
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 2723/2024
13 Φεβρουαρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.Α.O.
από Νιγηρία
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπουργείο Εσωτερικών
Καθ' ων η αίτηση
Δικηγόρος για Αιτήτρια: Μ. Αδάμου (κος) για Κ. Αλεξάνδρου – Θεοδότου LLC
Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Αίγλη Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 30.03.2024 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΝΣΤΑΣΗ
Με την καταχώριση της Ένστασης των Καθ' ων η Αίτηση, εγέρθηκε από μέρους τους προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, ως καταχωρισθείσα μετά το πέρας της προθεσμίας των 30 ημερών.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι προέχει, ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας, αλλά και λόγω της εγγενούς σπουδαιότητάς της, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης των Καθ' ων η αίτηση περί του εκπροθέσμου καταχώρισης της υπό κρίση προσφυγής, η οποία, εφόσον ευσταθεί, οδηγεί άνευ ετέρου την παρούσα σε απόρριψη ως απαράδεκτη. Και τούτο, στη βάση της πάγιας νομολογίας ότι σε περίπτωση διαπίστωσης εκπρόθεσμης καταχώρισης μίας προσφυγής, τότε οποιοσδήποτε άλλος εγειρόμενος ισχυρισμός και προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης παύει να έχει οποιαδήποτε σημασία, ως λογικά ακολουθών το εμπρόθεσμο της προσφυγής[1]. Κατά τούτο λοιπόν, το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση επιζητώντας την τοποθέτηση εκατέρωθεν μερών αναφορικά με την προδικαστική ένσταση, προτού δώσει οδηγίες για καταχώριση γραπτών αγορεύσεων.
Κατά την ακροαματική διαδικασία σε σχέση με την προδικαστική αυτή ένσταση, οι Καθ’ ων η αίτηση προώθησαν τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια μέσω σχετικής επιστολής τους ημερ. 30.04.2024 η οποία επιδόθηκε σε αυτήν στις 29.05.2024, με την ίδια να παραλαμβάνει αυτήν ιδιοχείρως, υπογράφοντας στο κάτω μέρος της επιστολής ότι την παρέλαβε στις 29.05.2024. Ως εκ τούτου, η προσφυγή της Αιτήτριας η οποία καταχωρίστηκε στις 19.07.2024 είναι συνεπώς εκπρόθεσμη.
Στην αντίπερα όχθη, η Αιτήτρια, δια του συνηγόρου της δεν αμφισβήτησε την εκπρόθεσμη καταχώριση της προσφυγής της, παρά μόνο ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση που απορριφθεί η προσφυγή της, η ίδια η οποία έχει και ένα ανήλικο τέκνο, θα κινδυνεύσει με επιστροφή της στη Νιγηρία, όπου αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, ενώ θα στερηθεί κατά τούτο το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο.
Ως η αποκρυσταλλωμένη θέση της νομολογίας, το ζήτημα της προθεσμίας είναι θέμα πραγματικό που αποφασίζεται υπό το φως των συγκεκριμένων περιστατικών της κάθε υπόθεσης[2]. Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη το φέρει ο διάδικος ο οποίος προβάλλει το σχετικό ισχυρισμό και τυχόν αμφιβολία ή αβεβαιότητα, σε σχέση με την έναρξη της προθεσμίας, επιλύεται πάντοτε υπέρ του αιτητή[3].
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ευθυγραμμισμένη και σαφής επί του θέματος ότι, μετά την πάροδο αρκετών ημερών από την λήξη της προθεσμίας για καταχώριση προσφυγής, το βάρος απόδειξης μετατίθεται σ'αυτόν που ισχυρίζεται την καθυστερημένη γνωστοποίηση της διοικητικής πράξης που τον αφορά[4].
Όπως πράγματι προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 30.03.2024 και ακολούθως ετοιμάστηκε απορριπτική επιστολή η οποία φέρει ημερομηνία 30.04.2024. Η εν λόγω επιστολή εντοπίζεται επισυνημμένη τόσο στην προσφυγή της Αιτήτριας, ως Παράρτημα Α, όσο και στην Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση ως Παράρτημα 6 και επί αυτής εντοπίζεται δακτυλογραφημένο κείμενο στο οποίο διαλαμβάνεται ότι: « I have fully understood the content of this letter, as explained to me by a competent officer in a language which is my main language of understanding and communication, with the assistance of interpreter.» Ακριβώς από κάτω, εντοπίζεται η υπογραφή της Αιτήτριας και του μεταφραστή, η αναφορά ότι η επιστολή μεταφράστηκε στην αγγλική γλώσσα καθώς και η ημερομηνία 29.05.2024.
Απoδεικνύεται συνεπώς με παραπομπή στο περιεχόμενο της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση ότι, η Αιτήτρια έλαβε ιδιοχείρως την επίδικη επιστολή στις 29.05.2024, στην οποία ρητώς αναφερόταν η προθεσμία των 30 ημερών για την προσβολή της, στην περίπτωση που η Αιτήτρια το επιθυμούσε, ενώπιόν του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Αυτό άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε από την Αιτήτρια.
Η Αιτήτρια, ως έχει ήδη προλεχθεί, δεν ισχυρίστηκε ότι έλαβε καθυστερημένα την προσβαλλόμενη απόφαση ή ότι δεν κατανόησε το περιεχόμενο αυτής αλλά ούτε και προβάλλει οποιονδήποτε άλλο λόγο ο οποίος την εμπόδισε να καταχωρίσει εμπροθέσμως της προσφυγή της. Τουναντίον, στην καταχωρισθείσα προσφυγή της και στο σημείο καταγραφής της αιτούμενης θεραπείας, ρητά καταγράφει ότι η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στην ίδια στις 29.05.2024. Είναι ωστόσο η θέση του συνηγόρου της, ότι η προσφυγή της δεν πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, αλλά να εξεταστεί επί της ουσίας της, καθώς η ίδια απέκτησε τέκνο στην Δημοκρατία με Κύπριο υπήκοο και δεν μπορεί συνεπώς να επιστρέψει πίσω στη Νιγηρία, όπου κινδυνεύει η ζωή της.
Αυτό συνεπώς που καλείται το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει, είναι κατά πόσο η αιτιολογία που η Αιτήτρια επικαλείται, είναι αρκετή για να γίνει δεκτή ως εμπροθέσμως καταχωρισθείσα η προσφυγή της.
Διαχρονική νομολογία επιβεβαιώνει ότι η προθεσμία είναι επιτακτική και πρέπει να τηρείται αυστηρά, αποτελούσα ζήτημα δημοσίας τάξεως. Όπως έχει νομολογηθεί, η προθεσμία αυτή του άρθρου 146.3 είναι ανατρεπτική και δεν υπόκειται σε χαλάρωση[5]. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι πάντως δυνατόν να υπάρξει αναστολή της ταχθείσας προθεσμίας και μόνο εφόσον λόγοι ανωτέρας βίας καθιστούν αδύνατο για τον αιτητή να ασκήσει εμπρόθεσμα την προσφυγή του. Οι εξαιρετικές περιστάσεις, ως έχουν νομολογιακά ερμηνευθεί, είναι συνώνυμες με περιστάσεις ανωτέρας βίας «force majeure», οι οποίες καθιστούν την άσκηση τα προσφυγής, για όσο χρόνο αυτές διαρκούν, αδύνατη[6].
Εδώ βεβαίως δεν τίθεται οποιονδήποτε ζήτημα ανωτέρας βίας που να απέτρεψε την Αιτήτρια σε εμπρόθεσμη καταχώριση της προσφυγής της. Εδώ το ζήτημα είναι άλλο: η Αιτήτρια παραδέχεται ότι καταχώρισε εκπρόθεσμα την προσφυγή της, επικαλείται ωστόσο τις συνέπειες που θα έχει η απόρριψη της προσφυγής της, ισχυριζόμενη ότι θα πρέπει αυτές να επιτρέψουν την εξέταση της προσφυγής της επί της ουσίας της.
Το Δικαστήριο αναγνωρίζει τη σοβαρότητα των συνεπειών που ενδέχεται να επιφέρει η παρούσα απόφαση στην Αιτήτρια, ιδίως όσον αφορά την οικογενειακή της κατάσταση και την πιθανότητα επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Ωστόσο, το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, μολονότι θεμελιώδες, υπόκειται σε συγκεκριμένους περιορισμούς που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της εύρυθμης λειτουργίας του δικαστικού συστήματος. Οι δικονομικές προθεσμίες συνιστούν ουσιώδη κανόνα δημοσίας τάξεως, η τήρηση του οποίου δεν επιδέχεται χαλάρωση ή επέκταση παρά μόνο σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας, οι οποίες δεν αποδείχθηκαν, αλλά ούτε και υποδείχθηκαν- στην παρούσα υπόθεση.
Φρονώ συνεπώς ότι δεν πλήττεται το δικαίωμα αυτό της Αιτήτριας, δεδομένου ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει στο Δικαστήριο εντός της ταχθείσας προθεσμίας και να εξασφαλίσει την προστασία που της παρέχει το Σύνταγμα και τη θεραπεία που ενδεχομένως θα μπορούσε να επιτύχει δυνάμει του άρθρου 146(4) του Συντάγματος και του άρθρου 12Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018], ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.
Το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Η Αιτήτρια όφειλε να προωθήσει νομοτύπως και εμπροθέσμως την προσφυγή της και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις επιτακτικές αυτές προθεσμίες, πλήττοντας κατά τούτο την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης και καταστρατηγώντας το δικαίωμα των διαδίκων για τη διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 30(2) του Συντάγματος. Η μη τήρηση των προθεσμιών δεν συνιστά απλή διαδικαστική πλημμέλεια, αλλά αφορά ζήτημα δημοσίας τάξεως, το οποίο το Δικαστήριο οφείλει να διαφυλάξει.
Δεν θεωρώ, τέλος, ότι θίγεται εν προκειμένω η αρχή της μη επαναπροώθησης καθότι η Αιτήτρια διατηρεί - σε κάθε περίπτωση - κάθε δικαίωμα να προσβάλει, μεταξύ άλλων και στη βάση αυτή, το όποιο διάταγμα απέλασης ήθελε εκδοθεί, ως συνέπεια απώλειας της ιδιότητας του αιτητή ασύλου, ως αποτέλεσμα απόρριψης της προσφυγής της. Ως έχει πολύ προσφάτως επισημανθεί από το Εφετείο κατά την άσκηση της Αναθεωρητικής του λειτουργίας στην HENRIA TCHABON TCHIOUNDJE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ YΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 152/2023, 14.01.2025 (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Σημειώνεται ότι η εκτέλεση απόφασης (της Υπηρεσίας Ασύλου, εν προκειμένω) για απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας δεν έχει αφ' εαυτής ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του αιτητή από τη Δημοκρατία και είναι έτσι καταρχήν συμβατή με την Αρχή της μη επαναπροώθησης και το προρρηθέν Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 19.6.2018 στην Υπόθεση C-181/16 Gnandi, σκέψη 55), αφού η απομάκρυνσή του υλοποιείται με μεταγενέστερη διοικητική πράξη, ήτοι το διάταγμα απέλασης/απόφασης επιστροφής. Θεωρούμε ότι κατ' αναλογία το ίδιο ισχύει και για τη δικαστική απόφαση με την οποία απορρίπτεται δικαστική προσφυγή του αιτητή διεθνούς προστασίας ή/και η υπ' αυτού υποβληθείσα αίτηση επαναφοράς».
Καθώς δεν προέκυψε λοιπόν κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την αναστολή ή παράταση της προθεσμίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης καταχώρισης.
Για τους λόγους που επεξηγούνται ανωτέρω, η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη και εξ αυτού απαράδεκτη και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €150 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Μιχάλης Χάλιου ν. Της Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 435/2008, ημερ. 5.3.2010 και αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Παπαγεωργίου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υποθ. Αρ. 186/2017, ημερ. 23.12.2020, CHRISTOS M. CHARALAMBOUS DEVELOPERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1429/2019, ημερ. 14.02.2020 και Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1651/2015, ημερ. 06.11.2019.
[2] Yialousa Savings Bank Limited v. Republic (Minister of Finance as Controller of Banks) and another (1977) 3 C.L.R. 25.
[3] Costas Neophytou and The Republic of Cyprus through the Public Service Commission (1964) C.L.R. 280, Ploussiou v. Central Bank (1982) 3 C.L.R. 230.
[4] Εμπορική Εταιρεία Παλαιχωρίου Λτδ v. Κυπριακή Δημοκρατίας, υποθ.αρ. 842/07, ημερομηνίας 26/3/2019, Γιώργος Φάντης ν. Ε.Τ.Ε.Κ., υποθ. αρ. 131/2010, ημερ. 12.11.2012.
[5] Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 67
[6] Βλ. μεταξύ άλλων Μαραγκού ν. Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1715, Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο