
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.2497/24
20 Φεβρουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C. J. B.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κ.κ. Ν. Λοΐζου & Χ. Χριστούδιας, δικηγόροι για Αιτήτρια
Κα Κ. Μιχαηλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.07/06/24, η οποία επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, από τα κατεχόμενα, στις 16/03/22 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 21/04/22 (ερ.1-3, 34).
Στις 08/05/24 διεξήχθη συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.31-38). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση (ερ.52-60) και στις 13/05/24 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στην αιτήτρια καθεστώς διεθνούς προστασίας. Σημειώνεται ότι αρχικώς η αίτηση της απορρίφθηκε ως σιωπηρώς αποσυρθείσα, λόγω μη ανταπόκρισης της αιτήτριας στις κλήσεις για συνέντευξη και, κατόπιν αιτήσεως επανανοίγματος, αυτό έγινε και έτσι προχώρησε η διαδικασία (ερ.10-27).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της επιδόθηκε διά χειρός στις 07/06/24 στην μητρική της γλώσσα (ερ.61, 3).
Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε η αιτήτρια καταγράφει ότι προέρχεται από μια οικογένεια που «πιστεύει ότι η καριέρα της γυναίκας σταματά στο σπίτι και την κουζίνα», όμως ο πατέρας της, επειδή είναι μοναχοκόρη, ήθελε να τελειώσει τη δευτεροβάθμια της εκπαίδευση, πράγμα που κατάφερε. Όταν έγινε αυτό, ένας διεστραμμένος θείος της τους επιτέθηκε και σκότωσε τον πατέρα της αλλά η ίδια διέφυγε και, «εν μέσω σύγχυσης, δακρύων και ραγισμένης καρδιάς», έτρεξε στην εκκλησία που πήγαινε η οικογένεια της, εξήγησε ότι έγινε και αυτοί (σ.σ. οι κληρικοί) την βοήθησαν να έρθει στην Κύπρο.
Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε στο Rumuokwurusi και περί το 2020 μετεγκαταστάθηκε με την οικογένεια της στο Port Harcourt. Ο πατέρας της απεβίωσε το 2019 και η μητέρα και οι τρείς αδελφοί της μένουν στο Port Harcourt και η ίδια διατηρεί επικοινωνία μ’ αυτούς. Η αιτήτρια έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της και εργαζόταν ως μάγειρας σε εστιατόριο.
Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής επανάλαβε κατ’ ουσία όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση, αναφέροντας ότι στα κατεχόμενα ενεγράφη σε κολλέγιο, όμως δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει οικονομικά και, μετά από ένα διάστημα που εργαζόταν ως καθαρίστρια, της είπαν να πάει στις ελεύθερες περιοχές και να ζητήσει άσυλο και αυτό έπραξε. Ερωτώμενη σχετικά επιβεβαίωσε ότι έφυγε από τη Νιγηρία για αμιγώς οικονομικούς λόγους και, σε ακόλουθη ερώτηση αναφορικά με τις συνέπειες της επιστροφής της, ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει καθώς «δεν υπάρχουν ευκαιρίες (στη Νιγηρία)».
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής της αιτήτριας
2. Οικονομικοί λόγοι
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν αμφότερους τους ως άνω ισχυρισμούς της αιτήτριας και, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής (Port Harcourt, Rivers State) και αξιολόγησης των προσωπικών περιστάσεων της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται σε εύλογο βαθμό πιθανότητας κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της.
Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Επί της αιτήσεως η αιτήτρια αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα, χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.
Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί της αιτήτριας που εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση που ακολούθησε ή εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, οι οποίοι και καταγράφονται αμέσως πιο κάτω.
Στα πλαίσια λοιπόν της γραπτής του αγόρευσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως, αφού ο λειτουργός που την έλαβε δεν εξουσιοδοτήθηκε δεόντως και, σε κάθε περίπτωση ελλείπει, σχετικό πρακτικό της απόφασης από αρμόδιο άτομο, ήτοι τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας. Αναφέρει δε ότι τη συνέντευξη έλαβε άτομο αγνώστου ταυτότητας και τίτλου, χωρίς να είναι δεόντως αρμόδιος να πράξει τούτο. Επίσης αναφέρει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από λειτουργό ο οποίος εξουσιοδοτήθηκε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών και όχι τον νυν και συνεπώς η απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως. Περαιτέρω η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών της αιτήτριας και τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας της είναι λανθασμένα. Τέλος, αναφέρει ότι ο τρόπος που διεξήχθη η συνέντευξη της αποστέρησε από το να αναφέρει όλους τους ισχυρισμούς που στηρίζουν το αίτημα του και εκφράζει επιφυλάξεις για την ικανότητα του μεταφραστή που παρέστη στη συνέντευξη να μεταφράζει στην αγγλική και αντίστροφα.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Περαιτέρω, σημειώνουν ότι η επίδικη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, έχει εκδοθεί από αρμόδιο προς τούτο όργανο, είναι προϊόν δέουσας έρευνας και ορθή επί της ουσίας και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς, σημειώνοντας ότι τα ευρήματα τους περί μη ανάγκης παροχής διεθνούς προστασίας είναι ορθά και πλήρως αιτιολογημένα.
Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τους περί αναρμοδιότητας ισχυρισμούς της αιτήτριας.
Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στο ερ.60 με τίτλο «Απόφαση Α’ βαθμού επί αίτησης διεθνούς προστασίας», όπου η εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως (ερ.52-59), ως υποβάλλεται, εγκρίνεται και η απόφαση υπογράφεται από τον λαμβάνοντα αυτήν λειτουργό. Ως προς τη δέουσα εξουσιοδότηση του λειτουργού σημειώνω ότι το ερ.81 είναι εξουσιοδότηση ημ.09/06/22, στην οποία ο Υπουργός εξουσιοδοτεί τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση να ασκεί τις εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, και την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Η εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.
Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».
Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση, είναι σύννομη και συνεπώς καθ’ όλα έγκυρη.
Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση δόθηκε από τον προηγούμενο Υπουργό και όχι τον νυν, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, ημ.11/01/24, αναφέρονται τα εξής επί πανομοιότυπου ισχυρισμού, τα οποία επιλύουν οριστικά και το επίδικο εδώ ζήτημα.
«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69). Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «.το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω.»
Ο ως άνω ισχυρισμός λοιπόν απορρίπτεται.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί παντελούς έλλειψης πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, όπου λέχθηκε ότι «Το γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στη δε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».
Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) διαλαμβάνει ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»
Εδώ ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθετώντας στο σύνολο, ως δύναται να πράξει, την επίδικη έκθεση του λειτουργού CAS72, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Άλλωστε δεν υπάρχει ενώπιον μου στοιχείο, δεδομένου του τεκμηρίου της κανονικότητας της διαδικασίας, ότι το άτομο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξάσκησε δεόντως την αποφασιστική του αρμοδιότητα εν προκειμένω. Δεν υπάρχει επίσης ενώπιον μου στοιχείο που να θέτει εν αμφιβόλω ότι ο συγγράφων την επίδικη έκθεση (ερ.52-59) λειτουργός ενήργησε αναρμοδίως, καθώς ο κωδικός αναφοράς CAS72, συντίθεται από το ακρωνύμιο Cyprus Asylum Service, και συνεπώς η αρμοδιότητα του να πράξει ως έπραξε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης δεν θα πρέπει να αμφισβητείται, δεδομένου ότι πρόκειται για λειτουργό της Υπηρεσίας. Η δε αναγραφή και μόνο του κωδικού αναφοράς αντί του πλήρους ονόματος του λειτουργού που έκανε τη συνέντευξη και συνέγραψε την επίδικη έκθεση δεν αφαιρεί εν προκειμένω από την αρτιότητα του πρακτικού, δεδομένου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας του ότι ο λειτουργός CAS72 ενήργησε αρμοδίως παραμένει ακλόνητο [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].
Προχωρώ στην εξέταση των λοιπών νομικών ισχυρισμών.
Αναφορικά με τα όσα αναφέρονται περί μη κατάλληλης κατάρτισης του μεταφραστή που διενέργησε την μετάφραση, σημειώνω τα ακόλουθα.
Στην απόφαση του Ανώτατου στην υπ.1694/11, Noel De Silva v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα εξής:
«Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.
Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».
Στο αρ.17 (9) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα».
Από μια απλή ανάγνωση των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά τους στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την ύπαρξη δέουσας επικοινωνίας της αιτήτριας με τον διεξάγοντα την συνέντευξη λειτουργό. Εδώ, με δεδομένο ότι η αιτήτρια είχε δηλώσει την αγγλική ως μητρική της γλώσσα (ερ.3), ότι, προτού αρχίσει η συνέντευξη, της εξηγήθηκε ότι έχει κάθε δικαίωμα, αν αντιμετωπίζει δυσκολία επικοινωνίας με τον λειτουργό κατά τη συνέντευξη, να το εκφράσει, ώστε να ληφθούν κατάλληλα μέτρα (ερ.37) και - τέλος - του ότι δεν εξέφρασε αδυναμία αντίληψης των διαμειφθέντων στη συνέντευξη, τουναντίον επιβεβαίωσε ότι καταγράφηκαν δεόντως στο πρακτικό όλα τα διαμειφθέντα (ερ.31), ουδεμία αμφιβολία γεννάται για την ποιότητα επικοινωνίας ή την κατάρτιση του μεταφραστή.
Προχωρώντας σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων, δεδομένου ότι άπαντες οι λοιποί ισχυρισμοί της αιτήτριας συμπλέκονται με την ουσία της υπόθεσης και ορθότητα της επίδικης απόφασης, σημειώνω τα εξής.
Εν προκειμένω δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά, καθώς η αιτήτρια, σύμφωνα με τα λεγόμενα της ιδίας, είναι αναμφισβήτητα οικονομικός μετανάστης. Ως και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ στην παρ.62, λέγεται, «[μ]ετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»
Δεν έχω τίποτε λοιπόν να προσθέσω στα όσα καταγράφονται στην επίδικη έκθεση.
Ενόψει των ως άνω απομένει μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στο Port Harcourt, Rivers State.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην πολιτεία Rivers της Νιγηρίας, κατά το διάστημα μεταξύ 17/02/24 και 14/02/25 καταγράφηκαν 162 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθαν 82 θάνατοι. Πιο αναλυτικά, 29 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 47 θύματα), 37 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (31 θύματα), 27 ως εκρήξεις ή εξ αποστάσεως ασκηθείσα βία (χωρίς θύματα), 55 διαδηλώσεις (1 θύμα) και 14 αναταραχές (3 θύματα). Στο Port Harcourt καταγράφηκαν 47 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθαν 6 θάνατοι. Πιο αναλυτικά 7 εξ αυτών καταγράφηκαν ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (3 θύματα), 31 ως διαδηλώσεις (1 θύμα), 4 ως αναταραχές (1 θύμα) και 2 ως εκρήξεις ή εξ αποστάσεως ασκηθείσα βία (χωρίς θύματα)[1]. Ο πληθυσμός της πολιτείας Rivers της Νιγηρίας ανέρχεται περί τα 7 ½ εκατομμύρια κατοίκων και της πόλης Port Harcourt σε 774,600 κατοίκους[2]. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο εγχειρίδιο του EASO «Country Guidance, Nigeria», Οκτωβρίου 2021, αναφέρεται ότι δεν προκύπτει κίνδυνος σε αμάχους, με την έννοια του αρ.19 (2) (γ) στην πολιτεία Rivers. [3]
Εκ των ενώπιον μου στοιχείων, δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [4] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/19).
Σημειώνω ότι η αιτήτρια είναι νεαρή, 30 ετών σήμερα, με δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εργασιακή εμπειρία ως μάγειρας και διατηρεί πλούσιο οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της (μητέρα και τρείς αδελφοί), με τους οποίους διατηρεί επικοινωνία.
Είναι συνεπώς κατάληξη μου ότι όλη η διαδικασία εξέτασης της επίδικης αίτησης και τα όσα περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση.
Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης [της αιτήτριας] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.
Σημειώνεται δε ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022, 166/2023 και 191/2024, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1]ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 17/02/24 έως 14/02/25,
ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles/Violence against civilians/Explosions-Remote violence/Riots/Protests;
ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria-Rivers; Port Harcourt
διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/
[2] Africa-Nigeria; Rivers; Port Harcourt; διαθέσιμο στο: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/
[3] EASO, Country Guidance: Nigeria, October 2021, σ. 141-142 https://euaa.europa.eu/country-guidance-nigeria-2021
[4] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο