Αίτηση από: Ι. Α. κ.α., Νομική Αρωγή αρ.207/24, 5/2/2025
print
Τίτλος:
Αίτηση από: Ι. Α. κ.α., Νομική Αρωγή αρ.207/24, 5/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Νομική Αρωγή αρ.207/24

 

5 Φεβρουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)

 

Αίτηση από:

 

1.    Ι. Α.

2.    D. Υ.

                                                                                                                                    Αιτητές

 

 

Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κα Μ. Βασιλείου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Κος Ρ. Ευαγγέλου, μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα    Κος M. Kamran, μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Sorani και αντίστροφα          

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση νομικής αρωγής, προκειμένου να διορίσουν δικηγόρο για να χειριστεί την προσφυγή αρ.4605/24 που ήδη καταχώρησαν κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.06/11/24, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν στις 02/12/22.

Ως προκύπτει από το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, οι αιτητές κατάγονται από την Κουρδική Περιφέρεια του Ιράκ (στο εξής ΚΠΙ), εισήλθαν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παράτυπα, μέσω κατεχομένων, στις 11/11/22 και στις 02/12/22 υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας, που απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη στην προσφυγή αρ.4605/24 απόφαση.

Η παρούσα στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002, στις διατάξεις του άρθρου 6Β (2) (α) και 6Β (2) (ββ), που ορίζει τα ακόλουθα:

«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -

[…]

(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»

Κατά την εξέταση αιτήσεως νομικής αρωγής το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ή να προωθήσει (αν έχει ήδη καταχωρηθεί) με ίδια μέσα ο αιτητής, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της δεν επηρεάζει και δεν προδικάζει την έκβαση της (βλ. Durgo Man v. Δημοκρατίας, Νομ. Αρ. 278/09, ημ.15/07/09).

Στην απόφαση στην αίτηση Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SINGH KHUSHWANT του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματός του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου.  Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.

[…]

Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης.

[…]. Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιόν του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή.».

Από τα συνημμένα στο Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα προκύπτουν τα ακόλουθα.

Στην αίτηση ασύλου, την οποία καταχώρησε η αιτήτρια 1 εξ ονόματος της ιδίας και του συζύγου της - αιτητή 2, οι αιτητές κατέγραψαν ότι εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους λόγω «οικογενειακών προβλημάτων». Ως αναφέρει η αιτήτρια, από όταν ήταν μικρή, η οικογένεια της αποφάσισε ερήμην της ιδίας να την παντρέψει με ξάδελφο της, άνδρα κατά πολύ μεγαλύτερο της, και έτσι η ίδια προσπάθησε να αναβάλει τον γάμο της λόγω σπουδών. Όταν γνώρισε τον σύζυγο της (αιτητή) η οικογένεια της αντέδρασε στη σχέση τους και έτσι έφυγαν μαζί και ήρθαν στην Κύπρο.

Στη συνέντευξη η αιτήτρια ανέφερε ότι είναι υπήκοος Ιράκ, γεννηθείσα στο Erbil, της ΚΠΙ, η οικογένεια αποτελείται από τους γονείς, τρείς αδελφές, και πέντε αδελφούς της και η ίδια διατηρεί επαφές με την μητέρα, αλλά μυστικά. Είναι μουσουλμάνα σουνιτισσα, κουρδικής καταγωγής, από τη φυλή Khoshnaw, στην οποία, ως εξήγησε είναι παράδοση οι άνδρες να έχουν δύναμη και οι γυναίκες να σωπαίνουν. Θεωρείται μια σκληρή φυλή και οι άνδρες παίρνουν πάντα τις αποφάσεις.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της η αιτήτρια, πέραν των όσων είχε αναφέρει ο αιτητής στη συνέντευξη του (βλ. πιο κάτω), ανέφερε ότι όταν αρνήθηκε να παντρευτεί τον ξάδελφο της, της έσπασαν την μύτη, της πήραν το κινητό και της απαγόρευαν να πάει σχολείο για ένα χρόνο. Αναφορικά με τη σχέση της με τον αιτητή ανέφερε ότι γνωρίστηκαν το 2015 σε ανθοπωλείο και άρχισαν να μιλούν στο τηλέφωνο και μετά από 2 μήνες αποφάσισαν να παντρευτούν και η οικογένεια του αιτητή τη ζήτησε σε γάμο από την οικογένεια της, όμως αυτοί αρνήθηκαν, καθώς, κατά τη διάρκεια της επισκέψεις ανακάλυψαν ότι ανήκει σε φυλή με την οποία υπάρχει αμοιβαία έχθρα από το 1996. Κατόπιν αυτού η οικογένεια του αιτητή ξαναζήτησε την αιτήτρια σε γάμο και αυτοί αρνήθηκαν και πάλι. Όσο αφορά τις επισκέψεις του αιτητή στο σπίτι τους, έπεσε σε χρονικές αντιφάσεις, αναφέροντας πως αν ρωτήσουν τον σύντροφο της θα τους απαντήσει με περισσότερες λεπτομέρειες αφού οι συναντήσεις και οι συζητήσεις γίνονταν μεταξύ ανδρών. Αναφορικά με τον αναγκαστικό γάμο της με τον ξάδελφο της (ο οποίος ο ίδιος ήταν αρνητικός), ανέφερε ότι μόλις βρήκε δικαιολογία τις σπουδές της για να το καθυστερήσει, δεν προέκυψε οποιαδήποτε σχετική συζήτηση ξανά.  Όταν ρωτήθηκε εάν απειλήθηκε ποτέ η ζωή της από κάποιον, απάντησε πως, εκτός από την οικογένεια της, κανείς άλλος δεν την απείλησε και ότι θεωρεί την καταγγελία που έκανε η οικογένεια της στην αστυνομία εναντίον του συντρόφου της (αιτητή), τη θεωρεί ως απειλή. Ερωτηθείσα ποια μέτρα πήραν για να προστατευτούν πριν αποφασίσουν να φύγουν από τη χώρα καταγωγής τους, απάντησε πως τα πράγματα ήταν ήσυχα και πως ο κίνδυνος άρχισε μετά που έφυγαν. (ερ.81) και πλέον φοβάται πως εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της θα πεθάνει.

Στις συνεντεύξεις που έγιναν στις 04/07/22 και 10/07/22 ο αιτητής ανέφερε ότι η πατρική του οικογένεια αποτελείται από τους γονείς του, τις τέσσερις αδελφές, τον αδελφό του και τον ίδιο. Διατηρεί επαφές μόνο με την μητέρα και τις αδελφές του και έχει συγγενείς σε διάφορες περιοχές του Ιράκ. Είναι μουσουλμάνος σουνίτης, κουρδικής εθνότητας από τη φυλή Nawana, και εξήγησε πως οι φυλές στην ΚΠΙ συνήθως συνδέονται με συγκεκριμένα επαγγέλματα.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του δήλωσε πως γνώρισε την σύντροφο του στον χώρο εργασίας του και αποφάσισαν να παντρευτούν. Όταν ζήτησε το χέρι της δεν γνώριζαν πως ανήκαν σε διαφορετικές φυλές, οι οποίες είχαν έχθρα μεταξύ τους. Ανέφερε πως ο λόγος που ο πατέρας και ο θείος της γυναίκας του είχαν αρνηθεί, ήταν γιατί ο τρόπος που λειτουργούν οι φυλές απαγορεύει το να παντρεύονται οι κόρες τους με άτομα αντίπαλων φυλών. Σε ερωτήσεις που έγιναν για τη σχέση τους όλα αυτά τα χρόνια από το 2016 μέχρι το 2022, όταν έφυγαν από τη χώρα, ανέφερε ότι μιλούσαν από το τηλέφωνο, κυρίως με βιντεοκλήσεις και συναντήθηκαν ελάχιστες φορές σε εμπορικό κέντρο (mall), όπου η αιτήτρια πήγαινε με πρόφαση να αγοράσει κάτι και έβρισκε τον αιτητή. Τη ζήτησε σε γάμο συνολικά πέντε φορές, ως ανέφερε. Ως περαιτέρω ανέφερε, προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από άλλους ανθρώπους της φυλής του, έτσι ώστε να αλλάξει την γνώμη τους αλλά απέτυχε. Τότε αντιλήφθηκε ότι οι συνέπειες της σχέσης του με την γυναίκα του θα ήταν να τους σκοτώσουν και τους δύο κι έτσι η μόνη λύση για να έμεναν μαζί και ασφαλείς ήταν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ο αιτητής ανέφερε πως η τελευταία φράση της οικογένειας της συντρόφου του ήταν πως κατέστρεψε τη φήμη τους και πως θα τον σκότωναν και πως η οικογένεια της αιτήτριας την πίεζε να παντρευτεί τον ξάδελφο της κάθε φορά που ο αιτητής τη ζητούσε σε γάμο, ενώ τόνισε πως εάν υπάρχει οποιοσδήποτε νόμιμος τρόπος να παντρευτεί την σύντροφο του στο Κουρδιστάν, θα το έκανε, όμως - ως ανέφερε, δεν υπάρχει προστασία στην ΚΠΙ και η οικογένεια της αιτήτριας είναι πολύ ισχυρή. Ως επίσης ανέφερε έχει εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης για απαγωγή περί τον Μάρτιο 2023, αντίγραφο του οποίου του έστειλε ο δικηγόρος του.

Η Υπηρεσία Ασύλου, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής των αιτητών

2.    Οι αιτητές απειλούνται από την οικογένεια της αιτήτριας, επειδή δεν εγκρίνουν τη σχέση τους και έφυγαν μαζί χωρίς τη συγκατάθεση τους

3.    Η αιτήτρια δεχόταν πιέσεις να παντρευτεί εξάδελφο της, παρά τη θέληση της

Εκ των ως ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος, απορρίφθηκαν δε ο 2ος και 3ος ουσιώδεις ισχυρισμοί, ως αναξιόπιστοι.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι ο αιτητής παρείχε αντιφατικές και ανακριβείς δηλώσεις σχετικά με τον αριθμό συναντήσεων με την αιτήτρια, όπως και οι δηλώσεις των δύο αιτητών σχετικά με την τοποθεσία που έλαβαν χώρα οι συναντήσεις των οικογενειών τους, όπου απεσταλμένοι του αιτητή τη ζητούσαν σε γάμο εκ μέρους του. Περαιτέρω κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν έδωσε λεπτομέρειες για τη θέση και τον βαθμό των συγγενών της αιτήτριας στις τάξεις του PDK και - αντίστοιχα - η αιτήτρια δεν ανέφερε κάτι περί τούτου, παρότι ήταν εύλογα αναμενόμενο να γνωρίζει τον βαθμό του πατέρα και θείου της. Η επί τούτου δηλώσεις των δύο κρίθηκε αντιφατικές. Τέλος κρίθηκε ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες για τις συναντήσεις όπως εύλογα θα αναμενόταν από αυτήν.

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού - κατόπιν έρευνας σε διαθέσιμες πληροφορίες αναφορικά με το άρθρο του ποινικού κώδικα που αναφέρεται στο προσκομισθέν εκ του αιτητή αντίγραφο εντάλματος σύλληψης - οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, δεδομένου ότι δεν εντοπίζεται άρθρο με τον αριθμό που αναγράφεται επί του προσκομισθέντος εγγράφου, δεν στοιχειοθετείται η εξωτερική συνοχή του εν λόγω ισχυρισμού.

Για τους πιο πάνω λόγους ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό αξιολογήγθηκε το ότι η αιτήτρια ανέφερε ρητά ότι ουδέποτε εξαναγκάστηκε σε γάμο με τον εξάδελφο της και ότι το ζήτημα προέκυψε σε συνθήκες έντασης και το ζήτημα έπαψε να υφίσταται και ουδέποτε επανήλθε. Ο αιτητής - αντιθέτως - ανέφερε ότι κάθε φορά που ζητούσε σε γάμο την αιτήτρια οι πιέσεις προς αυτήν να παντρευτεί τον ξάδελφο της εντείνονταν, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με τα λεγόμενα της αιτήτριας.

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού - κατόπιν έρευνας σε διαθέσιμες πληροφορίες αναφορικά με το ζήτημα του γάμο στην ΚΠΙ - οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι οι ισχυρισμοί των αιτητών περί πιέσεων στην αιτήτρια να παντρευτεί με ξάδελφο της συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες επί τούτου, όπου αναφέρεται ότι ο σύζυγος στην ΚΠΙ επιλέγεται από την οικογένεια της κοπέλας και αναγκαστικοί γάμοι συνεχίζουν να γίνονται συχνά.

Παρά όμως του ότι κρίθηκε ότι πληρούται η εξωτερική συνοχή του εν λόγω ισχυρισμού αυτός απορρίφθηκε συνεπεία της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του.

Στη βάση των ως άνω αποδεκτών ισχυρισμών, κατόπιν επισκόπησης και αξιολόγησης της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής των αιτητών (Ebril, ΚΠΙ), σε συνάρτηση με το προφίλ και τις προσωπικές περιστάσεις τους, ήτοι του ότι ο αιτητής είναι ενήλικας, υγιής, με 14 έτη σχολικής μόρφωσης και εργασιακή εμπειρία, η δε αιτήτρια είναι ομοίως υγιής, με ανώτερη μόρφωση στη φαρμακευτική, αμφότεροι με μεγάλο οικογενειακό δίκτυο στην περιοχή, η Υπηρεσία κατέληξε ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα οι αιτητές να υποστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής.  

Συνεπεία των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Στους αιτητές μεταφράστηκε το σημείωμα για Γενικού Εισαγγελέα και του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρουν οτιδήποτε επιθυμούν, αφότου εξηγήθηκαν σ’ αυτούς οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία για την έγκριση αιτήσεων ως η παρούσα, ως και ανωτέρω καταγράφεται.

Κατά την ακρόαση της παρούσης ο αιτητής αναφέρθηκε σε σημεία του  πρακτικού της συνέντευξης, στα οποία - ως ανέφερε - εντοπίζει λάθη κατά την καταγραφή, λέγοντας ότι γενικά το κλίμα στη συνέντευξη δεν ήταν καλό. Επί των επιμέρους σημείων στα οποία ο αιτητής αναφέρθηκε, στα οποία - ως ισχυρίστηκε - εντοπίζονται λάθη στην καταγραφή, θα αναφερθώ πιο κάτω, όπου ήθελε κριθεί σκόπιμο για σκοπούς εξέτασης της παρούσης. Προσκόμισε μεταφρασμένο  αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης και σχετικού αποσπάσματος από τη νομοθεσία (αρ.421), που αναφέρεται στο ένταλμα, εκ των οποίων - ως ισχυρίζεται - θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι καθ’ ων η αίτηση έκαναν έρευνα για λάθος άρθρο, αφού αυτοί ερεύνησαν σε διαθέσιμες πηγές το αρ.4 (2) 1, και συνεπώς τα ευρήματα τους επί της εξωτερικής αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού είναι λανθασμένα. Περαιτέρω προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό αναφορικά με την κατάσταση της μύτης της αιτήτριας εκ του οποίου όμως δεν φαίνεται να προκύπτει αναφορά σε κάταγμα, ως ο αιτητής διατείνεται.

Η συνήγορος για Γεν. Εισαγγελέα με τη σειρά της ενέμεινε στην ορθότητα της απόφασης της Υπηρεσίας, αναφέροντας ότι όλα τα σημεία που αναφέρθηκε ο αιτητής, όπου έγινε κατ’ ισχυρισμό λάθος καταγραφή, αποτελούν επουσιώδη στοιχεία της επίδικης αίτησης - εκ των οποίων - ακόμα και αν γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτητή, δεν διαφοροποιούν την εικόνα και την ορθότητα της τελικής κατάληξης της Υπηρεσίας εν προκειμένω. Αναφορικά δε με το ζήτημα του λανθασμένου άρθρου στο οποίο έγινε έρευνα σε σχέση με το ένταλμα σύλληψης που προσκόμισε ο αιτητής, ανέφερε ότι - σε κάθε περίπτωση - ενόψει της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού - ούτε αυτό θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την κατάληξη της Υπηρεσίας, λαμβανομένου υπόψη, ως ανέφερε, ότι πρόκειται για αδίκημα αμιγώς ποινικής φύσεως, με χαμηλές ποινές, αλλά και του ότι δεν είναι ευλογοφανές το ότι, ενώ οι αιτητές είχαν σχέση για 7 χρόνια, δεν είχε ποτέ προηγουμένως απευθυνθεί στην αστυνομία η οικογένεια της αιτήτριας, πράγμα που θέτει εν αμφιβόλω - ως εισηγήθηκε - την αξιοπιστία του εν λόγω εγγράφου.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων σε συνάρτηση με το νομικό πλαίσιο επί αιτήσεων νομικής αρωγής, ως ανωτέρω καταγράφεται.

Εν προκειμένω εντοπίζω τα εξής.

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειώσω ότι - μέσα από μια εκ πρώτης όψεως θεώρηση των ενώπιον μου στοιχείων - θα συμφωνήσω με τους καθ’ ων η αίτηση ότι το αφήγημα των αιτητών περιέχει σε καίρια σημεία αυτού σημαντικές ελλείψεις και αντιφάσεις, τόσο μεταξύ των λεγομένων εξ εκάστου αυτών αλλά και κατ’ αντιπαραβολή των λεγομένων των δύο, εκ των οποίων δεν μπορεί παρά να διαβρωθεί η εσωτερική συνοχή των όσων αυτοί ανέφεραν.

Παρά τα ως άνω εντοπίζω τα εξής σημαντικά. Κατ’ αρχήν ορθώς διατείνεται ο αιτητής ότι οι καθ’ ων η αίτηση έκαναν έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες για λανθασμένο άρθρο της νομοθεσίας στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής συνοχής του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού και συνεπώς τα επί τούτου ευρήματα τους δεν μπορούν παρά να είναι λανθασμένα. Επί τούτου όμως, όπως και επί των σημείων του πρακτικού της συνέντευξης στα οποία αναφέρθηκε ο αιτητής δεν χρειάζεται θεωρώ να επεκταθώ, καθώς εντοπίζω ενδεχομένως σημαντική και εν δυνάμει μοιραία πλημμέλεια σχετικά με την επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας.

Εξηγώ επί των ανωτέρω.

Εν προκειμένω, κατά την αξιολόγηση κινδύνου και την μελλοντοστραφή εξέταση των ενώπιον της στοιχείων, η Υπηρεσία δεν συνυπολόγισε και ουδόλως αποτίμησε τα εξής σημαντικά στοιχεία της επίδικης αίτησης ασύλου. Πρώτον το ότι - ανεξαρτήτως του αν έγινε ή όχι αποδεκτή από την Υπηρεσία η κατ’ ισχυρισμό προηγούμενη δίωξη των αιτητών από την οικογένεια της αιτήτριας λόγω της σχέσης τους, σε κάθε περίπτωση, σε περίπτωση που επιστρέψουν οι αιτητές στον τόπο διαμονής τους θα είναι πλέον ως ζευγάρι με ανήλικο τέκνο (τότε κυοφορούμενο), η δε αιτήτρια ήταν κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης σε αρκετά προχωρημένη εγκυμοσύνη, οι επιπτώσεις της οποίας, ομοίως, ούδολως αξιολογήθηκαν, κατ’ ελάχιστο, στα πλαίσια του 19 (2) (γ) του Νόμου. Δεύτερον, ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη της επίδικης απόφασης της Υπηρεσίας όταν εξεδόθη, το προφίλ των αιτητών έχει στο μεταξύ διαφοροποιηθεί με τη γέννηση του ανήλικου τέκνου τους, η οποία - σε κάθε περίπτωση - επιβάλλει την αξιολόγηση της παρούσας λαμβανομένου υπόψη και αυτού, ως και του βέλτιστου συμφέροντος του εν τω μεταξύ γεννηθέντος τέκνου των αιτητών. Σημειώνεται σχετικώς ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να προβαίνει «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου» [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Δημοκρατίας, ημ.21/09/21 και αρ.11 (2) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018]. Συνεπώς οι πιθανότητες επιτυχίας της συνδεδεμένης με την παρούσα προσφυγής θα πρέπει να εξετάζονται σε συνάρτηση και με την έκταση και φύση του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο, περιλαμβανομένης και της εξουσίας του να λαμβάνει υπόψη γεγονότα που επήλθαν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η εκφορά καταληκτικής κρίσης επί των ως άνω δεν έχει θέση βεβαίως στα πλαίσια της παρούσης, δεδομένης και της πολυπλοκότητας των ζητημάτων αυτών αλλά και της εκ πρώτης όψεως θεώρησης που τελείται στα πλαίσια αιτήσεως ως η παρούσα, καθώς αυτή παραμένει έργο του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της συνδεδεμένης με την παρούσα προσφυγής. Εν προκειμένω αρκεί το ότι έχουν εντοπιστεί σημεία τα οποία καθιστούν ενδεχομένως τρωτή την επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας και θέτουν πολλά και ενδεχομένως πολύπλοκα ζητήματα προς εξέταση. Αξίζει επί των ως άνω να σημειωθεί ότι διαθέσιμες πληροφορίες για την ΚΠΙ, τόπο διαμονής των αιτητών, επιβεβαιώνουν ότι η βία κατά γυναικών και ζευγαριών που δεν έχουν την έγκριση των οικογενειών τους και άλλα «εγκλήματα τιμής» είναι συχνό φαινόμενο εκεί, με αρκετά πρόσφατα καταγεγραμμένα περιστατικά.[1]

Βάσει των προνοιών της οικείας νομοθεσίας, τα ανωτέρω είναι αρκετά για να θεωρηθεί για τους σκοπούς της παρούσας - χωρίς να υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω εξέταση ή και εμβάθυνση, δεδομένης της εκ πρώτης όψεως και χωρίς να προδικάζεται το αποτέλεσμα της προσφυγής θεώρησης των ενώπιον μου στοιχείων - ότι η προσφυγή που έχουν καταχωρήσει οι αιτητές έχει τις απαιτούμενες εκ του νόμου πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Δια τούτο και θεωρώ ότι αντίθετη κατάληξη της παρούσας, θα εμπόδιζε τους αιτητές από του να έχουν ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη και θα ήταν αντίθετη με την σχετική επιφύλαξη που θέτει ο νομοθέτης στο τέλος αρ.6Β (2) και 7 (1) (β) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002.

Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, η αίτηση δυνατόν να γίνει δεκτή υπό την αίρεση εξέτασης της κοινωνικοοικονομικής έκθεσης από το Δικαστήριο. 

Δίδονται οδηγίες όπως ετοιμαστεί αιτητές κοινωνικοοικονομική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας για τους αιτητές μέχρι την Πέμπτη 13/02/25 και ώρα 12:00.

Η αίτηση ορίζεται για περαιτέρω εξέταση στις 17/02/25, 8:15.

Τα έξοδα των μεταφραστών να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.