K.O.I. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3612/23, 6/2/2025
print
Τίτλος:
K.O.I. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3612/23, 6/2/2025

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 3612/23

 

06 Φεβρουαρίου 2025

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

K.O.I., από τη Νιγηρία

Αιτητής

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

  ....................

 

 

Ο. Ηλιάδης (κος) για Αγγελική Λαζάρου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση

Ο Αιτητής είναι παρόν.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται: Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 5.9.2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 7.9.2023 και με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτηση ημερομηνίας 16.6.2021 του Αιτητή για διεθνή προστασία, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 11/06/2021, παραλαμβάνοντας στις 16/06/2021 τη σχετική βεβαίωση υποβολής του εν λόγω αιτήματός του. Στις 17/07/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 28/08/2023 η αρμόδια λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) του Αιτητή. Στην συνέχεια, ήτοι στις 30/08/2023, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 05/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον ίδιο στις 07/09/2023. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής, δια μέσω της ευπαίδευτου συνηγόρου του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως. Επί της γραπτής της αγόρευσης επικεντρώνεται στους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα, αλλά και ότι στερείται επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η Αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας και της κανονικότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι το αίτημα ασύλου εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από τον νόμο διαδικασίας και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου. Περαιτέρω, οι Καθ΄ ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο Αιτητής είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της Διοίκησης. Τέλος, υποβάλλουν ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι στο πρόσωπο του Αιτητή δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να δικαιολογούν φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και τον περί Προσφύγων Νόμο (Ν. 6(Ι)/2000), ούτως ώστε να του παρασχεθεί το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ή να αναγνωριστεί σε αυτόν το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί αυτός σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc). Επομένως, προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση(Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345) JAMALKAROUV Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αρ. 128/2008 ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

Στην αίτησή του ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του, επειδή περί τον Σεπτέμβριο του 2016, την ημέρα αποφοίτησης του από το πανεπιστήμιο, τον ενημέρωσαν πως άγνωστοι ένοπλοι άντρες εισέβαλαν στο σπίτι του πατέρα του και τον σκότωσαν, λόγω του πετρελαίου που υπήρχε στη γη του πατέρα του στην κοινότητά του, που ήθελε να το πάρει η κυβέρνηση χωρίς να κάνει αναπτύξεις στην κοινότητα, κάτι στο οποίο ο πατέρας του ήταν εναντίον και έτσι τον σκότωσαν. Λόγω του ότι έκαναν στον πατέρα του και τα όσα εκείνος πάντοτε έλεγε στον ίδιο ενόσω ζούσε, έπρεπε να υπερασπιστεί τους δικούς του ανθρώπους, ως ανέφερε επίσης. Επιπλέον, ανέφερε ότι περί τον Δεκέμβριο του 2020, κάποιοι πήγαν στο σπίτι του, αλλά δεν τον βρήκαν και περί τον Μάρτιο του 2021, οι ίδιοι ένοπλοι άντρες που σκότωσαν τον πατέρα του πήγαν ξανά στο σπίτι του ιδίου για να τον σκοτώσουν, αλλά ο ίδιος πρόλαβε να διαφύγει και κατέφυγε στους θάμνους, όπου παρέμεινε για μια βδομάδα και έπειτα συνάντησε κάποιον που τον φιλοξένησε στο σπίτι του για άλλη μια βδομάδα, ο οποίος και τον βοήθησε για να φύγει από τη χώρα.

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Νιγηρίας, αναφέροντας ως περιοχή καταγωγής και διαμονής του, το Uromi στην πολιτεία Edo της Νιγηρίας, όπου και διέμενε μοναχός του μέχρι να φύγει από τη χώρα του (βλ. ερ. 19/1Χ και 17/1Χ-3Χ δ.φ.). Επιπλέον ανέφερε ότι είναι ελεύθερος, Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα και ομιλεί Αγγλικά όπως επίσης και τη διάλεκτο Esan (βλ. ερ. 19 δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό και εργασιακό του υπόβαθρο, ανέφερε ότι είναι απόφοιτος πανεπιστημίου από το 2016, ενώ εργαζόταν από το 2014 και μέχρι που έφυγε από τη χώρα του, ως πολιτικός μηχανικός και λόγω της εργασίας του ταξίδευε σε διάφορες πολιτείες της Νιγηρίας (βλ. ερ. 17/4Χ-8Χ δ.φ.). Ως προς το οικογενειακό του περιβάλλον, ο Αιτητής ανέφερε ότι η μητέρα του είχε αποβιώσει όταν ο ίδιος ήταν σε μικρή ηλικία, ενώ ο πατέρας του σκοτώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2016, λόγω διαμάχης με την κυβέρνηση (ως ισχυρίστηκε), και δεν έχει αδέλφια ως είπε (βλ. ερ. 19/5Χ και 18/1Χ-7Χ δ.φ.). Δήλωσε επίσης ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο και να εργαστεί νόμιμα εδώ, ενώ υπέβαλε αίτηση ασύλου ώστε να είναι νόμιμος (βλ. ερ. 15/4Χ-5Χ δ.φ.).

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ότι κινδύνευε η ζωή του σχετικά με ένα κληρονομικό τεμάχιο γης, λόγω του οποίου σκότωσαν τον πατέρα του, επειδή η κυβέρνηση είχε ανακαλύψει πετρέλαιο στη γη αυτή, το οποίο εξόρυξαν, αρνούμενοι να δώσουν αποζημίωση στην κοινότητα του πατέρα του και λόγω τούτου, είχαν σκοτώσει τον πατέρα του και αναζητούσαν τον ίδιο, ενώ πήγαν στο σπίτι του για να τον σκοτώσουν (ως επίσης ισχυρίστηκε), όμως ο ίδιος διέφυγε μακριά (βλ. ερ. 15/7Χ-8Χ δ.φ.).

Σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων που κλήθηκε να απαντήσει, ο Αιτητής ανέφερε πως η κληρονομική γη ανήκει στον πατέρα του (βλ. ερ. 15/9Χ δ.φ.) και ισχυρίστηκε πως η κυβέρνηση ανακάλυψε ότι ο ίδιος ήταν μοναχογιός όταν σκότωσαν τον πατέρα του (βλ. ερ. 14/1Χ-2Χ δ.φ.), κατόπιν που οι πολιτικοί έμαθαν πως η εν λόγω γη είχε πετρέλαιο (βλ. ερ. 14/4Χ-5Χ δ.φ.). Ως δήλωσε, ο ίδιος δεν κατέχει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι η εν λόγω γη του πατέρα του έχει πετρέλαιο (βλ. ερ. 14/7Χ δ.φ.), ενώ ισχυρίστηκε πως τον πατέρα του, τον σκότωσαν από την κυβέρνηση περί τον Σεπτέμβριο του 2016, πυροβολώντας τον (βλ. ερ. 14/10Χ-12Χ δ.φ.), λόγω της γης (βλ. ερ. 13/2Χ δ.φ.) και ο ίδιος γνωρίζει τούτα επειδή κάποιος του τα είχε αναφέρει (βλ. ερ. 13/3Χ δ.φ.). Ισχυρίστηκε επίσης πως ο πατέρας του ήταν ενάντια στην κυβέρνηση, επειδή ήθελαν να του πάρουν τη γη που είχε κληρονομήσει (βλ. ερ. 13/4Χ-5Χ δ.φ.), ενώ αναζητούσαν τον ίδιο από την κυβέρνηση για να τον σκοτώσουν, επειδή θεωρούν πως θα πάρει εκδίκηση ενόσω βρίσκεται στη ζωή (βλ. ερ. 13/6Χ-13Χ δ.φ.). Ως επιβεβαίωσε ο Αιτητής, δεν συνέβη οτιδήποτε προσωπικά στον ίδιο από την κυβέρνηση σε σχέση με τα πιο πάνω, αλλά ίδιος φοβάται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του, θα θέλουν ακόμη να τον σκοτώσουν (βλ. ερ. 12/1Χ-3Χ δ.φ.). Καταλήγοντας, δήλωσε πως οι αρχές της χώρας του θα του επέτρεπαν να επιστρέψει εκεί (βλ. ερ. 12/4Χ δ.φ.), ενώ ως προς τις ενδεχόμενες συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής, ισχυρίστηκε και πάλι ότι αυτό θα σημαίνει θάνατος για τον ίδιο (βλ. ερ. 12/5Χ δ.φ.).

Ακολούθως, η αρμόδια λειτουργός διέκρινε δυο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή (βλ. ερ. 54 δ.φ.).

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή, και έγινε αποδεκτός (βλ. ερ. 54-53 δ.φ.).

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά στον κατ’ ισχυρισμό φόβο δίωξης που επικαλέστηκε ο Αιτητής, εξαιτίας της κτηματικής διαφοράς σχετικά με τη γη που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του καθότι η κυβέρνηση της χώρας του εντόπισε πετρέλαιο εντός αυτής. Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε αρκετές επισημάνσεις στο κομμάτι της εσωτερικής αξιοπιστίας (βλ. ερ. 53-50 δ.φ.), καταγράφοντας αρχικά ότι για αυτό το συγκεκριμένο μέρος του αιτήματός του, ο Αιτητής αδυνατούσε να παρέχει μια συνεκτική και περιεκτική προσωπική αφήγηση και αφετέρου να υποστηρίξει με πλήρη σαφήνεια και ευλογοφάνεια τη γενεσιουργό αιτία του πυρήνα του αιτήματός του. Ειδικότερα, σημείωσε ότι ο Αιτητής αδυνατούσε να εξηγήσει γιατί κινδυνεύει η ζωή του σχετικά με τη γη που κληρονόμησε από τον πατέρα του, αφού αποκρίθηκε σε σχετικό ερώτημα χωρίς ωστόσο να διασαφηνίσει περαιτέρω τον ισχυρισμό του, ενώ αναμενόταν από τον ίδιο να παρέχει ολοκληρωμένες και συγκεκριμένες πληροφορίες εφόσον επικαλείται ότι κινδυνεύει η ζωή του. Ούτε ήταν σε θέση ο Αιτητής να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες και να διασαφηνίσει με επιχειρήματα και επαρκώς τον λόγο που κινδυνεύει η ζωή του, παρά το ότι κλήθηκε για δεύτερη φορά να εξηγήσει συγκεκριμένα τον κίνδυνο που επικαλείται. Κατ’ επανάληψη δε, ο Αιτητής αδυνατούσε να παρέχει ουσιαστικές και συγκεκριμένες πληροφορίες σε επισημάνσεις που του έγιναν, ενώ αναμενόταν από τον ίδιο να είναι σε θέση να παρέχει προσωπικές και περιεκτικές πληροφορίες για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα του. Ερωτηθείς συγκεκριμένα για το πως η κυβέρνηση της χώρας του ανακάλυψε ότι η γη του πατέρα του έχει πετρέλαιο, ο Αιτητής αρχικά απέφυγε να απαντήσει, ενώ έπειτα ανέφερε πως όλοι οι πολιτικοί το έμαθαν, χωρίς (ωστόσο) να εξηγήσει για το πως ακριβώς και συναφώς να περιγράψει το πως η κυβέρνηση της χώρας του ανακάλυψε ότι στο τεμάχιο γης που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του είχε πετρέλαιο. Επίσης, εντοπίστηκε αντίφαση στις δηλώσεις του, όπου ενώ αρχικά ανέφερε πως είχε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η εν λόγω γη έχει πετρέλαιο, εντούτοις, κατόπιν που κλήθηκε να προσκομίσει τις εν λόγω αποδείξεις, ο Αιτητής είπε πως δεν έχει τέτοια στοιχεία. Ούτε μπορούσε να απαντήσει όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει το πως η κυβέρνηση της χώρας του πήγε στη γη του πατέρα του για να εξορύξει το πετρέλαιο, ούτε δε κατονόμασε ποιοι σκότωσαν τον πατέρα του, αναφέροντας γενικά ότι τον πυροβόλησαν και ότι ήταν από την κυβέρνηση. Επιπλέον, διακρίθηκε ότι μεσολάβησε ένα υπέρμετρο χρονικό διάστημα μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2016 που κατ’ ισχυρισμό σκότωσαν τον πατέρα του και αναζητούσαν τον ίδιο και της απόφασης του Αιτητή να φύγει από τη χώρα του περί τον Απρίλιο του 2021. Από τα πιο πάνω, καθώς και σχετικά με το πως ο ίδιος γνωρίζει ότι η κυβέρνηση της χώρας του είναι υπαίτια για τον χαμό του πατέρα του, διακρίνεται έντονα η αδυναμία του να υποστηρίξει με σαφήνεια και επαρκώς τους ισχυρισμούς του, ενώ αναμενόταν από τον Αιτητή να είναι σε θέση να παρέχει προσωπικές και περιεκτικές πληροφορίες για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα του. [βλ. ερ. 15/9Χ, 14/1Χ-12Χ και 13/1Χ-13Χ δ.φ.]

Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι τα λεγόμενα του Αιτητή είναι αβάσιμα και αναξιόπιστα, εφόσον ξεκάθαρα αδυνατούσε ο ίδιος να παρέχει ουσιαστικές και ικανοποιητικές πληροφορίες, ενώ προκύπτουν αντιφάσεις, ανακρίβειες και ασάφειες, συνεπώς, ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει επαρκώς και με σαφήνεια τους ισχυρισμούς του όσον αφορά στη γενεσιουργό αιτία που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Συναφώς, κρίθηκε ότι στα λεγόμενα του Αιτητή διακρίνεται έντονα το στοιχείο της ασάφειας, της μη λογικής συνοχής και της έλλειψης ευλογοφάνειας, ενώ χαρακτηριστικά, στα λεγόμενά του, δεν εντοπίζεται ότι ο φόβος δίωξης του είναι αρκούντος σοβαρός ως προς τη φύση ή την επανάληψη του σε προσωπικό επίπεδο, αφού οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του είναι γενικευμένοι. Καταληκτικά, παρατηρήθηκε ότι δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στον Αιτητή ώστε να υποστηρίζει τη γενεσιουργό αιτία του πυρήνα του αιτήματός του με αποτέλεσμα να μην κατορθώσει να το πράξει και να αδυνατεί να παρέχει περιεκτικές και ουσιαστικές πληροφορίες και να απαντήσει με σαφήνεια στα σχετικά ερωτήματα που του τέθηκαν, ενώ είναι εμφανές ότι στα λεγόμενά του δεν υπάρχει λογική συνοχή αφού διακρίνεται έντονα η έλλειψη αξιοπιστίας και ευλογοφάνειας, ειδικότερα, εφόσον αναμενόταν από τον Αιτητή να είναι σε θέση να υποστηρίξει με επάρκεια, σαφήνεια και αξιοπιστία τους ισχυρισμούς του. Τέλος, διαπιστώθηκε συναφώς, ότι ο Αιτητής ουδόλως συνέβαλε στην εξακρίβωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια, ως εκ τούτου, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή δεν τεκμηριώθηκε.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με την ταυτότητα, τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ και τη χώρα και τόπο καταγωγής του Αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πολιτεία Edo της Νιγηρίας, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. ερ. 50-49 δ.φ.). Σχετικώς, οι Καθ’ ων η Αίτηση διεξήγαγαν έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή στη χώρα του, ήτοι την πολιτεία Edo της Νιγηρίας, όπου από τις εν λόγω διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι δεν υφίσταντο συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (βλ. ερ. 35-25 δ.φ.). Επιπλέον, λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ότι δηλαδή πρόκειται για υγιή ενήλικα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, ο οποίος έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση στη χώρα καταγωγής του και δεν παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η Αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, δυνάμει του άρθρου 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (που αντιστοιχεί στο άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν επίσης ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του (εφόσον από πληροφορίες που παραθέτουν από εξωτερικές πηγές σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, συγκεκριμένα την πολιτεία Edo της Νιγηρίας, όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής, διαπιστώθηκε ότι δεν υφίσταντο συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης – βλ. ερ. 42-36 δ.φ.) και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και τα όσα προέβαλε ο εκπρόσωπος της συνηγόρου του Αιτητή κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο φέρει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/EE, αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο της EASO με τίτλο «Δικαστική Ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (2018)», αναφέρεται στη σελ.98, ενότητα 4.5.3 ότι: «Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του πιο πάνω εγχειριδίου, αναφέρεται ότι: «Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη ‘λυσιτελών στοιχείων’.».

Συναφώς, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012, η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε «δύο αυτοτελή στάδια», όπου το πρώτο στάδιο «αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως», ενώ το δεύτερο στάδιο «αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά ως προς την ύπαρξη μελλοντικής δίωξης.[1]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3)(α) του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα της αρμόδιας λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι Νιγηριανός υπήκοος με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του, το Uromi της πολιτείας Edo.

Ομοίως, αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι η αρμόδια λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού. Γενικότερα, οι απαντήσεις του Αιτητή στις σχετικές ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού υπήρξαν αόριστες και επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Ο Αιτητής ουδόλως ήταν σε θέση να εξειδικεύσει τον ισχυρισμό του περί του ότι κινδυνεύει από την κυβέρνηση της χώρας του λόγω του ότι είναι μοναχογιός και κληρονόμος της γης του αποθανόντα πατέρα του, όπου βρέθηκε πετρέλαιο (βλ. ερ. 15/7Χ και 14/1Χ-3Χ δ.φ.). Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν έδωσε συγκεκριμένες και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τη γη του πατέρα του (βλ. ερ. 15/9Χ και 14/6Χ-7Χ δ.φ.), καθώς και για το πως η κυβέρνηση ανακάλυψε ότι υπάρχει εκεί πετρέλαιο (βλ. ερ. 14/4Χ-5Χ δ.φ.) και το πως το εξορύξαν από τη γη του πατέρα του (βλ. ερ. 14/8Χ-9Χ δ.φ.), ενώ ούτε περιέγραψε με σαφήνεια τους λόγους περί άρνησης της κυβέρνησης να αποζημιώσει τον πατέρα του (βλ. ερ. 13/4Χ-5Χ δ.φ.), ούτε δε, ήταν σε θέση να αναφέρει με λεπτομέρεια τους λόγους που πυροβόλησαν και σκότωσαν τον πατέρα του (βλ. ερ. 13/1Χ-3Χ δ.φ.), καθώς επίσης αναφέρθηκε με αοριστία στο ποιοι σκότωσαν τον πατέρα του, λέγοντας γενικά ότι ήταν η κυβέρνηση της χώρας του (ερ. 14/10Χ-12Χ δ.φ.). Επιπλέον, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε περιγραφή ως προς τον φορέα της (κατ’ ισχυρισμό) δίωξής του, ήτοι την κυβέρνηση της χώρας του (βλ. ερ. 13/7Χ δ.φ.), ούτε να διασυνδέσει, δίδοντας σαφείς πληροφορίες και με επαρκή λεπτομέρεια, τα γεγονότα που ισχυρίστηκε πως έγιναν στην περίπτωση του πατέρα του, με τη δική του περίπτωση περί του ότι κινδυνεύει από την κυβέρνηση της χώρας του (βλ. ερ. 14/1Χ-3Χ και ερ. 13/11Χ-13Χ δ.φ.). Ομοίως, η αναφορά του στα δύο περιστατικά επιθέσεων από ένοπλους αγνώστους στο σπίτι του ιδίου, πέραν της λακωνικότητας και απουσίας ευλογοφάνειας στα λεγόμενά του, τα όσα ανέφερε στερούνται επίσης μιας προσωπικής βιωματικής εμπειρίας (βλ. ερ. 13/8Χ-10Χ δ.φ.). Εφόσον επρόκειτο για κίνδυνο της ζωής του ιδίου, που συναποτελεί και τη γενεσιουργό αιτία του ισχυριζόμενου φόβου δίωξης του Αιτητή, όφειλε να είναι σε θέση να απαντήσει με σαφήνεια, δίδοντας περισσότερες λεπτομέρειες και συγκεκριμένες πληροφορίες. Πέραν τούτων, ως εύστοχα παρατήρησε η αρμόδια λειτουργός, ενώ ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως όταν σκότωσαν τον πατέρα του (περί τον Σεπτέμβριο του 2016), τότε ανακάλυψαν ότι ο ίδιος ήταν μοναχογιός και κατόπιν τούτου, άρχισαν να τον αναζητούν για να τον σκοτώσουν και τον ίδιο, εντούτοις, αφότου μεσολάβησε ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα (περί των τεσσεράμισι ετών), μόνον τότε αποφάσισε ο Αιτητής να φύγει από τη χώρα του (περί τον Απρίλιο του 2021) [βλ. ερ. 16/8Χ, 14/1Χ-3Χ, 14/11Χ και 13/6Χ-7Χ δ.φ.]. Περαιτέρω, διακρίνεται ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, δεν συνέβη οτιδήποτε προσωπικά στον ίδιο από την κυβέρνηση της χώρας του σε σχέση με τα όσα ισχυρίστηκε (βλ. ερ. 12/1Χ δ.φ.) και συνάμα, παρατηρείται ότι με βάση και πάλι τα όσα ο ίδιος δήλωσε, αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής του και χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό του από τη χώρα (βλ. ερ. 16/1Χ-2Χ δ.φ.), ως επίσης, οι αρχές της χώρας του θα του επέτρεπαν να επιστρέψει εκεί (βλ. ερ. 12/4Χ δ.φ.).

Ως προκύπτει και από τα πιο πάνω, (σε γενικές γραμμές) ο Αιτητής φαίνεται να επικαλείται (κατ’ ισχυρισμό) δίωξή του από την κυβέρνηση της χώρας του σε σχέση με τη γη του πατέρα του όπου ανακαλύφθηκε πετρέλαιο, ωστόσο στα λεγόμενά του και συγκεκριμένα από τα όσα ανέφερε όταν κλήθηκε να περιγράψει ζητήματα γύρω από τον πυρήνα του εν λόγω ισχυρισμού του, εντοπίζονται αρκετές ασάφειες και αντιφάσεις, καθώς και αυτά χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία, δεδομένα που πλήττουν σοβαρά τη συνολική του αξιοπιστία, ειδικότερα δε, την αξιοπιστία του όσον αφορά τον θάνατο του πατέρα του, καθώς και σχετικά με την εν λόγω κτηματική διαφορά με την κυβέρνηση της χώρας του, που επικαλείται ο Αιτητής. Αναπάντητα παρέμειναν δε, τα περί του καθεστώτος της επίμαχης γης, του πως αυτή ήρθε στην κατοχή του πατέρα του και κατ’ επέκταση του ιδίου, ως επίσης, το ποιοι ακριβώς τον καταδίωκαν, αλλά και το πως και υπό ποιες συνθήκες συγκεκριμένα σκοτώθηκε ο πατέρας του (ερωτήματα μέσω των οποίων ο Αιτητής κατ’ επανάληψη κλήθηκε να δώσει απαντήσεις, ωστόσο δεν μπόρεσε να περιγράψει επαρκώς και να αναφέρει τις σχετικές πληροφορίες με λεπτομέρεια), ενώ δε, ούτε και ήταν σε θέση ο Αιτητής να υποστηρίξει με σαφήνεια και ευλογοφάνεια τον πυρήνα του αιτήματός του. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της αρμόδιας λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση - εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω οποιοδήποτε λόγο διαφοροποίησης.

Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι ένα αίτημα για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και με σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της εν λόγω αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, στοιχείο β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο και τον τομέα ειδίκευσής του, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του, φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία.[2] Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.

Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεών του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε, οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας πρωτίστως εναποτίθεται  στον ίδιο τον Αιτητή, ο οποίος πρέπει να καταβάλλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του ότι υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά τις προϋποθέσεις για παραχώρηση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή της παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, κάτι το οποίο ο Αιτητής φρονώ απέτυχε να το πράξει επί της παρούσας υπόθεσης (βλ. William Crisantha Mal Francis Karumarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ.αρ.1875/08, ημερ.1.3.2010 και Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ο.Η.Ε για τους προσφυγές  -  ότι ο αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημα του, βλ. επίσης Υπόθεση Αρ. 1119/2009, ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012, FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, όμως δεν έγινε αποδεκτή η ισχυριζόμενη δίωξη που επικαλείται ο Αιτητής στη χώρα του (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής του από την κυβέρνηση της χώρας του λόγω του ότι στη γη του πατέρα του εντοπίστηκε πετρέλαιο, ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, εξαιτίας ουσιωδών αντιφάσεων, ασαφειών, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στο αφήγημά του κατά τη συνέντευξή του. Αυτό δε το εμπόδιο, αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή το «ευεργέτημα της αμφιβολίας»[3], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο «νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ’ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος»[4]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας δικαστικής διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης του στη χώρα καταγωγής. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρία είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Επιπλέον, η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[5]. Επίσης, η αρμόδια λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα στη συνεκτίμηση των προσωπικών του περιστάσεων, καθώς και σε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, ως προνοείται στο άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα όσα παρέθεσε ο Αιτητής, συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13Α(9) του Περί Προσφύγων Νόμου). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του Αιτητή στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Εξάλλου, ούτε από άλλα στοιχεία που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου της συνηγόρου του προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[6] από τις αρχές τις χώρας καταγωγής του, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[7]

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών του (αλλά και της γενικότητας, ασάφειας και αοριστίας που υπάρχει στα λεγόμενά του Αιτητή) δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Ωστόσο, για λόγους πληρότητας, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν Δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά το χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10, παράγραφος 4, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)]. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από τις κρατικές αρχές στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας κτηματικής γης που ανήκε στον πατέρα του, αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε μόνο σχετικά με το πως το κράτος ενεργεί σε τέτοιες παρόμοιες περιπτώσεις και πως επηρεάζονται οι πολίτες από την τρέχουσα κατάσταση.

Σύμφωνα με σχετική καταγραφή σε (ετήσια) έκθεση για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νιγηρία για το έτος 2023, αναφορικά με την κατάσχεση και αποκατάσταση περιουσίας, υπάρχει αναφορά πως «οι κρατικές και τοπικές κυβερνήσεις έδιωξαν βίαια ορισμένους κατοίκους και κατεδάφισαν τα σπίτια τους, συχνά χωρίς επαρκή ειδοποίηση ή αποζημίωση, και μερικές φορές κατά παράβαση των δικαστικών εντολών», ως επίσης, ότι «η τοπική νομοθεσία σε ορισμένες περιπτώσεις δεν προέβλεπε αποζημίωση για κατεδαφίσεις σπιτιών εάν το άτομο δεν κατείχε τη γη και δεν είχε λάβει οικοδομικές άδειες από την κυβέρνηση.».[8]

Ειδικότερα, όσον αφορά την ανάπτυξη περιοχών παραγωγής πετρελαίου, όπως οι πετρελαιοπαραγωγικές κοινότητες σε περιοχές τοπικής αυτοδιοίκησης (LGAs) στη Νιγηρία, παρατηρείται συγκεκριμένα για την πολιτεία Edo, ότι από τον Ιούλιο του 2007 εγκαθιδρύθηκε, ως παρεμβατική υπηρεσία, η Επιτροπή Ανάπτυξης Περιοχών Παραγωγής Πετρελαίου και Αερίου της Πολιτείας Edo (Edo State Oil and Gas Producing Areas Development Commission), για σκοπούς (κυρίως) αρωγής προς τις περιοχές τοπικής αυτοδιοίκησης εντός της πολιτείας Edo, όπου υπάρχει παραγωγή πετρελαίου.[9] Πιο συγκεκριμένα, στις αρμοδιότητες της εν λόγω επιτροπής συμπεριλαμβάνεται (μεταξύ και άλλων) η επίλυση διαφορών, η διατήρηση της σταθερότητας και η δημιουργία κοινωνικής συνοχής στις περιοχές παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, μέσω «διευκόλυνσης των μηχανισμών διαλόγου, διαμεσολάβησης και επίλυσης αντιπαραθέσεων για την αντιμετώπιση διαφορών, την προώθηση της κατανόησης και την οικοδόμηση συναίνεσης μεταξύ των ενδιαφερομένων».[10],[11]

Πέραν των πιο πάνω, από πληροφορίες που καταγράφονται σε (άλλη) έγκυρη πηγή, όσον αφορά τη γενικότερη επικρατούσα κατάσταση στην πολιτεία Edo της Νιγηρίας, παρατηρείται ότι οι βασικοί φορείς που δρουν στην ευρύτερη περιοχή South-South (στην οποία περιλαμβάνεται και το Edo, μεταξύ άλλων πολιτειών) και ευθύνονται για τα περισσότερα περιστατικά βίας και ασφαλείας, αφορούν κυρίως διάφορες αδελφότητες (cults), των οποίων (ωστόσο) οι βάσεις εντοπίζονται σε άλλη πολιτεία (συγκεκριμένα στο Rivers state), ενώ (εξάλλου) εντός του 2023 οι αδελφότητες (cults) «συμμετείχαν σε συγκρούσεις με αντίπαλες αδελφότητες, δυνάμεις ασφαλείας και τοπικές [ομάδες] επαγρύπνησης».[12]

Ωστόσο, ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι η πολιτεία Edo, δεν βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις πολιτείες (Rivers, Cross River και Delta) στις οποίες καταγράφονται τα πλείστα από τα συνολικά περιστατικά βίας και ασφαλείας που σχετίζονται κυρίως με τις αδελφότητες (cults) καθώς και με αποσχιστές του Καμερούν που επίσης δρουν στην εν λόγω ευρύτερη περιοχή (South-South).[13]

Συνάμα και με βάση τις ως άνω πηγές πληροφόρησης, ο Αιτητής θα μπορούσε να απευθυνθεί στην τοπική αυτοδιοίκηση της περιοχής του στην πολιτεία Edo, ώστε να παρέμβει (ενδεχομένως) προς διαμεσολάβηση για επίλυση της εν λόγω κτηματικής διαφοράς που ο ίδιος επικαλείται, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να έπραξε. Γενικότερα, φρονώ από τα ενώπιον μου στοιχεία και τις αναφορές του Αιτητή ότι δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια προς επίλυση της κτηματικής διαφοράς που επικαλείται σε σχέση με τη γη του πατέρα του.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία του ουσιώδες πραγματικού περιστατικού στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ και ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου).

Πέραν των ως άνω αναφερθέντων σημείων αναξιοπιστίας τα οποία κρίνω ότι πλήττουν ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, επισημαίνω ότι σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του περί κινδύνου δίωξη εξαιτίας κτηματικής διαφοράς με τις κρατικές αρχές, αφενός μεν δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφετέρου δε, στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς. Οι δε ιδιωτικές διαφορές καταρχήν δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, θα μπορούσε να αναζητήσει τρόπους επίλυσης της εν λόγω κτηματικής διαφοράς που επικαλείται, κάτι το οποίο ο Αιτητής δεν έπραξε. Θα προσθέσω επίσης ότι ο Αιτητής δεν έχει συνδέσει τα εν λόγω περιστατικά ή την απροθυμία του να απευθυνθεί κάπου προς επίλυση τους με κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε προσκομίστηκε από την πλευρά του οποιαδήποτε μαρτυρία ή στοιχείο κατά την ενώπιον μου διαδικασία το οποίο να υποδεικνύει ότι δεν θα μπορούσε να επιλυθεί σε επίπεδο κοινότητας ή τοπικής αρχής το πρόβλημα που κατ’ ισχυρισμό αντιμετωπίζει.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπό του το καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Α, παρ. 2, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στο άρθρο 1Α, παρ. 2, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ήτοι για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει δεν προκύπτει ότι αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν «πράξεις δίωξης», κατά την έννοια του Νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αυτός δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από την κυβέρνηση της χώρας του εξαιτίας κτηματικής διαφοράς, ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενος συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής, το οποίο δίδεται όταν αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, «σοβαρή βλάβη» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του ιδίου Νόμου, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης εκτέλεσης ή θανατικής ποινής, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, ήτοι παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας, ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης (ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε τέτοιες καταστάσεις).

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το «ΔΕΕ)» επεσήμανε σε απόφασή του ότι συνιστούν «[.] μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, εάν οι συγκρούσεις είναι τοπικές ή εκτεταμένες και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ: «ο όρος ‘προσωπική’ πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor ElgafajiStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009, παρ. 35). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση (παρ. 39) διευκρίνισε ότι: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με την πλατφόρμα του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Islamic State in West Africa Province (ISWAP και επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του ISWAP και της Boko Haram.[14] Σημειώνεται ότι, ως επίσης προκύπτει από τις σχετικές πληροφορίες που υπάρχουν στην ανωτέρω πηγή, οι εν λόγω ένοπλες συρράξεις, δεν εκτείνονται στο τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Edo.

Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής δήλωσε, ο τόπος όπου αναμένεται να επιστρέψει είναι το Uromi της πολιτείας Edo στη Νιγηρία, περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής. Ως εκ τούτου, λαμβάνονται υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή, ήτοι την πολιτεία Edo, καθώς και στη συγκεκριμένη περιοχή επιστροφής του Αιτητή (ήτοι στο Uromi), όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), κατά τη χρονική περίοδο 03/02/2024 έως 31/01/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Edo συνολικά 207 περιστατικά ασφαλείας και 122 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων, τα 84 αφορούσαν μάχες (με 85 θανάτους), τα 54 αφορούσαν περιστατικά βίας κατά πολιτών (με 31 θανάτους), τα 44 αφορούσαν διαδηλώσεις (χωρίς θανάτους) και τα υπόλοιπα 25 ήταν ταραχές (με 6 θανάτους), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / εξ αποστάσεως βία.[15] Ειδικότερα δε, στο Uromi, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, σημειώθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο (03/02/2024 έως 31/01/2025) μόνο 6 περιστατικά (που αφορούσαν σε 4 μάχες, 1 ταραχή και 1 περιστατικό βίας κατά πολιτών) και 2 θάνατοι (μόνο από τις μάχες).[16] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Edo ανέρχεται στα 4.777.000 κατοίκους (σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022[17]), ενώ στο Uromi ανέρχεται στους 108.608 κατοίκους (σύμφωνα με ανεπίσημη εκτίμηση για το 2024[18]).

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο (σοβαρής και προσωπικής απειλής) εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην εν λόγω περιοχή επιστροφής του. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον εν λόγω κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει ο Αιτητής, ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland). Πρόκειται για ενήλικο άτομο, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, αυτόνομο, ικανό για εργασία, που δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε θέματα υγείας ή ευαλωτότητας και πιθανότατα να έχει υποστηρικτικό δίκτυο στην κοινότητά του στη χώρα καταγωγής του (με βάση τα λεγόμενά του).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός δεν κατάφερε να αποδείξει ότι «υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως η «σοβαρή βλάβη» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του ιδίου Νόμου.

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η Αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Ούτε και ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή περί του ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν πλάνης της διοίκησης ευσταθεί και αναπόφευκτα απορρίπτεται ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τον Νίκο Χρ. Χαραλάμπους, στο σύγγραμμά του «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου» – 3η έκδοση, σελ. 336, «δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα όταν η διοίκηση σταθμίζει, αξιολογεί και εκτιμά στοιχεία και γεγονότα που παρουσιάζονται μπροστά της για κρίση (Δημοκρατία κ.α. v Χρυσοστόμου Κάλου, (1992) 3 Α.Α.Δ. 242) και εάν ακόμα αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους και προτιμά ορισμένα από αυτά, εφόσον η επιλογή στην οποία κατέληξε η διοίκηση είναι λογικά επιτρεπτή (Άρθρο 46(3) του Νόμου 158(Ι) του 1999, Νιόβη Παπαϊωάννου κ.α. (Αρ.2.) v Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,724, Παναγιώτα Αβάνη v Ρ.Ι.K (1994) 4 Α.Α.Δ 687)». Περαιτέρω σύμφωνα με το ως άνω σύγγραμμα του Νίκου Χρ. Χαραλάμπους (σελ. 337), «το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (Platritis v Republic (1969) 3 C.L.R. .366, Παπαδόπουλος v Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262 267)».

Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην όλη διαδικασία της επίδικης πράξης στο οποίο να διαφαίνεται ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και συνέπεια της οποίας η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα λόγω τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων που περιβάλλαν την απορριφθείσα αίτηση ασύλου του Αιτητή, αλλά ούτε και νομική πλάνη καθότι από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει σφάλμα στην υπαγωγή των στοιχείων που δόθηκαν από τον Αιτητή στις διατάξεις της νομοθεσίας.

Περαιτέρω, η αρμόδια λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε, από την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση της λειτουργού (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427).

Τέλος, σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31/05/2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας (βλ. σχετική επιφύλαξη στο άρθρο 12Βτρις(6) του περί Προσφύγων Νόμου). Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες του από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[2] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57.

[3] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[4] Άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου.

[5] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[6] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76

[7] Άρθρο 3Γ(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

[8] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Nigeria, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/nigeria [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[9] EDO STATE GOVERNMENT, Edo State Oil and Gas Producing LGA (About Us), 2025, https://edsogpadec.edostate.gov.ng/about-us/ [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[10] EDO STATE GOVERNMENT, Edo State Oil and Gas Producing LGA (Agency Responsibilities), 2025, https://edsogpadec.edostate.gov.ng/responsibilities/ [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[11] EDO STATE GOVERNMENT, Edo State Oil and Gas Producing LGA (Agency Functions), 2025, https://edsogpadec.edostate.gov.ng/functions/ [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[12] EUAA, Country of Origin Information: Nigeria - Country Focus, July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf, σελ. 48-49 [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[13] EUAA, Country of Origin Information: Nigeria - Country Focus, July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf, σελ. 49 [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[14] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights: Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC), Non-International Armed Conflicts in Nigeria, Last updated: 2nd March 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[15] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[16] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[17] City Population, Nigeria: States & Agglomerations – States: Edo (Federal State) [Table], 23/08/2022, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]

[18] World Population Review, Nigeria Cities by Population 2024 [Table], 2024, https://worldpopulationreview.com/cities/nigeria [ημερ. πρόσβασης 05/02/2025]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο