
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 3638/2023
14 Φεβρουαρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
V.U.N.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
...............................
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Κασσάνδρα Κουπαρή, Δικηγόρος για τον αιτητή
Ραφαέλα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 16/08/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και στις 12/04/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές. Στις 13/04/2022, ο αιτητής παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αίτησης Διεθνούς Προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).
Στις 02/08/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (στο εξής «EUAA»). Στις 08/08/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 16/08/2023. Στις 18/09/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή προς τον αιτητή, στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της για απόρριψη του αίτηματός του και την Έκθεση - Εισήγηση, την οποία παρέλαβε ιδιοχείρως ο αιτητής αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα σε γλώσσα που ο αιτητής κατανοεί. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι υιοθετεί το περιεχόμενο τόσο της Γραπτής της Αγόρευσης, όσο και της Απαντητικής Γραπτής Αγόρευσής της, υποστηρίζοντας αρχικά ότι δεν έγινε επαρκής έρευνα επί του αιτήματος του αιτητή ως προς τους ισχυρισμούς του αναφορικά με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει κατά της ζωής του στη χώρα καταγωγής του, εξαιτίας των απειλών που λάμβανε και που τον ώθησαν να την εγκαταλείψει. Στα πλαίσια του ίδιου λόγου ακύρωσης, υποστήριξε ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να διαμορφώσουν ως ξεχωριστό ουσιώδη ισχυρισμό, αλλά και να αξιολογήσουν γενικότερα τις δηλώσεις του αιτητή αναφορικά με το θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του, που ενδεχομένως οφείλεται σε μαύρη μαγεία που συνδέεται με τις απειλές που λάμβανε στη χώρα καταγωγής του. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη και/ή με κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση του Νόμου και ότι στερείται δέουσας αιτιολογίας. Καταληκτικά, ήγειρε και θέμα αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου, ενόψει του ότι, όπως ισχυρίστηκε, η εξουσιοδότηση προς τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση, τον κύριο Ανδρέα Αγρότη, έπαψε να βρίσκεται σε ισχύ, καθώς αυτή είχε δοθεί από προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος σταμάτησε να ασκεί τα καθήκοντά του.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστήριξε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ανέφερε πως αυτή λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας όλων των στοιχείων που παρουσίασε ο αιτητής, χωρίς να εμφιλοχωρήσει καμία πλάνη στη λήψη της και ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον εισηγήθηκε ότι ο αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, το οποίο δεν κατάφερε ο αιτητής να αποσείσει στην προκειμένη περίπτωση καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Αναφορικά με τον εγειρόμενο λόγο περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση παρέπεμψε σε σχετική επί του θέματος νομολογία που αφορά τη συνέχιση πράξεων που εκδίδει ένας θεσμός και εισηγήθηκε πως η εξουσιοδότηση στη βάση της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ουδέποτε έχει ακυρωθεί. Κατά συνέπεια, εισηγήθηκε όπως η υπό εξέταση προσφυγή απορριφθεί από το Δικαστήριο και επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς βάσει των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, της νομολογίας του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, προέχει βεβαίως η εξέταση του προαναφερόμενου λόγου ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε, καθότι ως ζήτημα δημοσίας τάξεως συνυφασμένο με τη σύννομη λειτουργία της διοίκησης και δυνάμενο να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. Αναστασίου ν ETEK (2003) 3 Α.Α.Δ 616, Sigma Radio T.V. Ltd εναντίον Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ 130), ανατρέχει στα θεμέλια της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, εάν αποδεχτώ τον εγειρόμενο λόγο ακυρώσεως, η υπό εξέταση απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων σε ακύρωση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα προχωρήσω στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.
Η συνήγορος του αιτητή προβάλλει πως η εξουσιοδότηση προς τον λειτουργό που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, κύριο Ανδρέα Αγρότη, έπαψε να βρίσκεται σε ισχύ, καθώς αυτή είχε δοθεί από προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος σταμάτησε να ασκεί τα καθήκοντά του όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του ο εν ενεργεία Υπουργός. Στη βάση τούτου, ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο. Έλαβα υπόψη μου και τις δύο πλευρές προκειμένου να καταλήξω επί του ζητήματος που τέθηκε.
Είναι αναγκαίο να παραθέσω σχετική επί του ζητήματος νομολογία. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη υπόθεση υπ’αριθμόν 63/18, Κυπριακή Δημοκρατία v. AHT Advances Heating Technologies, ημερομηνίας 11/1/2024, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69). Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω».
Η ανωτέρω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκαθαρίζει το ζήτημα και απαντά χωρίς οποιανδήποτε αμφιβολία στον ισχυρισμό που προβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης υπ’αριθμόν Α.Ε. 27/16, Κασσέρα ν. Δημοκρατίας,ημερομηνίας 4/4/2023, έκρινε ότι η εξουσιοδότηση που παρέχεται από ένα Υπουργό σε ένα πρόσωπο δεν παύει να ισχύει αυτόματα με την αλλαγή του Υπουργού. Επομένως, εφόσον η εξουσιοδότηση δόθηκε νόμιμα, συνεχίζει να ισχύει ακόμα και μετά την αντικατάσταση του Υπουργού που την εξέδωσε χωρίς να απαιτείται νέα εξουσιοδότηση. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχει ανακληθεί ή τροποποιηθεί από το νέο Υπουργό.
Θεωρώ επιπρόσθετα αναγκαίο να παραθέσω και απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη υπόθεση υπ’αριθμόν Α.Ε. 47/14 Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α ημερομηνίας 25/2/21, όπου καθορίζεται η έννοια του «οργάνου» και διαχωρίζεται από το «φορέα του οργάνου» που είναι το πρόσωπο και/ή τα πρόσωπα που το στελεχώνουν. Επί του ζητήματος αυτού, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Ως προς το καίριο αυτό ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι βάσιμη «.η θέση ότι η διοικητική ενέργεια απεκδύεται το θεσμικό μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν σε κάθε στάδιο. Είναι πρόδηλο ότι η συμμετοχική διαδικασία στη διοικητική απόφαση συσχετίζεται με το θεσμικό ρόλο που σε κάθε δεδομένη στιγμή έχει το ένα ή το άλλο φυσικό πρόσωπο. Τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη δεδομένη θέση δεν ενεργούν υπό ιδιότητα άλλη από αυτή που τους έχει εμπιστευθεί η πολιτεία. Όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.»
Δεν αμφισβητείται το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου. Διαφορετική είναι η έννοια του «οργάνου» από αυτήν του «φορέα του οργάνου». Όπως αναφέρεται στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄, Δαγτόγλου, 1977, σελ. 211-212, και υιοθετήθηκε πρόσφατα στην Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ΑΕ 37/14, ημερ. 6.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336 «Όργανο, υπό νομική έννοια, είναι η οργανωτική μονάδα που αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο αρμοδιοτήτων. Από το όργανο πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τον φορέα του οργάνου. Ενώ το όργανο είναι μια οργανωτική μονάδα, ο φορεύς του οργάνου πάντοτε φυσικό πρόσωπο . το πρώτο είναι απρόσωπο και συνεχές, ενώ ο δεύτερος είναι προσωπικός, συγκεκριμένος και κατ΄ ανάγκην, χρονικώς περιορισμένος».
Τα όργανα του κράτους είναι θεσμικές οντότητες που διαθέτουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες και το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αναλαμβάνει ή αποχωρεί από μια θέση δεν μπορεί να επηρεάζει τη λειτουργία του οργάνου γιατί πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχεια των διαδικασιών ανεξαρτήτως των αλλαγών που γίνονται στην υπηρεσία.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη υπόθεση υπ’αριθμόν 1654/2019, Τουφεξής ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/2/2021, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτού του είδους οι πράξεις, οι οποίες άπτονται άμεσα της φύσης και/ή της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων, αντιμετωπίζονται διαχρονικά με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της Διοίκησης και την αρχή της συνέχειας και συνέπειας που θα πρέπει να διέπει την εν λόγω λειτουργία, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου. Συνεπώς, όπως ελέχθη και στην Φάνη Α. Γεωργιάδη, ανωτέρω, δε νοείται λογικό να θεωρείται η έννοια του Διευθυντή και/ή διοικητικού προϊσταμένου του εκάστοτε τμήματος της Διοίκησης, εν προκειμένω του Γενικού Διευθυντή της Α.Η.Κ, ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπό του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του. Σχετική είναι και η απόφαση στην Ανδρέα Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υποθ. Αρ. 1226/2014, ημερ. 11.3.2014, στην οποία τονίστηκε ότι η εκάστοτε διοικητική ενέργεια «δεν απεκδύεται το θεσμικό της μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν» καθώς και ότι τα φυσικά πρόσωπα, «όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.». Επισημαίνεται δε περαιτέρω ότι την ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο στην Μαρία Ξάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 907/2015, ημερ. 21.8.2018 και στην Ελένη Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1606/2015, ημερ. 6.9.2018.
Ενόψει των πιο πάνω, λοιπόν, καταλήγω ότι δεν τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας, αλλ' αντιθέτως, υφίστατο επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα που παρείχε στη συγκεκριμένη λειτουργό της Α.Η.Κ. τη δυνατότητα και/ή εξουσία να προβεί στην συγκεκριμένη υπογραφή εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή της Αρχής.»
Η διάκριση μεταξύ οργάνου και φορέα διασφαλίζει τη θεσμική συνέχεια, εφόσον το διοικητικό όργανο έχει διαρκή νομική υπόσταση και δεν επηρεάζεται από τις εναλλαγές προσώπων που το στελεχώνουν εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 16/08/2023 από τον κύριο Ανδρέα Αγρότη που είναι λειτουργός στην Υπηρεσία Ασύλου, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης του προηγούμενου Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/2022, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται κατατεθειμένο ως ερυθρό 64 του διοικητικού φακέλου. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω εξουσιοδότησης, παρέχεται εξουσιοδότηση στο εν λόγω πρόσωπο για άσκηση μέρους των εξουσιών ή εκτέλεση μέρους των καθηκόντων του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης μεταξύ άλλων και έκδοσης αποφάσεων επιστροφής.
Δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022 δεν είχε ανακληθεί, η εκχώρηση της σχετικής αρμοδιότητας στον κύριο Ανδρέα Αγρότη, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ. Άλλωστε, υπό το φως της ανωτέρω παρατεθείσας νομολογίας, εν τη απουσία ρητής ανάκλησης της σχετικής εξουσιοδότησης δυνάμει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έπαυσε να ισχύει με την ανάληψη καθηκόντων από νέο Υπουργό Εσωτερικών. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται στο σύνολό του.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ακολούθως, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και αν εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, καθώς, αφότου κατέθεσε ενώπιον δικαστηρίου σε υπόθεση φόνου στον οποίο ήταν μάρτυρας, η ζωή του τέθηκε σε κίνδυνο, τόσο με φυσικό, όσο και με πνευματικό τρόπο («diabolical») (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε πως γεννήθηκε στην περιοχή Idembia της πολιτείας Ebonyi της Νιγηρίας, όπου και έζησε μέχρι την ηλικία των δύο ετών (ερυθρά 51 x1 και 52 x2, του διοικητικού φακέλου). Μετέπειτα, μετακόμισε στην πόλη Onitsha της πολιτείας Anambra της Νιγηρίας, που από τα λεγόμενά του προκύπτει πως συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 51 x1, του διοικητικού φακέλου). Eίναι Χριστιανός Πεντηκοστιανός στο θρήσκευμα και η εθνοτική του καταγωγή είναι Igbo (ερυθρό 52 x2, του διοικητικού φακέλου). Η μητρική του γλώσσα είναι Igbo και ομιλεί επίσης και Αγγλικά (ερυθρό 52 x2, του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο αιτητής δήλωσε πως δεν είναι παντρεμένος και έχει μία ανήλικη κόρη (ερυθρό 51 x2, του διοικητικού φακέλου). Στα αρχικά στάδια της συνέντευξής του, δήλωσε ότι η κόρη του κατά το χρόνο διεξαγωγής της συνέντευξης ήταν τεσσάρων ετών, πλην όμως σε μετέπειτα στάδιο ανέφερε ότι ήταν δύο ετών και όταν κλήθηκε να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση στα λεγόμενά του, ανέφερε ότι η αρχική του δήλωση ήταν λανθασμένη λόγω άγχους (ερυθρά 39 x2 και 51 x2, του διοικητικού φακέλου). Οι γονείς του ζουν στην περιοχή Idembia μαζί με την κόρη του και έχει επίσης πέντε αδέλφια που ζουν σε διαφορετικά μέρη στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 50 x1, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής διατηρεί επαφή με την οικογένειά του, η οποία δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα, σύμφωνα με τα λεγόμενά του (ερυθρό 50 x1, του διοικητικού φακέλου).
Ως προς το μορφωτικό του υπόβαθρο, ο αιτητής ανέφερε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 50 x2, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το επαγγελματικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι εργαζόταν για τρία περίπου χρόνια ως υδραυλικός (ερυθρά 49 x1 και 50 x2, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής περί τις 17 Φεβρουαρίου 2022 εγκατέλειψε νόμιμα τη χώρα καταγωγής του και ταξίδεψε αεροπορικώς χρησιμοποιώντας το διαβατήριο του, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία κατά την έξοδό του και περί τις 18 Φεβρουαρίου 2022 αφίχθη στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, από όπου και εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές περίπου μία εβδομάδα αργότερα (ερυθρά 48 x1, 49 x2 και 52 x1, του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησής του, ο αιτητής ανέφερε ότι το γεγονός ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο αφότου έδωσε μαρτυρία για φόνο που έλαβε χώρα το 2021, σε συνδυασμό με το θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του, ήταν γεγονότα τα οποία όπως ισχυρίστηκε τον ώθησαν να λάβει την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 48 x2, του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο αιτητής επιβεβαίωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο αφότου έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση φόνου, ενώ ερωτηθείς κατά πόσον ο θάνατος της αρραβωνιαστικιάς του συνδέεται με την υπόθεση, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν είναι σίγουρος (ερυθρό 48 x2, του διοικητικού φακέλου). Όπως ανέφερε, ο βανδαλισμός της οικίας του, ήταν αυτό που τον ώθησε να λάβει την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα του, εκείνη τη χρονική στιγμή (ερυθρό 48 x2, του διοικητικού φακέλου).
Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα υποστεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη Νιγηρία, ο αιτητής ανέφερε ότι ο δολοφόνος παρέμεινε στη φυλακή για περίοδο μόνο τριών ετών και ότι θα τον κυνηγήσει για να τον εκδικηθεί (ερυθρό 47 x1, του διοικητικού φακέλου). Ο λόγος για τον οποίο πιστεύει ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο είναι διότι ακόμα και ενόσω εκκρεμούσε η σχετική υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου στη χώρα καταγωγής του στην οποία κατέθεσε ως μάρτυρας, η ταυτότητα του είχε αποκαλυφθεί, παρόλο που δεν έπρεπε και λάμβανε απειλές. Τότε είχε αιτηθεί προστασίας, αλλά δεν έλαβε ποτέ (ερυθρό 47 x1, του διοικητικού φακέλου) και λόγω της αποκάλυψης της ταυτότητάς του, θεωρεί ότι θα εντοπιστεί από τα πρόσωπα που απειλείτο στη χώρα του (ερυθρό 47 x1, του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά το περιστατικό του φόνου, ο αιτητής ανέφερε ότι έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 2021 στην πόλη Onitsha. Ο αιτητής δεν γνώριζε το θύμα και όσον αφορά τον δολοφόνο, παρέθεσε το όνομά του, το οποίο έτυχε να ακούσει από κάποια πρόσωπα στην αγορά, καθώς είναι γνωστός εγκληματίας στην πόλη Onitsha, πλην όμως δεν τον γνωρίζει προσωπικά (ερυθρά 43 x1 και 47 x2, του διοικητικού φακέλου). Πέραν τούτου, θεωρεί ότι ήταν καταζητούμενος από την αστυνομία, αλλά δεν γνωρίζει πως και δεν είχε εντοπιστεί προηγουμένως (ερυθρό 43 x1, του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς ακολούθως να περιγράψει τι είχε δει, ο αιτητής δήλωσε ότι είχε διευθετήσει ραντεβού με το θύμα, προκειμένου να μεταβεί ο αιτητής στην οικία του για να προβεί σε κάποια επιδιόρθωση. Το θύμα είχε εντοπίσει τον αιτητή στη διαδικτυακή διαφημιστική πλατφόρμα που διέθετε και αφού τον κάλεσε, διευθέτησε ραντεβού μαζί του και σημείο συνάντησης, χωρίς να του αναφέρει το όνομά του. Η εξήγηση που παρέθεσε ο αιτητής για το γεγονός ότι δεν γνώριζε το όνομα του θύματος παρόλο που είχε διευθετήσει ραντεβού μαζί του, ήταν ότι εάν πρόκειται για πελάτη που συναντά πρώτη φορά δεν ζητά συνήθως τις προσωπικές του πληροφορίες (ερυθρό 46 x1, του διοικητικού φακέλου). Ενόψει της εν λόγω δήλωσής του, κλήθηκε να σχολιάσει πως μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι το πρόσωπο που δολοφονήθηκε είναι ο πελάτης του, και τότε ο αιτητής ανέφερε ότι τον είχε αναγνωρίσει από το αυτοκίνητό του, ένα μπλέ αυτοκίνητο μάρκας Honda, καθώς τον είχε ενημερώσει σχετικά όταν τον κάλεσε, ενόσω ερχόταν για να τον παραλάβει (ερυθρό 46 x1, του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής ανέμενε τον πελάτη του νωρίς το πρωί στο σημείο που είχαν συμφωνήσει και όταν κατέφθασε, είχε σταματήσει στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ο δολοφόνος που στεκόταν στο ίδιο σημείο με τον αιτητή, διασταύρωσε πρώτος το δρόμο, ενώ ο αιτητής ανέμενε να φύγουν τα αυτοκίνητα για να διασταυρώσει και εκείνος, και τότε τράβηξε το θύμα έξω από το αυτοκίνητο, τον πυροβόλησε και εγκατέλειψε τη σκηνή (ερυθρό 46 x1, του διοικητικού φακέλου). Παρόλο που ήταν πολύ πρωί, κατόρθωσε να αναγνωρίσει το δολοφόνο, γιατί λίγα λεπτά προηγουμένως στεκόταν πολύ κοντά του και είχε την ευκαιρία να τον δει πολύ καλά (ερυθρό 46 x1, του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής είχε ακούσει το θύμα να συνομιλεί με τον δολοφόνο, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να ακούσει το περιεχόμενο της συζήτησής τους. Άκουσε επίσης ένα πυροβολισμό, χωρίς να γνωρίζει ωστόσο σε ποιο ακριβώς σημείο του σώματος του τον πυροβόλησε (ερυθρό 46 x1, του διοικητικού φακέλου). Δεν πλησίασε το θύμα μετά τον πυροβολισμό, αλλά αντ’ αυτού εγκατέλειψε αμέσως τη σκηνή, ξεκίνησε να τρέχει και μετέβη στην οικία του με λεωφορείο, η οποία απέχει περίπου μία ώρα από τη σκηνή του εγκλήματος (ερυθρά 45 x1 και 46 x2, του διοικητικού φακέλου). Δεν ήταν παρών όταν κατέφθασε η αστυνομία στη σκηνή και ως εκ τούτου δεν γνωρίζει τι συνέβη μετέπειτα (ερυθρά 45 x1 και 46 x2, του διοικητικού φακέλου). Όταν εγκατέλειψε τη σκηνή, δεν ήταν σίγουρος ότι το θύμα ήταν νεκρό, αλλά αντιθέτως το έμαθε μετέπειτα από ένα γείτονά του, ο οποίος συζητούσε μαζί με κάποια άλλα πρόσωπα για το φόνο και το νεκρό πτώμα που εντοπίστηκε στην τοποθεσία που θα συναντούσε τον πελάτη του, οπότε και κατάλαβε ότι συζητούσαν για αυτό το πρόσωπο (ερυθρό 45 x1, του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής δήλωσε ότι ήταν ο μοναδικός μάρτυρας του περιστατικού με το φόνο και ότι μέχρι τη στιγμή που εγκατέλειψε τη σκηνή, κανένα πρόσωπο δεν είχε σταματήσει για να δει τι συνέβαινε (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου). Μετά την παρέλευση περίπου έξι με εφτά ωρών από το περιστατικό του φόνου, ο αιτητής συνοδευόμενος από το δικηγόρο του μετέβη στην αστυνομία, κατέθεσε γραπτώς και αποχώρησε, καθώς τον ενημέρωσαν ότι εάν προκύψει κάτι, θα επικοινωνήσουν μαζί του (ερυθρά 44 και 45 x2, του διοικητικού φακέλου). Ένα μήνα μετά το περιστατικό, προέβησαν στη σύλληψη του προσώπου που εμπλεκόταν στο φόνο. Αφότου παρήλθε ακόμη ένας μήνας, κάλεσαν τον αιτητή να προσέλθει για αναγνώριση, ενημερώνοντας τον ότι πρέπει να καταθέσει στο δικαστήριο για το περιστατικό του φόνου (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να σχολιάσει την καθυστέρηση ως προς το να κληθεί από την αστυνομία, ο αιτητής δήλωσε ότι αρχικά συνελήφθη για ληστεία και στο μεσοδιάστημα συνέλεξαν αποδεικτικά στοιχεία και για το φόνο (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου).
Τελικά, ο αιτητής μετέβη στον αστυνομικό σταθμό στην πόλη Onitsha και μετέπειτα, παρόλο που αρχικά ήταν διστακτικός στο να καταθέσει ενώπιον δικαστηρίου, αφού τον ενημέρωσαν ότι θα του παρέχουν προστασία και ότι δεν θα αποκαλυφθεί η ταυτότητά του, τελικά σε λιγότερο από ένα μήνα, κλήθηκε και παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Όπως ισχυρίστηκε, κατέθεσε ως μάρτυρας για τα όσα είδε την ημέρα του φόνου και αναγνώρισε τον ύποπτο (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου). Στη δικαστική αίθουσα, βρισκόταν ο ύποπτος, που ήταν η πρώτη φορά που είχε δει τον αιτητή (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου). Ο ύποπτος καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση για ληστεία, καθώς η μαρτυρία του αιτητή δεν ήταν αρκετή για να καταδικαστεί και για το φόνο. Σύμφωνα με τον αιτητή, προφανώς είχε παρουσιάσει άλλοθι ότι δεν βρισκόταν στη σκηνή τη στιγμή του φόνου, γεγονός που θα έγινε αποδεκτό (ερυθρό 43 , του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς μετέπειτα να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για τις απειλές που λάμβανε, ο αιτητής ανέφερε ότι σε λιγότερο από ένα μήνα μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης εναντίον του δράστη, ξεκίνησε να λαμβάνει αρκετές απειλές από την συμμορία στην οποία ανήκε (ερυθρά 42 x1 και 43 x 2, του διοικητικού φακέλου). Όταν του επισημάνθηκε ότι δεν είχε αναφέρει προηγουμένως ότι το εν λόγω πρόσωπο ανήκε σε συμμορία, ο αιτητής έσπευσε να δηλώσει ότι συνήθως τον έβλεπε μαζί με συγκεκριμένα άτομα (ερυθρό 43 x 2, του διοικητικού φακέλου). Η εξήγηση που παρέθεσε ο αιτητής ως προς το γιατί δεν απειλείτο νωρίτερα από τα εν λόγω πρόσωπα ώστε να αποτρέψουν την κατάθεσή του, δήλωσε ότι ενδεχομένως η ταυτότητά του κατά τη διάρκεια της δίκης να μην ήταν γνωστή, καθώς προστατευόταν από την αστυνομία και κανείς δεν γνώριζε για τη μαρτυρία του, και ως εκ τούτου, παρήλθε λίγος χρόνος μέχρι να τον εντοπίσουν. Όπως ισχυριστηκε, δεν γνωρίζει πως αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του (ερυθρό 42 x 1, του διοικητικού φακέλου).
Επισημάνθηκε από τον λειτουργό στον αιτητή η αντιφατική του δήλωση, σε προηγούμενο σημείο της συνέντευξής του, ότι απειλήθηκε και κατά τη διάρκεια της δίκης και όταν κλήθηκε να τη σχολιάσει, δήλωσε ότι πέραν των απειλών που λάμβανε μετά την έκδοση της απόφασης, ενόσω εκκρεμούσε η δίκη, κάποιο άγνωστο πρόσωπο που ενδεχομένως ήταν φίλος του δράστη, τον πλησίασε ενόσω βρισκόταν στην εργασία του και τον απείλησε ότι εάν καταθέσει, τότε θα έχει προβλήματα (ερυθρό 42 x2, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς σχετικά ο αιτητής, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει για ποιο λόγο δεν τον είχε σκοτώσει επί τόπου, παρόλο που είχε την ευκαιρία να το πράξει (ερυθρό 40 x2, του διοικητικού φακέλου). Έκτοτε δεν συνάντησε ξανά το εν λόγω πρόσωπο και δεν είχε λάβει οποιαδήποτε περαιτέρω απειλή πριν την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης (ερυθρό 42 x2, του διοικητικού φακέλου).
Ακολούθως, για τις απειλές που λάμβανε μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, ο αιτητής δήλωσε ότι έλαβε κάποια γραπτά απειλητικά μηνύματα από άγνωστα πρόσωπα που θεωρεί ότι είναι φίλοι του δολοφόνου, στα οποία αναφερόταν ότι θα τον εντοπίσουν (ερυθρό 41 x1-x2, του διοικητικού φακέλου). Πέραν τούτου, περί τα τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου του 2021, χρειάστηκε να παραμείνει ένα βράδυ σε γειτονική πόλη και το επόμενο πρωί είχε ενημερωθεί από τον γείτονά του ότι του είχαν βανδαλίσει το σπίτι του (ερυθρό 41 x1, του διοικητικού φακέλου).
Ερωτηθείς ο αιτητής πως είναι σίγουρος ότι το γεγονός αυτό συνδέεται με την υπόθεση του φόνου και ότι δεν ήταν ληστεία, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν φαινόταν να ήταν ληστεία καθώς δεν είχαν κλέψει οτιδήποτε, αλλά αντιθέτως είχαν καταστρέψει τα πάντα (ερυθρό 41 x2, του διοικητικού φακέλου). Κληθείς μάλιστα ο αιτητής να σχολιάσει για ποιο λόγο δεν τον είχαν βλάψει με οποιοδήποτε τρόπο παρόλο που γνώριζαν τον τόπο διαμονής του, ο αιτητής δήλωσε ότι αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι λόγω της εργασίας του μετακινείτο συνεχώς και για αυτό δεν τον είχαν εντοπίσει, ενώ δεν γνωρίζει για ποιο λόγο δεν τον είχαν ακολουθήσει ποτέ από την οικία του (ερυθρά 39 x1 και 40 x2, του διοικητικού φακέλου).
Αφότου επέστρεψε στην οικία του, παρέμεινε για μία περίπου εβδομάδα και μετέπειτα, περί τα τέλη Ιουλίου του 2021 την εγκατέλειψε και μετέβη στην περιοχή Nkwelle, όπου και παρέμεινε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 41 x1- x2, του διοικητικού φακέλου). Όπως ανέφερε, ενόσω ζούσε στην εν λόγω περιοχή συνέχιζε να λαμβάνει απειλές υπό τη μορφή γραπτών μηνυμάτων, χωρίς να λάβει ωστόσο οποιαδήποτε φυσική απειλή (ερυθρό 40 x1, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς για ποιο λόγο δεν άλλαξε αριθμό κινητού τηλεφώνου αφού λάμβανε μόνον απειλητικά γραπτά μηνύματα, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν πίστευε ότι θα σταματήσουν καθώς ήταν θέμα χρόνου να τον εντοπίσουν (ερυθρό 40 x1, του διοικητικού φακέλου).
Ενόψει του γεγονότος ότι στην εν λόγω περιοχή ζούσε για διάστημα περίπου οκτώ μηνών, κλήθηκε να σχολιάσει πως θεωρούσε ότι ήταν ζήτημα χρόνου να τον εντοπίσουν και τότε ο αιτητής άλλαξε εκ νέου τα λεγόμενά του, δηλώνοντας ότι κατά τη διάρκεια του εν λόγω χρονικού διαστήματος μετακινείτο στη χώρα του, καθώς ως δήλωσε επισκεπτόταν και διέμενε μαζί με την αρραβωνιαστικιά του που ήταν έγκυος στην πόλη Port Harcourt. Επιπρόσθετα, ανέφερε πως διέμενε για δύο περίπου μήνες στην πόλη Abuja και πηγαινοερχόταν κιόλας στην περιοχή Idembia όπου είχε αφήσει την κόρη του μετά τη γέννησή της (ερυθρό 40 x1, του διοικητικού φακέλου).
Προτού εγκαταλείψει τη χώρα του, ο αιτητής προέβη σε σχετική καταγγελία στην αστυνομία για τα απειλητικά μηνύματα που λάμβανε και για το περιστατικό με το βανδαλισμό της οικίας του και είχε ενημερωθεί ότι θα εντοπίσουν αυτούς που τον απειλούσαν, πλην όμως δεν υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα σε σχέση με την καταγγελία του (ερυθρά 38 και 41 x1, του διοικητικού φακέλου). Αιτήθηκε κιόλας προστασίας επειδή ένιωθε εκτεθειμένος λόγω της αποκάλυψης της ταυτότητάς του, αλλά δεν ήταν δυνατόν να του παρασχεθεί, καθώς η σχετική υπόθεση είχε ολοκληρωθεί (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου).
Ενόσω βρισκόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία, τέσσερα άγνωστα πρόσωπα επισκέφθηκαν το διαμέρισμά του και τον αναζητούσαν, ενώ κτύπησαν κιόλας το πρόσωπο που διέμενε εκεί. Όπως έχει ενημερωθεί από τον τελευταίο, δεν του ανέφεραν για ποιο λόγο τον έψαχναν, δεν είχε αναγνωρίσει τα πρόσωπα που τον κτύπησαν και ερωτηθείς πως είναι τόσο σίγουρος ότι η επίθεση αυτή συνδέεται με την υπόθεση του φόνου, ο αιτητής δήλωσε ότι αυτή του η πεποίθηση οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπιζε στη χώρα του (ερυθρό 47 x1, του διοικητικού φακέλου). Όπως δήλωσε, υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία για το περιστατικό, αλλά δεν υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα (ερυθρά 37 και 38, του διοικητικού φακέλου). Κανένα μέλος της οικογένειάς του δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε παρόμοιο περιστατικό ή πρόβλημα γενικότερα που να σχετίζεται με τις απειλές που λάμβανε (ερυθρό 37, του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του, κατόπιν σχετικών διευκρινιστικών ερωτήσεων, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει εάν σχετίζεται με τις απειλές που λάμβανε λόγω της υπόθεσης του φόνου, ενώ κληθείς να απαντήσει κατά πόσον θα μπορούσε να υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ των δύο, ο αιτητής δήλωσε ότι εξ όσων γνωρίζει δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο (ερυθρό 39 x2, του διοικητικού φακέλου). Όταν του δόθηκε η ευκαιρία να σχολιάσει τη δήλωσή του, που εντοπίζεται στην αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ότι είχε απειληθεί και με πνευματικό τρόπο, ο αιτητής δήλωσε ότι ο λόγος για τον οποίο πιστεύει ότι ο θάνατος της θα μπορούσε ενδεχομένως να συνιστά αποτέλεσμα μαύρης μαγείας («black magic») χωρίς να είναι όμως σίγουρος για αυτό, είναι το γεγονός ότι εντελώς ξαφνικά μετά τη γέννα απεβίωσε λόγω επιπλοκών που προέκυψαν εξαιτίας αιμορραγίας. Όπως δήλωσε ο αιτητής, η εξήγηση των ιατρών για το θάνατό της, ήταν οι επιπλοκές που προέκυψαν. Τα πρόσωπα που τον απειλούσαν ουδέποτε του είχαν αναφέρει ότι μπορούν να τον βλάψουν χρησιμοποιώντας μαύρη μαγεία και η εξήγηση που αποδίδει ο ίδιος για αυτή του την πεποίθηση, οφείλεται στο ότι ήταν πολύ θλιβερό το τι είχε συμβεί (ερυθρά 38 και 39 2x, του διοικητικού φακέλου).
Επιπρόσθετα, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν μετακόμισε στους γονείς του γιατί φοβόταν για την ασφάλειά τους, ενώ δεν είχε προσπαθήσει να μετακομίσει κάπου αλλού στη χώρα του προτού την εγκαταλείψει, καθώς γνώριζε ότι ήταν θέμα χρόνου να τον εντοπίσει ο δράστης του φόνου. Καταληκτικά, δεν πιστεύει ότι θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή στη χώρα καταγωγής του εκτός από αυτή στην οποία ζούσε, καθώς θα τον αναζητήσει ο δολοφόνος (ερυθρό 37, του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, o αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα του αιτητή, το προφίλ του και τη χώρα καταγωγής του, ο οποίος έγινε αποδεκτός, καθότι κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος στις δηλώσεις του. Ωστόσο, δεν έγινε αποδεκτός ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός που αφορά το ότι ο αιτητής λάμβανε απειλές γιατί κατέθεσε ενώπιον δικαστηρίου για φόνο στον οποίο ήταν μάρτυρας, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική του αξιοπιστία, ενόψει του ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες για να στηρίξει τις δηλώσεις του που απαρτίζουν τον ισχυρισμό αυτό, αλλά αντ’ αυτού, οι πληροφορίες που παρέθεσε ήταν γενικές, χωρίς λεπτομέρειες και υπέπεσε και σε αντιφάσεις. Στην Έκθεση- Εισήγηση, καταγράφονται οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ο αιτητής και οι ανεπάρκειες του αφηγήματός του.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, παρατίθενται ορισμένες πληροφορίες που έχουν εντοπιστεί σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την εγκληματικότητα από μη κρατικούς φορείς όπως εγκληματικές ομάδες, αλλά και για το ζήτημα της προστασίας μαρτύρων στη Νιγηρία. Ελλείψει ωστόσο εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις του αιτητή, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό, τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, ότι δεν παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας και κατόπιν παράθεσης και αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, την πόλη Onitsha που βρίσκεται στην πολιτεία Anambra στη Νιγηρία, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στη Νιγηρία και ειδικότερα στην πόλη Onitsha της πολιτείας Anambra, στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή και στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης, εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Καταρχάς, όσον αφορά το διαχωρισμό των ουσιωδών ισχυρισμών, επισημαίνω ότι οι καθ' ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, αφενός την ταυτότητα του αιτητή, το προφίλ του και τη χώρα καταγωγής του και αφετέρου τις κατ’ ισχυρισμόν απειλές που λάμβανε λόγω της κατάθεσής του ενώπιον δικαστηρίου για περιστατικό φόνου. Από τα πρακτικά της συνέντευξης, προκύπτει πως κληθείς ο αιτητής να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ανέφερε ότι ένας από αυτούς ήταν και ο θάνατος της αρραβωνιαστικιάς του. Μετέπειτα, τέθηκαν διευκρινιστικές ερωτήσεις στον αιτητή αναφορικά με την εν λόγω δήλωσή του και την ενδεχόμενη σύνδεση αυτού του γεγονότος με τις απειλές που λάμβανε λόγω της υπόθεσης με το φόνο. Κατόπιν μελέτης της Έκθεσης – Εισήγησης, παρατηρώ ότι δεν εντοπίζεται πουθενά καμία αναφορά, αλλά ούτε και αξιολόγηση των δηλώσεων του αιτητή αναφορικά με το ζήτημα του θανάτου της αρραβωνιαστικιάς του, γεγονός που υποδεικνύει και η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή.
Από τη στιγμή που το ζήτημα του θανάτου της αρραβωνιαστικιάς του προσδιορίστηκε από τον αιτητή ότι συγκαταλέγεται ανάμεσα στους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, κρίνω ότι οι δηλώσεις του αιτητή ως προς το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να είχαν αξιολογηθεί στα πλαίσια ενός ξεχωριστού ουσιώδους ισχυρισμού που θα έπρεπε να είχε σχηματιστεί για σκοπούς πληρότητας της διερευνητικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση. Άλλωστε, όπως υποδεικνύεται στον Πρακτικό Οδηγό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, EUAA), «η προσήκουσα ταυτοποίηση των ουσιωδών ισχυρισμών είναι αναγκαία τόσο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας όσο και για την αξιολόγηση κινδύνου».[1]
Επιπρόσθετα, οφείλω να σημειώσω ότι σε σχέση με τον προσδιορισμό του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, λανθασμένα περιορίζεται από τον λειτουργό που ετοίμασε την Έκθεση – Εισήγηση στο ότι οι απειλές που ισχυρίστηκε ότι λάμβανε ο αιτητής λόγω του ότι ήταν μάρτυρας σε υπόθεση φόνου ήταν αφότου κατέθεσε ενώπιον δικαστηρίου. Παρά τις αντιφάσεις που εντοπίζονται επί του ζητήματος τούτου στα λεγόμενα του αιτητή, ο τελευταίος έτυχε να αναφέρει ότι απειλήθηκε και ενόσω εκκρεμούσε ακόμη η δίκη.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερομένων, διαπιστώνω ότι υπήρξαν διαδικαστικές πλημμέλειες από πλευράς των καθ' ων η αίτηση κατά την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας του αιτητή, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός παρέλειψε να σχηματίσει και να εξετάσει αυτοτελώς τον προαναφερόμενο ξεχωριστό ουσιώδη ισχυρισμό που προκύπτει από τα λεγόμενα του αιτητή κατά τη συνέντευξή του, ενώ του υποβλήθηκαν επαρκείς ερωτήσεις επί τούτου.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα που έχει ενώπιον του. Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων, καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, επιτυγχάνει με αποτέλεσμα να πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ωστόσο, η κατάληξη μου ως προς το ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν.
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), εφόσον το υλικό που αφορά τους ισχυρισμούς του αιτητή βρίσκεται ενώπιον μου, προχωρώ σε ορθό προσδιορισμό και διαχωρισμό των ισχυρισμών του αιτητή με βάση τα όσα αναφέρθηκαν κατά την συνέντευξή του, ως κατωτέρω:
1) ταυτότητα του αιτητή, το προφίλ του και η χώρα καταγωγής του
2) κατ’ ισχυρισμόν απειλές που λάμβανε σε σχέση με την κατάθεσή του ενώπιον δικαστηρίου για περιστατικό φόνου στο οποίο ήταν μάρτυρας
3) ενδεχόμενη σύνδεση του θανάτου της αρραβωνιαστικιάς του αιτητή κατά τρόπο πνευματικό με τις κατ’ ισχυρισμόν απειλές που λάμβανε λόγω του περιστατικού με το φόνο
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός και αφορά την ταυτότητα του αιτητή, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός από τους καθ΄ ων η αίτηση και εν πάση περιπτώσει δεν αμφισβητείται από τον αιτητη στην ενώπιον μου διαδικασία.
Ακολούθως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού των καθ’ ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας του αιτητή ως προς αυτό τον ισχυρισμό. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του αιτητή, η γενεσιουργός αιτία των απειλών που ισχυρίζεται ότι λάμβανε στη χώρα καταγωγής του ήταν το γεγονός ότι ήταν μάρτυρας σε ένα περιστατικό φόνου, για το οποίο προέβη τελικά σε κατάθεση ενώπιον δικαστηρίου αναγνωρίζοντας το δράστη και περιγράφοντας τα όσα είχε δει την ημέρα που έλαβε αυτό χώρα. Όπως ανέφερε ο αιτητής, ο δράστης καταδικάστηκε τελικά για ληστεία και όχι για τον φόνο στον οποίο ήταν μάρτυρας ο αιτητής, γεγονός που σύμφωνα με τον τελευταίο, αποδίδεται στο ότι είχε παρουσιάσει άλλοθι ότι δεν βρισκόταν στη σκηνή του εγκλήματος εκείνη την ημέρα.
Ωστόσο υπό το φως της εν λόγω δήλωσής του, δεν προκύπτει με ποιο τρόπο υπάρχει σχέση και/ή σύνδεση του αιτητή με το αδίκημα για το οποίο είχε καταδικαστεί ο δράστης και ως εκ τούτου, δεν είναι ξεκάθαρο για ποιο λόγο η μαρτυρία του να ήταν τόσο αναγκαία ώστε να επέλθει εντέλει η καταδίκη του για ένα άλλο αδίκημα και όχι για αυτό του φόνου στον οποίο ο αιτητής ήταν μάρτυρας. Πέραν τούτου, αντιφατικές κρίνονται οι δηλώσεις του ότι ο δράστης ήταν μεν γνωστός εγκληματίας στην περιοχή και ως εκ τούτου θεωρεί ότι ήταν καταζητούμενος από την αστυνομία, αλλά παρόλα αυτά η αστυνομία δεν τον είχε εντοπίσει, έστω και εάν ο αιτητής έτυχε να τον δει κάποιες φορές στην περιοχή.
Επιπρόσθετα, σε διάφορα σημεία της συνέντευξής του, εντοπίζονται και άλλες αντιφάσεις σε σχέση με ζητήματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του, οι οποίες αδιαμφισβήτητα πλήττουν την γενικότερη αξιοπιστία των δηλώσεών του. Αναλυτικότερα, αναφορικά με το περιστατικό του φόνου, ενώ ο αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος ανέμενε να φύγουν τα αυτοκίνητα από το δρόμο για να μπορέσει να διασταυρώσει στην απέναντι πλευρά που είχε σταματήσει το θύμα, ταυτόχρονα δήλωσε ότι ήταν ο μοναδικός μάρτυρας του περιστατικού, με αποτέλεσμα να εγείρονται αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον μπορεί να ευσταθεί η τελευταία του δήλωση.
Αντιφάσεις άλλωστε εντοπίζονται και στα λεγόμενα του αιτητή σε σχέση με τις απειλές που ισχυρίζεται ότι λάμβανε στη χώρα καταγωγής του από πρόσωπα που συνδέονταν με τον δράστη του φόνου. Αρχικά αναφέρει ότι στο δικαστήριο έδωσε μαρτυρία στην παρουσία του δράστη όπου ήταν η πρώτη φορά που είδε τον αιτητή (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου), πλην όμως μετέπειτα άλλαξε τα λεγόμενά του δηλώνοντας ότι κατά τη διάρκεια της δίκης η ταυτότητα του δεν ήταν γνωστή, λάμβανε προστασία από την αστυνομία και κανείς δεν γνώριζε για την μαρτυρία του (ερυθρό 42 x1, του διοικητικού φακέλου).
Επιπρόσθετα, ενώ αρχικά ανέφερε ότι απειλήθηκε ενόσω εκκρεμούσε η δίκη και ο ίδιος είχε ζητήσει προστασία από την αστυνομία χωρίς ωστόσο να λάβει ποτέ (ερυθρό 47 x1, του διοικητικού φακέλου), σε μετέπειτα στάδιο όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες, ο αιτητής δήλωσε ότι οι απειλές εναντίον του ξεκίνησαν σε λιγότερο από ένα μήνα μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης (ερυθρό 42 x1, του διοικητικού φακέλου). Όταν του δόθηκε η ευκαιρία να σχολιάσει την αντίφαση που εντοπίστηκε στα λεγόμενά του, ο αιτητής περιέπεσε σε νέα αντίφαση, αναφερόμενος σε ένα περιστατικό όπου κάποιο άγνωστο πρόσωπο τον απείλησε ενόσω εκκρεμούσε η δίκη, προκειμένου να μην καταθέσει στο δικαστήριο (ερυθρό 42 x1, του διοικητικού φακέλου).
Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τις απειλές που ισχυρίζεται ότι δεχόταν, από τις δηλώσεις του προκύπτει ότι αυτές λάμβαναν ως επί το πλείστον τη μορφή γραπτών μηνυμάτων και η μόνη προσωπική απειλή που φαίνεται να δέχθηκε με φυσικό τρόπο, ήταν όταν κάποιο άγνωστο πρόσωπο τον πλησίασε ενόσω εκκρεμούσε η δίκη και τον απείλησε προκειμένου να μην καταθέσει σε αυτή. Όσον αφορά το περιστατικό βανδαλισμού της οικίας του που τον ώθησε να την εγκαταλείψει και να μετακομίσει σε άλλη περιοχή, πέραν του ότι δεν προκύπτει με απόλυτη σιγουριά η σύνδεση του περιστατικού αυτού με τα πρόσωπα που σχετίζονταν με το φόνο, δεν είναι ξεκάθαρο πως ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι όντως ισχύει κάτι τέτοιο, αρκέστηκαν μόνο στο να προβούν σε καταστροφές στην οικία του χωρίς να τον απειλήσουν με φυσικό τρόπο ή ακόμα και να του προκαλέσουν κάποια προσωπική βλάβη, έστω και εάν γνώριζαν που διέμενε. Εάν η πρόθεσή τους ήταν να τον βλάψουν για να πάρουν εκδίκηση, δεν καθίσταται κατανοητό για ποιο λόγο να μην είχαν προβεί σε κάτι τέτοιο ενόσω βρισκόταν ακόμα στη σφαίρα επιρροής τους και ενόσω ήταν γνωστός σε αυτούς ο τόπος διαμονής του.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, συμπληρωματικά με τη σχετική έρευνα που πραγματοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός, για σκοπούς κατ' ουσίαν εξέτασης του αιτήματος του αιτητή, διεξήγαγα έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του, από την οποία προέκυψε πως σε σχετική έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας του 2024, αναφέρεται ότι το φαινόμενο της «βίας του όχλου» (mob violence) παρουσιάζει αυξητικές τάσεις την τελευταία δεκαετία στη Νιγηρία, με περιπτώσεις ατιμωρησίας τέτοιων περιστατικών.[2] Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ουσιαστικά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόσωπα αναλαμβάνουν να αποδώσουν από μόνοι τους δικαιοσύνη για κάποιο ζήτημα, εκτός των ορίων του νόμου, οδηγώντας συχνά σε δολοφονίες με λιθοβολισμό, κάψιμο ή ξυλοδαρμό.[3]
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του εν λόγω φαινομένου, είναι τα περιστατικά εκδίκησης προσώπων που έχουν δώσει πληροφορίες στην αστυνομία σε σχέση με υπόπτους σε ποινικά αδικήματα ή που έχουν καταθέσει ως μάρτυρες εναντίον τους.[4] Από τις εν λόγω παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται το φαινόμενο της χρήσης βίας εναντίον προσώπων που κατέθεσαν ως μάρτυρες σε δικαστικές υποθέσεις, χωρίς βέβαια να επιβεβαιώνεται ειδικά το προσωπικό ζήτημα του αιτητή ή εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε πρακτική που να συνδέεται με τους ισχυρισμούς που προωθεί σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του.
Όπως έχει αναλυθεί εκτενέστερα ανωτέρω, αρκετές από τις δηλώσεις του αιτητή ήταν ασυνεπείς και δεν έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες κατά το αφήγημά του, ούτε ήταν ξεκάθαρος στις δηλώσεις του για τις αντιφάσεις που υπέπεσε κατά το αφήγημά του και του τέθηκαν προς επεξήγηση. Ενόψει της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών του αιτητή για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται ανωτέρω, ο ισχυρισμός του περί φόβου δίωξης του λόγω της μαρτυρίας του σε υπόθεση φόνου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και ως εκ τούτου απορρίπτεται στο σύνολό του.
Κατά την αξιολόγηση του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού που πρόβαλε ο αιτητής, παρατηρείται ότι αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτός λόγω της ασάφειας και της γενικόλογης φύσης των δηλώσεων του. Οι αναφορές του αιτητή ως προς την ενδεχόμενη σύνδεση του θανάτου της αρραβωνιαστικιάς του με την υπόθεση του φόνου, αλλά και τις πνευματικές απειλές, κρίνονται γενικόλογες και μη επαρκείς. Ειδικότερα, από το αφήγημά του, προκύπτει ξεκάθαρα ότι δεν είναι απόλυτα σίγουρος για τη σύνδεση των δύο ζητημάτων και η αναφορά του ως προς την ενδεχόμενη σύνδεση κατά τρόπο πνευματικό του θανάτου της αρραβωνιαστικιάς του με τις απειλές που λάμβανε, αποδίδεται στο ξαφνικό θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του και στο ότι συνιστά θλιβερό γεγονός. Κατά συνέπεια, οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονται από έλλειψη συγκεκριμένων αναφορών και αποδείξεων, γεγονός που καθιστά αδύνατη την επιβεβαίωση της αιτιακής σχέση ανάμεσα στα δύο γεγονότα.
Η αναφορά σε πιθανή πνευματική σύνδεση δεν επαρκεί για να στηρίξει τον ισχυρισμό περί στοχοποίησης του αιτητή λόγω του θανάτου της αρραβωνιαστικιάς του. Ειδικότερα, από τις δηλώσεις του αιτητή, δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι ο ίδιος είναι απολύτως πεπεισμένος για την ύπαρξη αυτής της σύνδεσης. Αντιθέτως, η αναφορά του στις πιθανότητες και οι σαφείς υπαινιγμοί δεν δημιουργούν επαρκές τεκμήριο για να στοιχειοθετηθεί σοβαρή απειλή κατά της ζωής του. Κατά συνέπεια από τα στοιχεία που έθεσε ο αιτητής ενώπιον μου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, πληροφορίες που έχουν εντοπιστεί σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν ότι η πίστη στη μαγεία («witchcraft or juju») είναι διαδεδομένη στη Νιγηρία, η οποία συχνά συνυπάρχει με τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ.[5] Παρά τον εντοπισμό πληροφοριών που επιβεβαιώνουν την πίστη σε φαινόμενα μαγείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να καταστήσει αποδεκτό τον ισχυρισμό του αιτητή. Η πίστη σε μαγικές πρακτικές δεν επαρκεί ως στοιχείο για να τεκμηριώσει προσωπική απειλή κατά του αιτητή, ειδικά όταν δεν παρουσιάζονται συγκεκριμένα στοιχεία και ισχυρισμοί που να συνδέουν άμεσα τον ίδιο με τέτοιου είδους επιθέσεις ή απειλές.
Η απλή ύπαρξη των πεποιθήσεων δεν επαρκεί για να στοιχειοθετηθεί φόβος δίωξης με βάση προσωπικά χαρακτηριστικά ή ακόμα και πεποιθήσεις του αιτητή. Απαιτούνται σαφή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο αιτητής στοχοποιείται συγκεκριμένα λόγω αυτών των παραγόντων κάτι που δεν προκύπτει από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου. Ούτως ή άλλως ο αιτητής είχε τη δυνατότητα στην ενώπιον μου διαδικασία να τεκμηριώσει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του, πράγμα που βεβαίως δεν έπραξε. Κατά συνέπεια, ούτε ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και αληθοφάνεια τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα προκειμένου να επωφεληθεί των ευεργετημάτων τέτοιου καθεστώτος.
Διαφαίνεται πως ο αιτητής είχε αρκετές ευκαιρίες κατά το στάδιο της συνέντευξής του να αναπτύξει με κάθε λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός του και να θεμελιώσει τον φόβο δίωξης στο πρόσωπό του από τους κατ' ισχυρισμό φορείς δίωξης του στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που είχε τη δυνατότητα στα πλαίσια του ορθού δικονομικού διαβήματος να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του το κατάφερε, εφόσον δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του, να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να καλύψει τα κενά και να δικαιολογήσει τις αντιφάσεις που εντοπίστηκαν κατά τη συνέντευξή του. Ενόψει τούτων, ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία τους προβληθέντες ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του ήταν η πόλη Onitsha της πολιτείας Anambra της Νιγηρίας όπου ο αιτητής έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω τοποθεσία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, στα πλαίσια της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχώρησα σε έρευνα σε έγκυρες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του.
Σύμφωνα με τη σύνοψη της κατάστασης ασφαλείας του ACCORD που βασίζεται σε στοιχεία του ACLED, η οποία αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2024 και δημοσιεύτηκε στις 8 Μαΐου 2024, στην πολιτεία Anambra της Νιγηρίας αναφέρθηκαν 25 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων τα 8 οδήγησαν σε 12 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι ακόλουθες τοποθεσίες στην πολιτεία Anambra συγκαταλέγονται μεταξύ των πληγέντων: Achalla, Akwa-Etiti, Amansee, Amichi, Atani, Awgbu, Awka, Fegge, Isseke, Neni, Nnewi, Ogbunka, Onitsha, Orsumoghu,Umuawulu, Umuchu, Umuoji.[6]
Σύμφωνα με τη σύνοψη της κατάστασης ασφαλείας του ACCORD που βασίζεται σε στοιχεία του ACLED, η οποία αφορά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 και δημοσιεύτηκε στις 7 Αυγούστου 2024, στην πολιτεία Anambra αναφέρθηκαν 48 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων τα 24 οδήγησαν σε 66 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι ακόλουθες τοποθεσίες στην πολιτεία Anambra συγκαταλέγονται μεταξύ των πληγέντων: Abagana, Aguleri, Agulezechuku, Akwa-Etiti, Amansee, Amanuke, Anam, Atani, Awka, Ekwulobia, Enugwu Agidi, Ihiala, Ndike, Ndiokpaleke, Nkpor, Nnewi, Nnobi, Oba, Ogboji, Ogu-Ikpele, Oguaniocha, Oko, Orkija, Ozubulu, Uga, Ukwulu, Uli.[7]
Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 03/02/2024 έως τις 31/01/2025 στην πολιτεία Anambra, καταγράφηκαν 186 περιστατικά ασφαλείας και 236 θάνατοι, εκ των οποίων 19 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 8 εξεγέρσεις (11 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 76 μάχες (145 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 82 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (80 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 1 περιστατικό εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών). Συγκεκριμένα στην πόλη Onitsha που βρίσκεται στην πολιτεία Anambra της Νιγηρίας και η οποία συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή σύμφωνα με τα λεγόμενά του, την ίδια περίοδο αναφοράς, καταγράφηκαν 12 περιστατικά ασφαλείας και 9 θάνατοι, εκ των οποίων 1 διαμαρτυρία (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 2 εξεγέρσεις (2 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 4 μάχες (4 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 5 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (3 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[8] Ο συνολικός πληθυσμός της Anambra ανέρχεται σε 5,953,500[9] και της πόλης Onitsha ανέρχεται σε 1,150,000[10], σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2022.
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στη χώρα καταγωγής του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Σε σχέση με τους εγειρόμενους νομικούς ισχυρισμούς για κατάχρηση εξουσίας και παράβαση Νόμου εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, παρατηρώ ότι είναι με γενικότητα και αοριστία που προβάλλονται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί και δεν στοιχειοθετούνται στην Γραπτή του Αγόρευση. Κρίνω ότι ο ισχυρισμός περί κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται, εφόσον ο αιτητής για να στοιχειοθετήσει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του, όφειλε να αποδείξει τον κατάδηλα ξένο σκοπό από το σκοπό του νόμου που επεδίωξε το αρμόδιο όργανο και την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμόδιου οργάνου. Ως εκ τούτου, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί οι οποίοι δεν στοιχειοθετούνται απορρίπτονται στο σύνολό τους.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω. Ενόψει της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EUAA, 'Practical Guide on Evidence and Risk Assessment' (2024), 41 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/publications/practical-guide-evidence-and-risk-assessment
[2] Amnesty International, ‘INSTANTLY KILLED! HOW LAW ENFORCEMENT FAILURES EXACERBATE NIGERIA’S WAVE OF MOB VIOLENCE’ (2024), 9 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2117002/AFR4484252024ENGLISH.pdf
[3] Ibid 9
[4] Ibid 27
[5] EASO, 'Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note' (2021), 74 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf; Nduka Orjinmo, ‘The hunt for Nigerians who can change into cats’ (2022) δημοσιευθέν σε BBC News, διαθέσιμο σε https://www.bbc.com/news/world-africa-60749496
[6] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation, ‘Nigeria, first quarter 2024: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED)’, 8 May 2024, 4-5, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2109664/2024q1Nigeria_en.pdf
[7] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation, ‘Nigeria, second quarter 2024: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED)’, 7 August
2024, 4 -5, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2113508/2024q2Nigeria_en.pdf
[8] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions-Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 03/02/2024 – 31/01/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Anambra, Location: Onitsha] (ημερομηνία πρόσβασης 14/02/2025)
[9] City Population https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ [Nigeria – Anambra] (ημερομηνία πρόσβασης 14/02/2025)
[10] City Population https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ (Nigeria – Onitsha) (ημερομηνία πρόσβασης 14/02/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο