
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 1824/2024
21 Φεβρουαρίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. MRS. I. C.
2. I.A.F. (son) DOB05/02/21
Αιτητές
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Π. Μπενέτης (κος), Δικηγόρος για τους Αιτητές
Α. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 22/04/24 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας 1 για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή ζητείται απόφαση του Δικαστηρίου για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και/ή ότι με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής παραβιάζεται το Άρθρο 2 και 3 της ΕΣΔΑ.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια 1 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 20/02/20, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη της στις 08/04/24, η έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 08/04/24 και αποφασίστηκε στις 10/04/24 η απόρριψη της αίτησης, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο συνήγορος για τους Αιτητές υιοθέτησε τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε αίτημα ασύλου, ανέφερε μέσω της Γραπτής Αγόρευσης ότι, η συνέντευξη και/ή διαδικασία αξιολόγησης πάσχει διότι δεν διενεργήθηκε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, νομοθεσία και/ή κριτήρια, ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και/ή είναι αναιτιολόγητη. Προβάλλονται δε γενικά το πλαίσιο αξιολόγησης κινδύνου, το νομικό πλαίσιο προσφυγικού καθεστώτος/συμπληρωματικής προστασίας σε συνάρτηση γενικά με πηγές πληροφόρησης και σε σχέση με ανάλυση προστασίας σε περιπτώσεις ένοπλης σύρραξης. Προσθέτει ότι δεν έγινε εξατομικευμένη αξιολόγηση και σε σχέση με το παιδί της Αιτήτριας 1 (Αιτητής 2) και τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής τους.
Οι Καθ' ων η Αίτηση, υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και του διοικητικού φακέλου, αναφέροντας ότι το τεκμήριο της νομιμότητας και της κανονικότητας της (επίδικης) πράξης δεν έχει ανατραπεί από την Αιτήτρια 1. Ως υποστήριξαν, κρίθηκε ότι δεν εμπίπτει στο καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Είναι η θέση τους ότι η αίτηση ασύλου εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από τον Νόμο διαδικασίας και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του Νόμου, ως επίσης ότι, η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Δεν συνάγεται από εξωτερικές πηγές ότι υπάρχει αδιάκριτη βία στην περιοχή συνήθους διαμονής της, ούτε καθίσταται επικίνδυνη η επιστροφή της .
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Προτού το Δικαστήριο προβεί σε εξέταση λόγων ακύρωσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένοι εκ των ισχυρισμών της Αιτήτριας 1 όπως αυτοί προβάλλονται μέσω της συνηγόρου της στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην Γραπτή Αγόρευση. Απλή επίκληση παραβίασης Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται, διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Ανεξάρτητα, όμως, της πιο πάνω διαπίστωσης αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας 1 σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς έλλειψης δέουσας έρευνας και/ή εξατομικευμένης αξιολόγησης, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης στη βάση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ»).
Η Αιτήτρια 1 ανέφερε στην Υπηρεσία Ασύλου ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της για σπουδές, αλλά και λόγω του εξαναγκασμού του πατέρα της να την παντρέψει με μεγαλύτερο άντρα. Μετά την διενέργεια συνέντευξης ο λειτουργός αποδέχθηκε τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας 1 (ερυθρά 30 ΔΦ), ότι αναχώρησε από την χώρα καταγωγής της για να σπουδάσει (ερυθρά 29 ΔΦ) και τον ισχυριζόμενο εξαναγκαστικό γάμο από τον πατέρα της (ερυθρά 29 ΔΦ). Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται, όμως, ότι δεν υφίσταται στην ουσία λόγοι δίωξης και/ή μελλοντοστραφής κίνδυνος επιστροφής, διότι:
• το κατ΄ ισχυρισμό περιστατικό έχει συμβεί το 2010 και έκτοτε ζούσε με φίλη της μέχρι την αναχώρηση της από την χώρα καταγωγής το 2019,
• δεν εξέφρασε φόβο δίωξης καθότι δήλωσε ότι εάν επιστρέψει στη χώρα της θα ζήσει με τον σύντροφο πατέρα του παιδιού της.
Από συνολική δε αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων[1] διαπιστώνω ότι αυτή τεκμηριώνεται. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, βλέπε επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει όμως υποδείξει η ίδια με τις αιτιάσεις της ότι θα αντιμετωπίζει αντικειμενικό φόβο δίωξης και/ή κατά την επιστροφή της ότι θα αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή σοβαρής βλάβης και/ή ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας της είτε από άλλους φορείς δίωξης (συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας της) (Βλέπε Άρθρα 3Α και 3Β του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Καθίσταται, επίσης, σαφές από όλες τις περιστάσεις της, όπως περιγράφονται ανωτέρω, ότι δεν υπάρχει βάσιμος φόβος και/ή μελλοντοσταφής κίνδυνος δίωξης της από οποιονδήποτε φορέα. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο EASO «Δικαστική Ανάλυση του (2018) Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (Οδηγία 95/2011/ΕΕ)», σελίδα 92:
«Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον[2]. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)[3]] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης[4]. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). Η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της αξιοπιστίας, είναι το πρώτο στάδιο. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο. Το ΔΕΕ ενέκρινε αυτή την προσέγγιση δύο σταδίων:
Στην πραγματικότητα, η «αξιολόγηση» αυτή γίνεται σε δύο αυτοτελή στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας[5].»
Σύμφωνα με το ίδιο εγχειρίδιο[6]:
«Ο όρος «φόβος» αντικατοπτρίζει τη μελλοντοστραφή έμφαση των ορισμών της σύμβασης για τους πρόσφυγες και της ΟΕΑΑ. Η ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) επεκτείνει την προστασία όχι μόνο στα πρόσωπα που υπέστησαν πραγματικά δίωξη, αλλά και σε εκείνα που διατρέχουν κίνδυνο δίωξης[7]. Αντικατοπτρίζει επίσης την αποδοχή της ιδέας ότι η απειλή δίωξης αρκεί για να διαπιστωθεί ύπαρξη δίωξης. Επομένως, ένα πρόσωπο δεν χρειάζεται να περιμένει να υποστεί διώξεις για να υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, αλλά μπορεί να «φοβάται» μελλοντική δίωξη.
Το ΔΕΕ τόνισε τον μελλοντοστραφή χαρακτήρα του βάσιμου φόβου στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Y και Z, όπου αποφάνθηκε ότι:
[ο]σάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο γ) αυτής, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεως[8].»
(ο τονισμός δικός μου)
Επομένως, λόγω έλλειψης τόσο του υποκειμενικού όσο και του αντικειμενικού στοιχείου φόβου δίωξης η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις της Αιτήτριας που έγιναν αποδεκτές δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Ούτε η περίπτωση της εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτήν του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Όπως προκύπτει και από την έκθεση/εισήγηση του λειτουργού, έγινε αξιολόγηση και για τους σκοπούς παροχής σε αυτήν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και αποφασίστηκε ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[9] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023. Ειδικά δε, ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν υφίστανται συνθήκες ένοπλης σύρραξης - ούτε τα ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία της Αιτήτριας 1 (πρόκειται για ενήλικο, υγιή, μορφωμένο πρόσωπο, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή της στον τόπο διαμονής, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη. Επί τούτου απορρίπτεται και ο συναφής ισχυρισμός του συνηγόρου της Αιτήτριας 1 ότι δεν έγινε αξιολόγηση και των περιστάσεων που αφορούν το ανήλικο τέκνο της – Αιτητή 2. Ο λειτουργός – εξεταστής αξιολογώντας την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και των προσωπικών της περιστάσεων αποφάσισε ότι δεν καθίσταται επικίνδυνη η επιστροφή της. Η δε παράλειψη αναφοράς στον Αιτητή 2 (ανήλικό τέκνο της) δεν οδηγεί αυτόματα σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού η ίδια μέσω των δηλώσεων της ανέφερε ότι εάν επιστρέψει θα ζήσει με τον σύντροφο και το παιδί της (Αιτητή 2). Δεν προσκομίστηκαν στοιχεία στην αίτηση διεθνούς προστασίας, ούτε υποδείχθηκαν μέσω της συνέντευξης της αλλά ούτε μέσω της προσφυγής ότι με την επιστροφή της επηρεάζεται με οιονδήποτε τρόπο και/ή καθίσταται δυσχερής και/ή υφίσταται προσωπικά με δίωξη ή σοβαρή βλάβη το ανήλικο τέκνο της (Αιτητής 2) - ενώ από τις αιτιάσεις της ίδιας δεν ανάφερε ότι θα αντιμετωπίσει οποιαδήποτε βλάβη είτε αυτή είτε το παιδί της (Αιτητής 2) κατά την επιστροφή τους. Σημειώνεται ότι, η ίδια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης της ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα της, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου[10] επιβεβαιώνεται η σχετική κατάληξη του λειτουργού – ήτοι ότι δεν υπάρχουν περιστατικά ασφαλείας που να εμπίπτουν στο βαθμό αδιάκριτης βίας.
Ούτε διαπιστώνω από τα ενώπιον μου στοιχεία ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε.Aρ.3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 05/06/2002, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η δε επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου της Αιτήτριας 1 ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).
Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων τόσο της Αιτήτριας 1 όσο και του ανήλικου τέκνου της (Αιτητής 2), όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να τους αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας 1 και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000)
[2] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 51· απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20, σκέψη 43.
[3] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)
[4] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 51· απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20, σκέψη 43. Βλέπε επίσης την προηγούμενη διατύπωση του ΔΕΕ στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Abdulla κ.λπ., ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 57 (χωρίς ρητή παραπομπή σε υπευθύνους δίωξης).
[5] Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012 στην υπόθεση C-277/11, M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, EU:C:2012:744, σκέψη 64.
[6] EASO (2018), Δικαστική Ανάλυση «Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (Οδηγία 95/2011/ΕΕ), σελ. 94-95
[7] Βλέπε απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 74 και 75· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20, σκέψη 63 και 64. Βλέπε επίσης Εγχειρίδιο UNHCR, ό.π., υποσημείωση 107, σκέψη 45.
[8] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 76. Βλέπε επίσης απόφαση του ΔΕΕ, Abdulla και λοιποί, ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 89· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20, σκέψη 72.
[9] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας.
[10] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο