A.S.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.: 1700/2024, 26/2/2025
print
Τίτλος:
A.S.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.: 1700/2024, 26/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 1700/2024

26  Φεβρουαρίου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

A.S.C. από τη Λιβερία και τώρα στη Δερύνεια(ARC:{…}

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Α. Ιωαννίδου (κα) για Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή

Β. Θωμά (κα) και Α. Κίτσου (κα) Δικηγόροι για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Η Αιτήτρια παρούσα.  Παρούσα η κα Ζ. Αγαπίου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντιστρόφως.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η Αιτήτρια αιτείται δήλωσης  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 26/04/2024 η οποία της κοινοποιήθηκε στις 10/05/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000  και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται να της αναγνωριστεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας . 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιόν μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος Λιβερίας και στις 15/11/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών. Στη 18/04/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 19/04/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Στις 26/04/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την 10/05/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια αυθημερόν. Στις 14/05/2024 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια προέβαλε μέσω της αίτησης πολλούς λόγους ακυρώσεως, τους οποίους περιόρισε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στον μοναδικό ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

Η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση λήφθηκε χωρίς έρευνα και/ή χωρίς τη δέουσα έρευνα. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν την ρώτησαν, σκόπιμα ή λόγω παράλειψης, αν κατήγγειλε τα περιστατικά στις αρχές και δεν ερεύνησαν δεόντως το κατά πόσο οι αρχές θα ήταν σε θέση να την προστατεύσουν.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα ή έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ. Η συνήγορος της Αιτήτριας εν προκειμένω αναφέρεται με γενικό τρόπο στους λόγους χωρίς να τεκμηριώνει πως αυτοί υφίστανται και χωρίς να υποδεικνύει τα σημεία της διοικητικής διαδικασίας όπου αυτές οι αρχές καταπατώνται. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, η  Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι υπήκοος Λιβερίας, και γεννήθηκε στη Bong της Λιβερίας. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι Χριστιανή. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο δήλωσε πως μιλάει Αγγλικά (μητρική). Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε ελεύθερη.

Κατά τη πρωτοβάθμια συνέντευξη η Αιτήτρια δήλωσε υπήκοος Λιβερίας και γεννηθείσα την 15/05/1988. Η Αιτήτρια δήλωσε περαιτέρω ότι είναι Χριστιανή, ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πως εργαζόταν ως πωλήτρια σε αγορές από το 2020 έως τον Σεπτέμβριο του 2021 και ότι ομιλεί Αγγλικά (βλ. ερ. 38). Η Αιτήτρια ότι γεννήθηκε στη Gbarnga της επαρχίας Bong στη Λιβερία και ότι διέμεινε εκεί έως ότου έγινε εννέα ετών όταν και μετακόμισε με την οικογένειά της στην Monrovia όπου και διέμεινε έως ότου έφυγε από τη χώρα καταγωγής της (βλ ερ 47 5χ 6χ). Δήλωσε περαιτέρω ότι μετακόμισε από το σπίτι της το 2018 και πήγε να ζήσει με τους γονείς της στην ίδια γειτονιά που βρισκόταν το σπίτι όπου διέμενε με τον σύντροφό της (βλ ερ 47 1χ). Η Αιτήτρια είναι κάτοχος διαβατηρίου Λιβερίας το οποίο εκδόθηκε την 23/06/2021 και λήγει την 23/06/2026 (βλ ερ 5).

Η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Λιβερία λόγω του συντρόφου της και πατέρα του παιδιού της, καθώς αφότου γέννησε την κόρη τους το 2017 αυτός της δήλωσε ότι θα παντρευτεί τόσο εκείνη όσο και μία ακόμη γυναίκα, κάτι στο οποίο εναντιώθηκε διότι ήταν Χριστιανή. Ως αποτέλεσμα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο σύντροφός της άρχισε να την χτυπά και να την απειλεί και για τους λόγους αυτούς μετακόμισε πίσω στο σπίτι των γονιών της. Εκεί έμεινε μέσα στο σπίτι για ένα διάστημα για να προστατευτεί από τον σύντροφό της και κατόπιν, όταν έμαθε για την φοιτητική βίζα στην Κύπρο, αποφάσισε να φύγει από τη χώρα διότι ήθελε προστασία. Η Αιτήτρια δήλωσε περαιτέρω ότι για να έρθει στη Δημοκρατία την στήριξαν οικονομικά οι γονείς της (βλ ερ 46 1χ) και πως η κόρη της βρίσκεται στη Λιβερία με τους γονείς της (βλ ερ 45 14χ).

Σε ερωτήσεις του Λειτουργού σχετικά με τη σχέση της με τον πρώην σύντροφό της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι τον γνώρισε περί το Νοέμβριο του 2016, ότι άρχισαν να συζούν τον Ιανουάριο του 2017 και ότι διεκόπει η συμβίωση το 2018, δίχως να μπορεί, όταν ρωτήθηκε σχετικά, να είναι πιο συγκεκριμένη ως προς το πότε ακριβώς σταμάτησαν να συζεί με τον πρώην σύντροφο της  (βλ. ερ. 45 2χ-5χ).  Ερωτηθείσα σχετικά με τον πρώην σύντροφό της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν ψηλός με  ανοιχτόχρωμο δέρμα δίχως να είναι σε θέση, όταν ρωτήθηκε σχετικά, να είναι πιο συγκεκριμένη και πως αρχικά ήταν καλός μαζί της μα μετέπειτα άρχισε να τη κτυπά και να την απειλεί, δίχως να είναι σε θέση, όταν ρωτήθηκε σχετικά, να είναι πιο συγκεκριμένη σχετικά με τον χαρακτήρα του (βλ. ερ. 45 6χ-10χ). Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει πως είναι δυνατόν να μη μπορεί να περιγράψει περαιτέρω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του πρώην συντρόφου της, η Αιτήτρια απήντησε πως δε γνωρίζει (βλ ερ 45 8χ). Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει πως είναι δυνατόν να μη μπορεί να περιγράψει περαιτέρω το χαρακτήρα του πρώην συντρόφου της, η Αιτήτρια απήντησε πως δε θυμάται και πως ο άντρας αυτός την κακομεταχειριζόταν (βλ ερ 45 11χ).

Ερωτηθείσα σχετικά με την κακομεταχείριση την οποία υπέστη από τον πρώην σύντροφό της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ξεκίνησε να την κακοποιεί τον Ιούνιο του 2017 αφότου γέννησε, ότι συνέβη πολλές φορές, ότι την απείλησε πως θα την σκοτώσει αν δεν δεχτεί να παντρευτεί και δεύτερη γυναίκα και ότι έζησε μαζί του για περίπου ένα χρόνο αφότου ξεκίνησε να την απειλεί και να την κακομεταχειρίζεται (βλ ερ 45 και 44). Η Αιτήτρια στη συνέχεια δήλωσε ότι έφυγε από το σπίτι όπου ζούσε με τον πρώην σύντροφό της και μετακόμισε στο σπίτι των γονιών της το 2018 (βλ ερ 44 1χ 3χ), χωρίς να μπορεί να γίνει πιο συγκεκριμένη όταν ερωτήθηκε σχετικά (βλ ερ 44 2χ), ότι έμεινε κλεισμένη στο σπίτι των γονιών της για δύο χρόνια και έως ότου έφυγε από τη χώρα καταγωγής χωρίς να βγει καθόλου από το σπίτι (βλ ερ 44 6χ 7χ).

Όταν η Λειτουργός της επισήμανε ότι η δήλωσή της πως έμεινε κλεισμένη στο σπίτι για 2 χρόνια δε συνάδει μα την ημερομηνία αναχώρησής της από τη χώρα καταγωγής καθώς αυτή ήταν τον Ιούνιο του 2021 και η ίδια μετακόμισε το 2018, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έμεινε κλεισμένη εντός της οικίας των γονιών της έως ότου αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής (βλ ερ 44 6χ-9χ).  

Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει πως εργαζόταν ως πωλήτρια σε αγορές από το 2020 έως τον Σεπτέμβριο του 2021, όπως η ίδια δήλωσε στην αρχή της συνέντευξης, ενώ βρισκόταν κλεισμένη στο σπίτι των γονιών της, η Αιτήτρια απάντησε  ότι ξεκίνησε να εργάζεται το 2016, δίχως να εξηγεί την χρονική αντίφαση.

Στη συνέχεια η Λειτουργός ζήτησε από την Αιτήτρια να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν πήγε ο πρώην σύντροφός της στο σπίτι των γονιών της να την απειλήσει και της κάνει κακό,  αυτή εξήγησε ότι η παράδοση δεν επιτρέπει σε άντρα που δεν είναι παντρεμένος με γυναίκα να μπαίνει στο σπίτι των γονιών της (βλ ερ 43 6χ). Σε ερώτηση σχετικά με το πως γνωρίζει ότι ο πρώην σύντροφός της επιθυμεί ακόμη να της κάνει κακό, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γνωρίζει τους Αφρικανούς άντρες και πως δε ξεχνούν και δεν συγχωρούν (βλ ερ 43 7χ).

Στη συνέχεια η Λειτουργός ζήτησε από την Αιτήτρια να εξηγήσει  πως το διαβατήριο της εκδόθηκε 23/06/2021 ενώ η ίδια ισχυρίζεται ότι τότε ήταν κλεισμένη στο σπίτι των γονιών της,  απήντησε ότι επρόκειτο για ανανέωση διαβατηρίου και όχι έκδοση νέου, ότι έκανε την αίτηση ανανέωσης μέσω διαδικτύου και ότι όταν αυτό ήταν έτοιμο την πήγε ο πατέρας της να το παραλάβει (βλ ερ 43 8χ-12χ).

Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει την αντίφαση στα λεγόμενα της σχετικά με το πότε έζησε με τον πρώην σύντροφό της καθώς σε ένα σημείο της συνέντευξης είπε ότι έζησε μαζί του μεταξύ 2016 και 2018 και σε άλλο σημείο ότι μετακόμισε μαζί του τον Ιανουάριο του 2017, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εννοούσε ότι γνώρισε τον πρώην σύντροφό της το 2016 (βλ ερ 43 1χ). Ερωτηθείσα εν συνεχεία το λόγο για τον οποίο δήλωσε ότι έζησε με τον πρώην σύντροφό της μεταξύ 2016 και 2018, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θυμήθηκε πως έζησε μαζί του από το 2016 (βλ ερ 43 2χ).

Σε ερώτηση της Λειτουργού σχετικά με το τι πιστεύει πως θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη Λιβερία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα την σκοτώσει ο πρώην σύντροφός της (βλ ερ 45 1χ).  Σε ερώτηση του λειτουργού σχετικά με το αν θα της επέτρεπαν οι αρχές της χώρας να επιστρέψει, η Αιτήτρια απήντησε θετικά (βλ. ερ. 23).

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, η Λειτουργός κατέγραψε δύο ουσιώδεις  ισχυρισμούς, ήτοι

(α) προσωπικά στοιχεία και προφίλ της Αιτήτριας,

(β) ενδοοικογενειακή βία και απειλή κατά της Αιτήτριας από τον πατέρα του παιδιού της

 

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό της Αιτήτριας, η Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, όπως εκεί καταγράφονται. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Αιτήτριας εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο το οποίο προσκόμισε.

Η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Gbarnga της Λιβερίας και ότι σε ηλικία 9 ετών μετακόμισε στη Monrovia, όπου και έζησε έως ότου έφυγε από τη χώρα καταγωγής. Η Gbarnga και η Monrovia στις οποίες αναφέρθηκε η Αιτήτρια εντοπίστηκαν κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο. Σχετικές πηγές η https://www.fallingrain.com/world/LI/01/Gbarnga_City.html  https://www.fallingrain.com/world/LI/14/Monrovia.html .

 

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας, η Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός της, ενώ επιπλέον όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέπειες, έλλειψη συνοχής, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη πληροφοριών και λεπτομερειών.

Συγκεκριμένα, η Λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντίφαση καθώς αρχικά δήλωσε ότι έζησε με τον πρώην σύντροφό της μεταξύ 2016 και 2018 ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξης δήλωσε ότι ξεκίνησαν να ζήσουν τον Ιανουάριο του 2017, ενώ ερωτηθείσα σχετικά αρχικά δήλωσε ότι εννοούσε πως τον γνώρισε το 2016 και στη συνέχεια ότι συζούσαν από το 2016.

Η Λειτουργός έκρινε περαιτέρω ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι σταμάτησε να ζει με τον πρώην σύντροφό της το 2018 χαρακτηρίζεται από έλλειψη πληροφοριών και λεπτομερειών, καθώς αναμένετο να είναι σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορική με τη χρονική τοποθέτηση του χωρισμού της και της αλλαγής κατοικίας της.

Επιπλέον, η Λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας σχετικά με την εμφάνιση και τον χαρακτήρα του πρώην συντρόφου της χαρακτηρίζονται από έλλειψη πληροφοριών και λεπτομερειών, καθώς δεν ήταν σε θέση να παρέχει αρκετές πληροφορίες και σχετικές λεπτομέρειες, ούτε και όταν ρωτήθηκε επί τούτου.

Η Λειτουργός παρατήρησε έλλειψη πληροφοριών και λεπτομερειών και εσωτερική ασυνέπεια ανάμεσα στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι έχει παιδί και ότι έζησε με τον πρώην σύντροφό της από το 2016 (ή 2017) έως το 2018. Συγκεκριμένα, η Λειτουργός έκρινε αντιφατικούς τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι αφότου μετακινήθηκε στο σπίτι των γονέων της έμεινε εντός του για να προστατευτεί και ότι δεν έλαβε κάποιο μέτρο προστασίας από τον πρώην σύντροφό της, ενώ όταν της δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει αυτή ανέφερε ότι αυτό που εννοούσε ήταν πως όταν μετακόμισε έμεινε εντός του σπιτιού για κάποιο χρονικό διάστημα, δήλωση την οποία θεώρησε ότι χαρακτηρίζει έλλειψη ευλογοφάνειας.

Η Λειτουργός έκρινε αντιφατικούς τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας αναφορικά με τη διάρκεια της διαμονής της εντός της οικείας των γονιών της, καθώς σε ένα σημείο της συνέντευξης ανέφερε ότι μετακόμισε εκεί το 2018 και έζησε εντός του σπιτιού για 2 χρόνια ενώ σε άλλη στιγμή δήλωσε ότι έμεινε εντός του σπιτιού έως τη μέρα που αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής το 2021. Όταν δε της επισημάνθηκε η εν λόγω αντίφαση η Αιτήτρια δεν παρείχε σχετικές πληροφορίες παρά μόνο ανέφερε ότι παρέμεινε εντός του σπιτιού έως ότου έφυγε από τη χώρα.

Η Λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν παρουσιάζουν νοηματική συνοχή, καθώς στην αρχή της συνέντευξης δήλωσε ότι εργαζόταν ως πωλήτρια σε αγορές από το 2020 έως τον Σεπτέμβριο του 2021 ενώ αργότερα δήλωσε ότι την περίοδο εκείνη κρυβόταν στο σπίτι των γονιών της χωρίς να βγαίνει έξω. Όταν δε της ζητήθηκε να εξηγήσει την εν λόγω αντίφαση, η Αιτήτρια άλλαξε τα λεγόμενά της δηλώνοντας για πρώτη φορά ότι άρχισε να εργάζεται το 2016.

Η Λειτουργός έκρινε ότι η δήλωση της Αιτήτριας ότι ο πρώην σύντροφός της έπαψε να την απειλεί και να την κακομεταχειρίζεται όταν αυτή μετακόμισε στο σπίτι των γονιών της δεν χαρακτηρίζεται από ευλογοφάνεια, ενώ η μετέπειτα εξήγηση την οποία έδωσε περί παράδοσης η οποία απαγορεύει σε άντρες να μπαίνουν σε οικίες γονιών ανύπαντρων γυναικών κρίθηκε ανεπαρκής.

Η Λειτουργός έκρινε αντιφατικές τις δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με την έκδοση του διαβατηρίου της, καθώς ενώ δήλωσε ότι δεν βγήκε ποτέ από το σπίτι των γονιών της στη συνέχεια, όταν ρωτήθηκε σχετικά δήλωσε ότι την συνόδευσε ο πατέρας της κατά την παραλαβή του διαβατηρίου της, ενώ σε διευκρινιστική ερώτηση περί της αντίφασης αυτής δεν απήντησε παρά μόνο ανέφερε τη διαδικασία έκδοσης διαβατηρίου.

Περαιτέρω η Αιτήτρια δήλωσε πως γέννησε το 2018 ερ.44 10χ ωστόσο στο ερ. 45 δήλωσε πως γέννησε τον Ιούνιο  του 2017 ωστόσο είπε πως τον σύ00ντροφο και πατέρα του παιδιού της τον γνώρισε τον Νοέμβριο του  2016.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, η Λειτουργός ανέφερε αρχικά ότι με βάση εξωτερικές πηγές πληροφόρησης η ενδο-οικογενειακή βία συνεχίζει να είναι σοβαρό πρόβλημα στη Λιβερία, ενώ επιπλέον εντοπίζονται δυσχέρειες σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Εν συνεχεία η Λειτουργός ανέφερε ότι παρά την σχετική έρευνα δε βρέθηκε κάποια αναφορά σε σχέση με την επικαλούμενη παράδοση βάσει της οποίας ο σύντροφος μιας γυναίκας δεν μπορεί να εισέλθει στο πατρικό σπίτι της συντρόφου του παρά μόνο αφότου παντρευτούν. Τέλος, η Λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και ως εκ τούτου απέρριψε τον ισχυρισμό της Αιτήτριας.

 

Εν συνεχεία η Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής και συγκεκριμένα στην πόλη Monrovia της Λιβερίας. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας τόσο το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας όσο και την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα και στον τελευταίο τόπο διαμονής, η Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/ βάσιμοι λόγοι που να υποδεικνύουν ότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, η Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό της δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων  σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της και ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Η Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, η Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη Λιβερία δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Monrovia, πόλη στην οποία η Αιτήτρια αναμένεται να επιστρέψει, δε βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου η Λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

 

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

 

Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (δέστε  υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08  Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).

 

Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστος/αξιόπιστοι.

 

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας της Αιτήτριας και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

 

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

 

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν η Αιτήτρια μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν η Αιτήτρια δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην Monrovia της Λιβερίας, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων  γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 10/02/2024 και 07/02/2025 σε ολόκληρη τη χώρα της Λιβερίας, καταγράφηκαν συνολικά 45 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 6 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 1 εξ αυτών καταγράφηκε ως περιστατικό χρήσης βίας κατά πολιτών (με 1 θύμα), 15 ως ταραχές/εξεγέρσεις (με 5 θύματα) και 29 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[1]. Στη δε Monrovia, τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, την ίδια χρονική περίοδο καταγράφηκαν 3 ταραχές/εξεγέρσεις (χωρίς θύματα) και 13 διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[2].

 

Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στη Monrovia δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους. Ο πληθυσμός δε της χώρας καταγράφεται στους 5.250.187 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 2022[3]. Ειδικότερα στην πόλη Monrovia, τόπο τελευταίας διαμονής στην χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο πληθυσμός ανέρχεται στους 1.021.762 κατοίκους[4].

 

Δεδομένων  των πιο πάνω , καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην περιοχή συνήθους διαμονής της, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιής και ικανή προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή της στη Monrovia η Αιτήτρια θα έλθει αντιμέτωπη με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

 

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι ο λόγος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθεί.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

             

 

                                                                                                                                                                                                                                            Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


 



[1] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/. Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα από 10/02/2024 έως 07/02/2025 στην Λιβερία: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 18/02/2025)

[2] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/. Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα από 10/02/2024 έως 07/02/2025 στην Monrovia της Λιβερίας: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 18/02/2025)

[3] City Population, Liberia, https://citypopulation.de/en/liberia/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/02/2025) 

[4] Mongabay, Liberia, Monrovia, https://citypopulation.de/en/liberia/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 18/02/2025) 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο