
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υποθ. Αρ.: 2350/2024
26 Φεβρουαρίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τo άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.M.T. από τη Λιβερία και τώρα στη Λευκωσία
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κ. Σάββα (κα) για Α. Λαζάρου (κα), Δικηγόροι για τον Αιτητή
Ι. Καλλίγερος (κος) Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Η Αιτήτρια παρούσα. Παρούσα η κα Ζ. Αγαπίου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντιστρόφως.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Αιτήτρια αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 22/05/2024 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 07/06/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος .
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιόν μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος Λιβερίας και στις 28/06/2023 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών. Στη 20/05/2024 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 21/05/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Στις 22/05/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την 07/06/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια αυθημερόν. Στις 27/06/2024 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια προέβαλε μέσω της αίτησης πολλούς λόγους ακυρώσεως, τους οποίους περιόρισε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στους ακόλουθους τρείς λόγους ακυρώσεως:
1. Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία της υπόθεσης δεν υποβλήθηκαν ουσιώδεις ερωτήσεις στην Αιτήτρια και οι Καθ΄ων η αίτηση δεν διασταυρωσαν τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με το φόβο δίωξης της .
2. Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας
3. Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα καθοτι οι Καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους και αγνόησαν τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας.
Οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου τους, αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει ληφθεί από αρμόδιο όργανο, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, εισηγούνται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα ή έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ. Η συνήγορος της Αιτήτριας εν προκειμένω αναφέρεται με γενικό τρόπο στους λόγους χωρίς να τεκμηριώνει πως αυτοί υφίστανται και χωρίς να υποδεικνύει τα σημεία της διοικητικής διαδικασίας όπου αυτές οι αρχές καταπατώνται. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Ειδικότερα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι υπήκοος Λιβερίας, και γεννήθηκε στη Monrovia της Λιβερίας. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι Επισκοπική Χριστιανή. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο δήλωσε πως μιλάει Αγγλικά (μητρική). Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε ελεύθερη.
Κατά τη πρωτοβάθμια συνέντευξη η Αιτήτρια δήλωσε υπήκοος Λιβερίας και γεννηθείσα την 26/12/1996. Η Αιτήτρια δήλωσε περαιτέρω ότι είναι Χριστιανή, ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πως εργαζόταν ως καθαρίστρια καθώς και σε φούρνο και σε ξενοδοχείο και ότι ομιλεί Αγγλικά (βλ. ερ. 28 3χ). Η Αιτήτρια δήλωσε επιπλέον ότι γεννήθηκε και έζησε όλη της τη ζωή στη Monrovia της Λιβερίας (βλ ερ 29 2χ). Η Αιτήτρια δήλωσε ότι έχει έναν γιο ο οποίος γεννήθηκε την 31/10/2023 και ζει μαζί της στη Δημοκρατία (βλ ερ 28 2χ). Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο πατέρας της ζει ωστόσο δεν έχουν σχέσεις και επίσης ότι έχει έναν αδερφό και μία αδερφή στη Λιβερία με τους οποίος έχει επικοινωνία (βλ ερ 29 3χ). Η Αιτήτρια είναι κάτοχος διαβατηρίου Λιβερίας το οποίο εκδόθηκε την 09/01/2019 και έληξε την 09/01/2024 (βλ. Ερ. 8). Ερωτηθείσα πότε το εξέδωσε η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν θυμάται ούτε το έτος ούτε την ημερομηνία ενώ σε περαιτέρω σχετική ερώτηση δήλωσε ότι το εξέδωσε σε περίπτωση που ήθελε να ταξιδέψει (βλ. Ερ. 29 1χ). Η Αιτήτρια δήλωσε ότι χρηματοδότησε το ταξίδι της με την οικονομική στήριξη του ιερέα της και πως παρέμεινε στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας για μία νύχτα (βλ. Ερ. 28 4χ).
Η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Λιβερία διότι η θεία της ήταν αγενής μαζί της Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι όποτε συνέβαινε κάτι στο σπίτι η θεία της κατηγορούσε εκείνη, ότι παραπονιόταν στον σύζυγό της γι’ αυτήν και ότι είχαν καβγάδες. Η Αιτήτρια δήλωσε περαιτέρω ότι τις είπανε να πάει σε ένα σχολείο για να μάθει πως να φέρεται, πως να μαγειρεύει, πως να κάνει δουλειές στο σπίτι και να της κάνουν ένα σημάδι (sic), πρόταση την οποία η ίδια αρνήθηκε και τους άφησε και έφυγε. Στη συνέχεια η Αιτήτρια έφυγε στο δάσος και είδε έναν άντρα, ο οποίος τη βοήθησε και της έδειξε το δρόμο και έτσι πήγε στον ιερέα της, ο οποίος την υιοθέτησε και την έστειλε στο σχολείο. Η Αιτήτρια δήλωσε περαιτέρω ότι η θεία της ήταν νευριασμένη με τον ιερέα και του έλεγε να επιστρέψει (βλ ερ 27 2χ).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις της Λειτουργού, η Αιτήτρια δήλωσε ότι όταν ήταν 7 χρονών, ήτοι περί το 2003, η μητέρα της την έστειλε να ζήσει με τη θεία της διότι ήταν μόνη της και ότι η μητέρα της απεβίωσε το 2006 λόγω ασθένειας (βλ ερ 27).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις της Λειτουργού σχετικά με τη δήλωση της Αιτήτριας ότι ο θείος και η θεία της ήθελαν να τη στείλουν σε σχολείο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δε θυμάται πόσο χρονών ήταν τότε και ότι το σχολείο ήταν στο δάσος (βλ ερ 26). Σε περαιτέρω ερωτήσεις σχετικά με το σχολείο η Αιτήτρια δήλωσε ότι το σχολείο είχε κρεβάτια, ενώ όταν ρωτήθηκε που ήταν το σχολείο απάντησε ‘κάπου’. Δήλωσε περαιτέρω ότι έφυγε και ότι ένας άντρας της έδειξε το δρόμο και πήγε στον ιερέα της στην εκκλησία Living Hope. Εκεί, σύμφωνα με την Αιτήτρια, έζησε για 3 χρόνια και τελείωσε το λύκειο (βλ ερ 26 5χ 6χ). Σε σχετική ερώτηση της Λειτουργού η Αιτήτρια δήλωσε ότι στα 3 αυτά χρόνια κατά τα οποία έζησε με τον ιερέα δεν της συνέβη κάτι άλλο. (βλ ερ 26 1χ 2χ).
Όταν της ζητήθηκε να διευκρινίσει τι εννοούσε όταν δήλωσε ότι η θεία της ήταν τρελή με τον ιερέα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι τηλεφωνούσε το 2014-2015, ενώ σε περαιτέρω ερώτηση σχετικά με το λόγο που περίμενε μέχρι το 2022 για να φύγει από τη χώρα, η Αιτήτρια απάντησε ότι περίμενε διότι «και αυτός περίμενε» και ότι «προσπαθούσε» (βλ ερ 26 3χ 4χ).
Σε ερώτηση της Λειτουργού σχετικά με το τι πιστεύει πως θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη Λιβερία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δε μπορεί να επιστρέψει διότι δε θέλει (βλ ερ 25 1χ).
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, ο Λειτουργός κατέγραψε τους ακόλουθους δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς:
(α) ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας
(β) επειδή δεν ήθελε τη θεία της
Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό της Αιτήτριας, η Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, όπως εκεί καταγράφονται. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Αιτήτριας εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο το οποίο προσκόμισε.
Η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε και έζησε όλη της τη ζωή στην πόλη Monrovia. Η Monrovia στην οποία αναφέρθηκε η Αιτήτρια εντοπίστηκε κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο, με σχετική πηγή την https://www.fallingrain.com/world/LI/14/Monrovia.html
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας, η Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αξιόπιστο.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, η Λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και ότι δεν υπήρχαν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Λαμβάνοντας υπόψιν του τα ως άνω δεδομένα, η Λειτουργός έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της Αιτήτριας καθώς οι ισχυρισμοί της κρίθηκε ότι χαρακτηρίζονται από αξιοπιστία και επάρκεια πληροφοριών.
Εν συνεχεία η Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής και συγκεκριμένα στην πόλη Monrovia της Λιβερίας. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας τόσο το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας όσο και την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα και στον τελευταίο τόπο διαμονής, η Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/ βάσιμοι λόγοι που να υποδεικνύουν ότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ειδικότερα, αναφορικά με το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για άτομο αυτόνομο, ικανό, δίχως εμφανή ευαλωτότητα και δίχως να παρουσιάζει θέματα υγείας, με υποστηρικτικό δίκτυο πίσω στη χώρα της. Επιπλέον η Λειτουργός σημείωσε ότι πρόκειται για άτομο το οποίο ήταν σε θέση να πάει σε μια ξένη χώρα και να βρει εργασία και να βιοπορίζεται από αυτή καλύπτοντας τις προσωπικές της ανάγκες.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό της δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της και ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Η Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, η Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη Λιβερία δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Monrovia, πόλη στην οποία η Αιτήτρια αναμένεται να επιστρέψει, δε βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου η Λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Στα πλαίσια της εξέτασης των επι της ουσίας ζητημάτων το Δικαστήριο αξιολόγησε τους ισχυρισμούς της Αιτητριας κατά τη καταγραφή του αιτήματος της κατα τη συμπλήρωση του Vulnerability Assessment Form οσο και των δηλωσεων της κατα τη συνεντευξη της .
Κατα τη καταγραφη της αιτησης της η Αιτητρια δήλωσε οτι εγκαταλειψε τη χωρα καταγωγής της λογω της πιεση που δεχοταν απο τη θεία της ακολουθήσει μυστικιστικη κοινοτητα και αυτό ηταν αντιθετο με τη θρησκεια της καθοτι χριστιανη .
Κατά τη συμπλήρωση του Vulnerability Assessment Form η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο θείος της την παρενοχλούσε σεξουαλικά σε συστηματική βάση, ενώ δεν ανέφερε κάτι σχετικό ούτε κατά την αίτηση ούτε κατά τη συνέντευξη.
Στη συνέντευξη (βλ 26) η Αιτήτρια ανέφερε ότι η θεία της αδελφή της μητέρσς της καλούσε τον ιερέα θυμούμενη περί το 2014-2015 ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξης η Αιτήτρια δήλωσε ότι έζησε με τον ιερέα, τελείωσε το σχολείο και έφυγε από τη χώρα (με ημερομηνία αναχώρησης της 23/2/2022) (βλ 27 2χ), και β) η Αιτήτρια δήλωσε ότι έζησε με τον ιερέα 3 χρόνια (βλ 26 6χ). Κατα την συμπληρωση του Vulnerability Assessment Form η Αιτήτρια δήλωσε οτι ζουσε με την θεια της αδελφή του πατέρα της .
Κατά τη συνέντευξη η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετακόμισε με τη θεία της αφότου πέθαναν η μητέρα της διότι ο πατέρας της ήταν ανεύθυνος (βλ 29 4χ) ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξης δήλωσε ότι ξεκίνησε να ζει με τη θεία της όταν ήταν 7 ετών, ήτοι περί το 2003 (βλ 29 26).
Κατά τη συμπλήρωση του Vulnerability Assessment Form η Αιτήτρια ανέφερε λεπτομέρειες σχετικά με το πώς την πήγαν στο δάσος, τη άσκησαν βία και αποπειράθηκαν να κάνουν FGM, ενώ κατά την αίτηση και τη συνέντευξη δεν ανέφερε τίποτα σχετικό.
Κατά τη συμπλήρωση του Vulnerability Assessment Form η Αιτήτρια ανέφερε ότι μπήκε στη Δημοκρατία την 19/6/2023 ενώ η άδεια εισόδου της στην Κυπριακή Δημοκρατία καταγράφεται ημερομηνιακά στις Δημοκρατικές αρχές 28/06/2023 (προφορικό σχόλιο).
Κατά τη συνέντευξη η Αιτήτρια δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της 23/03/2022, εισήλθε στη Δημοκρατία την 25/3/2022 και συμπλήρωσε την αίτηση διεθνούς προστασίας την 28/6/2023 (βλ 31 2χ) ενώ κατά τη συμπλήρωση του Vulnerability Assessment Form δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της 24/03/2022, έφτασε στις κατεχόμενες περιοχές την 25/03/2022 και μπήκε στη Δημοκρατία την 19/06/2023 (βλ 22).
Ενώ κατά τη συνέντευξη (βλ 28 1χ) η Αιτήτρια ανέφερε ότι έμεινε στις κατεχόμενες περιοχές μόνο για ένα βράδυ, κατά τη συμπλήρωση του Vulnerability Assessment Form η Αιτήτρια ανέφερε ότι εργαζόταν στις κατεχόμενες περιοχές σε ένα φούρνο (βλ 22) και πως το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπιζε εκεί ήταν οικονομικές δυσκολίες (βλ 20).
Κατά τη συμπλήρωση του Vulnerability Assessment Form η Αιτήτρια δήλωσε ότι έμεινε έγκυος όσο ήταν στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας και ο σύντροφος της παρέλαβε το παιδί αδιαφόρησε για το γεγονός και μάλλον έφυγε για τη Γκάνα ενώ στη συνέντευξη (βλ 28 1χ) ανέφερε ότι έμεινε στις κατεχόμενες περιοχές μόνο για ένα βράδυ.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας της Αιτήτριας και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
.
Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (δέστε υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, δεν αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας αλλα περιορίστηκε να εξετασει τους ισχυρισμούς της Ατητρια κατα την συνεντυξη της που στην ουσια αναιρουν ολους του ισχυρισμους της που προβλήθηκαν τοσο στην αίτηση της οσο και κατά τη συμπλήρωση του Vulnerability Assessment Form.
Ωστόσο για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, συντάσομαι με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Παρα τα σημεια αναξιοπιστιας τα οποια το Δικαστηριο καταγραφει πιο πανω στην αποφαση του σημειώνεται πως ορθα απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνη προστασία, καθοτι αν και αξιοπιστος ο ισχυρισμός της Αιτήτριας κατα την κριση του αρμόδιου λειτουργου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β) .
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν η Αιτήτρια μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν η Αιτήτρια δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην Monrovia της Λιβερίας, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 17/02/2024 και 14/02/2025 σε ολόκληρη τη χώρα της Λιβερίας, καταγράφηκαν συνολικά 41 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 6 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 1 εξ αυτών καταγράφηκε ως περιστατικό χρήσης βίας κατά πολιτών (με 1 θύμα), 13 ως ταραχές/εξεγέρσεις (με 5 θύματα) και 27 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[1]. Στη δε Monrovia το ίδιο χρονικό διάστημα καταγράφηκαν 3 ταραχές/εξεγέρσεις (χωρίς θύματα) και 11 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[2].
Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στη Monrovia δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους. Ο πληθυσμός δε της χώρας καταγράφεται στους 5.250.187 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 2022[3]. Ειδικότερα στην πόλη Monrovia, τόπο τελευταίας διαμονής στην χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο πληθυσμός σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταγραφή του 2008 ανέρχεται στους 1.021.762 κατοίκους[4].
Δεδομένων των πιο πάνω , καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.
Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην περιοχή συνήθους διαμονής της, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.
Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιής και ικανή προς εργασία με υποστηρικτικό δυκτιο για την ιδια και το τεκνο της , τον ιερεα και την οικογένεια του . Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της.
Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή της στη Monrovia η Αιτήτρια θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).
Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις.
Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως αλυσιτελώς προβαλλομενοι δεν ευσταθούν.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/. Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα από 17/02/2024 έως 14/02/2025 στην Λιβερία: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 19/02/2025)
[2] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/. Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα από 17/02/2024 έως 14/02/2025 στην Monrovia της Λιβερίας: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 19/02/2025)
[3] City Population, Liberia, https://citypopulation.de/en/liberia/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/02/2025)
[4] City Population, Liberia, Monrovia, https://citypopulation.de/en/liberia/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/02/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο