
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υποθ. Αρ.: 1960/2024
11 Φεβρουαρίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τo άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.N.B. από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και τώρα στη Λάρνακα
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Γ. Αιβαζίδης (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Ε. Εμμανουηλίδου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
O Αιτητής παρών. Παρούσα και η Ζ. Αγαπίου (κα) για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντιστρόφως.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 30/04/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 21/05/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος .
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Λ.Δ. του Κονγκό και στις 14/12/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών στις 05/11/2021. Στη 10/04/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 24/04/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Στις 30/04/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την 21/05/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις 03/06/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής προέβαλε μέσω της αίτησης του πλήθος λόγων ακυρώσεως, τους οποίους υιοθέτησε και μέσω της γραπτής αγόρευσής του και κατά το στάδιο των διευκρινήσεων.
Η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη γραπτή αγόρευση της, εισηγείται ότι όλοι οι λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς και/ή καθόλου στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του Αιτητή, θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης. Τέλος, ο συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει από το νόμο και αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που τους δίνει ο Νόμος και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα ή έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ. Η συνήγορος του Αιτητή εν προκειμένω αναφέρεται με γενικό τρόπο στους λόγους χωρίς να τεκμηριώνει πως αυτοί υφίστανται και χωρίς να υποδεικνύει τα σημεία της διοικητικής διαδικασίας όπου αυτές οι αρχές καταπατώνται. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου του Αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Ειδικότερα κατά την πρωτοβάθμια συνέντευξη ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος της Λ.Δ. του Κονγκό, γεννήθηκε στην Kinshasa όπου και διέμενε για όλη του τη ζωή έως ότου έφυγε από τη χώρα καταγωγής την 08/10/2021 (βλ ερ 38 1χ). Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι είναι Καθολικός Χριστιανός, άγαμος, ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και πως ολοκλήρωσε και σπουδές σε ένα επαγγελματικό εκπαιδευτικό ινστιτούτο, μιλάει Lingala και Γαλλικά και πως ήταν μεταλλουργός (βλ. ερ. 38 και 37). Ο Αιτητής δήλωσε πως έχει έναν αδερφό και μητρικές θείες στη Γαλλία (βλ. ερ 36 2χ). Ο Αιτητής είναι κάτοχος διαβατηρίου της Λ.Δ. του Κονγκό το οποίο εκδόθηκε την 05/12/2017 και έληξε την 04/12/2022 (βλ ερ 6).
Ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Λ.Δ. του Κονγκό διότι υπέστη δίωξη από το αφεντικό του όταν κατά λάθος έριξε μια μεταλλική πύλη στο αυτοκίνητό του το οποίο και έπαθε σοβαρή ζημιά. Επίσης δήλωσε ότι οι θετοί γονείς του και η κόρη τους είχαν ήδη οργανώσει ταξίδι εργασίας προς την Αυστραλία και ως εκ τούτου έπρεπε και ο ίδιος να φύγει (βλ ερ 34 1χ). Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε ότι μια μέρα και ενώ βρισκόταν σε ένα εργοτάξιο στο Mont Ngafula για δουλειά έλαβε χώρα ένα ατύχημα κατά το οποίο αυτός και ένας συνάδελφός του έριξαν κατά λάθος μία μεταλλική πύλη πάνω στο αυτοκίνητο του αφεντικού τους. Ο συνάδελφός του έφυγε τρέχοντας και ο ίδιος συνελήφθη από ένα μέλος του προσωπικού ασφαλείας του εργοταξίου. Στη συνέχεια τον κλείδωσαν σε ένα υπόγειο και όταν επέστρεψε το αφεντικό τον ρώτησαν αν έχει κάτι να του δώσει για το αυτοκίνητο. Όταν τους απήντησε ότι δεν έχει χρήματα για την επισκευή του αυτοκινήτου τον κράτησαν φυλακισμένο συνολικά για τέσσερεις ημέρες πριν κατορθώσει να δραπετεύσει παλεύοντας με έναν φρουρό, ενώ κατά τη διάρκεια του καβγά ο φρουρός τον μαχαίρωσε στο πόδι. Ο Αιτητής δήλωσε ότι επέστρεψε σπίτι του και ότι ο θετός πατέρας του, αφότου του εξήγησε τι συνέβη του είπε πως έχει έναν φίλο ο οποίος είναι ταξιδιωτικός πράκτορας ο οποίος στη συνέχεια βοήθησε τον Αιτητή να φύγει από τη χώρα (βλ ερ 34).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του Λειτουργού σχετικά με το ατύχημα στην εργασία του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εργαζόταν ως μεταλλουργός σε ένα εργοτάξιο στο Mont Ngafula στη Kinshasa και πως ο εργοδότης του ήταν ένας δικηγόρος επ’ ονόματι Tierry, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης του εργοταξίου (βλ ερ 33 και 32). Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι μαζί με έναν συνάδελφο ηλεκτροκολλούσαν την κεντρική πύλη του εργοταξίου, η οποία όμως ήταν πολύ βαριά και σε κάποια στιγμή τους έπεσε με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στο αυτοκίνητο του εργοδότη του (βλ ερ 32 1χ).
Ερωτώμενος να περιγράψει το πως τον έπιασε το προσωπικό ασφαλείας, ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν έπεσε η πύλη προσπάθησε να διαφύγει και αυτός όπως ο συνάδελφός του όμως καθώς αυτός ήταν από την μέσα του εργοταξίου, ο άντρας της ασφάλειας τον έπιασε, ακολούθησε μια πάλη μεταξύ τους και δεν κατάφερε να του ξεφύγει διότι αυτός ήταν πολύ πιο ογκώδης και δυνατότερος από τον ίδιο (βλ ερ 32 2χ).
Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει το υπόγειο στο οποίο τον κράτησαν, αυτός δήλωσε ότι ήταν σαν υπόγειο πάρκινγκ με πολλές πόρτες και πως τον κλείσανε πίσω από μία από αυτές τις πόρτες, σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα παράθυρο. Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι όταν ήρθε ο εργοδότης του τον ρώτησε αν έχει τρόπο να τον αποζημιώσει για τη ζημιά που υπέστη το αυτοκίνητο, και πως όταν αυτός απήντησε αρνητικά και τον ικέτεψε να τον συγχωρέσει, αυτός του είπε πως θα πρέπει να μείνει κλειδωμένος στο υπόγειο (βλ ερ 31 1χ).
Κατόπιν ο Λειτουργός ζήτησε από τον Αιτητή να περιγράψει με λεπτομέρειες τον τρόπο που κατάφερε να διαφύγει από την κράτηση και αυτός δήλωσε ότι την τέταρτη μέρα της κράτησης του ήρθε ένας φρουρός να του φέρει φαγητό και όταν το άφησε στο πάτωμα και γύρισε την πλάτη του για να φύγει ο Αιτητής του επιτέθηκε, του πήρε τα κλειδιά, τον έσπρωξε και αυτός έπεσε με το κεφάλι στον τοίχο, έπεσε στο πάτωμα και κατάφερε να βγάλει ένα μαχαίρι από την τσέπη του και να τον μαχαιρώσει στη γάμπα, πριν αυτός βγει από το δωμάτιο τρέχοντας (βλ ερ 30 1χ). Ερωτώμενος σχετικά με το πως κατάφερε να τρέξει εφόσον τον είχαν μαχαιρώσει στη γάμπα, ο Αιτητής απήντησε ότι και ο ίδιος δεν γνωρίζει πως τα καταφέρει και πως πιστεύει πως το ένστικτο της επιβίωσης των ώθησε να συνεχίσει να τρέχει παρότι τραυματισμένος (βλ ερ 30 1χ).
Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με τον αν απευθύνθηκε στην αστυνομία για να καταγγείλει το περιστατικό, ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν έφτασε σπίτι μίλησε με τους γονείς του και πήγανε στην εκκλησία όπου εξήγησαν στον ιερέα τι συνέβη. Αυτός τους είπε πως ο ιδιοκτήτης του εργοταξίου ήθελε να θυσιάσει κάποιον και γι’ αυτό το λόγο έπεσε η πύλη και τους παρότρυνε να μην το καταγγείλουν στην αστυνομία μα να προχωρήσουν με το πλάνο που είχε ήδη ο πατέρας του, ήτοι τη διαφυγή του Αιτητή στο εξωτερικό (βλ ερ 30 2χ).
Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το τι πιστεύει ότι θα μπορούσε να του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι πέρα από το συμβάν στην εργασία του δεν έχει κανέναν και καθόλου οικογένεια και κανένα μέρος για να πάει (βλ ερ 34 1χ). Σε περαιτέρω ερώτηση σχετικά με το αν το αφεντικό του θα μπορούσε να τον βλάψει σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa ο Αιτητής δήλωσε ότι το αφεντικό του είναι δικηγόρος και πως έχει πολλά χρήματα και πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη θέση του και τον πλούτο του για να τον βλάψει (βλ ερ 33).
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο Λειτουργός κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι
(α) ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ Αιτητή,
(β) ο ιδιοκτήτης του εργοταξίου στο οποίο δούλευε ως μεταλλουργός ο Αιτητής τον κλείδωσε στο υπόγειο διότι έριξε κατά λάθος μία μεταλλική πύλη στο αυτοκίνητό του και του προκάλεσε σοβαρές ζημιές.
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, ενώ περαιτέρω όταν του ζητήθηκε να δώσει παραπάνω πληροφορίες για τα σχετικά γεγονότα αυτός υπέπεσε σε ασάφειες, ασυνέπειες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες όταν περιέγραφε τον τόπο εργασίας του και το περιστατικό κατά το οποίο η πύλη έπεσε στο αυτοκίνητο του εργοδότη του. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις σχετικά με το πως τον έπιασε ο άνδρας της ασφάλειας ούτε σχετικά με το πως κατάφερε και τον μετέφερε ως το δωμάτιο στο υπόγειο όπου υποτίθεται πως κρατείτο.
Επιπλέον, ο Λειτουργός έκρινε ότι η περιγραφή του δωματίου στο οποίο κρατείτο ο Αιτητής ήταν πολύ βασική και δεν δόθηκαν αρκετές πληροφορίες, όπως και θα αναμενόταν από κάποιον που όντως κρατείτο σε αυτό για τέσσερεις μέρες. Ομοίως, ο Λειτουργός έκρινε ότι η περιγραφή του διαλόγου μεταξύ του Αιτητή και του εργοδότη του δεν περιείχε τις αναμενόμενες λεπτομέρειες. Ερωτώμενος σχετικά με το πως γίνεται να μην αντιλήφθηκαν οι υπόλοιποι εργάτες το περιστατικό και την κράτησή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι υπόλοιποι εργάτες εργάζονταν για τον εργοδότη τους, απάντηση η οποία σύμφωνα με τον Λειτουργό δεν ήταν επαρκής.
Σχετικά με τον τρόπο διαφυγής από τον τόπο κράτησής του, ο Λειτουργός έκρινε ότι παρόλο που καταρχήν ο Αιτητής έδωσε μια βασική περιγραφή του τί συνέβη, η περιγραφή αυτή δεν ανεπτύχθει περαιτέρω αρκετά.
Τέλος, σχετικά με τις δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με το λόγο για τον οποίο αποφάσισε να φύγει από την χώρα και δεν κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία, ο Λειτουργός έκρινε ότι η δήλωσή του πως τους συμβούλεψε ο ιερέας να μην το κάνουν και να προχωρήσουν με την αναχώρηση της οικογενείας για την Αυστραλία όπως και ήταν σχεδιασμένο ούτως ή άλλως είναι ένδειξη ότι η αναχώρησή του δε σχετίζεται αποκλειστικά με το φόβο προς τον εργοδότη του μα και με την αναχώρηση της οικογενείας του προς την Αυστραλία.
Στη συνεχεία ο Λειτουργός προέβη στην εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο Λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις του Αιτητή αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη των ισχυρισμών του και πως δεν ευνοείται ούτε δικαιολογείται οποιαδήποτε διερεύνηση μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης.
Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, ασυνέπειες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, δεν θεμελιώθηκε η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού και ως εκ τούτου αυτός απορρίφθηκε.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην Kinshasa.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Νιγηρία δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Kinshasa, περιοχή στην οποία ο Αιτητής αναμένεται να επιστρέψει, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ως εκ τούτου ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Όταν ο αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (δέστε υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού/των υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Kinshasa, πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.
Η κατάσταση παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ. του Κονγκό, καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και η διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων. Πιο πρόσφατα στοιχεία σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC[1], μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, η κατάσταση στην Kinshasa, την πρωτεύουσα της Λ. Δ. του Κονγκό, δεν κατατάσσεται ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Το RULAC παρακολουθεί και κατατάσσει τις ένοπλες συγκρούσεις με βάση αυστηρά νομικά κριτήρια και δεν αναφέρει την Κινσάσα ως περιοχή που βιώνει τέτοια σύγκρουση.
Οι κύριες ανησυχίες για την ασφάλεια στην Kinshasa περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα βίαιου εγκλήματος, όπως ένοπλες ληστείες και απαγωγές, καθώς και συχνές κοινωνικές αναταραχές, όπως διαδηλώσεις που μερικές φορές καταλήγουν σε βία. Αυτά τα περιστατικά δημιουργούν μια ασταθή κατάσταση ασφαλείας, αλλά δεν πληρούν το όριο για να χαρακτηριστούν ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Οι συγκρούσεις που αναγνωρίζονται από το RULAC στη Λ.Δ. του Κονγκό εντοπίζονται κυρίως στις ανατολικές επαρχίες, όπως το Βόρειο Κίβου, το Νότιο Κίβου και το Ιτούρι, όπου ένοπλες ομάδες βρίσκονται σε ενεργές εχθροπραξίες εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων. Αυτές οι περιοχές βιώνουν σημαντική βία και στρατιωτικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με την Kinshasa. Η διαμάχη μεταξύ των κοινοτήτων Teke και Yaka, που ξεκίνησε το 2022 από μια κτηματική διαφορά, 'προκάλεσε επιδείνωση' της ανθρωπιστικής κατάστασης και της κατάστασης ασφαλείας σε αρκετές επαρχίες κοντά στην πρωτεύουσα της Kinshasa, ενώ η εν λόγω διαμάχη επεκτάθηκε και στην πρωτεύουσα Kinshasa.
Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 27/1/2024 και 24/1/2025 στην Kinshasa της Λ. Δ. του Κονγκό, καταγράφηκαν συνολικά 94 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 223 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 4 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 5 θύματα), 8 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 16 θύματα), 18 ως ταραχές/εξεγέρσεις (202 θύματα) και 64 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[2].
Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στην Kinshasa δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους.
Ο πληθυσμός δε της Kinshasa καταγράφεται στους 2.664.309 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 1984 και εκτιμήθηκε το 2004 στους 7.273.947[3].
Δεδομένων των πιο πάνω , καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.
Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.
Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στην Kinshasa ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).
Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως αορίστως και γενικώς προβαλλόμενοι δεν ευσταθούν.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/01/2025)
[2] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/. Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα από 27/1/2024 έως 24/1/2025 στην Kinshasa της Λ.Δ. του Κονγκό: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 27/01/2025)
[3] City Population, DR Congo, Kinshasa, https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/1/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο