O.A.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 264/2019, 7/2/2025
print
Τίτλος:
O.A.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 264/2019, 7/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση αρ. 264/2019

 

07 Φεβρουαρίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

O.A.A.

Αιτητής

Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 

Α. Νεοφύτου (κος) για Αναστάσης Νεοφύτου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 23/11/2018 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 14/12/2018 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής «Δ.Φ.») που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο Αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος Σομαλίας και στις 23/07/2017 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Στις 12/09/2017 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς προσδιορισμό της ηλικίας αυτού. Ο Αιτητής συναίνεσε στη διεξαγωγή εξετάσεων προς προσδιορισμό της ηλικίας του, με το Τμήμα Οδοντιατρικών Υπηρεσιών να απολήγει σε συμπέρασμα περί ενηλικότητας του Αιτητή. Κατόπιν τούτου, αρμόδια λειτουργός εισηγήθηκε όπως ο Αιτητής θεωρηθεί ως ενήλικος κατά το υπόλοιπο της διαδικασίας, εισήγηση η οποία εγκρίθηκε.

Στις 23/10/2018 πραγματοποιήθηκε στον Αιτητή συνέντευξη από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 16/11/2018 ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στις 23/11/2018, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας.

Στις 14/12/2018 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν, ήτοι στις 14/12/2018, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου σε γλώσσα την οποία κατανοεί ο Αιτητής, με τη βοήθεια διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.

O συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι προωθούνται και αναλύονται στην Γραπτή του Αγόρευση που επακολούθησε. O συνήγορος του αιτητή καταχώρησε και Απαντητική Αγόρευση. Οι ισχυρισμοί που προωθούνται ως λόγοι ακύρωσης στην γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι:

Α) Ισχυρίζεται ότι υφίσταται παραβίαση  των άρθρων  9ΚΓ, 9ΚΔ και ειδικότερα των εδαφίων (1) και (6) και του άρθρου 10Α του περί Προσφύγων Νόμου, σχετικά με την ειδική μεταχείριση ευάλωτων προσώπων και τις ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να παρέχονται στα εν λόγω πρόσωπα.

Β) Ισχυρίζεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου έπρεπε να είχε λάβει υπόψη την ευάλωτη κατάσταση του Αιτητή κατά την διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης του και κατά την εξέταση και αξιολόγηση του αιτήματος του όπως επίσης έπρεπε η ευάλωτη κατάσταση του αιτητή να είχε ληφθεί υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την νομική εκτίμηση ως προς το κατά πόσο θα έπρεπε να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ή ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας.

Γ) Παραβίαση του άρθρου 18 (3) του Περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 4 (3) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ όπως επίσης του άρθρου άρθρου 13Α (9) του περί Προσφύγων Νόμου καθότι η συνέντευξη δεν διεξήχθη σε συνθήκες που να επέτρεπαν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησης του, κατά παράβαση του δικαιώματος του να ακουστεί, της αρχής της Φυσικής Δικαιοσύνης και του άρθρου 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Δ) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και/ή του πρωτοκόλλου του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων και των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ.

Ε) Ισχυρίζεται ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα σε ότι αφορά την χώρα καταγωγής του αιτητή και άλλων ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης. Ισχυρίζεται επίσης ότι η απόφαση λήφθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα.

Στ) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή πλημμελώς αιτιολογημένη.

Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ΄ ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως και ορθώς αιτιολογημένη κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Ειδικότερα, οι καθ΄ων η αίτηση αντικρούουν τους λόγους ακύρωσης που προβάλει ο Αιτητής υποστηρίζοντας ότι ουδεμία διαδικαστική εγγύηση του Αιτητή παραβιάστηκε, καθώς δεν υπήρχαν ενώπιον των Καθ΄ ων σαφέστατες ενδείξεις αναφορικά με τις ειδικές ανάγκες του, ενώ τα όσα επικαλείται επί του παρόντος ο Αιτητής αποτελούν μεταγενέστερα στοιχεία προς υποστήριξη της θέσης του. Επί τούτου προσθέτουν ότι τα ψυχικά προβλήματα που επικαλείται ο Αιτητής, πέραν του ότι στερούνται τεκμηρίωσης, δεν αποτελούν στοιχείο το οποίο το Δικαστήριο δύναται να συνεκτιμήσει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, όπου δεν εξετάζεται υπόθεση επιστροφής του αιτητή.

Στις 09/11/2020, ο συνήγορος του αιτητή καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας. Στις 11/07/2022, εκδόθηκε διάταγμα προσαγωγής μαρτυρίας, με την σύμφωνη γνώμη της συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου δια των προφορικών και γραπτών αγορεύσεων του αιτητή και των Καθ' ων η αίτηση καθώς επίσης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων. Ενόψει των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, στο βαθμό που αυτοί έχουν δικογραφηθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση του αιτητή.

 

Θεωρώ ότι αποτελεί ζήτημα καίριας σημασίας ο ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή ότι οι Καθ' ων η Αίτηση παραβίασαν τις διαδικαστικές υποχρεώσεις τους δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και ιδιαίτερα την υποχρέωση για αξιολόγηση της ευαλωτότητας του Αιτητή και την ανάγκη παροχής σε αυτόν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, ισχυρισμός ο οποίος έχει δικογραφηθεί δεόντως από τον συνήγορο του αιτητή στην αίτηση ακυρώσεως και ενόψει τούτου θα εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο.

Στη βάση της εξέτασης του ανωτέρω ισχυρισμού, θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλα τα στάδια της διαδικασίας που ακολουθήθηκαν προς εξέταση του αιτήματος του Αιτητή καθώς και οι ενέργειες που έλαβαν χώρα σε αυτά τα πλαίσια, προκειμένου να διαφανεί εάν ευσταθεί ο ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή και αν τελικά, ορθώς οι Καθ’ ων η Αίτηση προχώρησαν σε απόρριψη του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.

Κατά την υποβολή του αιτήματός του για διεθνή προστασία στις 23/07/2017, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι ανήλικος, ενώ ο πατέρας του έχει αποβιώσει. Αναφορικά με το ταξίδι του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι συνοδευόταν από τον διακινητή σε όλη τη διάρκειά του. Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ήτοι τη Σομαλία, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει κυβέρνηση ούτε ειρήνη, ότι η ζωή είναι δύσκολη και υπάρχουν σκοτωμοί, μετανάστες και ισχυρά άτομα (ερυθρά 3-1 και μετάφραση ερ. 19-17 του Δ.Φ).

Την επομένη, ήτοι στις 24/07/2017, υπεύθυνος/ λειτουργός της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Λάρνακας συμπλήρωσε Έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών δυνάμει του άρθρου 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, καταγράφοντας ότι ο Αιτητής είναι ασυνόδευτος ανήλικος ο οποίος φιλοξενείται στο πλαίσιο ασυνόδευτων ανηλίκων στην Λάρνακα (ερ. 6-5 Δ.Φ).

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, στη συνέχεια η Υπηρεσία Ασύλου εκκίνησε προπαρασκευαστικές διαδικασίες για την εφαρμογή του Κανονισμού 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 (εφεξής «Κανονισμός Δουβλίνου») και τις διατάξεις του περί οικογενειακής επανένωσης ασυνόδευτων ανηλίκων (ερ. 16-8 Δ.Φ), ενώ ο Αιτητής προσκόμισε έγγραφα με σκοπό την οικογενειακή επανένωση μαζί με την θεία του (ερ. 48-24 Δ.Φ).

Στις 11/09/2017, αρμόδια λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ), συνέταξε κοινωνική έκθεση προς ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου για το ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την ανηλικότητα του Αιτητή. Στην εν λόγω έκθεση, η λειτουργός καταγράφει το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό του Αιτητή, αναφέροντας ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε το 2014 από μέλη της Al-Shabaab, ενώ το ίδιο έτος σκοτώθηκε και η αδερφή του. Ο αδερφός του αγνοείται κατά τους τελευταίους έξι (6) μήνες και η μητέρα τους έχει μετεγκατασταθεί στην Mogadishu, όπου διαμένει σε προσφυγικό καταυλισμό από το 2014, μετά τον θάνατο του συζύγου της και πατέρα του Αιτητή. Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίσθηκε ότι μέλη της Al Shabaab του ζήτησαν αρκετές φορές να γίνει μέλος τους, ενώ ένας εξ αυτών τον χτύπησαν με το πίσω μέρος ενός όπλου στον λαιμό. Με τη βοήθεια ενός φίλου του πατέρα του, πούλησε ακίνητη ιδιοκτησία της οικογένειας και εξασφάλισε τα χρήματα ώστε να ταξιδέψει εκτός της χώρας. Η αρμόδια λειτουργός καταγράφει ότι σύμφωνα με όσα δήλωσε ο Αιτητής, ταξίδεψε οδικώς με έναν άνδρα ο οποίος τον συνόδευε και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε πλοίο με το οποίο έφτασε στην Κύπρο, ενώ το ταξίδι διήρκεσε συνολικά περί τους τέσσερις (4) μήνες. Η λειτουργός επισημαίνει ότι ο Αιτητής δεν θυμόταν ακριβείς χρονολογίες και παρείχε ελλιπείς πληροφορίες σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό του, ως εκ τούτου, σε συνάρτηση με το ότι έχει χαρακτηριστικά και συμπεριφορά ενήλικα και όχι εφήβου, εισηγήθηκε όπως η Υπηρεσία Ασύλου προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για διακρίβωση της ηλικίας του (ερ. 52-49 Δ.Φ).

Στις 12/09/2017, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, στην παρουσία λειτουργού των ΥΚΕ που εκπροσωπούσε την κηδεμόνα του Αιτητή, Διευθύντρια των ΥΚΕ, ώστε να προσδιοριστεί η ηλικία του αιτητή (τίτλος Εντύπου: Age assessment- Interview Format”, ερ. 54-61 Δ.Φ). Κατά την έναρξη της διαδικασίας, η αρμόδια λειτουργός ενημέρωσε τον Αιτητή περί του σκοπού της συνέντευξης, αναφέροντας ότι θα ασχοληθούν με το ζήτημα της ηλικίας του από κοινού με το αίτημά του για διεθνή προστασία, συμπληρώνοντας πως, αν κριθεί απαραίτητο στο μέλλον, θα υπάρξει έτερη συνέντευξη κατά την οποία θα ασχοληθούν περισσότερο εις βάθος με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερ. 60 Δ.Φ). Λίγο μετά την έναρξη της συνέντευξης, η αρμόδια λειτουργός ρώτησε τον Αιτητή αν έχει ιδιαίτερες ανάγκες, προβλήματα ή θέματα υγείας και εκείνος αποκρίθηκε πως ήταν καλά επί του παρόντος, ωστόσο ήταν άρρωστος και έφερε τραύμα στο κεφάλι εξαιτίας του οποίου είχε πονοκεφάλους (Now I am ok but I used to have sickness. I have trauma here and because of that I have headache. I have this because I have been headed”, ερ. 59 Δ.Φ). Ερωτηθείς περαιτέρω αν είναι σε θέση να συνεχίσει την συνέντευξη, απάντησε θετικά, ενώ σε διευκρινιστική ερώτηση της λειτουργού αν εξακολουθεί να φέρει το τραύμα, απάντησε και πάλι θετικά, διευκρινίζοντας ότι δεν πονούσε εκείνη τη στιγμή. Η αρμόδια λειτουργός συνέχισε την συνέντευξη θέτοντας ερωτήσεις σχετικές με την θεία του Αιτητή η οποία διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο και με την οποία επιθυμούσε να επανενωθεί. Στη συνέχεια, η λειτουργός εξέτασε το ζήτημα της ανηλικότητας του Αιτητή με σχετικές ερωτήσεις για το ατομικό και οικογενειακό του ιστορικό, κατά τις οποίες ο Αιτητής ανέφερε όσα είχε περιγράψει και κατά την προηγούμενη διαδικασία, προσθέτοντας ότι φοίτησε σε θρησκευτικό σχολείο για τρία (3) χρόνια. Στο τέλος της συνέντευξης, η αρμόδια λειτουργός ενημέρωσε τον Αιτητή ότι ενόψει του ότι δε διαθέτει οποιοδήποτε ταυτοποιητικό έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η ηλικία του, θα πρέπει να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις για την εκτίμησή της (ερ. 55 Δ.Φ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης, η αρμόδια λειτουργός ενημέρωσε τον Αιτητή ότι δε θα προχωρήσει στην εξέταση των λόγων για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς θα πρέπει πρώτα να αναμένουν τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων (ερ. 54 Δ.Φ).

Μετά την διενέργεια των εν λόγω εξετάσεων, στις 15/09/2017, ο Αιτητής κρίθηκε ότι είναι ενήλικας (ιατρική έκθεση ερ. 70-69).

Ο Αιτητής ενημερώθηκε μέσω επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 21/08/2018 ότι η συνέντευξή του αναφορικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας, έχει προγραμματισθεί για τις 27/09/2018 (ερ. 82 Δ.Φ).

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, στις 09/10/2018 ελήφθη από την Υπηρεσία Ασύλου επιστολή ημερομηνίας 28/09/2018 από την κα. [   ], Συντονίστρια του Γραφείου Λευκωσίας της μη κυβερνητικής οργάνωσης (ΜΚΟ) Caritas Cyprus (ερ. 93-92 Δ.Φ). Με την εν λόγω επιστολή, η κα. [  ] ενημέρωνε την Υπηρεσία Ασύλου για τους λόγους υγείας που δεν επέτρεψαν στον Αιτητή να παρευρεθεί στην προγραμματισμένη για τις 27/09/2018 συνέντευξη επί του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως ο Αιτητής είναι επωφελούμενος της συγκεκριμένης ΜΚΟ από τον Νοέμβριο του 2017, του έχει παρασχεθεί στέγη στον ξενώνα της οργάνωσης και έχρηζε περαιτέρω στήριξης σε διάφορους τομείς. Ειδικότερα, αναφέρεται στην επιστολή πως ο Αιτητής αντιμετώπιζε δυσκολίες στην καθημερινή του ζωή και τις καθημερινές του υποχρεώσεις, ενώ συχνά έχανε προγραμματισμένα ραντεβού και δεν αντιλαμβανόταν οδηγίες που του δίνονταν ακόμα και στην μητρική του γλώσσα. Η επικοινωνία μαζί του είναι δύσκολη καθώς πρόκειται για πολύ συνεσταλμένο άτομο που φαίνεται να εμπιστεύεται μόνο τη θεία του που διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο με την οποία διατηρεί συχνή επικοινωνία. Περαιτέρω, σημειώνεται στην επιστολή ότι ο Αιτητής φέρει ενδείξεις κατάθλιψης. Η κα. [  ] αναφέρει ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει αρκετά ιατρικά προβλήματα, για τα οποία τον συνδράμει η οργάνωση. Ειδικότερα ως προς τους λόγους που δεν κατέστη δυνατό να παραστεί στην συνέντευξη, η κα. [  ] αναφέρει ότι την προηγουμένη, ήτοι στις 26/09/2018, ο Αιτητής υπεβλήθη σε εγκεφαλογράφημα (EEG) σχετικά με τα θέματα υγείας που αντιμετωπίζει, κατόπιν του οποίου δεν αισθανόταν καλά, είχε δυνατούς πονοκεφάλους και πυρετό. Καθώς τα συμπτώματα αυτά επέμεναν και την επομένη, ημέρα διεξαγωγής της συνέντευξής του, η κα. [  ] αναφέρει ότι η ίδια επικοινώνησε με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (ο οποίος αναφέρεται ονομαστικά) και ενημέρωσε περί των ανωτέρω. Παραπέμπει δε σε συνημμένα στην επιστολή έγγραφα, που συνίστανται σε ιατρικά έγγραφα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας (παραπεμπτικό και ευρήματα εγκεφαλογραφήματος). Καταληκτικά, η κα. [   ] ζητά όπως επαναπρογραμματισθεί η συνέντευξη του Αιτητή, σημειώνοντας πως ενόψει της κατάστασής του, θα ήταν καλό αυτή να διεξαχθεί στην παρουσία ψυχολόγου (ερ. 92 Δ.Φ).

Στις 23/10/2018 παρελήφθη από την Υπηρεσία Ασύλου επιστολή του δικηγόρου του Αιτητή, ημερομηνίας 26/09/2018, με την οποία ενημέρωνε για την επιθυμία του Αιτητή να επανενωθεί με την θεία του η οποία διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αιτείτο επί τούτου όπως η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογήσει την περίπτωση υποβολής σχετικού αιτήματος δυνάμει του άρθρου 17 παρ. 2 του Κανονισμού Δουβλίνου (Καν. 604/2013), στη βάση ανθρωπιστικών λόγων, που συνίστανται σε προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο Αιτητής, ο οποίος παρακολουθείται από ιατρούς και έχει υποβληθεί σε αρκετές εξετάσεις ώστε να υπάρξει διάγνωση. Περαιτέρω, ο δικηγόρος του Αιτητή αναφέρει τα ψυχολογικά, επικοινωνιακά και συμπεριφορικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Αιτητής στην καθημερινότητά του, για τα οποία χρήζει στήριξης και γίνονται προσπάθειες όπως αρχίσει να παρακολουθείται από ψυχολόγο στην παρουσία διερμηνέα (ερ. 97-96 Δ.Φ). Επισυνάπτει επιπλέον επιστολή της ξαδέρφης του Αιτητή (η οποία υπογράφει και εκ μέρους της μητέρας της και θείας του Αιτητή), με την οποία εκείνη βεβαιώνει πως επιθυμούν την επανένωσή τους με τον Αιτητή καθώς είναι σε θέση να τον στηρίξουν στα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζει και δεν του επιτρέπουν να ζει αυτόνομα. Αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι ο Αιτητής είναι ευάλωτος, ίσως έχει επιληψία, ξεχνάει και χάνεται, δεν τρώει, είναι μοναχικός και δε μπορεί να εκφραστεί, ίσως πάσχει από κατάθλιψη (ερ. 95 Δ.Φ).

Κατά τη συνέντευξη ημερομηνίας 23/10/2018, η οποία διήρκεσε μιάμιση (1,5) ώρα, ο Αιτητής ενημερώθηκε αρχικά πως θα εξετασθούν οι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ζήτημα με το οποίο δεν ασχολήθηκαν εκτενώς στην προηγούμενη συνέντευξή του ως αναφέρεται. Στη συνέχεια, η αρμόδια λειτουργός ρώτησε τον Αιτητή αν αισθάνεται έτοιμος να ξεκινήσουν τη συνέντευξη και εκείνος απάντησε θετικά. Ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στην Al Shabaab. Εγκατέλειψε, μαζί με την μητέρα του και την αδελφή του, την περιοχή όπου διέμεναν (Baardheere) κατά ή περί το έτος 2014 λόγω του θανάτου του πατέρα του και του πολέμου που επικρατούσε και μετεγκαταστάθηκαν στο Mogadishu, σε προσφυγικό καταυλισμό εσωτερικά εκτοπισμένων (Internally Displaced Persons- “IDPs”) όπου η ζωή ήταν δύσκολη. Επανέλαβε ότι δε γνωρίζει πού βρίσκεται σήμερα ο αδερφός του και ότι η αδελφή του απεβίωσε σε δυστύχημα που προκλήθηκε από τον στρατό της ΑΜΙSOM. Ανέφερε ότι μεταξύ των ετών 2013-2014, τον προσέγγισαν τρεις (3) φορές μέλη της Al Shabaab για να ενταχθεί σε αυτή και τον απειλούσαν ότι εάν αρνηθεί θα υποστεί τις συνέπειες. Πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, επέστρεψε στην περιοχή Baardheere και παρέμεινε περί τον ένα μήνα στην οικία του φίλου του πατέρα του, τον οποίο ο Αιτητής αποκαλεί θείο και ο οποίος τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη Σομαλία (ερ. 106-103 Δ.Φ).

Στις 16/11/2018, η αρμόδια λειτουργός συνέταξε Έκθεση- Εισήγηση στη βάση τόσο της τελευταίας, όσο και της προηγούμενης (για σκοπούς προσδιορισμού της ηλικίας) συνέντευξης του Αιτητή. Επ’ αυτών διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή, κατά πρώτον αναφορικά με την δίωξή του από την οργάνωση Al-Shabaab και κατά δεύτερον, αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ανασφάλειας στην πόλη Mogadishu, αμφότεροι δε απορρίφθηκαν. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός αναφέρει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν αντιφατικές, χωρίς την απαιτούμενη συνοχή μεταξύ τους, ενώ δε συνάδουν με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην Mogadishu, παραπέμπει σε πηγές σύμφωνα με τις οποίες η πόλη δε βρίσκεται πλέον υπό τον έλεγχο της Al-Shabaab και, δεδομένου ότι εκεί βρίσκεται η μητέρα του, ο Αιτητής μπορεί να επιστρέψει. Καταληκτικά, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του και εισηγήθηκε όπως απορριφθεί το αίτημά του για διεθνή προστασία, τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώτος όσο και ως προς το καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (ερ. 141-135 Δ.Φ).

Προς αξιολόγηση αυτού του θέματος ήτοι την αναγνώριση της ευαλωτότητας και αναγκαιότητας παροχής ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων στον Αιτητή, ως έχει εγερθεί ανωτέρω, καθίσταται απαραίτητη η παράθεση των σχετικών διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με τα πιο πάνω αναφερθέντα ζητήματα.

 

Η ευαλωτότητα αιτητών διεθνούς προστασίας συνδέεται τόσο με ανάγκες ειδικών συνθηκών υποδοχής [Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση)], όσο και με ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που θα πρέπει να διασφαλισθούν κατά την διαδικασία εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας [Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)] ώστε τα κράτη-μέλη να εκπληρώσουν τους σκοπούς των αντίστοιχων Οδηγιών και να «δημιουργούνται οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την πραγματική πρόσβασή τους στις διαδικασίες και για την επίκληση των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους διεθνούς προστασίας»[1].

 

Το άρθρο 2 στοιχείο δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ορίζει τον «αιτούντα που χρειάζεται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις» ως «κάθε αιτών του οποίου η ικανότητα να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία περιορίζεται λόγω ιδιαίτερων περιστάσεων». Στην αιτιολογική σκέψη 29 της ίδιας Οδηγίας αναφέρεται ότι:  «Ορισμένοι αιτούντες ενδέχεται να χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας, φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, ψυχικών διαταραχών ή ως συνέπεια βασανισμού, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθούν να εντοπίζουν ποιοι αιτούντες χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων πριν από τη λήψη απόφασης σε πρώτο βαθμό. Στους εν λόγω αιτούντες θα πρέπει να παρέχεται η κατάλληλη στήριξη, μεταξύ άλλων, αρκετός χρόνος, ούτως ώστε να δημιουργούνται οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την πραγματική πρόσβασή τους στις διαδικασίες και για την επίκληση των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους διεθνούς προστασίας.» (υπογράμμιση και επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Το άρθρο 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο ενσωματώνει το άρθρο 21 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, ορίζει τα «πρόσωπα που χρήζουν ειδικής μεταχείρισης», αναφέρεται ( η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):

«9ΚΓ. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδάφιου (2) του άρθρου 8, των άρθρων 9Α μέχρι 9ΚΘ και των εδαφίων (1Β), (2), (2Α), (2Β), (2Γ), (2Δ) και (2Ε) του άρθρου 10, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους την ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά, τα θύματα εμπορίας προσώπων, τα πρόσωπα με σοβαρές ασθένειες, τα πρόσωπα με πνευματικές διαταραχές και τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας, όπως γυναίκες θύματα ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων.».

 

Όσον αφορά την αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών αναγκών των ευάλωτων προσώπων, σχετικό είναι το άρθρο 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο προβλέπει τα εξής ( η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):

«9ΚΔ(1) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 9ΚΓ, απαιτείται ατομική εκτίμηση  για να  διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν αυτές οι ειδικές ανάγκες υποδοχής.  Κατά τη διενέργεια της προαναφερόμενης εκτίμησης, απαιτείται ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων.  Οι εν λόγω εκτιμήσεις διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου 

(2) Οι ατομικές εκτιμήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διενεργούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος κατά τα αρχικά στάδια υποβολής της αίτησης, χωρίς η εμβέλεια αυτής της εκτίμησης να περιορίζεται κατ' ανάγκην στα αναφερόμενα στο ειδικό έντυπο που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3).

(3) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου -

(α) Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης συμπληρώνει ειδικό έντυπο, ο τύπος του οποίου αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, στο οποίο αναφέρει τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών, όπου αυτό είναι εφικτό

(β) στο πλαίσιο των αρχικών ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται ο αιτητής δυνάμει του άρθρου 9Ζ, ο εξετάζων ιατρός, ψυχολόγος ή άλλος ειδικός ετοιμάζει έκθεση για την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών∙

(γ) σε περίπτωση που ο αιτητής φιλοξενείται σε κέντρο φιλοξενίας, οι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι που εργάζονται σε αυτό διαπιστώνουν, μετά από διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων με τον κάθε διαμένοντα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την εισδοχή του αιτητή στο κέντρο φιλοξενίας, κατά πόσο οι διαμένοντες στο κέντρο φιλοξενίας αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες και ετοιμάζουν σχετική έκθεση στην οποία αναφέρουν και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙ (δ) οι λειτουργοί των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε περίπτωση που ο αιτητής παρουσιαστεί ενώπιόν τους,  εντοπίζουν όπου είναι δυνατό τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή και ενημερώνουν γραπτώς την Υπηρεσία Ασύλου για την ύπαρξη καθώς και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙

(ε) σε περίπτωση που οποιαδήποτε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου.

(4)(α) Τα έντυπα και οι εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3)  κοινοποιούνται άμεσα στην Υπηρεσία Ασύλου σε σφραγισμένο φάκελο.

(β) Η Υπηρεσία Ασύλου-

(i) Αποφασίζει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών, αναφέροντας στην εν λόγω απόφαση τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών, αφού λάβει υπόψη της τις πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέχονται  στα έντυπα και στις εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3), και

(ii) παραπέμπει τον αιτητή με ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες στις αρμόδιες αρχές για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (6).

(γ) Η Υπηρεσία Ασύλου αν το κρίνει αναγκαίο, διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή αναφορικά με τις ειδικές ανάγκες υποδοχής του ή/και διαδικαστικές ανάγκες του ή/και ζητεί συμβουλές από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων.

(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε περίπτωση που οι ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες εμφανιστούν σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας την ύπαρξη ειδικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία και αποφασίζει για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/και διαδικαστικών αναγκών σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4).

(6) Σε αιτητή που διαπιστώνεται ότι είναι αιτητής με  ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές -

(α) Παρέχουν υποστήριξη, η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας∙ και

(β) μεριμνούν για την κατάλληλη παρακολούθηση της κατάστασής του.

(7) Μόνο ευάλωτα πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΚΓ θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου

 

Περαιτέρω, άμεσα σχετικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 10Α του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο αποτελεί ενσωμάτωση του άρθρου 24 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, ‘Αιτητές που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεως’ (παραθέτω αυτούσιο το κείμενο, η υπογράμμιση και επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):

«10Α.-(1) Η Υπηρεσία Ασύλου, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης, διαπιστώνει αν ο αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9ΚΔ.

(2) Σε περίπτωση που η Υπηρεσία Ασύλου διαπιστώσει ότι αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, του παρέχεται επαρκής υποστήριξη σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 9ΚΔπεριλαμβανομένου επαρκούς χρόνου, ώστε ο αιτητής να μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του παρόντος Νόμου καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας και για να καταστεί δυνατό να προβάλει τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης.

(3) [……..]

(4) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και σε περίπτωση που η ανάγκη για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις ανακύψει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, χωρίς να απαιτείται η εκ νέου επανάληψη των προηγειθεισών σταδίων αυτής της διαδικασίας Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για προσδιορισμό των αιτητών που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, λαμβάνει χώρα πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης.» .

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι αρχές οφείλουν να αξιολογήσουν την ανάγκη παροχής ειδικών συνθηκών υποδοχής ή/και ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων το συντομότερο δυνατόν μετά την υποβολή αιτήματος ασύλου. Επιπλέον, εφόσον διαγνωσθούν τέτοιες ανάγκες, θα πρέπει επίσης να αξιολογείται και να προσδιορίζεται και η φύση τους, καθώς και να γίνεται επαναξιολόγησή τους. Σε κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνει χώρα πριν ληφθεί η τελική απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας και να επικοινωνείται εγκαίρως στην Υπηρεσίας Ασύλου, προς διασφάλιση του ότι θα παρασχεθούν ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις κατά τη διάρκειά της δυνάμει του άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου.

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, προκύπτει παράβαση της διαδικασίας που τίθεται εκ του Νόμου αναφορικά με την αξιολόγηση της ευαλωτότητας και των ειδικών αναγκών του Αιτητή από τους Καθ’ ων η αίτηση σε δύο επίπεδα: τόσο αναφορικά με το καθήκον διερεύνησης που βαρύνει τους Καθ’ ων η αίτηση ήδη από τα αρχικά στάδια υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και αναφορικά με το καθήκον διερεύνησης που είχαν και τη διαδικασία που όφειλαν να ακολουθήσουν μετά την εμπεριστατωμένη ενημέρωσή τους για την κατάσταση υγείας του αιτητή από την ΜΚΟ και τον συνήγορο του αιτητή, πριν διεξαχθεί συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησής του.

Συγκεκριμένα, προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ιδία γνώση ενδείξεων αλλά και εμπεριστατωμένη πληροφόρηση από τα άτομα που συνέδραμαν τον Αιτητή, περί των ιατρικών και ψυχολογικών θεμάτων που αντιμετώπιζε ο Αιτητής ήδη από τα πρώτα στάδια εξέτασης της αίτησής του. Είχαν συνεπώς επαρκείς ενδείξεις, έως και αποδείξεις μετέπειτα, ότι ο Αιτητής δύναται να εμπίπτει στην έννοια του «ευάλωτου προσώπου».

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτουν συνεχείς παραλείψεις εκ μέρους των αρμόδιων αρχών να προβούν στις απαιτούμενες εκ του νόμου ενέργειες και να λάβουν υπόψιν τους τη σωρεία ενδείξεων και στοιχείων ευαλωτότητας που παρουσίαζε ο αιτητής, σε διάφορα μάλιστα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του, ώστε να αξιολογήσουν δεόντως τα συγκεκριμένα ζητήματα και να παράσχουν τις απαραίτητες εγγυήσεις προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθή εξέταση της αίτησης του Αιτητή. Ειδικότερα, εντοπίζω τις εξής παραλείψεις ανά στάδιο διαδικασίας:

1)   Υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας

Μετά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία, κατά την αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών εγγυήσεων, ο Αιτητής καταγράφηκε και αξιολογήθηκε ως έχων μοναδικό στοιχείο ευαλωτότητας την ανηλικότητά του, χωρίς να προκύπτει ότι εξετάσθηκαν άλλα πιθανά στοιχεία ευαλωτότητας. Συνεπώς, παρότι συντάχθηκε έντυπο αξιολόγησης ειδικών αναγκών συμφώνως προς το άρθρο 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου,[2] η αξιολόγηση που διενεργήθηκε δεν ήταν πλήρης με αποτέλεσμα να μην έχει κατ’ ουσίαν ακολουθηθεί ο τύπος της διαδικασίας που καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο.

Περαιτέρω, δεδομένου ότι κατά το στάδιο αυτό ο Αιτητής διέμενε σε Στέγη Φιλοξενίας (Πλαίσιο) Ασυνόδευτων Ανηλίκων, δεν έχω ενώπιόν μου στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ακολουθήθηκε ο διαδικαστικός κανόνας που τίθεται εν συνεχεία στο άρθρο 9ΚΔ(3)(γ), το οποίο προνοεί ότι:

«(γ) σε περίπτωση που ο αιτητής φιλοξενείται σε κέντρο φιλοξενίας, οι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι που εργάζονται σε αυτό διαπιστώνουν, μετά από διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων με τον κάθε διαμένοντα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την εισδοχή του αιτητή στο κέντρο φιλοξενίας, κατά πόσο οι διαμένοντες στο κέντρο φιλοξενίας αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες και ετοιμάζουν σχετική έκθεση στην οποία αναφέρουν και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών.».

 

2)   Έκθεση λειτουργού των ΥΚΕ προς την Υπηρεσία Ασύλου ημερ. 11/09/2017

Σημειώνω προκαταρκτικά πως η συνέντευξη που διεξήχθη από την λειτουργό των ΥΚΕ – η οποία δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο - και αναφέρεται στην Έκθεση ημερομηνίας 11/09/2017 («Κοινωνική έρευνα», βλ. ερ. 51-49 Δ.Φ), δεν διεξήχθη προς τον σκοπό της αξιολόγησης ειδικών συνθηκών υποδοχής ή/και διαδικαστικών εγγυήσεων, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε δυνάμει του άρθρου 9ΚΔ(3)(γ) που προαναφέρθηκε. Ως εμφανώς προκύπτει τόσο από το έντυπο της έκθεσης όσο και από την επιστολή της λειτουργού που την συνοδεύει, σκοπός της εν λόγω έρευνας ήταν η «ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου για σκοπούς προσδιορισμού της ηλικίας του ατόμου που ισχυρίζεται ότι είναι ανήλικο» (ερ. 51 Δ.Φ) και «όπως γίνουν οι δέουσες ενέργειες από μέρους της Υπηρεσίας σας για διακρίβωση της ηλικίας του αναφερόμενου» (ερ. 52 Δ.Φ).

Από το περιεχόμενο της Έκθεσης, το οποίο εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με τον Αιτητή, η λειτουργός είχε ενώπιόν της αρκετές ενδείξεις ευαλωτότητας. Ειδικότερα, καταγράφεται στην έκθεση ότι ο αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε, η αδερφή του απεβίωσε σε δυστύχημα, η μητέρα του ζούσε σε προσφυγικό καταυλισμό, δεν γνωρίζει πού βρίσκεται ο αδερφός του με τον οποίο έχει χάσει επαφή τους τελευταίους έξι (6) μήνες και ότι ο ίδιος ήρθε στη Δημοκρατία μέσω διακινητή, ενώ το ταξίδι του διήρκεσε περί τους τέσσερις (4) μήνες. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στις απειλές που δέχθηκε από την Al-Shabaab και σε σωματική βία που του άσκησαν με χτύπημα στο κεφάλι, ενώ η λειτουργός σημειώνει ότι ο αιτητής «έχει απόμακρη συμπεριφορά». Εντούτοις, τα ανωτέρω καταγράφονται στην έκθεση ως στοιχεία του ατομικού και οικογενειακού ιστορικού του αιτητή και όχι ως σοβαρές ενδείξεις ευαλωτότητας ή στοιχεία που χρήζουν περαιτέρω αξιολόγησης και από τα οποία μπορεί να προκύπτουν ειδικές ανάγκες και εγγυήσεις για τον αιτητή.

Επιπλέον, η λειτουργός σημειώνει πως ο Αιτητής δεν θυμόταν αρκετά περιστατικά, καταλήγοντας πως η αδυναμία του αυτή επιτείνει τις αμφιβολίες περί της ανηλικότητάς του και της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του. Ωστόσο, και αυτή η αδυναμία του Αιτητή θα έπρεπε να αξιολογηθεί περαιτέρω και ενδεχομένως, να ληφθεί υπόψιν ως επιπρόσθετο στοιχείο που συντείνει στην ευαλωτότητά του, καθώς δύναται να συνδέεται με τις τραυματικές εμπειρίες που περιέγραψε ότι βίωσε με τον θάνατο των οικείων του και τις απειλές που δέχθηκε. Επισημαίνω ξανά ότι κατά το στάδιο αυτό, ο Αιτητής συνιστούσε ευάλωτο πρόσωπο ως ασυνόδευτος ανήλικος, για τον οποίο, ακόμα και αν υφίσταντο αμφιβολίες ως προς την ηλικία του, ίσχυε σε κάθε περίπτωση το τεκμήριο της ανηλικότητας.

Επιπρόσθετα, παρότι η λειτουργός προβαίνει σε ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου, αυτή αφορά μόνον την ανάγκη παραπομπής του αιτητή σε διαδικασίες αξιολόγησης/διακρίβωσης της ηλικίας του και όχι στις ενδείξεις ευαλωτότητας που είχε ενώπιον της  (ερ. 52-49 Δ.Φ). Τα ανωτέρω παραβιάζουν και τον διαδικαστικό κανόνα που τίθεται από το άρθρο 9ΚΔ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, σύμφωνα με το οποίο:

«(δ) οι λειτουργοί των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε περίπτωση που ο αιτητής παρουσιαστεί ενώπιόν τους,  εντοπίζουν όπου είναι δυνατό τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή και ενημερώνουν γραπτώς την Υπηρεσία Ασύλου για την ύπαρξη καθώς και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών».

 

3)   Συνέντευξη αξιολόγησης της ηλικίας του Αιτητή

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αξιολόγησης της ηλικίας, ο Αιτητής έκανε αναφορά σε πρόβλημα υγείας λόγω παλαιότερου τραύματος που του προκαλούσε πονοκεφάλους (ερ. 59 Δ.Φ). Στην ίδια συνέντευξη, ανέφερε και πάλι την οικογενειακή του κατάσταση με τον θάνατο κάποιων εκ των οικείων του, καθώς και τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Δημοκρατία (ερ. 56 Δ.Φ), στοιχεία που όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω, έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης και αξιολόγησης καθώς δύνανται να συνδέονται με ειδικές ανάγκες.

 

4)   Αίτημα οικογενειακής επανένωσης για ανθρωπιστικούς λόγους

Μετά τη διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων από τις οποίες προέκυψε ότι ο Αιτητής είναι ενήλικας, κλήθηκε σε συνέντευξη επί της ουσίας του αιτήματός του στις 27/09/2018. Στις 26/09/2018, ο συνήγορος του Αιτητή απέστειλε επιστολή στους Καθ’ ων, ζητώντας να εξετάσουν το ενδεχόμενο υποβολής αιτήματος οικογενειακής επανένωσης του Αιτητή με την θεία και την ξαδέρφη του στο Ηνωμένο Βασίλειο για ανθρωπιστικούς λόγους. Ο συνήγορος του Αιτητή αναφέρθηκε αναλυτικά στην ιατρική και ψυχολογική κατάσταση του Αιτητή, ο οποίος χρήζει καθημερινής στήριξης, παρακολουθείται από ιατρούς, ενώ γίνονται προσπάθειες να παρακολουθηθεί και από ψυχολόγο με τη συνδρομή διερμηνέα. Επισυνάπτει περαιτέρω επιστολή της ξαδέρφης του Αιτητή, η οποία εκφράζει την επιθυμία τους (από κοινού με την μητέρα της και θεία του Αιτητή) να αναλάβουν την φροντίδα του Αιτητή, επεξηγώντας αναλυτικά σε τί συνίστανται οι ανθρωπιστικοί λόγοι για τους οποίους αιτούνται την οικογενειακή επανένωση (Osman is very vulnerable and he is currently being assisted in his daily life by Caritas Cyprus, “We are very concerned about Osman, as he has had a lot of health issues.”, “he is being examined by doctors as we suspect that he has epilepsy. He had had to go through a lot of examinations and many doctor visits. As he was not dealing well on his own, he has been accompanied by members of Caritas Cyprus to almost all appointments.”, “Osman may go without speaking for days, he is very shy and he is very lonely. He does not cope well socially and practically. He has not been able to make any friends in Cyprus. He is very vulnerable and we believe he is depressed. Caritas Cyprus has informed us that they are trying to link him up with a psychologist. We are very worried about whether he is able to express himself well or at all. Osman should not be looked at as a person who can express himself clearly and openly. He may need specialist's help to do so.”, “we believe Osman needs to be with his family as we can take care of him.”).

Διαπιστώνω ότι οι ανωτέρω επιστολές καταχωρήθηκαν εντός του διοικητικού φακέλου στις 23/10/2018, ημέρα κατά την οποία διεξήχθη και η συνέντευξη επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή. Κρίνω ότι εν προκειμένω, ενόψει των ενδείξεων που είχαν ενώπιον τους οι καθ΄ων η αίτηση και ιδίως το περιεχόμενο των επιστολών, οι Καθ’ ων όφειλαν, ενόψει του ότι προέκυψαν ενδείξεις ευαλωτότητας του αιτητή σε μεταγενέστερο στάδιο, και είχαν υποχρέωση να διαπιστώσουν και να προσδιορίσουν πριν την διεξαγωγή της συνέντευξης και συνακόλουθα πριν την έκδοση της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, τις ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που ενδεχομένως θα χρειαζόταν ο αιτητής κατά το στάδιο της συνέντευξης του, προτού ακουστεί. Ενόψει τούτου, κρίνω ότι υφίσταται παραβίαση τόσο του εδαφίου 4 του άρθρου 10 Α του περί Προσφύγων Νόμου «(4) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και σε περίπτωση που η ανάγκη για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις ανακύψει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, χωρίς να απαιτείται η εκ νέου επανάληψη των προηγειθεισών σταδίων αυτής της διαδικασίας Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για προσδιορισμό των αιτητών που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, λαμβάνει χώρα πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης.» ,  όπως και του εδαφίου 5 του άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου «(5)Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε περίπτωση που οι ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες εμφανιστούν σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας την ύπαρξη ειδικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία και αποφασίζει για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/και διαδικαστικών αναγκών σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4).».

Τα πιο πάνω αποτελούν διαδικαστικά σφάλματα στα οποία υπέπεσαν οι Καθ’ ων κατά τα προηγούμενα στάδια, που είχαν ως συνέπεια το να μην αξιολογηθεί ορθώς και εγκαίρως η ευαλωτότητα του Αιτητή και οι ιδιαίτερες ανάγκες του, και τα οποία επέδρασαν καταλυτικά στην απόρριψη του αιτήματος του αιτητή.

 

5)   Ενημέρωση για την κατάσταση του Αιτητή από ΜΚΟ Caritas

Κατά το στάδιο αυτό, προκύπτει εμφανώς από την επιστολή και τα συνοδευτικά ιατρικά έγγραφα που απέστειλε στους Καθ’ ων η Αίτηση λειτουργός της ΜΚΟ Caritas στις 28/09/2018, ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει διάφορα ιατρικά, ψυχολογικά και συμπεριφορικά θέματα, επιδεικνύει σημάδια κατάθλιψης και χρειάζεται καθημερινή στήριξη και συνδρομή. Δεδομένου ότι η επιστολή καταλήγει με εισήγηση όπως η προσωπική συνέντευξη του Αιτητή διεξαχθεί με την παρουσία ψυχολόγου, δεν εντοπίζω στον διοικητικό φάκελο οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση έλαβαν υπόψιν την εισήγηση αυτή και αν αξιολόγησαν οι ίδιοι τέτοια πιθανή ανάγκη του Αιτητή στη βάση των περαιτέρω ενδείξεων ευαλωτότητας και των αποδεικτικών που επισυνάφθηκαν στην ανωτέρω επιστολή.

Ιδιαίτερα δε, το γεγονός ότι η κατάσταση της υγείας του Αιτητή δεν του επέτρεψε να παραστεί στην συνέντευξη, έπρεπε να αξιολογηθεί και να ληφθεί υπόψη από τους Καθ’ ων ώστε να προβούν περαιτέρω σε διαδικαστικές προσαρμογές πριν την διεξαγωγή της συνέντευξης. Αντ’ αυτού, οι Καθ’ ων προχώρησαν μόνον σε επαναπρογραμματισμό της συνέντευξης, ενέργεια η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής εγγύηση υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

Επαναλαμβάνω, όπως και πιο πάνω, ότι οι Καθ’ ων όφειλαν, ενόψει του ότι προέκυψαν ενδείξεις ευαλωτότητας του αιτητή σε μεταγενέστερο στάδιο, να διαπιστώσουν και να προσδιορίσουν πριν την διεξαγωγή της συνέντευξης και συνακόλουθα πριν την έκδοση της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου τις ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που ενδεχομένως θα χρειαζόταν ο αιτητής κατά το στάδιο της συνέντευξης του, προτού ακουστεί. Ενόψει τούτου, κρίνω ότι υφίσταται παραβίαση τόσο του εδαφίου 4του άρθρου 10 Α όσο και του εδαφίου 5 του άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

6)   Συνέντευξη επί της ουσίας του αιτήματος διεθνούς προστασίας

Παρά την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ευαλωτότητας, αυτά όχι μόνο δεν λήφθηκαν υπόψη, αλλά η λειτουργός δεν υπέβαλε στον αιτητή ούτε στοιχειώδεις ερωτήσεις αναφορικά με την καταλληλόλητα συμμετοχής του στη συνέντευξη, όπως όφειλε κατά την εισαγωγή της συνέντευξης. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της συνέντευξης διαφαίνεται ότι η αρμόδια λειτουργός δεν έθεσε οποιαδήποτε διευκρινιστική ερώτηση στον Αιτητή σχετικά με τις αναφορές του περί οδυνηρών βιωμάτων [[..] my father was killed. There was war and we had to protect ourselves.” (ερ. 106 Δ.Φ), “The death of my father was the worst thing we ever went through” (ερ. 105 Δ.Φ), “what happened with my family affected me” (ερ. 103 Δ.Φ)], ούτε σχετικά με τις επιστολές και τα ιατρικά έγγραφα που ήταν ήδη ενώπιον των Καθων, όπως τα απέστειλαν η ΜΚΟ Caritas και ο συνήγορος του Αιτητή.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω, η συνέντευξη απέτυχε να αντιμετωπίσει ή να προσαρμοστεί στις ανάγκες του Αιτητή, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά του να παρουσιάσει την υπόθεσή του πλήρως και αποτελεσματικά. Οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να διασφαλίσουν ότι οι ειδικές περιστάσεις του Αιτητή θα λαμβάνονταν υπόψιν, προσαρμόζοντας τη διαδικασία κατά τρόπο που θα του επέτρεπε να συμμετάσχει αποτελεσματικά. 

Όπως ορίζεται στο εγχειρίδιο της EASO Practical Guide: Personal Interview (σελ. 26): «τα προβλήματα υγείας πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν και να παρέχονται οι κατάλληλες προσαρμογές για τους αιτούντες.».

Το γεγονός ότι δεν παρασχέθηκε η οποιαδήποτε υποστήριξη στον αιτητή, παρά τις σαφείς ενδείξεις ευαλωτότητας που υπήρχαν ενώπιον των αρμόδιων αρχών, όπως και το γεγονός ότι δεν μεσολάβησε τουλάχιστον οποιαδήποτε ιατρική ή ψυχολογική αξιολόγηση του, ως ευάλωτου προσώπου, προ της έκδοσης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί του αιτήματος του για διεθνή προστασία, για να διαπιστωθούν οι ειδικές ανάγκες και/ή οι διαδικαστικές εγγυήσεις που χρειαζόταν ο αιτητής κατά την εξέταση του αιτήματος του, κατά παράβαση τόσο του άρθρου 9ΚΔ  όπως και του άρθρου 10 Α του Περί Προσφύγων Νόμου, ως έχουν αναλυθεί ανωτέρω, για να προχωρήσει η αρμόδια αρχή στην εξέταση της αίτησης του αιτητή, αποτελεί σοβαρή πλημμέλεια στην όλη διοικητική διαδικασία, όπου το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί, ενόψει τούτου, να ασκήσει περαιτέρω έλεγχο ήτοι να προβεί σε έλεγχο ουσίας, μιας και απουσιάζουν σημαντικά στοιχεία, τα οποία δεν βρίσκονται ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να μπορούσε το παρόν Δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε περαιτέρω έλεγχο.

Κρίνω επίσης σκόπιμο να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι σε περίπτωση που παραχωρούνταν οι όποιες διαδικαστικές εγγυήσεις που κρινόταν απαραίτητες από την αρμόδια αρχή στον αιτητή, ενδεχομένως, το αποτέλεσμα αυτό να επηρέαζε διαφορετικά την τελική κρίση της αρμόδιας αρχής όπως επίσης και την όλη αξιολόγηση της αίτησης του αιτητή στο κατά πόσο θα παραχωρείτον καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Τα πιο πάνω αναλυθέντα, επιβεβαιώνονται και από την προσαχθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μαρτυρία, εκ μέρους του συνηγόρου του αιτητή, η οποία, μεταξύ άλλων, συνίσταται σε επιστολή της ψυχολόγου κας [  ], όπου καταγράφονται τα ευρήματά της μετά από αρκετές συνεδρίες που είχε τελικά με τον Αιτητή. Σε αυτήν αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η εικόνα του Αιτητή παραπέμπει σε διαταραχή μετα-τραυματικού στρες ή σοβαρή κατάθλιψη ή μπορεί να έχουν νευρολογικό αίτιο, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά τις σοβαρές ενδείξεις ευαλωτότητας που υπήρχαν ήδη από τα αρχικά στάδια εξέτασης της αίτησής του. Παρότι το παρόν Δικαστήριο δε θα εξετάσει περαιτέρω την προσκομισθείσα μαρτυρία, ενόψει της εξέτασης της νομιμότητας και μόνο της προσβαλλόμενης απόφασης, αποτελεί στοιχείο που ενισχύει την κατάληξή μου περί ουσιωδών παραλείψεων εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση κατά την διοικητική διαδικασία.

Κρίνω επίσης σκόπιμο σε αυτό το σημείο να παραπέμψω στον πρακτικό οδηγό της EASO, Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Μάρτιος του 2015, όπου αναφέρεται (η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):

«• Εκθέσεις ιατρικής και ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης [επιστροφή]

Οι εκθέσεις κατάλληλα εκπαιδευμένων επαγγελματιών ιατρών για τις οποίες μεριμνούν τα κράτη μέλη ή ο αιτών / η αιτούσα ή ο/η εκπρόσωπός του/της, οι οποίες στηρίζουν τον ισχυρισμό ότι ο αιτών / η αιτούσα έχει υποστεί βασανισμό ή σοβαρή βλάβη, πρέπει να σταθμίζονται καταλλήλως στο πλαίσιο της απόφασης (άρθρο 18 της αναδιατύπωσης της οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου). Ο ρόλος του χειριστή δεν είναι να προβαίνει σε δική του ιατρική κρίση όσον αφορά ιατρικά αποδεικτικά στοιχεία ή γενικότερα ιατρικά θέματα. Εκτός από την παροχή αξιολόγησης για ζητήματα όπως τα αποδεικτικά στοιχεία βασανιστηρίων, οι εκθέσεις ιατρικής πραγματογνωμοσύνης μπορεί επίσης να παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την ικανότητα του αιτούντος / της αιτούσας να δώσει σαφή και αναλυτική μαρτυρία για το τι του/της συνέβη. Για παράδειγμα, μια έκθεση που επιβεβαιώνει ότι ο αιτών / η αιτούσα έχει βιώσει τραυματικές εμπειρίες και κατά συνέπεια δυσκολεύεται να θυμηθεί γεγονότα με διαύγεια μπορεί να βοηθήσει τον χειριστή να αποφασίσει με ποιον τρόπο θα ερμηνεύσει τα αποδεικτικά στοιχεία του/της και πόση βαρύτητα θα δώσει στις εμφανείς ελλείψεις όσον αφορά τη λεπτομέρεια ή τη συνοχή.»

Υπό το φως της απουσίας της παροχής οποιωνδήποτε ειδικών αναγκών και/ή διαδικαστικών εγγυήσεων στον αιτητή, σχετικής υποστήριξης όπως και οποιασδήποτε ιατρικής αξιολόγησης του – ψυχολογικής – αιτητή, το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της επίδικης πράξης.

Ως έχω αναφέρει και σε προγενέστερες αποφάσεις μου, το παρόν Δικαστήριο παρότι προβαίνει σε έλεγχο ουσίας, εντούτοις, δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως την Διοίκηση. Ειδικότερα, παραπέμπω στην εκδοθείσα απόφαση μου, στα πλαίσια της υπόθεσης QS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 8975/2021, ημερ. 30/11/2022, απόσπασμα της οποίας παραθέτω κατωτέρω, το οποίο υιοθετώ και στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας προσφυγής:

«….Κατ΄αρχάς δεν με βρίσκει σύμφωνη αυτή η θέση. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται στα όσα αναφέρονται στην διάταξη 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018). Ειδικότερα, στο εν λόγω άρθρο λέγεται ότι το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης και στις περιπτώσεις ανάκλησης του προσφυγικού καθεστώτος( βλ. άρθρο 11 εδάφιο 4 παράγραφο (ν) του Ν. 73(Ι)/2018). Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ή συμπεραίνεται ότι η οποιαδήποτε παραβίαση του Νόμου ή οποιασδήποτε Νομοθεσίας που το Δικαστήριο κρίνει ότι αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που έχει ταχθεί για την έκδοση της επίδικης πράξης, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Η οποιαδήποτε παράβαση ουσιώδους τύπου μπορεί να οδηγήσει το παρόν Δικαστήριο να ακυρώσει μια πράξη μιας και η οποιαδήποτε παράβαση ουσιώδους τύπου ερμηνεύεται ότι η Διοίκηση ναι μεν έχει επιληφθεί της εξέτασης της υπόθεσης, όχι όμως τηρώντας την προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία. Οποιαδήποτε άλλη διαπίστωση θα αναιρούσε το ίδιο το κράτος δικαίου. Διαφορετική εκδοχή θα σήμαινε πλήρη υποκατάσταση της Διοίκησης από το παρόν Δικαστήριο. Στο σύγγραμμα του Καθηγητή Π.Δ. Δαγτόγλου « Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» έβδομη έκδοση (2014), §362, σελ. 168 επ., αναφέρονται τα εξής: « Έργο του Δικαστή δεν είναι να υποκαταστήσει, αλλά απλώς να ελέγξει την κρίση της Διοικήσεως …». Περαιτέρω, στο σύγγραμμα του Καθηγητή Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» έκτη έκδοση (2014), §146, σελ. 117 επ., αναφέρονται επίσης τα ακόλουθα ( η υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου): «…Ο ουσιαστικός έλεγχος δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας. Προχωρεί και στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης […] Πάντως ούτε εδώ μπορεί το διοικητικό δικαστήριο να υποκαταστήσει πλήρως τη διοίκηση και να αντικαταστήσει με νέα την ακυρωθείσα διοικητική πράξη ή να εκδώσει την παρανόμως παραληφθείσα ή να ασκήσει αντ΄αυτής τη διακριτική της ευχέρεια ή τεχνική της κρίση, εκτός αν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα..».

………………..»

Όπως αναφέρεται στο  σύγγραμμα του Π. Λαζαράτου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση, σελ. 438-439 αναφορικά με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δικαστήριο οφείλει να αναπέμψει την υπόθεση στην διοίκηση και όχι να την τροποποιήσει το ίδιο (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Οι περιπτώσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:

(α) Αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση (79 παρ. 3 περ. α').

(β) Αν συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξεως (79 παρ. 3 περ. β’)

(γ) Αν η διοίκηση δεν έχει ασκήσει την διακριτική της εξουσία (79 παρ. 3 περ. γ’)

(δ) Αν η προσφυγή στρέφεται κατά παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (79 παρ. 4).

 

Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των περιπτώσεων είναι μία ratio η οποία φαίνεται να συνέχει την όλη νομοθετική σύλληψη.  Ο νομοθέτης επιθυμεί να ενεργεί το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ως «διοίκηση δεύτερου βαθμού» όταν προηγουμένως έχει υπάρξει μία πρώτη κρίση του αρμόδιου οργάνου ληφθείσα με νόμιμη διαδικασία.

 

Στις ανωτέρω περιπτώσεις (γ) και (δ) δεν έχει καν υπάρξει κρίση του οργάνου.  Στην περίπτωση (α) δεν έχει κρίνει το αρμόδιο όργανο, ενώ στην περίπτωση (β) δεν υπήρξε κρίση με νόμιμη διαδικασία. Υπό αυτή την έννοια δεν υπήρξε ποτέ πλήρης κρίση της διοικήσεως σε πρώτο βαθμό.  Τούτο σημαίνει κατ' ακολουθία ότι αν το τδδ τροποποιούσε την πράξη και στις περιπτώσεις αυτές, θα προέβαινε εκείνο σε το πρώτον κρίση της υποθέσεως στη θέση της διοικήσεως, πράγμα το οποίο θα δημιουργούσε, κατά την κρατούσα αντίληψη, προβλήματα συμφωνίας με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών […].».

 

Κατά ανάλογο τρόπο προσέγγισα το εν λόγω ζήτημα και στην απόφασή μου στα πλαίσια της υπόθεσης A.D. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 5999/21, ημερ. 07/11/2023, τα οποία υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.

 

Τα ως άνω λεχθέντα τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση παρότι επισημαίνω ότι στην παρούσα εντοπίζω σημαντικές παραλείψεις στη διεξαγωγή διαδικασιών που προηγούνται ακόμη και του κρίσιμου σταδίου της συνέντευξης και δύνανται να το επηρεάσουν ουσιωδώς. Οι διαδικασίες αξιολόγησης ειδικών αναγκών προς παροχή διαδικαστικών εγγυήσεων, είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση ότι η εξέταση του αιτήματος θα γίνει κατά τρόπο ορθό και δίκαιο. Η αναγνώριση ευαλωτότητας ενός αιτητή είναι ουσιώδους σημασίας: αφενός, συνεπάγεται ειδικές συνθήκες υποδοχής και παροχή διαδικαστικών εγγυήσεων. Και αφετέρου, το στοιχείο της ευαλωτότητας δύναται να αποτελεί ξεχωριστό ουσιώδη ισχυρισμό ενός αιτητή, ακόμα και να συναρτάται με παρελθούσα δίωξη, σε κάθε περίπτωση δε, πρέπει να ληφθεί υπόψιν ως στοιχείο του προφίλ του αιτητή και ιδιαίτερη περίσταση που συναρτάται τόσο με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του συνολικά, όσο και με την αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Ενόψει των σοβαρών πλημμελειών που έχουν εντοπισθεί κατά την διοικητική διαδικασία και αφορούν υποχρέωση της διοίκησης να προβαίνει στον εντοπισμό ειδικών αναγκών και αξιολόγηση ευαλωτότητας των αιτητών διεθνούς προστασίας προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή και αποτελεσματική διεξαγωγή της εξέτασης του αιτήματος με την παροχή ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, κατά τα ως άνω προβλεπόμενα. Ούτε είναι σε θέση το Δικαστήριο να προσδιορίσει τη φύση των διαδικαστικών εγγυήσεων που πρέπει να εξασφαλισθούν για τον Αιτητή, ενέργεια για την οποία υπεύθυνη και αρμόδια είναι η διοίκηση η οποία έχει στη διάθεσή της ειδικά μέσα και εξειδικευμένο προσωπικό για τον σκοπό αυτό.

Επί των ανωτέρω, λαμβάνω επίσης υπόψιν την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτ. Έφεση αρ. 31/2023, ημερ. 07/04/2023, ECLI:CY:AD:2023:D144 για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως certiorari. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, το παρόν Δικαστήριο θα υπερέβαινε των αρμοδιοτήτων και της δικαιοδοσίας του σε περίπτωση που προέβαινε το ίδιο σε εξέταση και αξιολόγηση της ευαλωτότητας του Αιτητή και τυχόν συνεπαγόμενων ειδικών αναγκών του, εξουσία που εναπόκειται αυστηρά στην διοίκηση.

Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, είναι η κατάληξή μου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, οι Καθ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους ουσιώδη γεγονότα προ της έκδοσης της επίδικης πράξης, όπως επίσης δεν προέβησαν στις απαραίτητες εκ του νόμου ενέργειες προ της έκδοσης της επίδικης πράξης κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Επομένως, οι σχετικοί ισχυρισμοί του συνηγόρου του αιτητή κρίνονται βάσιμοι.

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω και για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, ως προς την αιτούμενη υπό το στοιχείο Α1) του αιτητικού θεραπεία, η προσφυγή επιτυγχάνει και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί στην παρούσα υπόθεση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με  έξοδα υπέρ του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

                                                                                

                                                                                Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] Αιτιολογική Σκέψη 29 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ

[2] «(3) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου -

(α) Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης συμπληρώνει ειδικό έντυπο, ο τύπος του οποίου αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, στο οποίο αναφέρει τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών, όπου αυτό είναι εφικτό∙[..]»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο