Ι. D. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2287/23, 18/2/2025
print
Τίτλος:
Ι. D. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2287/23, 18/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2287/23

                                                                                                                                   

18 Φεβρουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ι. D. O.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κ.κ. Ν. Λοΐζου & Χ. Χριστούδιας, δικηγόροι για τον αιτητή

Κα Μ. Καρπούζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.16/06/23, η οποία επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, από τα κατεχόμενα, στις 17/10/21 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 13/12/21 (ερ.1-3, 34).  

Στις 15/05/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.24-34). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.64-79) και στις 12/05/23 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 16/06/23, με αντίγραφο σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.82, 3).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλος, και η οικογένεια του έμαθε για αυτό και τον αποκήρυξε, λέγοντας ότι «κατέστρεψε το όνομα της οικογένειας». Στην κοινωνία από όπου προέρχεται, βλέπουν την ομοφυλοφιλία ως απεχθές (abomination), ως αναφέρει, και οποιοσδήποτε εντοπιστεί να το κάνει, θα τον κάψουν ζωντανό. Λόγω λοιπόν φόβου, ως αναφέρει, ότι αν πιάσουν τον ίδιο θα τον σκοτώσουν, ως επίσης, για να μην θεωρηθεί ως απεχθής και τύχει διάκρισης λόγω της σεξουαλικότητάς του, διέφυγε από τη χώρα και ήρθε στην Κύπρο αναζητώντας καταφύγιο.

Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι έχει  μόρφωση πανεπιστημιακού επιπέδου, οι γονείς και ο μικρότερος του αδελφός διαμένουν στο Lagos, όπου διέμενε και ο ίδιος προτού φύγει από τη χώρα, όμως δεν έχει επικοινωνία μαζί τους λόγω πολλών παρεξηγήσεων που είχε μαζί τους στο παρελθόν, όπως είπε. Ο ίδιος εργαζόταν στο Lagos από τον Σεπτέμβριο του 2019 (που αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο) μέχρι τον Μάρτιο του 2020, όταν και έφυγε από την εργασία του λόγω του ότι ήθελε να βρει μια καλύτερη δουλειά, αλλά ουδέποτε εργάστηκε έκτοτε. Ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε σε μια πόλη στο Imo State, ενώ το 2005 (ήτοι, σε ηλικία περίπου 10 ετών) μετακόμισε στο Anambra State, και το 2011 μετοίκησε στο Lagos, ενώ κατά τα έτη 2015-2019 διέμενε στο Imo State όπου σπούδαζε και το 2019 επέστρεψε στο Lagos, ενώ τον Οκτώβριο του 2020 μετέβηκε στη Σενεγάλη, όπου παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν επέστρεψε στο Lagos (καθότι στη Σενεγάλη είχε μεταβεί για να ζήσει με τον σύντροφό του, όμως είχαν κάποιες παρεξηγήσεις και έτσι επέστρεψε στη χώρα του), όπου διέμενε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής.

Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι είναι ομοφυλόφιλος, κατάγεται από συντηρητική οικογένεια και αυτά τα ζητήματα είναι πολύ κακά στην κοινωνία απ’ όπου προέρχεται, εφόσον το βλέπουν ως αποστροφή και αυτό επέφερε αρκετά προβλήματα στον ίδιο και την οικογένεια του. Όταν αποφοίτησε και έπρεπε να επιστρέψει στην οικογένεια του, βρήκε εργασία σε ένα ξενοδοχείο και εν τέλει μετέβηκε στην Σενεγάλη με τον τότε σύντροφό του. Όμως, στην Σενεγάλη επικρατεί ο μουσουλμανισμός και ο ίδιος είχε θέματα με τον σύντροφό του και έπρεπε να επιστρέψει στην Νιγηρία. Στη Νιγηρία δεν μπορούσε να παραμείνει διότι δεν είχε τίποτα πια εκεί και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα του και ήρθε στην Κύπρο για να αναζητήσει διεθνή προστασία και να ζήσει ελεύθερα τη ζωή του. Η ομοφυλοφιλία είναι κάτι παράνομο στη χώρα του και μπορεί κάποιος να πάει φυλακή εάν τον ανακαλύψουν ή και να του επιτεθεί θυμωμένος όχλος. Ερωτηθείς αναφορικά με το ποιες θα μπορούσε να ήταν οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, ισχυρίστηκε ότι ίσως να οδηγηθεί στο δικαστήριο ή θα τον λιντσάρουν, ενώ δεν θα είναι ελεύθερος να εκφράσει τη σεξουαλικότητά του.

Στη συνέχεια, σε διάφορες ερωτήσεις επί του σεξουαλικού προσανατολισμού του αιτητή στη βάση του μοντέλου DSSH, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι ομοφυλόφιλος, εξηγώντας πως έχει οικειότητα με άτομα του ιδίου φύλου και αυτό ξεκίνησε από όταν ήταν στην ηλικία των 14 ετών, όπου είχε την πρώτη του ομοφυλοφιλική σχέση με έναν μεγαλύτερό του που φοιτούσαν μαζί στο ίδιο σχολείο αρρένων και έκτοτε, ως ισχυρίστηκε, αντιλήφθηκε ότι τον ελκύουν άτομα του ιδίου φύλου και ο ίδιος αποδέχτηκε τη σεξουαλικότητα του. Αυτό, ως ανέφερε, ήταν κάτι που του άρεσε και ο ίδιος είχε αρκετές φορές εμπειρίες με άτομα του ιδίου φύλου στη ζωή του. Κληθείς να αναφέρει εάν υπήρξε ποτέ σε σχέση με άτομο του ιδίου φύλου ανέφερε πως είχε σχέση με Νιγηριανό που γνώρισε το 2018, όταν φοιτούσε στο πανεπιστήμιο και μαζί έφυγαν για τη Σενεγάλη, μέχρι που χώρισαν και ο αιτητής επέστρεψε στη χώρα του. Κληθείς να περιγράψει τον χαρακτήρα του συντρόφου του και το πως βίωσαν τη σχέση τους, ο αιτητής ανέφερε ότι ο σύντροφος του ήταν ένας υπέροχος τύπος, πολύ τρυφερός και περιποιητικός, κοινωνικός και προσγειωμένος, ενώ μαζί, όπως είπε, έκαναν αρκετά πράγματα, αλλά ζούσαν τη ζωή τους ιδιωτικά. Η σχέση τους σταμάτησε, όπως είπε, όταν ο ίδιος ανακάλυψε πως ο εν λόγω σύντροφος του είχε σχέσεις με γυναίκες και άντρες ταυτόχρονα. Έπειτα ο αιτητής επέστρεψε στη Νιγηρία, ισχυριζόμενος πως έπραξε τούτο εφόσον ουδείς εκεί γνώριζε για αυτόν τότε και ο ίδιος πίστευε πως θα μπορούσε να φύγει από εκεί και να πάει κάπου αλλού.

Ερωτηθείς αναφορικά με το τι ένιωθε όταν ζούσε ως ομοφυλόφιλο άτομο στη χώρα του, ο αιτητής εξέφρασε φόβο εάν τον ανακάλυπταν, ενώ μερικές φορές αισθάνθηκε άσχημα για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, αλλά αποδέχτηκε την ομοφυλοφιλία του και προχώρησε. Ερωτηθείς κατά πόσο αποκάλυψε τη σεξουαλικότητα του σε άλλα άτομα, ο αιτητής είπε ότι κάποια άτομα γνωρίζουν, ενώ οι πλείστοι όσων γνωρίζει έχουν την ίδια σεξουαλικότητα. Ερωτώμενος αν στην οικογένεια του γνωρίζουν για τη σεξουαλικότητα του, ο αιτητής απάντησε καταφατικά, ισχυριζόμενος πως είχαν ακούσει φημολογίες και όταν τον ρώτησαν, ο ίδιος το παραδέχτηκε, θεωρώντας ότι θα το αποδεχτούν αφού, παρά το ότι είναι παραδοσιακή οικογένεια, ο πατέρας του ήταν άτομο με μόρφωση. Εν τέλει τον αποκήρυξαν και ο ίδιος ένιωσε άσχημα και απογοητεύτηκε, ως ισχυρίστηκε.

Ακολούθως, ερωτηθείς αναφορικά με το πως εκλαμβάνεται η ομοφυλοφιλία στη Χριστιανική θρησκεία (που είναι και το θρήσκευμα του), ο αιτητής αποκρίθηκε λέγοντας πως δεν μιλούν πολύ για αυτό και το βλέπουν σαν αποστροφή, κάτι που τον κάνει να αισθάνεται άσχημα και να νιώθει αποκλεισμό. Ερωτώμενος για το πως εκλαμβάνουν την ομοφυλοφιλία στη χώρα του ο αιτητής είπε πως αυτό αποτελεί έγκλημα και πρέπει κάποιος να το κρατά μυστικό, μόνο για τους καλύτερους του φίλους, ενώ πρέπει να είναι και προσεκτικός. Ερωτηθείς κατά πόσο είχε ποτέ δεχθεί οποιεσδήποτε απειλές στη χώρα καταγωγής λόγω της ομοφυλοφιλίας του, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως τον απείλησαν κάποια αγόρια από τη γειτονιά του, που δεν τον συμπαθούσαν, αφού τον υποψιάστηκαν μετά που είδαν τον σύντροφό του να πηγαίνει στο σπίτι του ιδίου και εφόσον ο ίδιος ήταν λίγο διαφορετικός (όπως είπε), ενώ για να προστατευθεί, κρατούσε χαμηλό προφίλ και τους απέφευγε, και εν τέλει έφυγε από εκεί αφότου αποφοίτησε.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους 4 ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Σεξουαλικός προσανατολισμός του αιτητή ως ομοφυλόφιλος

3.    Απειλές εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού του αιτητή

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο, απέρριψαν όμως τον 2ο και 3ο εκ των ως άνω ισχυρισμών του αιτητή.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας και γενικότητας των δηλώσεων του και των αποκρίσεων του στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Αξιολογήθηκε σχετικά ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες και οι ισχυρισμοί του παρουσιάζουν ασυνέπειες και επιπολαιότητα σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του. Επίσης, όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα εν λόγω γεγονότα ο αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, ασυνέπειες, γενικολογίες και δηλώσεις που στερούνται ευλογοφάνειας, εφόσον, με βάση το πανεπιστημιακό επίπεδο μόρφωσης του και την απουσία οποιασδήποτε ευαλωτότητας που ενδεχομένως να επηρέαζε τη μνήμη του, ως επίσης το ότι (κατ’ ισχυρισμό) έχει εμπειρίες ως ομοφυλόφιλο άτομο από την ηλικία των 14 ετών, θα αναμενόταν μεγαλύτερο επίπεδο λεπτομέρειών και σαφήνειας στους ισχυρισμούς του.

Πέραν των ως άνω αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι, ενώ ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια και ολοκληρωμένα τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, ισχυριζόμενος ότι έχει οικειότητα με άτομα του ιδίου φύλου και πως στην ηλικία των 14 ετών είχε την πρώτη του σχέση, και έκτοτε, αφού κατάλαβε ότι αισθάνεται έλξη για άτομα του ιδίου φύλου, παρέμεινε έτσι. Ωστόσο, όταν κλήθηκε να περιγράψει κατά πόσο του συνέβη κάτι το οποίο τον έκανε να καταλάβει ότι νιώθει έλξη για άτομα του ιδίου φύλου, ο αιτητής αποκρίθηκε με ασάφεια, ισχυριζόμενος πως όταν ήταν στο σχολείο αρρένων ένιωθε καλά όταν τον προσέγγισαν αγόρια, χωρίς να είναι σε θέση να εκφράσει τα συναισθήματα του σχετικά. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του αναφορικά με τη σεξουαλικότητα του προτού συνειδητοποιήσει ότι ήταν ομοφυλόφιλος ήταν ασαφής, καθώς ο αιτητής, χωρίς να επεξηγήσει περαιτέρω, δήλωσε απλά ότι δεν γνώριζε για αυτήν. Ομοίως ασαφής κρίθηκε και ο ισχυρισμός του σχετικά με τις σκέψεις του όταν κατάλαβε ότι ελκύεται από άτομα του ιδίου φύλου, εφόσον ισχυρίστηκε γενικόλογα ότι έχει σεξουαλικά αισθήματα και ορμές όταν αντικρίζει άτομα του ιδίου φύλου, και είχε την παρόρμηση να προχωρήσει περαιτέρω και ένιωθε καλά. Περαιτέρω, η περιγραφή που έδωσε σχετικά με τη διαδικασία που οδήγησε στην αποδοχή της σεξουαλικότητας του, χαρακτηρίζεται από ασάφεια. Ομοίως, παρατηρήθηκε ασάφεια και έλλειψη ευλογοφάνειας και λεπτομέρειας στα όσα ο αιτητής ισχυρίστηκε όσον αφορά την ομοφυλοφιλική σχέση που είχε, συγκεκριμένα για το πως γνωρίστηκαν και το πως έπειτα εξελίχθηκε η κατ’ ισχυρισμό σχέση τους, καθώς και για τα συναισθήματα που είχε κατά την εν λόγω σχέση του. Σχετικώς, παρότι ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε αυτή τη σχέση από το 2018, ο αιτητής αποκρίθηκε γενικόλογα και δίχως να παρέχει λεπτομέρειες όταν κλήθηκε να χαρακτηρίσει τον σύντροφό του και να περιγράψει το πως βίωσαν τη σχέση που είχαν μεταξύ τους. Ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια το πως διαφέρουν τα συναισθήματα του για άτομα του ιδίου φύλου σε σχέση με τα άτομα του άλλου φύλου, αφού ισχυρίστηκε με ασάφεια ότι σε σχέση με την πρώτη ομάδα ατόμων, ο ίδιος έχει την επιθυμία να τους προσεγγίσει, ενώ σε σχέση με τη δεύτερη ομάδα, δεν νιώθει οτιδήποτε.

Συνεπεία των ανωτέρω παρατηρήσεων οι καθ’ ων η αίτηση διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν έχει συναίσθηση διαφορετικότητας από μια νεαρή ηλικία, ενώ δεν φαίνεται να υπήρχε σταδιακή και σαφής αναγνώριση της έλξης σε άτομα του ιδίου φύλου, αλλά αντιθέτως, το συναίσθημα της διαφορετικότητας εντοπίζεται ότι ξεκίνησε στα 14 του, χωρίς ο ίδιος να προβάλλει με σαφήνεια το πως προέκυψε η συνειδητοποίηση της διαφορετικότητας και δεν παρείχε πληροφορίες για τη σεξουαλικότητα του πριν από την ισχυριζόμενη σεξουαλική σχέση με άτομο του ιδίου φύλου από το σχολείο. Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν αντιλαμβάνεται την ομοφυλοφιλία ως αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας αλλά ως κάτι στο οποίο μπορεί κάποιος να προχωρήσει λόγω του περιβάλλοντός του και δεν γνώριζε τη σημασία του αρκτικόλεξου ΛΟΑΤ (LGBT), ενώ δήλωσε δε, στο σχετικό ερώτημα που του έγινε, ότι πρώτη φορά ακούει για αυτό. Επίσης δεν έδειξε αισθήματα ντροπής/αποκλεισμού λόγω της της ομοφυλοφιλίας του πέραν μιας γενικόλογης αναφοράς ότι κάποιες φορές ένιωσε άσχημα για αυτό, ενώ τα μόνα συναισθήματα στα οποία αναφέρθηκε ήταν ο φόβος που εξέφρασε ως προς τις επιπτώσεις που θα είχε εάν τον ανακάλυπταν, καθώς και η απογοήτευση του για την αντίδραση της οικογένειας του, όταν έμαθαν πως είναι ομοφυλόφιλος.

Βάσει των πιο πάνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο αιτητής δεν έχει δείξει κατανόηση για τα συναισθήματα και τις εμπειρίες της διαφορετικότητας του, του στίγματος και της ντροπής που μπορεί να βιώνει ένα άτομο ΛΟΑΤΚΙ, εφόσον η περιγραφή που ο ίδιος έδωσε αναφορικά με την πρώτη φορά που συνειδητοποίησε τη ‘διαφορετικότητα’ του ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και (συνακόλουθα) την αποδοχή της εν λόγω σεξουαλικής του ταυτότητας ως ομοφυλόφιλο άτομο, χαρακτηρίζεται από επιπολαιότητα και ασάφεια, και ενώ του δόθηκε κατ’ επανάληψη η ευκαιρία να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του σχετικά με τα πιο πάνω, εντούτοις ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει την συναισθηματική, ψυχολογική και πνευματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε, ούτε να εκφράσει τυχόν συναισθήματα, σκέψεις ή προβληματισμούς που βίωνε κατά την εν λόγω περίοδο. Πέραν τούτων, οι δηλώσεις του αιτητή αναφορικά με το πως συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, δεν χαρακτηρίζονται από ευλογοφάνεια και ακρίβεια λεπτομερειών, ενώ οι διευκρινήσεις που έδωσε όταν κλήθηκε δεν ήταν ικανοποιητικές.

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία διαπιστώθηκε κατόπιν διαθέσιμων πληροφοριών (ΠΧΚ) ότι στη χώρα καταγωγής ασκείται αδιάκριτη και χωρίς φόβο για τις συνέπειες, ομοφοβική βία, ενώ τα άτομα ΛΟΑΤ στη χώρα υφίστανται εκτεταμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Παράλληλα, η νομοθεσία της Νιγηρίας ποινικοποιεί τις ομοφυλοφιλικές πράξεις και συζεύξεις, με ποινές που φτάνουν μέχρι και τη φυλάκιση έως και 14 χρόνια, ενώ ο νόμος επιβάλλει αυστηρές ποινές για ομοφυλοφιλική σεξουαλική συμπεριφορά, δημόσια επίδειξη ερωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, για άτομα του ιδίου φύλου που συζούν και για συμμετοχή σε οργανώσεις ή υποστήριξη ΛΟΑΤ ατόμων από οργανώσεις. Παρότι όμως τα όσα ανέφερε ο αιτητής σχετικά συνάδουν με ΠΧΚ, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, αυτός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι - πέραν του ότι απορρίφθηκε ο ισχυρισμός σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, άρα ελλείπει η γενεσιουργός αιτία της δίωξης - ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σχετικώς, ενώ όταν κλήθηκε να δώσει περαιτέρω πληροφορίες για τα γεγονότα που ισχυρίστηκε, οι απαντήσεις που έδωσε (συγκεκριμένα, περί του ότι τον υποπτεύονταν επειδή είδαν τον σύντροφό του να πηγαίνει στο σπίτι του) στερούνταν ευλογοφάνειας, ενώ επίσης, υπέπεσε σε ασάφειες (συγκριμένα περί του ότι, ως ανέφερε σε διευκρινιστική ερώτηση, η ζωή του ήταν λίγο διαφορετική και ο ίδιος, επίσης, ήταν λίγο διαφορετικός). Ενόψει της αμιγώς προσωπικής φύσης του εν λόγω ισχυρισμού δεν κρίθηκε σκόπιμη η αναζήτηση ΠΧΚ σχετικώς και ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (πολιτεία Lagos) και αξιολόγησης του προφίλ του αιτητή, ως έγινε αποδεκτό, οι καθ’ ων η αίτηση κατάληξαν ότι δεν υφίσταται σε εύλογο βαθμό πιθανότητας κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης του αιτητή.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα,  χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση που ακολούθησε.

Στα πλαίσια λοιπόν της γραπτής του αγόρευσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως, αφού ο λειτουργός που την έλαβε δεν εξουσιοδοτήθηκε δεόντως και, σε κάθε περίπτωση ελλείπει, σχετικό πρακτικό της απόφασης από αρμόδιο άτομο, ήτοι τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας. Αναφέρει δε ότι τη συνέντευξη έλαβε άτομο αγνώστου ταυτότητας και τίτλου, χωρίς να είναι δεόντως αρμόδιος να πράξει τούτο. Επίσης αναφέρει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από λειτουργό ο οποίος εξουσιοδοτήθηκε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών και όχι τον νυν και συνεπώς - εφόσον, ως αναφέρει, η εξουσιοδότηση έπαυσε να ισχύει με την αλλαγή του προσώπου του Υπουργού - η απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως. Περαιτέρω η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του και τα ευρήματα περί αντίφασης των λεγομένων του αιτητή με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής είναι λανθασμένα. Τέλος, αναφέρει ότι ο τρόπος που διεξήχθη η συνέντευξη αποστέρησε από τον αιτητή από το να αναφέρει όλους τους ισχυρισμούς που στηρίζουν το αίτημα του και εκφράζει επιφυλάξεις για την ικανότητα του μεταφραστή που παρέστη στη συνέντευξη να μεταφράζει στη μητρική γλώσσα του αιτητή και αντίστροφα.

Οι καθ’ ων η αίτηση, αγορεύοντας προφορικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, έχει εκδοθεί από αρμόδιο προς τούτο όργανο, είναι προϊόν δέουσας έρευνας και ορθή επί της ουσίας και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως αβάσιμους. Περαιτέρω αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των απορριφθέντων ισχυρισμών του αιτητή είναι ορθά, τόσο σε σχέση με την εσωτερική όσο και εξωτερική συνοχή τους, και πλήρως αιτιολογημένα.

Προέχει φυσικά η ενασχόληση με την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την προσβαλλόμενη απόφαση οργάνου και του ατόμου που διενήργησε τη συνέντευξη.

Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στο ερ.79 με τίτλο «Απόφαση Α’ βαθμού επί αίτησης διεθνούς προστασίας», όπου η εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως (ερ.64-78), ως υποβάλλεται, εγκρίνεται και η απόφαση υπογράφεται από λειτουργό. Το ερ.81 του διοικητικού φακέλου είναι εξουσιοδότηση ημ.09/06/22, όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί  τον υπογράφοντα την επίδικη απόφαση λειτουργό να ασκεί τις εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, και την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση, είναι έγκυρη.  

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί παντελούς έλλειψης πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, όπου λέχθηκε ότι «Το γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί  άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στη δε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».

Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) προνοεί ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Εδώ ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθετώντας στο σύνολο, ως δύναται να πράξει, τη σχετική έκθεση-εισήγηση του λειτουργού CAS37, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Άλλωστε δεν υπάρχει ενώπιον μου στοιχείο, δεδομένου του τεκμηρίου της κανονικότητας της διαδικασίας, ότι το άτομο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξάσκησε δεόντως την αποφασιστική του αρμοδιότητα.

Σχετικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο λαμβάνων τη συνέντευξη, μη προσδιοριζόμενος ονομαστικά λειτουργός της EUAA, ενήργησε αναρμοδίως, σημειώνω εν προκειμένω, ο κωδικός αναφοράς CAS37, συντίθεται από το ακρωνύμιο Cyprus Asylum Service, και συνεπώς η αρμοδιότητα του να πράξει ως έπραξε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης δεν τίθεται εν αμφιβόλω, δεδομένου ότι πρόκειται για λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση και όχι της EUAA.

Η δε έλλειψη στοιχείων πλήρους ταυτοποίησης του ατόμου που έκανε τη συνέντευξη δεν διαφοροποιεί την ως άνω κατάληξη μου, δεδομένου ότι ο αναφερόμενος στα ερ.64 και ερ.34 κωδικός αναφοράς του εν λόγω προσώπου (CAS037) αρκεί για να συναχθεί ότι αυτός είναι λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, το όνομα του οποίου μπορεί βεβαίως να διαπιστωθεί σε περίπτωση που τούτο ζητηθεί, και ενεργούσε ως ανωτέρω περιγράφεται, ως λειτουργός της Υπηρεσίας. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι η αναγραφή και μόνο του κωδικού αναφοράς αντί του πλήρους ονόματος του λειτουργού που έκανε τη συνέντευξη και συνέγραψε την επίδικη έκθεση-εισήγηση αφαιρεί εν προκειμένω από την αρτιότητα του πρακτικού ή δημιουργεί αμφιβολίες για την ταυτότητα ή δέουσα εξουσιοδότηση του εν λόγω λειτουργού. Είναι κατάληξη μου λοιπόν ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας παραμένει ακλόνητο, και συνεπώς οι ισχυρισμοί περί του ότι ο λειτουργός CAS37 ενήργησε αναρμοδίως θα πρέπει να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Προχωρώ στην εξέταση των λοιπών νομικών ισχυρισμών του αιτητή.

Αναφορικά τώρα με την μη κατάλληλη κατάρτιση του μεταφραστή που διενέργησε την μετάφραση σημειώνω τα ακόλουθα.

Στην απόφαση του Ανώτατου στην υπ.1694/11, Noel De Silva v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα εξής:

«Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.

Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Στο αρ.17 (9) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα».

Από μια απλή ανάγνωση των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά τους στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την ύπαρξη δέουσας επικοινωνίας του αιτητή με τον διεξάγοντα την συνέντευξη λειτουργό. Εδώ, με δεδομένο ότι ο αιτητής είχε δηλώσει την αγγλική ως μητρική του γλώσσα (ερ.3), αλλά και ότι ,προτού αρχίσει η συνέντευξη, του εξηγήθηκε ότι έχει κάθε δικαίωμα, αν αντιμετωπίζει δυσκολία επικοινωνίας με τον λειτουργό που διενέργησε τη συνέντευξη, να το εκφράσει, ώστε να ληφθούν κατάλληλα μέτρα (ερ.33), και σε κανένα σημείο δεν εξέφρασε την παραμικρή αμφιβολία για την ικανότητα του μεταφραστή να επικοινωνεί στη γλώσσα αυτή και δεν εξέφρασε αδυναμία αντίληψης των διαμειφθέντων στη συνέντευξη, τουναντίον επιβεβαίωσε ότι καταγράφηκαν δεόντως στο πρακτικό όλα τα διαμειφθέντα (βλ. ερ.24), ουδεμία αμφιβολία γεννάται για την ποιότητα επικοινωνίας ή την κατάρτιση και ικανότητα του μεταφραστή, δεδομένου και του τεκμηρίου της κανονικότητας (βλ. ανωτέρω).

Δεδομένου ότι οι λοιποί ισχυρισμοί συνεπλέκονται άρρηκτα και με την ουσία της υπό κρίση υπόθεσης, θα εξεταστούν μαζί μ’ αυτήν πιο κάτω.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:

«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.

Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.

[…]

Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»

Στη βάση και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε επί τούτου περιορίστηκαν, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν λεπτομερώς στα ερ.68-75, σε δηλώσεις που βρίθουν κενών, ασαφειών και αντιφάσεων, στερούνται κάθε λεπτομέρειας, χρονικής και λογικής συνέπειας. Εν προκειμένω το όλο αφήγημα του αιτητή παρουσιάζει κενά, ελλείψεις και αοριστίες, ως και ανωτέρω καταγράφονται στην παρούσα, στα πλαίσια της παράθεσης της κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίες διαβρώνουν μοιραία την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του.

Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα καταγράφονται στην επίδικη έκθεση αναφορικά με την εσωτερική συνοχή του εν λόγω ισχυρισμού, τα οποία παρατίθενται και πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης, πέραν του να σημειώσω τα κάτωθι, για σκοπούς πληρότητας.

Στην παρούσα, κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή, έγινε χρήση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών από τους καθ’ ων η αίτηση και συμφωνώ με τα συμπεράσματα και συμπεράσματα τους, όπως καταγράφονται στην σχετική έκθεση που ετοίμασαν, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω.

Σημειώνω βεβαίως ότι στα πλαίσια εξέτασης ισχυρισμών που αφορούν σεξουαλικό προσανατολισμό δεν χωρούν τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση αξιοπιστίας δεν μπορεί να βασίζεται σε στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-148/13-C-150/13, A. B. C., ημ.02/12/14). Περαιτέρω δεν μπορεί και δεν πρέπει να ζητείται από τον αιτητή να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για σεξουαλικές εμπειρίες ή να προσφέρει σχετικά στοιχεία ή άλλης μορφής μαρτυρία. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση στην εξέταση της επίδικης αίτησης, είναι αντικείμενο προβληματισμού [1], ως βασιζόμενο επί στερεοτυπικών αντιλήψεων, και γι’ αυτό θεωρώ ότι η χρήση του θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.

Στην απόφαση Α. Β. C. του ΔΕΕ (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά στις σκέψεις 61-65, επί του ζητήματος αξιολόγησης αξιοπιστίας στα πλαίσια υποθέσεων ως η παρούσα.

 «61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.

62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.

63. Επομένως, η αδυναμία ενός αιτούντος άσυλο να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για να συναχθεί η αναξιοπιστία του αιτούντος, στο μέτρο που η προσέγγιση αυτή είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85.

64. Δεύτερον, μολονότι οι εθνικές αρχές βασίμως προβαίνουν, κατά περίπτωση, σε υποβολή ερωτήσεων προκειμένου να εκτιμήσουν τα γεγονότα και τις περιστάσεις σχετικά με τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων άσυλο, εντούτοις οι ερωτήσεις που αφορούν τις λεπτομέρειες των σεξουαλικών πρακτικών του οικείου αιτούντος άσυλο προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης και, ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπει το άρθρο του 7.

65. Όσον αφορά, τρίτον, τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να κρίνουν παραδεκτή, όπως πρότειναν ορισμένοι αναιρεσείοντες των κύριων δικών, την τέλεση ομοφυλοφιλικών πράξεων, την ενδεχόμενη υποβολή τους σε «τεστ» προκειμένου να αποδείξουν την ομοφυλοφιλία τους ή ακόμη την οικειοθελή εκ μέρους τους προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων όπως είναι οι βιντεοσκοπημένες λήψεις των ερωτικών τους συνευρέσεων, υπογραμμίζεται ότι, πλην του ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεικτική αξία, ενδέχεται περαιτέρω να συνεπάγονται και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Χάρτη. »

Εν προκειμένω ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει τις κατ’ ελάχιστον αναμενόμενες λεπτομέρειες αναφορικά με την μοναδική σχέση την οποία περιγράφει (με το άτομο το οποίο ακολούθησε στη Σενεγάλη) και δεν παρέχει καμία συγκεκριμένη λεπτομέρεια για τα βιώματα του. Ουδεμία λεπτομέρεια σχετικά με το χαρακτήρα, τις συζητήσεις τους ή άλλη ανάμνηση από αυτό τον δεσμό ήταν σε θέση να παραθέσει, περιοριζόμενος σε γενικόλογες, αόριστες και εν πολλοίς μονολεκτικές αποκρίσεις στις σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Όλες δε οι απαντήσεις ήταν στερούμενες εύλογα αναμενόμενων λεπτομέρειών, χωρίς αναφορά σε κάποιο ιδιαίτερο γεγονός/εμπειρία, που εντυπώθηκε στη μνήμη του, έστω φωτογραφικά. Όλα αυτά θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να περιγράψει ο αιτητής στις πολλές επ’ αυτού ερωτήσεις που τέθηκαν και θα έδιναν την αναμενόμενη βιωματική διάσταση στο αφήγημα του.

Συνεπώς, παρότι δεν θα συμφωνήσω με την βαρύτητα που δίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση στην αδυναμία του αιτητή να εκφράσει και να διατυπώσει εσωτερικές διεργασίες που αφορούσαν τα όσα ισχυρίστηκε, ήτοι τη ντροπή και το στίγμα το οποίο ενδεχομένως να ένιωθε, τούτο άλλωστε θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αναμενόμενο από άτομο το οποίο μεγάλωσε και γαλουχήθηκε υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει εύλογα θεωρώ αναμενόμενες βιωματικές λεπτομέρειες για τα όσα ισχυρίστηκε ότι βίωσε στα πλαίσια - κατ’ ελάχιστο - της σχέσης στην οποία αναφέρθηκε, δεδομένης και της πανεπιστημιακής μόρφωσης του. Θα πρέπει δε περαιτέρω να σημειωθεί ότι απουσιάζει από το αφήγημα του - επιπροσθέτως των ως άνω - κάθε εύλογα αναμενόμενη λεπτομέρεια για την αντίδραση της οικογένειας του στον σεξουαλικό του προσανατολισμό, εφόσον - ως ανέφερε - τον είχαν αποκληρώσει. Και εδώ ουδέν αναφέρει ο αιτητής σχετικά με το τι ειπώθηκε, από ποιόν, πότε, τι διεμήφθη με την οικογένεια του μετά την αποκάλυψη του σεξουαλικού του προσανατολισμού και πως τον αποκλήρωσαν (ερ.1), ως ανέφερε.

Αυτό που θεωρώ ότι λείπει από το αφήγημα του αιτητή αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην απόφαση του UKIAT (Δευτεροβάθμιο Tribunal του Ηνωμένου Βασιλείου) στην HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department [2005] UKAIT 00120, ημ.04/08/05 [2], όπου, στην παρ.128, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του εκεί αιτητή, ανέφερε ότι «there is the full, consistent detail and the plausible noting of small points, unlikely to be observed or recounted by a person who had not had the experience described. ». Εν προκειμένω λοιπόν, κατά παράφραση του ως άνω αποσπάσματος, σε δική μου μετάφραση, είναι κατάληξη μου ότι εκ του αφηγήματος του αιτητή απουσιάζει κάθε ψήγμα πλήρους, συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης των μικρών σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει. Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που το όλο αφήγημα του αιτητή υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που θεωρώ ότι διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του.

Αναφορικά τώρα με την εξωτερική συνοχή των ισχυρισμών του αιτητή σημειώνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε αξιολόγηση πληροφοριών που εντόπισαν σχετικά με την μεταχείριση ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη Νιγηρία, στη βάση των οποίων διαπιστώθηκε ότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες (ερ.69, 50-58). Δεδομένου τούτου δεν κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τούτο, καθότι αρκεί ότι άτομα ΛΟΑΤΚΙ αντιμετωπίζουν κίνδυνο δίωξης από τις αρχές αλλά και το κοινωνικό σύνολο, κακομεταχείρισης, κοινωνικού αποκλεισμού αλλά και φυλάκισης, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν.

Όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί, τη στιγμή που στερείται εσωτερικής συνοχής, για τους λόγους που λεπτομερώς ανωτέρω εξηγούνται, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας.

Αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Στα πλαίσια συνολικής θεώρησης και αποτίμησης ενός αφηγήματος, οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένει το πρωταρχικό σημείο αναφοράς. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους. Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και πλήττουν αναπόφευκτα και τη συνολική συνοχή και αξιοπιστία του αιτητή.

Γι’ αυτό και θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του ισχυρισμού αιτητή περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού και της κατ’ ισχυρισμό δίωξης που υπέστη εξ αυτού.

Ενόψει των ως άνω απομένει η αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στο Lagos, όπου και αναμένεται να εγκατασταθεί ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του.

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLEDστο διάστημα μεταξύ 10/02/24 και 07/02/25 καταγράφηκαν στο Lagos 210 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 108 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 77 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 80 θύματα), 27 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 10 θύματα), 80 διαδηλώσεις (χωρίς θύματα) και 26 αναταραχές (με 18 θύματα)[3]. Ο συνολικός πληθυσμός της περιοχής ανέρχεται περί τα 13 ½ εκατομμύρια κατοίκους. [4] Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο εγχειρίδιο του EASO «Country Guidance, Nigeria, October 2021», αναφέρεται ότι δεν προκύπτει κίνδυνος σε αμάχους, με την έννοια του αρ.19 (2) (γ) στην πολιτεία Lagos. [5]  

Εκ των ενώπιον μου στοιχείων, δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [6] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/19).

Δεν παραγνωρίζω ότι ενδεχομένως προκύψουν κίνδυνοι στην καθημερινότητα του, όμως, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί περί διώξεως του λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού του αιτητή δεν έγιναν αποδεκτοί, και λαμβανομένου υπόψη ότι, ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.», δεν θεωρώ ότι τούτο αρκεί για την απόδοση διεθνούς προστασίας.  

Όπως προκύπτει από την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη όλα όσα αναφέρθηκαν στην αίτηση και κατά την συνέντευξή. Όλη η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου αλλά και τα όσα περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας ως ανωτέρω παρατίθενται και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση.

Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα. 

Σημειώνεται δε ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022, 166/2023 και 191/2024, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. Zisakou S (2021) Credibility Assessment in Asylum Claims Based on Sexual Orientation by the Greek Asylum Service: A Deep-Rooted Culture of Disbelief. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fhumd.2021.693308/full

[3]ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 10/02/24 έως 07/02/25,

ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles/Violence against civilians/Explosions-Remote violence/Riots/Protests; 

ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria-Lagos; διαθέσιμο στοhttps://acleddata.com/explorer/

[4] Africa-Nigeria-Lagos; διαθέσιμο στο: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/

[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο