στο οποίο τον πήγανε, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν ένα υπό κατασκευή εγκαταλελειμμένο σπίτι με σπασμένα παράθυρα στη μέση του δάσους, ενώ σε περαιτέρω ερώτηση σχετικά με το αν του είπανε κάτι οι απαγωγείς του αυτός δήλωσε πως του είπανε ότι προσπάθησε να επιτεθεί σε πολιτικούς και πως τον ρωτούσαν για την οικογένεια του πατέρα του διότι τους ψάχνανε (βλ ερ 34 1χ).
Ερωτώμενος να περιγράψει τις συνθήκες υπό τις οποίες κατάφερε να αποδράσει, ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν έμεινε μόνος του προσπάθησε αρχικά να λύσει το σκοινί με το οποίο του έδεσαν τα χέρια. Όταν είδε πως αυτό δεν ήταν εφικτό αποφάσισε να πηδήξει από το κλειστό παράθυρο σπάζοντας το τζάμι και στην πορεία τραυμάτισε το πόδι του. Κατόπιν πήγε και κρύφτηκε στο δάσος και άκουσε έναν από τους αρχηγούς να φωνάζει στους άλλους να πάνε να τον βρούνε. Τέλος δήλωσε πως θυμάται ότι αιμορραγούσε πολύ και πως έχασε τις αισθήσεις του όταν έφτασε στο δρόμο (ερ 33 1χ). Ερωτώμενος σχετικά με τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο και κατά πόσο έχει κάποιο ιατρικό έγγραφο που την αποδεικνύει ο Αιτητής απήντησε αρνητικά.
Ερωτώμενος αν κατήγγειλε το περιστατικό της απαγωγής του στις αρχές, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν το έκανε διότι επρόκειτο για πολιτικό θέμα. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με τους απαγωγείς του ο Αιτητής δήλωσε πως ήταν στρατιωτικοί από την F.A.R.D.C., δίχως να μπορεί να εξηγήσει τι σημαίνουν τα αρχικά ενώ όταν ρωτήθηκε πως το γνωρίζει απήντησε πως το κατάλαβε από τις στολές που φορούσαν (bl er 32 1χ).
Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει που έζησε από τις μέρες του περιστατικού της απαγωγής του και έως την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής, αυτός δήλωσε ότι πέρασε μία εβδομάδα στο νοσοκομείο, κατόπιν έμεινε με τον θείο του για 4 ημέρες και κατόπιν σε ξενοδοχείο έως την 21/2/2021 όταν και αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής (βλ ερ 31 1χ).
Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με τον αν του συνέβη το οτιδήποτε αφότου έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής απήντησε αρνητικά. Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι καταρχάς δεν ξέρει που να πάει να ζήσει διότι δεν ξέρει που είναι η οικογένειά του και επιπλέον ότι προέρχεται από μια πολύ γνωστή οικογένεια στρατιωτικών και φοβάται λόγω αυτού. Όταν του ζητήθηκαν περαιτέρω εξηγήσεις σχετικά με τη δήλωση αυτή, ο Αιτητής είπε ότι η ιστορία του είναι γνωστή παντού στην περιοχή. Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το ποιον φοβάται σε περίπτωση που επιστρέψει σήμερα στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν έχει οικογένεια, δεν έχει υποστήριξη, φοβάται την πολιτική και πως ίσως πάνε να τον ψάξουν εκ νέου (βλ ερ 35 1χ). Τέλος σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το αν θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής και να μείνει σε κάποια άλλη πόλη ή περιοχή της Λ.Δ. του Κονγκό αυτός απήντησε αρνητικά εξηγώντας ότι δεν έχει οικογένεια εκεί και ότι δεν έχει ζήσει εκεί (βλ ερ 31 1χ).
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο Λειτουργός κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι
(α) ταυτότητα/ προσωπικά στοιχεία και προφίλ Αιτητή,
(β) ο Αιτητής έπεσε θύμα απαγωγής διότι ήταν φίλος με έναν άντρα ο οποίος ισχυρίστηκε δημόσια ότι είναι υιός του πρώην προέδρου της Λ.Δ. του Κονγκό Laurent Desire Kabila.
Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως εκεί καταγράφονται. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από το αντίγραφο διαβατήριου το οποίο προσκόμισε. Ο Αιτητής δήλωσε όtι γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην Kinshasa της Λ.Δ. του Κονγκό. Η Kinshasa την οποία ανέφερε ο Αιτητής εντοπίστηκε κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο. Σχετική πηγή η ακόλουθη: https://www.fallingrain.com/world/CG/06/ .
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, ενώ περαιτέρω όταν του ζητήθηκε να δώσει παραπάνω πληροφορίες για τα σχετικά γεγονότα αυτός υπέπεσε σε ασάφειες, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών.
Συγκεκριμένα, παρά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς, συγκεκριμένες και προσωποποιημένες πληροφορίες σχετικά με τη φιλία του με τον υποτιθέμενο υιό του πρώην προέδρου, σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτός είχε για να αποδείξει ότι ήταν όντως υιός του πρώην προέδρου, σχετικά με τη συνέντευξη που έδωσε ο φίλος του και το ρόλο του ιδίου σε σχέση με αυτήν, για το περιστατικό κατά το οποίο έπεσε θύμα απαγωγής, σχετικά με την απόδρασή του και τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο.
Αναφορικά με τη φιλία του με τον άντρα ο οποίος δήλωνε υιός του πρώην προέδρου, ο Λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν ακριβείς και λεπτομερείς καθώς δεν ήταν σε θέση να εμβαθύνει στην περιγραφή του σε σχέση με τη φιλία του ή να παρέχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το προφίλ του φίλου του. Ερωτώμενος σχετικά, ο Αιτητής υπήρξε ασαφής και δίχως λεπτομέρειες ανέφερε ότι ο παππούς του ήταν στρατηγός του στρατού και βοήθησε τον πρώην πρόεδρο να επιστρέψει στη Λ.Δ. του Κονγκό. Ομοίως, όταν ερωτήθηκε σχετικά με τον ισχυρισμό του φίλου πως είναι υιός του πρώην προέδρου, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες και δήλωσε ασαφώς και δίχως λεπτομέρειες ότι υπήρχε ένας ακόμη άντρας ο οποίος ισχυριζόταν το ίδιο και ο φίλος του ήθελε να δείξει πως αυτός ήταν ο πραγματικός υιός. Τέλος, ερωτώμενος από που γνωρίζει τον πρώην πρόεδρο και τα παιδιά αυτού, ο Αιτητής απήντησε με ασάφεια επαναλαμβάνοντας ότι ο παππούς του βοήθησε τον πρώην πρόεδρο να μπει στη Λ.Δ. του Κονγκό.
Ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με λεπτομέρεια το περιστατικό της απαγωγής και το τι συνέβη στον φίλο του μετά τη συνέντευξη που έδωσε, καθώς σε σχετική ερώτηση δήλωσε ότι δε γνωρίζει καθώς διέκοψε τις σχέσεις με αυτόν μετά το περιστατικό. Επιπλέον, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Λειτουργού ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες σε σχέση με τη συνέντευξη την οποία έδωσε ο φίλος του, τα κίνητρα αυτού για να δώσει τη συνέντευξη και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε για να αποδείξει τον ισχυρισμό του. Επιπλέον, ο Αιτητής ερωτώμενος σχετικά δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες σχετικά με το ρόλο του ιδίου στη συνέντευξη που έδωσε ο φίλος του παρά μόνο απήντησε αορίστως ότι ο φίλος του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει καθώς ήταν γεννημένος την 18η Μαΐου και ο πρώην πρόεδρος επέστρεψε στη Λ.Δ. του Κονγκό την 17η Μαΐου.
Ο Λειτουργός έκρινε περαιτέρω ότι η περιγραφή του Αιτητή σχετικά με την υποτιθέμενη απαγωγή του ήταν ασαφής και απουσίαζαν οι λεπτομέρειες και η ακρίβεια, καθώς όταν ρωτήθηκε σχετικά δήλωσε απλά ότι ενώ ήταν αφηρημένος ήρθαν πολλά αυτοκίνητα και κάποιοι τον έβαλαν σε ένα από αυτά, καθώς η περιγραφή του μέρους στο οποίο τον πήγαν οι απαγωγείς του ήταν ανεπαρκής και γενική, καθώς τόσο η περιγραφή των απαγωγέων του και ή υποτιθέμενη επικοινωνία που είχε μαζί τους ομοίως κρίθηκε ανεπαρκής.
Τέλος, ο Λειτουργός έκρινε ότι τόσο η περιγραφή του Αιτητή σχετικά με την απόδρασή του και την μετέπειτα νοσηλεία του στο νοσοκομείο ήταν ασαφείς και δίχως λεπτομέρειες, καθώς ερωτώμενος σχετικά αυτός απλά δήλωσε με ασάφεια και χωρίς να αναλύσει περαιτέρω ότι κατάφερε να δραπετεύσει από το παράθυρο και αργότερα λιποθύμησε και όταν συνήλθε βρισκόταν στο νοσοκομείο.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός έκρινε ότι, παρόλο που τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και παρά την εκτεταμένη σχετική έρευνα την οποία διεξήγαγε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ουδέν βρέθηκε το οποίο να στηρίζει τα λεγόμενά του και ως εκ τούτου δε θεμελιώθηκε η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού και ως εκ τούτου αυτός απορρίφθηκε.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην Kinshasa.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Νιγηρία δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Kinshasa, περιοχή στην οποία ο Αιτητής αναμένεται να επιστρέψει, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ως εκ τούτου ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Το δικαστήριο κατά την εξέταση της παρουσίας εντόπισε περαιτέρω αντιφάσεις στις δηώσεις του Αιτητή . Συγκεκριμένα:
Κατά τη διάρκεια της συνεντεύξεως ο Αιτητής αναφέρθηκε πολλάκις στον πατέρα του και την οικογένεια αυτού (πχ ερ 34 όπου αναφέρει ότι οι απαγωγείς του είπανε πως ψάχνανε τα μέλη της οικογένειας του πατέρα του συγκεκριμένα) ενώ κατά την καταγραφή του αιτήματος ασύλου του ανέφερε ότι δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα του και πως έζησε όλα τα χρόνια με τη μητέρα του και την οικογένεια αυτής
Κατά τη διάρκεια της συνεντεύξεως (βλ ερ 32) ο Αιτητής ανέφερε πως οι απαγωγείς του ήταν στρατιωτικοί της FARDC (σ.σ. ο επίσημος στρατός της Λ.Δ. του Κονγκό) ενώ σε άλλο σημείο νωρίτερα ανέφερε πως άκουσε τους απαγωγείς του να μιλούν Swahili, γλώσσα την οποία μιλούν σχεδόν αποκλειστικά υπήκοοι Τανζανίας, Μοζαμβίκης και Κένυας.
Κατά τη διάρκεια της συνεντεύξεως (βλερ 38) ο Αιτητής ανέφερε πως οι γονείς του έχουν χωρίσει, πως δε γνωρίζει που βρίσκονται, πως είναι μοναχοπαίδι και πως οι γονείς του έχουν παιδιά και από προηγούμενες σχέσεις, ενώ κατά την καταγραφή του αιτήματος ασύλου του ανέφερε ότι δε βρήκε ποτέ τον πατέρα του και πως έχει μία νεότερη αδερφή με την οποία και ζούσε.
Κατά τη διάρκεια της συνεντεύξεως (βλ ερ 38) ο Αιτητής ανέφερε πως μετά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο ζούσε με το θείο του ενώ σε άλλο σημείο αργότερα (βλ ερ 31) ανέφερε ότι αφότου έλαβε εξιτήριο από το νοσοκομείο έζησε με το θείο του για 4 ημέρες και κατόπιν σε ξενοδοχείο έως και τη μέρα αναχώρησης από τη χώρα καταγωγής
Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού/των υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο/οι υπό εξέταση ισχυρισμός/ισχυρισμοί απορρίπτεται/ονται στο σύνολό του/τους ως μη αξιόπιστος/αξιόπιστοι.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία.
Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (δέστε υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Kinshasa, πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.
Η κατάσταση παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ. του Κονγκό, καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και η διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων. Πιο πρόσφατα στοιχεία σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC[1], μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, η κατάσταση στην Kinshasa, την πρωτεύουσα της Λ. Δ. του Κονγκό, δεν κατατάσσεται ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Το RULAC παρακολουθεί και κατατάσσει τις ένοπλες συγκρούσεις με βάση αυστηρά νομικά κριτήρια και δεν αναφέρει την Κινσάσα ως περιοχή που βιώνει τέτοια σύγκρουση.
Οι κύριες ανησυχίες για την ασφάλεια στην Kinshasa περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα βίαιου εγκλήματος, όπως ένοπλες ληστείες και απαγωγές, καθώς και συχνές κοινωνικές αναταραχές, όπως διαδηλώσεις που μερικές φορές καταλήγουν σε βία. Αυτά τα περιστατικά δημιουργούν μια ασταθή κατάσταση ασφαλείας, αλλά δεν πληρούν το όριο για να χαρακτηριστούν ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Οι συγκρούσεις που αναγνωρίζονται από το RULAC στη Λ.Δ. του Κονγκό εντοπίζονται κυρίως στις ανατολικές επαρχίες, όπως το Βόρειο Κίβου, το Νότιο Κίβου και το Ιτούρι, όπου ένοπλες ομάδες βρίσκονται σε ενεργές εχθροπραξίες εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων. Αυτές οι περιοχές βιώνουν σημαντική βία και στρατιωτικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με την Kinshasa. Η διαμάχη μεταξύ των κοινοτήτων Teke και Yaka, που ξεκίνησε το 2022 από μια κτηματική διαφορά, 'προκάλεσε επιδείνωση' της ανθρωπιστικής κατάστασης και της κατάστασης ασφαλείας σε αρκετές επαρχίες κοντά στην πρωτεύουσα της Kinshasa, ενώ η εν λόγω διαμάχη επεκτάθηκε και στην πρωτεύουσα Kinshasa. Επιπλέον, υπάρχουν αναφορές σε επεισόδια βίαιης καταστολής διαδηλώσεων όπου μετείχαν αντικυβερνητικοί/αντιπολιτευόμενοι διαδηλωτές, από τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, περί τον Μάιο του 2023 και τον Δεκέμβριο του 2023.
Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 27/1/2024 και 24/1/2025 στην Kinshasa της Λ. Δ. του Κονγκό, καταγράφηκαν συνολικά 94 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 223 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 4 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 5 θύματα), 8 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 16 θύματα), 18 ως ταραχές/εξεγέρσεις (202 θύματα) και 64 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[2].
Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στην Kinshasa δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους.
Ο πληθυσμός δε της Kinshasa καταγράφεται στους 2.664.309 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 1984 και εκτιμήθηκε το 2004 στους 7.273.947[3].
Δεδομένων των πιο πάνω , καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.
Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.
Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στην Kinshasa ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).
Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
- Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/01/2025)
[2] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/. Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα από 27/1/2024 έως 24/1/2025 στην Kinshasa της Λ.Δ. του Κονγκό: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 27/01/2025)
[3] City Population, DR Congo, Kinshasa, https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/1/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο