
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 3238/23
28 Φεβρουαρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
K.F.O.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
..................................................
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Τζόναθαν Μπετίτο, για Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για τον αιτητή
Ραφαέλα Προδρόμου, για Αίγλη Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση
[Παρούσα η κυρία Όλγα Γεωργιάδη για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 04/08/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και στις 03/11/2021 συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 04/11/2021, ο Αιτητής παρέλαβε τη Βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Στις 06/06/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 04/08/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση σχετικά με την συνέντευξη του αιτητή. Αυθημερόν, αρμόδιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Στις 31/08/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή την οποία παρέλαβε ο ίδιος αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο αιτητής μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης του προβάλλει τους πιο κάτω ισχυρισμούς: (1) Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας, (2) Η διεξαγωγή της συνέντευξης και η ετοιμασία της έκθεσης-εισήγησης πραγματοποιήθηκαν από άτομο που στερείτο της απαιτούμενης κατάρτισης, (3) Παράλειψη εξέτασης του κατά πόσο ο αιτητής πληρούσε τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία και (4) Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, του Συντάγματος και του Νόμου, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο και ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
Στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και ενόψει του προβαλλόμενου πρώτου νομικού ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας, τον οποίο θα εξετάσω μαζί με τον τρίο νομικό ισχυρισμό λόγω της σχετικότητας τους (παράλειψη εξέτασης προϋποθέσεων συμπληρωματικής προστασίας) προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο αποφάσισε επί του αιτήματος του αιτητή μετά από δέουσα έρευνα. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι η ζωή του απειλείτο από τη Νιγηριανή Κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, ο ίδιος, όντας μέλος της Biafra, διωκόταν από τη κυβέρνηση η οποία πολεμούσε τη Biafra αλλά και όσους συμμετείχαν σε αυτήν (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη συνέντευξή του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Udi, της τοπικής αυτοδιοίκησης Udi, της πολιτείας Enugu, της Νιγηρίας και ότι από το 1993 και έπειτα μετοίκησε στην πρωτεύουσα της Νιγηρίας, την Abuja στην οποία διέμεινε μέχρι και τη στιγμή που αναχώρησε από τη χώρα (ερυθρά 23 1Χ και 21 1Χ-2Χ και 5Χ, του διοικητικού φακέλου). Σε σχέση με το θρήσκευμα, την εθνικότητα και τη γλώσσα του, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι χριστιανός καθολικός, ανήκει στους Igbo και ομιλεί Αγγλικά, καθώς επίσης και τη γλώσσα των Igbo (ερυθρά 23 3Χ και 19 1Χ, διοικητικού φακέλου). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι είναι νυμφευμένος. Ως προς τα μέλη της πατρικής του οικογένειας του, ανέφερε πως ο πατέρας του απεβίωσε το 2004 και η μητέρα του το 2013, ο αδελφός και η μια αδελφή του διαμένουν στην πολιτεία Enugu, ενώ οι άλλες δυο αδελφές του ζουν η μια στο Ηνωμένο Βασίλειο και η άλλη στην πόλη Abuja (ερυθρά 2, 23 2Χ και 20 1Χ-4Χ, του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά το μορφωτικό του επίπεδο, το 2002 ξεκίνησε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογίας και το 2008 τις ολοκλήρωσε σε πανεπιστήμιο της πολιτείας Lagos. Τέλος, αναφορικά με το επάγγελμά του, τη χρονική περίοδο 2010-2017, ο αιτητής δήλωσε ότι εργάστηκε στο COAN constructions West Africa Ltd και στη συνέχεια τις χρονιές 2017-2019, ασχολήθηκε με τα κτηματομεσιτικά και το 2019 εντάχθηκε στο δυναμικό της Green Line Real Estate στον τομέα των ακινήτων όπου και παρέμεινε μέχρι την αναχώρησή του το 2021 (ερυθρό 19 2Χ-3Χ και 4Χ-6Χ του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι αναχώρησε από τη Νιγηρία λόγω του ότι διωκόταν από τη Νιγηριανή Κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είναι μέλος της Biafra, η οποία επιδιώκει τη δημιουργία κυβέρνησης και συνεπεία αυτού η κυβέρνηση της χώρας τους διώκει μέσω του Νιγηριανού στρατού. Πρόσθεσε πως o ηγέτης της Biafra ονόματι Nam Udi Kalu, εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό αυθαίρετη κράτηση(ερυθρό 18 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής πρόβαλε ότι εντάχθηκε στη Biafra το 2019 και ότι το έπραξε αυτό επειδή δεν συμφωνούσε με τη συμπεριφορά της Νιγηριανής Κυβέρνησης απέναντι στην εθνοτική ομάδα των Igbo. Σε διευκρινιστικά ερωτήματα για την Biafra, o αιτητής ανέφερε ότι Biafra ήταν το όνομα που δόθηκε στο νέο κράτος και η ίδρυσή της έλαβε χώρα πριν αρκετά χρόνια. Πρόσθεσε ότι ιδρυτής της υπήρξε ο Ojukwu και έδωσε τα ονόματα ορισμένων διοικητικών μελών όπως είναι ο Nam Di Kano, Simon Iba He και Oche Mefo. Ερωτηθείς ως προς το πότε συνέβη ο πόλεμος της Biafra, απάντησε το 1960-1961 (ερυθρό 17 1Χ και 3Χ-5Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθείται για να γίνει κάποιος μέλος, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι θέμα αυτογνωσίας και αγάπης για τους ανθρώπους σου και για την ελευθερία. Κληθείς να αναφέρει το σύνθημα της και τυχόν άλλες χώρες που την υποστήριζαν, ανέφερε ότι το σύνθημα ήταν η ενότητα και η ειρήνη και ότι δεχόταν στήριξη από το Ισραήλ (ερυθρό 17 1Χ και 5Χ του διοικητικού φακέλου). Σχετικά με την ομάδα IPOB, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι μέρος της Biafra και ιδρύθηκε το 2002. Σε διερευνητικά ερωτήματα για την IPOB, ο αιτητής ανέφερε ότι στόχος της είναι να ενώσει τους Igbo, υποστηρίζεται από τις πολιτείες Anambra, Enugu και Ebonyi και αρχηγός της είναι ο Nam Te Kano, αλλά επειδή βρίσκεται υπό κράτηση αρχηγός είναι ο Simon Eba (ερυθρό 16 του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής ανέφερε ακόμη ότι το 2019 και το 2021, η Νιγηριανή Κυβέρνηση τον απείλησε να τον σκοτώσει, σε περίπτωση που οδηγούσε τους ανθρώπους του σε διαμαρτυρία υπέρ της Biafra. Ερωτηθείς κατά πόσο τη χρονική περίοδο 2019 – 2021, πλην των απειλών, του συνέβη οτιδήποτε άλλο, έδωσε αρνητική απάντηση (ερυθρό 16 2Χ-3Χ του διοικητικού φακέλου). Στο ενδεχόμενο επιστροφής του στη Νιγηρία, ο αιτητής εξέφρασε φόβο για τη ζωή του (ερυθρό 15 του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος που αφορά την ταυτότητα, το προσωπικό προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, έγινε αποδεκτός, αφού κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Ωστόσο, ο δεύτερος περί της ισχυριζόμενης δίωξής του υπό τη μορφή απειλών κατά της ζωής του από τη Νιγηριανή Κυβέρνηση, δεν έτυχε αποδοχής, αφού ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σε θέματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματός του. Πρόσθετα, επεσήμανε ότι ο αιτητής υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων και οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ευλογοφάνειας. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις ανεπάρκειες του αφηγήματος του αιτητή.
Προχωρώντας στη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ισχυρισμού, κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι οι δηλώσεις του αιτητή αποτελούσαν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του, και δεν υπήρχαν εύλογοι λόγοι ως προς την περαιτέρω ανάλυσή τους μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Αφού συνεκτιμήθηκαν όλα τα δεδομένα που πλαισίωναν τον εν λόγω ισχυρισμό και τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού επί τούτου, ο ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής και απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό, δηλαδή την ταυτότητα και το προσωπικό προφίλ του αιτητή, το γεγονός ότι δεν παρουσίαζε θέματα ευαλωτότητας, σε συνδυασμό με πηγές πληροφόρησης για την κατάσταση ασφαλείας στην πρωτεύουσα της Νιγηρίας την Abuja, στην οποία αναμενόταν να επέστρεφε ο αιτητής, έκρινε ότι δεν υπήρχαν εύλογοι λόγοι να θεωρείτο ότι σε περίπτωση που επέστρεφε στη Νιγηρία και ειδικότερα στην πόλη Abuja θα αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, αφού η κατάσταση στη Νιγηρία και ειδικότερα στην πόλη Abuja, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν χαρακτηριζόταν από διεθνή η εσωτερική ένοπλη σύγκρουση. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Κατόπιν μελέτης της Έκθεσης - Εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού διαπιστώνω πως οι καθ’ ων η αίτηση κατά το στάδιο αξιολόγησης του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού παρέλειψαν να διερευνήσουν την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού του αιτητή σε συνάρτηση με σχετικές πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στη χώρα καταγωγής του, επικαλούμενοι ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του. Ουδόλως παραγνωρίζεται η υποκειμενική φύση του ισχυρισμού του αιτητή περί απειλών εναντίον του από την κυβέρνηση της Νιγηρίας, ωστόσο ο εν λόγω ισχυρισμός εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο μεταχείρισης των ατόμων που υποστηρίζουν την Biafra / είναι μέλη της ομάδας IPOB, το οποίο οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να εξετάσουν μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων, καταλήγω ότι η ανωτέρω παράλειψη, καθιστά τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση και καταδεικνύεται πως δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, με αποτέλεσμα να πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ωστόσο, η κατάληξη μου ως προς το ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν.
Έχω λάβει υπόψη μου όλα τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου, εξετάζοντας με προσοχή τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο αιτητής και μελετώντας ταυτόχρονα την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υιοθετήθηκε στο σύνολό της από το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου. Είναι αναγκαίο, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της υποχρέωσης κατ’ ουσίαν ελέγχου του αιτήματος του αιτητή να εξεταστούν οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής και να διερευνηθούν και από το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες που συγκεντρώνονται για τη χώρα καταγωγής του.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και διαμονής του αιτητή δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός από τους καθ΄ ων η αίτηση. Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, συμφωνώ με το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση ότι ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του αιτητή προβλήθηκε κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Ειδικότερα, ο αιτητής παρέλειψε να παραθέσει συγκεκριμένα περιστατικά απειλών ώστε να αποσαφηνίσει και να στοιχειοθετήσει τον κίνδυνο που κατ’ ισχυρισμόν διέτρεχε αρκούμενος στη γενικόλογη αναφορά ότι συνεπεία της συμμετοχής του στη Biafra, κινδύνευε από την κυβέρνηση της χώρας του η οποία χρησιμοποιούσε το στρατό για να σκοτώσει όλους όσους ανήκαν σε αυτή.
Περαιτέρω, δεν πρόβαλε με ακρίβεια το χρονικό διάστημα που εντάχθηκε στη Biafra, αφού το μόνο που δήλωσε ήταν ότι έγινε μέλος το 2019, χωρίς να περιορίσει χρονικά την απάντησή του. Ακόμη, ο αιτητής απέφυγε να αναπτύξει τη διαδικασία που ακολουθείται για να γίνει κάποιος μέλος στη Biafra και ερωτηθείς επί του θέματος απάντησε με γενικότητα και αοριστία ότι χρειαζόταν το άτομο να αναγνώριζε τον πραγματικό του εαυτό, να δείκνυε αγάπη στους συνανθρώπους του και να ενδιαφερόταν για την ελευθερία τους. Κληθείς να εξηγήσει τι είναι η Biafra αλλά και πότε έλαβε χώρα ο πόλεμος της Biafra, δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφείς και συγκεκριμένες απαντήσεις.
Επιπλέον, οι ισχυρισμοί του, σε πολλά σημεία της συνέντευξης, δεν ήταν ευλογοφανείς. Συγκεκριμένα, κληθείς να μιλήσει για την ίδρυση της Biafra, ισχυρίστηκε ότι αυτό συνέβη πριν αρκετά χρόνια. Στερείται λογικής να ανήκε μεν στη Biafra, αλλά να μη γνώριζε πότε έλαβε χώρα η ίδρυσή της. Ανέφερε ακόμη γενικόλογα ότι το 2019 και το 2021, η Νιγηριανή Κυβέρνηση τον απείλησε ότι αν οδηγούσε τους ανθρώπους του σε διαμαρτυρία υπέρ της Biafra, θα τον σκότωναν. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο ίδιος επρόκειτο για ένα απλό μέλος της Biafra και δεν κατείχε κάποια σημαίνουσα θέση σε αυτή. Επομένως, δεν θεωρείται εύλογο να είχε στοχοποιηθεί προσωπικά, καθότι θα αναμενόταν από ένα ηγέτη ή από άτομο υψηλού ακτιβιστικού προφίλ να οδηγήσει ένα πλήθος σε διαμαρτυρία.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, πραγματοποίησα έρευνα σε πηγές πληροφόρησης εκ της οποίας διαπιστώνονται τα ακόλουθα: Η έκθεση της EUAA - δημοσιεύτηκε το 2018 - σχετικά με τη στοχοποίηση διαφόρων προφίλ στη Νιγηρία, αναφέρει ότι η επιθυμία των Igbo του νοτιοανατολικού τμήματος της Νιγηρίας για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους χρονολογείτο από την εποχή της αποικιοκρατίας. Η απόπειρα πραξικοπήματος από αξιωματικούς των Igbo, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία 30.000 Igbo στο βορρά, εμβάθυνε τις τότε εθνοτικές εντάσεις και οδήγησε στην απόσχιση της Δημοκρατίας της Biafra στις 30 Μάϊου του 1967.[1] Άλλη πηγή, καταγράφει ότι επικεφαλής ήταν ο 33χρονος αξιωματικός Emeka Odumegwu Ojukwu. Αναφέρει επίσης ότι η νιγηριανή Κυβέρνηση κήρυξε πόλεμο και μετά από σχεδόν 3 χρόνια εμφυλίου πολέμου, η Biafra παραδόθηκε. Στις 15 Ιανουαρίου του 1970, η σύγκρουση έληξε και επίσημα.[2]
Στη σημερινή εποχή, οι δύο κύριες ομάδες που στοχεύουν στην απόσχιση πρόκειται για το Movement for the Actualization of the Sovereign of Biafra (στο εξής MASSOB) και το Indigenous People of Biafra (στο εξής IPOB). Στα νοτιοανατολικά δε υπάρχουν μεν κι άλλες ομάδες υπέρ της Biafra, όμως οι εσωτερικές διαμάχες τις εμποδίζουν από το να παρουσιάσουν ένα ενιαίο μέτωπο. Η έκθεση της EUAA αναφέρει ως έτος ίδρυσης της IPOB το 2014.[3] Η κυβέρνηση της Νιγηρίας απαγόρευσε την IPOB και ένα δικαστήριο την έχει χαρακτηρίσει ως «τρομοκρατική οργάνωση». Οι επιθέσεις σε όλη την περιοχή από ένοπλους άνδρες, τους οποίους οι υπηρεσίες ασφαλείας της Νιγηρίας συνδέουν με την ομάδα, οδήγησαν στη δολοφονία εκατοντάδων πολιτών και μελών των δυνάμεων ασφαλείας από την έναρξη της βίας το 2020.[4]
Οι δηλώσεις του αιτητή περί της ίδρυσης της Biafra αλλά και της χρονιάς που έλαβε χώρα ο πόλεμος της Biafra, όπως επίσης το έτος ίδρυσης της IPOB δεν βρίσκουν έρεισμα στις διαθέσιμες πληροφορίες. Περαιτέρω, o αιτητής ουδέποτε αναφέρθηκε στις οργανώσεις MASSOB και IPOB, ενώ το μόνο που ανέφερε ήταν κάποιες συγκεχυμένες πληροφορίες για την IPOB και αυτό έπειτα από ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού σε σχέση με την εν λόγω ομάδα. Γενικά διαπιστώνεται ότι ο αιτητής έδωσε αόριστες, ασαφείς και μη ευλογοφανείς απαντήσεις σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν σχετικά με το αίτημά του, περιορίστηκε σε μονολεκτικές και γενικόλογες αποκρίσεις, χωρίς να παραθέτει λεπτομέρειες και συγκεκριμένες περιγραφές για τις ισχυριζόμενες απειλές που δέχθηκε από την κυβέρνηση της χώρας του.
Οι ανεπαρκείς και ασαφείς απαντήσεις του αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικής φύσης γεγονότα. Θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να παραθέσει μεγαλύτερο αριθμό λεπτομερειών και περισσότερα βιωματικά στοιχεία στην αφήγησή του, για τις απειλές που έλαβε και συνεπεία των οποίων εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Λόγω έλλειψης στη στοιχειοθέτηση τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος και επομένως, δεν γίνεται αποδεκτός.
Ο αιτητής ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν προέβαλε ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, διαφαίνεται πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς δεν προέκυψε καμία ένδειξη πραγματικής, υφιστάμενης και έμπρακτης απειλής του αιτητή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, στη χώρα καταγωγής του.
Πρόσθετα, από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του επρόκειτο για την πρωτεύουσα της Νιγηρίας, την πόλη Abuja διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ωστόσο υπό το φως των ανωτέρω και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας θα διεξάγω περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Abuja όπου o αιτητής μετοίκησε το 1993 και διέμενε μέχρι την αναχώρησή του το 2021.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων της ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) για το διάστημα από 24/02/2024 έως 21/02/2025, στο Federal Capital Territory εντός του οποίου βρίσκεται η πόλη Abuja καταγράφηκαν 251 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 104 ανθρώπων. Αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 37 εξεγέρσεις/ταραχές (riots) με 25 ανθρώπινες απώλειες, 120 διαμαρτυρίες (protests) με 1 ανθρώπινη απώλεια, 65 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) με 52 ανθρώπινες απώλειες, 28 μάχες (battles) με 24 ανθρώπινες απώλειες και 1 περιστατικό έκρηξης/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence) με 2 ανθρώπινες απώλειες.[5] Επίσης, στην Abuja, πόλη συνήθους διαμονής του αιτητή, σύμφωνα με την βάση ACLED κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, καταγράφηκαν συνολικά 90 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως συνέπεια μία ανθρώπινη απώλεια. Τα περιστατικά αυτά αφορούν 77 διαδηλώσεις, 3 ταραχές και 10 περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών με μία ανθρώπινη απώλεια.[6] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός του Federal Capital Territory ανέρχεται σε 3,067,500[7] και της πόλης Abuja στα 2,690,000[8] σύμφωνα με την πρόσφατη εκτίμηση που έγινε το 2022.
Έκθεση της EUAA (πρώην EASO) αναφέρει ότι οι πολιτείες όπου γενικά δεν διαπιστώνεται πραγματικός κίνδυνος για έναν άμαχο να επηρεαστεί προσωπικά με βάση την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας είναι οι Abia, Akwa Ibom, Anambra, Bauchi, Bayelsa, Cross River, Delta, Ebonyi, Edo, Ekiti, Enugu, Gombe, Imo, Jigawa, kano, Kebbi, Kogi, Kwara, Lagos, Nasarawa, Niger, Ogun, Ondo, Osun, Oyo, Plateau, Rivers, Sokoto και Taraba, καθώς και η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα Abuja (πόλη όπου διέμενε ο αιτητής). [9]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο όπου διέμενε και στον οποίο αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, ενήλικος, υγιής, μορφωμένος, πλήρως ικανός προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Σημειώνω πως παρόλο που παραπονείται ο αιτητής πως δεν εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς συμπληρωματική προστασίας διαπίστωσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου πως γίνεται η υπαγωγή του προφίλ του αιτητή στις προϋποθέσεις αυτές. Παρόλα αυτά διεξήγαγα έλεγχο επί τούτου και όπως έχω αναλύσει εκτενέστερα ανωτέρω ο αιτητής δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Τέλος, κρίνω αβάσιμο και απορρίπτω και τον ισχυρισμό του αιτητή περί έλλειψης κατάρτισης του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος διεξήγαγε τη συνέντευξη. Ο ισχυρισμός του αιτητή μέσω των συνηγόρων του τίθεται ακροθιγώς χωρίς την ανάλογη επιχειρηματολογία ή τεκμηρίωση ώστε να δύναται να εξεταστεί από το Δικαστήριο και κατά συνέπεια απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον δεν τέθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία επί τούτου και δεν προκύπτει τέτοιο σφάλμα από τον διοικητικό φάκελο. Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι αναγκαίο να ασχοληθώ , εφόσον πιο πάνω εντοπίστηκε σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση και προέβηκα σε κατ’ουσίαν εξέταση του αιτήματος του αιτητή.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψιν ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): “ Nigeria; Targeting of individuals ”, November 2018, σελ. 80-82, διαθέσιμο στο:
https://www.ecoi.net/en/file/local/2001375/2018_EASO_COI_Nigeria_TargetingIndividuals.pdf
[2] Adaobi Tricia Nwaubani, “Remembering Nigeria’s Biafra war that many prefer to forget”, BBC, 15 January 2020, διαθέσιμο στο: https://www.bbc.com/news/world-africa-51094093 (τελ. πρόσβαση στις 26/02/2025).
[3] Ibid, αριθμός 1, σελ. 81
[4] BBC, ‘Biafra quest fuels Nigeria conflict: Too scared to marry and bury bodies’, 9 January 2023
https://www.bbc.com/news/world-africa-64110852
[5] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. Πλατφόρμα Explorer , με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 24/02/2024 – 21/02/2025, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Explosions – Remote Violence/ Violence against civilians / Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Nigeria – Federal Capital Territory)
[6] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. Πλατφόρμα Explorer , με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 24/02/2024 – 21/02/2025, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Protests/ Explosions – Remote Violence /Violence against civilians / Riots και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Nigeria - Federal Capital Territory - Abuja )
[7] City Population, Federal Capital Territory https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA015__federal_capital_territory/
[8] City Population, Federal Capital Territory - Abuja
https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/?cityid=13427
[9] EASO, Nigeria Security Situation - Country of Origin Information Report, June 2021 V. 1.1, σ. 196
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο