
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 1834/2024
11 Φεβρουαρίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.E.Ο. εκ Νιγηρίας
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.
Ρ. Προδρόμου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 07/05/24, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή υπόκειται σε τροποποίηση ώστε να δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας στην Αιτήτρια.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 07/10/22, ακολούθησε η συνέντευξη της στις 20/09/23 και στις 22/02/24 λειτουργός ετοίμασε έκθεση/εισήγηση. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 29/02/24, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος της Αιτήτριας υιοθετεί μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης την ουσία του αιτήματος ασύλου της, υποστηρίζει δε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης της όπως αυτό διαφυλάσσεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στα Άρθρα 13Α (7) και 18(1) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000). Αναφέρει ότι στα πλαίσια της συνέντευξης δεν παρασχέθηκε διερμηνέας αγγλικής γλώσσας και η συνέντευξη/επικοινωνία διενεργήθηκε στην αγγλική μόνο μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και Αιτήτριας. Πουθενά, αναφέρει, προκύπτουν στοιχεία τα οποία να διασφαλίζουν τα εχέγγυα ικανότητας του λειτουργού να διεξάγει την συνέντευξη στην αγγλική, ούτε υπάρχει ενημέρωση για το δικαίωμα της να έχει διερμηνέα κατά την συνέντευξη. Παραπέμποντας στις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας 4188/21 και 1061/22, τονίζει ότι η μη παραχώρηση διερμηνείας αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Προβάλλει, ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης θα πρέπει να εξετάζεται και από το Δικαστήριο (ανεξάρτητα εάν έχει δικογραφηθεί) καθότι αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξης. Προβάλλει, επίσης, ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) λόγω της σωματικής βίας που έχει υποστεί η Αιτήτρια, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ελλείψει δέουσας έρευνας, δεν έγινε εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης της και ο λειτουργός δεν καθοδηγήθηκε σωστά από τα σχετικά εγχειρίδια. Αποσύρθηκε δε ο ισχυρισμός σε σχέση με το εργασιακό καθεστώς του λειτουργού (CAS 3) που υπέβαλε την έκθεση/εισήγηση για έγκριση.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση σε απάντηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας αναφέρουν ότι δεν ακολουθήθηκαν οι σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί κατά την ετοιμασία της Γραπτής Αγόρευσης, οι λόγοι που εγείρονται δεν αιτιολογούνται και/ή τεκμηριώνονται επαρκώς, ούτε η Αιτήτρια έχει αποσείσει επαρκώς το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της. Αναφέρουν ότι δεν είναι υποχρεωτική πάντα η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη, ότι η διαδικασία ήτο στην αγγλική γλώσσα και ότι η Αιτήτρια με το τέλος της διαδικασίας υπέγραψε και επιβεβαίωσε το πρακτικό της συνέντευξης το οποίο επίσης ήτο στην αγγλική. Ούτε παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000). Υιοθέτησαν το περιεχόμενο της έκθεσης/εισήγησης και υποστήριξαν ότι οι ισχυρισμοί της κρίθηκαν εσωτερικά αναξιόπιστοι και/ή δεν εμπίπτουν στην έννοια του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας – ενώ η χώρα της Αιτήτριας βρίσκεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Στην υπό εξέταση υπόθεση εμφανώς η διατύπωση των λόγων ακύρωσης στην προσφυγή της Αιτήτριας, είναι εξαιρετικά λακωνική και είναι κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών - απλή επίκληση παραβίασης του Συντάγματος, Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η δε αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) έως 2022, και των λεχθέντων στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599 (Απόφαση Πογιατζή, Δ.), Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 (Απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε)). Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση/Απάντηση που δεν έχουν δεόντως καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.
Η δικηγόρος της Αιτήτριας ζητά από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθότι δεν παρασχέθηκε διερμηνέας κατά τη συνέντευξη και/ή ήτο υποχρέωση των Καθ’ ων η Αίτηση να εξασφάλιζαν μεταφραστή κατά τη συνέντευξη ανεξάρτητα εάν η Αιτήτρια ομιλεί την αγγλική γλώσσα, ενώ ούτε προκύπτει οτιδήποτε που να υποστηρίζει την κατάρτιση της λειτουργού στην αγγλική γλώσσα. Οι διατάξεις του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) υπό τον τίτλο «Αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας» προνοούν, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα εξής:
«18.(1) Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.
[...]
(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές.
(2Α) (α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο-
(i) δύναται να μεριμνά για την ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης και, σε τέτοια περίπτωση, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε η καταγραφή ή/και το κείμενο της απομαγνητοφώνησης να διατίθεται σε σχέση με το φάκελο του αιτητή∙
(ii) είτε συντάσσει διεξοδική και εμπεριστατωμένη γραπτή έκθεση η οποία περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των γεγονότων, είτε απομαγνητοφωνεί την τυχόν ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης∙
(iii) παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να παράσχει διευκρινίσεις προφορικά ή/και γραπτώς σε σχέση με τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις ή παρερμηνείες που περιλαμβάνονται στην γραπτή έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης, στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης ή εντός καθορισμένου χρονικού ορίου πριν λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αίτησης∙
(iv) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii), ενημερώνει πλήρως τον αιτητή για το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή για ουσιώδη στοιχεία του κειμένου της απομαγνητοφώνησης, με τη συνδρομή διερμηνέα εάν είναι απαραίτητο, και κατόπιν ζητά από τον αιτητή να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την συνέντευξη· σε περίπτωση που ο αιτητής αρνείται να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την προσωπική συνέντευξη, οι λόγοι άρνησής του καταχωρίζονται στον προσωπικό του φάκελο και η άρνηση αυτή δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.
[...]»
[ο τονισμός δικός μου]
Το δε Άρθρο 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), προνοεί ότι:
«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:
[…]
β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·
[…]»
[ο τονισμός δικός μου]
Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για τη διεξαγωγή της συνέντευξης, αλλά ούτε και στην παρούσα περίπτωση αποτελεί πλημμέλεια στη διαδικασία της συνέντευξης, όπου η επικοινωνία διενεργήθηκε στην αγγλική γλώσσα μόνο μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και Αιτήτριας, ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου της. Η ίδια η Αιτήτρια στην αίτηση ασύλου της καταγράφει ότι μητρική της γλώσσα είναι η Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 41-32 ΔΦ). Με το πέρας της συνέντευξης και/ή από τα εν λόγω ερυθρά του ΔΦ προκύπτει ότι τόσο η λειτουργός όσο και η Αιτήτρια υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Επίσης, στο τέλος των πρακτικών της συνέντευξης, η Αιτήτρια υπέγραψε υπό το εξής κείμενο δήλωσης: «I, the undersigned, confirm that all information in the transcript s true and accurate. I have fully understood in (language), which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any of my statements nor to question any of the information submitted in the interview», βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφονται (στο πρακτικό της συνέντευξης της) αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις της (ερυθρό 32 ΔΦ). Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τhν ίδια την λειτουργό της υπόθεσης της. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης γίνεται εκτενής και/ή ενδελεχής ενημέρωση της για τη διαδικασία της συνέντευξης, της διενέργειας της στην αγγλική και/ή ερωτάται κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την εν λόγω διαδικασία (ερυθρό 40 ΔΦ). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται ως αβάσιμος (ως η ανωτέρω ανάλυση).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί παράβασης των Άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), ούτε αυτός γίνεται αποδεκτός. Το σχετικό Άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτούντα άσυλο αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν: «(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας». Στην παρούσα περίπτωση, ο λειτουργός δεν έκρινε σκόπιμο η Αιτήτρια να παραπεμφθεί σε ειδική εξέταση σε ιατρό ή ψυχολόγο ούτε αυτό εμπόδισε τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης. Άλλωστε έγινε σχετική αξιολόγηση στη βάση του Άρθρου 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) κατά την (αρχική) καταγραφή της Αιτήτριας, η οποία δεν υπέδειξε οιεσδήποτε ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες, ήτοι ευάλωτο πρόσωπο και/ή πρόσωπο που αντιμετωπίζει σοβαρά σωματικά προβλήματα και/ή ζητήματα ψυχικής υγείας (ερυθρά 21-12 ΔΦ). Ούτε κατά το αρχικό στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ιατρικό ζήτημα ή πρόβλημα με την υγεία της που την καθιστά ανίκανη να παρακολουθήσει την διαδικασία (ερυθρό 40 ΔΦ).
Δεδομένων των πιο πάνω, το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 (Ν. 73(I)/2018) έως 2023, προχωρεί σε εξέταση της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας και των στοιχείων του φακέλου της, σε συνδυασμό με τους (υπολειπόμενους) εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.
Τα προσωπικά στοιχεία και προφίλ της Αιτήτριας (ταυτότητα/χώρα καταγωγής) έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρό 58 ΔΦ), απορρίφθηκε όμως ως εσωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός της περί ύπαρξης κινδύνου από τους θείους της που ήθελαν να της πάρουν την περιουσία και να την εντάξουν σε μυστικιστική οργάνωση. Αυτό το μέρος της ιστορίας της παρουσίαζε έλλειψη ευλογοφάνειας και αοριστία (ερυθρό 58-56, 36 ΔΦ), ειδικότερα η Αιτήτρια:
- δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος της, με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί της να μην είναι ευλογοφανείς,
- δεν έδωσε περισσότερες εξηγήσεις και λεπτομέρειες για την εμμονή των θείων της να ενταχθεί σε μυστικιστική ομάδα ούτε συνέδεσε επαρκώς με αυτό το ζήτημα την πεποίθηση της να γίνει μοναχή, (ερυθρό 36-35 ΔΦ)
- ελλιπείς και/ή μη βιωματικού χαρακτήρα κρίθηκαν οι δηλώσεις της σε σχέση με την μεταφορά της σε άγνωστη τοποθεσία, βασανισμού/τραυματισμού της και απόδρασης της, (ερυθρό 36-35 ΔΦ),
- ενώ ρωτήθηκε εάν έγινε κάτι εναντίον της μητέρας της από την μέρα που μετακόμισε στην πόλη Orlu, απάντησε αρνητικά, ανάφερε δε ότι κάποια άγνωστα άτομα επιτέθηκαν στην αδελφή της αλλά δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις και τα λεγόμενα της κρίθηκαν ότι δεν έχαν την απαιτούμενη ευλογοφάνεια (ερυθρό 35 ΔΦ),
- όταν ρωτήθηκε που θα πάει η περιουσία σε περίπτωση που πεθάνει η ίδια και οι αδελφές της, απάντησε ότι θα πάει στους θείους της, απάντηση η οποία κρίθηκε μη ευλογοφανής την στιγμή που σύμφωνα με τις δικές της δηλώσεις ο πατέρας της έχει ακόμα δύο παιδιά από την 2η του σύζυγο (ερυθρό 34 ΔΦ),
- οι απαντήσεις της για τις αντιδικίες για την περιουσία μεταξύ των θείων της, τους τίτλους περιουσίας και της επικοινωνίας με δικηγόρο κρίθηκαν ανεπαρκείς (ερυθρό 34 ΔΦ),
- δεν κατάφερε να αποδείξει το γεγονός ότι οι θείοι της θέλουν να την σκοτώσουν για να πάρουν την περιουσία ακόμα και αν το έκαναν η περιουσία δεν θα τους άνηκε γιατί η Αιτήτρια έχει δύο αδελφές και δύο αδελφούς από την 2η γυναίκα του πατέρα της,
- ούτε έδωσε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες και οι ισχυρισμοί της δεν είχαν την απαιτούμενη ευλογοφάνεια.
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων (αλλά χωρίς την προσκόμιση περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων) διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία της επί αυτού του σημείου του αιτήματος της, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[1], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της λειτουργού. Το αφήγημα της εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε για κάθε ένα ξεχωριστά από τα περιστατικά που ισχυρίστηκε ότι έζησε, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, σύμφωνα, επίσης και της § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Η έκθεση/εισήγηση της λειτουργού προκύπτει να είναι πλήρως εμπεριστατωμένη, ενώ δεν τεκμηριώνεται από τα γεγονότα της περίπτωσης ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Θα αναμενόταν δε για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος της να είναι σταθερή στις απαντήσεις της, να είναι σε θέση να παρουσιάσει χρονική συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος της. Δεν έπεισε για το υπαρκτό οποιωνδήποτε απειλών από τους θείους της, ούτε ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής της που να αντιμετωπίζει δίωξη αλλά ούτε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή (τεκμηριωθεί) ότι καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας της, είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα 3Α και 3Β του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) για τους πιο πάνω πέντε λόγους που παρέχεται προστασία. Επίσης, προκύπτει να αποχώρησε νόμιμα από την χώρα καταγωγής της με την χρήση διαβατηρίου που έφερε τα πραγματικά της στοιχεία χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Με βάση όλα τα ανωτέρω κρίνω ότι η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις της Αιτήτριας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Ούτε η περίπτωση της Αιτήτριας εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτήν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Η λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[2] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, η λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή της Αιτήτριας (Anambra) δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται επί τούτου ότι η ίδια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης της ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα της. Μετά δε από επικαιροποιημένη έρευνα του Δικαστηρίου αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή όπως προσδιορίζονται στη βάση δεδομένων του ACLED[3] επιβεβαιώνονται τα ευρήματα του λειτουργού καθότι με βάση τις παρατεθείσες πληροφορίες σε συνδυασμό με τον συνολικό αριθμό της πολιτείας, τα περιστατικά ασφαλείας δεν φτάνουν στο βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία της Αιτήτριας στο έδαφος της περιοχής την εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης.
Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Αιτήτριας όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009.
[2] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας
[3] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard/Anambra/Nigeria
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο