S.N.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 3588/23, 11/2/2025
print
Τίτλος:
S.N.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 3588/23, 11/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

       Υπόθεση Αρ. 3588/23

 

11 Φεβρουαρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

S.N.E.

Αιτητή 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή της

Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                         Καθ’ ων η αίτηση

 ..................................................

 

Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Γεωργία Καρατσιόλη για Χρύσα Ματθαίου, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Έλενα Ιωάννου για Ανδρέα Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

  

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/08/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και στις 26/04/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.  Στις 29/04/2022, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας. 

 

Στις 17/08/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο – EUAA (στο εξής «λειτουργός»).  Στις 22/08/2023, ο λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 28/08/2023, αρμόδιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για την αίτηση του αιτητή και αποφάσισε την απόρριψή της.  Στις 08/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.  Κατά συνέπεια οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει ότι λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο και ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.  Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον μοναδικό ισχυρισμό που προωθεί ο αιτητής περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε ότι ο αποβιώσας πατέρας του ήταν ο αρχιερέας του χωριού και ο ίδιος, ως ο πρωτότοκος υιός έπρεπε να αναλάβει τη θέση του. Εντούτοις, ανέφερε ότι η ανάληψη της θέσης του αρχιερέα έρχεται σε αντίθεση με τη χριστιανική του πίστη και συνεπεία αυτού λαμβάνει απειλές από τους γέροντες του χωριού ότι θα τον σκοτώσουν και θα χρησιμοποιήσουν το αίμα του για θυσία. Τέλος, ανέφερε ότι κατέφυγε σε ένα πάστορα, ο οποίος τον βοήθησε να διευθετήσει την αναχώρησή του.

 

Κατά το στάδιο της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Udi της πολιτείας Enugu, την οποία σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι θεωρεί και τόπο συνήθους διαμονής του. Από το 2008 μέχρι το 2022 ανέφερε ότι διέμενε στην πόλη Port Harcourt για επαγγελματικούς λόγους. Σε σχέση με το θρήσκευμα και την εθνικότητά του, ανέφερε ότι είναι χριστιανός καθολικός και ότι ανήκει στη φυλή των Igbo. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι είναι άγαμος και άτεκνος.

 

Σε σχέση με την οικογένειά του, ο αιτητής ανέφερε πως ο πατέρας του απεβίωσε στις 19/07/2020 λόγω ασθένειας και ότι η μητέρα του και η αδερφή του διαμένουν σε μία εκκλησία στο χωριό Umulumgbe της πολιτείας Enugu από τον Απρίλιο του 2022. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ως προς την εργασιακή του εμπειρία, ανέφερε ότι διατηρούσε δική του επιχείρηση από το 2014 με εξαρτήματα/ανταλλακτικά μοτοσικλετών στην πόλη Port Harcourt της πολιτείας Rivers.

 

Κατά την ελεύθερη αφήγησή του σε σχέση με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι οι νέοι και οι γέροντες του χωριού προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν.  Όπως ισχυρίστηκε, ο πατέρας του ήταν αρχιερέας στο χωριό και με βάση την παράδοση, όταν αποβιώσει τον διαδέχεται ο πρωτότοκος υιός. Συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο αιτητής ανέφερε ότι όταν του ζήτησαν οι γέροντες του χωριού να αναλάβει τη θέση του πατέρα του, δεν αποδέχθηκε, καθότι ως Χριστιανός δεν πιστεύει στην παραδοσιακή θρησκεία.

 

Όπως τον πληροφόρησαν, αν δεν αποδεχόταν να αναλάβει τη θέση αυτή, θα έπρεπε να θυσιάσουν το αίμα του στους θεούς, ώστε να αναλάβει κάποιος άλλος. Εξαιτίας των απειλών κατά της ζωής του, κατέφυγε με τη συνδρομή της μητέρας του (επίσης Χριστιανή στο θρήσκευμα) σε πάστορα της καθολικής εκκλησίας, ο οποίος τον βοήθησε να διευθετήσει την αναχώρησή του από τη χώρα. Πρόσθεσε πως κατά την παραμονή του στη Δημοκρατία, δέχεται πνευματικές επιθέσεις, οι οποίες θεωρεί ότι προέρχονται από τους κατοίκους του χωριού. Σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ισχυρίστηκε ότι η ζωή του θα βρίσκεται σε κίνδυνο, καθότι οι κάτοικοι του χωριού θα τον χρησιμοποιήσουν ως θυσία. Επίσης, εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει στη Δημοκρατία για πέντε ακόμη χρόνια έως ότου διευθετηθεί εναλλακτική επιλογή για τη θέση του αρχιερέα και με σκοπό να φροντίσει τη μητέρα του στο διάστημα αυτό.

 

Στη βάση των ανωτέρω, ο λειτουργός σχημάτισε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, το προσωπικό προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή και ο δεύτερος τον κατ’ ισχυρισμό φόβο κατά της ζωής του λόγω απειλών που έλαβε από άτομα του χωριού, συνεπεία της μη αποδοχής του να αναλάβει τη θέση του παραδοσιακού αρχιερέα που κατείχε ο αποβιώσας πατέρας του.  Ο λειτουργός αποδέχτηκε τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, καθότι κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.  Ωστόσο,  ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, δεν έτυχε αποδοχής, καθότι οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν ως μη λεπτομερείς και ασυνεπείς.

 

Ο λειτουργός, προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, έκρινε ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να παραθέσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματός του και οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονταν από γενικότητα και ασάφεια. Συγκεκριμένα, ο λειτουργός κατέγραψε ότι ο αιτητής υπήρξε ασυνεπής ως προς το τι ακριβώς συνέβη πριν αναχωρήσει από τη Νιγηρία το 2022. Σε αρχικό στάδιο της συνέντευξης δήλωσε ότι έμενε στο διαμέρισμά του στο Port Harcourt (πρωτεύουσα της πολιτείας Rivers), ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι διέμενε και κρυβόταν σε μια εκκλησία στην περιοχή Udi της πολιτείας Enugu για πέντε μήνες πριν την αναχώρησή του από τη Νιγηρία.

 

Όταν του επισημάνθηκε η αντίφαση αυτή, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει εύλογη εξήγηση. Πρόσθετα, παρατηρήθηκε ασυνέπεια σχετικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κρυβόταν στην εκκλησία, καθότι ενώ αρχικά δήλωσε ότι ήταν για ένα μήνα, ακολούθως ανέφερε ότι έμενε εκεί για πέντε μήνες. Επιπλέον, ενώ δήλωσε ότι εργαζόταν στην επιχείρησή του στο Port Harcourt μέχρι τον Ιανουάριο του  2022, σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης ανέφερε ότι δεν επέστρεψε ξανά στο Port Harcourt μετά την μετάβασή του στο χωριό του το 2021.

 

Επίσης, ο λειτουργός κατέγραψε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρεια τι συνέβη την μέρα της συνάντησης της μητέρας του με τους κατοίκους του χωριού όταν της ζήτησαν όπως ο αιτητής αναλάβει τη θέση του αρχιερέα, ούτε παρείχε πληροφορίες για τη μέρα που συναντήθηκε ο ίδιος μαζί τους. Δήλωσε λακωνικά ότι του ζητήθηκε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του, χωρίς να δίνει συγκεκριμένες πληροφορίες. Αόριστα και γενικόλογα κρίθηκε ότι απάντησε όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τον ρόλο του πατέρα του ως παραδοσιακού αρχιερέα, όταν ήταν εν ζωή. Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει πότε ο πατέρας του ανέλαβε την εν λόγω θέση, ούτε να δώσει πληροφορίες για τον προκάτοχό της. 

 

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ο λειτουργός παρέπεμψε σε πηγές πληροφόρησης, βάσει των οποίων επιβεβαιώνεται η αύξηση στις επιθέσεις και στις απαγωγές με στόχο τους παραδοσιακούς άρχοντες, ιδιαίτερα στις νότιες περιοχές της Νιγηρίας. Ωστόσο, ενόψει της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις του αιτητή, ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.

 

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό, δηλαδή την ταυτότητα και το προσωπικό προφίλ του αιτητή, το γεγονός ότι δεν προκύπτουν ενδείξεις ευαλωτότητας, σε συνδυασμό με τα ευρήματα έρευνας αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας, όπου αναμένεται να επιστρέψει ο αιτητής, κρίθηκε ότι δεν υπήρχαν εύλογοι λόγοι να θεωρείτο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και ειδικότερα στην πολιτεία Enugu θα αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.  Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, αφού η κατάσταση στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πολιτεία Enugu, στην οποία αναμενόταν να επέστρεφε, δεν χαρακτηριζόταν από διεθνή η εσωτερική ένοπλη σύγκρουση.  Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ’ ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τη συνήγορό του, αλλά και από τον συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. 

 

Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ, εφόσον μάλιστα δεν αμφισβητείται.  Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, τον κατ’ ισχυρισμό κίνδυνο κατά της ζωής του αιτητή από τους κατοίκους του χωριού επειδή αρνήθηκε να αναλάβει τη θέση του αρχιερέα μετά τον θάνατο του πατέρα του, κρίνω ότι ορθά έτυχε απόρριψης από τους καθ’ ων η αίτηση, καθότι οι δηλώσεις και οι απαντήσεις του αιτητή κρίθηκαν μη συνεκτικές, γενικές και μη λεπτομερείς.

 

Ειδικότερα, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει συγκεκριμένες και συνεκτικές πληροφορίες για το γεγονός ότι επρόκειτο να διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του αρχιερέα, παρά το γεγονός ότι του είχε ζητηθεί να διευκρινίσει τους ισχυρισμούς του. Δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει ποια ήταν τα καθήκοντα του πατέρα του ως αρχιερέας και ποιος ήταν ο προκάτοχος της θέσης. Ο αιτητής ανέφερε αόριστα ότι ο πατέρας του βοηθούσε τους κατοίκους του χωριού όταν αντιμετώπιζαν κάποιο θέμα και πραγματοποιούσαν θυσίες, ενώ για τον προκάτοχο της θέσης απάντησε ότι ανέλαβε ο πατέρας του όταν ο «άνδρας απαβίωσε» εξηγώντας ότι δεν γνωρίζει ποιος ήταν, διότι τότε δεν είχε γεννηθεί τότε.

 

Πρόσθετα δεν έδωσε λεπτομερή περιγραφή, ούτε ουσιαστική πληροφορία σχετικά με την συνάντηση που είχαν οι κάτοικοι τόσο με την μητέρα του, όσο και με τον ίδιο, αναφέροντας μόνο ότι του ζήτησαν να αναλάβει τη θέση. Επιπλέον, υπέπεσε σε αντιφάσεις, τόσο για το χρονικό διάστημα για το οποίο διέμενε στην εκκλησία όπου ισχυρίστηκε ότι κρυβόταν, όσο και για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βρισκόταν στην πόλη Port Harcourt. Παρά το γεγονός ότι του δόθηκε η ευκαιρία να διευκρινίσει τις ασυνέπειες και τις ελλείψεις στην αφήγησή του, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ευλογοφανείς εξηγήσεις. Επίσης, ερωτηματικά εγείρει και το γεγονός ότι οι κάτοικοι του χωριού ζήτησαν συνάντηση με την μητέρα του αιτητή ένα χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο αιτητής ανέφερε ότι λόγω σεβασμού προς τον πατέρα του άφησαν να παρέλθει ένας χρόνος.

 

Επιπλέον, από τον Ιούλιο του 2020 όταν απεβίωσε ο πατέρας του, η θέση παρέμεινε κενή μέχρι και το 2022 όταν ο αιτητής αναχώρησε από τη χώρα. Κληθείς να εξηγήσει, ο αιτητής ανέφερε ότι έπρεπε να εξεύρουν λύση προτού αναλάμβανε κάποιος, απάντηση που δεν κρίνεται ευλοφογανής. Τέλος, ο αιτητής αναφέρθηκε σε απειλές, ισχυριζόμενος ότι οι κάτοικοι του χωριού μίλησαν με την μητέρα του αρκετές φορές, χωρίς να δίνει περαιτέρω λεπτομέρειες. Πρόσθετα, ενώ ισχυρίστηκε ότι η μητέρα και η αδερφή του αντιμετώπισαν απειλές και προβλήματα λόγω του ζητήματος αυτού, ωστόσο ανέφερε ότι μετακόμισαν στην εκκλησία για προστασία τον Απρίλιο του 2022. Κληθείς να εξηγήσει, απάντησε και πάλι χωρίς συνοχή ότι μετακόμισαν όταν ο ίδιος εγκατέλειψε τη Νιγηρία.

 

Ερωτηθείς εκ νέου για ποιο λόγο δεν μετακόμισαν νωρίτερα, το 2021 όταν άρχισαν να λαμβάνουν απειλές, ο αιτητής απάντησε “because the heat with the village people was not so much at that time”, απάντηση η οποία στερείται ευλογοφάνειας, καθότι θα αναμένετο η κατ’ ισχυρισμό οργή των κατοίκων να υποχωρούσε με την πάροδο του χρόνου. Τέλος, σημειώνεται ότι ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ενάμιση και πλέον χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, και ένα περίπου χρόνο μετά τις κατ’ ισχυρισμό συναντήσεις που είχε ο ίδιος και η μητέρα του με τους κατοίκους του χωριού, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν διέτρεχε κάποιο άμεσο προσωπικό κίνδυνο λόγω της άρνησής του να διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του αρχιερέα μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα του.

 

Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτουν αρκετές ασυνέπειες και μη ευλογοφανείς δηλώσεις στο αφήγημα του αιτητή, οι οποίες αναντίλεκτα πλήττουν την γενικότερη αξιοπιστία των δηλώσεών του.  Τόσο οι ισχυρισμοί του, όσο και οι εξηγήσεις που έδωσε στις ασυνέπειες που προέκυψαν, χαρακτηρίζονται από γενικότητα και έλλειψη συνοχής, χωρίς λογική αλληλουχία. 

 

Κατά συνέπεια, κρίνω, όπως και οι καθ’ ων η αίτηση, ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, συμπληρωματικά της έρευνας που διεξήγαγε ο λειτουργός, το Δικαστήριο προέβη σε περαιτέρω έρευνα εκ της οποίας διαπιστώνονται τα ακόλουθα.

 

Σε  έκθεση της EUAA του 2017 αναφέρεται ότι πριν τον Ισλαμισμό και τον Χριστιανισμό, οι λαοί της Νιγηρίας είχαν δικές τους παραδοσιακές θρησκείες, οι οποίες ναι μεν ήταν διαφορετικές από κοινότητα σε κοινότητα, αλλά είχαν και κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα ότι λάτρευαν περισσότερους από έναν θεούς και πίστευαν σε υπερφυσικές δυνάμεις, που επιδίδονταν σε καλές πράξεις αλλά και τιμωρούσαν όταν παραβιάζονταν έθιμα και ταμπού. Οι πνευματικοί αρχηγοί αυτών των παραδοσιακών θρησκειών είναι μεσολαβητές με τον αθέατο κόσμο και παρέχουν θεραπείες τόσο με την έννοια της θεραπείας από ασθένειες όσο και με την μορφή τελετουργιών και φυλαχτών για προστασία από επιβλαβείς επιθέσεις από υπερφυσικές δυνάμεις.

 

Η πνευματική δύναμη συνδέεται συχνά με άτομα που κληρονόμησαν αυτές τις δυνάμεις από τους προγόνους τους ή με συγκεκριμένα επαγγέλματα (σιδηρουργοί) ή άτομα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως οι αλφικοί ή οι δίδυμοι. Πνευματικοί ηγέτες και άτομα με εξουσία οργανώνονται σε μυστικές κοινωνίες (με την έννοια ότι το να μιλάει κανείς ανοιχτά σχετικά με το τι συμβαίνει σε αυτές τις κοινωνίες είναι ταμπού εκτός από τους εμπλεκόμενους) αλλά η ύπαρξή τους είναι κοινώς γνωστή.[1] Εντοπίστηκαν επίσης παλαιότερες αναφορές περί συλλήψεων ειδωλολατρών που οδηγήθηκαν στα αρμόδια δικαστήρια μετά από καταγγελίες Χριστιανών ότι έκαναν ανθρωποθυσίες ενώ βρέθηκαν στην κατοχή τους 32 κρανία.[2]

 

Αναφορικά με την άρνηση κάποιου να αναλάβει τον ρόλο του ιερέα δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα περιστατικά για τα άτομα που αρνήθηκαν, να αντιμετώπισαν κάποιου είδους απειλές ή βία. Περαιτέρω, δεν είναι σύνηθες για κάποιον στην Νιγηρία να αρνηθεί τέτοιου είδους ρόλο, καθότι θεωρείται άρνηση ανάληψης θέσης εξουσίας και κύρους, αλλά ακόμη κι αν κάποιος αρνηθεί για θρησκευτικούς λόγους, υπάρχουν άλλοι οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν τον ρόλο ιερέα ή θρησκευτικού ηγέτη σε παραδοσιακές θρησκείες της Νιγηρίας γενικότερα.[3]  Με βάση απάντηση του IRB σχετικά με τις συνέπειες άρνησης του τίτλου αρχιερέα, στις νότιες και κεντρικές περιοχές της Νιγηρίας, η λαϊκή πεποίθηση που είναι ευρέως διαδεδομένη είναι ότι το επάγγελμα του αρχιερέα δεν μπορεί να αποκτηθεί, να διδαχθεί, να μεταδοθεί ή να κληρονομηθεί, αφού τις περισσότερες φορές αποκτάται αυτόματα μετά από προφητεία και χρησμό, ενώ ένα άτομο θα μπορούσε να γίνει αρχιερέας ή σαμάνος (shaman) κληρονομικά, με τον ρόλο του παραδοσιακού ιερέα να μεταβιβάζεται συχνότερα από γενιά σε γενιά.

 

Σχετικά με τον τρόπο επιλογής αρχιερέων αναφέρεται ότι η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι ο υποψήφιος πρέπει να συνδέεται με τη συγκεκριμένη θεότητα ιστορικά και γενεαλογικά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή καθορίζεται από τη θεότητα μέσω μαντείας, είτε άμεσης προσωπικής έμπνευσης. Σε άλλες περιπτώσεις, ο υποψήφιος επιλέγεται σύμφωνα με ένα πλαίσιο διαδοχής βάσει ιερατικής συγγένειας ή της ιδιότητας μέλους ενός χωριού ή μιας φυλής. Η ίδια πηγή αναφέρει πως δεν τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ο τίτλος δύναται να απορριφθεί, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις τοπικές πεποιθήσεις, ο τίτλος αυτός δεν προσφέρεται από ανθρώπους, αλλά γίνεται αυτόματα αποδεκτός, καθότι στις περισσότερες περιπτώσεις χορηγείται από τους θεούς πολύ πριν από τη γέννηση του ατόμου. Μία από τις συνέπειες αυτής της άρνησης μπορεί να είναι η μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή αναγκαστική εκδίωξη από τη κοινότητα σε πιο σοβαρές περιπτώσεις.

 

Όταν ο τίτλος είναι κληρονομικός το πρόσωπο αυτό οφείλει να αποδεχθεί την προσφορά αλλά, αν για κάποιο λόγο αρνηθεί, η κοινότητα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να εξεύρει αντικαταστάτη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κοινότητα θα αφήσει στην εκάστοτε θεότητα να αποφασίσει, παρόλο που υπάρχουν αναφορές για περιπτώσεις όπου τέτοια άτομα έχουν συστηματικά αποκλειστεί από τις εκδηλώσεις της κοινότητας. Η έκθεση αναφέρει ότι παρόλο που ο τίτλος του αρχιερέα εξακολουθεί να είναι "ανεκτός", εντούτοις στην πράξη είναι παράνομο, καθώς ορισμένες από τις αρμοδιότητές τους απαγορεύονται από τη νομοθεσία της Νιγηρίας, όπως η μαγεία, η δίκη με δοκιμασία και οι πρακτικές που σχετίζονται με Juju.[4]

 

Με βάση τα ανωτέρω, επιβεβαιώνεται η θέση του αρχιερέα στις παραδοσιακές θρησκείες και τις κοινότητες στη Νιγηρία. Ωστόσο, όπως καταγράφεται, η διαδοχή της θέσης, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι κληρονομική, συνήθως τα άτομα δεν αρνούνται να την αποδεχθούν καθότι είναι ένδειξη κύρους, εξουσίας και τυγχάνει μεγάλου σεβασμού από την κοινότητα. Επισημαίνεται μάλιστα, ότι σε περίπτωση άρνησης θα υπήρχαν γενικά αρκετοί άλλοι που θα είχαν τα προσόντα και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν.

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή, ότι δηλαδή η διαδοχή της θέσης είναι κληρονομική και ότι παραμένει μέχρι την ημερομηνία διεξαγωγής της συνέντευξής του κενή, δεν βρίσκει έρεισμα στις εξωτερικές πήγες πληροφόρησης, εφόσον διαφαίνεται ότι με ευκολία θα μπορούσε να βρεθεί κάποιο άτομο προς πλήρωσή της. Ούτε προκύπτει κάποια αρνητική συνέπεια σε περίπτωση άρνησης διαδοχής της θέσης, πέρα από τη μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή την αναγκαστική εκδίωξη από την κοινότητα σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω πληροφορίες, καθώς και το ότι ο αιτητής κατά την αφήγησή του προέβη σε ασυνεπείς, μη ευλογοφανείς και χωρίς επαρκή λεπτομέρεια δηλώσεις, ο ισχυρισμός απορρίπτεται, λόγω μη στοιχειοθέτησης του.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, διαφαίνεται πως ο αιτητής προέβη σε γενικές, αόριστες και αντιφατικές δηλώσεις οι οποίες δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό του. Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς δεν προέκυψε καμία ένδειξη πραγματικής, υφιστάμενης και έμπρακτης απειλής του αιτητή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, στη χώρα καταγωγής του.

 

Πρόσθετα, από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή ΠροσφύγωνΥποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή ΔημοκρατίαΥποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Ο λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του επρόκειτο για την πολιτεία Enugu της Νιγηρίας, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. 

 

Ωστόσο υπό το φως των ανωτέρω και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας θα διεξάγω περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας τόσο στην πολιτεία Enugu η οποία είναι η πολιτεία καταγωγής του και στην οποία εξακολουθούν να διαμένουν η μητέρα και η αδερφή του και την οποία ο ίδιος δήλωσε ως τόπο συνήθους διαμονής του, όσο και στην πολιτεία Rivers, όπου βρίσκεται η πόλη Port Harcourt, στην οποία ως ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι διέμενε και εργαζόταν από το 2008 έως το 2021/2022 και όπου ισχυρίστηκε ότι από το 2014 διατηρούσε δική του επιχείρηση.

  

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 03/02/2024 – 31/01/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Enugu, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, 110 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 83 ανθρώπινες ζωές. Τα 110 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 6 ταραχές (riots), 21 διαμαρτυρίες (protests), 54 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 34 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 29 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 49 ανθρώπινες απώλειες.[5] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Enugu σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 ανερχόταν στα 4,690,100.[6]

 

Για την ανωτέρω χρονική περίοδο καταγράφηκαν στην πολιτεία Rivers (στην οποία ανήκει η πόλη Port Harcourt), 152 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 59 ανθρώπινες ζωές. Τα 152 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 14 ταραχές (riots) με 3 απώλειες ανθρώπινων ζωών, 54 διαμαρτυρίες (protests) οι οποίες είχαν ως συνέπεια ένα θάνατο, 32 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 27 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 27 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence) και 25 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 28 ανθρώπινες απώλειες.[7] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Rivers σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 ανερχόταν στα 7,476,800.[8]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό σε κάθε πολιτεία, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στις προαναφερόμενες πολιτείες και δη στις περιοχές όπου διέμενε, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, με ικανοποιητική μόρφωση, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[2]  ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: a-6232 (ACC-NGA-6232), 1 August 2008

https://www.ecoi.net/en/document/1152544.html

[3] EASO, Country of Origin Report, Nigeria Country Focus, June 2017, σ. 61

https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf

[4] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021

https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html

 

[5]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Enugu)

[7]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Rivers)

[8] City Population – Nigeria, Rivers

https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο