S.S.T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 288/23, 17/2/2025
print
Τίτλος:
S.S.T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 288/23, 17/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. 288/23

 

17 Φεβρουαρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

S.S.T.

 

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                         Καθ’ ων η αίτηση

 

                                      …………………………..........

 

Γεωργία Καρατσιόλη για Χρύσα Ματθαίου, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Λώρα Βελίκοβα για Ραφαέλλα Προδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/11/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως εξής:  Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (στο εφεξής «ΛΔΚ») και συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 09/06/2021, αφού εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. O αιτητής παρέλαβε στις 14/06/2021 βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Στις 13/01/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 16/01/2023 ετοίμασε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 19/01/2023.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 20/01/2023 απορριπτική του αιτήματος του αιτητή επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Επισημαίνεται ότι στις 27/01/2023 ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για παραχώρηση νομικής αρωγής, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 05/12/2024, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούνται στην Γραπτή της Αγόρευση και περιορίστηκε στο νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. 

 

Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό του αιτητή περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να σπουδάσει με την οικονομική στήριξη του θείου του. Πρόσθεσε ότι ο θείος του τον φρόντιζε και τον στήριζε οικονομικά και όταν απεβίωσε δεν μπορούσε να καταβάλει τα δίδακτρα της σχολής του. Τέλος, δήλωσε πως δεν έχει οικογένεια στη χώρα του.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του την Kinshasa. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση ανέφερε πως δεν είναι νυμφευμένος, δεν έχει εξαρτώμενα, είναι μοναχοπαίδι και οι γονείς του απεβίωσαν όταν ήταν μικρός. Δήλωσε πως από το 2005 έως το 2010 έμενε με τον θείο του στην περιοχή NDjili και από το 2010 έως το 2020 έμενε με την σύζυγο του θείου του στην περιοχή Lemba της Kinshasa. Διευκρίνισε πως ο θείος του, o οποίος βρισκόταν στη Γαλλία, τον φρόντιζε και τον στήριζε οικονομικά από το 2005 έως το 2021. Ως προς την ευρύτερη οικογένειά του ο αιτητής ανέφερε ότι δεν έχει επικοινωνία με οποιοδήποτε. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο αιτητής δήλωσε πως ξεκίνησε σπουδές στις οικονομικές επιστήμες, τις οποίες ωστόσο δεν ολοκλήρωσε. Αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα του, εξασφαλίζοντας με τη συνδρομή του θείου του φοιτητική άδεια εισόδου για τη Δημοκρατία.

 

Ως προς το λόγο για τον οποίο αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του,  ο αιτητής δήλωσε ότι δεν μπορούσε να εξεύρει εργασία στην Kinshasa και ως εκ τούτου ήρθε στην Ευρώπη για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Αναφορικά με τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ο αιτητής ανέφερε ότι δεν φοβάται ότι θα του συμβεί κάτι καθότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα, επεσήμανε ωστόσο πως δεν έχει κάποιο πρόσωπο στη χώρα του που θα τον στηρίξει οικονομικά και ισχυρίστηκε πως δεν υπάρχουν ευκαιρίες εργασίας.

 

Πρόσθετα, ο αιτητής δήλωσε πως ουδέποτε συνελήφθη ή κρατήθηκε στη χώρα του και πως οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την είσοδό του.  Στο τέλος της συνέντευξης, ο αιτητής δήλωσε πως προσπάθησε να δημιουργήσει δική του επιχείρηση στην Ευρώπη, ωστόσο αυτό δεν ήταν εφικτό λόγω του ότι είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και για τον λόγο αυτό προσπάθησε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία με πλαστή ταυτότητα. Εξέφρασε την επιθυμία να αποκτήσει νόμιμη παραμονή στη Δημοκρατία με σκοπό να δημιουργήσει επιχείρηση.

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του αιτητή και ο δεύτερος τους οικονομικούς λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.  Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί, καθότι έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς και το προσωπικό προφίλ του αιτητή έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Πρόσθεσε πως παρόλο που δεν διαθέτει υποστηρικτικό οικογενειακό πλαίσιο, ο αιτητής δεν ανήκει σε κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ή εθνοτική ομάδα που να οδηγεί σε διακριτική μεταχείρισή του.  Στη συνέχεια, διεξήγαγε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι η Kinshasa, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή είναι ασφαλής.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε πως παρά την γενική αξιοπιστία του αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, οι λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του είναι οικονομικής φύσεως και εύλογα θα αντιμετωπίσει δυσκολίες στην εύρεση εργασίας, ωστόσο επεσήμανε πως οι οικονομικής φύσεως λόγοι δεν θεμελιώνουν φόβο δίωξης, εκτός εάν πίσω από τα οικονομικά μέτρα που επηρεάζουν την απόκτηση των μέσων διαβίωσης υπάρχουν φυλετικοί, θρησκευτικοί ή πολιτικοί στόχοι ή διαθέσεις εναντίον μιας συγκεκριμένης ομάδας.  Όπως αναφέρθηκε, εάν ο αιτητής ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.

 

Οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αιτητής στη χώρα καταγωγής του δεν αποτελούν κεκαλυμμένη δίωξη, αλλά οφείλονται στην ευρύτερη οικονομική δυσπραγία της χώρας καταγωγής του. Ο αιτητής δεν διαθέτει κάποιο ιδιαίτερο πολιτικό, εθνοτικό ή κοινωνικό προφίλ και η ενδεχόμενη δυσκολία στην ανεύρεση εργασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα διακριτικής ή δυσμενούς μεταχείρισης εις βάρος του και επομένως δεν δύναται να αποτελέσει λόγο παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στον αιτητή. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν έχει επικαλεσθεί  στη συνέντευξή του κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ο αιτητής αναχώρησε από τη χώρα του με σκοπό να εργαστεί και εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει στη Δημοκρατία λόγω έλλειψης ευκαιριών εργασίας στη χώρα του. Τα εν λόγω στοιχεία δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000).

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Στην πιο πάνω παράγραφο, το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προβαίνει σε ένα σαφή διαχωρισμό της έννοιας του οικονομικού μετανάστη από αυτήν του πρόσφυγα. Κάποιες φορές ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να είναι ασαφής όπως προνοείται στην παράγραφο 63 του ίδιου Εγχειριδίου. Όπως έχει κατ’ επανάληψην νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του ορισμού του πρόσφυγα (Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011).

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Οι οικονομικοί φύσεως λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον του δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που τον εμποδίζει να διαμείνει ή να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του. Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία, όπως ορθά επεσήμαναν οι καθ’ ων η αίτηση, οι οικονομικές δυσκολίες του αιτητή δεν σχετίζονται με κανένα οικονομικό μέτρο που επηρέασε τα προς το ζην του λόγω φυλετικών, θρησκευτικών ή πολιτικών σκοπών ή δράσεων που στρέφονται κατά μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, αλλά σχετίζονται με τη γενική κατάσταση της χώρας του. Ο αιτητής ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν προέβαλε ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του αιτητή και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του στη χώρα του ήταν η Kinshasa. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 ανέτρεξα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa.

 

Η έκθεση του portal RULAC το 2021 σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην ΛΔΚ αναφέρει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα»[1]. Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης, καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή (Kinshasa), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά το χρονικό διάστημα 10/02/2024 έως 07/02/2025 στην Kinshasa καταγράφηκαν 97 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 226 ανθρώπινες απώλειες. Τα 97 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 9 περιστατικά βίας κατά πολιτών (“violence against civilians”) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 19 ανθρώπινες απώλειες, 19 ταραχές (“riots”) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 202 ανθρώπινες απώλειες, 4 μάχες (“battles”) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 5 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και 65 διαμαρτυρίες (“protests”).[2] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της Kinshasa εκτιμάται στα 17,032,300 για το 2024.[3]

 

Λαμβάνοντας υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή,  ότι πρόκειται για έναν νέο και υγιή άνθρωπο, χωρίς εξαρτώμενα, με επαρκή μόρφωση και ικανό προς εργασία, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa της Λ.Δ.Κ.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βΒλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα έρευνα και αιτιολόγηση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021

https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th

[2]ΑCLED, The Armed Conflict Location & Event Data Projecthttps://acleddata.com/explorer/

(Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσηςΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Democratic Republic of Congo – Kinshasa)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο