
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 3382/23
28 Φεβρουαρίου, 2025
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ε.Ν.Ν
Αιτήτρια
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Διονυσία Ζησιμοπούλου Κυριάκου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Νικόλας Κουρσάρης, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 31.07.2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 01.09.2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής «δ.φ.) της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, η Αιτήτρια είναι ενήλικη και διαθέτει την υπηκοότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Στις 07.10.2021 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 26.06.2023 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Κυπριακής Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής «ο αρμόδιος λειτουργός»). Στις 21.07.2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού αυθημερόν ήτοι στις 31.7.2023. Στις 01.09.2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια την ίδια ημέρα. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος της Αιτήτριας, μέσω του εισαγωγικού της δικογράφου και της γραπτής αγόρευσής της, προέβαλε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Μέσω της γραπτής της αγόρευσης, προβάλλει, υπό την ίδια παράγραφο, τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: 1. Λανθασμένη εφαρμογή νομοθεσίας 2. Πλάνη περί τον νόμο και τα πράγματα 3. Μη δέουσα έρευνα 4. Κατάχρηση εξουσίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου, καθώς και το ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Επιπλέον, μέσω της γραπτής της αγόρευσης, ανέφερε ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν ότι, βάσει των ισχυρισμών της Αιτήτριας, δεν στοιχειοθετείται δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πρόσωπό της. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις για την παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του εκάστοτε αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Προχωρώντας θα συμφωνήσω με τα όσα καταγράφουν η Καθ’ων η Αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης, ήτοι ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια δια της καταχωρισθείσας προσφυγής δεν εγείρονται σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο δια των έγγραφων προτάσεων του να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως. Δεν εξετάζονται ζητήματα τα οποία δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή. (βλ. Αντρέας Αζίνας v Κυπριακή Δημοκρατία ( 1999) 3 Α.Α.Δ. 508 και Κρητιώτη v Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. 778). Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Ζωμενή Παντελίδου v A.H.K. Υποθ. Αριθ, 108/06 ημερ. 26.7.2007). Μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται. (βλ. Απόφαση ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου, Χριστόδουλος Μιχαήλ κ.α. v Δημοκρατία Υποθ. Αρ. 107/2017 ημερ. 11/12/2017)
Συνάμα παρατηρώ ότι η ανάπτυξη των νομικών ισχυρισμών στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας δεν ακολουθεί τον κανονισμό 6 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 ο οποίος επιτάσσει όπως κάθε Γραπτή Αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μία για κάθε νομικό σημείο αλλά παρατίθεται σε ένα ενιαίο κείμενο, πρακτική μη επιθυμητή καθώς δυσχεραίνει σημαντικά τον δικαστικό έλεγχο. Για να καταστεί το θέμα επίδικο θα πρέπει να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία (βλ. Μαραγκός v Δημοκρατία (2006) 3 Α.Α.Δ. 671). Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει καν τέτοια επίκληση. Για να αποδειχθεί ότι τα πραγματικά γεγονότα της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης επισύρουν τις έννομες συνέπειες του κανόνα δικαίου που κατ’ ισχυρισμό παραβιάστηκε θα πρέπει να υπάρχει, αφενός, ανάλυση των νομικών εννοιών των επίδικών διατάξεων και αφετέρου, να αξιολογούνται τα πραγματικά γεγονότα που αποδείχθηκαν σε σχέση με τον κανόνα δικαίου.
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ο οποίος προβάλλεται έστω και ακροθιγώς επί του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής και λαμβανομένου υπόψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Κατά την καταγραφή της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι εργαζόταν σε εστιατόριο, όπου ο ιδιοκτήτης την αγαπούσε και διατηρούσαν ερωτική σχέση. Για τον λόγο αυτό, η σύζυγός του, η οποία κατέχει ισχυρή θέση στο Κονγκό, ήθελε να τη σκοτώσει, και έτσι ο σύζυγός της τη βοήθησε να διαφύγει. Επιπλέον, πρόσθεσε ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, φοβάται ότι η σύζυγος του εργοδότη της θα επιχειρούσε να τη σκοτώσει, δεδομένου ότι της είχε κάνει τη ζωή πολύ δύσκολη στο Κονγκό (βλ. ερυθρό 3 δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε, αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, ότι είναι χριστιανή στο θρήσκευμα και ομιλεί Γαλλικά και τη διάλεκτο Lingala (βλ. ερυθρά 48, 45 δ.φ.). Επιπλέον, ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Kinshasa, η οποία αποτελεί και τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι είναι άγαμη και δεν έχει παιδιά (βλ. ερυθρά 45 και 44 δ.φ.).
Όσον αφορά την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η μητέρα της απεβίωσε το 2020 και ότι τα δύο της αδέλφια διαμένουν με οικογενειακούς φίλους στη γειτονιά Masina της πόλης Kinshasa. Επίσης, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει πού βρίσκεται ο πατέρας της (βλ. ερυθρά 45 και 44 δ.φ.).
Σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Masina (βλ. ερυθρό 40/5Χ δ.φ.) και εργαζόταν από το 2018 έως το 2020 σε εστιατόριο εντός της πανεπιστημιούπολης της Kinshasa (βλ. ερυθρό 44 δ.φ.).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, κατά την ελεύθερη αφήγησή της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έφυγε επειδή μια γυναίκα της προκάλεσε κάποια ασθένεια (βλ. ερυθρό 42 δ.φ.). Σε διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με τη δήλωσή της, η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι η γυναίκα αυτή της έριξε μία κατάρα, ονόματι Bembe, η οποία προκαλεί έντονο πόνο, πρήξιμο στο πόδι που σταδιακά επεκτείνεται έως την καρδιά, με αποτέλεσμα τον θάνατο. Σε ερώτηση του λειτουργού σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια απάντησε ότι αισθάνεται καλά και δεν είναι άρρωστη. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι ενώ βρισκόταν στη χώρα καταγωγής της, υπέστη κάποια ασθένεια, γεγονός που την οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα (βλ. ερυθρό 42 δ.φ.). Σε ερώτηση σχετικά με το πότε έλαβε χώρα η κατάρα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι συνέβη τον Μάιο του 2020 και συνεχίστηκε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Σε σχετική ερώτηση για τον λόγο της κατάρας, η Αιτήτρια απάντησε ότι οφείλεται στην εξωσυζυγική της σχέση με τον σύζυγο της εν λόγω γυναίκας. Όταν ρωτήθηκε αν υπήρξε οποιαδήποτε άλλη απειλή πέραν της κατάρας, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, θεωρώντας ότι η κατάρα θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Σε ερώτηση για το τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια απάντησε ότι φοβάται πως θα αρρωστήσει ξανά (βλ. ερυθρό 42 δ.φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, την καταγωγή της και τον τόπο συνήθους διαμονής της. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε την αναφορά της Αιτήτριας ότι, αφού η σύζυγος του εργοδότη της στο εστιατόριο ανακάλυψε την εξωσυζυγική της σχέση με τον σύζυγό της, της έριξε κατάρα, προκαλώντας ασθένεια στο πόδι της, γεγονός που αποτέλεσε τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της.
Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός. Ωστόσο, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, καθώς οι δηλώσεις της κρίθηκαν ασαφείς, μη συγκεκριμένες και ασυνεπείς ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια αρχικά δήλωσε ότι η κατάρα της επιβλήθηκε τον Μάιο του 2020 (βλ. ερ. 42 δ.φ.), παρ' όλα αυτά συνέχισε να εργάζεται για τη συγκεκριμένη κυρία έως τον Αύγουστο του 2020, δηλαδή τέσσερις μήνες αργότερα, χωρίς να υπάρξει άλλη απειλή εις βάρος της, πέραν του ότι της μιλούσε άσχημα (βλ. ερ. 41 δ.φ.).
Σε διευκρινιστική ερώτηση του λειτουργού για το πώς γνώριζε ότι η εν λόγω κυρία την είχε καταραστεί, η Αιτήτρια απάντησε με γενικό και μη λεπτομερή τρόπο, βασιζόμενη σε υποθέσεις, αναφέροντας ότι το πόδι της μολύνθηκε τον Αύγουστο του 2020. Αφού επιχείρησε ανεπιτυχώς να λάβει θεραπεία στο νοσοκομείο, επισκέφθηκε έναν πνευματικό γιατρό ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 2021, ο οποίος της είπε ότι η μόλυνση προκλήθηκε από κατάρα. Η ίδια υπέθεσε πως η κατάρα προήλθε από τη συγκεκριμένη κυρία.
Επιπλέον, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία λόγω οικονομικής αδυναμίας. Ωστόσο, ανέφερε με μη συνεκτικό τρόπο ότι ο σύντροφός της, σύζυγος της εν λόγω κυρίας, της παρείχε οικονομική υποστήριξη από τον Αύγουστο του 2020 έως την αναχώρησή της τον Σεπτέμβριο του 2021 και ότι διέμενε στο σπίτι οικογενειακών φίλων, χωρίς να δεχθεί ενόχληση για έναν χρόνο προτού εγκαταλείψει τη χώρα της (βλ. ερ. 40 δ.φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι το υποτιθέμενο ενδιαφέρον της συγκεκριμένης γυναίκας να βλάψει την Αιτήτρια διατυπώνεται γενικά και αόριστα, χωρίς συγκεκριμένα παραδείγματα περιστατικών. Επιπλέον, διαπιστώθηκαν τρεις σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των δηλώσεων της Αιτήτριας στην προσωπική συνέντευξη και στην έκθεση ευαλωτότητας που διενεργήθηκε στις 11/10/2021 (βλ. ερ. 19 δ.φ.), γεγονός που έπληξε περαιτέρω την αξιοπιστία του ισχυρισμού της.
Συγκεκριμένα:
- Στην έκθεση ευαλωτότητας η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο εργοδότης της ήταν ο σύζυγος της εν λόγω κυρίας, ενώ στην προσωπική της συνέντευξη ανέφερε ότι εργοδότης της ήταν η ίδια η κυρία.
- Στην έκθεση ευαλωτότητας, ανέφερε ότι όταν η κυρία ανακάλυψε την εξωσυζυγική σχέση, ο σύζυγός της τη μετέφερε σε άλλη περιοχή, μακριά από την Kinshasa. Αντιθέτως, στη συνέντευξη υποστήριξε ότι παρέμεινε στην Kinshasa κατά το διάστημα που ακολούθησε την ανακάλυψη της σχέσης.
- Στην έκθεση ευαλωτότητας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η κυρία τη χτύπησε με ξυράφι τον Μάρτιο του 2021. Ωστόσο, στην προσωπική της συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι η κυρία την καταράστηκε τον Μάιο του 2020, γεγονός που θεωρεί ότι οδήγησε στη μόλυνση του ποδιού της. Επίσης, επιβεβαίωσε ότι η κυρία δεν την πλησίασε ξανά, παρά μόνο της φώναζε τον Μάρτιο του 2020.
Όταν κλήθηκε να εξηγήσει τις παραπάνω αντιφάσεις, η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι όσα δήλωσε κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης αντιπροσωπεύουν τα πραγματικά γεγονότα, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να δώσει πειστική εξήγηση για τις ουσιώδεις και εμφανείς αντιφάσεις που ανέκυψαν σε σχέση με τις προηγούμενες δηλώσεις της.
Ο αρμόδιος λειτουργός, συνοψίζοντας, έκρινε ότι σε κανένα σημείο της συνέντευξης η Αιτήτρια δεν απάντησε με σαφήνεια και λεπτομέρεια. Οι απαντήσεις της χαρακτηρίστηκαν γενικές, αντιφατικές και προσωπικής φύσεως.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας κατά τη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο υπέρ της αίτησής της και, επομένως, δεν προκύπτει ανάγκη διασταύρωσής τους μέσω εξωτερικών πηγών από τη χώρα καταγωγής της. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει συγκεκριμένες λεπτομέρειες ή συνεκτικές πληροφορίες για την υποστήριξη των ισχυρισμών της, η εσωτερική αξιοπιστία της δεν τεκμηριώνεται.
Ακολούθως, η αρμόδια λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου βάσει του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός (σχετικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας), καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Kinshasa), δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί μεταχείριση που θα ισοδυναμούσε με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της εκεί.
Στη συνέχεια, προχωρώντας σε νομική ανάλυση, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για κανέναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δεδομένου ότι δεν τεκμηριώθηκε η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου που να δικαιολογεί την παροχή διεθνούς προστασίας.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[1]
Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, συμφωνώ με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και υιοθετώ την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, όσον αφορά την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές και τεκμηριωμένες επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού. Συνολικά, οι απαντήσεις της Αιτήτριας στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού κρίθηκαν αόριστες και επιφανειακές, στερούμενες προσωπικού και βιωματικού στοιχείου, καθώς και της απαιτούμενης ευλογοφάνειας. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού, όπως καταγράφονται στην έκθεση-εισήγηση, γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογες και βάσιμες, πλήττοντας ουσιωδώς την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας. Συνεπώς, δεν εντοπίζω κανένα λόγο διαφοροποίησης από τα πορίσματα του αρμόδιου λειτουργού.
Γενικά, είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και επαρκώς λεπτομερής, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον σημαντικά γεγονότα που τη στηρίζουν. Σύμφωνα με το Άρθρο 4, Παράγραφος 1 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (πρώην Οδηγία 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, καταρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησής του. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών και η έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων συνιστούν, κατά το Άρθρο 4, Παράγραφος 5(β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ένδειξη έλλειψης σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως όταν η αίτηση στερείται συνοχής, σαφήνειας ή πειστικότητας. Αυτή η αρχή έχει υποστηριχθεί και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ιδίως στην υπόθεση M.M. κατά Ιρλανδίας (C-277/11), όπου επισημάνθηκε ότι οι εθνικές αρχές οφείλουν να διενεργούν πλήρη και δίκαιη εξέταση των αιτήσεων ασύλου. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, όπως η ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, καθώς και την απουσία ενδείξεων ευαλωτότητας[2], κρίνω ότι ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του με την προβολή μιας αυθεντικής και βιωματικής εμπειρίας. Η θέση αυτή ενισχύεται από τη νομολογία του ΕΔΑΔ στην υπόθεση R.C. κατά Σουηδίας (Αρ. 41827/07), όπου κρίθηκε ότι η αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτούντος ασύλου πρέπει να βασίζεται σε σαφείς και βιωματικές εξηγήσεις, οι οποίες θα αποδεικνύουν τον προσωπικό και άμεσο χαρακτήρα του κινδύνου που διατρέχει. Συνοψίζοντας, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις της Αιτήτριας δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς της την απαραίτητη βιωματική χροιά που θα ενίσχυε την αξιοπιστία τους.
Η Αιτήτρια, βάσει των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει με συνοχή, σαφήνεια και ευλογοφάνεια τον πυρήνα του αιτήματός της. Οι απαντήσεις της στις ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού κρίθηκαν αόριστες και επιφανειακές, ενώ οι ισχυρισμοί της παρουσίαζαν σημαντικά ελλείμματα ευλογοφάνειας. Επιπλέον, απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο που θα μπορούσε να ενισχύσει την αξιοπιστία του αιτήματός της.
Ενδεικτικά, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια και να παράσχει λεπτομέρειες σχετικά με τον φερόμενο φορέα δίωξής της, δηλαδή την κυρία με την οποία είχε, όπως ισχυρίστηκε, εξωσυζυγική σχέση με τον σύζυγό της. Δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία ούτε σχετικά με τη δίωξη που φέρεται να υπέστη από την εν λόγω κυρία, περιοριζόμενη σε γενικές και αόριστες εικασίες που στηρίζονται σε πληροφορίες ενός πνευματικού γιατρού, ο οποίος της ανέφερε ότι ενδέχεται να υπέστη κάποια κατάρα, λόγω της υποτιθέμενης εξωσυζυγικής σχέσης. Παρατηρείται ότι η Αιτήτρια αδυνατούσε να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της με επαρκείς πληροφορίες, συνάφεια και συνεκτικότητα, ενώ το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο απουσίαζε πλήρως από τις περιγραφές της αναφορικά με τη φερόμενη δίωξη που ισχυρίστηκε ότι υπέστη από την εν λόγω κυρία. Περαιτέρω, όπως ορθά επισήμαναν οι Καθ’ ων η Αίτηση, η Αιτήτρια υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις μεταξύ των δηλώσεών της στην έκθεση ευαλωτότητας και όσων ισχυρίστηκε κατά την ελεύθερη αφήγησή της στην προσωπική της συνέντευξη. Οι αντιφάσεις αυτές αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός της και, ως εκ τούτου, πλήττουν ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, σύμφωνα με το Άρθρο 4(5)(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο απαιτεί συνοχή στις δηλώσεις του αιτούντος. Ομοίως, αντιφατική υπήρξε και ως προς τον φερόμενο βάσιμο φόβο δίωξής της. Όπως η ίδια ανέφερε, η εν λόγω κυρία την απείλησε προφορικά μόνο μία φορά, τον Μάρτιο του 2020. Έκτοτε, μέχρι και την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της ένα έτος αργότερα, δεν υπέστη καμία περαιτέρω ενόχληση ή απειλή. Το μόνο που επικαλέστηκε ήταν η εικασία της, ενισχυμένη από τη γνώμη ενός πνευματικού γιατρού, ότι είχε πέσει θύμα κατάρας (βλ. ερ. 41 και 40 δ.φ.). Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Αιτήτρια αναζητούνταν από την εν λόγω κυρία —αν και ο ισχυρισμός αυτός έχει ήδη κριθεί ως αναξιόπιστος—, παραμένει το γεγονός ότι διέμεινε για περίπου ένα έτος στο σπίτι οικογενειακών φίλων της στην Kinshasa, χωρίς να δεχθεί οποιαδήποτε απειλή ή ενόχληση από τον υποτιθέμενο διώκτη της. Αυτές οι αντιφάσεις υπονομεύουν ουσιωδώς την εσωτερική αξιοπιστία του αιτήματος. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών και η έλλειψη εσωτερικής συνοχής στις δηλώσεις της Αιτήτριας πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του ισχυρισμού της, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4(5) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι οι δηλώσεις του αιτούντος πρέπει να κρίνονται συνολικά, με βάση τη συνέπειά τους και την ύπαρξη αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων.
Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεών του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών, καθώς και, σε ορισμένα σημεία, η έλλειψη ευλογοφάνειας, σε συνδυασμό με τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε—οι οποίες προκύπτουν εύλογα από το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης—οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης, ο οποίος απορρέει από τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας εναπόκειται πρωτίστως στον Αιτητή, ο οποίος οφείλει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του ότι υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε, βάσει των πραγματικών περιστατικών, να πληροί τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή την παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ωστόσο, εκτιμώ ότι ο Αιτητής απέτυχε να το πράξει στην παρούσα υπόθεση. (Βλ. William Crisantha Mal Francis Karumarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1875/08, ημερ. 1.3.2010, καθώς και το Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες, το οποίο ορίζει ότι ο Αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημά του—βλ. υπόθεση αρ. 1119/2009, ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012, Farhan Khalil v. Κυπριακή Δημοκρατία).
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία, όμως, δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και, βάσει αυτών, έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου).
Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας περί δίωξής της ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών, οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Αυτό το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου Edward Eskandaz ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Συναφώς, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας παρέχεται μόνο όταν η Αιτήτρια έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτήν στοιχεία σχετικά με την αίτησή της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος έχουν ικανοποιηθεί ότι είναι γενικά αξιόπιστη. Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε, είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, οποιονδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, η κρίση επί της αξιοπιστίας της Αιτήτριας και η έγερση κωλύματος στην έγκριση της αίτησης για λόγους αναξιοπιστίας ως προς τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς είναι επιτρεπτή (βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[3]. Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της Αιτήτριας στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Εξάλλου, ούτε από άλλα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υπόθεσης, ούτε από όσα εξέθεσε τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της συνηγόρου του, προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους», οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι η Αιτήτρια μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής της κατάστασης, ότι πράγματι θα υποστεί πράξεις δίωξης [4] από κάποια κυρία, σύζυγο του συντρόφου της. Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις που να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή λόγω της επανάληψής τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών, τα οποία επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[5]
Κατά την έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς της Αιτήτριας, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, λόγω του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών της, δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Ωστόσο, για λόγους πληρότητας, το Δικαστήριο διεξήγαγε έρευνα σχετικά με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)]
Έρευνα για τις εξωσυζυγικές σχέσεις στη Δημοκρατία του Κονγκό (DRC) αποκαλύπτει ένα έντονο έμφυλο διπλό πρότυπο, βαθιά ριζωμένο τόσο στις έθιμες πρακτικές όσο και στο νομικό πλαίσιο. Ενώ οι παντρεμένοι άνδρες συχνά εμπλέκονται σε εξωσυζυγικές σχέσεις —ένα φαινόμενο που γίνεται κοινωνικά ανεκτό και ακόμη και ανεπίσημα θεσμοθετείται ως μέρος του φαινομένου «deuxième bureau»—, οι γυναίκες που εμπλέκονται σε παρόμοιες σχέσεις αντιμετωπίζουν αυστηρές νομικές κυρώσεις και έντονο κοινωνικό στίγμα[6]. Ο Οικογενειακός Κώδικας της DRC προβλέπει ποινές φυλάκισης έως και ενός έτους για γυναίκες που κρίνονται ένοχες για μοιχεία, ενώ η εξωσυζυγική συμπεριφορά των ανδρών σπάνια διώκεται νομικά, εκτός εάν θεωρηθεί ότι έχει «βλαπτική ποιότητα»[7]. Αυτή η ανισότητα όχι μόνο αντικατοπτρίζει βαθιά ριζωμένες πολιτισμικές προκαταλήψεις, αλλά επίσης καταδεικνύει την ανεπάρκεια των μηχανισμών κρατικής προστασίας, οι οποίοι συχνά ενισχύουν, αντί να μετριάζουν, την ευαλωτότητα των γυναικών που υφίστανται διώξεις για τους παραπάνω λόγους.
Ωστόσο πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας[8] αναφέρει ότι τον Σεπτέμβριο, η κυβέρνηση θέσπισε έναν νόμο που ποινικοποιεί και τιμωρεί τον εκφοβισμό και τη στιγματοποίηση λόγω φύλου, καθώς και τη χρήση εξευτελιστικής μεταχείρισης. Ο νόμος τιμωρεί επίσης τον εξαναγκαστικό γάμο λεβιράτου και σοροράτου (όπου μια χήρα εξαναγκάζεται να παντρευτεί τον αδελφό του νεκρού συζύγου της ή μια γυναίκα εξαναγκάζεται να παντρευτεί τον σύζυγο της νεκρής αδελφής της, αντίστοιχα), καθώς και την παρενόχληση με βάση το φύλο σε πλατφόρμες κοινωνικών μέσων. Τον ίδιο μήνα, ο κώδικας ποινικής δικονομίας τροποποιήθηκε, απαλλάσσοντας τα θύματα σεξουαλικής και έμφυλης βίας από τα έξοδα των ποινικών διαδικασιών, τα οποία θα καλύπτονται από το κράτος. Εάν εφαρμοστούν, αυτές οι τροποποιήσεις υπόσχονται να ενισχύσουν τη νομική προστασία έναντι διαφόρων μορφών σεξουαλικής και έμφυλης βίας και να διασφαλίσουν καλύτερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τα θύματα. Αυτές οι νομοθετικές αλλαγές σηματοδοτούν ένα σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων και την καταπολέμηση της έμφυλης βίας.
Όσον αφορά τη χρήση της μαγείας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ), η μαγεία και οι δοξασίες γύρω από αυτήν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή πολλών κοινοτήτων. Η πίστη στη μαγεία είναι βαθιά ριζωμένη σε παραδοσιακές αφρικανικές κοσμοθεωρίες και συχνά επηρεάζει την καθημερινή ζωή, τις κοινωνικές σχέσεις και ακόμη και το δικαστικό σύστημα[9]. Ωστόσο οι διαθέσιμες πληροφορίες είναι περιορισμένες και κυρίως γενικές ως προς τη χώρα. Σύμφωνα με έρευνα της GALLUP το 2010, το 76% του πληθυσμού της ΛΔΚ πιστεύει στη μαγεία, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο της υποσαχάριας Αφρικής (55%). Η OMCT επισημαίνει ότι το παραδοσιακό εθιμικό δίκαιο της ΛΔΚ συνδέει τις γυναίκες με «ανεξέλεγκτες δυνάμεις από τον μη ανθρώπινο κόσμο». Ιστορικά, οι χήρες και οι ανύπαντρες γυναίκες, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές, κατηγορούνταν για μαγεία και απομονώνονταν από τις κοινότητες. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990, παρατηρείται μετατόπιση των κατηγοριών προς τα παιδιά, κυρίως στις μεγάλες πόλεις[10]. Έκθεση του ΟΗΕ για την περιοχή Kasaï, όπου κατοικούν κυρίως μέλη της εθνοτικής ομάδας Luba, δείχνει ότι η πίστη στη μαγεία παραμένει ευρέως διαδεδομένη. Η CEDAW αναφέρει ότι οι γυναίκες που κατηγορούνται για μαγεία συχνά υφίστανται βασανιστήρια και κακομεταχείριση, ακόμη και σε περιοχές που δεν πλήττονται από συγκρούσεις[11] [12]. Παρά τις προσπάθειες των αρχών και των μη κυβερνητικών οργανώσεων να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, η βαθιά ριζωμένη πίστη στη μαγεία και η έλλειψη επαρκών θεσμικών μηχανισμών καθιστούν την καταπολέμησή του ιδιαίτερα δύσκολη.
Αναφορικά με τεκμηριωμένες περιπτώσεις γυναικών που κατηγορήθηκαν για μαγεία έκθεση της ΕΥΑΑ[13] αναφέρει ότι:
Συγκρούσεις για χρήματα, διαφορές που σχετίζονται με τη γη και ο φθόνος για την περιουσία των γειτόνων αποτελούν συνηθισμένες αιτίες που μπορεί να κλιμακωθούν και να οδηγήσουν σε τέτοιες κατηγορίες. Οι γυναίκες που εργάζονται σε ορυχεία, σύμφωνα με έναν τοπικό υπουργό της επαρχίας Κατάνγκα, κινδύνευαν να θεωρηθούν μάγισσες. Μια έκθεση του 2014 από την οργάνωση Freedom from Torture περιγράφει την περίπτωση μιας λεσβίας γυναίκας που υπέστη βασανιστήρια και κακοποίηση τόσο από τις αρχές όσο και από την κοινότητά της, η οποία την κατηγόρησε για μαγεία και για τον θάνατο μελών της οικογένειάς της. Άλλη περίπτωση που αναφέρθηκε το 2019 στο Mugunga αφορά μια γυναίκα που σκοτώθηκε λόγω οικονομικής διαμάχης με τον πεθερό της, ο οποίος την κατηγόρησε για μαγεία και δηλητηρίαση του συζύγου της. Το περιστατικό οδήγησε στον θάνατο έξι ατόμων, χωρίς καμία παρέμβαση από τις τοπικές αρχές, παρά την παρουσία των ένοπλων δυνάμεων στην περιοχή. Επιπλέον, έκθεση του Rift Valley Institute αναφέρει ότι δολοφονίες που σχετίζονται με κατηγορίες για μαγεία στο ανατολικό Κονγκό συνδέονται συχνά με οικογενειακές συγκρούσεις και στοχεύουν κυρίως γυναίκες. Σύμφωνα με την οργάνωση Femme au Fone, οι κατηγορίες συχνά επιβεβαιώνονται από άτομα που ισχυρίζονται ότι συμβουλεύονται πνεύματα. Στην επαρχία του Νότιου Κίβου, εφαρμόζεται το λεγόμενο «τεστ μαγείας» σε γυναίκες ύποπτες για μαγεία. T ο 2013, μια 62χρονη γυναίκα στο Νότιο Κίβου κινδύνευσε να λιντσαριστεί από όχλο λόγω κατηγοριών για μαγεία. Το περιστατικό επιλύθηκε μέσω baraza, ενός τοπικού συστήματος διαμεσολάβησης που στοχεύει στην αποτροπή βίαιων συγκρούσεων χωρίς κυβερνητική παρέμβαση.
Ως προς την κρατική προστασία ή ίδια έκθεση της ΕΥΑΑ[14] αναφέρει:
Η Έκθεση του Δείκτη Κοινωνικών Ιδρυμάτων και Φύλου (Social Institutions and Gender Index) του ΟΟΣΑ για το 2019 επισημαίνει ότι, παρόλο που η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) επικύρωσε το Πρωτόκολλο της Μαπούτο το 2018 και το Σύνταγμά της εγγυάται το δικαίωμα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα, παραμένουν σημαντικά κενά στην προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών. Η έκθεση αναφέρει ότι στη χώρα δεν υπάρχει συνολικός νόμος για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, ενώ οι γυναίκες αντιμετωπίζουν αδύναμα νομικά και δικαστικά συστήματα, καθώς και μια κουλτούρα σιωπής και ατιμωρησίας των δραστών.
Ο ΟΟΣΑ τονίζει περαιτέρω ότι, παρά τις συνταγματικές διασφαλίσεις, οι γυναίκες στη ΛΔΚ δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, λόγω των υψηλών νομικών εξόδων, του ανεπαρκούς αριθμού δικαστηρίων, της αντίληψης αναποτελεσματικότητας και της διαφθοράς στο δικαστικό σύστημα. Επιπλέον εμπόδια περιλαμβάνουν την έλλειψη γνώσης των νομικών δικαιωμάτων από τις γυναίκες και τον φόβο ταπείνωσης, αντεκδίκησης ή πίεσης από την οικογένεια σε περίπτωση που αποφασίσουν να προσφύγουν σε επίσημη νομική διαδικασία.
Η CEDAW στην έκθεσή της τον Ιούνιο του 2019 επιβεβαιώνει αυτά τα ευρήματα, επισημαίνοντας ότι οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όπως η έλλειψη δικαστηρίων και δικαστών σε ορισμένες επαρχίες, οι οικονομικές δυσκολίες και η ανασφάλεια σε ορισμένα τμήματα της χώρας. Οι διακριτικοί εθιμικοί νόμοι εξακολουθούν να εφαρμόζονται από παραδοσιακούς ηγέτες και δικαστήρια, παρόλο που το Σύνταγμα ορίζει ότι ο θεσμοθετημένος νόμος υπερισχύει του εθιμικού δικαίου (Άρθρο 207). Ένα παράδειγμα αυτού είναι ο αποκλεισμός των χήρων από την κληρονομιά βάσει του εθιμικού δικαίου, ακόμη κι αν ο Οικογενειακός Κώδικας αναγνωρίζει επίσημα αυτό το δικαίωμα. Αν ο σύζυγος πεθάνει χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη, τα παιδιά έχουν προτεραιότητα έναντι της χήρας όσον αφορά την κληρονομιά.
Η Freedom House σημειώνει ότι, στη ΛΔΚ, τα επίσημα δικαστήρια είναι συγκεντρωμένα κυρίως σε αστικές περιοχές, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού βασίζεται σε εθιμικά δικαστήρια ή ανεπίσημους μηχανισμούς απονομής δικαιοσύνης, γεγονός που περιορίζει ακόμη περισσότερο την πρόσβαση των γυναικών σε δίκαιες νομικές διαδικασίες, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές.
Αναφορικά με την κρατική προστασία σε περίπτωση κατηγορίας περί άσκησης μαγείας. Το άρθρο 78 του Ποινικού Κώδικα στη ΛΔΚ ορίζει τα εξής: «Όποιος, κάνοντας κατάχρηση των δεισιδαιμονικών πεποιθήσεων ανθρώπων, καταλογίζει σε ένα άτομο, χωρίς καμία βάση, μια πραγματική ή φανταστική πράξη ή γεγονός, γνωρίζοντας ότι αυτός ο καταλογισμός θα υποκινούσε άλλους στο να διαπράξουν αδίκημα, θα θεωρείται συνεργός στο αδίκημα που προκλήθηκε με αυτό τον τρόπο».[15]
Το άρθρο 41 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Η εγκατάλειψη και η κακομεταχείριση παιδιών, ιδίως η παιδεραστία, η σεξουαλική κακοποίηση και η κατηγορία της ενασχόλησης με μαγεία, απαγορεύονται και τιμωρούνται από το νόμο».[16]
Το άρθρο 160 του Νόμου για την Προστασία της Παιδικής Ηλικίας προβλέπει τα εξής: «Όποιος κακόβουλα και δημόσια κατηγορεί ένα παιδί για συγκεκριμένο γεγονός που ενδέχεται να υπονομεύσει την τιμή και την αξιοπρέπειά του τιμωρείται με φυλάκιση από δύο έως δώδεκα μήνες και πρόστιμο από διακόσιες χιλιάδες έως εξακόσιες χιλιάδες φράγκα Κονγκό. Σε περίπτωση κατηγορίας για μαγεία που απευθύνεται σε παιδί, ο κατήγορος τιμωρείται με φυλάκιση από ένα έως τρία έτη και πρόστιμο από διακόσιες χιλιάδες έως ένα εκατομμύριο φράγκα Κονγκό».[17]
Το USDOS ανέφερε ότι, αν και το Σύνταγμα απαγορεύει τη γονική εγκατάλειψη παιδιών που κατηγορούνται για μαγεία, οι αρχές δεν εφάρμοσαν τον νόμο κατά το 2020.[18] Έλλειψη νομικής προστασίας για τα παιδιά που κατηγορούνται για μαγεία αναφέρεται σε άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2020 από την Deutsche Welle (DW) σημειώνεται ότι το νομικό πλαίσιο στο Κονγκό δεν αναγνωρίζει την μαγεία ως παραβίαση του νόμου, επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία που μπορούν να προσκομισθούν. Δυστυχώς, η κοινωνία έχει αναπτύξει τις δικές της πρακτικές για να «απονείμει» δικαιοσύνη και να τιμωρήσει αυτούς που κατηγορούνται για μαγεία.[19]
Από τις παραπάνω πληροφορίες, οι οποίες προέρχονται από εξωτερικές πηγές, επιβεβαιώνεται γενικά η ύπαρξη και η χρήση της μαγείας στη ΛΔΚ, καθώς και οι προκαταλήψεις και τα έθιμα που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη πρακτική. Επιπλέον, τα θύματα βίας, και ιδιαίτερα οι γυναίκες, αντιμετωπίζουν εμπόδια στην αναζήτηση δικαιοσύνης, όπως το στίγμα, η έλλειψη νομικής ενημέρωσης και η αδύναμη δικαστική υποδομή. Ωστόσο, δεν προκύπτει συγκεκριμένη επιβεβαίωση σχετικά με το προσωπικό ζήτημα της Αιτήτριας. Σημειώνεται, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες πηγές πληροφόρησης, ότι η Αιτήτρια ουδέποτε επικαλέστηκε οποιονδήποτε φόβο δίωξης λόγω του φύλου της, ούτε προέβαλε ισχυρισμό ότι κατηγορήθηκε για μαγεία αλλά ούτε κατηγορήθηκε για μοιχεία .
Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι οι δηλώσεις της, όπως αυτές διατυπώνονται στην ελεύθερη αφήγησή της κατά την προσωπική της συνέντευξη, χαρακτηρίζονται από ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών. Η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες σχετικά με την υποτιθέμενη δίωξη από τη σύζυγο του συντρόφου της λόγω της σχέσης της μαζί του, ούτε κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης εξαιτίας αυτού. Ως εκ τούτου, δεν πληρούται η προϋπόθεση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού. Δεδομένης της έλλειψης τεκμηριωμένης εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών της Αιτήτριας, όπως αναλύεται εκτενώς ανωτέρω, ο ισχυρισμός της περί φόβου δίωξης από τη σύζυγο του συντρόφου της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και, συνεπώς, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Συνεπακόλουθα, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή της. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, οι οποίοι ορθώς έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό –ήτοι τα προσωπικά της στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής της– δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και, επομένως, δεν συνιστούν επαρκή βάση για την αναγνώρισή της ως πρόσφυγα.
Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή, είτε λόγω της φύσης είτε λόγω της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου). Πέραν των προαναφερθέντων σημείων αναξιοπιστίας, τα οποία κρίνω ότι πλήττουν ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας, επισημαίνω ότι, σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί της περί κινδύνου λόγω ιδιωτικής διαφοράς και δίωξης εξαιτίας κάποιας εξωσυζυγικής σχέσης αφενός δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι και αφετέρου στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς. Οι δε ιδιωτικές διαφορές, καταρχήν, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και, επομένως, δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Η Αιτήτρια θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, κάτι το οποίο, όπως ανέφερε, δεν έπραξε (βλ. ερ. 40 δ.φ.). Επιπλέον, δεν έχει συνδέσει τα εν λόγω περιστατικά ή την απροθυμία της να απευθυνθεί στις αρχές της ΛΔΚ με κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ούτε προσκομίστηκε από την πλευρά της Αιτήτριας οποιαδήποτε μαρτυρία ή στοιχείο κατά τη διαδικασία ενώπιόν μου, το οποίο να υποδεικνύει ότι δεν θα μπορούσε να αποταθεί στις αρχές της χώρας της. Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται ότι η προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής της δεν ήταν διαθέσιμη για το πρόβλημα που, κατά τους ισχυρισμούς της, αντιμετωπίζει. Τέλος, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, δεν προκύπτει ότι οι απειλές που δέχθηκε η Αιτήτρια υπό τη μορφή «πνευματικών επιθέσεων/κατάρας» από την εν λόγω κυρία συνιστούν, εκ της φύσης τους, πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης. Δηλαδή, δεν αποδεικνύεται ότι είναι αρκούντως σοβαρές, είτε λόγω της φύσης είτε λόγω της επανάληψής τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή να αποτελούν σώρευση διαφόρων καταπιεστικών μέτρων. Πέραν του γεγονότος ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας κρίνονται αναξιόπιστοι για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, φρονώ ότι είναι, σε κάθε περίπτωση, υπερβολικά γενικοί για να δικαιολογήσουν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Η Αιτήτρια είχε, ακόμη και σε αυτό το στάδιο, την ευκαιρία να τεκμηριώσει και να συγκεκριμενοποιήσει τους ισχυρισμούς της περί δίωξης, όμως δεν το έπραξε. Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως εξάλλου προκύπτει από την ελεύθερη αφήγησή της, ανέφερε ότι τίποτε δεν της συνέβη και ότι ουδέποτε την προσέγγισε ξανά η εν λόγω κυρία, πέραν της εικασίας ότι εκείνη την καταράστηκε τον Μάιο του 2020, έως και την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της, περισσότερο από έναν χρόνο αργότερα (βλ. ερ. 41 και 40 δ.φ.). Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα προαναφερθέντα, δεν συντρέχει καμία από τις βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου.
Από τα όσα επικαλείται η Αιτήτρια, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και ότι θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Επίσης, η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται δεν εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει η Αιτήτρια δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας ή της αξιοπρέπειάς της. Συνεπώς, δεν συνιστούν πράξεις δίωξης, κατά την έννοια του νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει, στην περίπτωση της Αιτήτριας, οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της, για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η Υπηρεσία Ασύλου, στην έκθεση/εισήγησή της, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό της και, για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Επιπλέον, ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια παρουσίασε περαιτέρω στοιχεία ή μαρτυρία για να καλύψει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω αντιφάσεις παραμένουν και η κρίση της διοίκησης λαμβάνεται ως ορθή από το Δικαστήριο (F.E.E. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αριθ. 2407/22, ημερ. 21/02/2023). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, που έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό –ήτοι τα προσωπικά της στοιχεία, ο τόπος καταγωγής και ο τόπος συνήθους διαμονής της– δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τελευταίου τόπου διαμονής του Αιτητή, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές στην Kinshasa, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Όσον αφορά την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, πρόσφατες πηγές αναφέρουν πως η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ. του Κονγκό με παραπάνω από 100 ένοπλες ομάδες να είναι ακόμη ενεργές στις ανατολικές επαρχίες Ituri, North Kivu, South Kivu, και Tanganyika και με περιστατικά διακοινοτικής βίας να λαμβάνουν χώρα στην δυτική περιοχή Mai-Ndombe[20]. Παρόλη την βία και τις συνθήκες ανασφάλειας που επικρατούν στις ανατολικές περιοχές της χώρας, στην επαρχία Kinshasa βρέθηκε πως δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς [21].
Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα δεδομένα αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa, της οποίας η πόλη Kinshasa αποτελεί πρωτεύουσα. Κατά την χρονική περίοδο 24/02/2024 έως 21/02/2025 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν 119 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 226 απώλειες, τα περισσότερα εξ αυτών αποδίδονται σε διαδηλώσεις/εξεγέρσεις (202 περιστατικά ασφαλείας), τα 19 εξ αυτών χαρακτηρίστηκαν ως βία κατά αμάχων και τα 5 ως μάχες[22]. Σε έτερο ενημερωτικό σημείωμα του ACLED το οποίο περιλαμβάνει τα περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά το έτος 2022(στο σύνολο) στην ΛΔΚ αναφέρεται ότι στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν 100 περιστατικά τα οποία οδήγησαν σε 20 θανάτους[23]. Επίσης, η ευρύτερη περιοχή της Κinshasa αριθμεί περί τα 17,032,300 πληθυσμό[24].
Όπως παρατίθεται ανωτέρω, η κατάσταση ασφαλείας στις κεντρικές και στις περισσότερες δυτικές περιοχές της ΛΔΚ, όπου υπάγεται η Kinshasa, ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, είναι σχετικά πιο ήρεμη και σταθερή. Από τις προαναφερθείσες πληροφορίες προκύπτει ότι οι εχθροπραξίες περιορίζονται στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 43).
Ούτε παρατηρώ κάποιον παράγοντα επίτασης του κινδύνου για την Αιτήτρια, βάσει του ατομικού της προφίλ, όπως ορθά έκριναν και οι Καθ’ ων η Αίτηση. Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υγιής, με ένα σχετικά μέτριο μορφωτικό επίπεδο, ικανή προς εργασία, και χωρίς να έχει τεκμηριωθεί προηγούμενη δίωξή της. Επιπλέον, διαθέτει καλή γνώση και εξοικείωση με την περιοχή της συνήθους διαμονής της.
Τέλος, φρονώ ότι, στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν επικαλείται ειδικώς ότι, ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32), δεν προκύπτει ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της (βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β) Περί Προσφύγων Νόμου). Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο της Αιτήτριας οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Επομένως, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε, με την απόφασή της, ότι στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Συνακόλουθα, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου (Νόμος 6(Ι)/2000) για να της παρασχεθεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, δεν προέκυψε κανένας λόγος για την αναγνώριση στην Αιτήτρια του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της παρούσας υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και ότι εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα με τον Νόμο, και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναγνώριση στην Αιτήτρια του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Ομοίως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, καθώς η Αιτήτρια «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[2] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57
[3] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[4] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76
[5] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)
[6] August 2013 Refugee Documentation Centre Country Marriage Pack Democratic Republic of Congo
www.ecoi.net/en/file/local/1122228/1930_1390233085_drc-marriage-pack-august-2013.pdf
[7] 2015 Country Reports on Human Rights Practices - Democratic Republic of the Congo
https://www.refworld.org/reference/annualreport/usdos/2016/en/109841
[8] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107871.html
[10] The guardian - Witchcraft claims against children in Congo DRC reflect curse of poverty
https://www.theguardian.com/global-development/2013/jan/24/witchcraft-children-congo-drc-poverty.
[11] ΕΥΑΑ -COI Query- Current information on the situation of widows and single women accused of causing death of their husbands through witchcraft in Kinshasa. www.ecoi.net/en/file/local/2019932/2019_11_11_EASO_COI_+QUERY_DRC_Women_accused_witchcraft_Q27.pdf
[12] The guardian- Witch-hunt murders surge in Democratic Republic of Congo
https://www.theguardian.com/world/2021/sep/28/witch-hunt-murders-surge-democratic-republic-congo-women-south-kivu-province
[13] ΕΥΑΑ -COI Query- Current information on the situation of widows and single women accused of causing death of their husbands through witchcraft in Kinshasa. www.ecoi.net/en/file/local/2019932/2019_11_11_EASO_COI_+QUERY_DRC_Women_accused_witchcraft_Q27.pdf
[14] ΕΥΑΑ -COI Query- Current information on the situation of widows and single women accused of causing death of their husbands through witchcraft in Kinshasa. www.ecoi.net/en/file/local/2019932/2019_11_11_EASO_COI_+QUERY_DRC_Women_accused_witchcraft_Q27.pdf
[15] DRC, Penal Code, 2004, art. 78, [informal translation by EASO], http://www.leganet.cd/Legislation/JO/2004/JO.30.11.2004.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/07/2023)
[16] DRC, The Constitution of the Democratic Republic of Congo, 2005, art. 160, http://constitutionnet.org/sites/default/files/DRC%20-%20Congo%20Constitution.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/07/2023)
[17] DRC, Loi n° 09/001 du 10 janvier 2009 portant protection de l'enfant, 2009, [informal translation by EASO] http://www.leganet.cd/Legislation/JO/2009/JOS.25.05.2009.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/07/2023)
[18] USDOS, 2020, RDC 2020 Country Report on Human Rights Practices, 30 March 2021, https://www.state.gov/reports/2020-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/07/2023)
[19] Deutsche Welle (DW), Witch hunts: A global problem in the 21st century, 10 August 2020, https://www.dw.com/en/witch-hunts-a-global-problem-in-the-21st-century/a-54495289 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/07/2023)
[20] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Democratic Republic of Congo, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103189.html, AI – Amnesty International (Author): Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Democratic Republic Of The Congo 2022, 27 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089471.html, UN Security Council (Author): Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2023/990], 30 December 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2103043/N2336437.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)
[21] λ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th#:~:text=the%20Congo%20(CODECO)-,DRC%3A%20A%20New%20Conflict%20in%20Ituri%20involving%20the%20Cooperative,Development%20of%20the%20Congo%20(CODECO)&text=The%20Democratic%20Republic%20of%20Congo,in%20Ituri%2C%20Kasai%20and%20Kivu. UN Security Council (Author): Final report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2023/431], 13 June 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2094036/N2312380.pdf , UN Security Council (Author): Final report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2022/479], 14 June 2022
https://www.ecoi.net/en/file/local/2074508/N2233870.pdf(ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)
[22] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACCLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard) (ημερομηνία πρόσβασης 26/02/2025)
[23] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, YEAR 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2090468/2022yDemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 25/02/2024)
[24]https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (ημερομηνία πρόσβασης 26/02/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο