M.R ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αριθ.: 2730/2024, 19/2/2025
print
Τίτλος:
M.R ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αριθ.: 2730/2024, 19/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αριθ.: 2730/2024

                                 19 Φεβρουαρίου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Μεταξύ:

M.R (ARC:{…} . από τη Λαικη Δημοκρατία του Κογκό(ΛΔΚ)

Αιτήτρια

- και –

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Αίτηση δια κλήσεως ημερομηνίας 07.11.2024 για προσαγωγή μαρτυρίας  

Παναγιώτης Κ. Γιαννακάς (κος),  Δικηγόρος για Αιτήτρια.

Νικόλας Νικολάου (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση ημερομηνίας 24/05/2024, με την οποία η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, καταχώρησε την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητεί την άδεια του Δικαστηρίου για την προσαγωγή μαρτυρίας, ως ακολούθως:

«(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να δίδεται άδεια για προσαγωγή της μαρτυρίας που παρατίθεται στην Προτεινόμενη Ένορκη Δήλωση της Αιτήτριας, η οποία επισυνάπτεται ως «Τεκμήριο ΠΕΔ» επί της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την παρούσα Αίτηση.

(Β) Άδεια του Δικαστηρίου όπως καταχωρηθούν τα τεκμήρια που επισυνάπτονται στην Προτεινόμενη Ένορκη Δήλωση της Αιτήτριας, η οποία επισυνάπτεται ως «Τεκμήριο ΠΕΔ», της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την παρούσα Αίτηση.».

Η παρούσα αίτηση βασίζεται στα άρθρα 30 και 146 του Συντάγματος, στα άρθρα 11(5) και 12 του  περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, στους περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (3/2019), ως έχουν τροποποιηθεί, ιδίως τους κανονισμούς 2, 7 και 9, στο Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, ειδικότερα στους κανονισμούς 9 και 11, στις Δ.32 και Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στα άρθρα 2,3,6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ιδίως το άρθρο 46(1)(3) αυτής, στον περί Προσφύγων Νόμο του 2000 (6(Ι)/2000), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα και ειδικότερα στα άρθρα 3,17,18,19, στο κοινοδίκαιο και στις συμφυείς εξουσίες και την πρακτική του Δικαστηρίου.  

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η παρούσα αίτηση υποστηρίχθηκαν με ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, η οποία συνοδεύει  την αίτηση.

Η έγγραφη μαρτυρία που επιθυμεί να προσκομίσει η Αιτήτρια,  βρίσκεται συνημμένη στην ένορκη δήλωση της ιδίας υπό τη μορφή Προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης στην ελληνική γλώσσα ως Τεκμήριο ΠΕΔ1 και στην γαλλική γλώσσα ως Τεκμήριο DsSP1, όπου επισυνάπτονται τα σχετικά έγγραφα ως Τεκμήρια B1, B2 και Β3 στη γαλλική γλώσσα, συνοδευόμενα με τις αντίστοιχες μεταφράσεις τους στην ελληνική γλώσσα. 

Ο συνήγορος που εκπροσωπεί την Αιτήτρια υποστηρίζει πως η μαρτυρία και τα έγγραφα που την συνοδεύουν, των οποίων ζητείται η προσαγωγή, είναι σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας για χορήγηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και αναγκαία προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Είναι η εισήγησή του ότι η προτεινόμενη μαρτυρία είναι κρίσιμη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, καθώς θα παράσχει στο Δικαστήριο ουσιώδη στοιχεία που αφορούν τις συνθήκες που ανάγκασαν την Αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Είναι η θέση του συνηγόρου, ότι η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση πάσχει από νομικές και διαδικαστικές ανεπάρκειες αλλά και ότι το παρόν Δικαστήριο στο παρόν στάδιο καλείται να αποφασίσει αποκλειστικά επί του παραδεκτού της μαρτυρίας και όχι επί της αποδεικτικής της αξίας. Επιπλέον, παραθέτει νομολογιακές αρχές που διέπουν την προσαγωγή μαρτυρίας. Ως προς την σχετικότητα της μαρτυρίας, υποστηρίζει ότι η ανεπάρκεια της συνέντευξης, τόσο ως προς τη μεθοδολογία, όσο και ως προς το περιεχόμενο, καθιστά αναγκαία την αποδοχή της επιδιωκόμενης για προσαγωγή μαρτυρίας, η οποία περιλαμβάνει ιατρικά έγγραφα και επίσημα τεκμήρια από τις αρχές της χώρας καταγωγής της και ότι επιβεβαιώνει την ευάλωτη κατάσταση της Αιτήτριας, η οποία έχει υποστεί σοβαρή βία, απειλές και έντονα συμπτώματα μετατραυματικού στρες.  

Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι στις αρχές του 2024, μετά την έξοδό της από το κέντρο υποδοχής Πουρνάρα άρχισε να αναζητά έγγραφα, και η αναζήτηση ξεκίνησε ως απάντηση σε σχετική ερώτηση που της τέθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, εάν έχει στην κατοχή της οποιαδήποτε έγγραφα, υποστηρίζοντας ότι η στάση του λειτουργού κατά τη συνέντευξη ήταν ψυχρή, αποφεύγοντας να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το είδος των εγγράφων που θα ήταν χρήσιμα για την υπόθεσή της. Ο συνήγορος της Αιτήτριας, υποστηρίζει ότι είναι αδιάφορο το πότε και πως η Αιτήτρια απέκτησε πρόσβαση στην επιδιωκόμενη μαρτυρία, καθώς η συμπεριφορά των Καθ’ ων η Αίτηση δημιούργησε κώλυμα που καθιστούσε πρακτικά και νομικά αδύνατη την παρουσίαση πρόσθετων εγγράφων και στοιχείων πριν το διορισμό δικηγόρου.

Αναφορικά με την δυνατότητα προσκόμισης των πρωτότυπων εγγράφων, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι είναι σε θέση να τα υποβάλει, εφόσον η παρούσα αίτηση εγκριθεί, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος αποστολής, ότι το ταχυδρομικό σύστημα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι αργό και αναξιόπιστο και τίθεται ζήτημα προσωπικής της ασφάλειας.

Τέλος, ο συνήγορος της Αιτήτριας, προβάλλει ότι η μαρτυρία που επιζητείται να προσαχθεί αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για την κατανόηση του κινδύνου που αντιμετωπίζει και η μη συνεκτίμησή τους θα συνιστούσε παρεμπόδιση της Αιτήτριας από το να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των Καθ' ων η αίτηση, που προβάλλονται με την ένστασή τους και τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου τους, προβάλλοντας ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν είναι σχετική με τα επίδικα θέματα. Υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας για την αιτιολόγηση της καθυστέρησης στην υποβολή των νέων εγγράφων έρχονται σε αντίφαση με το περιεχόμενο της συνέντευξής της και τα χρονοδιαγράμματα που επικαλείται στην ένορκη της δήλωση και ότι γίνονται για να καθυστερήσει την εκδίκαση της υπόθεσής της. Αναφορικά με το έγγραφο Τεκμήριο Β1, με ημερομηνία 15/11/2020, που αφορά την εμπορική δραστηριότητα του πατέρα της και το οποίο αποκτήθηκε από την παιδική φίλη της Αιτήτριας καθότι δεν έχει επαφές με μέλη της οικογενείας της και τον πατέρα της, οι καθ’ ων η αίτηση επισημαίνουν ότι τίθεται το ερώτημα πως η παιδική της φίλη κατάφερε να έχει πρόσβαση στο εν λόγω τιμολόγιο, εφόσον δεν υπάρχει επικοινωνία με τον πατέρα της. Ως προς τη σχετικότητα των Τεκμηρίων Β2 και Β3, ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι δεν είναι σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματος της Αιτήτριας και εγείρονται ισχυρισμοί περί μη γνησιότητας των εν λόγω εγγράφων.

Περαιτέρω, προβάλλει ότι η υπό κρίση αίτηση έχει καταχωρηθεί παράτυπα και/ή με λανθασμένη νομική βάση και κατά παράβαση των εν ισχύ Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Επισημαίνει, επιπλέον, ότι ενώ η αίτηση καταχωρήθηκε με τους προηγούμενους θεσμούς και τον παλαιό τύπο, η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση γίνεται με τους νέους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

Στα πλαίσια της ακρόασης της αίτησης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν το σύνολο των δικογράφων τους.

Καταρχάς τονίζεται ότι σε αυτό το στάδιο, δεν εξετάζεται ούτε η ουσία, ούτε και η βασιμότητα των ισχυρισμών και λόγων ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια με την προσφυγή της, αλλά ούτε και αξιολογείται περαιτέρω η μαρτυρία. Αυτό είναι κάτι που θα γίνει κατά το στάδιο έκδοσης απόφασης επί της προσφυγής.

Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί η αναγκαιότητα καταγραφής στην αίτηση της ορθής νομικής βάσης. Σύμφωνα και με την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ημερ. 28/6/2024 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.33/2023) AHMED GHONIMA V ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ MEΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ:

«Είναι πάγια θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας ότι στο σώμα μιας αίτησης, θα πρέπει να αναγράφονται ρητά και συγκεκριμένα οι νομικές και δικονομικές διατάξεις επί των οποίων αυτή βασίζεται (βλ. Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 1) (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 643).

Η αναγκαιότητα αναγραφής ορθής νομικής βάσης της αίτησης είναι δεδομένη, εφόσον αυτό το οποίο επιδιώκεται με την υπό εξέταση αίτηση είναι η επαναφορά της απορριφθείσας λόγω μη προώθησης προσφυγής του Αιτητή και όχι ο παραμερισμός εκδοθείσας απόφασης. Η Δ.48 Θ. 2 προνοεί μεταξύ άλλων ότι κάθε αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει «το ειδικό άρθρο του νόμου ή τους ειδικούς κανόνες του Δικαστηρίου στους οποίους στηρίζεται». Από την διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης με βάση το οποίο θα αποφασίσει το Δικαστήριο, αποτελεί απαράβατο όρο της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου της αίτησης (βλ. Koza Michael David κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 208/12, ημερομηνίας 24/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A415, ECLI:CY:AD:2017:A415.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι όπου μια αίτηση δεν εδράζεται στην ορθή νομική βάση οι συνέπειες είναι καταλυτικές. (Βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Εgiazaryan κ.α. ν Denero Investments Limited (2013) 1 ΑΑΔ 409).»    

Όπως προκύπτει από την απόφαση του εφετείου πιο πάνω στο οποίο παραπέμπω:« Προς επίρρωση των πιο πάνω παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Γιαννάκης Φλουρέντζου κ.ά. ν. Cashgrove Betting Ltd κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 393:

«Σύμφωνα    με    τη    νομολογία    (βλ.    μεταξύ άλλων Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Σάββα  ν.  Κυπριακές  Αερογραμμές (1992)  1  Α.Α.Δ. 1146 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λ. Ιορδάνους Λτδ. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 743) μια ενδιάμεση αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει τις δικονομικές διατάξεις πάνω  στις  οποίες  βασίζεται.  Αυτό  σημαίνει  ότι  θα  πρέπει η αίτηση να στηρίζεται στην ορθή δικονομική και/ή νομική διάταξη. Αν η διάταξη στην οποία στηρίζεται είναι εντελώς άσχετη, τότε η νομική της βάση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση δεν έχει στηριχθεί στην ορθή δικονομική διάταξη και επομένως αυτός είναι αρκετός λόγος για απόρριψή της

Όπως προκύπτει η αίτηση εδράζεται σε λανθασμένη νομική βάση λαμβανομένου υπόψη ότι ισχύουν πλέον οι νέοι κανονισμοί πολιτικής δικονομίας από την 1 Σεπτεμβρίου 2023 ως προβλέπεται στο κανονισμό 60 (1) Μεταβατική διευθέτηση :

«(1) Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ από την 3η Ιουλίου 2023, σε σχέση με το Εφετείο το οποίο εγκαθιδρύεται δυνάμει των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ. 3) του 2022, (Ν. 33/1964).

(2) Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ σε σχέση με τις υπόλοιπες δικαιοδοσίες, στις οποίες αφορούν, από την 1η Σεπτεμβρίου 2023 σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1η  Σεπτεμβρίου 2023.

(3) Οι παρόντες κανονισμοί δεν εφαρμόζονται σε σχέση με ειδικές διαδικασίες ή ειδικές δικαιοδοσίες για τις οποίες ισχύουν συγκεκριμένοι διαδικαστικοί κανονισμοί, οι οποίοι προβλέπονται από συγκεκριμένο νόμο ή κανονισμό. Νοείται ότι στο βαθμό που ο συγκεκριμένος νόμος ή κανονισμός παραπέμπει στην, ή επιτρέπει την, εφαρμογή των εκάστοτε κανονισμών πολιτικής δικονομίας, τότε εφαρμόζονται οι παρόντες κανονισμοί στο βαθμό που προβλέπεται.»

Έχω εξετάσει με προσοχή  τόσο την νομική βάση, όσο και τις θέσεις και ισχυρισμούς που προβάλλονται,  εκ μέρους των διαδίκων.

Είναι προφανές ότι η νομική βάση της αίτησης ημερομηνίας 07/11/2024 είναι λανθασμένη, καθώς η αίτηση που καταχωρήθηκε λαμβάνει τον τύπο των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (CIVIL PROCEDURE RULES) και βασίζεται στις σχετικές διατάξεις των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι δεν εφαρμόζονται στην παρούσα, καθότι η αίτηση καταχωρήθηκε μετά την ημερομηνία κατά την οποία  τέθηκαν σε ισχύ οι νέοι κανονισμοί πολιτικής δικονομίας (1η Σεπτεμβρίου 2023), ως αναφέρθηκε πιο πάνω. Πέραν τούτου, διαπιστώνω επιπρόσθετα ότι ελλείπει κιόλας η αναφορά στους ορθούς κανονισμούς των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως έχουν τροποποιηθεί, που αφορούν την εξέταση αιτήσεων προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, όπως η παρούσα.

Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε ισχυρισμού λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι κατά την ακροαματική διαδικασία ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας δεν προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό σε σχέση με τον ισχυρισμό των καθ’ ων η αίτηση περί λανθασμένης νομικής βάσης.

Ωστόσο, ακόμα και αν η εν λόγω δικονομική πλημμέλεια θεραπευόταν δεν προκύπτει από την ένορκη δήλωση οποιοσδήποτε βάσιμος ισχυρισμός που να καταδεικνύει ότι πληρείται η προϋπόθεση του κανονισμού  10(α)(i) «ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία η μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως ή κατά τη καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με το κανονισμό 3(β) , και (ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.»

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 12/03/2021, προσήλθε σε συνέντευξη στις 14/07/2021 και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου εκδόθηκε στις 24/05/2024. Η Αιτήτρια επί της ένορκης της δήλωσης ισχυρίζεται ότι άρχισε να αναζητά έγγραφα προς υποστήριξη της αίτησής της το έτος 2024 και κατόπιν σχετικής ερώτησης του αρμόδιου λειτουργού κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της.  Συνεπώς, με βάση τις δηλώσεις της μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διεξαγωγή της συνέντευξης μέχρι την αναζήτηση των εν λόγω εγγράφων και η αναφορά στην παράγραφο 7 της ένορκης της δήλωσης ότι απευθύνθηκε σε παιδική της φίλης για να αναζητήσει τα έγγραφα καθότι δεν έχει πλέον οικογενειακές επαφές κρίνεται γενικός και αόριστος και δεν προβάλλεται ισχυρισμός που να ικανοποιεί την προϋπόθεση έγκαιρης υποβολής πρόσθετων στοιχείων άνευ υπαιτιότητας της Αιτήτριας. 

Περαιτέρω, στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, πάντοτε με γνώμονα τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα και την αποδεικτικότητα οποιουδήποτε επίδικου θέματος, παρατηρώ ότι αναφορικά με την ένορκη μαρτυρία που επιζητεί η Αιτήτρια να προσαγάγει, τα Τεκμήρια Β2 και Β3 επί της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας, αποτελούν νέους ισχυρισμούς οι οποίοι ουδέποτε προβλήθηκαν ενώπιον του αρμόδιου οργάνου κατά την διάρκεια της συνέντευξής της.  Δεν μπορούν να γίνουν δεκτά καθότι είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα της προσφυγής και αλλοιώνουν τα στοιχεία τα οποία είχε στην κατοχή της η αρμόδια αρχή κατά τον επίδικο χρόνο. Ως προς το Τεκμήριο Β1, τιμολόγιο από την επιχείρηση του πατέρα της Αιτήτριας, το οποίο, ως ισχυρίζεται, τεκμηριώνει τη φύση και την έκταση της εμπορικής δραστηριότητας του πατέρα της, προκειμένου να επιβεβαιώσει τα όσα ανέφερε σχετικά με την πίεση που δεχόταν από τις παραστρατιωτικές ομάδες για αύξηση των τιμών, δεν μπορούν να συνδεθούν με την Αιτήτρια και η οποιαδήποτε ενασχόληση του παρόντος Δικαστηρίου με τα στοιχεία αυτά εκ φεύγει των ορίων που καθορίζει η ίδια η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση.

Υπό το φως των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται με  €600 έξοδα υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

                             

 

 Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο