S.S.A.G. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2128/23, 17/2/2025
print
Τίτλος:
S.S.A.G. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2128/23, 17/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

       Υπόθεση Αρ. 2128/23

 

17 Φεβρουαρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

S.S.A.G.

Αιτητή 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                         Καθ’ ων η αίτηση

 ..................................................

 

Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Μιχάλης Μαυρονικόλας για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Θεοφανώ Βασιλάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

  

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 26/05/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Αιγύπτου και την 01/07/2016 συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Αυθημερόν, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας. 

 

Στις 29/09/2017, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από εμπειρογνώμονα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, EASO (στο εξής «λειτουργός»).  Στις 29/09/2017, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 18/10/2017, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για την αίτηση του αιτητή και αποφάσισε την απόρριψή της.  Στις 19/10/2017, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο στις 30/10/2017 κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της στη μητρική του γλώσσα. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 30/10/2017, καταχωρήθηκε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διοικητική προσφυγή από τον αιτητή, ο οποίος συμπλήρωσε ειδικό έντυπο της Αρχής. Στις 18/12/2020 η Αναθεωρητική Αρχή απέστειλε επιστολή στον αιτητή, ενημερώνοντάς τον ότι λόγω κατάργησης της Αρχής, η προσφυγή του θα μεταφερθεί στην Υπηρεσία Ασύλου για περαιτέρω εξέταση.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου με επιστολή της ημερομηνίας 18/05/2023 ενημέρωσε τον αιτητή ότι με βάσει το άρθρο 33(2)(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, είναι το αρμόδιο όργανο εξέτασης της διοικητικής του προσφυγής, λόγω της κατάργησης της Αναθεωρητικής Αρχής. Στις 25/05/2023 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την διοικητική του προσφυγή. Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 26/05/2023, αρμόδια λειτουργός εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για την διοικητική προσφυγή του αιτητή και αποφάσισε την απόρριψή της. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 08/06/2023 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε δια χειρός από τον αιτητή αυθημερόν. Ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την προαναφερόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.  Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει ότι λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο.  Επιπρόσθετα, ανέφερε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.  Όπως εισηγείται, η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση να επικυρωθεί.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον μοναδικό ισχυρισμό που προωθεί ο αιτητής περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε ότι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι η θρησκευτική δίωξη.  Κατά το στάδιο της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του την επαρχία Minya της Αιγύπτου. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε Χριστιανός Ορθόδοξος. Ανέφερε ότι οι γονείς του και τα πέντε αδέλφια του εξακολουθούν να διαμένουν στην Minya. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι δεν είναι νυμφευμένος και δεν έχει εξαρτώμενα. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ως προς την εργασιακή του εμπειρία, ανέφερε ότι εργαζόταν στον οικοδομικό τομέα. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και αφίχθη νόμιμα στη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο του 2012.

 

Κατά την ελεύθερη αφήγησή του σε σχέση με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι μία Κυριακή, πριν από περίπου είκοσι χρόνια, αναχωρώντας από τη λειτουργία τους επιτέθηκαν οι Μουσουλμάνοι γείτονές τους, κτυπώντας τους με ξύλα και σωλήνες. Ο ίδιος δέχτηκε κτύπημα στο μάτι με συνέπεια να χάσει την όρασή του, καθότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αποταθεί νωρίτερα σε οφθαλμίατρο. Εξαιτίας του προβλήματος αυτού, δήλωσε ότι αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και δυσκολίες με την εργασία του.

 

Ανέφερε ότι είχε κατάθλιψη, καθότι κάθε φορά που περπατούσε στους δρόμους βίωνε τόσο ο ίδιος, όσο και οι αδερφές του παρενόχληση και ρατσισμό και δεν μπορούσε να αντιδράσει. Στη Δημοκρατία ήρθε με σκοπό να εργαστεί, αλλά η εργασία στα αγροκτήματα ήταν πολύ κουραστική και δύσκολη.  Όπως ανέφερε, βελτιώθηκε η ψυχολογική του κατάσταση από το διάστημα που ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθότι ο εργοδότης του, του συμπεριφέρθηκε με καλοσύνη. Όταν έκλεισε το αγρόκτημα στο οποίο εργαζόταν, προσπάθησε να εξεύρει νέο εργοδότη και επιδεινώθηκε η ψυχολογική του κατάσταση. Τότε ένας φίλος του τον συμβούλεψε να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας με σκοπό να παραμείνει νόμιμα στη Δημοκρατία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

 

Σε διευκρινιστικά ερωτήματα αναφορικά με το περιστατικό επίθεσης, ο αιτητής ανέφερε ότι έλαβε χώρα όταν ο ίδιος ήταν 13 – 14 ετών και έβγαινε από τη λειτουργία της Κυριακής με οικογένεια και φίλους από εκκλησία στην πόλη Mallawi. Δεν προέβησαν σε καταγγελία του περιστατικού στις αρχές λόγω φόβου για τις αδερφές του, καθότι ως ο αιτητής ανέφερε, ο πατέρας τους είχε καλλιεργήσει τον φόβο και τους έμαθε να μην αντιδρούν για να μην δεχθούν παρενόχληση. Μετά το περιστατικό τον μετέφεραν σε δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο τους ανέφεραν ότι δεν είχε κάτι σοβαρό, ωστόσο δεν είχε χρήματα για να αποταθεί σε ιδιώτη ιατρό. Περί το 2005 με 2006 υπεβλήθη σε διορθωτική οφθαλμολογική επέμβαση. Σχετικά με τους γείτονές τους, ανέφερε ότι τέτοια άτομα έχουν ανατραφεί να μισούν τους Χριστιανούς, ότι δεν πρόκειται για προσωπική στοχοποίηση και ότι έκτοτε δεν δέχτηκε άλλη επίθεση.

 

Ερωτηθείς τι τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο αιτητής ανέφερε ότι βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, καθότι είχε αρραβωνιαστεί και η σύντροφός του δεν επιθυμούσε να τον παντρευτεί επειδή δεν μπορούσε να εργαστεί. Πρόσθεσε πως βίωνε χλευασμό από τον περίγυρό του λόγω της αναπηρίας που είχε με το μάτι του. Ο αιτητής ανέφερε πως δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, αλλά ισχυρίστηκε πως θα επιδεινωθεί η ψυχολογική του κατάσταση. Πρόσθεσε πως δεν μπορεί να διαμείνει σε άλλη περιοχή της Αιγύπτου επειδή δεν του αρέσει η πολυκοσμία και επειδή η χώρα του δεν βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση. Όπως ανέφερε, η οικογένειά του είναι ασφαλείς και δεν τους έχει συμβεί οτιδήποτε.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογώντας τα όσα ο αιτητής ανέφερε κατά τη συνέντευξή του, αποδέχτηκε τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του (δηλαδή την ταυτότητά του και ότι δέχτηκε επίθεση στο μάτι η οποία επηρέασε την ψυχολογική του κατάσταση), αλλά κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται μελλοντικός φόβος δίωξης ή σοβαρής βλάβης εξαιτίας ενός περιστατικού που συνέβη προ εικοσαετίας, καθότι ως ο ίδιος ο αιτητής δήλωσε δεν πρόκειτο για προσωπική στοχοποίηση, δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα έκτοτε, η οικογένειά του η οποία διαμένει στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του είναι ασφαλής, ενώ αναφέρθηκε στη δυσμενή οικονομική κατάσταση που επικρατεί στην Αίγυπτο και την επιδείνωση της ψυχολογικής του διάθεσης ως λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστρέψει. Στη βάση των ανωτέρω, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα του αιτητή, εφόσον έκρινε πως δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (ερυθρά 47-44 του διοικητικού φακέλου Τεκμήριο 1).

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.  Στη διοικητική προσφυγή, ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ο αιτητής προέβαλε γενικά ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην Αίγυπτο επειδή αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα (ερυθρό 62 και μετάφραση ερυθρό 68, του διοικητικού φακέλου Τεκμήριο 2).  Η Αναθεωρητική Αρχή απέστειλε επιστολή στον αιτητή, ενημερώνοντάς τον ότι λόγω κατάργησης της Αρχής, η προσφυγή του θα μεταφερθεί στην Υπηρεσία Ασύλου για περαιτέρω εξέταση.

 

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εφάρμοσε το άρθρο 33(2)(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, σύμφωνα με το οποίο: «33.……………(2)(α) Σε περίπτωση που, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 37 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων που εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν έχει αποφασίσει επί διοικητικής προσφυγής που εκκρεμεί ενώπιόν της-(i) εάν η διοικητική προσφυγή αφορά αρνητική απόφαση του Προϊσταμένου, ο Προϊστάμενος εξετάζει και αποφασίζει επί της διοικητικής προσφυγής ως να του είχε υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής του απόφασης»

 

Βάσει λοιπόν του προαναφερόμενου άρθρου 33(2)(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, η Υπηρεσία Ασύλου προχώρησε στην εξέταση της διοικητικής προσφυγής ως να είχε υποβληθεί ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής απόφασης. Ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε πρόσθετα στοιχεία προς υποστήριξη του αιτήματός του (ερυθρό 62 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1). Λόγω του ότι δεν προβλήθηκαν νέοι ισχυρισμοί και στοιχεία, κρίθηκε από το αρμόδιο όργανο ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους για την αξιολόγηση της διοικητικής προσφυγής και δεν κρίθηκε σκόπιμη η εκ νέου κλήση του αιτητή σε προσωπική συνέντευξη.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, εξετάζοντας την ανωτέρω απόφαση ως να έχει υποβληθεί ως ένσταση στην αρχική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, έκρινε ότι ορθά έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός του αιτητή για το περιστατικό επίθεσης εναντίον του, ωστόσο ορθά ο φόβος του αιτητή ότι θα έχει διακριτική μεταχείριση λόγω του προβλήματος που του δημιουργήθηκε στην όραση συνεπεία του περιστατικού αυτού, δεν έγινε αποδεκτός λόγω της γενικότητας των ισχυρισμών που προέβαλε. Επισημαίνεται ωστόσο στην Έκθεση-Εισήγηση, ότι όσον αφορά την αξιολόγηση κινδύνου, δεν διαφαίνεται να διενεργήθηκε ξεχωριστή αξιολόγηση κινδύνου στη βάση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης αναφορικά με την επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, λαμβάνοντας επίσης το προσωπικό του προφίλ ως χριστιανός με πρόβλημα όρασης. Περαιτέρω σημειώθηκε ότι δεν διεξήχθη κατά την πρωτοβάθμια εξέταση του αιτήματος του αιτητή έρευνα ως προς την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του προκειμένου να αξιολογηθεί η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19(2)(γ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Τέλος, αναφορικά με τη νομική αξιολόγηση και εισήγηση, ο αρμόδιος λειτουργός καταλήγει ότι ορθά κρίθηκε πως οι λόγοι που οδηγήσαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του δεν εμπίπτουν στα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας. Η αιτιολόγηση της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου κρίθηκε πλήρης, σαφής και περιεκτική και οι όποιες πλημμέλειες επαναξιολογήθηκαν κατά την δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του αιτητή.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου λαμβάνοντας υπόψη τη χώρα καταγωγής του αιτητή, το προσωπικό του προφίλ και το γεγονός ότι αυτός δεν υπέστη στη χώρα καταγωγής του μεταχείριση που να ανέρχεται στο επίπεδο δίωξης ή σοβαρή βλάβης, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί ότι σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Ο αρμόδιος λειτουργός προς υποστήριξη του ανωτέρω συμπεράσματος παραπέμπει σε ευρήματα έρευνας (ερυθρά 66-65 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1) βάσει των οποίων διαπιστώνεται ότι  ο αιτητής δεν εμπίπτει στα προφίλ που δύνανται να στοχοποιηθούν στην Αίγυπτο, καθότι πρόκειται για άνδρα ενήλικα, με οικογένεια (υποστηρικτικό δίκτυο) η οποία εξακολουθεί να διαμένει στην περιοχή καταγωγής και πρότερης διαμονής του, Minya, και δεν διαφαίνεται να έχει οποιαδήποτε ενασχόληση με τη δημοσιογραφία ή τον πολιτικό ακτιβισμό, ούτε ανέφερε οτιδήποτε ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, που πιθανόν να τον ενέτασσαν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία.

 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι το γεγονός ότι ο αιτητής είναι Χριστιανός Ορθόδοξος αποτελεί αποδεκτό ουσιώδες πραγματικό περιστατικό που εξετάζεται στο πλαίσιο των προσωπικών του περιστάσεων. Σύμφωνα με ευρήματα έρευνας που παραθέτει (ερυθρά 89-67 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1), η επίσημη θρησκεία της χώρας είναι το Ισλάμ, ωστόσο το Σύνταγμα απαγορεύει τις διακρίσεις στη βάση της θρησκείας και προστατεύει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το 2021 παρατηρήθηκαν κάποιες βελτιώσεις ως προς τις συνθήκες θρησκευτικής ελευθερίας στην Αίγυπτο, εντούτοις παρόλο που σημειώθηκε σημαντική μείωση της θρησκευτικής βίας και μια διεύρυνση της κυβερνητικής υποστήριξης για την εκπροσώπηση των θρησκευτικών μειονοτήτων, οι κοινωνικές διακρίσεις, που μερικές φορές καταλήγουν σε βία, αλλά με φθίνουσα συχνότητα, παραμένουν βασικές προκλήσεις για τη θρησκευτική ελευθερία στην Αίγυπτο.

 

Παρόλο που οι μεμονωμένες επιθέσεις κατά χριστιανών παρέμειναν σοβαρές απειλές, οι πηγές αναφέρουν πως δεν ήταν τόσο συχνές σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια. Αναφορικά με τη  μεταχείριση των Χριστιανών στην Αίγυπτο υπό την παρούσα κυβέρνηση του προέδρου Sisi, ο λειτουργός παρέθεσε πηγές  στις οποίες αναφέρεται ότι ο πρόεδρος της χώρας παρέστη σε συγκεντρώσεις και εγκαίνια ανεγέρσεων εκκλησιών, ωστόσο ενώ καλλιεργείται η εικόνα του ως «σωτήρας» των Κοπτών Χριστιανών από  τους Ισλαμιστές, εντούτοις δεν υπάρχει επιείκεια για τον ακτιβισμό τους, καθότι καταγράφονται περιστατικά καταστολής και διώξεων. Ο λειτουργός επεσήμανε ότι ο αιτητής και η οικογένεια του δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία αφού δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε ακτιβιστική τους δράση που να σχετίζεται με την θρησκεία τους. Πρόσθετα, ο αρμόδιος λειτουργός παραπέμπει σε έκθεση του UK Home Office (ερυθρά 92-90 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1), στην οποία αναφέρονται οι κατηγορίες ατόμων, που πιθανόν να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο κίνδυνο δίωξης, καταλήγοντας πως οι Χριστιανοί δεν κινδυνεύουν γενικά από δίωξη ή σοβαρή βλάβη από το κράτος.

 

Οι  κατηγορίες των ατόμων αυτών περιλαμβάνουν τους μεταστραφέντες στον Χριστιανισμό, άτομα που συμμετέχουν στην κατασκευή ή την ανοικοδόμηση/επισκευή εκκλησιών, για όσους υπάρχει σοβαρή κατηγορία για προσηλυτισμό και όσοι κατηγορούνται για σύναψη σχέσης (σωματικής ή συναισθηματικής) με Μουσουλμάνα. Ο λειτουργός παρέπεμψε σε ευρήματα έρευνας (ερυθρά 96-96 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1), βάσει της οποίας διαφαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια η ηγεσία της Αιγύπτου έχει κάνει σημαντικά, συμβολικά βήματα προς τη βελτίωση των συνθηκών θρησκευτικής ελευθερίας για τη σημαντική κοπτική χριστιανική μειονότητα της χώρας και ότι η παρουσία ακραίων Ισλαμιστικών ομάδων έχει μειωθεί σε όλη την επικράτεια της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο αρμόδιος  λειτουργός καταλήγει πως δεν διαπιστώνεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ο αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, λόγω της ιδιότητας του ως Χριστιανός.

 

Ως προς το θέμα υγείας που έχει στο μάτι (στραβισμός), ο  λειτουργός προέβη σε έρευνα (ερυθρά 99-98 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1), βάσει της οποίας διαπιστώθηκε ότι παρόλο που το νέο Σύνταγμα του 2014 αναγνωρίζει το δικαίωμα στην υγεία ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και δηλώνει δέσμευση για την ποιοτική κάλυψη και πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας σε όλους, στην πράξη δεν παρέχεται αποτελεσματική κάλυψη όλου του πληθυσμού. Με βάση έκθεση του Υπουργείου Προγραμματισμού και Οικονομικής Ανάπτυξης της Αιγύπτου για το 2021, επιβεβαιώνεται η δέσμευση για το καθολικό δικαίωμα σε υψηλής ποιότητας υγειονομική περίθαλψη και οι προσπάθειες της κυβέρνησης για την οικοδόμηση και τη διατήρηση ενός αποτελεσματικού συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, ωστόσο αρκετοί πολίτες δεν έχουν πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή δημόσια υγειονομική περίθαλψη, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, ενώ το επίπεδο των δημόσιων νοσοκομείων είναι πολύ χαμηλό.

 

Ο λειτουργός παρέθεσε επιπλέον στατιστικά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με τα οποία η Αίγυπτος διαθέτει ένα εκτενές δίκτυο υγείας όπου το 95% του πληθυσμού ζει σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων από εγκαταστάσεις υγείας ενώ ως σημειώνεται, μεταξύ του 2015 και του 2018, η Αίγυπτος κατασκεύασε 20 νέα νοσοκομεία, ιατρικά κέντρα και μονάδες υγείας σε 20 επαρχίες και επέκτεινε 38 υπάρχοντα νοσοκομεία, ιατρικά κέντρα και μονάδες υγείας και πρόσθεσε 22.334 κλίνες σε νοσοκομεία. Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός καταλήγει πως δεν διαπιστώνεται ότι ο αιτητής δεν θα έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του.

 

 Ως προς τη διακριτική μεταχείριση που μπορεί να έχει λόγω του προβλήματος του αυτού, ο λειτουργός παραπέμπει στην ετήσια έκθεση του USDOS για τα ανθρώπινα δικαιώματα (2021) στην οποία αναφέρεται ότι το Σύνταγμα της χώρας προστατεύει άτομα με αναπηρίες, και προνοεί ισότητα ενώπιον του νόμου απαγορεύοντας τις διακρίσεις, ενώ η νομοθεσία απαγορεύει τις διακρίσεις κατά ατόμων με αναπηρίες συγκεκριμένα στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, την εργασία, τις υπηρεσίες υγείας, στις πολιτικές δραστηριότητες, στην αποκατάσταση, την επαγγελματική κατάρτιση και την νομική προστασία.

 

Επιπρόσθετα αναφέρεται ότι τον Δεκέμβριο του 2021 έγιναν τροποποιήσεις στον νόμο οι οποίες προνοούν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, πρόστιμο ή και τα δύο για εκφοβισμό ατόμων με αναπηρία. Οι πηγές στις οποίες παραπέμπει ο λειτουργός αναφέρουν ότι παρά το γεγονός ότι στην πράξη δεν εφαρμόζονται αρκετές από τις προστασίες που προνοούνται στη νομοθεσία, έχουν γίνει αρκετές δράσεις και βήματα από το κράτος προς αυτή την κατεύθυνση. Ειδικότερα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι 950.000 άτομα με αναπηρία είχαν εγγραφεί σε ένα πρόγραμμα έξυπνων καρτών που διευκολύνει την παροχή κυβερνητικών υπηρεσιών σε αυτούς, ενώ διοργανώθηκε  φόρουμ απασχόλησης για άτομα με αναπηρίες με σκοπό να διευκολύνει την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας. Περαιτέρω, τον Φεβρουάριο άνοιξε η πρώτη βιβλιοθήκη για άτομα με προβλήματα όρασης στην Αλεξάνδρεια (ερυθρά 103-100 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1). 

 

Καταληκτικά, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν διαπιστώνεται ότι ο αιτητής θα αντιμετωπίσει διακρίσεις, οι οποίες σωρευτικά θα παραβιάζουν τα ανθρωπινά του δικαιώματα και οι οποίες θα συνιστούν κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σε περίπτωση επιστροφής του στην Αίγυπτο. Τέλος, κατέγραψε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για τυχόν εμπόδια ή κακομεταχείριση των απορριφθέντων αιτητών ασύλου, ενώ σύμφωνα με εκτίμηση του DFAT άτομα που επιστρέφουν στην Αίγυπτο μετά από αρκετά χρόνια απουσίας δεν αντιμετωπίζουν τη δυσμενή προσοχή των αρχών λόγω της απουσίας τους ή λόγω τυχόν ανεπιτυχούς αίτησης ασύλου (ερυθρά 105-104 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1). Τέλος, ο λειτουργός επισημαίνει πως η χώρα καταγωγής του αιτητή, η Αίγυπτος συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγένειας και χαρακτηρίζεται ως ασφαλής υπό την έννοια του άρθρου 12Βτρις, του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.  Ως προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι οι γενικές ανεπάρκειες που εντοπίζονται στο σύστημα υγείας στη χώρα δεν αρκούν για να χορηγηθεί στον αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εκτός αν απορρέουν από την εκ προθέσεως άρνηση χορηγήσεως ιατρικής περίθαλψης, γεγονός που δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του αιτητή. Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, αφού κατόπιν έρευνας (ερυθρά 113 και 110 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1), η περιοχή Minya τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν βρίσκεται σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.  

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ’ ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους του, αλλά και από την συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. 

 

Ορθά οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του αιτητή και ορθά κατέληξαν ότι αυτοί δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Αναφορικά με το περιστατικό επίθεσης που δέχτηκε σε ηλικία δεκατριών ετών, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι του προκλήθηκε πρόβλημα στο μάτι και επηρεάστηκε η ψυχολογική του κατάσταση. Εντούτοις, σε σχετικά ερωτήματα ο αιτητής ανέφερε ότι δεν ήταν η πρόθεση των γειτόνων του να του προκαλέσουν σοβαρή βλάβη, ήταν παιδιά τότε και δεν πρόκειτο για στοχοποίηση προς το πρόσωπό του.

 

Περαιτέρω, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν του συνέβη οτιδήποτε μετά το εν λόγω περιστατικό μέχρι και την αναχώρησή του από τη χώρα, ενώ ερωτηθείς για την οικογένειά του δήλωσε πως εξακολουθούν να διαμένουν στην περιοχή Minya και είναι ασφαλείς. Πέραν κάποιων σχολίων για την αναπηρία του και την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση, ο αιτητής εργαζόταν στη χώρα καταγωγής του και δεν ανέφερε ότι βίωσε οποιαδήποτε άλλη απειλή ή εκφοβισμό. Από τα πρακτικά της συνέντευξης διαπιστώνεται πως τέθηκαν επαρκείς ερωτήσεις στον αιτητή για να καλύψουν τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα και δόθηκε στον αιτητή η ευκαιρία να αναπτύξει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν

 

Ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το 2012 με σκοπό να εργαστεί. Όπως ο ίδιος ανέφερε στη συνέντευξή του, όταν έκλεισε το αγρόκτημα στο οποίο εργαζόταν στη Δημοκρατία, προσπάθησε να εξεύρει νέο εργοδότη και προέβη σε υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα (2016), κατόπιν συμβουλής ενός φίλου του με σκοπό να παραμείνει νόμιμα στη Δημοκρατία. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος του είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει.[1] Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι  ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται διεθνούς προστασίας. Τέλος, ερωτηθείς για τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής αναφέρθηκε στην δυσμενή οικονομική κατάσταση της Αιγύπτου και στην επιδείνωση της ψυχολογικής του κατάστασης. Ακόμα κι όταν ρωτήθηκε κατά πόσο θα μπορούσε να διαμείνει σε άλλες περιοχές της Αιγύπτου, όπου ανέφερε ότι έχει συγγενείς, ο αιτητής απάντησε ότι δεν του αρέσει η επαφή με πολλά άτομα.

 

Διαπιστώνεται επιπλέον ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε εκτενή και ενδελεχή έρευνα τόσο ως προς τη μεταχείριση των Χριστιανών στην Αίγυπτο, όσο και για την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, καθώς και για την αντιμετώπιση των ατόμων με αναπηρία. Αν και κρίνεται πλήρης η έρευνα που διεξήγαγαν οι καθ’ ων η αίτηση, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατη έκθεση του UK Home Office η οποία επαναλαμβάνει τα όσα οι καθ’ ων η αίτηση παρέθεσαν. Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει ότι οι χριστιανοί γενικά δεν είναι πιθανό να υποστούν μεταχείριση ή διακρίσεις από το κράτος και από τους κοινωνικούς φορείς που να είναι αρκετά σοβαρή, από τη φύση της ή λόγω επανάληψης, ώστε να ισοδυναμεί με δίωξη.[2]

 

Με βάση τις παρατεθείσες πληροφορίες διαφαίνεται ότι οι Χριστιανοί στην Αίγυπτο αντιμετωπίζουν διακρίσεις. Ωστόσο, η χριστιανική ταυτότητα κάποιου από μόνη της δεν επαρκεί ούτως ώστε να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης πιθανότητας δίωξης ή σοβαρής βλάβης για θρησκευτικούς λόγους. Ως διαφαίνεται και από τα όσα παρέθεσαν οι καθ’ ων η αίτηση, όσο και από τα ανωτέρω ευρήματα, τα άτομα που στοχοποιούνται έχουν σημαντική ορατότητα στον ευρύτερο περίγυρο και έχουν αναπτύξει έντονη ακτιβιστική δράση ως προς τα θρησκευτικά ζητήματα ή δραστηριοποιούνται στην ανέγερση/επιδιόρθωση εκκλησιών. Ως εκ τούτου, από τις προεκτεθείσες πληροφορίες δεν προκύπτει ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει σοβαρή απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω του ότι είναι Χριστιανός. Ο ίδιος άλλωστε δεν έχει εκθέσει ότι έχει στοχοποιηθεί προσωπικά και με βάση το αφήγημά του δεν εμπίπτει στα προφίλ υψηλού ρίσκου, καθότι δεν είναι ακτιβιστής, δεν προσηλυτίζει και δεν είναι πολιτικά ενεργό πρόσωπο. Επομένως, ο σχετικός υποκειμενικός του φόβος δεν κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά στην παράγραφο 54 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Διαφορές στη μεταχείριση διαφόρων κοινωνικών ομάδων υπάρχουν πράγματι σε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση σε πολλές κοινωνίες. Πρόσωπα που τους επιφυλάσσεται λιγότερο ευμενής μεταχείριση εξαιτίας τέτοιων διαφορών δεν είναι κατ’ ανάγκη θύματα δίωξης. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις η διάκριση αυτή συνιστά δίωξη. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν τα μέτρα διάκρισης καταλήγουν σε συνέπειες ουσιωδώς επιζήμιου χαρακτήρα για το πρόσωπο που τα υφίσταται, π.χ. σοβαρούς περιορισμούς στο δικαίωμά του να κερδίζει τα προς το ζην, στο δικαίωμά του να ασκεί τη θρησκεία του ή στο δικαίωμά του πρόσβασης σε γενικώς προσιτά εκπαιδευτικά ιδρύματα[3]

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα της έρευνας και σε συνάρτηση με τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση του αιτητή, το γεγονός ότι ο αιτητής δεν αναφέρθηκε σε τέτοιας βαρύτητας περιστατικά διακρίσεων ή στοχοποίησής του λόγω του προβλήματος υγείας του ή λόγω του ότι είναι Χριστιανός, καταδεικνύει ότι δεν εντοπίζονται παράγοντες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ μόνου του λόγου του ότι είναι Χριστιανός με οφθαλμολογική αναπηρία. Οι διακρίσεις τις οποίες ανέφερε ότι βίωσε δεν διαφαίνεται να είχαν συνέπειες ουσιωδώς επιζήμιου χαρακτήρα προς το πρόσωπό του ούτως ώστε να συνιστούν δίωξη.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, διαφαίνεται πως ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε μελλοντοστραφή κίνδυνο δίωξης λόγω της θρησκείας του και λόγω του προφίλ του. Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς δεν προέκυψε καμία ένδειξη πραγματικής, υφιστάμενης και έμπρακτης απειλής του αιτητή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, στη χώρα καταγωγής του.

 

Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή ΠροσφύγωνΥποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή ΔημοκρατίαΥποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην Αίγυπτο, από την οποία προέκυψε ότι στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, Minya, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένοπλη σύρραξη. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. 

 

Ωστόσο υπό το φως των ανωτέρω και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας θα διεξάγω επικαιροποιημένη έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Minya, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, όπου εξακολουθεί να διαμένει η οικογένειά του και όπου αναμένεται να επιστρέψει.

  

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 10/02/2024 – 07/02/2025 καταγράφηκαν στο κυβερνείο Minya (Menia), 5 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκε μία ανθρώπινη ζωή. Τα 5 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 2 ταραχές (riots), 2 διαμαρτυρίες (protests) και ένα περιστατικό βίας κατά πολιτών (violence against civilians) το οποίο είχε ως συνέπεια ένα θάνατο.[4] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός του κυβερνείου Minya σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2023 ανερχόταν στα 6,337,595.[5]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό του κυβερνείου Minya, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου, με ικανότητα για εργασία και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα έρευνα εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (η οποία εν προκειμένω ενήργησε ως δευτεροβάθμιο όργανο εξέτασης) και η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

                                                                               Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.

 

[2] UK Home Office, Country Policy and Information Note Egypt: Christians, December 2023, σ. 6-12

https://assets.publishing.service.gov.uk/media/6593f73d579941001035a764/EGY+CPIN+Christians.pdf

 

[3] UNHCR - ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 Για το Καθεστώς των Προσφύγων, Παράγραφος 54

https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/handbookcriteria.pdf

 

[4]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Egypt, ADMIN: Menia)

[5] City Population – Egypt, Al Minya

https://citypopulation.de/en/egypt/admin/24__al_miny%C4%81/

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο